Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

 

                     ΤΟ   ΜΑΤΙΑΣΜΑ - ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣΙΕΣ

       Το μάτιασμα – τη βασκανία – που εκδηλωνόταν με ξαφνική αδιαθεσία και έντονο πονοκέφαλο, τη λόγάριαζαν πολύ οι Μασκλινιώτες.Γι’ αυτό όταν εκδήλωναν το θαυμασμό τους για ένα πρόσωπο, ζώο ή δένδρο συνόδευαν την εκδήλωσή τους αυτή με τη φράση «να μη βασκαθεί» και «φτου να μη βασκαθεί» και ταυτόχρονα έφτυναν επάνω του για να μην υποστεί την κακή επίδραση του ματιάσματος, «να μην τον πιάσει το μάτι».Όταν ήθελαν να εξοπλίσουν το προσφιλές τους πρόσωπο, ζώο ή αντικείμενο με αμυντικές δυνάμεις κατά του κακού ματιού, του κρεμούσανφυλαχτά και μεγάλες μπλέ χάντρες.Έτσι έβλεπε κανείς κρεμασμένες μπλέ χάντρες στα σαμάρια στις σέλες ή μπροστά στο κούτελο στα καπίστρια των ζώων, ιδίως αλόγων και μουλαριών.Στα μωρά παιδιά για να μην τα ματιάσουν κρεμούσαν από την κούνια ή καρφίτσωναν με παραμάνα στη σαλιάρα  του μωρού φυλαχτό ή ένα ματόχαντρο. Μερικές γυναίκες για να αποφύγουν το μάτιασμα έβαζαν στα παιδιά τους ή και στους εαυτούς τους μια μουτζούρα με την κάπνα του τσουκαλιού ή με λίγο κατράμι πίσω από το αυτί τους. Τα φυλαχτά τα έφτιαχναν  μόνες τους και τα φορούσαν στα μεγαλύτερα παιδιά τους για να έχουν κάτι επάνω τους και να μην τα πιάνει το κακό μάτι.

     Για το ξεμάτιασμα, την απαλλαγή δηλαδή από την κακοποιό επίδραση της βασκανίας ασχολούντο μερικές, ηλικιωμένες κυρίως, γυναίκες του χωριού που ήξεραν να ξεματιάζουν. Αυτές φώναζαν για να διαβάσουν τους ματιασμένους. Η ξεματιάστρα έλεγε στον ματιασμένο μια μυστική ευχή, ένα ξόρκι, που σαν ιερό μυστικό της είχε παραδοθεί από κάποια άλλη. Έπειτα τον σταύρωνε – έκανε επάνω του το σημείο του σταυρού τρεις φορές με τα τρία δάχτυλα του δεξιού της χεριού, τον θυμίαζε πάλι σταυρωτά και τον φυσούσε τρείς φορές. Άλλες πάλι κατά το ξεμάτιασμα, όπως η αείμνηστη μητέρα μου, έσταζαν τρείς σταγόνες λάδι από το καντήλι σε ένα ποτήρι νερό. Aν πέφτοντας η σταγόνα του λαδιού  στο νερό διαλυόταν, έλεγαν πως το παιδί ή οποιοσδήποτε άλλος  ήταν ματιασμένος. Και αν η σταγόνα παρέμενε πάνω στο νερό, αυτό σήμαινε πως δεν είχε μάτι. Κάθε φορά που έσταζαν την σταγόνα το λάδι στο ποτήρι επικαλούντο την βοήθεια των Αγίων Αναργύρων ψιθυρίζοντας το σχετικό τροπάριο των Αγίων ή την Κυριακή προσευχή, το «Πάτερ ημών». Κατόπιν με το νερό  ράντιζαν τρεις φορές τον ματιασμένο και το νερό το έχυναν σε μια γωνιά που δεν πατιόταν. Επίσης  τους ματιασμένους  ράντιζαν με τον αγιασμό των Θεοφανείων που φύλαγαν σε μπουκαλάκι στο εικονοστάσι του σπιτιού.Εκτός από τα παραπάνω φώναζαν πολλές  φορές στο σπίτι τον παπά για να διαβάσει την ευχή κατά της βασκανίας.

    Ακόμη οι χωριανοί πίστευαν σε διάφορες προλήψεις και δοξασίες όπως:

 - Όταν βούιζε το δεξί αυτί κάποιου,  έλεγαν πως κάτι καλό θα ακούσει και  όταν βούιζε το αριστερό θα ακούσει κάτι κακό.

- Όποιος άφηνε την τελευταία του μπουκιά ψωμιού ή φαγητού χωρίς να την φάει έλεγαν πως «αφήνει τη δύναμή του».

