Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

 

ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΤΩΝ ΜΑΣΚΛΙΝΕΩΝ  ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ  ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

 

Στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στον κοκκινόβραχο ανέκαθεν μετέβαιναν για προσκύνημα κάθε χρόνο πολλοί Μασκλινιώτες, τις παραμονές στις 29 Αυγούστου, ημέρα που τιμάται ο αποκεφαλισμός του και στις 6 του Σεπτέμβρη, στα εννιάμερα από τη θανάτωσή του, τιμώντας έτσι την μνήμη του Αγίου. Από άλλα χωριά της περιοχής έρχονταν επίσης στο μοναστήρι προσκυνητές και στις 14 του Σεπτέμβρη για να τιμήσουν τον Άγιο. Άλλοι μετέβαιναν στο μοναστήρι για να βαφτίσουν τα παιδιά τους, που τα είχαν «τάξει» στον ΑηΓιάννη τον Πρόδρομο.

Ξεκινούσαν καβάλα σε γαϊδούρια ή μουλάρια, ακόμη και με τα πόδια, γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, ξημερώνοντας παραμονή από τη Μάσκλινα παρέες- παρέες. Είχαν φορτώσει στα ζωντανά τους τα ταγάρια τους με την ξηρή τροφή (αυγά, ψωμί, τυρί, ελιές κλπ.) για να περάσουν την μέρα τους και πάνω στα σαμάρια τους είχαν στρωμένες κουβέρτες υφαντές και πάνω τους σεντόνια για να κάθονται στο σαμάρι αναπαυτικά κατά την διαδρομή, αλλά και να τις χρησιμοποιήσουν για να καθήσουν και να κοιμηθούν πάνω τους, κατά την διαμονή τους στο μοναστήρι. Όσοι είχαν «τάξει» τα μωρά τους να τα βαφτίσουν στο μοναστήρι, τα μετέφεραν συνήθως οι μητέρες τους μέσα στα πάνινα φορητά κρεβατάκια, τις «νάκες», που τους ιμάντες τους είχαν περάσει στον ώμο τους.

Αφού περνούσαν το βαγιόρεμα, άλλοτε καβάλα στα ζώα τους και άλλοτε πεζοπορώντας, έφταναν απέναντι στην περιοχή του οικισμού του Αϊ Γιώργη και κατέβαιναν στην συνέχεια προς το φαράγγι του Τάνου. Από εκεί άλλοι περνούσαν την τσιμεντένια γέφυρα που δένει τις δύο όχθες του ποταμιού και συνέχιζαν από τον αμαξόδρομο, μέσω Γαλτενάς, ενώ άλλοι, οι πιο θαρρετοί, διέσχιζαν το φαράγγι σε μεγάλη απόσταση, μέσα από την κοίτη του ποταμιού. Επειδή η κοίτη ήταν κατάφυτη από δάφνες, που τα φύλλα τους περιέχουν μια πολύ πικρή ουσία, βλαβερή για τα ζώα, ξεκαβαλούσαν και τους φορούσαν στις μουσούδες τους ειδικά συρμάτινα μέσα προφύλαξης, τις «πόχες», για να μην μπορούν τα ζώα να ανοίξουν το στόμα τους και να δαγκώσουν φύλλα δάφνης κατά την διαδρομή. Όταν έφταναν στο «γεφύρι της καλογερόλακας» είχε πιά ξημερώσει. Στο σημείο εκείνο συναντούσαν και τους άλλους συγχωριανούς τους που πήγαιναν μέσω Γαλτενάς αλλά και άλλους προσκυνητές που έρχονταν οδοιπορώντας από τα χωριά της βορειοανατολικής Κυνουρίας και της δυτικής Αργολίδας. Από εκεί αρχίζει να φαίνεται το μοναστήρι, σκαρφαλωμένο στον κοκκινόβραχο.

    Μετά από λίγη ώρα όλοι μαζί έφταναν στη βάση του βράχου, που είναι σκαρφαλωμένο το μοναστήρι. Πότιζαν τα ζώα τους στη μικρή τεχνιτή λιμνούλα του νερού που σχημάτιζε η μικρή πηγή στο σημείο εκείνο και ξεκαβαλώντας άρχιζαν να ανεβαίνουν σιγά – σιγά, τραβώντας τα ζώα τους, το δύσκολο, στενό και ανηφορικό μονοπάτι, που οδηγούσε στο μοναστήρι. Μετά από ένα εικοσάλεπτο επικίνδυνης διαδρομής, έφταναν στο πλάτωμα, στα ερείπια του παρεκκλησιού του Αϊ Γιώργη, που παλιότερα ήταν νεκροταφείο των μοναχών του μοναστηριού. Από εκεί και πάνω ο δρόμος γινόταν πιο φαρδύς και ομαλός. Περνούσαν και τις πρόχειρες ταβέρνες που είχαν στήσει για το πανηγύρι κάτοικοι από τα γύρω χωριά και έφταναν στο αλώνι του μοναστηριού, κάτω ακριβώς από την είσοδό του.

