Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

 

Η  ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ  ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

    Στο σημερινό σημείωμά μας θα αναφερθούμε στην κτηνοτροφία που είχαν αναπτύξει  οι κάτοικοι του χωριού, παράλληλα με τις άλλες ασχολίες τους, που αποτέλεσε γι’ αυτούς σημαντική πηγή εσόδων.

   Στην περιοχή η κτηνοτροφία είχε τις δύο γνωστές παραδοσιακές μορφές: ήταν α) κτηνοτροφία οικόσιτη και β) κτηνοτροφία ομαδική-ποιμενική. Η οικόσιτη κτηνοτροφία είχε ανέκαθεν την ίδια μορφή και τα ίδια μικρά μεγέθη που είχε στα νεότερα χρόνια και έχει ακόμη και σήμερα στις περιπτώσεις που υπάρχει: μια ή δύο γαλακτοφόρες προβατίνες ή γαλακτοφόρες γίδες κάθε οικογένεια. Αυτός ήταν ο κανόνας. Σε λίγες περιπτώσεις ο αριθμός των οικόσιτων ζώων ήταν μεγαλύτερος ή και μικρότερος. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρήθηκε εκτροφή όψιμων αρνιών κατά τους καλοκαιρινούς μήνες («μανάρια»). Η διατροφή τους όμως ιδιαίτερα το χειμώνα ήταν πρόβλημα, γιατί βιομηχανικές ή βιοτεχνικές ζωοτροφές δεν υπήρχαν σε παλαιότερα χρόνια. Τα δημητριακά και τα υποπροϊόντα τους (πίτουρα κ,λ.π.) ήταν καλή τροφή αλλά ακριβή.

     Πολλοί ξέραιναν και τα φύλλα από τις μουριές, καθώς και την πυρήνα που απέμενε από την έκθλιψη του ελαιόλαδου, που, αφού την ανακάτευαν με πίτουρα σε ζεστό νερό, εξασφάλιζαν τροφή για τα ζώα τους τις χειμωνιάτικες ημέρες της κακοκαιρίας. Επί πλέον για την τροφή των ζώων υπήρχε και το «κλαρί» που προερχόταν από το κλάδεμα των ελιών και από αυτό που έμενε κατά την διάρκεια της συλλογής τους.

Οι πόροι που αντλούσαν οι κάτοικοι του χωριού από την οικόσιτη κτηνοτροφία ήταν οι εξής: α) σε κάθε περίπτωση ένα αρνί ή ένα κατσίκι το Πάσχα για την οικογένεια και αργότερα άλλο ένα πάλι για την διατροφή της οικογένειας ή για πούλημα, β) μαλλιά από τις προβατίνες και από τις γίδες, γ) γάλα, τροφή κυρίως για τα παιδιά και για τους άρρωστους και γάλα για την παρασκευή των παραδοσιακών τροφίμων (τραχανά, χυλοπίτες κ.λ.π.).

Στο λαιμό των γιδοπροβάτων αλλά και των βοοειδών κρεμούσαν από δερμάτινες λουρίδες  κουδούνια, τα «τροκάνια» όπως τα έλεγαν. Αυτά ήταν χάλκινα και στο εσωτερικό τους  κρεμόταν από την κορυφή ένα μικρό βαρίδι, η γλώσσα του κουδουνιού. Καθώς τα ζώα βοσκούσαν ή περπατούσαν μέσα στο δάσος κτυπούσε το βαρίδι στο εξωτερικό χάλκινο μέρος του κουδουνιού, βγάζοντας γλυκόηχα κουδουνίσματα. Ο τσοπάνης ακούγοντας από μακριά τα κουδουνίσματα των τροκανιών  αναγνώριζε  και εντόπιζε εύκολα στο δάσος τη θέση που βρισκόταν το κοπάδι του. Επειδή το παραγόμενο γάλα μιας ή δύο ημερών από τα ζώα της μιας οικογένειας δεν ήταν αρκετό για την παρασκευή τροφίμων (τραχανά, χυλοπίτας κ.λ.π.), οι γυναίκες του χωριού είχαν επινοήσει το θεσμό ενός άτυπου συνεταιρισμού, της λεγόμενης «παρέας».

Η ποιμενική κτηνοτροφία στο χωριό μας ήταν ανεπτυγμένη, γιατί την ανάπτυξή της ευνοούσε το ήπιο κλίμα και η βλάστηση, παράγοντες που δημιουργούσαν πολλούς μόνιμους βοσκότοπους στις πλαγιές του όρους Παρθενίου και της Κάρβιας. Τα κοπάδια - πρόβατα ή γίδια - ήταν πολύ περισσότερα και ο αριθμός των ζώων μεγαλύτερος. Κανένας όμως από τους κτηνοτρόφους του χωριού δεν μετακινιόταν σε εποχικούς βοσκότοπους.

Για να γίνει κατανοητός ο βαθμός της ενασχόλησης των κατοίκων με την ποιμενική κτηνοτροφία αντιγράφουμε τις σημειώσεις του συγχωριανού μας Ιωάννη Καγκλή (Χαρικλιά), που ασχολείτο εκείνη την εποχή και με το ζωεμπόριο. Από αυτές προκύπτει πως τους τρεις καλοκαιρινούς μήνες του έτους 1933 αγόρασε:

 «από το Παλαιοχώρι Κυνουρίας: 17 βεργάδια, 31 γίδες, το όλον (48) σφαχτά

 από τα Βρέσθενα Κυνουρίας: 82 γίδες,25 κατσίκια για στερφόγιδες,21 κατσίκια στέρφα, 8 βεργάδια,6 τραγιά βαρβάτα,9 τραγιά μουνούχια,21 στέρφα ήτοι (180) σφαχτά

 από τον Φάκλαρη: 41 γίδες,14 κατσίκια,2 τραγιά, και 3 βεργάδια ήτοι (60) σφαχτά

 από τους Δ. και Ν.Σιαμπαίους:6στερφόγιδες,1τραγί,1βεργάδι,19γίδες,το όλον (27)σφαχτά

 από τον Λοστό(Κούτσελα): 22 γίδες και 2 τραγιά, το όλον (24) σφαχτά».

Αγόρασε δηλαδή συνολικά 339 σφαχτά. Από αυτά ορισμένα έσφαξε και τα περισσότερα μεταπώλησε σε κατοίκους του χωριού που ασχολούντο με την κτηνοτροφία.

Την στρούγκα που έβαζαν μέσα τα κοπάδια την έφτιαχναν συνήθως με ξερολιθιά. Τα ζώα έμπαιναν από ένα μεγάλο άνοιγμα ένα - ένα για να αρμεχτούν. Δύο αρμεχτάδες κάθονταν στα στρουγκολίθια που βρίσκονταν από εδώ και από εκεί στο μικρό άνοιγμα της στρούγκας, ενώ ένα τρίτο άτομο έσπρωχνε τα ζώα, για να περάσουν από το άνοιγμα. Όταν το κοπάδι ήταν μεγάλο χρειάζονταν τρία και τέσσερα άτομα για το άρμεγμα.

Το γάλα το μάζευαν στις καρδάρες, που παλαιότερα ήταν ξύλινες και μετέπειτα μεταλλικές. Το συγκέντρωναν όλο σε ένα μεγάλο μεταλλικό δοχείο και το κρεμούσαν στον κρεμανταλά. Αυτός ήταν ένα γερό οριζόντιο ξύλο που στηρίζονταν σε δύο φούρκες. Αν δεν υπήρχε κρεμανταλάς, το κρέμαγαν από τα δένδρα αλλά τότε πάνω από το γάλα έβαζαν ένα ξύλινο αυτοσχέδιο πλέγμα και πανί για να μην πέσει κάτι μέσα. Άρμεγμα γινόταν πρωί και βράδυ.