 - Όταν άκουγαν κουκουβάγια να λαλεί κοντά σε σπίτι, το θεωρούσαν κακό προμάντεμα.

- Όταν έτρωγαν πολλοί από το ίδιο πιάτο και άφηναν στο τέλος κάτι αφάγωγο, έλεγαν πως η μπουκιά αυτή ήταν η μπουκιά «της ντροπής».-

-  Όταν τον έτρωγε κάποιον η μύτη του του, έλεγαν πως «θα φάει ξύλο».

- Άν κάποιος έφερνε στην κουβέντα του κάτι κακό, λ.χ. μια αρρώστια, πρόσθετε την φράση «έξω από δω» και έφτυνε τον κόρφο του.

-  Όταν κάποιος φταρνιζόταν, του έλεγαν πως κάποιος τον θυμήθηκε.-

- Πολλές νοικοκυρές έδιναν σημασία στον άνθρωπο που θα πρωτόμπαινε στο σπίτι τους, «θα έκανε ποδαρικό», κατά το πρωϊνό της πρώτης ημέρας μιας χρονικής περιόδου, εβδομάδας, μήνα ή χρόνου και ζητούσαν από  αυτόν να μπει στο σπίτι με το δεξί πόδι.

- Το ίδιο θέμα απασχολούσε και του ιδιοκτήτες των μαγαζιών, για εκείνον που θα τους έκανε την πρώτη συναλλαγή της ημέρας λέγοντας «μου ήρθε το πρωϊ ο τάδε να ψωνίσει και μου έκανε καλό σεφτέ».-

- Τα πρωϊνά δεν έτρωγαν τίποτα, ούτε χαιρετούσαν, πριν πλύνουν το πρόσωπό τους και κάνουν το σταυρό τους. Εξ ου και η φράση που έλεγαν «δεν ντρέπεσαι να τρως άνιφτος».-

- Θεωρούσαν γρουσουζιά να σπάσει ο καθρέφτης του σπιτιού.

- Δεν  έκοβαν τα νύχια τους την Τετάρτη και την Παρασκευή, έχοντας υπόψη τους το δίστιχο:

«Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις

και το Σαββάτο μη λουστείς αν θέλεις να προκόψεις».

-Το βράδυ πριν να κοιμηθούν σταύρωναν τρεις φορές το μαξιλάρι τους λέγοντας: «πέφτω κάνω το σταυρό μου – άρμα έχω στο πλευρό μου».

- Το βράδυ θεωρούσαν κακό να κοιταχτούν στον καθρέφτη

- Αν συναντούσαν στο δρόμο παπά και πήγαιναν σε κάποια σοβαρή δουλειά, την ανέβαλαν για άλλη ημέρα.

- Μετά το ηλιοβασίλεμα δεν δάνειζαν πράγματα στους γείτονες, γιατί το θεωρούσαν γρουσουζιά.

- Θεωρούσαν κακό να πετάξουν στο έδαφος τα δόντια που άλλαζαν τα παιδιά και τα συμβούλευαν να τα πετάνε στα κεραμίδια της στέγης.

- Δεν άφηναν ψαλίδι ανοιχτό, γιατί θεωρούσαν ότι έμεναν ανοιχτά τα στόματα των εχθρών.

- Αν κάποιος ήταν Σαββατογεννημένος έπιαναν οι κατάρες του

- Αν επισκέπτονταν κάποιο σπίτι φρόντιζαν να φύγουν από την ίδια πόρτα για να μην χαλάσει το προξενιό.

- Όταν σφύριζε η φωτιά στα τζάκι, πίστευαν πως κάποιοι πιάνουν στο στόμα τους την οικογένεια και τη φθονούν.

- Αν κάποιον τον έπιανε λόξιγκας, κάποιος τον θυμήθηκε. Θα σταματούσε δε αν έβρισκε το όνομα εκείνου που τον θυμήθηκε.

- Αν σε έτρωγε το αριστερό σου χέρι θα έπαιρνες χρήματα. Αν σε έτρωγε το δεξί, θα έδινες χρήματα.

- Την πρώτη του Μάρτη έδεναν στο χέρι των παιδιών κόκκινη και άσπρη κλωστή, για να μην Τα κάψει ο ήλιος.

- Όταν υπήρχε κηδεία στο χωριό, οι γυναίκες δεν έπλεναν ούτε σκούπιζαν

- Όταν το σκυλί αρουλιόταν προμήνυε θάνατο

-Όταν έριχνε χαλάζι πετούσαν ανάποδα, με τα πόδια προς τα πάνω στην αυλή την σιδεροστιά, για να σταματήσει το κακό.

