Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

 

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ 1950 -1960

Τα παιδιά   έρχονταν στο σχολείο νωρίς το πρωί, στις 7.30. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 το σχολείο προσέφερε σε όλα τα παιδιά γάλα, κίτρινο τυρί και βούτυρο, που προέρχονταν από Αμερικανική βοήθεια. Η κυραΑγγελικώ, η συμβία του Αντώνη Χουγιάζου, παρασκεύαζε καθημερινά στο μαγειρείο του σχολείου το γάλα που ήταν  σε σκόνη. Τα παιδιά αφού το έπαιρναν   στα αλουμινένια κύπελά τους, περιμένοντας τη σειρά τους μπροστά στο καζάνι, το καταβόχθριζαν  βιαστικά. Έτρωγαν έπειτα το κίτρινο τυρί με τη μια  φέτα το ψωμί που είχαν φέρει από το σπίτι τους καθώς και την άλλη φέτα που είχαν αλείψει το βούτυρο που διανεμόταν περιοδικά. Στις 8.00 χτυπούσε το   κουδούνι  και όλα τα παιδιά συγκεντρώνονταν μπροστά στην είσοδο του κτιρίου και «έκαναν γραμμές» σε τριάδες. Ακολουθούσε η προσευχή και στη συνέχεια τα παιδιά έμπαιναν στις αίθουσες για το μάθημα. Όταν περνούσε η κάθε διδακτική ώρα ο διευθυντής του σχολείου, ο αείμνηστος Γ. Κατσούλος, που εκείνη την εποχή (την δεκαετία του 1950) δίδασκε την πέμπτη και την έκτη τάξη, έδινε το  κουδούνι σε έναν από τους μαθητές. Αυτός έβγαινε στο διάδρομο και το χτυπούσε τόσο δυνατά, που ο ήχος του αντιλαλούσε μέσα στους διαδρόμους. Το κουδούνι, που έμοιαζε σαν καμπάνα σε μικρογραφία με ξύλινη χειρολαβή, έδινε το σύνθημα να ξεχυθούν τα παιδιά στο προαύλιο για το διάλειμμα. Τους χειμερινούς μήνες που έβρεχε και χιόνιζε τα παιδιά παρέμεναν στις αίθουσες και στους διαδρόμους του σχολείου. Στο τελευταίο κουδούνι, το μεσημέρι στις 13.00, γινόταν το σχόλασμα. Υπήρχαν δύο κουδούνια πάνω στο γραφείο του Διευθυντή. Το μεγάλο που προαναφέραμε και το μικρό με το οποίο ο διευθυντής καλούσε τους συναδέλφους του στο γραφείο του που συστεγαζόταν μαζί με την Δευτέρα τάξη, στο πίσω μέρος των θρανίων, στη μικρή αίθουσα του σχολείου, μπαίνοντας στο διάδρομο της εισόδου δεξιά. Το απογευματινό ωράριο αποτελείτο από δύο μόνο διδακτικές ώρες. Την δεύτερη διδακτική ώρα, όταν ο καιρός το επέτρεπε, τα παιδιά των τεσσάρων τελευταίων τάξεων του σχολείου, μετέβαιναν μαζί με τους δασκάλους τους σε διάφορα σημεία του χωριού (προαύλιο εκκλησίας, μνημείο πεσόντων κλπ.), ασχολούμενα με τον καθαρισμό και τον καλλωπισμό τους γενικότερα. Το σχολείο λειτουργούσε  και το Σάββατο. Την Τετάρτη και το Σάββατο  παρέμεινε κλειστό τις απογευματινές ώρες.

  Από τις αρχές του 1900 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 τα παιδιά που έμεναν στα ακραία σπίτια του χωριού ή στις απομακρυσμένες από το χωριό συνοικίες (Στρατηγέκα χάνια ,Δώθε Μεσοραχίτικα, Κατσιρέκα, Λιατσέκα), για να έρθουν στο σχολείο υφίσταντο μεγάλη ταλαιπωρία. Έπρεπε καθημερινά να σηκωθούν από τα «άγρια χαράματα», να ρουφήξουν τον ζεστό τραχανά που είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά του σπιτιού και να διανύσουν με τα πόδια μεγάλες αποστάσεις, για να φτάσουν στο σχολείο, ιδιαίτερα  τα παγωμένα χειμωνιάτικα πρωινά. Τις βροχερές ημέρες ή μέσα στη χιονοθύελλα έρχονταν, βρεγμένα μέχρι το κόκαλο, κρατώντας στα χεράκια τους, εκτός από τη σχολική σάκα, το κατσαρολάκι με το μεσημεριανό φαγητό και το ελιόξυλο που έφερναν όλοι ανεξαιρέτως οι μαθητές, για την τροφοδοσία της σόμπας της τάξης τους.  Προσπαθούσαν να ζεστάνουν τα παγωμένα χέρια τους και να  στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα τους, πέφτοντας πάνω στις αναμμένες σόμπες του σχολείου. Τα μεσημέρια  μετά το σχόλασμα τα παιδιά των μακρινών γειτονιών παρέμεναν στο σχολείο, αφού στις 14.30 άρχιζε πάλι το απογευματινό μάθημα. Έτρωγαν τα βρισκούμενα  από το κατσαρολάκι τους και περίμεναν να αρχίσει το απογευματινό μάθημα. Και τις απογευματινές  ώρες το χειμώνα που γύριζαν  στο σπίτι κατάκοπα από την πεζοπορία, είχε σχεδόν νυχτώσει. Όμως έπρεπε να καθίσουν να διαβάσουν και να γράψουν τα μαθήματα της επόμενης ημέρας, αφού τελειώσουν πρώτα  τις δουλειές του σπιτιού που τους είχαν αναθέσει οι γονείς τους. Πολλές φορές τα χειμωνιάτικα μεσημέρια οι δάσκαλοι άφηναν μια αίθουσα του σχολείου ανοιχτή με τη σόμπα αναμμένη, για να διευκολύνουν την παραμονή των παιδιών αυτών στο σχολείο.

  Στο σχολείο τις δεκαετίες του 1950 και 1960 επικρατούσε απόλυτη πειθαρχία. Οι μαθητές του σχολείου δοκίμαζαν τη βέργα από το δάσκαλο για οποιοδήποτε παράπτωμα (αδιάβαστοι, φασαρία, ψέματα, απουσίες κλπ). Οι ξυλιές έπεφταν απανωτά πάνω στις ανοιχτές παλάμες, στα πισινά και στα πόδια των παιδιών. Άλλες μορφές τιμωρίας, ήταν το τράβηγμα των αυτιών και των μαλλιών, ιδιαίτερα των κοριτσιών, από το δάσκαλο και η στάση του τιμωρημένου μαθητή όρθιου στο ένα πόδι μέσα στην αίθουσα για ένα χρονικό διάστημα. Κάτι  που όμως εφαρμοζόταν σπάνια, ήταν η «νηστεία», δηλαδή ο εγκλεισμός στην αποθήκη, κάτω από τη σκάλα εισόδου του σχολείου. Αυτό σήμαινε ότι ο δάσκαλος δεν άφηνε τα τιμωρημένα παιδιά το μεσημέρι να πάνε στο σπίτι τους για φαγητό, αλλά τα κλείδωνε εκείνες τις ώρες μέσα στην αποθήκη. Γεγονός ήταν ότι τα παιδιά φοβόνταν περισσότερο τον δάσκαλο από τους γονείς τους. Αν οι γονείς μάθαιναν ότι το παιδί τους τιμωρήθηκε από το δάσκαλο στο σχολείο, τότε γυρίζοντας στο σπίτι από το σχολείο το παιδί, «έτρωγε» και από τους γονείς του και άλλες «ψιλές», δικαιολογώντας πάντοτε την συμπεριφορά του.

