Ο ΚΑΛΟΚΑΓΑΘΟΣ ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΤΡΟΣ
Κάποια μέρα που καθόμουν στην αυλή του σπιτιού μας με τον αείμνηστο πατέρα μου, λίγο πριν το τέλος του, μου διηγήθηκε την παρακάτω χαριτωμένη ιστορία.
Ο γιατρός ο Γιάννης (Γιαννάκος) Παναγάκος, που
υπηρέτησε για πολλά χρόνια στο αγροτικό ιατρείο του χωριού, ήταν ανύπαντρος και
συνήθως έτρωγε στην γειτονική χασαποταβέρνα του μπάρμπα Γιάννη, όταν δεν είχε
μαγειρέψει στο σπίτι του μόνος του. Επειδή ήταν τεραστίων διαστάσεων, έτρωγε
ένα κιλό κρέας μπριζόλες στην καθισιά του.
Κάποια μέρα, καλοκαιρινό καιρό, παρήγγειλε
στον αείμνηστο μπάρμπα Γιάννη να του ψήσει μπριζόλες για να δειπνήσει. Ο
μπάρμπα Γιάννης άναψε φωτιά στο μαγκάλι με τα κάρβουνα, να πέσει θράκα, για να
ψήσει τις μπριζόλες, στην αυλή της ταβέρνας. Την ώρα που έβαλε τις μπριζόλες
για ψήσιμο, ήρθε και ο Γιαννάκος στην ταβέρνα. Κάθισε στο τραπέζι κοντά στο
μαγκάλι, παρέα με τον μπάρμπα Γιάννη, τρώγοντας την σαλάτα με το τυρί που του
σέρβιραν.
Ο μπάρμπα Γιάννης σηκώθηκε κάποια στιγμή να
γυρίσει τις μπριζόλες που ψήνονταν στη σχάρα. Όπως όμως έπιασε την μπριζόλα με
το χέρι κάηκαν τα ακροδάχτυλα του χεριού του και άρχισε να τα φτύνει για να
ελαττώσει τον πόνο. Την ίδια κίνηση επανέλαβε και με το άλλο χέρι, γυρίζοντας
με αυτό τον τρόπο όλες τις μπριζόλες. Ο Γιαννάκος παρακολουθούσε τις κινήσεις
του, με δυσφορία, βλέποντάς τον να μην χρησιμοποιεί πιρούνι, όπως θα έπρεπε,
για να γυρίσει τις μπριζόλες. Τότε γυρνάει νευριασμένος και λέει ειρωνικά στον
μπάρμπα Γιάννη:
-Που στο διάβολο Γιάννη το βρήκες το πιρούνι;
Ο μπάρμπα Γιάννης, φύσει καλοκάγαθος, δεν κατάλαβε το ειρωνικό
υπονοούμενο του Γιαννάκου. Ο τελευταίος «έδωσε τόπο στην οργή» και συνέχισε να
τρώει τη σαλάτα του. Σε λίγο, όταν ψήθηκαν πια οι μπριζόλες, ο μπάρμπα Γιάννης τις
έβαλε με το χέρι στο πιάτο και τις σέρβιρε στο τραπέζι του Γιαννάκου. Όμως, προφανώς
για να τον εξυπηρετήσει, άρπαξε το λεμόνι και άρχισε να το στίβει με τα δόντια,
βάζοντάς το στο στόμα του και ρίχνοντας το χυμό με αυτόν τον τρόπο πάνω στις
μπριζόλες. Τότε ο Γιαννάκος δεν άντεξε άλλο με αυτό το θέαμα και αγανακτισμένος
«ξεφουρνίζει» στον μπάρμπα Γιάννη την, γεμάτη ειρωνεία, δεύτερη ατάκα του:
–Που στο διάβολο Γιάννη τον βρήκες το λεμονοστίφτη;
Και αμέσως σηκώνεται επάνω, παρατάει τις μπριζόλες στο τραπέζι και
φεύγει από την ταβέρνα, ξεφυσώντας από αγανάκτηση και θυμό, χωρίς να πληρώσει
ούτε τον λογαριασμό, αφήνοντας τον καλοκάγαθο μπάρμπα Γιάννη σύξυλο «στα κρύα
του λουτρού». Τότε βάλαμε και οι δύο τα γέλια με το πάθημα του μπάρμπα Γιάννη.
Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου