Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

 

                                 Ο ΚΑΛΟΚΑΓΑΘΟΣ ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ ΚΑΙ Ο  ΓΙΑΤΡΟΣ

       Κάποια μέρα που καθόμουν στην αυλή του σπιτιού μας με τον αείμνηστο πατέρα μου, λίγο πριν το τέλος του, μου διηγήθηκε την παρακάτω χαριτωμένη ιστορία.

Ο γιατρός ο Γιάννης (Γιαννάκος) Παναγάκος, που υπηρέτησε για πολλά χρόνια στο αγροτικό ιατρείο του χωριού, ήταν ανύπαντρος και συνήθως έτρωγε στην γειτονική χασαποταβέρνα του μπάρμπα Γιάννη, όταν δεν είχε μαγειρέψει στο σπίτι του μόνος του. Επειδή ήταν τεραστίων διαστάσεων, έτρωγε ένα κιλό κρέας μπριζόλες στην καθισιά του.

Κάποια μέρα, καλοκαιρινό καιρό, παρήγγειλε στον αείμνηστο μπάρμπα Γιάννη να του ψήσει μπριζόλες για να δειπνήσει. Ο μπάρμπα Γιάννης άναψε φωτιά στο μαγκάλι με τα κάρβουνα, να πέσει θράκα, για να ψήσει τις μπριζόλες, στην αυλή της ταβέρνας. Την ώρα που έβαλε τις μπριζόλες για ψήσιμο, ήρθε και ο Γιαννάκος στην ταβέρνα. Κάθισε στο τραπέζι κοντά στο μαγκάλι, παρέα με τον μπάρμπα Γιάννη, τρώγοντας την σαλάτα με το τυρί που του σέρβιραν.

Ο μπάρμπα Γιάννης σηκώθηκε κάποια στιγμή να γυρίσει τις μπριζόλες που ψήνονταν στη σχάρα. Όπως όμως έπιασε την μπριζόλα με το χέρι κάηκαν τα ακροδάχτυλα του χεριού του και άρχισε να τα φτύνει για να ελαττώσει τον πόνο. Την ίδια κίνηση επανέλαβε και με το άλλο χέρι, γυρίζοντας με αυτό τον τρόπο όλες τις μπριζόλες. Ο Γιαννάκος παρακολουθούσε τις κινήσεις του, με δυσφορία, βλέποντάς τον να μην χρησιμοποιεί πιρούνι, όπως θα έπρεπε, για να γυρίσει τις μπριζόλες. Τότε γυρνάει νευριασμένος και λέει ειρωνικά στον μπάρμπα Γιάννη:

-Που στο διάβολο Γιάννη το βρήκες το πιρούνι;

Ο μπάρμπα Γιάννης, φύσει καλοκάγαθος, δεν κατάλαβε το ειρωνικό υπονοούμενο του Γιαννάκου. Ο τελευταίος «έδωσε τόπο στην οργή» και συνέχισε να τρώει τη σαλάτα του. Σε λίγο, όταν ψήθηκαν πια οι μπριζόλες, ο μπάρμπα Γιάννης τις έβαλε με το χέρι στο πιάτο και τις σέρβιρε στο τραπέζι του Γιαννάκου. Όμως, προφανώς για να τον εξυπηρετήσει, άρπαξε το λεμόνι και άρχισε να το στίβει με τα δόντια, βάζοντάς το στο στόμα του και ρίχνοντας το χυμό με αυτόν τον τρόπο πάνω στις μπριζόλες. Τότε ο Γιαννάκος δεν άντεξε άλλο με αυτό το θέαμα και αγανακτισμένος «ξεφουρνίζει» στον μπάρμπα Γιάννη την, γεμάτη ειρωνεία, δεύτερη ατάκα του:

–Που στο διάβολο Γιάννη τον βρήκες το λεμονοστίφτη;

Και αμέσως σηκώνεται επάνω, παρατάει τις μπριζόλες στο τραπέζι και φεύγει από την ταβέρνα, ξεφυσώντας από αγανάκτηση και θυμό, χωρίς να πληρώσει ούτε τον λογαριασμό, αφήνοντας τον καλοκάγαθο μπάρμπα Γιάννη σύξυλο «στα κρύα του λουτρού». Τότε βάλαμε και οι δύο τα γέλια με το πάθημα του μπάρμπα Γιάννη.

 

                                                                             Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

 

                                  ΤΟ «ΧΩΡΑΤΟ»     ΤΟΥ  ΚΑΦΕΤΖΗ

   

  Την δεκαετία του 1950 το μοναδικό αυθεντικό καφενείο στην αγορά του χωριού το κρατούσε ο ιδιοκτήτης του, ο κυρΚώστας ο Λύγδας. Εκεί  εύρισκαν «αποκούμπι» όλοι  σχεδόν οι κάτοικοι του  κάτω χωριού, απολάμβαναν τον καφέ τους και δροσίζονταν το καλοκαίρι με τις παγωμένες λεμονοπορτοκαλάδες που διατηρούσε ο καφετζής στο ψυγείου του πάγου.  Έπαιζαν χαρτιά «δηλωτή», «ξερή», «πρέφα» και «τάβλι», σημειώνοντας πάνω στην πλάκα με το κοντύλι το αποτέλεσμα κάθε παιχνιδιού. Εκεί   σχολίαζαν την επικαιρότητα και  τα γεγονότα που μάθαιναν από το μοναδικό μέσο ενημέρωσης εκείνης της εποχής που ήταν το ραδιόφωνο. Συζητούσαν επίσης  αλλά και κουτσομπόλευαν τα νέα και τα περίεργα του χωριού μας. Ορισμένοι από αυτούς  περίμεναν να έρθει η μοναδική εφημερίδα, η «Ακρόπολη», με το απογευματινό τραίνο από την Αθήνα και έπαιρναν σειρά μέχρι τα μεσάνυχτα  για να την «ξεκοκκαλίσουν», κάτω από το φως της μοναδικής βενζινόλαμπας  που κρεμόταν από το νταβάνι, στη μέση του καφενείου.  Και ο καπνός από τα τσιγάρα  «ντουμάνιαζε» όλο τον χώρο του καφενείου, ιδιαίτερα το χειμώνα που ανακατευόταν με τους καπνούς της ξυλόσομπας που ζέσταινε το χώρο.