     Βασικά εργαλεία δουλειάς ενός μαθητή της πρώτης Δημοτικού, ήταν η πλάκα, πάνω στην οποία έγραφαν την ορθογραφία και την αριθμητική τους με το κοντύλι και έσβηναν, διορθώνοντας τα λάθη τους, με το σφουγγάρι. Εκείνες τις εποχές φυσικά δεν υπήρχαν στυλό διαρκείας και μαρκαδόροι. Βιβλία, ειδικά στις πρώτες τάξεις, δεν υπήρχαν παρά μόνο το αναγνωστικό. Αλλά και αυτό έπρεπε να το διατηρούν οι μαθητές σε καλή κατάσταση, γιατί μετά την λήξη του σχολικού έτους το βιβλίο το δάνειζαν σε άλλους νεότερους, για να το χρησιμοποιήσουν. Το κύριο μέσο γραφής στις πρώτες τάξεις ήταν το μολύβι. Από την τρίτη τάξη του δημοτικού και μετά, χρησιμοποιούσαν κοντυλοφόρο με πένα, που την βουτούσαν μέσα σε μελάνι, που κρατούσαν στο γυάλινο μελανοδοχείο. Μετά το γράψιμο χρησιμοποιούσαν το στυπόχαρτο, ένα τετράγωνο απορροφητικό χαρτί, για να στεγνώνει το μελάνι ευκολότερα. Αυτό ταλαιπωρούσε τα παιδιά, αφού εύκολα μουτζουρώνονταν τα τετράδια και εάν γινόταν αυτό η τιμωρία ήταν αυστηρή. Η σχολική τσάντα των μαθητών ήταν χειροποίητη από φτηνό πανί.

    Μια φορά την εβδομάδα γινόταν, συνήθως από τον διευθυντή του σχολείου έλεγχος ατομικής καθαριότητας των μαθητών. Έπρεπε να έρθουν όλα τα παιδιά στο σχολείο με κομμένα νύχια, με καθαρά ρούχα και τα κεφάλια των αγοριών έπρεπε να είναι κουρεμένα. Θυμάμαι πως κατά την πρωινή είσοδο των μαθητών στο σχολείο ο Διευθυντής  έλεγε τη φράση «οι ακούρευτοι να παραμείνουν στο διάδρομο». Τους συγκέντρωνε εκεί και δεν τους επέτρεπε να μπουν στην αίθουσα για να παρακολουθήσουν μαθήματα. Τους γύριζε πάλι στα σπίτια τους  για κούρεμα. Και όταν οι κουρείς του χωριού δεν μας προλάβαιναν,  οι μαννάδες μας με τις χειροκίνητες κουρευτικές μηχανές αυτοσχεδίαζαν στα κεφάλια μας κουρεύοντάς μας,  για να μην μας στείλουν στο σχολείο ακούρευτους. Τα παιδιά που έπασχαν από «τριχοφάγο», μια ασθένεια του δέρματος του κεφαλιού, έπρεπε οπωσδήποτε να φορούν σκουφί που συνήθως ήταν φτιαγμένο από παλιές γυναικείες κάλτσες, για την αποφυγή μετάδοσης της νόσου στους συμμαθητές τους.   

    Μερικά παιδάκια φτωχών οικογενειών έρχονταν στο σχολείο φορώντας ρούχα από υφάσματα προερχόμενα από την Αμερικανική βοήθεια, σχεδόν ξυπόλυτα, και μόνο τους χειμερινούς μήνες με τα πολλά τα κρύα, έβαζαν παπούτσια. Την δεκαετία του 1950, τότε που δεν υπήρχαν χώροι υγιεινής στα σπίτια του χωριού, οι μαθητές και οι μαθήτριες του σχολείου υποχρεούντο μια φορά την εβδομάδα, συνήθως το Σάββατο, μετά την λήξη των μαθημάτων τους  να κάνουν μπάνιο. Γινόταν στα λουτρά του σχολείου που ήταν εξοπλισμένα με ντουζιέρες. Την ημέρα εκείνη, εκτός από τη σάκα με τα βιβλία και τα τετράδια, όλα τα σχολιαρόπαιδα ήταν υποχρεωμένα να κουβαλούν και μια αλλαξιά εσώρουχα, κάτι που δεν άρεσε στους περισσότερους. Όμως άφηναν κατά μέρος τις διαμαρτυρίες και απολάμβαναν ένα λουτρό κάτω από την ντουζιέρα, ξεχωριστά τα αγόρια από τα κορίτσια, με την επιμέλεια των δασκάλων τους. Ο χώρος των λουτρών βρισκόταν στο δυτικό μέρος του προαυλίου του σχολείου ,κοντά στις τουαλέτες και είχε διαμορφωθεί κατάλληλα με διαχωριστικούς τοίχους. Η παροχή ζεστού νερού γινόταν από θερμαινόμενο με φωτιά από ξύλα καζάνι που υπήρχε στην παράπλευρη μικρή αποθήκη, το οποίο γέμιζε από μεγάλα βαρέλια που βρίσκονταν στην οροφή του οικήματος. Το κτήριο των λουτρών σήμερα χρησιμεύει σαν αποθήκη.

      Στις Εθνικές επετείους το χωριό ήταν όλο στο πόδι. Από τις παραμονές οι μητέρες των παιδιών σιδέρωναν τις εθνικές φορεσιές που είχαν καταχωνιάσει στα μπαούλα και τις δοκίμαζαν στα παιδιά τους, συμπληρώνοντας τυχόν ελλείψεις τους, αλλά λίγα παιδιά είχαν αυτό το προνόμιο. Για τα περισσότερα έπλεναν και σιδέρωναν τα γιορτινά τους ρούχα, αυτά που θα φορούσαν στην Εθνική γιορτή. Το πρωί  της εορτής όλα τα παιδιά, καμμιά εκατοστή περίπου, μαζεύονταν στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου. Εκεί οι δάσκαλοι τα τοποθετούσαν σε διαφορετικές  σειρές τα αγόρια και τα κορίτσια, ανάλογα με την υψομετρική τους διαφορά. Στις πρώτες σειρές έμπαιναν οι ψηλοί και ακολουθούσαν οι πιο κοντοί. Έπειτα ξεκινούσαν για την εκκλησία. Μπροστά από όλους πήγαινε η σημαία του σχολείου που στην κορυφή του κονταριού της άστραφτε στο φως του ήλιου ο σταυρός και την  κρατούσε  ο πιο επιμελής μαθητής, συνοδευόμενος από τους παραστάτες. Ακολουθούσαν σε σειρές τα παιδιά που φορούσαν εθνικές φορεσιές (φουστανελάδες και Αμαλίες) και πιο πίσω ακολουθούσαν τα υπόλοιπα  παιδιά του σχολείου, συνοδευόμενα από τους δασκάλους τους. Έπαιρναν τον κατηφορικό δρόμο που οδηγεί στην εκκλησία. Μάταια όμως προσπαθούσαν να συγχρονίσουν τον βηματισμό τους, αφού ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος και γεμάτος λακκούβες.

    Όταν έφταναν στην εκκλησία, έμπαινε πρώτα ο μαθητής και οι παραστάτες με τη σημαία και στέκονταν κάτω από δεξιό αναλόγιο ενώ τα υπόλοιπα παιδιά μοιράζονταν δεξιά και αριστερά στο μεσαίο κλίτος, αφήνοντας στη μέση διάδρομο για να διευκολύνεται η διέλευση του ιερέα. Στην εκκλησία επικρατούσε πάντοτε ησυχία και τάξη. Μετά το τέλος της Θείας λειτουργίας ακολουθούσε η δοξολογία και ο πανηγυρικός της ημέρας που εκφωνείτο από τους δασκάλους. Στη δοξολογία παρίσταντο και οι Αρχές του χωριού, ο Πρόεδρος της κοινότητας με το κοινοτικό συμβούλιο, ο κοινοτικός γραμματέας, ο αστυνόμος με τους χωροφύλακες, ο προϊστάμενος του ταχυδρομείου, ο υδρονομέας  κλπ. Μετά το τέλος της δοξολογίας όλοι οι μαθητές του σχολείου συνοδευόμενοι από τους δασκάλους τους και με τον ίδιο τρόπο που κατέβηκαν, τραγουδώντας εμβατήρια, ανέβαιναν στο μνημείο των πεσόντων και πίσω από αυτούς ακολουθούσαν  οι κάτοικοι του χωριού. Περνώντας από τα καταστήματα της αγοράς χειροκροτούσαν τα παιδιά οι θαμώνες των καφενείων.

     Φτάνοντας στο μνημείο των πεσόντων  οι μαθητές  του σχολείου, οι Αρχές του χωριού και όλοι οι κάτοικοι, ψαλλόταν  δέηση για την ανάπαυση των ψυχών των ηρωικώς πεσόντων «για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδας την ελευθερία» από τον παπαΓιάννη και στην συνέχεια γινόταν κατάθεση στεφάνων στο ηρώο από τις Αρχές. Ακολουθούσε η απαγγελία ποιημάτων εθνικού περιεχομένου από τα μεγαλύτερα και επιμελέστερα παιδιά του σχολείου. Η  τελετή έκλεινε ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο από τα παιδιά. Το απόγευμα της εορτής συγκεντρώνονταν όλοι οι κάτοικοι του χωριού στη μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου και εκεί τα μεγάλα παιδιά έπαιζαν διάφορα σκετσάκια (ο Κατσαντώνης, οι Σουλιώτισσες κλπ)  και τα μικρά απήγγειλαν ποιήματα εθνικού περιεχομένου.