Εκεί, αφού τακτοποιούσαν τα ζώα τους, φορτωμένοι τα ταγάρια με τα τρόφιμα, τις κουβέρτες τους και απαραίτητα το «τάμα» τους, δηλαδή την λαμπάδα μέχρι το μπόι τους, άρχιζαν να ανεβαίνουν το μονοπάτι που οδηγούσε στο μοναστήρι. Άλλοι έσερναν από το σκοινί μια γίδα ή μια προβατίνα που είχαν «τάξει» στον Άγιο τις δύσκολες στιγμές της ζωής τους. Φτάνοντας στην είσοδο του μοναστηριού και πριν το πέρασμα της βαριάς του αυλόπορτας οι προσκυνητές έπαιρναν μια ανάσα στο φαρδύ πλατύσκαλο, ατενίζοντας ταυτόχρονα το χάος που προξενεί ίλιγγο και αγναντεύοντας από ψηλά στην απέναντι όχθη του Τάνου το γειτονικό χωριό Τσερβάσι και δεξιά κάτω την κοιλάδα του ποταμιού με τα βαθύσκια πλατάνια. Δεν τολμούσαν όμως να πλησιάσουν στην άκρη του γκρεμού, γιατί ο φόβος του έκοβε τα γόνατα.

Αλλά η ψυχή τους μαλάκωνε από το φόβο, όταν διάβαζαν το κομμάτι από τo βιβλίο της «Γεννέσεως» της παλαιάς Διαθήκης που είναι σκαλισμένο στο μαρμαρένιο ανώφλι της αυλόπορτας: «Ως φοβερός ο τόπος ουκ έστι τούτο, αλλά ή οίκος του Θεού, και αυτή η πύλη του ουρανού» που σημαίνει ότι: Πόσο είναι φοβερός ο τόπος αυτός! Δεν είναι όμως αυτό, αλλά είναι ο οίκος του Θεού και η ουράνια πύλη. Ορισμένοι προσκυνητές ξεκινούσαν από τις πρόχειρες ταβέρνες και ανέβαιναν το κακοτράχαλο καλντερίμι ξυπόλυτοι ενώ άλλοι στα γόνατα, ανάλογα πως είχαν «τάξει» στον Άγιο, να φτάσουν μέχρι την εκκλησία, για να αφιερώσουν το «τάμα» τους και να προσκυνήσουν την θαυματουργή εικόνα του.

Αφού άναβαν τη λαμπάδα τους και προσκυνούσαν την εικόνα του Αγίου στην εκκλησία, ανέβαιναν στους εξώστες του μοναστηριού και έβρισκαν μια γωνιά για να καταλύσουν. Η αυλή, τα μπαλκόνια, οι ταράτσες και τα λίγα κελιά που υπήρχαν ήταν γεμάτα κόσμο. Άλλοι έστρωναν για φαγητό και για ύπνο πάνω σε υφαντές μπαντανίες και σε βελέντζες κατάχαμα, ενώ άλλοι κρέμονταν σαν σταφύλια από τα κάγκελα των μπαλκονιών του μοναστηριού. Από εκεί θαύμαζαν τη θέα που είναι μοναδική. Κάτω από τα πόδια τους στο βάθος του αβυσαλέου ύψους αγνάντευαν την κοίτη του Τάνου πνιγμένη στα πλατάνια και τις ολάνθιστες πικροδάφνες. Πιό πέρα την Περδικόβρυση με τα κατάλευκα σπιτάκια της και αριστερά τα Καστριτοχώρια, χωμένα και αυτά μέσα στο πράσινο. Δεξιά έβλεπαν στο βάθος τα κορφοβούνια του Αχλαδόκαμπου, ενώ παρακολουθούσαν τα τεκτενόμενα στην μικρή αυλή του μοναστηριού. Ολόκληρο το υπόλοιπο πρωινό κατέβαιναν κάτω στις ταβέρνες και στη μικρή αγορά που είχαν δημιουργήσει οι πλανόδιοι μικροπωλητές, με τις πραμμάτειες τους απλωμένες πάνω σε πρόχειρους πάγκους ή ράντζα εκστρατείας. Παραπέρα υπήρχαν επτά φούρνοι που τις ημέρες της γιορτής του Αγίου έκαιγαν όλο το εικοσιτετράωρο. Κάτω από τους φούρνους και το δρόμο οι χασάπηδες είχαν δεμένα ζωντανά γκιόσες και βεργάδια. Οι οικογένειες που βάφτιζαν τα παιδιά τους για να γιορτάσουν το γεγονός αλλά και άλλες παρέες ομοχωρίων διάλεγαν ένα σφαχτό και αφού το έσφαζε ο χασάπης επί τόπου το πέρναγε στη σούβλα και το έδινε στον υπεύθυνο των φούρνων για ψήσιμο. Μετά από λίγες ώρες το σφαχτό ήταν ήδη ψημένο. Το παραλάμβαναν δύο άντρες της οικογένειας, αφού πλήρωναν τα «ψηστικά» στον φούρναρη και το μετέφεραν κρατώντας τις δύο άκρες της σούβλας, μέχρι το μοναστήρι. Το απόγευμα βάφτιζαν ομαδικά τα παιδιά τους που είχαν «τάξει» στην χάρη Του στο βαφτιστήρι του μοναστηριού, ένα μικρό δωμάτιο πάνω στην οροφή του καθολικού, δίπλα στην πόρτα της εισόδου της σπηλιάς.Τα αγόρια βαφτίζονταν ομαδικά στο ίδιο νερό της κολυμπίθρας και σε άλλο νερό τα κορίτσια. Επίσης πολλοί από τους προσκυνητές δεν παρέλειπαν να επισκεφτούν το παλιό ασκηταριό που είναι σκαρφαλωμένο σε ένα κοίλωμα βράχου λίγο πιο έξω από την κύρια είσοδο του μοναστηριού.