    Στο χωριό εκείνη την εποχή εκτός από τους ντόπιους εμπόρους Μασκλινιώτες, ο Γιώργης Τσουλουχάς από την Κουμπίλα, εμπορευόταν και αυτός ελιές και λάδι. Αγόραζε με πίστωση από πολλούς κατοίκους του χωριού μεγάλες ποσότητες λαδιού και βρώσιμων ελιών, που τα εμπορευόταν στην Αθήνα. Την εξόφληση την διέκρινε πάντοτε η συνέπειά του, αλλά αυτή γινόταν πάντοτε με καθυστέρηση  δύο τριών  μηνών. Κάποια μέρα λοιπόν στο καφενείο που καθόμουν, απολαμβάνοντας το καφεδάκι μου, άκουσα την παρακάτω χαριτωμένη ιστορία:

   Στις αρχές Ιούνιου κάποιου  καλοκαιριού της δεκαετίας του 1950 που η παραγωγή ελαιόκαρπου εκείνη τη χρονιά  ήταν ευλογημένη,  ο Τσουλουχάς είχε αγοράσει με πίστωση από τους Μασκλινιώτες μεγάλες ποσότητες από τα παραπάνω είδη και τους χρωστούσε σημαντική ποσότητα χρημάτων. Όμως κόντευε να βγει ο Σεπτέμβρης και οι παραγωγοί άρχισαν να ανησυχούν, αφού είχε περάσει σχεδόν τετράμηνο και δεν είχαν εξοφληθεί ακόμη από την πώληση των προϊόντων τους. Φοβήθηκαν μήπως ο Τσουλουχάς «ρίξει κανόνι» στην αγορά και χάσουν τα χρήματά τους. Περνούσαν ταχτικά από το καφενείο, θέλοντας να πάρουν πληροφορίες για τον Τσουλουχά,  ρωτούσαν τον καφετζή οι ενδιαφερόμενοι με αγωνία κάθε τόσο:

    - Κώστα,  μήπως είδες τον Τσουλουχά;

    Όμως μερικοί από αυτούς σπάνια κάθονταν στο καφενείο του κυρΚώστα να πιούν τον καφέ τους ή την πορτοκαλάδα τους και να αφήσουν έτσι τον οβολό τους στο ταμείο του. Ο κυρΚώστας  που τον είχαν ζαλίσει καθημερινά με τις ερωτήσεις τους γι’ αυτό το θέμα, αλλά και δεν ήσαν τακτικοί πελάτες στο καφενείο του, σκαρφίστηκε τα εξής για να τους ξεφορτωθεί αλλά και να τους τρελάνει ταυτόχρονα. Κάποια μέρα στα τέλη του Σεπτέμβρη  κάθονταν  στα τραπέζια του καφενείου, δύο - τρείς Μασκλινιώτες που δεν ήταν τακτικοί πελάτες του,  από αυτούς που περίμεναν τον Τσουλουχά να τους εξοφλήσει και που  ενοχλούσαν τον κυρΚώστα με τις ερωτήσεις τους.  Μόλις τους βλέπει, έβαλε αμέσως μπροστά το σχέδιό του. Βγαίνει από την κουζίνα του καφενείου και ρωτάει δυνατά, για να τον ακούσουν και οι ενδιαφερόμενοι,  ένα γνωστό θαμώνα, που τον είχε μυήσει προηγούμενα στην υπόθεση:

    -Μήπως έμαθες πως να πέθανε ο συχωρεμένος ο Τσουλουχάς;

Και ο θαμώνας του απάντησε:

    -Το άκουσα και εγώ ότι συχωρέθηκε, αλλά δεν έμαθα λεπτομέρειες.

   Μόλις άκουσαν έτσι  αυτοί που περίμεναν τον Τσουλουχά να τους πληρώσει, παράτησαν στη μέση τους καφέδες τους, έβαλαν κάτω το κεφάλι και βγήκαν καταστενοχωρημένοι από το καφενείο «κλαίγοντας» για τα λεφτά που τους χρώσταγε. Έτρεξαν μάλιστα αμέσως να αναγγείλουν τα κακά μαντάτα* και στους άλλους πιστωτές του Τσουλουχά. Ο κυρΚώστας μόλις είδε πως «έπιασε» το χωρατό του, έκλεισε το μάτι στο θαμώνα του, τρίβοντας τα χέρια από τη χαρά του. Φυσικά ο Τουλουχάς μετά από λίγες ημέρες εμφανίστηκε στη Μάσκλινα και  πλήρωσε στο ακέραιο όλους τους πιστωτές του. Όμως του κυρΚώστα του Λύγδα το χωρατό* έμεινε στην ιστορία….

 

Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

 

                     ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΗΣ   ΠΕΡΙΟΧΗΣ

      Στην Πελοπόννησο στις αρχές του 19ου αιώνα το οδικό της δίκτυο ήταν σε άθλια κατάσταση. Το ταξίδι Αθήνα - Τρίπολη γινόταν σε δύο ημέρες. Ο ταξιδιώτης πήγαινε από τον Πειραιά μέσω θαλάσσης μέχρι το Ναύπλιο, έπειτα έπαιρνε ιστιοπλοϊκό για τους Μύλους και συνέχιζε μέχρι την Τρίπολη με τα μουλάρια αρχικά και έπειτα με άμαξες. Το 1856 άνοιξε ο δρόμος Μύλοι – Τρίπολη και η επικοινωνία γινόταν με τις λεγόμενες καρότσες. Το ταξίδι είχε μειωθεί σε δέκα ώρες μέχρι το Ναύπλιο και δέκα επτά ώρες μέχρι την Τρίπολη. Για την κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου που περνάει από το χωριό μας, προτάσεις και σχέδια είχαν υποβληθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1870. Το 1881 η κυβέρνηση Κουμουνδούρου προχώρησε σε αναθέσεις για την κατασκευή ορισμένων σιδηροδρομικών γραμμών. Ο Χαρίλαος Τρικούπης ακύρωσε τις συναφθείσες συμβάσεις όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία το 1882 και προχώρησε την ανάθεση του έργου στη Γενική Πιστωτική Τράπεζα. Σκοπός του ήταν το κράτος να συμμετέχει με λίγα χρήματα και τα υπόλοιπα να μπούνε από ιδιωτικά κεφάλαια. από την Αθήνα. Ώσπου αποφασίστηκε η λειτουργία των σιδηροδρόμων.

     Την 1η Δεκεμβρίου 1882 ιδρύθηκε η εταιρεία «Σιδηρόδρομοι Πειραιώς - Αθηνών-Πελοποννήσου»(ΣΠΑΠ). Κύριος μέτοχος της εταιρείας ήταν η παραπάνω Τράπεζα που παραχώρησε στους ΣΠΑΠ τα δικαιώματα κατασκευής του Πελοποννησιακού δικτύου. Στις 14 Απριλίου 1887 ο Χαρ. Τρικούπης ενέκρινε την κατασκευή από το Δημόσιο και με μελέτη Γαλλικής εταιρίας. αποστολής το τμήμα του σιδηροδρομικού δικτύου Μύλοι – Καλαμάτα.