     Επίσης κατά την λήξη των μαθημάτων κάθε σχολικού έτους, πραγματοποιούντο στην μεγάλη αίθουσα του σχολείου εκδηλώσεις με σκετσάκια, χιουμοριστικούς διαλόγους, απαγγελίες ποιημάτων και τραγούδια από την χορωδία των μαθητριών του σχολείου  με την καθολική συμμετοχή των παιδιών του σχολείου. Όλες οι παραπάνω εκδηλώσεις   οργανώνονταν από τους δασκάλους του σχολείου και τις  παρακολουθούσε το σύνολο των κατοίκων του χωριού. Αυτές  αποτελούσαν θέμα συζήτησης των κατοίκων του χωριού, για πολλές ημέρες μετά την πραγματοποίησή τους. Όλες αυτές τις εκδηλώσεις αποθανάτιζε με την φωτογραφική μηχανή του ο φωτογράφος του χωριού  Γιώργης Λυγδόπουλος.

    Για σαράντα τουλάχιστον χρόνια, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και μετά, τους χειμερινούς μήνες, οι αίθουσες του σχολείου θερμαίνονταν με μεγάλες ξυλόσομπες. Κάθε μαθητής, κατά την προσέλευσή του στο σχολείο τα χειμωνιάτικα πρωινά και σε καθημερινή βάση, κουβαλούσε από το σπίτι του υποχρεωτικά, μαζί με τα βιβλία στην πάνινη τσάντα του, και ένα ξύλο, συνήθως από ελιά ή αμπελόκλημα, για την τροφοδοσία της ξυλόσομπας κατά την διάρκεια της ημέρας. Αργότερα για να μην ταλαιπωρούνται οι μαθητές με την καθημερινή μεταφορά των ξύλων στο σχολείο, στην αρχή κάθε χρονιάς, οι γονείς των παιδιών κουβαλούσαν στην αυλή του σχολείου με τα ζώα τους ένα φόρτωμα ξύλα για κάθε μαθητή, που τα έκοβαν στην συνέχεια με την «κορδέλα*» και έτσι σταμάτησε η καθημερινή δοκιμασία των μαθητών μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο. Μικρό συνεργείο από μαθητές της κάθε τάξης, που το καθόριζε ο δάσκαλος, ήταν επιφορτισμένο για το πρωινό άναμμα της σόμπας της κάθε αίθουσας πριν από την έναρξη του μαθήματος. Την ξυλόσομπα τροφοδοτούσαν με ξύλα οι μαθητές της τάξης κατά την διάρκεια των διαλειμμάτων αλλά και κατά την διάρκεια του μαθήματος, αυτοί που κάθονταν σε θρανία που βρίσκονταν κοντά σε αυτή. Τα τελευταία χρόνια, λίγο πριν το κλείσιμο του σχολείου, έγινε σε αυτό εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης (καλοριφέρ), oπότε οι ξυλόσομπες αποτέλεσαν πια παρελθόν.

Κάθε Τετάρτη και Σάββατο, μετά την μεσημεριανή λήξη των μαθημάτων, άρχιζε η καθαριότητα των αιθουσών από τους μεγαλύτερους μαθητές και τις μαθήτριες του σχολείου, με την επίβλεψη των δασκάλων τους. Οι μαθητές μετακινούσαν τα ξύλινα θρανία, σηκώνοντάς τα όρθια, μέσα στην αίθουσα και οι μαθήτριες με σκούπες και φαράσια σκούπιζαν όλο το δάπεδο της αίθουσας από τα χώματα και τα σκουπίδια που είχαν μαζευτεί. Έπειτα ξεσκόνιζαν τις επιφάνειες των θρανίων, την έδρα με το τραπέζι-γραφείο του δάσκαλου και γενικά όλα τα έπιπλα και τους χάρτες της αίθουσας. Στο τέλος τακτοποιούσαν τα θρανία και τα άλλα έπιπλα στη θέση τους, για να είναι έτοιμα να καθίσουν οι μαθητές για το μάθημα την άλλη μέρα το πρωί.

Κατά τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές γινόταν εκκλησιασμός όλων των μαθητών του σχολείου, με ευθύνη των δασκάλων τους. Κάθε Κυριακή ή εορτή, τις πρωινές ώρες, συγκεντρώνονταν όλα τα παιδιά του σχολείου στο προαύλιό του και μετά την εκφώνηση του απουσιολογίου, στοιχημένα σε τριάδες, με την συνοδεία και των δασκάλων τους, οδηγούντο στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, για να παρακολουθήσουν τις ιερές ακολουθίες από τον καλλικέλαδο παπαΓιάννη τον Χάλια. Μέχρι το τέλος των ιερών ακολουθιών όλα τα καταστήματα και τα καφενεία του χωριού παρέμεναν πάντοτε κλειστά. Οι θαμώνες τους παρέμεναν έξω από αυτά στα προαύλιά τους και περίμεναν υπομονετικά  μέχρι να «σχολάσει η εκκλησία», για να τους σερβίρει ο καφετζής το καφεδάκι τους και να ψωνίσουν από τα «μπακάλικα*» τα χρειαζούμενα στην οικογένεια.

       Κατά την διάρκεια του σχολικού έτους ο αριθμός των μαθητών του δημοτικού σχολείου δεν παρέμενε σταθερός, αλλά υφίστατο αυξομειώσεις συνεχώς. Αυτό γινόταν, επειδή τα παιδιά των διπλοκάτοικων συγχωριανών μας τους πρώτους και τους τελευταίους μήνες της σχολικής χρονιάς παρακολουθούσαν τα μαθήματά τους στο Δημοτικό σχολείο του Καστριού, αφού οι γονείς τους ξεκαλοκαίριαζαν εκεί. Μόλις άρχιζαν τα πρώτα κρύα στα μέσα του Νοέμβρη οι γονείς τους, αφού μάζευαν τα κάστανα και τέλειωναν τις άλλες δουλειές τους στο Καστρί, κατέβαιναν στη Μάσκλινα με τις οικογένειές τους, για να ξεχειμωνιάσουν. Αναχωρούσαν πάλι για το Καστρί την άνοιξη, λίγο μετά τις εορτές του Πάσχα. Έτσι τα παιδιά των διπλοκάτοικων συγχωριανών μας, τους χειμωνιάτικους μήνες παρακολουθούσαν τα μαθήματα στο δημοτικό σχολείο της Μάσκλινας. Μετά τις γιορτές του Πάσχα ανέβαιναν μαζί με τους γονείς τους πάλι στο Καστρί και συνέχιζαν να παρακολουθούν τα μαθήματά τους στο Δημοτικό σχολείο του Καστριού.

   Θα αναφερθούμε τέλος ονομαστικά και  στους δασκάλους τους σχολείου του χωριού μας και η αναφορά μας αυτή αποτελεί μια επιβράβευση και ένα μνημόσυνο γι’ αυτούς που έμαθαν γράμματα σε ολόκληρες γενιές των παιδιών   της Μάσκλινας.  Από τα στοιχεία που βρήκαμε προκύπτει, πως οι δάσκαλοι, κατ’ αλφαβητική σειρά, που υπηρέτησαν κατά το παρελθόν στο σχολείο του χωριού, μέχρι την κατάργησή του, ήταν οι:

 Ασσιούρας Κων/νος,                               Ξυλιά Γεωργία

 Δημητρακόπουλος Χαράλαμπος            Παπάζογλου Ελένη

 Θεοδωρόπουλος Σταύρος                      Παναγόπουλος Κων/νος

 Καραγιάννη Βασιλική                              Παπαχρόνη Αλκμήνη

 Καρλή Ελένη                                           Παυλάκος Βασίλης

 Κατσούλος Γεώργιος                              Σαρρής ή Γιατρόπουλος Γεώργιος

 Κοτσάνη Σωτηρία                                   Σωτηροπούλου Βασιλική

 Κυριακοπούλου Διονυσία                       Ταγκλής   Γεώργιος

 Κωνσταντούρος Αναστάσιος                  Τραϊτούρου Φωτεινή

 Μέγγος Ιωάννης                                     Τσιώλη Δήμητρα

 Μελιδώνης Ιωάννης                                Τσούκα Φωτεινή

 Μίσσιου Αγγελική                                   Φράγκος Παναγιώτης

 Μπλέσιος Γεώργιος                                Φιλοπούλου Παναγιώτα

Στον κατάλογο των παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και τον συγχωριανό μας αείμνηστο  Γιώργο Μίλη, που υπηρέτησε στο σχολείο του χωριού μας για μικρά χρονικά διαστήματα στις δεκαετίες 1930 και 1940. Θεωρούμε υποχρέωσή μας να μνημονεύσουμε εδώ ιδιαίτερα τους αείμνηστους δασκάλους μας Τσιώλη Δήμητρα, Καρλή Ελένη, Φράγκο Παναγιώτη και Κατσούλο Γεώργιο που κατά την περίοδο από 1956 μέχρι 1962 δίδαξαν σε μας προσωπικά και τους συνομηλίκους μας τα πρώτα γράμματα και μας έδωσαν τις εγκύκλιες γνώσεις. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.