Άλλοι ζητούσαν την άδεια από τον ηγούμενο του μοναστηριού, τον παπαΧριστόφορο Διαμαντάκο και επισκέπτονταν την σπηλιά που ξανοίγεται πάνω από τη στέγη του καθολικού του μοναστηριού και χρησιμοποιείτο εκείνες τις εποχές για την διατήρηση των τροφίμων που προορίζοντο για τις διατροφικές ανάγκες των μοναχών. Στο εσωτερικό της σπηλιάς οι πρόσφατες ανασκαφές που έγιναν εκεί έφεραν στο φως ανθρώπινα οστά και κρανία, υπολείμματα παλιών ταραγμένων εποχών, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το μοναστήρι φιλοξένησε κατά καιρούς γυναικόπαιδα και αγωνιστές υπερασπιστές του.

Το βράδυ παρακολουθούσαν οι προσκυνητές τον εσπερινό, που γινόταν πάνω στην ταράτσα του ισογείου αρχονταρικιού, που κατεδαφίστηκε κατά την πρόσφατη ανακαίνιση του μοναστηριού, κάτω από το φως της μοναδικής βενζινόλαμπας (LUX) και τον τελούσε ο παπαΧριστόφορος με άλλους ιερείς από τα γειτονικά χωριά. Μετά το τέλος του εσπερινού έτρωγαν πρόχειρα τα βρισκούμενα και έπεφταν για ύπνο. Κατά τις τρεις η ώρα τα ξημερώματα σηκώνονταν και παρακολουθούσαν την Θεία Λειτουργία, που άρχιζε εκείνη την ώρα. Αφού κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, μετά το τέλος της λειτουργίας, άρχιζαν να προετοιμάζονται για την επιστροφή, πριν καλά -καλά βγει ο ήλιος και ζεστάνει την ημέρα. Ξεκινούσαν πάλι, ετοίμαζαν τα ζώα τους, φόρτωναν τα πράγματά τους πάνω τους και παρέες - παρέες έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής για τη Μάσκλινα, κάνοντας ακριβώς το ίδιο δρομολόγιο αντίστροφα.

Τώρα πια οι Μασκλινιώτες, τηρώντας ακόμα και σήμερα το έθιμο, εξακολουθούν να μεταβαίνουν κάθε χρόνο για να τιμήσουν την μνήμη του Αγίου με τα αυτοκίνητα, αφού ο δρόμος προς το μοναστήρι είναι ασφαλτοστρωμένος. Όμως έχουν εκλείψει οριστικά οι εικόνες από το πολύβουο πανηγύρι που γινόταν κάτω από τους βράχους του Κοκκινόβραχου και τις σούβλες με τα αρνιά που ψήνονταν κατά δεκάδες στους φούρνους του μοναστηριού. Οι τελευταίοι με το πέρασμα του χρόνου κατέρρευσαν και πρόσφατα ισοπεδώθηκαν για να γίνει εκεί χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων. Αποτελούν για τη γενιά μας απλή μα ζωηρή ανάμνηση.

