Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

 

 Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ

    Τον άρρωστο που είχε πολύ βαρύνει και έδειχνε να είναι προς το τέλος του, οι οικείοι του φρόντιζαν να τον μεταλάβουν. Πήγαινε κάποιος από αυτούς και ειδοποιούσε τον παπά να έρθει με την Αγία κοινωνία. Η πομπή με το παπαδοπαίδι μπροστά, κρατώντας το φανάρι που είχε μέσα κερί αναμμένο και τον παπά πίσω ασκεπή, με το πετραχήλι και κάτω από αυτό  ευλαβικά κρυμμένη την Αγία κοινωνία πήγαιναν στο σπίτι. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής δεν επιτρεπόταν να μιλήσει ο παπάς μέχρι που έφτανε στο σπίτι. Εκεί ο παπάς κοινωνούσε τον άρρωστο γέροντα που με πολύ κόπο κατάφερνε να ανοίξει τα τρεμάμενα χείλη του. Οι άρρωστοι που διατηρούσαν τις αισθήσεις τους δέχονταν την μετάληψη ψελλίζοντας το «συχωράτεμε και ο Θεός να σας συχωρέσει».Πολλές φορές είχαμε συνοδέψει τον παπά σε άρρωστους και ετοιμοθάνατους συγχωριανούς μας , κρατώντας το αναμμένο φανάρι στα χέρια μας και αυτές οι εικόνες έμειναν ανεξίτιλες στη μνήμη μας και μας συντροφεύουν ακόμη. Στα καφενεία της αγοράς που περνούσε ο παπάς με την Θεία κοινωνία όλοι σηκώνονταν, βγάζανε το καπέλο τους και στέκονταν όρθιοι σταυροκοπούμενοι με ευλάβεια. Όταν διαρκούσε η επιθανάτια αγωνία αυτοί που τον παράστεκαν λέγανε πως δεν βγαίνει η ψυχή του γιατί λαχταράει να δεί πριν ξεψυχήσει κάποιον δικό του που έλειπε.

Όταν πέθαινε  οι πιο ψύχραιμοι του έκλειναν τα μάτια, τον έπλεναν με ξύδι ή κρασί, του φορούσαν τα ρούχα που είχε ο ίδιος φυλαγμένα στο σεντούκι του γι’ αυτό το σκοπό. Ύστερα του έδεναν το κεφάλι με το σαγόνι με ένα άσπρο πανί, για να μη μείνει με τη νεκρική ακαμψία ανοιχτό το στόμα του, τα πόδια του κοντά στα πέλματα με ένα άλλο πανί και του έδεναν  σταυρωτά τα χέρια μπροστά. Τον τοποθετούσαν μέσα στο φέρετρο  και του έβαζαν επάνω στα χέρια  μια εικόνα. Έπειτα του έβαζαν να πάρει μαζί του στον κάτω κόσμο τα αγαπημένα του αντικείμενα (γκλίτσα, μαγκούρα, οι γυναίκες γιουρντί* κλπ). Αν ήταν κοπέλα ανύπαντρη την έντυναν νύφη, σε όλους δε γενικά τους ανύπαντρους που πέθαιναν, τοποθετούσαν στο κεφάλι τους στέφανα. Αν κάποιος συγχωριανός μας έφευγε από τη ζωή εκτός των ορίων του οικισμού, φόρτωναν τη σωρό του σε φορτηγό βαγόνι του τραίνου και με το τακτικό δρομολόγιο τον έφερναν μέχρι το σταθμό του χωριού. Από εκεί μετέφεραν οι οικείοι του το φέρετρο με τον νεκρό στα χέρια από το σταθμό μέχρι το σπίτι του.  Ταυτόχρονα κτυπούσε και η καμπάνα πένθιμα για να ειδοποιηθούν οι χωριανοί για τον θάνατο του συμπατριώτη τους.