                                                               Γ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

 

             

                        ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΟΝΟΜΑΤΟΘΕΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ

     Στην Ελλάδα κατά την μακραίωνη ιστορία της, πλην των άλλων επιδρομέων, πέρασαν  και Σλάβοι. Αυτοί κατέβηκαν από τα βόρεια και στα χρόνια 600 - 800 μ. Χ. εποίκησαν την Πελοπόννησο. Μάλιστα ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ ο Γ,΄ βλέποντας τον κίνδυνο από την επιδρομή τους στην Πελοπόννησο, διόρισε τον στρατηγό Θεόκτιστο Βριέννιο ο οποίος τους καθυπέταξε. Μόνο δύο Σλάβικες φυλές, οι Μήλιγγες και οι Εκερίτες που κατοικούσαν σε απόκρημνες περιοχές έμειναν ελεύθερες. Αλλά και αυτοί πλήρωναν φόρους στους Βυζαντινούς. Επανειλημμένα όμως αποστάτησαν και αυτές οι φυλές των Σλάβων, ζητώντας μείωση της φορολογίας τους. Μάλιστα οι Μήλιγγες, όταν επαναστάτησαν, ο τότε αυτοκράτορας Ρωμανός έκανε δεκτά τα αιτήματά τους με τον όρο να μένουν κάτω από τους ίδιους αρχηγούς, «φόρου υποτελείς» στον αυτοκράτορα, ενώ μπορούσαν να λατρεύουν ελεύθερα τους αρχαίους Σλάβικους Θεούς τους.

      Επί αυτοκρατορίας Βασιλείου του Μακεδόνα (867 - 886) ο στρατηγός Θεόκτιστος εξεστράτευσε για δεύτερη φορά εναντίον τους και τους κατανίκησε, ενώ παράλληλα ανέλαβε τον προσηλυτισμό τους στην Χριστιανική θρησκεία. Ιδρύθηκαν τότε μοναστήρια στα μέρη που κατοικούσαν Σλάβοι, ενώ έλαβαν ονόματα χριστιανών Αγίων τα χωριά της περιοχής (Άγιος Πέτρος, Άγιος Ιωάννης, Άγιος Ανδρέας, κλπ) Έτσι ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε γρήγορα και εξάλειψε εντελώς και τα τελευταία λείψανα των Σλάβων που κατοικούσαν στην Κυνουρία. Ο γεωγράφος  Alfred Filipson (1864 -1953) επιβεβαιώνει ότι «την τε Αρκαδίαν κατέλαβον Σλάβοι και έμεναν όλως ανεξάρτητοι των Ελλήνων, μεθ’ ων διεξήγον μακρούς αγώνας». Από τα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ. με την οριστική καθυπόταξη και των εκχριστιανισμό των Σλάβων, άρχισε και η ανάκτηση από Ελληνικά στοιχεία τυχόν απωλεσθέντων εδαφών. Στις αρχές της Τουρκοκρατίας τελικά είχαν αφομοιωθεί από το Ελληνικό στοιχείο και τα τελευταία υπολείμματα των Σλάβων στην νότια Ελλάδα γενικότερα.

Οι Σλάβοι κατέλαβαν μόνο την ύπαιθρο χώρα και δεν εγκαταστάθηκαν σε πεδιάδες, πόλεις και παραλίες, αφού στις τελευταίες δεν βρίσκουμε κανένα Σλάβικο τοπωνύμιο. Και σε αυτές τις περιοχές της υπαίθρου που εγκαταστάθηκαν, δεν κατάφεραν να διεισδύσουν τελικά σαν οργανωμένοι κατακτητές, αλλά η διείσδυσή τους είχε σαν κύριο στόχο την αναζήτηση νέων βοσκοτόπων. Στόχος τους συμπληρωματικός ήταν και η αναζήτηση εδαφών κατάλληλων για καλλιέργεια. Ουδέποτε υποδούλωσαν τις περιοχές αυτές και δεν ήταν αυτόνομοι.

Η παρουσία των Σλάβων στην Αρκαδία δεν μπορεί να αναμφισβητηθεί. Έτσι δεν αμφισβητείται και η παρουσία τους στην περιοχή του δήμου Τανίας. Στα χρόνια 600 - 800 μ. Χ. οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν και στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας, ήταν βασικά ποιμένες και γεωργοί, με πολύ χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο. Γι’ αυτό και δεν άλλαξαν την φυλετική τους ταυτότητα, ούτε παραμόρφωσαν την εθνική φυσιογνωμία των κατοίκων της περιοχής, αλλά αφομοιώθηκαν από δυναμικό Ελληνικό στοιχείο.

Ωστόσο η εγκατάσταση πυκνών ποιμενικών και γεωργικών Σλάβικων αποικιών μέσα σε περιοχές που κατοικούσαν Έλληνες είχε σαν φυσικό επακόλουθο την μετονομασία από αυτούς πολλών γεωγραφικών ονομάτων ή την προσθήκη σε αυτά καταλήξεων Σλαβικών (-οβα, -ιτσα, -αινα). Τέτοια γεωγραφικά Σλαβικά ή Σλαβοκατάληκτα ονόματα στην Αρκαδία είναι: Βέρτζοβα, Πηνίκοβη ή Πηνίκοβα, Αράχοβα, Στεμνίτσα, Ζάβιτσα, Χλοΐτσα, Βέρβαινα κλπ. Οι Σλάβοι στη θέση που έβοσκαν τα κοπάδια τους και στη θέση που είχαν την πρόχειρη εγκατάστασή τους, έδιναν Σλάβικα ονόματα.

       Έτσι εξηγείται η ύπαρξη πολλών τοπωνυμίων Σλάβικης προελεύσεως, διάσπαρτων σε μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή, που εκτείνεται από την Ζάβιτσα ως το Δραγούνι και από τον Τσόροβο των κάτω Δολιανών ως την Κοσάνα του Καστρίου και τον παλιό Δραγαλεβό. Έτσι εξηγείται και η αρχική ονοματοθεσία του οικισμού του χωριού μας από τους Σλάβους σε «Μάσκλινα», «Μάσκλενα» ή «Μάλσιενα» που σημαίνει «ελαιότοπος». Το τοπωνύμιο αυτό ανήκει στην ομάδα των γνήσιων Σλάβικων τοπωνυμίων, φορείς του οποίου έγιναν Σλάβοι έποικοι της περιοχής, που το επέβαλαν.

Την σλάβικη ονοματοθεσία του οικισμού, δεν την επέβαλαν άλλοι λαοί που πέρασαν από την περιοχή μας, όπως Αλβανοί, που για την ονοματοθεσία οικισμών ή συγκεκριμένων εδαφικών εκτάσεων, χρησιμοποιούσαν λέξεις σλαβικές, και τις είχαν μάθει κατά την πολύχρονη συμβίωσή τους με Σλάβους. Ο καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Ακαδημαϊκός Κ. Ρωμαίος από τα Βούρβουρα της Κυνουρίας είχε την γνώμη ότι η «Μάσκλινα» ήταν παλαιότερος μικρός «συνοικισμός» που τον έχτισαν οι Σλάβοι και τον ονόμασαν με την δική τους γλώσσα. Ο «συνοικισμός» όμως που αναφέρει ο καθηγητής, κατά την άποψη του συγγραφέα Β. Γ. Τόγια δεν ήταν καν οργανωμένος, αλλά αποτελείτο από πρόχειρες εγκαταστάσεις, (μαντριά και καλύβες), αφού οι Σλάβοι που κατέβηκαν στην Πελοπόννησο εκείνη την εποχή ήταν γεωργοί και ποιμένες. Στην περιοχή φαίνεται ότι υπήρχαν από τότε και προ της καθόδου των Σλάβων ελαιόδεντρα άγρια και ήμερα και γι΄αυτό οι έποικοι την ονόμασαν «Μάσκλινα».