Μέχρι τελευταία οι ευσεβείς χωριανοί μας, μέσα στα λιοστάσια τους, «έταζαν» στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους και αφιέρωναν ορισμένα από τα υπάρχοντα ελαιόδεντρά τους στο μοναστήρι του Προδρόμου. Τα σταύρωναν με κόκκινη μπογιά ή σκάλιζαν στον κορμό τους το σημείο του σταυρού και τα ονομάτιζαν «ελιές του Προδρόμου». Κάθε χρόνο την περίοδο του ελιομαζώματος συνεργείο από κατοίκους του χωριού μάζευαν τις ελιές από αυτά τα ελαιόδεντρα και αφού τις πήγαιναν στο λιοτρίβι, έστελναν το λάδι στο μοναστήρι ενισχύοντάς το οικονομικά ή για να χρησιμοποιηθεί στο άναμμα των καντηλιών του. Αλλά τώρα πια τα περισσότερα λιοστάσια, ιδαίτερα στην περιοχή Σαμόνι, ρημάζουν ακαλλιέργητα, ενώ τα μέλη του συνεργείου έχουν φύγει από τη ζωή, χωρίς να αφήσουν αντικαταστάτες.

                                                                                            Γ.Σκλημπόσιος -Μασκλινιώτης

Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

 

 

                                      ΟΙ ΑΛΕΥΡΟΜΥΛΟΙ    ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ

      Η παραγωγή ενέργειας με την χρήση αρχικά του ατμού, έπειτα του πετρελαίου και τελευταία του ηλεκτρισμού, έφεραν κοσμογονικές αλλαγές στη ζωή του ανθρώπου. Οι νέες πηγές ενέργειας διαμόρφωσαν νέες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις στην παραγωγική διαδικασία, που καθορίζουν ως ένα σημείο και ρυθμίζουν τη ζωή των ανθρώπων. Δημιούργημα της βιομηχανικής επανάστασης του ΙΗ΄και ΙΘ΄αιώνα είναι και ο κυλινδρόμυλος. Με την εμφάνισή του αρχίζει η μεγάλη αλλαγή στην ιστορία της παραγωγής αλευριού από σιτάρι και τα άλλα δημητριακά.Έτσι η εμφάνιση και η λειτουργία του κυλινδρόμυλου έδωσε το πρώτο κτύπημα στους υδρόμυλους και στους συμβατικούς αλευρόμυλους.

    Στη περιοχή του χωριού ανέκαθεν δεν λειτουργούσαν νερόμυλοι, λόγω έλλειψης τρεχούμενων νερών, ούτε ανεμόμυλοι. Οι κάτοικοι αρχικά, από την δημιουργία του οικισμού της Μάσκλινας φόρτωναν στα μουλάρια τα αλευρόσακα με τα δημητριακά, κυρίως σιτάρι και κριθάρι, και τα μετέφερεραν στους κοντινούς με το χωριό νερόμυλους, στην Κουμπίλα, στην Αγία Σοφία και στην Ανδρίτσα για να τα αλέσουν. Αργότερα μετέβαιναν για να αλέσουν τα δημητριακά τους, οδοιπορώντας δύο ώρες περίπου, στο γειτονικό χωριό Παρθένι (Μπερτσοβά), όταν άρχισε να λειτουργεί εκεί σύγχρονος αλευρόμυλος (κυλινδρόμυλος). Εκεί άλεθαν κυρίως το σιτάρι, το δε αλεύρι και τα πίτουρα τα ξαναφόρτωναν στα μουλάρια και τα μετέφεραν στα σπίτια τους, για την κάλυψη των αναγκών τους. Τελευταία η πλειοψηφία των νοικοκυριών έστελναν το σιτάρι για άλεση  με το τραίνο ή με δημόσιας χρήσης φορτηγά αυτοκίνητα στους αλευρόμυλους της Τρίπολης.

    Στο χωριό λειτούργησαν δύο αλευρόμυλοι. Ο ένας  ήταν εγκατεστημένος μαζί με το ελαιοτριβείο μέσα στο εργοστασιακό συγκρότημα των αδελφών Καγκλή, στην αγορά του χωριού. Βρισκόταν στο βορειοανατολικό μέρος του εργοστασιακού συγκροτήματος με ξεχωριστή είσοδο. Αυτός αποτελείτο από ένα κατακόρυφο άξονα, το αδράχτι, πάνω στον οποίο ήταν προσαρμοσμένη μια σιδερένια στρογγυλή ρόδα διαμέτρου ενός μέτρου περίπου, λίγο πιο πάνω από την κάτω άκρη του. Πάνω στο εξωτερικό μέρος της ρόδας αυτής ήταν προσαρμοσμένος ένας ιμάντας (λουρί) πλάτους δεκαπέντε εκατοστών περίπου, που μετέδιδε την κίνηση από την πετρελαιομηχανή στον αλευρόμυλο. Ο κατακόρυφος αυτός άξονας επεκτείνετο πάνω από ένα πατάρι, όπου βρισκόταν και το κυρίως τμήμα του αλευρόμυλου, με όλα τα εξαρτήματά του.