      Προτίμησε, για λόγους οικονομικούς, την «στενή γραμμή» πλάτους 1 μέτρου αντί 1,43 μέτρα που είναι η διεθνής. Τον Μάρτιο του 1888 δημοσιεύεται στο Φ.Ε.Κ.83/1888 ο Νόμος ΑΦΠΕ της 17-12-1887 ο οποίος αναφέρει πως «η υπό κατασκευή γραμμή αναχωρεί εκ Μύλων, ανέρχεται τον ποταμόν Ύσιον, υψούται επί των κλυτίων του Παρθενίου, ίνα διέλθει τον αυχένα της Μάσκλινας, εξέρχεται εις την κοιλάδα του Τάνου, εξακολουθεί να υψούται ανερχομένη την κοιλάδα ταύτην μέχρι σημείου τινός άνω της Βερτσοβάς…»

Το 1889 ξεκίνησε η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Μύλοι – Καλαμάτα μήκους 185 χιλιομέτρων, η οποία ολοκληρώθηκε τελικά το 1899 από την «Εταιρεία Μεσημβρινών Σιδηροδρόμων Ελλάδος» ΕΜΣΕ. Στις 17 Δεκεμβρίου 1891 η ΕΜΣΕ κηρύχθηκε έκπτωτη, λόγω οικονομικών δυσχερειών και ο τότε Πρωθυπουργός Θ. Διληγιάννης παραχώρησε τελικά το έργο στους ΣΠΑΠ, με όριο αποπεράτωσής του το ένα έτος. Στο μεταξύ στα τέλη του 1891 ήδη είχε αποπερατωθεί το σιδηροδρομικό δίκτυο Αθήνα – Τρίπολη.

Όταν γινόταν η χάραξη της διαδρομής, οι μηχανικοί έπρεπε να λύσουν το πρόβλημα της υψομετρικής διαφοράς από τους Μύλους (μηδενικό υψόμετρο, μέχρι την Τρίπολη (640 μ. ). Στην συγκεκριμένη περίπτωση είχαν δύο επιλογές: Να περάσει η γραμμή παραλιακά μέσω του Άστρους και του κάμπου της Θυρέας, ανεβαίνοντας δε σιγά - σιγά προς το βουνό, να φτάσει στη Μάσκλινα. Η δεύτερη επιλογή ήταν η σημερινή διαδρομή, που περνάει μέσα από την χαράδρα του ποταμιού Ξοβριού και ανεβαίνει, μέσω του Αχλαδόκαμπου, κάνοντας την διαδρομή πιο μακρινή, για να ελαχιστοποιηθεί η ανωφέρεια, ενώ καταλήγει στο ίδιο σημείο, στη Μάσκλινα.

Για να επιτευχθούν τα ανωτέρω έγινε μια σιδηροδρομική γραμμή μήκους 11,2  χιλιομέτρων, περιφερειακά του κάμπου του Αχλαδόκαμπου, σε σχήμα μεγάλου πέταλου, που στις δύο άκρες του, την μία στην περιοχή της Πηνίκοβης   και την άλλη στις υπώρειες του όρους Παρθενίου, υπάρχει  μια υψομετρική διαφορά της σιδηροδρομικής γραμμής 190 μέτρων. Συγκεκριμένα όταν ο σιδηρόδρομος  βρισκόταν στο γεφύρι της Πινήκοβης, στη μια νοητή άκρη του πέταλου της διαδρομής,  σε απόσταση 580 μέτρων, που είναι το άνοιγμα του πέταλου και σε υψομετρική διαφορά  190 μέτρων, είναι ορατή  η άλλη νοητή άκρη του πέταλου της σιδηροδρομικής γραμμής, στη μικρή γέφυρα του «Ξεριά» και σε μικρή απόσταση από τον Σύρτη. Κατά συνέπεια για να ελαχιστοποιηθεί η ανωφέρεια ο σιδηρόδρομος έπρεπε να διανύσει ολόκληρη την νοητή περιφέρεια του πέταλου, μια απόσταση που όπως προαναφέρθηκε ήταν 11,2 χιλιομέτρων, περιφερειακά του κάμπου του Αχλαδόκαμπου, περνώντας από τον σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού και από την περιοχή του Σύρτη. Όμως η κλίση της γραμμής  και μέχρι το χωριό μας εξακολουθεί να είναι ακόμη μεγάλη, η μεγαλύτερη του σιδηροδρομικού δικτύου της Πελοποννήσου, με εξαίρεση βέβαια του οδοντωτού, στο Βουραϊκό ποταμό των Καλαβρύτων.

Την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Σιδηρόδρομοι Πειραιώς – Αθηνών - Πελοποννήσου ΣΠΑΠ επιτάχθηκαν. Στις 18 Μαρτίου 1920 ο Ελ. Βενιζέλος εντάσσει τους ΣΠΑΠ στους «Σιδηρόδρομους του Ελληνικού Κράτους» ΣΕΚ και εκεί παρέμειναν μέχρι το 1922, οπότε αποσπάστηκαν και πάλι. Την εποχή εκείνη άρχισαν να χρησιμοποιούνται και μηχανές ντίζελ, οπότε ο χρόνος μειώθηκε πολύ.

Στις 8 Ιουνίου 1940 οι ΣΠΑΠ περιέρχονται, λόγω εκκαθάρισης, στο Δημόσιο. Την εποχή του Β Παγκόσμιου Πολέμου οι Γερμανοί επιτάσσουν τους ΣΠΑΠ και του χρησιμοποιούν για τις δικές τους ανάγκες. Προς το τέλος του πολέμου και κατά την αναχώρησή τους προσπάθησαν να ανατινάξουν τις γέφυρες στην Αρκαδία αλλά αποτυγχάνουν λόγω της καλής κατασκευής τους. Ανατίναξαν μόνο την γέφυρα του Αχλαδόκαμπου στο Σύρτη.

Το 1950 οι ΣΠΑΠ εκσυγχρονίζουν το δίκτυο και το Δεκέμβρη του 1952 εκτελείται το πρώτο νυχτερινό δρομολόγιο. Το 1955 οι ΣΠΑΠ έγιναν Κρατικό δίκτυο και το 1962 ενώθηκαν με τους ΣΕΚ και αποτελούν μια Κρατική εταιρεία μέχρι το έτος 1970, οπότε ιδρύεται ο «Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος» ΟΣΕ. Υπήρχε πάντοτε τακτική συγκοινωνία από Αθήνα μέχρι Καλαμάτα, και προς τις δύο κατευθύνσεις, ολόκληρο το εικοσιτετράωρο.

Για να επιτευχθεί η κατασκευή του δικτύου από την Ανδρίτσα μέχρι το Παρθένι και για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες, λόγω του ανωμάλου και πετρώδους εδάφους, κατασκευάστηκαν οκτώ μεγάλες μεταλλικές γέφυρες, για τις οποίες θα αναφερθούμε σε άλλο σημείωμά μας, ορύγματα (ντρετσέρες) μεγάλου μήκους καθώς και χτιστές πέτρινες ζεύξεις σε μικρές ρεματιές. Οι σιδηροδρομικές γραμμές περνάνε μέσα από χαράδρες, από απότομες πλαγιές, μέσα από πολλές σήραγγες και ήταν ένα πολύ δύσκολο έργο για την εποχή κατασκευής τους. Κτίστηκαν πολλά πετρόκτιστα φυλάκια στις σιδηροδρομικές διαβάσεις, πετρόκτιστοι σταθμοί καθώς και υδατόπυργοι και αποθήκες στους μεγάλους σταθμούς.