Οι γυναίκες συγύριζαν το σπίτι. Σκέπαζαν τους καθρέπτες του σπιτιού με σεντόνια, ενώ στο ανώφλι της εισόδου  του σπιτιού πάνω από την πόρτα κρεμούσαν για σαράντα ημέρες ένα μαύρο πανί. Όσο παρέμενε στο σπίτι ο νεκρός έρχονταν οι συγχωριανοί του να τον αποχαιρετίσουν φέρνοντας λουλούδια από τις αυλές τους (βασιλικό, μαντζουράνες, γαρύφαλλα κλπ) και κεριά, στέλνοντας χαιρετίσματα στους δικούς τους αγαπημένους νεκρούς. Ορισμένες γυναίκες μοιρολογούσαν τον νεκρό μέχρι το ηλιοβασίλεμα και ξανάρχιζαν πάλι το πρωί, ενώ άλλες έβραζαν ανάλατο σιτάρι και ζύμωναν ανάλατο ψωμί που μοιράζονταν στο κόσμο μετά την ταφή του εκλιπόντος στο νεκροταφείο. Κάποιος από τους συγγενείς του νεκρού μεριμνούσε για την παραγγελία κατασκευής του φερέτρου σε κάποιον ξυλουργό του χωριού. Το φέρετρο τις παλιές εποχές κατασκευαζόταν από σανίδια με επένδυση από πανί χρώματος μωβ, ενώ ο σταυρός και τα αρχικά γράμματα του ονοματεπώνυμου του νεκρού στο καπάκι του τα δημιουργούσαν από λευκή πάνινη ταινία καρφωμένη με πινέζες.

Την νύχτα ξενυχτούσαν τον νεκρό και πρόσεχαν πολύ μην τον δρασκελίσει καμμιά γάτα, γιατί πίστευαν ότι θα βρυκολακιάσει. Λίγο πριν την εκφορά της κηδείας ξεκινούσε από την εκκλησία του ΑηΓιώργη ο παπάς του χωριού με τα ιερά του άμφια στη μασχάλη, συνοδεύοντας σε πομπή τα εξαπτέρυγα που τα κρατούσαν τα παππαδάκια, οι μαθητές του σχολείου ενώ ένας από αυτούς κρατούσε το θυμιατό. Από το δρόμο που περνούσε η πομπή με τα εξαπτέρυγα οι περίοικοι έβγαιναν στις πόρτες και σταυροκοποιούνταν ευλαβικά. Μόλις έφτανε η πομπή στο σπίτι του νεκρού η πομπή με τα εξαπτέρυγα περίμενε έξω στην αυλή του σπιτιού ενώ ο παπάς μαζί με τον ψάλτη και το παιδί που κρατούσε το θυμιατό έμπαινε στο σπίτι να διαβάσει το νεκρό. Η ακολουθία αυτή κρατούσε λίγα λεπτά. Ακολούθως ο παππάς έβγαινε από το σπίτι και ακολουθούσε η εκφορά του νεκρού. Οι γυναίκες με την έξοδο του νεκρού έχυναν νερό ή έσπαγαν ένα κεραμίδι στην πόρτα για να φύγει ο χάρος και να μην πεθάνει άλλος. Η νεκρώσιμη πομπή περνώντας από την αγορά τα μαγαζιά έκλειναν για λίγο για να τιμήσουν το νεκρό ενώ τα πορτοπαραθυρόφυλλα των σπιτιών από  όπου περνούσε η πομπή ήταν ερμητικά κλειστά, γιατί πίστευαν πως έτσι δεν θα μπει ο χάρος μέσα στα σπίτια τους.

Στην πομπή της μεταφοράς του νεκρού στην εκκλησία προηγείτο ένας χωριανός που μετέφερε το ξύλινο σκέπασμα του φερέτρου του νεκρού και ακολουθούσαν τα εξαπτέρυγα Ακολουθούσε το παππαδάκι  κρατώντας το θυμιατό της εκκλησίας και πιο πίσω ο ψάλτης που έψαλε σε όλη την διαδρομή νεκρώσιμα τροπάρια, μαζί με τον παπά που φορούσε τα λευκά άμφιά του, το πετραχήλι και το φαιλόνιο. Και οι δύο κρατούσαν στα χέρια τους από ένα αναμμένο μελισσοκέρι.

Πιο πίσω έρχονταν η σορός του νεκρού, που την έφεραν στους ώμους τους, σε ένδειξη σεβασμού, τέσσερεις χωριανοί ή συγγενικά του πρόσωπα, εναλλασσόμενοι στο δρόμο, όταν η απόσταση μέχρι την εκκλησία ήταν μεγάλη. Ακολουθούσαν οι συγγενείς του νεκρού με τις γυναίκες μαυροφορεμένες και με μαύρα τσεμπέρια και τους άνδρες με σκουρόχρωμα ρούχα και μαύρο περιβραχιόνιο στο μπράτσο του δεξιού χεριού τους. Πίσω από αυτούς ακολουθούσαν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, συνοδεύοντας τον συγχωριανό τους στην τελευταία του κατοικία. Στο κέντρο της εκκλησίας τοποθετούσαν το φέρετρο με το νεκρό, ενώ τα παππαδάκια έπαιρναν θέση γύρω από το νεκρό, κρατώντας τα εξαπτέρυγα.