Ο καθηγητής της ιστορίας σε πανεπιστήμιο της Ρουμανίας Νikolae Jorga στο βιβλίο του «εικόνες από την σημερινή Ελλάδα» σημειώνει: «Οι Σλάβοι ήσαν γεωργοί. Ερχόμενοι με το άροτρόν των εχρειάζοντο γην. Ο Σλάβος ούτε βοσκός δεν είναι. Οι Σλάβοι λοιπόν πήγαιναν σε ανοιχτά μέρη, όπου ηδύναντο να καλλιεργήσουν την γην και μεταβαίνοντες εκεί έμειναν κεκλεισμένοι εις τας κοιλάδας μεταξύ των βουνών. Οι Σλάβοι ήταν χωρικοί και επώλουν εις τας πόλεις, τας οποίας κατώκουν Έλληνες, τα προϊόντα των. Κατά συνέπειαν δεν έχουν λόγον να καταλάβουν τας πόλεις».

Ο διάσημος σλαβολόγος Γερμανός καθηγητής Max.Vasmer,το 1941,στο ειδικό μέρος του βιβλίου του: «Die Slaven in Griechnland, Berlin 1941»,(«Οι Σλάβοι στην Ελλάδα,Βερολίνο 1941») αναφερόμενος στην ευρύτερη περιοχή του δήμου Τανίας, στην οποία ανήκε και ο οικισμός του χωριού μας, είχε υπόψη του περιορισμένο τοπωνυμικό υλικό, που είχε αντλήσει από δημοσιεύματα διοικητικού χαρακτήρα, όπως είναι οι απογραφές πληθυσμού, οι πίνακες δήμων και κοινοτήτων κλπ. Συνεπώς ο M.Vasmer είχε υπόψη του τοπωνύμια που αναφέρονται μόνο σε οικισμούς και όχι σε αυτά που αναφέρονται σε τοποθεσίες. Κατά τον M.Vasmer λοιπόν, ο οικισμός υπήρχε στην περιοχή, προ της καθόδου των Σλάβων, και οι τελευταίοι, όταν κατήλθαν στην περιοχή, τον ονόμασαν Μάσκλινα ή Μάλσιενα, ονοματοθεσία που προέρχεται από τη σλαβική λέξη Maclina και σημαίνει περιοχή με ελαιόδεντρα. Δηλαδή Μάσκλινα ή Μάλσιενα σημαίνει ελαιότοπος. Κατά τη γνώμη του η λέξη Μάσκλινα προέρχεται από τη σλαβική λέξη maclina που σημαίνει ελαιόδενδρο.

Επίσης ο M.Vasmer αναφέρει ότι οι Σλάβοι κατά την κάθοδό τους στην Πελοπόννησο διέμειναν σε δυσπρόσιτες περιοχές απομακρυσμένες από τη θάλασσα. Στην άποψη αυτή συντάσσεται και ο Δ. Ζακυθηνός. Έτσι εξηγούνται τα πολλά Σλάβικα τοπωνύμια της Αρκαδίας και ιδιαίτερα της περιοχής του Τάνου. Η επίδραση των Σλάβων στα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις των Ελλήνων υπήρξε μηδενική.

Από τα παραπάνω, συμπερασματικά, προκύπτει ότι, πριν από την κάθοδο των Σλάβων (600 - 800) μ.Χ. ή κατά την εγκατάστασή τους στην περιοχή του χωριού, είχε δημιουργηθεί μικρός οικισμός, πιθανώς διάσπαρτος και μη μόνιμος, που οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την καλλιέργεια της ελιάς, και τον οποίο οι Σλάβοι, τον ονόμασαν «Μάσκλινα» ή «Μάλσιενα», που σημαίνει τόπος με ελαιόδενδρα. Το τοπωνύμιο αυτό διασώθηκε στο πέρασμα των χρόνων και μετά την αποχώρηση των Σλάβων από την περιοχή ή την αφομοίωσή τους από το τοπικό στοιχείο. Πολύ αργότερα με το τοπωνύμιο «Μάσκλινα» ή «Μάλσιενα» οι Καστρίτες έποικοι της περιοχής, προσδιόρισαν αρχικά την περιοχή του μελλοντικού οικισμού, χωρίς να ερευνήσουν  αν  το τοπωνύμιο είχε Σλάβικη προέλευση και σήμαινε τόπο με ελαιόδεντρα. Στα ελαιόδενδρα προστέθηκαν αργότερα και τα αμπέλια που φύτεψαν και καλλιεργούσαν οι κάτοικοι του οικισμού. Αυτή η ονομασία του οικισμού τελικά παρέμεινε μέχρι το έτος 1927, χρονολογία που μετονομάστηκε ο οικισμός «Ελαιοχώριον».

Εκτός από τους Σλάβους πέρασαν και Αλβανοί στην Πελοπόννησο, στα τέλη του ΙΔ΄ και στις αρχές του ΙΕ΄ αιώνα. Επί αυτοκράτορος του Βυζαντίου Μανουήλ Β΄ του Παλαιολόγου (1391 - 1425) δέκα χιλιάδες Αλβανοί με τις γυναίκες τους τους, τα παιδιά τους, το ζωικό τους κεφάλαιο και την υπόλοιπη ακίνητη περιουσία τους εγκαταστάθηκαν ειρηνικά σε όλη την έκταση της Αρκαδίας σαν έποικοι γεωργοί ή κτηνοτρόφοι. Σε τόπους λεηλατημένους, ερημωμένους και ακατοίκητους, φύτεψαν δέντρα και ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία. Ήταν ημινομαδικοί πληθυσμοί, οργανωμένοι κοινωνικά σε «φάρες»* και προωθήθηκαν σε δυσπρόσιτες ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Τοπωνύμια με την κατάληξη –ιζα, είναι Αλβανικής προέλευσης.

Μια τέτοια περιοχή ήταν τότε η ευρύτερη περιοχή του Τάνου. Στην περιοχή αυτή δεν δημιουργήθηκαν συγκροτημένοι οικισμοί με συμπαγή κτηνοτροφικό πληθυσμό. Οι ομάδες αυτές ήταν λίγες, ολιγομελείς και διέμεναν σε πρόχειρα καταλύματα. Τελικά και αυτές οι μικροομάδες των Αλβανών που διείσδυσαν στην περιοχή του Τάνου, συγχωνεύτηκαν με το ελληνικό στοιχείο εθνικά και πολιτιστικά. Σε ποιο μέτρο όμως οι μικροομάδες αυτές των Αλβανών έγιναν φορείς τοπωνυμίων με σλαβική προέλευση αποτελεί ένα σοβαρό και δύσκολο πρόβλημα. Ο M. Vasmer αναφερόμενος στο θέμα αυτό, περιόρισε στο ελάχιστο το ρόλο των Αλβανών, στην δημιουργία σλάβικων τοπωνυμίων. Μπορεί οι ομάδες αυτές να έγιναν φορείς μόνο ολίγων τοπωνυμίων με σλαβική προέλευση, κυρίως στην περιοχή του Καστρίου. Συνεπώς οι μικροομάδες αυτές των Αλβανών δεν είναι οι «ανάδοχοι» του σλάβικου τοπωνύμιου «Μάσκλινα», του οικισμού που υπήρχε στην περιοχή του χωριού μας.

                                     

                                                                                Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2023

 

ΟΙ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

 

Η αυλή του κάθε σπιτιού ήταν οριοθετημένη με μαντρότοιχους από ξερολιθιά, ύψους ενός μέτρου περίπου για να ξεχωρίζει το οικόπεδό του  από τις γειτονικές ιδιοκτησίες. Σε ελάχιστες κατοικίες οι ιδιοκτήτες είχαν οριοθετήσει το οικόπεδο με συρματόπλεγμα, τοποθετημένο πάνω σε σιδερένιους πασσάλους. Επάνω στον μαντρότοιχο τοποθετούσαν αγκαθωτά ξερόκλαδα (αφάνες, πουρνάρια κλπ) για να δυσκολεύονται τα πουλερικά και τα κατσίκια  του σπιτιού να πηδήσουν στις γειτονικές ιδιοκτησίες. Σε μια άκρη της αυλής  υπήρχε απαραίτητα ο φούρνος. Μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά όταν η νοικοκυρά τον «έκαιγε»  και έψηνε το ψωμί, τις γεμιστές ντομάτες, τις μελιτζάνες και τις πιπεριές  το καλοκαίρι και τα κρεατικά με τις πατάτες τους χειμερινούς μήνες. Ελάχιστα  σπίτια σε μια γωνιά της αυλής   είχαν σε ξεχωριστό κτίσμα για  το κοτέτσι. Στην πλειοψηφία τους  τα πουλερικά στεγάζονταν στον ίδιο κτίσμα μαζί με τα υπόλοιπα ζωντανά (μουλάρια, κατσίκες, πρόβατα κλπ).