   Το 2003 ανεστάλη η λειτουργία των δρομολογίων του σιδηρόδρομου  Κορίνθου Τρίπολης Καλαμάτας για να ανακαινιστεί η μετρική γραμμή σε όλο της το μήκος. Τελειώνοντας η ανακαίνιση της γραμμής το 2009, άρχισαν ξανά τα σιδηροδρομικά δρομολόγια Κόρινθος – Τρίπολη - Καλαμάτα  με πολύ αραιή όμως συχνότητα και με καινούρια οχήματα και ντιζελομηχανές. Το 2011 όμως διακόπηκαν οριστικά  όλα τα παραπάνω σιδηροδρομικά δρομολόγια. Από τότε το τραίνο δεν ξανασφύριξε ούτε ξαναπέρασε από τον σταθμό του χωριού. Μόνο δυο- τρεις φορές  αυτοκινητάμαξες με επιβάτες τους «φίλους του σιδηρόδρομου» πέρασαν με κατεύθυνση την Τρίπολη σταματώντας στο σταθμό του χωριού και ξαναζωντάνεψαν την περιοχή του σταθμού έστω και για λίγο, με  την κίνησή τους  πάνω στην μετρική σιδηροδρομική γραμμή.

                                                                     Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

 

                     ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ  ΠΟΥ  ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ  ΑΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ

     Ένας Μασκλινιώτης που ζούσε μόνος του τα τελευταία χρόνια στην πρωτεύουσα, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ ένα σωρό άλλα οικονομικά  προβλήματα τον ταλάνιζαν ανέκαθεν. Τελικά εξ αιτίας όλων αυτών των προβλημάτων έφυγε πρόωρα από κοντά μας. Το Μασκλινιώτικο χώμα  ήδη σκέπασε  το κουφάρι του. Μια ολιγομελής ομάδα συγχωριανών μας  αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες στεκόταν πάντοτε και ιδιαίτερα τελευταία κοντά του. Τον στήριζε ηθικά και οικονομικά. Αυτοί έτρεχαν παντού και τον βοηθούσαν να ανεβεί τον ανηφορικό δρόμο της ζωής του. Αφιέρωσαν μέρος από τη δική τους ζωή, παράτησαν τα δικά τους προβλήματα και ασχολήθηκαν με τις ανάγκες  του συμπατριώτη μας για  να ζήσει αξιοπρεπώς, ιδιαίτερα τελευταία, και να φύγει   από τη ζωή με τον ίδιο τρόπο. Αυτοί τον φρόντιζαν και στάθηκαν δίπλα του στο κρεββάτι του πόνου. Οι ίδιοι μερίμνησαν και για «το ξόδι» του.

    Σε αυτούς τους γνωστούς  αλλά ανώνυμους «καλούς Σαμαρείτες» του χωριού μας αξίζουν πολλά συγχαρητήρια και έπαινοι. Μέσα από την φιλόξενη σελίδα του Φ.Ο.Ε. νοιώθει και ο υπογράφων   την ανάγκη να απευθύνει δημόσια  ένα μεγάλο  «ευχαριστώ» σε αυτούς  για την ευγενική προσφορά τους στο συνάνθρωπο και φίλο μας. Με αυτή τους την ενέργεια έδειξαν πως   υπάρχουν  ακόμη  ο ανθρωπισμός, η καλοσύνη, η προσφορά και η αγάπη για τον συνάνθρωπο, έννοιες που σπανίζουν δυστυχώς στη σημερινή κοινωνία μας.  

                                                                                     Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Η  ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ  ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

    Στο σημερινό σημείωμά μας θα αναφερθούμε στην κτηνοτροφία που είχαν αναπτύξει  οι κάτοικοι του χωριού, παράλληλα με τις άλλες ασχολίες τους, που αποτέλεσε γι’ αυτούς σημαντική πηγή εσόδων.

   Στην περιοχή η κτηνοτροφία είχε τις δύο γνωστές παραδοσιακές μορφές: ήταν α) κτηνοτροφία οικόσιτη και β) κτηνοτροφία ομαδική-ποιμενική. Η οικόσιτη κτηνοτροφία είχε ανέκαθεν την ίδια μορφή και τα ίδια μικρά μεγέθη που είχε στα νεότερα χρόνια και έχει ακόμη και σήμερα στις περιπτώσεις που υπάρχει: μια ή δύο γαλακτοφόρες προβατίνες ή γαλακτοφόρες γίδες κάθε οικογένεια. Αυτός ήταν ο κανόνας. Σε λίγες περιπτώσεις ο αριθμός των οικόσιτων ζώων ήταν μεγαλύτερος ή και μικρότερος. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρήθηκε εκτροφή όψιμων αρνιών κατά τους καλοκαιρινούς μήνες («μανάρια»). Η διατροφή τους όμως ιδιαίτερα το χειμώνα ήταν πρόβλημα, γιατί βιομηχανικές ή βιοτεχνικές ζωοτροφές δεν υπήρχαν σε παλαιότερα χρόνια. Τα δημητριακά και τα υποπροϊόντα τους (πίτουρα κ,λ.π.) ήταν καλή τροφή αλλά ακριβή.

     Πολλοί ξέραιναν και τα φύλλα από τις μουριές, καθώς και την πυρήνα που απέμενε από την έκθλιψη του ελαιόλαδου, που, αφού την ανακάτευαν με πίτουρα σε ζεστό νερό, εξασφάλιζαν τροφή για τα ζώα τους τις χειμωνιάτικες ημέρες της κακοκαιρίας. Επί πλέον για την τροφή των ζώων υπήρχε και το «κλαρί» που προερχόταν από το κλάδεμα των ελιών και από αυτό που έμενε κατά την διάρκεια της συλλογής τους.

Οι πόροι που αντλούσαν οι κάτοικοι του χωριού από την οικόσιτη κτηνοτροφία ήταν οι εξής: α) σε κάθε περίπτωση ένα αρνί ή ένα κατσίκι το Πάσχα για την οικογένεια και αργότερα άλλο ένα πάλι για την διατροφή της οικογένειας ή για πούλημα, β) μαλλιά από τις προβατίνες και από τις γίδες, γ) γάλα, τροφή κυρίως για τα παιδιά και για τους άρρωστους και γάλα για την παρασκευή των παραδοσιακών τροφίμων (τραχανά, χυλοπίτες κ.λ.π.).

Στο λαιμό των γιδοπροβάτων αλλά και των βοοειδών κρεμούσαν από δερμάτινες λουρίδες  κουδούνια, τα «τροκάνια» όπως τα έλεγαν. Αυτά ήταν χάλκινα και στο εσωτερικό τους  κρεμόταν από την κορυφή ένα μικρό βαρίδι, η γλώσσα του κουδουνιού. Καθώς τα ζώα βοσκούσαν ή περπατούσαν μέσα στο δάσος κτυπούσε το βαρίδι στο εξωτερικό χάλκινο μέρος του κουδουνιού, βγάζοντας γλυκόηχα κουδουνίσματα. Ο τσοπάνης ακούγοντας από μακριά τα κουδουνίσματα των τροκανιών  αναγνώριζε  και εντόπιζε εύκολα στο δάσος τη θέση που βρισκόταν το κοπάδι του. Επειδή το παραγόμενο γάλα μιας ή δύο ημερών από τα ζώα της μιας οικογένειας δεν ήταν αρκετό για την παρασκευή τροφίμων (τραχανά, χυλοπίτας κ.λ.π.), οι γυναίκες του χωριού είχαν επινοήσει το θεσμό ενός άτυπου συνεταιρισμού, της λεγόμενης «παρέας».