Πολλές φορές είχαμε την τύχη και το Θείο προνόμιο να κρατήσουμε το θυμιατό και να μπούμε μαζί με τον ιερέα μέσα στη σάλα του σπιτιού που βρισκόταν ο νεκρός, αλλά και να  σταθούμε δίπλα του στην εκκλησία κρατώντας το εξαπτέρυγο. Οι δραματικές σκηνές που ζήσαμε κατά τον αποχωρισμό  του νεκρού από τους οικείους του στο σπίτι ,το τελευταίο αποχαιρετιστήριο ταξίδι του από το σπίτι στην εκκλησία και το τελευταίο «αντίο» του νεκρού από τους   συγχωριανούς μας μέσα στην εκκλησία κατά τον  «τελευταίον ασπασμόν»  γέμιζαν με λύπη και φόβο την παιδική ψυχή μας, αλλά τελικά μας  δυνάμωσαν να αντιμετωπίσουμε με θάρρος τις δυσκολίες της ζωής.

Η νεκρώσιμη ακολουθία και ο τελευταίος ασπασμός γινόταν πάντοτε στην εκκλησία του ΑηΓιώργη και στη συνέχεια κατά την έξοδο του νεκρού από την εκκλησία μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς γύρω από το φέρετρο για την απαραίτητη αναμνηστική φωτογραφία. Ύστερα γινόταν η ταφή του νεκρού στο γειτονικό νεκροταφείο. Από τον τάφο περνούσαν όλοι οι χωριανοί ρίχνοντας μια χούφτα χώμα πάνω στο φέρετρο, ευχόμενοι  «να πάει στη συχώρεση» ενώ ορισμένοι έστελναν με το νεκρό «τα χαιρετίσματα» σε δικούς τους που  είχαν χάσει από κοντά τους. Από την εκκλησία μέχρι το νεκροταφείο το φέρετρο το σήκωναν χαμηλά στα χέρια τους και το μεταφέρανε στο τάφο οι στενότατοι συγγενείς, παιδιά, αδέλφια, γαμπροί κλπ. Μετά την ταφή του νεκρού οι συγγενείς στο σπίτι του παρέθεταν τραπέζι στους κοντινούς συγγενείς. Οι χήρες ήταν μαυροντυμένες για όλη τους τη ζωή. Οι άντρες άφηναν γένια για σαράντα ημέρες και το διάστημα αυτό φορούσαν μαύρο περιβραχιόνιο.