Εκεί υπήρχαν δύο μυλόπετρες που ήταν στρογγυλές και είχαν διάμετρο ενός μέτρου περίπου η κάθε μια. Έβγαιναν σε ειδικά νταμάρια και ήταν συνήθως από γρανίτη. Ήταν τοποθετημένες οριζόντια, η μια σχεδόν πάνω στην άλλη και ήταν ομόκεντρες μεταξύ τους. Οι εσωτερικές επιφάνειές τους που εφάπτοντο, είχαν αυλακώσεις. Και οι δύο μυλόπετρες στο κέντρο τους είχαν ένα μικρό άνοιγμα, μέσα από το οποίο περνούσε ο σιδερένιος άξονας. Από την τρύπα της κάτω μυλόπετρας που παρέμενε πάντοτε σταθερή, περνούσε αυτός ο άξονας. Αυτός κατέληγε σε ένα σιδερένιο εξάρτημα τη «χελιδόνα» όπως την έλεγαν. Οι φτερούγες της χελιδόνας εφάρμοζαν καλά στην τρύπα και στις αυλακιές που είχαν σκαλιστεί στην κάτω επιφάνεια της πάνω μυλόπετρας.

Πάνω ακριβώς από τις μυλόπετρες και λίγο πιο ψηλά από αυτές ήταν τοποθετημένο το ξύλινο σκαφίδι που είχε σχήμα ανεστραμμένης πυραμίδας. Στο κάτω μέρος του υπήρχε μια μικρή τρύπα. Σε αυτό το σκαφίδι έριχνε ο μυλωνάς τον καρπό που ήθελε να αλέσει. Μόλις ο κυρ Γιάννης ο Καγκλής έθετε σε κίνηση το μύλο, από αυτή τη μικρή τρύπα του σκαφιδιού άρχιζε να φεύγει λίγος - λίγος ο καρπός, που, μέσω ενός απλού μηχανισμού, χυνόταν στην τρύπα που υπήρχε στο κέντρο της επάνω πέτρας. Με την περιστροφή της πέτρας ο καρπός απλωνόταν ανάμεσα στις δύο μυλόπετρες. Καθώς γύριζε η επάνω μυλόπετρα, με την επαφή της με την κάτω μυλόπετρα που παρέμενε πάντοτε ακίνητη τριβόταν ο καρπός και γινόταν αλεύρι (άλεσμα).

Οι μυλόπετρες ήταν κλεισμένες ολόγυρα με ένα ξύλινο κυκλικό στεφάνι, για να μην σκορπάει το αλεύρι με την φυγόκεντρη δύναμη της περιστρεφόμενης με ταχύτητα πάνω μυλόπετρας. Στο μπροστινό σημείο του κυκλικού στεφανιού υπήρχε ένα μικρό πορτάκι, η «ποδιά». Από εκεί έβρισκε διέξοδο το αλεύρι που με την βοήθεια της φυγόκεντρης δύναμης, έπεφτε μέσα σε ένα ξύλινο κιβώτιο, την «αλευροσκαφίδα». Αυτή ήταν ακριβώς κάτω από την ποδιά. Από εκεί ο μυλωνάς έπαιρνε το αλεύρι με τη σέσουλα και το έριχνε μέσα στα σακιά. Κρατούσε το ξάγι* και την υπόλοιπη ποσότητα  την παρέδιδε στον ιδιοκτήτη του  αλέσματος. Μερικές φορές όμως κρεμούσε το σακί από τα χείλη του σε δύο άγκιστρα και το προσάρμοζε στην ποδιά, οπότε το αλεύρι έπεφτε απευθείας μέσα στο σακί. Στον αλευρόμυλο του χωριού άλεθαν μόνο το πληγούρι, για την παρασκευή του παραδοσιακού τραχανά και το καλαμπόκι, που χρησίμευε για να ταϊζουν τα οικόσιτα πουλερικά τους. Το σιτάρι το άλεθαν σε σύγχρονο κυλινδρόμυλο στο διπλανό χωριό Παρθένι. Με αυτό το αλεύρι παρασκεύαζαν το ψωμί της οικογένειας. Το ελαιοτριβείο και ο αλευρόμυλος των αδελφών Καγκλή διατηρούνται σε καλή κατάσταση μέχρι σήμερα και περιμένουν την μουσειακή αξιοποίησή τους.