Το γάλα που έπαιρναν από τα πρόβατα τις πρώτες ημέρες μετά τη γέννα ήταν διαφορετικό από το γάλα που ξέρουμε. Αυτό όταν το έβραζαν ήταν πηχτό και το έλεγαν «κοκοφρίγγι». Τα αρνιά τα έσφαζαν στα χασάπικα του χωριού. Όσα πρόβατα έβγαζαν γάλα, ήταν γαλάρια, ενώ τα άλλα ήταν τα στέρφα. Οι τσοπάνηδες είχαν μαζί τους και δυο τρία τσοπανόσκυλα, για την προστασία του κοπαδιού από τους κλέφτες αλλά και τα άγρια ζώα. Τους καλοκαιρινούς μήνες επειδή την ημέρα έκανε ζέστη και τα ζώα «σταλίζανε*» στους ίσκιους των μεγάλων δένδρων, τα «σκάριζαν» τη νύχτα, σηκωνόντουσαν δηλαδή πολύ πρωί και οδηγούσαν τα ζωντανά στη βοσκή. Ήταν δύσκολη δουλειά, γιατί ο τσοπάνης ήταν σε συνεχή επιφυλακή για να μην μπουν μέσα στον ελαιώνα του χωριού ή στα σπαρμένα χωράφια και προκαλέσουν ζημιές.

Επίσης τους έβαζαν αλάτι πάνω σε μεγάλες πλάκες, τις αλατίστρες, κοντά σε νερό, γιατί αυτό βοηθούσε να πίνουν περισσότερο νερό και να μην αφυδατώνονται. Τα ζώα τα πότιζαν σε ποτίστρες, οι οποίες ήταν ξύλινες κορύτες συνήθως από κορμούς δέντρων και αργότερα από σανίδια. Οι ποτίστρες ήταν τοποθετημένες κοντά σε πηγάδια ή σε αυτοσχέδιες δεξαμενές, τις οποίες τροφοδοτούσαν με νερό.

Οι τσοπάνηδες στο χέρι κρατούσαν την γκλίτσα που έφτιαχναν μόνοι τους κυρίως από σφεντάμι, ενώ στον ώμο τους ήταν πάντα κρεμασμένο το ταγάρι, που ήταν συνήθως υφασμένο στον αργαλειό, με το προσφάι τους. Όποιος είχε κοπάδι με γίδια κρατούσε μαγκούρα και τα έπιανε από το λαιμό. Στα ζώα φορούσαν τροκάνια, για να ακούν το κοπάδι τους και να το ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα κοπάδια όταν τα άφηναν ελεύθερα να βοσκήσουν στη «ροϊνά*». Τους φορούσαν επίσης και φυλαχτά για να προφυλάσσεται το κοπάδι από το κακό. Το φυλαχτό το έβαζαν μέσα στο τροκάνι, το οποίο και τσαλάκωναν να μην πέσει κάτω. Τα φυλαχτά περιείχαν λιβάνι, σταυρολούλουδα, κατράμι, ψωμί κλπ.

Τα πρόβατα στις αρχές της άνοιξης τα «κολοκουρίζανε», δηλαδή κούρευαν τα μαλλιά της κοιλιάς, της ουράς και του λαιμού. Αυτό διευκόλυνε στο να γίνεται το άρμεγμα με μεγαλύτερη καθαριότητα. Ο κανονικός κούρος γινόταν τον Ιούνιο, όταν έπιαναν οι ζέστες, με προβατοψάλιδα καλά τροχισμένα. Οι τσοπάνηδες στον κούρο έβραζαν κρέας προβατίνας και γινόταν γλέντι όταν τέλειωνε το κούρεμα. Το καλής ποιότητας μαλλί που έπαιρνε ο τσοπάνης από το κούρεμα κάθε πρόβατου λεγόταν «μποκάρι*» και το πουλούσαν σε εμπόρους, αλλά κρατούσαν και μαλλιά για τις ανάγκες των σπιτιών τους.