 Στο σημείο που ξεψύχησε ο νεκρός για σαράντα ημέρες άναβαν καντήλι και αν έβλεπαν καμιά πεταλούδα γύρω από το καντήλι θεωρούσαν ότι ήταν η ψυχή του νεκρού. Την τρίτη ημέρα πήγαιναν σιτάρι στο μνήμα και ο ιερέας διάβαζε τρισάγιο. Για σαράντα ημέρες πήγαιναν καθημερινά κάθε βράδυ στο μνήμα μεταφέροντας αναμμένα κάρβουνα με το σίδερο που σιδέρωναν και «έβαζαν λιβάνι», άναβαν κεριά και έβαζαν λουλούδια στο κεφάλι του νεκρού. Στο χρονικό διάστημα των σαράντα ημερών από το θάνατο προσφιλούς προσώπου οι στενοί συγγενείς φρόντιζαν πάντοτε για τον καλλωπισμό του τάφου που είχε ενταφιαστεί ο νεκρός. Περιφερειακά της επιφανείας του  τοποθετούσαν στη σειρά τούβλα που στη συνέχεια τα ασβέστωναν. Και στο κεφάλι που νεκρού τοποθετούσαν μεγάλο ξύλινο σταυρό, που στο οριζόντιο τμήμα του αναγραφόταν με μαύρα γράμματα το ονοματεπώνυμο του θανόντα, η ηλικία του και η ημερομηνία του θανάτου του. Στη βάση του σταυρού είχε ενσωματωθεί  μικρό φαναράκι, που εκεί τοποθετούσαν το καντήλι με το λάδι που άναβαν για να τιμήσουν την μνήμη του. Δίπλα στο σταυρό τοποθετούσαν ένα ντενεκέ του πετρελαίου ανοιχτό στην πάνω επιφάνειά του και εκεί μέσα τοποθετούσαν το μπουκάλι με το λάδι,  το λιβάνι και τα λοιπά χρειώδη. Τον σκέπαζαν συνήθως με μια πλάκα ή με Γαλλικό κεραμίδι. Πάνω σε ένα κομμάτι κεραμίδι τοποθετούσαν τα αναμμένα κάρβουνα που έφερναν από το σπίτι με το σίδερο και «έβαζαν λιβάνι». Την επιφάνεια του τάφου έστρωναν  με ψιλή μαρμάρινη ψηφίδα ή φύτευαν εκεί πάνω  βασιλικούς και μαντζουράνες. Αργότερα οι ξύλινοι σταυροί σε μερικούς τάφους εύπορων συγχωριανών μας αντικαταστάθηκαν με ντενεκεδένια ομοιώματα σταυρών, που στο κάτω μέρος τους  είχαν χώρο για την τοποθέτηση του καντηλιού και των  λοιπών χρειωδών. Οι μαρμάρινοι τάφοι που υπάρχουν σήμερα την δεκαετία του 1950 ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι. Δύο - τρείς υπήρχαν μόνο έξω από τη σημερινή μάντρα του νεκροταφείου. Ανήκαν στους Κοτσωνέους, τους Μπομπολέους και τους Ραλλέους. Των τελευταίων όμως ο τάφος τελευταία έχει κατεδαφιστεί.

Στη συνέχεια έκαναν μνημόσυνα στις τρείς, στις εννέα και στις σαράντα ημέρες, στους έξι μήνες και στο χρόνο από την ημερομηνία του θανάτου. Οι τελετές στα σαράντα και στο χρόνο γίνονταν πάντοτε Κυριακή στην εκκλησία με την προσέλευση όλων των συγχωριανών για να τιμήσουν την μνήμη του νεκρού. Τα κόλλυβα παρασκεύαζαν οι συγγενείς του νεκρού στο σπίτι. Γυναίκες που ήξεραν την τεχνική κατασκεύαζαν το δίσκο με τα κόλλυβα που συνήθως ήταν ασημένιος, τον σκέπαζαν με άχνη ζάχαρη και πάνω σε αυτή σχημάτιζαν με ξεφλουδισμένα αμύγδαλα  στη μέση του δίσκου μεγάλο σταυρό. Αριστερά και δεξιά του σταυρού σχημάτιζαν με το ίδιο υλικό τα αρχικά του ονοματεπωνύμου του θανόντος. Γέμιζαν με κόλλυβα και τις σακούλες που αναγράφονταν στο εξωτερικό τους το είδος του μνημοσύνου (σαρανταήμερο, ετήσιο) καθώς και το ονοματεπώνυμο του νεκρού, η ημερομηνία και ο Ναός τέλεσής του. Τις σακούλες τις τοποθετούσαν μέσα σε μεγάλα πανέρια. Την ημέρα  τέλεσης του μνημοσύνου πρωί - πρωί μαζεύονταν στο σπίτι του θανόντος όλοι οι συγγενείς και οι γείτονές του. Λίγο μετά την έναρξη της Θείας λειτουργίας ξεκινούσαν σε πομπή για να μεταφέρουν το μνημόσυνο στην εκκλησία. Μπροστά πήγαινε κάποιος από τους πιο στενούς συγγενείς του θανόντος, κρατώντας στα χέρια το δίσκο με τα κόλλυβα και πίσω ακολουθούσαν άλλοι συγγενείς κρατώντας ανά δύο τα πανέρια με τις σακούλες. Οι στενοί συγγενείς ήταν όλοι μαυροφορεμένοι. Την πομπή συμπλήρωναν οι λοιποί συγγενείς, γείτονες και φίλοι του θανόντος. Από τους συγγενείς οι γυναίκες φορούσαν μαύρα μαντήλια, ενώ οι άντρες έφεραν μαύρο περιβραχιόνιο στο χέρι σε ένδειξη πένθους. Τα νεότερα χρόνια μετά από την ταφή του προσφέρεται καφές στη μνήμη του στα καφενεία, καθώς και γεύμα στην ταβέρνα του χωριού για τους πιο κοντινούς συγγενείς του νεκρού καθώς και γι’ αυτούς που είχαν έλθει από άλλα μέρη για να τιμήσουν τον νεκρό.