-Όταν πέθαινε κάποιος, άφηναν γένια και μαλλιά και σκέπαζαν τον καθρέφτη με σεντόνι και κρεμούσαν μαύρο πανί στην είσοδο του σπιτιού, σε ένδειξη πένθους.

-Πίστευαν ότι κατά την διάρκεια του δωδεκαημέρου (25 Δεκέμβρη έως 6 Γενάρη) εμφανίζονταν καλικάντζαροι για να πειράξουν τους ανθρώπους. Έμπαιναν στα σπίτια και τα μαγάριζαν. Τον υπόλοιπο χρόνο πίστευαν ότι έμεναν στα έγκατα της γης και πριόνιζαν το δέντρο που βαστά τη γη. Έβγαιναν στην επιφάνεια της γης, κοντά στο τέλος της εργασίας τους, πριν κοπεί το δέντρο και τους πλακώσει η γη. Όταν όμως επέστρεφαν, με την λήξη του δωδεκαημέρου, το δέντρο είχε ξαναγίνει και άρχιζαν πάλι το πριόνισμα από την αρχή. Ο παπάς αγιάζοντας τα σπίτια την παραμονή των Θεοφανείων, έδιωχνε τους καλικάτζαρους, οι οποίοι φεύγοντας φώναζαν: «Φεύγετε να φεύγουμε, γιατί έφτασε ο τουρλόπαπας, με την αγιαστούρα του και με την βεδούρα του κι’ άγιασε τα ρέματα, τόνα ρέμα τάλλο ρέμα, την κακή του την ημέρα».

- Την τελευταία ημέρα του Φλεβάρη το βράδυ έβγαιναν στους δρόμους του χωριού με τροκάνια, κουδούνια και άδειους ντενεκέδες που τους χτυπούσαν βγαίνοντας μέχρι έξω από το χωριό, για να «ξεβγάλουν τον Κουτσοφλέβαρο».

-Οι αλαφροϊσκιωτοι έβλεπαν νεράιδες να χορεύουν στα αλώνια και όπου υπήρχε νερό. Έπαιρναν τη μιλιά από τους ανθρώπους και τους τρέλαιναν. Πίστευαν και στα στοιχειά, τα οποία συνήθως εμφανίζονταν με μορφή κάποιου ζώου τις νύχτες σε μέρη σκοτεινά και φόβιζαν τους ανθρώπους.

- Ορισμένοι «διάβαζαν» το μέλλον στο κόκαλο της πλάτης του αρνιού που έσφαζαν το Πάσχα (πλατομαντεία).

 

Για την πρόγνωση του καιρού πίστευαν πως:

- Όταν συννεφιάζει πάνω στον πάγο, προβλέπεται βαρυχειμωνιά

- Όταν τινιάζεται η γίδα ή το πρόβατο ή βήχουν, έρχεται χειμώνας

- Κατά το σημείο που νίβεται η γάτα με το πόδι της, από εκει θα αρχίσει να φυσάει

- Άμα κυλιέται το σκυλί στο χώμα το χειμώνα θα ακολουθήσει βαρυχειμωνιά

- Μόλις πέφτει ο ήλιος με ξαστεριά η άλλη μέρα θα είναι ηλιόλουστη

- Όταν τα γιδοπρόβατα τρώνε με όρεξη αποβραδίς, καταλαβαίνουν χειμώνα

- Όταν τα σπουργίτια ζητάνε βιαστικά την τροφή τους στο χώμα και δεν τρέχουν στα κλαριά έχουμε χειμώνα

- Όταν η πούλια βασιλέψει στις 5 του Δεκέμβρη με συννεφάκια, θάχουμε βαρυχειμωνιά και αν βασιλέψει με ξαστεριά, θάχουμε ήπιο χειμώνα

- Όταν τα κουνούπια πετούν μαζεμένα το χειμώνα, θάχουμε καλό καιρό

                                                              Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

 

                                     ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ –ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΟΡΙΑ –ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑ

     Το Ελαιοχώρι, που παλιότερα ονομαζόταν Μάσκλινα*, Μάσκλενα ή και Μάλσιενα, είναι χωριό χτισμένο στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Παρθενίου, ανάμεσα στον Αχλαδόκαμπο και στο Παρθένι (Μπερτζοβά*), σε επαφή με την παλιά σιδηροδρομική γραμμή Άργους - Τρίπολης. Ανήκει στην κατηγορία των ορεινών χωριών με ιδιότυπη  (μεικτή) δόμηση και με μεγάλη έκταση.Τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία που συνθέτουν την οικιστική μορφή του  είναι τα ακόλουθα:

 α)Απλώνεται σε μεγάλη έκταση και μέσα σε αυτή την έκταση  υπάρχουν διαστήματα με αραιή δόμηση 

β) υπάρχουν πολλοί πυρήνες με πυκνή δόμηση σε κάποια απόσταση μικρή ή μεγάλη ο ένας από τον άλλον  (γειτονιές). Συνεκτικός δεσμός ανάμεσα σε αυτούς τους πυρήνες είναι τα  μέρη με αραιή δόμηση.