Ο άλλος αλευρόμυλος ήταν εγκατεστημένος στο κτίριο του ελαιοτριβείου των αδελφών Λύγδα και ήταν κατασκευασμένος πανομοιότυπα με τον παραπάνω αλευρόμυλο που περιγράψαμε. Αυτός λειτουργούσε συνήθως μια φορά την εβδομάδα. Ο αείμνηστος Παναγιώτης Λύγδας (Μαλεβός), που ήταν ο χειριστής του, λίγο πριν τον βάλει σε λειτουργία, έβγαινε στο παρακείμενο αλώνι του Γιώργη Λυγγίτσου (Λούκα) και με την κοχλιωτή ντουντούκα του σφυρίζοντας ειδοποιούσε τους χωριανούς να προσέλθουν, όσοι επιθυμούσαν, να παρίστανται κατά την άλεση των δημητριακών τους, που είχαν μεταφέρει στο μύλο τις προηγούμενες ημέρες. Μετά την τελευταία ανακατασκευή όμως του ελαιοτριβείου, ο αλευρόμυλος αυτός έπαψε πιά να υπάρχει. Άλλωστε σήμερα έχει πάψει η λειτουργία και του ελαιοτριβείου, ενώ όλες οι μηχανολογικές εγκαταστάσεις του (πιεστήρια, διαχωριστήρες, σπαστήρες κλπ.) έμεναν μέχρι πρότινος για να θυμίζουν τα περασμένα μεγαλεία του χωριού μας. Τώρα όμως και αυτές απομακρύνθηκαν, αφού το οικήμα μετετράπη από τον ιδιοκτήτη του σε αποθήκη.

Στα πολύ παλιά τα χρόνια ίσως να υπήρχε στο χωριό νερόμυλος στη συνοικία Στρατηγέκα χάνια, που δεν σώζονται σήμερα ούτε τα ερείπιά του, αφού μέχρι σήμερα οι Στρατηγέοι αναφέρονται σε μια τοποθεσία της περιοχής, όταν λένε «στον παλιόμυλο».

                                                                                                   Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

 

             Αρχαιρεσίες Φιλοπρόοδου Όμιλου Ελαιοχωρίου

 

Στις 21/08/2022 συνήλθαν τα μέλη του Φ.Ο.Ε. σε γενική συνέλευση με θέμα ''αρχαιρεσίες για την ανάδειξη του νέου Δ.Σ και εξελεγκτικής επιτροπής’’. Ακολούθησε η ψηφοφορία κατά την οποία εψήφισαν 72 άτομα και ευρέθησαν 71 έγκυρα ψηφοδέλτια  και 1 άκυρο. Τα άτομα που εκλέχθηκαν για το νέο Δ.Σ του Φ.Ο.Ε. είναι τα ακόλουθα:

      Τακτικά μέλη: Σκλημπόσιος Δημήτριος 60 ψήφοι, Κωτσιορίμπας Στέλιος 59 ψήφοι, Τσαντίλης Ηλίας 46 ψήφοι, Αντωνάκος Κώστας 40 ψήφοι, Σκιντζής Κώστας 36 ψήφοι.

      Αναπληρωματικά μέλη: Κατσίρη Παναγιώτα 33 ψήφοι, Αγγελίδη Αρετή 27 ψήφοι, Καπράνος Αντώνιος 18 ψήφοι και Μάνταλος Φώτιος 14 ψήφοι.

     Για την εξελεγκτική επιτροπή εξελέγησαν τα παρακάτω τακτικά μέλη: Αγγελίδης Δημήτριος 60 ψήφοι ,Λύγδας Νικόλαος 55 ψήφοι και Λύγδα Ελένη 53 ψήφοι.

    Ο Φ.Ο.Ε. θα ήθελε να ευχαριστήσει θερμά όλους τους συγχωριανούς μας για την μεγάλη συμμετοχή τους στα δρώμενα του συλλόγου, και αυτό μας γεμίζει με δύναμη και αυτοπεποίθηση ώστε να κρατήσουμε το σύλλογό μας ζωντανό.

                                                                                             

                                                                                        Από τον Φ.Ο.Ελαιοχωρίου

 

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

 

                  Α   Ν   Α   Κ   Ο   Ι  Ν   Ω   Σ   Η

   Ο Φιλοπρόοδος όμιλος Ελαιοχωρίου κάτω από δύσκολες συνθήκες κατάφερε να οργανώσει και να πραγματοποιήσει με επιτυχία την ετήσια εκδήλωσή του στον όμορφο χώρο του δημοτικού σχολείου με σκοπό να δώσει μια ευχάριστη νότα ύστερα από δύο δύσκολα χρόνια λόγω της πανδημίας του covid-19. Αποτελεί για το σύλλογό μας ιδιαίτερη τιμή η αθρόα προσέλευσή σας.