                                                           Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2023

 

              ΤΑ ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΖΕΥΓΑΡΙΩΝ ΣΤΗ ΜΑΣΚΛΙΝΑ

       Οι γάμοι στο χωριό μας ήταν σχεδόν πάντοτε αποτέλεσμα των συνοικεσίων. Οι Μασκλινιώτες παντρεύονταν με «προξενιό». Υπήρχαν και οι εξαιρέσεις με γάμους από «αγάπη». Ήταν μια συμπάθεια που ένοιωθε ο ένας για τον άλλον. Οι αμοιβαίες ερωτικές  εκδηλώσεις ήταν μερικές βόλτες του αγοριού κάτω από σπίτι της κοπέλας, κανένα γλυκομήνυμα  που έστελναν ο ένας στον άλλον με κάποια γειτόνισσα ή μερικά αλληλοκοιτάγματα σε καμιά οικογενειακή συγκέντρωση, πάντοτε όμως δειλά και συγκρατημένα από σεβασμό ή από τον φόβο των συγγενών των κοριτσιών. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση ήταν απαραίτητη η μεσολάβηση της προξενήτρας, για να ρυθμίσει τις υλικές λεπτομέρειες της υπόθεσης και να την φέρει σε αίσιο πέρας. Αφού δινόταν η πρώτη συγκατάθεση για τα πρόσωπα και γινόταν και μια προσωρινή συμφωνία για την προίκα, έπρεπε, αν δεν γνωρίζονταν οι ενδιαφερόμενοι, να ιδωθούν τουλάχιστον κάπου, για να «ξεφωνήσουν» το γεγονός. Η προίκα της νύφης ήταν μετρητά , χωράφια και είδη οικιακής χρήσης (ρουχισμός κλπ) και ένα μικρό ή μεγάλο ακίνητο, αν υπήρχε. Μετά την οριστική συμφωνία των γονιών του ζευγαριού και την συγκατάθεση του γαμπρού, καθόριζαν την ημερομηνία των αρραβώνων.

    Οι αρραβώνες γίνονταν βράδυ στο σπίτι της νύφης. Καλούσαν όλους τους στενούς συγγενείς. Μόλις σουρούπωνε οι συμπεθέροι του γαμπρού, τραγουδώντας «ας παν να δουν τα μάτια μου, πως τα περνάει η αγάπη μου….» με συνοδεία μουσικών οργάνων μαζί με τον γαμπρό, που κρατούσε το πανέρι με τις βέρες, με λουλούδια και κουφέτα, έφταναν στο σπίτι της νύφης. Εκεί τους περίμεναν οι συμπεθέροι της νύφης που τους υποδέχονταν με κεράσματα.

Συνήθως στους αρραβώνες ήταν παρών και ο παπάς. Ο πατέρας της νύφης έφερνε την νύφη κοντά στο γαμπρό και ο παπάς ευλογώντας, φορούσε τις βέρες στους αρραβωνιασμένους και τις άλλαζε σταυρωτά τρεις φορές. Αν δεν υπήρχε παπάς τις βέρες άλλαζε ο πατέρας του γαμπρού, ή άλλος συγγενής του. Όλοι οι συμπεθέροι του εύχονταν «να ζήσουν και καλά στέφανα». Ακολουθούσε γλέντι μέχρι αργά. Τέλος έφευγαν οι συμπεθέροι του γαμπρού από το σπίτι της νύφης πάλι τραγουδώντας. Μετά τους αρραβώνες οριζόταν η ημερομηνία του γάμου, που γινόταν πάντοτε Κυριακή. Ειδοποιούσαν τον παπά που τους ρωτούσε αν θέλει ο ένας τον άλλον και τους έφτιαχνε τα χαρτιά (στεφανοχάρτια).Και οι δύο οικογένειες άρχιζαν τις προετοιμασίες. Ο γαμπρός και η νύφη μαζί με τους συγγενείς τους πήγαιναν στην Τρίπολη για να αγοράσουν την προίκα της νύφης. Η εβδομάδα πριν την τελετή του γάμου ήταν εβδομάδα προετοιμασιών. Έστηναν το γιούκο*, ο οποίος αποτελείτο από κλινοσκεπάσματα τοποθετημένα με τάξη το ένα επάνω στο άλλο, και επάνω έβαζαν μια εικόνα. Δίπλα τοποθετούσαν και τα υπόλοιπα είδη του νοικοκυριού που θα έπαιρνε προίκα η νύφη.