Η ποιμενική κτηνοτροφία στο χωριό μας ήταν ανεπτυγμένη, γιατί την ανάπτυξή της ευνοούσε το ήπιο κλίμα και η βλάστηση, παράγοντες που δημιουργούσαν πολλούς μόνιμους βοσκότοπους στις πλαγιές του όρους Παρθενίου και της Κάρβιας. Τα κοπάδια - πρόβατα ή γίδια - ήταν πολύ περισσότερα και ο αριθμός των ζώων μεγαλύτερος. Κανένας όμως από τους κτηνοτρόφους του χωριού δεν μετακινιόταν σε εποχικούς βοσκότοπους.

Για να γίνει κατανοητός ο βαθμός της ενασχόλησης των κατοίκων με την ποιμενική κτηνοτροφία αντιγράφουμε τις σημειώσεις του συγχωριανού μας Ιωάννη Καγκλή (Χαρικλιά), που ασχολείτο εκείνη την εποχή και με το ζωεμπόριο. Από αυτές προκύπτει πως τους τρεις καλοκαιρινούς μήνες του έτους 1933 αγόρασε:

 «από το Παλαιοχώρι Κυνουρίας: 17 βεργάδια, 31 γίδες, το όλον (48) σφαχτά

 από τα Βρέσθενα Κυνουρίας: 82 γίδες,25 κατσίκια για στερφόγιδες,21 κατσίκια στέρφα, 8 βεργάδια,6 τραγιά βαρβάτα,9 τραγιά μουνούχια,21 στέρφα ήτοι (180) σφαχτά

 από τον Φάκλαρη: 41 γίδες,14 κατσίκια,2 τραγιά, και 3 βεργάδια ήτοι (60) σφαχτά

 από τους Δ. και Ν.Σιαμπαίους:6στερφόγιδες,1τραγί,1βεργάδι,19γίδες,το όλον (27)σφαχτά

 από τον Λοστό(Κούτσελα): 22 γίδες και 2 τραγιά, το όλον (24) σφαχτά».

Αγόρασε δηλαδή συνολικά 339 σφαχτά. Από αυτά ορισμένα έσφαξε και τα περισσότερα μεταπώλησε σε κατοίκους του χωριού που ασχολούντο με την κτηνοτροφία.

Την στρούγκα που έβαζαν μέσα τα κοπάδια την έφτιαχναν συνήθως με ξερολιθιά. Τα ζώα έμπαιναν από ένα μεγάλο άνοιγμα ένα - ένα για να αρμεχτούν. Δύο αρμεχτάδες κάθονταν στα στρουγκολίθια που βρίσκονταν από εδώ και από εκεί στο μικρό άνοιγμα της στρούγκας, ενώ ένα τρίτο άτομο έσπρωχνε τα ζώα, για να περάσουν από το άνοιγμα. Όταν το κοπάδι ήταν μεγάλο χρειάζονταν τρία και τέσσερα άτομα για το άρμεγμα.

Το γάλα το μάζευαν στις καρδάρες, που παλαιότερα ήταν ξύλινες και μετέπειτα μεταλλικές. Το συγκέντρωναν όλο σε ένα μεγάλο μεταλλικό δοχείο και το κρεμούσαν στον κρεμανταλά. Αυτός ήταν ένα γερό οριζόντιο ξύλο που στηρίζονταν σε δύο φούρκες. Αν δεν υπήρχε κρεμανταλάς, το κρέμαγαν από τα δένδρα αλλά τότε πάνω από το γάλα έβαζαν ένα ξύλινο αυτοσχέδιο πλέγμα και πανί για να μην πέσει κάτι μέσα. Άρμεγμα γινόταν πρωί και βράδυ.

Το γάλα που έπαιρναν από τα πρόβατα τις πρώτες ημέρες μετά τη γέννα ήταν διαφορετικό από το γάλα που ξέρουμε. Αυτό όταν το έβραζαν ήταν πηχτό και το έλεγαν «κοκοφρίγγι». Τα αρνιά τα έσφαζαν στα χασάπικα του χωριού. Όσα πρόβατα έβγαζαν γάλα, ήταν γαλάρια, ενώ τα άλλα ήταν τα στέρφα. Οι τσοπάνηδες είχαν μαζί τους και δυο τρία τσοπανόσκυλα, για την προστασία του κοπαδιού από τους κλέφτες αλλά και τα άγρια ζώα. Τους καλοκαιρινούς μήνες επειδή την ημέρα έκανε ζέστη και τα ζώα «σταλίζανε*» στους ίσκιους των μεγάλων δένδρων, τα «σκάριζαν» τη νύχτα, σηκωνόντουσαν δηλαδή πολύ πρωί και οδηγούσαν τα ζωντανά στη βοσκή. Ήταν δύσκολη δουλειά, γιατί ο τσοπάνης ήταν σε συνεχή επιφυλακή για να μην μπουν μέσα στον ελαιώνα του χωριού ή στα σπαρμένα χωράφια και προκαλέσουν ζημιές.

Επίσης τους έβαζαν αλάτι πάνω σε μεγάλες πλάκες, τις αλατίστρες, κοντά σε νερό, γιατί αυτό βοηθούσε να πίνουν περισσότερο νερό και να μην αφυδατώνονται. Τα ζώα τα πότιζαν σε ποτίστρες, οι οποίες ήταν ξύλινες κορύτες συνήθως από κορμούς δέντρων και αργότερα από σανίδια. Οι ποτίστρες ήταν τοποθετημένες κοντά σε πηγάδια ή σε αυτοσχέδιες δεξαμενές, τις οποίες τροφοδοτούσαν με νερό.

Οι τσοπάνηδες στο χέρι κρατούσαν την γκλίτσα που έφτιαχναν μόνοι τους κυρίως από σφεντάμι, ενώ στον ώμο τους ήταν πάντα κρεμασμένο το ταγάρι, που ήταν συνήθως υφασμένο στον αργαλειό, με το προσφάι τους. Όποιος είχε κοπάδι με γίδια κρατούσε μαγκούρα και τα έπιανε από το λαιμό. Στα ζώα φορούσαν τροκάνια, για να ακούν το κοπάδι τους και να το ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα κοπάδια όταν τα άφηναν ελεύθερα να βοσκήσουν στη «ροϊνά*». Τους φορούσαν επίσης και φυλαχτά για να προφυλάσσεται το κοπάδι από το κακό. Το φυλαχτό το έβαζαν μέσα στο τροκάνι, το οποίο και τσαλάκωναν να μην πέσει κάτω. Τα φυλαχτά περιείχαν λιβάνι, σταυρολούλουδα, κατράμι, ψωμί κλπ.