γ) σε κάποιο σημείο του χωριού με πυκνή δόμηση υπάρχουν στοιχεία που συνθέτουν το κέντρο του, την «αγορά» του. Η εκκλησία και το σχολείο βρίσκονται σε κάποια απόσταση από την «αγορά».

δ) Κατά το παρελθόν είχαν δημιουργηθεί περιφερειακές ή μικρές γειτονικές «αγορές», λόγω της πληθυσμιακής του σύνθεσης.

   Τον οικοδομημένο χώρο τον καλύπτουν ομάδες σπιτιών (γειτονιές) που δημιουργήθηκαν σε διάφορα σημεία από οικογενειακούς κλάδους εποίκων, με κατοίκους που προέρχονται κατά το πλείστον από ορισμένες γειτονιές του Αγίου Νικολάου (Καστρί). Κάθε γειτονιά αρχικά αποτελούσε ένα ιδιαίτερο χωριστό οικιστικό πυρήνα και προσδιοριζόταν με το όνομα του οικογενειακού κλάδου που τον δημιούργησε (λ.χ. Μακρέκα, Παναγέκα, Στρατηγέκα, Αντωνέκα, Κατσιρέκα κλπ). Το χωριό μαζί με τους ελαιώνες του και τις λοιπές εκτάσεις του έχει συνολική έκταση 25.952 στρέμματα. Βρίσκεται σε υψόμετρο 530 μέτρα, στην πλατεία, με απόκλιση υψομετρικής διαφοράς συν - πλην 30 μέτρα περίπου από αυτή. Ανήκει γεωγραφικά στην ευρύτερη Καστρίτικη περιοχή του Τάνου και αποτελεί δευτερογενή Καστρίτικο οικισμό.

Το χωριό ανήκει στην «κάτω ζώνη» της περιοχής του τέως δήμου Τανίας, εκεί που εκτείνονται όλοι οι δευτερογενείς οικισμοί του Καστρίου. Διαχωριστική γραμμή της κάτω ζώνης από την άνω (ορεινή) ζώνη αποτελεί το Τσερβάσι (Περδικόβρυση) και η περιοχή του, μαζί με το φαράγγι του Τάνου στην περιοχή «Κοκκινόβραχος». Η «κάτω ζώνη» χωρίζεται ανάλογα με την γεωφυσική της διαμόρφωση σε δύο τοπικές ενότητες: Η μια εκτείνεται σε περιοχές που βρίσκονται εκατέρωθεν της κοίτης του Τάνου ή σε μικρή απόσταση από αυτή. Σε αυτή την ευρύτερη τοπική ενότητα που την διασχίζει η κοίτη του Τάνου, είναι χτισμένοι οι περισσότεροι δευτερογενείς Καστρίτικοι οικισμοί. Η άλλη τοπική ενότητα, στην οποία ανήκει και η Μάσκλινα, εκτείνεται αριστερά από την κοίτη του Τάνου και σε αρκετή απόσταση από αυτή.

Μέχρι σήμερα το χωριό υπάγεται τυπικά στην χωρική αρμοδιότητα της επαρχίας Κυνουρίας του Νομού Αρκαδίας. Όμως εξυπηρετείται από τις διοικητικές υπηρεσίες και επηρεάζεται κατά το πλείστον από τις εμπορικές δραστηριότητες που έχουν έδρα την Τρίπολη, επειδή η πρόσβαση των κατοίκων του εκεί είναι πολύ πιο εύκολη. Αυτό αποτέλεσε και την αδήριτη ανάγκη της διοικητικής ενσωμάτωσης του χωριού στον Δήμο της Τρίπολης, με το πρόγραμμα διοικητικής μεταρρύθμισης «Καλλικράτης». Ως το τέλος της δεκαετίας του 1970 το χωριό αποτελούσε ανεξάρτητη κοινότητα, με την επωνυμία «Κοινότης Ελαιοχωρίου» και το Κοινοτικό κατάστημα στεγάστηκε κατά καιρούς σε διάφορα ενοικιαζόμενα κτίρια του χωριού. Γραμματείς στην κοινότητα υπηρέτησαν μεταπολεμικά και για δεκαετίες ολόκληρες οι χωριανοί μας Στράτης Βαρβιτσιώτης και Χαράλαμπος Λύγδας, ενώ υδρονομέας ήταν ο Πέτρος Ράλλης. Δραγάτες*, για την φύλαξη των αγροκτημάτων της περιοχής μας την ίδια περίοδο υπηρέτησαν κατά σειρά οι χωριανοί Αριστείδης Λύγδας και Θοδόσης Βαρβιτσιώτης. Όλοι οι προαναφερόμενοι τώρα έχουν φύγει από κοντά μας.