Την άνοιξη και το φθινόπωρο τσοπάνηδες άλλων περιοχών μετέφεραν τα κοπάδια τους με τα πόδια από τα χειμαδιά στα ορεινά και αντίστροφα. Αυτοί περνούσαν τα κοπάδια τους μέσα από το χωριό, σταματούσαν στις ταβέρνες του να φάνε και να ξεκουραστούν λίγο, ενώ τα κοπάδια τους «στάλιζαν» κάτω από τους ίσκιους των δέντρων γύρω από τις ταβέρνες. Τώρα οι εικόνες αυτές έχουν εκλείψει πια, αφού η μεταφορά των κοπαδιών από την μια περιοχή στην άλλη γίνεται με φορτηγά αυτοκίνητα.

Τέλος όλες οι οικογένειες διέθεταν δύο ή τρία μεγάλα ζώα, (άλογα, μουλάρια ή γαϊδούρια) που τα χρησιμοποιούσαν μέχρι την δεκαετία του 1980 για τις μετακινήσεις τους στα χωράφια τους και για την μεταφορά του ελαιόκαρπου και των ξύλων από τα χωράφια στα σπίτια τους ή στα λιοτρίβια.

Παλαιότερα, ακόμη και στις πρώτες δεκαετίες του 1900,τα νοικοκυριά εκτός των άλλων, διατηρούσαν και βόδια, τα οποία τους ήταν χρήσιμα για το όργωμα των χωραφιών τους, αλλά και για το γάλα και το κρέας τους. Στην απογραφή του 1911 έχει καταγραφεί η ύπαρξη 70 βοδιών στη Μάσκλινα. Αυτά βασικά ήταν οικόσιτα. Όμως, σύμφωνα με μαρτυρία της αείμνηστης γιαγιάς μου της Βγένας, λόγω του μεγάλου αριθμού τους σχημάτιζαν και ομάδα, που έπαιρνε την μορφή της ποιμενικής κτηνοτροφίας. Κάθε πρωί οδηγούσαν τα βόδια έξω από το χωριό σε ένα βοσκότοπο. Εκεί τα βόδια έβοσκαν ομαδικά και παρέμεναν όλη την ημέρα με την επίβλεψη ενός χωριανού, του βουκόλου, ή εντελώς ελεύθερα, χωρίς καμιά επίβλεψη. Αργά το απόγευμα με την συνοδεία του βουκόλου ή και εντελώς μόνα τους επέστρεφαν στο χωριό και καθένα κατευθυνόταν στο σπίτι και στο χώρο που διέμενε τις άλλες ώρες και διανυκτέρευε. Μάλιστα ο «Νταούτος» στέγαζε τα βόδια του σε μια σπηλιά, στις υπώρειες του λόφου του Προφήτη Ηλία, κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, και έμεινε μέχρι τις μέρες μας η ονομασία « σπηλιά του Νταούτου». Με την πάροδο όμως του χρόνου, έπαψε η παρουσία βοδιών στο χωριό, καθόσον κυριάρχησαν πλέον τα γαϊδουρομούλαρα.

Αντιγράφοντας τα αναλυτικά στοιχεία από την γεωργική απογραφή του έτους 1911, σημειώνουμε ότι στη Μάσκλινα, υπήρχε την εποχή εκείνη, το εξής ζωικό κεφάλαιο: «Ίπποι 3, Ημίονοι (μουλάρια) 54, όνοι (γαϊδούρια) 10, βόες (βόδια) 70, πρόβατα 487, τράγοι 240, αίγες (γίδες) 341, κόνικλοι (κουνέλια) 10, όρνιθες (κότες) 133 και κυψέλες (μελίσσια) 50». Κατά την απογραφή του έτους 1982 η εικόνα του ζωικού κεφαλαίου του χωριού είχε διαμορφωθεί ως εξής: «ίπποι 18, Ημίονοι (μουλάρια) 120, όνοι (γαϊδούρια) 150, βόες (βόδια) 1, πρόβατα: κοπαδιάρικα 40 και οικόσιτα 40, Αίγες (γίδες): κοπαδιάρικες 1020 και οικόσιτες 320, Όρνιθες (κότες): ορνιθοτροφείου 10.000 και οικόσιτες 1100, Κόνικλοι (κουνέλια) 350 και κυψέλες (μελίσσια) 70».