Τα πρόβατα στις αρχές της άνοιξης τα «κολοκουρίζανε», δηλαδή κούρευαν τα μαλλιά της κοιλιάς, της ουράς και του λαιμού. Αυτό διευκόλυνε στο να γίνεται το άρμεγμα με μεγαλύτερη καθαριότητα. Ο κανονικός κούρος γινόταν τον Ιούνιο, όταν έπιαναν οι ζέστες, με προβατοψάλιδα καλά τροχισμένα. Οι τσοπάνηδες στον κούρο έβραζαν κρέας προβατίνας και γινόταν γλέντι όταν τέλειωνε το κούρεμα. Το καλής ποιότητας μαλλί που έπαιρνε ο τσοπάνης από το κούρεμα κάθε πρόβατου λεγόταν «μποκάρι*» και το πουλούσαν σε εμπόρους, αλλά κρατούσαν και μαλλιά για τις ανάγκες των σπιτιών τους.

Την άνοιξη και το φθινόπωρο τσοπάνηδες άλλων περιοχών μετέφεραν τα κοπάδια τους με τα πόδια από τα χειμαδιά στα ορεινά και αντίστροφα. Αυτοί περνούσαν τα κοπάδια τους μέσα από το χωριό, σταματούσαν στις ταβέρνες του να φάνε και να ξεκουραστούν λίγο, ενώ τα κοπάδια τους «στάλιζαν» κάτω από τους ίσκιους των δέντρων γύρω από τις ταβέρνες. Τώρα οι εικόνες αυτές έχουν εκλείψει πια, αφού η μεταφορά των κοπαδιών από την μια περιοχή στην άλλη γίνεται με φορτηγά αυτοκίνητα.

Τέλος όλες οι οικογένειες διέθεταν δύο ή τρία μεγάλα ζώα, (άλογα, μουλάρια ή γαϊδούρια) που τα χρησιμοποιούσαν μέχρι την δεκαετία του 1980 για τις μετακινήσεις τους στα χωράφια τους και για την μεταφορά του ελαιόκαρπου και των ξύλων από τα χωράφια στα σπίτια τους ή στα λιοτρίβια.

Παλαιότερα, ακόμη και στις πρώτες δεκαετίες του 1900,τα νοικοκυριά εκτός των άλλων, διατηρούσαν και βόδια, τα οποία τους ήταν χρήσιμα για το όργωμα των χωραφιών τους, αλλά και για το γάλα και το κρέας τους. Στην απογραφή του 1911 έχει καταγραφεί η ύπαρξη 70 βοδιών στη Μάσκλινα. Αυτά βασικά ήταν οικόσιτα. Όμως, σύμφωνα με μαρτυρία της αείμνηστης γιαγιάς μου της Βγένας, λόγω του μεγάλου αριθμού τους σχημάτιζαν και ομάδα, που έπαιρνε την μορφή της ποιμενικής κτηνοτροφίας. Κάθε πρωί οδηγούσαν τα βόδια έξω από το χωριό σε ένα βοσκότοπο. Εκεί τα βόδια έβοσκαν ομαδικά και παρέμεναν όλη την ημέρα με την επίβλεψη ενός χωριανού, του βουκόλου, ή εντελώς ελεύθερα, χωρίς καμιά επίβλεψη. Αργά το απόγευμα με την συνοδεία του βουκόλου ή και εντελώς μόνα τους επέστρεφαν στο χωριό και καθένα κατευθυνόταν στο σπίτι και στο χώρο που διέμενε τις άλλες ώρες και διανυκτέρευε. Μάλιστα ο «Νταούτος» στέγαζε τα βόδια του σε μια σπηλιά, στις υπώρειες του λόφου του Προφήτη Ηλία, κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, και έμεινε μέχρι τις μέρες μας η ονομασία « σπηλιά του Νταούτου». Με την πάροδο όμως του χρόνου, έπαψε η παρουσία βοδιών στο χωριό, καθόσον κυριάρχησαν πλέον τα γαϊδουρομούλαρα.

Αντιγράφοντας τα αναλυτικά στοιχεία από την γεωργική απογραφή του έτους 1911, σημειώνουμε ότι στη Μάσκλινα, υπήρχε την εποχή εκείνη, το εξής ζωικό κεφάλαιο: «Ίπποι 3, Ημίονοι (μουλάρια) 54, όνοι (γαϊδούρια) 10, βόες (βόδια) 70, πρόβατα 487, τράγοι 240, αίγες (γίδες) 341, κόνικλοι (κουνέλια) 10, όρνιθες (κότες) 133 και κυψέλες (μελίσσια) 50». Κατά την απογραφή του έτους 1982 η εικόνα του ζωικού κεφαλαίου του χωριού είχε διαμορφωθεί ως εξής: «ίπποι 18, Ημίονοι (μουλάρια) 120, όνοι (γαϊδούρια) 150, βόες (βόδια) 1, πρόβατα: κοπαδιάρικα 40 και οικόσιτα 40, Αίγες (γίδες): κοπαδιάρικες 1020 και οικόσιτες 320, Όρνιθες (κότες): ορνιθοτροφείου 10.000 και οικόσιτες 1100, Κόνικλοι (κουνέλια) 350 και κυψέλες (μελίσσια) 70».

Όταν στο χωριό ανοίχτηκαν οι αγροτικοί αυτοκινητόδρομοι, σχεδόν κάθε σπίτι προμηθεύτηκε αγροτικό αυτοκίνητο. Έτσι σιγά - σιγά τα «γαϊδουρομούλαρα» έγιναν είδος υπό εξαφάνιση.

Στην συνοικία «Γυμνιάνικα» του χωριού είχε αναπτυχθεί κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες ένα άλλο είδος οικόσιτης κτηνοτροφίας. Οι γίδες και τα πρόβατα σε αυτή την γειτονιά αν και ήταν βασικά οικόσιτα, σχημάτιζαν και ομάδα που έπαιρνε την μορφή ποιμενικής κτηνοτροφίας ή την μορφή ομάδας ζώων «ελεύθερης βοσκής». Κάθε απόγευμα το κοπάδι των ζώων που συγκέντρωναν από τα νοικοκυριά της γειτονιάς, με συνοδεία ενός βουκόλου - μέλους της συνοικίας οδηγούνταν στο βοσκοτόπι της πλαγιάς του Παρθενίου. Εκεί τα ζώα έβοσκαν μέχρι και μετά την δύση του ήλιου με την επίβλεψη του τσοπάνη και επέστρεφαν το βράδυ στους στάβλους των σπιτιών.