 Δεν υπήρχαν πουθενά χώροι υγιεινής μέσα στα σπίτια. Σε ένα απόμερο σημείο της αυλής  έσκαβαν ένα λάκκο, στα χείλη του οποίου τοποθετούσαν δύο - τρεις αυτοσχέδιες σανίδες, έφτιαχναν γύρω και μια κρυψώνα με κλαδιά, συνήθως με δεμάτια από κληματόβεργες και αυτό το χώρο χρησιμοποιούσαν για την «ανάγκη» τους ενώ χρησιμοποιούσαν  κομμάτια εφημερίδας που είχαν κρεμάσει σε κάποιο σημείο για σκούπισμα. Ορισμένοι κάτοικοι βολεύονταν υπαίθρια στους κήπους και στα ρέματα. Ο αείμνηστος γιατρός Γιαννάκος Παναγάκος έλεγε χαριτολογώντας πως «είναι ευτυχία να ανακουφίζεσαι κρυμμένος πίσω από ένα πουρνάρι και έπειτα να σκουπίζεσαι με ένα λιθαράκι». Για την ύπαρξη μπανιέρας ή ντουζιέρας ούτε λόγος. Από την δεκαετία του 1960 και μετά άρχισαν να κατασκευάζουν χώρους υγιεινής μέσα στα σπίτια με τους τοίχους ντυμένους  με πλακάκια και είδη υγιεινής από πορσελάνη.

Σε μια άλλη άκρη της αυλής στοίβαζαν τα καυσόξυλα για το τζάκι και τα δεμάτια από πουρνάρια ή ελιόκλαρες για το φούρνο, που κουβαλούσαν συνεχώς με τα μουλάρια από τα χωράφια τους. Με τα πουρνάρια και τις ελιόκλαρες τάϊζαν τις κατσίκες και τις προβατίνες που είχαν στο σπίτι. Τα ζώα μαδούσαν τα φύλλα από τις κλάρες και άφηναν μόνο τον ξυλώδη κορμό τους. Τις μαδημένες κλάρες τις έδεναν σε δεμάτια και αφού τις άφηναν να ξεραθούν, τις χρησιμοποιούσαν για να «καίνε» το φούρνο, για προσάναμμα στο τζάκι και για το άναμμα φωτιάς στο καζάνι του πλυσταριού. Τα χοντρά ξύλα για το τζάκι ή για τη στόφα φρόντιζαν να τα αποθηκεύουν σε υπόστεγο από τους καλοκαιρινούς μήνες, αφού τα έκοβαν με ειδικές μηχανές, τις «κορδέλες», για να είναι ξερά το χειμώνα. Τέτοιες μηχανές, που ήταν βενζινοκίνητες, είχαν ο Σοφιανός Σκιτζής, ο Μίμης  Μακρής (Χυλοπιτάς)  και ο Γιάννης Μακρής (Κατζιορόγιαννης). Αυτοί έκοβαν τα ξύλα των χωριανών, μεταφέροντας τις μηχανές στις αυλές των σπιτιών και αμοίβονταν με την ώρα.  Συνήθως μέσα στην αυλή του σπιτιού υπήρχε και ένα τουλάχιστον μεγάλο βαθύσκιο δέντρο, η μουριά, που στον ίσκιο της κάθονταν όλη η οικογένεια το καλοκαίρι με τις πολλές ζέστες.

Στην αυλή υπήρχε και το υπαίθριο πλυσταριό. Ένα καζάνι μεγάλο χαλκοματένιο βρισκόταν επάνω σε δύο λιθάρια, την  (κακαβολιθαριά), που ανάμεσά τους άναβαν φωτιά για να ζεστάνουν το νερό. Αργότερα οι πέτρες της κακαβολιθαριάς αντικαταστάθηκαν από την σιδεροστιά*, ένα σιδερένιο τρίγωνο που είχε στις τρείς γωνίες του κάθετα ποδαράκια. Το πλύσιμο των ρούχων γίνονταν από την νοικοκυρά του σπιτιού μέσα στην σκάφη που στην αρχή ήταν ξύλινη και αργότερα αντικαταστάθηκε από ντενεκεδένια.

Στην αυλή επίσης φόρτωναν και ξεφόρτωναν τα μουλάρια για τις αγροτικές δουλειές. Στα χαγιάτια και στη βάση των παραθύρων των σπιτιών οι νοικοκυρές φύτευαν σε γλάστρες διάφορα λουλούδια, μολόχες, μαντζουράνες, βασιλικό κλπ. Δεν υπήρχαν γλάστρες στην αυλή του σπιτιού, γιατί εκεί κυκλοφορούσαν τα ζώα που τις κατέστρεφαν τρώγοντας τα λουλούδια.

Σε μια γωνιά του οικοπέδου ήταν και ο κήπος του σπιτιού, καλά περιφραγμένος για να προστατεύεται από τα οικόσιτα ζώα (κατσίκες, κότες κλπ.). Εκεί η νοικοκυρά φύτευε στην αρχή της άνοιξης τα κρεμμυδάκια, το δυόσμο, τα μαρούλια και άλλα κηπευτικά. Όμως η παρουσία του κήπου στην αυλή είχε μικρή διάρκεια, αφού στα μέσα Ιουνίου ξεραίνονταν όλα, από την έλλειψη νερού. Ο κήπος πολλές φορές ήταν φυτεμένος και με οπωροφόρα δέντρα. Να πως περιγράφει η χωριανή μας Κ. Κίκιζα τον κήπο στο πατρικό της σπίτι στο ρέμα της Φιλιππούς, κοντά στην Κορολέκη γειτονιά. «Το περιβόλι μας ήτανε καλά περιτοιχισμένο. Αχ, το περιβόλι μας τι όμορφο που ήτανε! Είχε δύο μεγάλες συκιές. Η μια η μελισσή, ήτανε μεγάλη αλλά αρκετά χαμηλή ώστε να μπορείς να ανεβαίνεις στα κλαδιά της και να κάθεσαι. Τα σύκα της τα έφτανες από έδαφος και στάζανε μέλι. Η άλλη η άσπρη ή τσαπελοσυκιά ήτανε ψηλή και τα κλαδιά της φτάνανε μέχρι το παράθυρο της σάλας. Είχε ακόμη το περιβόλι μας δύο θεόρατα κυπαρίσσια, μια κυδωνιά και μια μικρούλα ροδακινιά που όταν ωρίμαζαν τα ροδάκινα ήτανε τόσο φορτωμένη που ο πατέρας αναγκαζότανε να στυλώνει τα κλαδιά της για να μη σπάσουν. Στο περιβόλι ο λαχανόκηπος είχε μαρούλια, κρεμμυδάκια, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, φασολάκια, ακόμα βασιλικό και μαντζουράνες».

                                                                   Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

 

                                                    ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ

                     «Τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα

                     τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα

                     τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου».         Γ.Σεφέρης

      Για να κτίσει το νοικοκυριό την οικοδομή (κατοικία ή στάβλο) κατ’ αρχάς συγκέντρωνε τα απαραίτητα υλικά (άμμο, ασβέστη, ασπρόχωμα, πέτρες κλπ). Τα υλικά αυτά κουβαλούσαν φορτώνοντάς τα στα μουλάρια τους, αφού εκείνη την εποχή το οδικό δίκτυο και τα αυτοκίνητα στο χωριό ήταν ανύπαρκτα. Την απαραίτητη πέτρα για το κτίσιμο του σπιτιού την κουβαλούσαν στο οικόπεδο που θα κτιζόταν η οικοδομή, είτε από τα νταμάρια του χωριού, φορτώνοντάς τη στα μουλάρια, είτε την «έβγαζαν» επί τόπου, εφόσον το σημείο ήταν πετρώδες, σκάβοντας στο σημείο που θα γινόταν το κτίσμα και σπάζοντας τις πέτρες με τα «φουρνέλα*» και τη βαριά, για την δημιουργία του υπογείου του.