Σήμερα το γραφείο με τα αρχεία της κοινότητας, εξακολουθεί να υφίσταται, ως παράρτημα των γραφείων του Δήμου Τρίπολης, στον οποίο τώρα, όπως προαναφέρθηκε, το χωριό ανήκει διοικητικά. Στεγάζεται μόνιμα πια στην οικία Καγκλή, που έχει περιέλθει στην ιδιοκτησία του Δημοτικού διαμερίσματος Ελαιοχωρίου, ύστερα από την ευγενική δωρεά των ιδιοκτητών της. Παλαιότερα λειτουργούσε στο χωριό και «Σταθμός Χωροφυλακής», που έχει σήμερα καταργηθεί. Στεγάζονταν αρχικά στο σπίτι του Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου). Μετέπειτα, μέχρι την κατάργησή του, στεγάστηκε στο νεώτερο σπίτι του Γιώργη Κίκιζα, κοντά στο σιδηροδρομικό στα

Ο οικισμός του Ελαιοχωρίου, με το πρόγραμμα «Καποδίστριας», μέχρι τα τέλη του 2010,μαζί με γειτονικά χωριά της επαρχίας Μαντινείας, τα Αγιωργίτικα, το Ζευγολατιό, το Στενό και το Παρθένι, ανήκε διοικητικά στο δήμο Κορυθίου.Σήμερα, όπως προαναφέρθηκε, με το πρόγραμμα «Καλλικράτης», από 1ης Ιανουαρίου 2011, ανήκει διοικητικά στο Δήμο Τρίπολης, που όμως ο τελευταίος, ανήκει στην επαρχία Μαντινείας και είναι η πρωτεύουσα του νομού.

Εκκλησιαστικά το χωριό, μαζί με τα άλλα Καστριτοχώρια του τέως δήμου Τανίας, ανήκαν αρχικά και μέχρι το 1833, στην πάλαι ποτέ διαλάμψασα επισκοπή Ρέοντος και Πραστού, με έδρα το ιστορικό χωριό Πραστός, που είναι σκαρφαλωμένο στις βορειοανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα και σήμερα είναι σχεδόν έρημο. Η επισκοπή αυτή ήταν μια από τις δέκα τρείς επισκοπές της Πελοποννήσου και ανήκε στην Μητρόπολη Μονεμβάσιας.Η τελευταία αποτελούσε μια από τις έξι συνολικά μητροπόλεις της Πελοποννήσου. Σήμερα όμως η επισκοπή Ρέοντος και Πραστού δεν υπάρχει. Με σχετικό Διάταγμα το έτος 1833 καταργήθηκε το μητροπολιτικό σύστημα που ίσχυε μέχρι τότε. Έκτοτε, καταργηθείσης της επισκοπής Ρέοντος και Πραστού, συνεστήθη η επισκοπή Κυνουρίας, η οποία το 1835 ονομάστηκε επισκοπή Πρασιών. Από το 1836 όμως πήρε και πάλι τον τίτλο Επισκοπή Κυνουρίας. Με την κατάργηση του μητροπολιτικού συστήματος το 1833, ιδρύθηκε και η επισκοπή Μαντινείας, Τεγεάτιδος και Μεγαλοπόλεως. Τέλος στις 9 Ιουλίου 1852, με Β.Δ. που δημοσιεύθηκε στο αριθμ 25/1852 ΦΕΚ, έγινε και νέα διαίρεση των επισκοπών, που αυξήθηκαν σε είκοσι τέσσερεις. Παραληφθείσης της επισκοπής Μεγαλοπόλεως, η επισκοπή Μαντινείας και Τεγεάτιδος ενώθηκε με την επισκοπή Κυνουρίας και αποτέλεσε την επισκοπή Μαντινείας και Κυνουρίας

     Έτσι με το νόμο αυτό ο νομός Αρκαδίας απέκτησε δύο Μητροπόλεις: Οι δύο επαρχίες Γορτυνίας και Μεγαλοπόλεως αποτέλεσαν την Μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως με έδρα την Δημητσάνα, ενώ οι επαρχίες Μαντινείας και Κυνουρίας αποτέλεσαν την Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας, με έδρα την Τρίπολη. Στην τελευταία αυτή Μητρόπολη ανήκει εκκλησιαστικά σήμερα η Μάσκλινα και αποτελεί ξεχωριστή ενορία.