    Σας ευχαριστούμε πολύ για την παρουσία σας και ιδιαίτερα τους συγχωριανούς μας. Ευχαριστούμε επίσης όσους βοήθησαν στην πραγματοποίηση της εκδήλωσης και τους χορηγούς που συμμετείχαν στη λαχειοφόρο αγορά προσφέροντας πλούσια δώρα.

                                                                                                 Από τον Φ.Ο.Ελαιοχωρίου

 

Σάββατο 6 Αυγούστου 2022

 

                Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΟΥΛΑΡΙΩΝ ΣΑΝ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

 

Τα γαϊδουρομούλαρα ανέκαθεν αποτελούσαν τα μοναδικά μεταφορικά μέσα των νοικοκυραίων του χωριού, αφού για δεκαετίες ολόκληρες δεν υπήρχε οδική επικοινωνία του χωριού με την γύρω περιοχή ούτε συγκοινωνία και αυτοκίνητα, παρά μόνο το τραίνο. Μόνο «ημιονικοί» κακοτράχαλοι δρόμοι υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή του χωριού. Κάθε νοικοκυριό είχε στην ιδιοκτησία του συνήθως δύο μεγάλα ζώα, άλογα ή μουλάρια που χρησιμοποιούσε για μεταφορές, το όργωμα και το αλώνισμα, καθώς και ένα γαϊδουράκι, το «βασταγό», για να καλύπτει τις μικρές μεταφορικές του ανάγκες μέσα στο χωριό.Ορισμένοι μάλιστα το «βασταγό» το χρησιμοποιούσαν για να το «καβαλάνε» και να  τους μεταφέρει από τις  μακρινές συνοικίες του χωριού στην «αγορά» και στα καταστήματα του χωριού, αφού δεν μπορούσαν, λόγω ηλικίας, να καλύψουν τις αποστάσεις με τα πόδια.

Η αγορά ενός ζώου της κατηγορίας αυτής ήταν σοβαρή και δύσκολη υπόθεση για τον ενδιαφερόμενο, καθόσον απαιτούσε αρκετά χρήματα, ενώ η μελλοντική συμπεριφορά του ζώου ήταν καθοριστική γι΄αυτόν και την οικογένειά του. Είναι πολύ πιο εύκολο να αγοράσει σήμερα ένας αγρότης αγροτικό αυτοκίνητο, σε σχέση με αυτόν της εποχής του 1950 που αποφάσιζε να αγοράσει γαϊδουρομούλαρο. Τα ζώα αγόραζαν στο πανηγύρι της Επισκοπής και από γυρολόγους τσαμπάσηδες*. Ξακουστοί τσαμπάσηδες ήταν οι Δολιανίτες που γυρνούσανε σχεδόν όλη την Πελοπόννησο και κάνανε αγοραπωλησίες ζώων.

Όταν έρχονταν ο τσαμπάσης στο χωριό πήγαινε μπροστά καβάλα στο καλύτερο άλογό του, που το είχε στολίσει με χαϊμαλιά, χάντρες και άλλα πλουμίδια, ενώ πίσω ακολουθούσαν δεμένα το ένα πίσω από το άλλο ακόμη και δέκα αλογομούλαρα. Στο τέλος της αλογοσειράς ακολουθούσαν ελεύθερα τα «πουλάρια*» των ζώων. Έδενε τα ζώα του στα χωράφια, πλησίον της αγοράς του χωριού και καθόταν να πιεί τον καφέ του στο διπλανό καφενείο, φροντίζοντας όμως να έχει οπτική επαφή με αυτά. Πλησίαζαν τον τσαμπάση οι ενδιαφερόμενοι χωριανοί και είτε έκαναν «τράμπα», δηλαδή ανταλλαγή του ζώου που κατείχαν με άλλο ζώο που είχε φέρει ο τσαμπάσης, είτε διάλεγαν ένα από τα ζώα του με πληρωμή. Πριν πάρει το ζώο ο ενδιαφερόμενος το εξέταζε κοιτάζοντάς συνήθως στα δόντια, για να διαπιστώσει περίπου την ηλικία του, το πήγαινε μια βόλτα μαζί με τον τσαμπάση για να το ελέγξει μήπως ήταν κουτσό ή «φοβόταν τον ίσκιο του», ο δε τσαμπάσης του σήκωνε ένα - ένα τα πόδια του για να αποδείξει στον αγοραστή ότι δεν ήταν «τσινιάρικο» και δεν είχε επικίνδυνη συμπεριφορά γενικότερα.