Ονόματα που είχαν κοπάδια στο χωριό ήταν: α) την περίοδο του μεσοπολέμου: Ο Γιάννης Παναγάκος, ο πατέρας του Σταύρου Παναγάκου. Από την πώληση του κοπαδιού του, αγόρασε οικόπεδα στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, στον Πειραιά. Ο Χρήστος Στρατηγάκος, που είχε κοπάδι μαζί με τους Παναγέους. Ο Νικόλας Κουρλιμπίνης. Ο Θανάσης Κατσίρης (Κατέβας). Ο Λιάς Σιάμπος μαζί με το Νικόλα Σιάμπο. Ο Κώστας Μπαμπάς, που στη συνέχεια κράτησε το κοπάδι του ο εγγονός του Αριστείδης Μπαμπάς. Ο Θανάσης Μπαμπάς κράτησε για λίγα χρόνια το κοπάδι του Παναγάκου. Ο Ανδρέας Δελίνης είχε κοπάδι πρόβατα που τα φύλαγε ο γιός του Γιάννης, αυτός που σκότωσε το Χαράλαμπο Λύγδα (Ψαχούλια). Ο Κώστας Κατσίρης, που κρατούσε τα ζωντανά του Παναγόγιαννη καθώς και Ο Γιώργης Κατσίρης.

   β) Μετά τον πόλεμο από το 1950 κοπάδια είχαν: Τα αδέλφια Κώστας και Βασίλης Κατσίρης. Αυτοί κράτησαν τα κοπάδια τους μέχρι τελευταία. Ο Σταύρος Στρατηγάκης, ο γιός του Χρήστου, περιστασιακά. Ο Ανδρέας Καπράνος είχε κοπάδι γίδια μαζί με τον Σταύρο Στρατηγάκη μέχρι το έτος 1970. Έκτοτε και μέχρι το έτος 2000 κράτησε το κοπάδι μόνος του. Τέλος ο Παναγιώτης Τσιώρος είχε κοπάδι πρόβατα από το 1950, το οποίο διατηρούσε ο γιός του Στράτης Τσιώρος, μέχρι πρότινος.

 

                                                                                       Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

                                  Η   ΘΕΡΜΑΝΣΗ  ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ  ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

      Σήμερα θα αναφερθούμε στους τρόπους που θέρμαιναν παλαιότερα οι χωριανοί μας τα σπίτια τους, ιδιαίτερα τις κρύες ημέρες του χειμώνα, πριν χρησιμοποιηθούν οι σύγχρονοι τρόποι θέρμανσής τους. Επίσης  θα περιγράψουμε πως χρησιμοποιούσαν τα θερμαντικά μέσα και για άλλες χρήσεις (μαγείρεμα, σιδέρωμα, στέγνωμα ρουχισμού κλπ) καθώς και   τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν κατά την διαδικασία της λειτουργίας των θερμαντικών αυτών μέσων.

      Αρχικά το τζάκι σε κάθε σπίτι αποτελούσε την μοναδική πηγή θέρμανσής του. Συνήθως ήταν χτισμένο σε μια εσοχή, στη μέση ενός από τους εξωτερικούς τοίχους του κάθε σπιτιού, στο δωμάτιο (χειμωνιάτικο) που έμενε τις περισσότερες ώρες του εικοσιτετραώρου η οικογένεια, στην ίδια επιφάνεια με το δάπεδο του σπιτιού. Γύρω από το τζάκι, τη «γωνιά» όπως την έλεγαν, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, που το κρύο ήταν τσουχτερό, μαζευόταν όλη οι οικογένεια για να ζεσταθεί. Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν για την τροφοδοσία του τζακιού προέρχονταν κυρίως από τα ελαιόδεντρα, που μετέφεραν  όλο το χρόνο από τα χωράφια στο σπίτι με τα ζώα τους. Τα βράδια, πριν πάνε για ύπνο, έριχναν στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο από ελιά, για να κρατήσει τη φωτιά αναμμένη μέχρι το πρωί.

Κάθονταν όλοι γύρω από το τζάκι, σε μικρά χαμηλά καθίσματα, τα «σκαμνάκια», προσπαθώντας να ζεσταθούν, αλλά η φωτιά που έκαιγε, ζέσταινε μόνο το μέρος του ανθρώπινου σώματος που «έβλεπε» τη φωτιά, ενώ το πίσω μέρος του σώματος και το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν παγωμένο, γιατί τα σπίτια έμπαζαν κρύο από παντού, από τις πόρτες, από τα παράθυρα, που στην αρχή δεν είχαν τζάμια και από τη στέγη που δεν είχε νταβάνι. Γι’ αυτό και επικράτησε η γνωστή σε όλους μας έκφραση «μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα». Πολλές φορές με το φύσημα του δυνατού αέρα ο καπνός του τζακιού κατέβαινε από την καπνοδόχο και τότε τα μάτια όλων που κάθονταν γύρω από το τζάκι για να ζεσταθούν έκλαιγαν, κοκκίνιζαν και έτσουζαν από τον καπνό.

    Γύρω από τη φωτιά του τζακιού κάθονταν οι νοικοκυραίοι για να στεγνώσουν, όταν η βροχή τους έδιωχνε από το χωράφι και γύριζαν στο σπίτι  βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο. Άλλαζαν τα βρεγμένα ρούχα τους με στεγνά και τα βρεγμένα  τα κρεμούσαν πίσω στις καρέκλες, που τις έβαζαν  με την πλάτη προς τη φωτιά. Οι ίδιοι κάθονταν για να ζεσταθούν στα χαμηλά σκαμνάκια  κρατώντας  και αυτοί  τα βρεγμένα τους εσώρουχα  απλωμένα στα δυο τους χέρια πάνω από αυτή και άχνιζαν δημιουργώντας υδρατμούς  όλα τα ρούχα καθώς στέγνωναν. Οι δυνατές γλώσσες της φωτιάς του τζακιού που «έβλεπαν» τα γυμνά  πόδια τους,  δημιουργούσαν στο δέρμα τους κοκκινίλες, τις «κεραμίδες». Αλλά «μπρος τη ζέστα, τι είν’ τα κάλλη» έλεγαν οι βρεγμένοι  για να διασκεδάσουν την ταλαιπωρία τους.

Στο τζάκι που έκαιγε γινόταν και το μαγείρεμα του φαγητού. Επάνω στην «σιδεροστιά*» τοποθετούσαν την κατσαρόλα με το φαγητό για να βράσει, ενώ με τη «μασιά*» έσπρωχναν τα αναμμένα ξύλα και τα αναμμένα κάρβουνα κάτω από την «σιδεροστιά», για να αυξήσουν την θερμαντική ικανότητα της φωτιάς, και να επιτύχουν έτσι το μαγείρεμα του φαγητού. Η νοικοκυρά όταν ήθελε να «σιδερώσει» γέμιζε πρώτα το σίδερο με κάρβουνα από το τζάκι, χρησιμοποιώντας την τσιμπίδα και το άφηνε για λίγο μέχρι να ζεσταθεί καλά. Πολλές φορές κρατώντας από την χειρολαβή το σίδερο με τα κάρβουνα, το κουνούσε δεξιά αριστερά, για να ανάψουν τα κάρβουνα καλύτερα. Έπειτα έστρωνε πάνω στο τραπέζι ή σε ένα φαρδύ σανίδι ένα διπλωμένο σεντόνι, αφού εκείνες τις εποχές δεν υπήρχε σιδερώστρα, για να κάνει εκεί το σιδέρωμα. Μόλις το σίδερο ζεσταινόταν καλά το δοκίμαζε αρχικά σε ένα ευαίσθητο ρούχο και άρχιζε να σιδερώνει τα ρούχα που είχε πλύνει.