      Αρχικά τα σπίτια τα έκτιζαν με ασπρόχωμα, που έκαναν πηλό, και το κουβαλούσαν με τα μουλάρια τους σε σακιά από το πλησιέστερο ορυχείο ασπροχώματος, που βρισκόταν συνήθως κοντά στο χωριό. Αργότερα τα έκτιζαν με άμμο, ασβέστη και τσιμέντο, υλικά πολύ πιο ανθεκτικά από το χώμα. Τον άμμο κουβαλούσαν είτε σε σακιά, με τα μουλάρια τους από τις αποθέσεις στα ποτάμια- χειμάρρους, που όμως απείχαν μεγάλη απόσταση από το χωριό, είτε με φορτηγά ανοιχτά βαγόνια του τραίνου από την Τρίπολη, στο σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού. Από εκεί τον μετέφεραν στο χώρο της οικοδομής μέσα σε ειδικούς λαμαρινένιους ή ξύλινους κάδους, τα «καδούλια»,με ειδικό άνοιγμα στον πυθμένα τους, φορτωμένους  στα ζώα τους.  Το χαλίκι αρχικά το έφτιαχναν σπάζοντας μικρές πέτρες, τα «σιόμπολα» με το σφυρί. Εύρισκαν μια σκληρή πέτρα και μπροστά της καθόταν σε μικρό σκαμνί ένας εργάτης ή κάποιο μέλος της οικογένειας. Έπαιρνε από δίπλα του  μια - μια τις μικρές πέτρες και τις κτυπούσε με το σφυρί πάνω στην σκληρή πέτρα που είχε μπροστά του, μέχρι να τις κάνει μικρά - μικρά κομματάκια. Έτσι δημιουργούσε σωρούς από χαλίκια, που ήσαν απαραίτητα με την ανάμειξή τους με τον άμμο και το τσιμέντο, για την δημιουργία του μπετόν. Αυτή όμως η εργασία απαιτούσε μεγάλη υπομονή και ήταν αρκετά κοπιαστική. Πολλοί όμως έφερναν χαλίκι από την Τρίπολη με τα ανοιχτά φορτηγά βαγόνια του τραίνου και το μετέφεραν με τα μουλάρια στο χώρο της οικοδομής, όπως και τον άμμο.

    Το σπάσιμο της πέτρας που έβρισκαν κατά την διαδικασία εκσκαφής των θεμελίων και του υπογείου της οικοδομής γινόταν με δύο τρόπους: α) με μεγάλα βαριά σφυριά βάρους δέκα κιλών περίπου, τις «βαριές» και με δίμετρα χοντρά σίδερα, τις «παραμίνες» που είχαν στις άκρες τους ειδικές υποδοχές, για την αναμόχλευση και το βγάλσιμο της πέτρας. β) Όταν η πέτρα ήταν πολύ σκληρή, άνοιγαν σε αυτή τρύπες, τα «φουρνέλα*», με ειδικά σίδερα τα «μακάπια». Τις τρύπες αυτές τις γέμιζαν με εκρηκτική ύλη (δυναμίτιδα) και αφού πλάκωναν τις πέτρες με βαριά ξύλα και κλαριά, για να μην τιναχτούν πέτρες μακριά, τις ανατίναζαν, βάζοντας φωτιά στην δυναμίτιδα με βραδύκαυστο φυτίλι και πυροκροτητές (τα καψούλια).Την δουλειά αυτή την έκαναν ειδικοί,  οι «φουρνελάδες». Έπειτα τις μεγάλες πέτρες τις τεμάχιζαν με την «βαριά» και τις τοποθετούσαν σε σωρούς μέσα στο οικόπεδο της οικοδομής.

   Κουβαλούσαν επίσης και τα υλικά που ήταν απαραίτητα για την κατασκευή της στέγης της οικοδομής. Τα μεγάλα καδρόνια (πάτερα - ψαλίδια) της ξυλοδεσιάς της στέγης ήταν συνήθως από σκληρά ξύλα που αντέχουν στο χρόνο (καστανιά ή έλατο), μήκους τεσσάρων μέτρων τουλάχιστον. Τα μετέφεραν με τα μουλάρια από τα χωριά της ορεινής ζώνης της Κυνουρίας (Καστρί, Άγιο Πέτρο, Σίταινα, Καστάνιτσα κλπ), που απείχαν από το χωριό τουλάχιστον πέντε ώρες δρόμο, οδοιπορώντας με τα ζώα τους. Μάζευαν επίσης μεγάλες ποσότητες από καλάμια, για να τα στρώσουν πάνω στα «πάτερα*» της στέγης καθώς και ασπρόχωμα, που υπήρχε άφθονο σε ορισμένα σημεία της περιοχής, για να το στρώσουν πάνω στα καλάμια. Τα καλάμια και το ασπρόχωμα αποτελούσαν άριστο μονωτικό υλικό της στέγης της οικοδομής. Τέλος κουβαλούσαν με τα ζώα τους τεράστιες πλάκες από μαυρόπετρα που αφθονούσε στην περιοχή, καθώς και κεραμίδια που προμηθεύονταν από την αγορά της Τρίπολης. Τα τελευταία μετέφεραν σε φορτηγά βαγόνια με το τραίνο μέχρι το σταθμό του χωριού και από εκεί με τα μουλάρια, μέχρι το σημείο κατασκευής της οικοδομής.

     Όταν τελείωνε η συλλογή των υλικών για την οικοδομή, ερχόταν η σειρά των μαστόρων - κτιστάδων. Για το σκοπό αυτό καλούσαν ντόπιους χτιστάδες, που ασκούσαν το επάγγελμα αυτό παράλληλα με τις αγροτικές ασχολίες τους.Πολλές φορές καλούσαν  χτιστάδες είτε από τα γειτονικά χωριά είτε από την περιοχή των Λαγκαδίων της Αρκαδίας, τους «Λαγκαδιανούς».Για την ομάδα αυτή θα αναφερθούμε εκτενώς σε άλλη ενότητα παρακάτω. Σε αγκωνάρια στις γωνίες πολλών σπιτιών του χωριού που χτίστηκαν τον περασμένο αιώνα ή και παλαιότερα, βρήκαμε χαραγμένο το σημείο του σταυρού. Μάλιστα στο καμαρωτό ανώθυρο της πόρτας του σπιτιού του Κώστα Γ. Γρηγορίου, στην ερημωμένη πιά συνοικία Λιατσέκα, στα Μεσοραχίτικα, οι μαστόροι έχουν σκαλίσει σε μαρμάρινη πλάκα  το σημείο του σταυρού και την χρονολογία 1913, τη χρονιά κατασκευής του σπιτιού. Επίσης έχουν σκαλίσει στο ίδιο σημείο με εντολή του ιδιοκτήτη την ακόλουθη «προφητική» επιγραφή: «Σήμερον εμού, αύριο ετέρου και ουδέποτε τινός», που στην νεοελληνική σημαίνει πως το σπίτι «σήμερα είναι δικό μου, αύριο κάποιου άλλου, αλλά ποτέ δεν είναι κανενός. Αυτή η επιγραφή δείχνει την βαθιά θρησκευτικότητα του ιδιοκτήτη του σπιτιού, αλλά και την γενικότερη κοσμοθεωρία του για την περιουσιακή του κατάσταση, που την θεωρούσε πολύ προσωρινή. Τέλος πάνω στην ίδια πλάκα βρίσκεται χαραγμένο και το όνομα του  αρχιμάστορα της οικοδομής (Π.Θ.Κατρής). Κατά την θεμελίωση του σπιτιού ο Μασκλινιώτης νοικοκύρης, ανέκαθεν βαθιά θρησκευόμενος, έφερνε απαραίτητα τον παπά να διαβάσει αγιασμό. Μαζευόταν γύρω όλη η οικογένεια και πολλοί από τους πλησιέστερους συγγενείς να ευχηθούν «τα καλορίζικα». Μετά τον αγιασμό  ο παπάς άγιαζε – ράντιζε με τον αγιασμό με κλαδί βασιλικό - με την αγιαστούρα τα θεμέλια, τον άλλο χώρο του οικοπέδου και τους παρισταμένους.

     Ο νοικοκύρης κατόπιν κατέβαινε στο άνοιγμα και πάνω στην πέτρα του θεμελίου   έσφαζε ένα σφαχτό (γίδι ή πρόβατο) ή έναν πετεινό και ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι με κρασί και τραγούδια. Μόλις τελείωνε η οικοδομή οι μαστόροι έστηναν στην κορυφή (στο κεντρί) της στέγης έναν ξύλινο σταυρό και εύχονταν στον νοικοκύρη «να ζήσει να το χαίρεται» το νεόκτιστο σπίτι. Επίσης πάνω σε σκοινί στην κορυφή του σπιτιού έδεναν μαντήλια. Την συνήθεια αυτή την έλεγαν «μαντηλώματα».