    Την Πέμπτη οι καλεσμένοι έριχναν λουλούδια, ρύζι και χρήματα στα προικιά και εύχονταν στο ζευγάρι τα «καλορίζικα» και «να ζήσουνε», ενώ νεαρά κορίτσια έστρωναν το κρεβάτι των νεόνυμφων. Την Παρασκευή ανάπιαναν τα προζύμια για τις πίτες στο σπίτι του γαμπρού και στο σπίτι της νύφης και γενικά έκαναν προετοιμασίες για τον γάμο. Μάζευαν τραπέζια και καρέκλες, πιάτα και πιρούνια από τους γείτονες. Το Σάββατο φούρνιζαν τις πίτες και έσφαζαν τα ζώα για το τραπέζι του γάμου. Το βράδυ του Σαββάτου γινόταν γλέντι χωριστά στα σπίτια του γαμπρού και της νύφης.  Την Κυριακή μετά την εκκλησία στα σπίτια του γαμπρού και της νύφης μαζεύονταν οι συμπεθέροι για το γάμο. Οι καλεσμένοι του γαμπρού εν τω μεταξύ πήγαιναν τραγουδώντας να πάρουν τον κουμπάρο και εκείνος έφερνε τα στέφανα πάνω σε δίσκο στολισμένο με κουφέτα και λουλούδια. Άλλοι ετοίμαζαν το γαμπρό, τον ξύριζαν και τον έντυναν με τα γαμπριάτικα ρούχα.

Στο σπίτι της νύφης γλεντούσαν και ετοίμαζαν τη νύφη. Τα μαλλιά της τα έκαναν κοτσίδες με τέλια στην άκρη. Στο τέλος της φορούσαν το νυφικό που έραβαν οι μοδίστρες του χωριού, αλλά και αυτά ήταν λιγοστά και η μια δάνεισε το δικό της στην άλλη, η οποία επρόκειτο να γίνει νύφη.Ύστερα ξεκινούσε το συμπεθεριό του γαμπρού και ο γαμπρός για να πάρουν τη νύφη. Μπροστά πήγαινε ο «ποδετής*» κρατώντας το δίσκο με τα παπούτσια της νύφης. Ακολουθούσαν οι οργανοπαίχτες με τα κλαρίνα, τα βιολιά και τις κιθάρες, παίζοντας γαμήλια και άλλα τραγούδια. Ακολουθούσε και ο γαμπρός υποβασταζόμενος από τα αδέλφια του ή τα ξαδέλφια του.

Πριν φτάσει το συμπεθεριό στα σπίτι της νύφης πήγαιναν πιο μπροστά οι «συχαρικιαρέοι*», οι οποίοι κρατούσαν στο χέρι μια μποτίλια κρασί και κερνούσαν τους συμπεθέρους της νύφης. Η πεθερά περίμενε στην πόρτα το γαμπρό. Αφού ο γαμπρός προσκύναγε σταυρωτά την πόρτα της πεθεράς, αυτή τον «μέλωνε» γα να είναι η ζωή του γλυκιά. Δεν επιτρεπόταν να δει την νύφη, γι΄ αυτό του την έκρυβαν. Ο «ποδετής» φορούσε τα παπούτσια στη νύφη και την ασήμωνε. Ύστερα ξεκινούσε πρώτο το συμπεθεριό του γαμπρού με τον γαμπρό για την εκκλησία τραγουδώντας με συνοδεία των μουσικών οργάνων.

Έφτανε στην εκκλησία και έξω από την πόρτα της περίμενε την νύφη. Ακολουθούσε το συμπεθεριό της νύφης με τη νύφη, την οποία κρατούσε ο πατέρας της ή ένα από τα αδέλφια της. Έξω από την πόρτα της εκκλησίας παρέδιδε ο πατέρας την νύφη - κόρη του στο γαμπρό, που του φιλούσε το χέρι σε ένδειξη σεβασμού. Ο παπάς στη συνέχεια τους οδηγούσε μέσα στην εκκλησία και άρχιζε το μυστήριο. Κατά το χορό του Ησαΐα σκορπίζονταν από τους καλεσμένους πάνω από τα κεφάλια των νεονύμφων ζαχατωτά, άνθη και ρύζι.