 Από το έτος 1892 λειτουργούσε σιδηροδρομική γραμμή με την αρχική επωνυμία «Σιδηρόδρομοι Πειραιώς - Αθηνών - Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ)», που μετέπειτα ονομάστηκε «Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους» (Σ.Ε.Κ.) και αργότερα, μέχρι την αναστολή της λειτουργίας του, σε «Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδος (Ο.Σ.Ε.)». Περνάει μέσα από τον οικιστικό πυρήνα του χωριού. Ο σιδηρόδρομος εξυπηρετούσε μέχρι τελευταία τις εμπορευματικές μεταφορές και τις ανάγκες επικοινωνίας των κατοίκων του χωριού, με τις γειτονικές πόλεις, την Αθήνα και τον Πειραιά. Όμως υποβαθμίστηκε σταδιακά η χρησιμότητά του και έπαψε πια να λειτουργεί από το μέσα της δεκαετίας του 1980, ιδιαίτερα μετά την βελτίωση, την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό του οδικού δικτύου πανελλαδικά.

      Το χωριό συνδέεται οδικά (από το έτος 1960), μέσω Παρθενίου, με την Τρίπολη, και απέχει από αυτή είκοσι πέντε χιλιόμετρα. Επίσης (από το έτος 1985) με το Άργος και το Ναύπλιο, απέχοντας από τις πόλεις αυτές τριάντα τέσσερα χιλιόμετρα, μέσω Ανδρίτσας. Συνδέεται τέλος, σε απόσταση τριών χιλιομέτρων και με την οδική αρτηρία Τρίπολης - Άστρους, που διανοίχτηκε αρχικά από υπηρεσία του στρατού (ΜΟΜΑ) και μπήκε σε κυκλοφορία την δεκαετία του 1960. Έτσι η πρόσβαση στην παραλιακή Κυνουρία, αλλά και στην Τρίπολη, μέσω Τεγέας, έχει γίνει πια, πολύ πιο άνετη και σύντομη. Μέχρι το έτος 1912 ο οικισμός ανήκε διοικητικά στο «δήμο Τανίας».

Δικαστικά το χωριό υπάγεται στο Πρωτοδικείο της Τρίπολης και εφετειακά στο Εφετείο Ναυπλίου. Οικονομικά υπάγεται στην Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (ΔΟΥ) Τρίπολης.

                                                                               Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

 

            Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1960

      Η οικογένεια του κάθε σπιτιού στην Μάσκλινα μέχρι την δεκαετία του 1960 ήταν κατά κανόνα τρίτεκνη ή πολύτεκνη, με πολύ λίγες εξαιρέσεις. Μέσα στην οικογένεια καθένας έπαιζε το ρόλο του αδιαμαρτύρητα και πολλές φορές ήταν δυσανάλογος με την ηλικία του και τις δυνάμεις του.

Η νοικοκυρά που συνήθως είχε την βοήθεια της γιαγιάς, ασχολιόταν με τις δουλειές του σπιτιού, σχεδόν όλες τις ώρες του εικοσιτετράωρου. Πριν καλά - καλά φέξει η ημέρα είχε ζυμώσει, είχε βγάλει το ψωμί από το φούρνο και είχε μαγειρέψει. Το πρωί, μόλις ξημέρωνε, μαζί με τον άντρα της καβαλούσαν τα ζώα και πήγαιναν στα χωράφια για δουλειά. Τα μεγαλύτερα κορίτσια της οικογένειας έπαιζαν το ρόλο της δεύτερης μάνας και φρόντιζαν τα μικρότερα αδέλφια τους για το φαγητό τους, την καθαριότητά τους, την ψυχαγωγία τους κλπ. Η νοικοκυρά έφτιαχνε και σαπούνι για όλη την οικογένεια.

Η γιαγιά είχε την ρόκα στα χέρια της και κρατώντας στο ένα χέρι το «αδράχτι» με περασμένο στην κάτω άκρη του το «σφοντίλι», με το άλλο τραβούσε λίγο – λίγο το μαλλί που είχε δέσει πάνω στη ρόκα και στρίβοντάς το «έγνεθε» τα νήματα για τον αργαλειό. Η νοικοκυρά του σπιτιού μπάλωνε, έπλενε και πάντα εύρισκε χρόνο να ασχοληθεί με τον αργαλειό. Ύφαινε ασταμάτητα ακόμη και τα βράδυα με τη λάμπα, αφού τα περισσότερα ρούχα της δουλειάς και όσα έστρωναν στο πάτωμα του σπιτιού καθώς και οι κουβέρτες και οι μπαντανίες που σκεπάζονταν υφαίνονταν στον αργαλειό.