      Μετά το χτίσιμο της οικοδομής, συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες, ανέβαιναν πάνω σε αυτή οι ξυλουργοί-σκεπάδες, για την κατασκευή της στέγης. Στην αρχή με τα μεγάλα καδρόνια σχημάτιζαν σε μεγάλα τρίγωνα πάνω στους αντικρινούς τοίχους της οικοδομής, τους «κορφιάδες» της στέγης και στην συνέχεια άπλωναν τα υπόλοιπα καδρόνια, κάθετα στον κάθε «κορφιά», έτσι ώστε κάθε καδρόνι να ακουμπάει με την μια άκρη του στο οριζόντιο καδρόνι του «κορφιά» και με την άλλη στο πάνω μέρος του τοίχου της οικοδομής.

    Έπειτα άπλωναν τα καλάμια, καρφώνοντάς τα στα καδρόνια παράλληλα με τοίχους της οικοδομής, και πάνω στα καλάμια άπλωναν λάσπη από ασπρόχωμα, που αποτελούσε άριστο μονωτικό υλικό, προστατεύοντας την οικοδομή από τις ακραίες καιρικές συνθήκες (κρύο και ζέστη). Τέλος πάνω στο ασπρόχωμα τοποθετούσαν τα κεραμίδια και τις πλάκες, με αριστοτεχνικό τρόπο, ώστε η οικοδομή να προστατεύεται από τις βροχές και τα χιόνια και τα νερά να χύνονται έξω από τους τοίχους της οικοδομής, με τους «ρέφτες*» που σχημάτιζαν τα κεραμίδια και οι πλάκες.

     Όταν επρόκειτο να στρώσουν την αυλή ή το δάπεδο του σπιτιού ή της αποθήκης με τσιμέντο ή να ρίξουν ταράτσα πάνω στη σκεπή τους, τότε ξεσηκώνονταν  όλοι οι άντρες από το σόϊ του νοικοκυριού καθώς και οι γείτονες, για να προσφέρουν την βοήθειά τους και γινόταν ολόκληρο πανηγύρι. Στο μεταξύ τις προηγούμενες ημέρες η νοικοκυρά είχε μαζέψει μεγάλη ποσότητα νερό, κουβαλώντας το από τη βρύση της γειτονιάς με τους ντενεκέδες, ενώ ο νοικοκύρης του σπιτιού  είχε κουβαλήσει με τα μουλάρια  κοντά στην οικοδομή που επρόκειτο να τσιμεντοστρώσει, το χαλίκι και την άμμο. Επίσης από το μαγαζί του ΚουρβεταρόΓιαννη στο σταθμό, αν ήταν κάτοικος των πάνω γειτονιών (Ζαρελιάνικα,Τσαχρανέκα κλπ) ή από το μαγαζί του ΚουρβεταροAντρέα αν ήταν κάτοικος των κάτω γειτονιών (Γυμνιάνικα,Στρατηγέκα κλπ) είχε κουβαλήσει με τον ίδιο τρόπο τα σακιά με το τσιμέντο. Οι μαστόροι στο μεταξύ είχαν στρώσει όλη την σκεπή με σανίδια, τις τάβλες, την είχαν δηλαδή «καλουπώσει» όπως λέγανε και είχαν στρώσει και δέσει  με σύρματα τα σίδερα πάνω από τα ξύλινα καλούπια. Την ημέρα που είχαν καθορίσει οι μαστόροι πρωϊ - πρωϊ έρχονταν από τα σπίτια τους οι συγγενείς και οι γείτονες με ένα φτυάρι στον ώμο ή με ένα καρότσι οικοδομής. Χωρίζονταν σε ομάδες προσδιορίζοντας τι δουλειά θα κάνει ο καθένας. Άλλοι θα κουβαλούσαν το υλικό με τα καρότσια κάνοντάς το χαρμάνια, άλλοι θα το  ανακάτευαν με τα φτυάρια και άλλοι θα φορτώνονταν το υλικό σε καρότσια ή ντενεκέδες, μεταφέροντάς το στην οικοδομή, για να το δουλέψουν οι μαστόροι.

    Αρχίζοντας τη δουλειά, πρώτα φόρτωναν με τα φτυάρια στα καρότσια άμμο και χαλίκι και τα σώριαζαν σε μικρούς σωρούς, που την ποσότητά τους υποδείκνυαν οι μαστόροι. Έριχναν πάνω  στον κάθε σωρό  από ένα τσουβάλι τσιμέντο και άρχιζαν δυό - δυό να ανακατεύουν με τα φτυάρια το υλικό, γυρίζοντας  έτσι το χαρμάνι. Έπειτα άνοιγαν ένα λάκκο στην κορυφή του κάθε σωρού και έριχναν μέσα νερό, ενώ ταυτόχρονα έβρεχαν και το εξωτερικό μέρος κάθε σωρού από το υλικό. Το ανακάτευαν με τα φτυάρια για μια ακόμη φορά, μέχρι να λασπώσει. Όταν πιά ήταν έτοιμο το χαρμάνι το φτυάριζαν αυτοί που το γύριζαν μέσα στα καρότσια όταν επρόκειτο να τσιμεντοστρώσουν το δάπεδο της οικοδομής ή σε ανοιχτούς ντενεκέδες που είχαν ενσωματώσει ξύλινο χερούλι για τους κρατάνε, όταν επρόκειτο να το ανεβάσουν στη στέγη της οικοδομής, πατώντας σε κεκλιμένα μαδέρια.

   Οι νεότεροι και πιο γεροδεμένοι έπαιρναν τα καρότσια και τα κυλούσαν γεμάτα μπετόν μέχρι το δάπεδο της οικοδομής ή έβαζαν τον ντενεκέ στον ώμο,  το έφερναν στην οροφή της, περπατώντας πάνω στα κεκλιμένα μαδέρια και το άδειαζαν απλώνοντάς το πάνω στα καλούπια. Οι μαστόροι έσπρωχναν το υλικό με το μυστρί και με μια ξύλινη σανίδα μήκους δύο μέτρων περίπου, την «πήχη», ενώ ταυτόχρονα σήκωναν με τα χέρια τα σίδερα για να περάσει το υλικό κάτω από αυτά ώστε να γεμίσουν όλες οι εσοχές και οι γωνίες της ταράτσας. Η νοικοκυρά του σπιτιού πότε - πότε, σε περιόδους μικρής ανάπαυλας για ξεκούραση,  κερνούσε τους εργάτες και τους μαστόρους μεζέδες και άλλες νοστιμιές, καθώς και κρασί από το βαγένι του σπιτιού. Όταν πιά είχε γεμίσει από μπετόν όλη η επιφάνεια της ταράτσας και είχε στρωθεί καλά με την πήχη, η δουλειά είχε πιά τελειώσει.

  Έπλεναν οι εργάτες τα φτυάρια τους και τα καρότσια, οι δε μαστόροι μάζευαν τα εργαλεία τους και κατέβαιναν από την οικοδομή. Την επομένη ο νοικοκύρης του σπιτιού «έβρεχε»  όλη την επιφάνεια της ταράτσας, ποτίζοντας έτσι το τσιμέντο για να μην «σκάσει». Η διαδικασία αυτή ακολουθείτο από όλους τους κατοίκους κατά την ανέγερση των οικοδομών του χωριού. Ήταν ένας από τους τρόπους που οι χωριανοί  έδειχναν την αλληλοβοήθεια  και την αλληλεγγύη μεταξύ τους.

Με το πέρασμα του χρόνου κατασκευάστηκαν και σπίτια χωρίς παραδοσιακή  αρχιτεκτονική, αλλά κατά πως η κατασκευή τους εξυπηρετούσε τις ανάγκες των κατοίκων. Όταν μπήκε στη ζωή μας η  μεταφορά των υλικών με αυτοκίνητα, μέσω του οδικού δικτύου, έγινε πιο εύκολη και σύντομη η  κατασκευή των οικοδομών. Όμως τα σπίτια που κατασκευάστηκαν με σύγχρονα υλικά (τούβλα, τσιμέντα κλπ) , έγιναν πιο στέρεα, αλλά έχασαν πια την ομορφιά τους και τον παραδοσιακό χαρακτήρα τους.

                                                                                   Γ.Σκλημπόσιος- Μακλινιώτης

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...