Όταν στο χωριό ανοίχτηκαν οι αγροτικοί αυτοκινητόδρομοι, σχεδόν κάθε σπίτι προμηθεύτηκε αγροτικό αυτοκίνητο. Έτσι σιγά - σιγά τα «γαϊδουρομούλαρα» έγιναν είδος υπό εξαφάνιση.

Στην συνοικία «Γυμνιάνικα» του χωριού είχε αναπτυχθεί κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες ένα άλλο είδος οικόσιτης κτηνοτροφίας. Οι γίδες και τα πρόβατα σε αυτή την γειτονιά αν και ήταν βασικά οικόσιτα, σχημάτιζαν και ομάδα που έπαιρνε την μορφή ποιμενικής κτηνοτροφίας ή την μορφή ομάδας ζώων «ελεύθερης βοσκής». Κάθε απόγευμα το κοπάδι των ζώων που συγκέντρωναν από τα νοικοκυριά της γειτονιάς, με συνοδεία ενός βουκόλου - μέλους της συνοικίας οδηγούνταν στο βοσκοτόπι της πλαγιάς του Παρθενίου. Εκεί τα ζώα έβοσκαν μέχρι και μετά την δύση του ήλιου με την επίβλεψη του τσοπάνη και επέστρεφαν το βράδυ στους στάβλους των σπιτιών.

Ονόματα που είχαν κοπάδια στο χωριό ήταν: α) την περίοδο του μεσοπολέμου: Ο Γιάννης Παναγάκος, ο πατέρας του Σταύρου Παναγάκου. Από την πώληση του κοπαδιού του, αγόρασε οικόπεδα στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, στον Πειραιά. Ο Χρήστος Στρατηγάκος, που είχε κοπάδι μαζί με τους Παναγέους. Ο Νικόλας Κουρλιμπίνης. Ο Θανάσης Κατσίρης (Κατέβας). Ο Λιάς Σιάμπος μαζί με το Νικόλα Σιάμπο. Ο Κώστας Μπαμπάς, που στη συνέχεια κράτησε το κοπάδι του ο εγγονός του Αριστείδης Μπαμπάς. Ο Θανάσης Μπαμπάς κράτησε για λίγα χρόνια το κοπάδι του Παναγάκου. Ο Ανδρέας Δελίνης είχε κοπάδι πρόβατα που τα φύλαγε ο γιός του Γιάννης, αυτός που σκότωσε το Χαράλαμπο Λύγδα (Ψαχούλια). Ο Κώστας Κατσίρης, που κρατούσε τα ζωντανά του Παναγόγιαννη καθώς και Ο Γιώργης Κατσίρης.

   β) Μετά τον πόλεμο από το 1950 κοπάδια είχαν: Τα αδέλφια Κώστας και Βασίλης Κατσίρης. Αυτοί κράτησαν τα κοπάδια τους μέχρι τελευταία. Ο Σταύρος Στρατηγάκης, ο γιός του Χρήστου, περιστασιακά. Ο Ανδρέας Καπράνος είχε κοπάδι γίδια μαζί με τον Σταύρο Στρατηγάκη μέχρι το έτος 1970. Έκτοτε και μέχρι το έτος 2000 κράτησε το κοπάδι μόνος του. Τέλος ο Παναγιώτης Τσιώρος είχε κοπάδι πρόβατα από το 1950, το οποίο διατηρούσε ο γιός του Στράτης Τσιώρος, μέχρι πρότινος.

 

                                                                                       Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

    ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Τα χάνια δεν είναι δημιούργημα των νεωτέρων χρόνων αλλά ανάγονται στους αρχαίους χρόνους...