Η νοικοκυρά όταν ήθελε να «σιδερώσει» γέμιζε πρώτα το σίδερο με κάρβουνα από το τζάκι, χρησιμοποιώντας την τσιμπίδα και το άφηνε μέχρι να ζεσταθεί καλά. Πολλές φορές κρατώντας από την χειρολαβή το σίδερο με τα κάρβουνα, το κουνούσε δεξιά αριστερά, για να ανάψουν τα κάρβουνα καλύτερα. Έπειτα έστρωνε πάνω στο τραπέζι ή σε ένα φαρδύ σανίδι ένα διπλωμένο σεντόνι αφού εκείνες τις εποχές δεν υπήρχε σιδερώστρα, για να κάνει εκεί το σιδέρωμα. Μόλις το σίδερο ζεσταινόταν καλά το δοκίμαζε αρχικά σε ένα ευαίσθητο ρούχο και έπειτα άρχιζε να σιδερώνει τα ρούχα που είχε πλύνει. Στο χαβάνι του σπιτιού έτριβε το χοντρό αλάτι καθώς και τα διάφορα καρυκεύματα που χρησιμοποιούσε στο μαγείρεμα.

Όταν μεγάλωναν τα παιδιά, κυρίως τα αγόρια, πήγαιναν και αυτά στα χωράφια και βοηθούσαν τους γονείς τους. Τα μικρότερα παιδιά που έμεναν στο σπίτι πήγαιναν στο σχολείο. Τα μεσημέρια που γύριζαν από το σχολείο αν η νοικοκυρά δεν είχε αφήσει μαγειρεμένο φαγητό έτρωγαν κάτι πρόχειρο (ψωμί, ελιές, τυρί ). Ξαναπήγαιναν στο σχολείο το απόγευμα και μετά το σχόλασμα διάβαζαν για να πάνε προετοιμασμένα την άλλη μέρα στο σχολείο. Όταν τέλειωναν ασχολούντο με τις δουλειές του σπιτιού, το σκούπισμα, το πλύσιμο των πιάτων, το τάγισμα των ζώων και την περιποίηση του κοτετσιού.

Ο χρόνος τους όμως ήταν πολύ περιορισμένος, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, που η διάρκεια της ημέρας ήταν πολύ μικρή, αφού, όπως προαναφέραμε, έπρεπε να πάνε και το απόγευμα πάλι στο σχολείο. Το καλοκαίρι που δεν είχαν σχολείο αναλάμβαναν την βοσκή των ζωντανών του σπιτιού. Το βράδυ που γυρνούσαν και οι γονείς τους από τα χωράφια έτρωγαν ό, τι μαγείρευε η νοικοκυρά εκείνη την ώρα (τραχανά, χυλοπίτες, άγρια χόρτα κλπ) και στη συνέχεια έπεφταν νωρίς για ύπνο, γιατί το πρωί έπρεπε οι γονείς τους να φύγουν πάλι να πάνε για δουλειά στα χωράφια.

Όταν ο καιρός ήταν βροχερός ή χιόνιζε οι γονείς δεν πήγαιναν στο χωράφι. Αν όμως τους είχε πιάσει η βροχή στην διαδρομή ή στο χωράφι, γύριζαν βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο στο σπίτι, έβγαζαν τα βρεγμένα ρούχα τους και τα στέγνωναν στο αναμμένο τζάκι. Ο πατέρας τις βροχερές ημέρες φρόντιζε για τα εργαλεία, το σπόρο και ό, τι άλλο είχε σχέση με το χωράφι. Πήγαινε και μέχρι την αγορά του χωριού να ψωνίσει ό, τι έλειπε από το σπίτι.

Τα Σάββατα και τις παραμονές των μεγάλων εορτών η νοικοκυρά δεν ακολουθούσε τον άντρα της στο χωράφι. Καθόταν στο σπίτι και ασχολείτο με την ατομική καθαριότητα της οικογένειας και του σπιτιού. Σκούπιζε το πάτωμα του σπιτιού, τίναζε τις κουρελούδες που ήταν στρωμένες στο πάτωμα και σκούπιζε και ασβέστωνε τις αυλές του σπιτιού. Μόλις χτυπούσε η καμπάνα του εσπερινού άναβε το καντήλι στο εικόνισμα και η γιαγιά συνήθως έβαζε λιβάνι και λιβάνιζε.