Όταν τέλειωνε το μυστήριο, περνούσαν όλοι οι καλεσμένοι μπροστά από τον παπαΓιάννη που όρθιος κρατούσε το ευαγγέλιο με τα στέφανα των νεονύμφων και τα ασπάζονταν, ρίχνοντας στο δίσκο που υπήρχε πάνω στο τραπέζι τον όβολό τους, ενισχύοντας έτσι οικονομικά τον παπά. Ακολούθως χαιρετούσαν το ζευγάρι που στεκόταν δίπλα στον παπά και τους εύχονταν «να ζήσουν και καλούς απογόνους». Τέλος χαιρετούσαν τον κουμπάρο ευχόμενοι και σε αυτόν να είναι «πάντα άξιος». Στη συνέχεια τα νιογάμπρια αγκαζέ έβγαιναν έξω από την εκκλησία και με την γαμήλια πομπή και τα μουσικά όργανα μπροστά πήγαιναν στου Αϊ Γιώργη το αλώνι, δίπλα στην εκκλησία και άρχιζαν το χορό. Πρώτα χόρευε ο κουμπάρος και μετά το ζευγάρι. Η νύφη κρατούσε και χόρευε όλο το σόι του γαμπρού και μετά το δικό της σόι. Ο χορός συνεχιζόταν μέχρι που νύχτωνε.

Όταν τέλειωνε και το γλέντι, το ζευγάρι δεν πήγαινε στο δικό του σπίτι, αλλά πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού που συγκατοικούσε με τους γονείς του. Στην πόρτα του σπιτιού στεκόταν η μητέρα του και πρόσφερε μέλι στο ζευγάρι, ενώ η νύφη έπαιρνε μέλι στα ακροδάκτυλά της και άλοιφε το πάνω μέρος της πόρτας. Μόλις έμπαινε στο σπίτι η νύφη στο σπίτι η πεθερά έπαιρνε στα χέρια της ένα αρσενικό παιδί που είχε και τους δύο γονείς του. Μια εβδομάδα μετά το γάμο η νύφη επέστρεφε με το γαμπρό στο σπίτι του πατέρα της, ήταν τα λεγόμενα «πιστρόφια». 

    Μετά τις σαράντα ημέρες το ζευγάρι πήγαινε στην εκκλησία του ΑηΓιώργη μαζί με τις λαμπάδες του γάμου, για να σαραντίσει. Απαγορευόταν να πάνε οι νιόπαντροι σε κηδείες για ένα χρόνο. Τέλος στην νύφη σαν προίκα δίνονταν από τους γονείς της κτήματα, πρόβατα, οικόσιτα μεγάλα ζώα, είδη οικιακής χρήσης (κατσαρόλες, καζάνια κλπ.) και ρούχα υφαντά στον αργαλειό. Τα στέφανα μετά το γάμο τα βάζανε μέσα στη στεφανοθήκη, ένα ξύλινο κιβώτιο με τζάμι μπροστά, που ήταν κρεμασμένο δίπλα στο εικονοστάσι του σπιτιού, εκεί  που έκαιγε το καντήλι. Μέσα στη στεφανοθήκη μένανε και φυλάγονταν τα στέφανα του γάμου σαν ιερά κειμήλια, μέχρι του θανάτου του ενός από τους συζύγους, οπότε τα βάζανε και τα στέφανα μαζί του στον τάφο κάτω από το νεκρικό μαξιλάρι του.

    Ορισμένοι από τους κατοίκους του χωριού που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα, το μυστήριο του γάμου δεν τελείτο στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, αλλά, ύστερα από αίτημα των μελλονύμφων, το τελούσε ο παπάς στο σπίτι συνήθως του γαμπρού, σε στενό οικογενειακό κύκλο. Η νύφη δεν φορούσε νυφικό αλλά το φόρεμά της που είχε φυλαγμένο για να πηγαίνει στην εκκλησία και ο γαμπρός το πλυμένο και φρεσκοσιδερωμένο κουστούμι του. Το μυστήριο τελείτο τις πρώτες βραδινές ώρες, παρισταμένων μόνο των πολύ στενών συγγενών του ζευγαριού και ακολουθούσε δείπνο στους παριστάμενους, για να ευχηθούν στο ζευγάρι «καλή ζωή και καλούς απογόνους».

                                                               Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...