Στο τζάκι μαγειρευόταν επίσης το φαγητό στο ταψί που έμπαινε κάτω από την «μπογάνα», ειδικό καπάκι φτιαγμένο στην αρχή από πηλό και αργότερα από ελαφριά λαμαρίνα που σκέπαζε το ταψί. Για να τοποθετηθεί η μπογάνα καθαριζόταν αρχικά η καυτή γωνιά του τζακιού από τα κάρβουνα, τοποθετείτο το ταψί που σκεπάζονταν από την μπογάνα και αυτή στη συνέχεια με τα αναμμένα κάρβουνα. Δίπλα τα σύνεργα του τζακιού, η μασιά, η τσιμπίδα και η σιδεροστιά, που η τελευταία όταν δεν χρησιμοποιείτο, συνήθως την έστηναν όρθια στο πίσω μέρος του τζακιού, στον «φουρνόλακα».

Όταν δεν καθάριζαν τακτικά την καμινάδα του τζακιού, στην εσωτερική επιφάνειά της συγκεντρωνόταν αιθάλη - καπνιά , μια μαύρη ουσία που ήταν εύφλεκτη και τη  βγάζουν τα χλωρά ξύλα καθώς καίγονται. Όταν οι φλόγες που έβγαζαν τα ξύλα που καίγονταν στο τζάκι ήταν έντονες, ιδιαίτερα τις παγωμένες χειμωνιάτικες ημέρες, αυτές  έφταναν στο κάτω μέρος της ακαθάριστης καμινάδας, με αποτέλεσμα να παίρνει φωτιά και να λαμπαδιάζει όλη η καμινάδα. Τότε οι φλόγες  ξεπηδούσαν  από αυτή, πάνω από τη στέγη του σπιτιού  και έκαιγε ολόκληρη η καμινάδα σαν ηφαίστειο, ενώ ακουγόταν ένα δυνατό βουητό από την δύναμη της φωτιάς. Επειδή υπήρχε κίνδυνος ανάφλεξης της στέγης του σπιτιού, έτρεχαν οι νοικοκυραίοι   με την βοήθεια και  των γειτόνων τους να ανεβούν στην στέγη για να χύσουν άφθονο νερό μέσα στην καμινάδα και να σβήσουν τη φωτιά.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έκαναν την εμφάνισή τους, για την θέρμανση των σπιτιών, αρχικά οι σόμπες, που ήταν σαν μικρά όρθια βαρελάκια, με τους σωλήνες τους, τα «μπουριά», για να βγαίνει ο καπνός έξω από το σπίτι. Στην πάνω επιφάνειά τους γινόταν και το μαγείρεμα του φαγητού. Είχαν πολύ μεγαλύτερη θερμαντική ικανότητα σε σχέση με το τζάκι και απαιτούσαν για την λειτουργία τους ξύλα κομμένα σε μικρά τεμάχια, όμως σε πολύ μικρότερες ποσότητες από αυτές που χρησιμοποιούντο στο τζάκι.

Αργότερα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 χρησιμοποιήθηκαν οι πρώτες μασίνες (στόφες) με τα μπουριά, που ήταν ορθογώνιες και είχαν στην πάνω επιφάνειά τους πολλές εστίες για μαγείρεμα, ενώ διέθεταν και φούρνο για το ψήσιμο ενός καρβελιού ψωμιού και φαγητών. Και αυτές τις τροφοδοτούσαν με μικρού μεγέθους καυσόξυλα που είχαν τεμαχίσει από τους καλοκαιρινούς μήνες με τις κινητές πριονοκορδέλες που είχαν στην ιδιοκτησία τους ορισμένοι κάτοικοι και εξυπηρετούσαν τα νοικοκυριά, κόβοντας τα ξύλα για τις θερμάστρες έναντι αμοιβής. Αυτές είχαν μεγαλύτερη θερμαντική απόδοση από τις σόμπες και ήταν πολύ πρακτικές. Έτσι είχε επιλυθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο για δεκαετίες ολόκληρες το πρόβλημα της θέρμανσης των σπιτιών.

Όμως με τα παραπάνω θερμαντικά μέσα θερμαινόταν μόνο ένα από τα δωμάτια του σπιτιού, συνήθως το καθιστικό ή «χειμωνιάτικο». Τα άλλα δωμάτια των σπιτιών (η κρεββατοκάμαρη και η σάλα) παρέμεναν παγωμένα. Έτσι οι νοικοκυραίοι του σπιτιού πήγαιναν στην κρύα κρεββατοκάμαρη μόνο για ύπνο και έμπαιναν αμέσως μέσα στις κουβέρτες για να ζεσταθούν. Πολλές φορές, τις κρύες νύχτες του χειμώνα, πυράκτωναν κομμάτια κεραμίδια, τα δίπλωναν με μάλλινες φανέλες και τα τοποθετούσαν κάτω από τα κλινοσκεπάσματα, για να ζεστάνουν τα κρεβάτια των παιδιών τους, πριν πέσουν για ύπνο. Ορισμένοι μάλιστα τους χειμωνιάτικους μήνες μετέφεραν το κρεβάτι τους στο καθιστικό (χειμωνιάτικο) του σπιτιού, εκεί που το κρατούσε ζεστό η μασίνα όλη τη νύχτα.

Διατηρήθηκε για πολλά χρόνια ακόμη η χρήση των μασινών από τους κατοίκους, για την θέρμανση των σπιτιών τους. Για το μαγείρεμα όμως σταμάτησαν να χρησιμοποιούν πια το τζάκι ή την μασίνα, και άρχισαν να προμηθεύονται συσκευές που λειτουργούσαν με υγραέριο (πετρογκάζ). Ορισμένα σπίτια, συν το χρόνο, άρχισαν να θερμαίνονται και με κεντρική θέρμανση (καλοριφέρ), με καύσιμη ύλη το πετρέλαιο, αντικαθιστώντας τις παραδοσιακές μασίνες, επιτυγχάνοντας έτσι με τα θερμαντικά σώματα την ομοιόμορφη θέρμανση όλων των εσωτερικών χώρων τους, ενώ μερικοί κάτοικοι τις μασίνες τις χρησιμοποιούν ακόμη μέχρι και σήμερα.

Οι μεγάλοι χώροι (οι αίθουσες του σχολείου, η εκκλησία και τα καταστήματα) θερμαίνονταν με μεγάλες θερμάστρες (ξυλόσομπες) με μπουριά. Μάλιστα τα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο, τους χειμερινούς μήνες, εκτός από την τσάντα με τα βιβλία τους, μετέφεραν καθημερινά και από ένα κομμάτι ξύλου, συνήθως ελιόξυλο, για την τροφοδοσία της θερμάστρας της τάξης. Αλλά και αυτοί οι χώροι, μετά την ηλεκτροδότηση του χωριού, άρχισαν να θερμαίνονται με συστήματα κεντρικής θέρμανσης (καλοριφέρ).

 

                                                                               Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...