Την παραμονή το βράδυ της Πρωτοχρονιάς  οι γονείς  παρότρυναν τα μικρά παιδιά τους, αφού βγάλουν τα παπούτσια τους, να τα τοποθετήσουν κάτω από το εικόνισμα του σπιτιού. Στη βραδινή προσευχή τους να ζητήσουν  να «τα ασημώσει» ο ΑγιοΒασίλης που θα περνούσε τη νύχτα  από όλα τα σπίτια του χωριού για να αφήσει τα δώρα του. Έτσι το πρωί της Πρωτοχρονιάς που ξυπνούσαν, έβρισκαν πάνω  στα παπούτσια τους «το ασήμωμα», δηλαδή μικροδωράκια (σοκολάτες,καραμέλες, παχνίδια κλπ) που τους είχε αφήσει ο ΑγιοΒασίλης στο πέρασμά του. Φυσικά τα δώρα τοποθετούσαν πάνω στα παπούτσια των παιδιών οι γονείς κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν αυτά είχαν πάει για ύπνο.   

Την παραμονή των Θεοφανείων περνούσε ο παπάς από όλα τα σπίτια του χωριού και κρατώντας στο χέρι την «αγιαστούρα» του, ράντιζε με αγιασμό τους ενοίκους και το σπίτι τους, για να είναι ευλογημένα. Ανήμερα των Θεοφανείων, μετά την ακολουθία του αγιασμού των υδάτων, όλη η οικογένεια αφού κοινωνούσαν τον «Μεγάλο Αγιασμό» στην εκκλησία, έφερναν και στο σπίτι μέσα σε ένα ειδικό δοχείο Αγιασμό. Αφού έτρωγε όλη η οικογένεια ο νοικοκύρης του σπιτιού μετέβαινε στα χωράφια του και τα ράντιζε με αγιασμό, για να καρποφορήσουν.

Την νύχτα της Ανάστασης, μετά το τέλος της αναστάσιμης ακολουθίας, όλα τα μέλη της οικογένειας κοινωνούσαν των «Αχράντων Μυστηρίων» και έφερναν τις λαμπάδες αναμμένες με το Άγιο Φως, που είχαν πάρει από το τρικέρι του παπά. Μπαίνοντας στο σπίτι ο νοικοκύρης σχημάτιζε στο μαρμάρινο ανώφλι της εισόδου του σπιτιού με την φλόγα της λαμπάδας το σημείο του σταυρού για να προστατεύεται το σπίτι από κάθε κακό. Ακολούθως η νοικοκυρά έσβηνε το καντήλι του σπιτιού και το άναβε ξανά με το Άγιο Φως που είχε φέρει με την αναμμένη λαμπάδα από την εκκλησία.

Το πρωί της Κυριακής ή των μεγάλων γιορτών όλη η οικογένεια ετοιμαζόταν για την εκκλησία. Ο πατέρας φορούσε το μοναδικό κοστούμι που διέθετε και που είχε φορέσει  στο γάμο του γαμπρός, άσχετα αν στο πέρασμα του χρόνου είχε στενέψει ή φαρδύνει. Η μητέρα φορούσε το πιο καινούριο φουστάνι που είχε για την εκκλησία, ενώ στο κεφάλι της φορούσε το μαντήλι. Λευκό, κίτρινο ή μαύρο αν είχε μείνει χήρα.

Μετά την θεία λειτουργία, που άνοιγαν τα μαγαζιά, ο πατέρας έμενε στο καφενείο και η μητέρα πήγαινε στο σπίτι, για να ετοιμάσει το φαγητό που ήταν διαφορετικό από τις άλλες ημέρες. Συνήθως μαγείρευε κρέας αρνίσιο, βεργάδι, βοδινό ή πουλερικά, που το έφτιαχνε κοκκινιστό με μακαρόνια, χυλοπίτες ή στιφάδο. Κατά τις δώδεκα η ώρα όταν πια είχε ετοιμαστεί το φαγητό γύριζε και ο πατέρας από την αγορά φορτωμένος με τα ψώνια για τις ανάγκες του σπιτιού.

Κάθονταν όλοι γύρω από το χαμηλό τραπέζι (σοφρά) και η νοικοκυρά, βοηθούμενη από τα παιδιά της, «ξεκένωνε*» το φαγητό στα πιάτα και άρχιζαν να τρώνε τα βρισκούμενα και να πίνουν το κρασάκι τους. Το απόγευμα ο πατέρας πήγαινε πάλι στα καφενεία και έπαιζε κανένα χαρτάκι ή έπινε κανένα ποτηράκι με τους φίλους του, για να περάσει ευχάριστα την ώρα του και να ξεκουραστεί. Η νοικοκυρά και αυτή πήγαινε μια βόλτα στη γειτόνισσα, στη φιλενάδα ή στα συγγενικά σπίτια, να αλλάξει πέντε κουβέντες και να ξεδώσει. Το βράδυ έπεφταν νωρίς να κοιμηθούν, γιατί τους περίμενε το άλλο πρωί μια δύσκολη και κουραστική βδομάδα.

                                                                   Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...