 Τα ζώα αυτά αποτελούσαν για το κάθε νοικοκυριό τον απαραίτητο και μοναδικό σύντροφο και βοηθό τους. Οι νοικοκυραίοι τα θεωρούσαν ότι αποτελούσαν μέλη της οικογένειάς τους. Φρόντιζαν για την συντήρησή τους καθημερινά, για το φαγητό τους και για το πότισμά τους. Η πρώτη τους δουλειά κάθε πρωί που ξυπνούσαν ήταν να τα «παχνίσουν». Να ρίξουν δηλαδή στο παχνί* του κάθε ζώου την ταγή* του, άχυρο, σανό και λίγο κριθάρι.

Ακόμη φρόντιζαν για το πετάλωμά τους και για την καλή κατασκευή των σαμαριών τους, ώστε να είναι άνετα στην ράχη τους. Μεριμνούσαν για τον άνετο σταυλισμό τους και την συχνή απομάκρυνση της φουσκής*από το σταύλο. Πρόσεχαν πολύ όταν τα έδεναν στο παχνί ή στο χωράφι να μην «σχοινιαστούν», δηλαδή να μην διπλωθούν, ιδιαίτερα στο λαιμό τους, το καπιστρόσκoινο ή η τριχιά που ήταν δεμένα γιατί όταν διπλώνονταν, στην προσπάθειά τους να απελευθερωθούν, έβαζαν όλη τη δύναμή τους με αποτέλεσμα να σφίγγουν τα σχοινιά και τελικά να πάθουν ασφυξία και να πεθάνουν. Τα ζώα χρησιμοποιούντο για την μεταφορά των ίδιων και των μελών της οικογενείας τους στα χωράφια, των χρειωδών για την καλλιέργεια των τελευταίων (λιπάσματα, φουσκιά, τα απαραίτητα εργαλεία για το όργωμα κλπ.) αλλά, το σημαντικότερο, για την μεταφορά τους στο χωριό της καταγωγής τους, το Καστρί, που απείχε από την Μάσκλινα, μέσω Λαγκάδας και Δραγουνιού, πέντε περίπου ώρες.

     Τα γαϊδουρομούλαρα  χρησιμοποιούσαν και για να μεταφέρονται από το Καστρί στα καμποχώρια του Άργους, απόσταση που κάλυπταν σε δέκα ώρες περίπου, όταν πήγαιναν εργάτες για το θερισμό των δημητριακών του κάμπου. Πολλές φορές ταξίδευαν ακόμη και τις ασέληνες νύχτες, στο καταχείμωνο, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, εμπιστευόμενοι τα ζώα τους αφού μόνον αυτά «έβλεπαν» το δρόμο. Είχαν για συντροφιά στα ταξίδια τους μόνο τον ήχο του κουδουνιού του ζώου που ήταν κρεμασμένο στο λαιμό του.

Πολλοί Μασκλινιώτες ήταν και αγωγιάτες. Φόρτωναν στα ζώα τους τα εμπορεύματα και τους ταχυδρομικούς σάκους, που μετέφερε το τραίνο μέχρι το χωριό και τα διακινούσαν έναντι αμοιβής, με «αγώι», σε ολόκληρη την περιοχή τη ορεινής Κυνουρίας, έχοντας την αποκλειστικότητα της μεταφοράς, αφού το οδικό δίκτυο στην περιοχή ήταν ανύπαρκτο. Eπίσης παραλάμβαναν από το σταθμό του τραίνου τους ταξιδιώτες μαζί με τις αποσκευές τους, που προήρχοντο από τις μεγάλες πόλεις και το εξωτερικό, τους «μπρούκληδες», και τους μετέφεραν, έναντι αμοιβής, στους τόπους καταγωγής τους. Καβαλούσε ο ταξιδιώτης στο μουλάρι που οδηγούσε ο αγωγιάτης, ενώ σε άλλο μουλάρι φόρτωναν τις αποσκευές του. Επομένως τα ζώα τους ήταν άκρως απαραίτητα.

Μετέφεραν επίσης με τα ζώα από το σταθμό του τραίνου στα σπίτια τους όλα τα εμπορεύματα, τα υλικά οικοδομών (τούβλα, κεραμίδια, είδη υγιεινής κλπ), τα αδρανή υλικά (άμμο, χαλίκι, τσιμέντο κλπ.) που είχαν προμηθευτεί από την Τρίπολη και τα είχαν προωθήσει μέχρι εκεί σιδηροδρομικώς.

Μετέφεραν ακόμη από περιοχές εκτός του χωριού ασπρόχωμα, που χρησιμοποιείτο για το κτίσιμο των πέτρινων οικοδομών και την επίστρωση της στέγης των σπιτιών τους, ενώ από τους γειτονικούς χειμμάρους, όπου υπάρχουν αμμοαποθέσεις, άμμο για άλλες οικοδομικές χρήσεις. Φόρτωναν στα ζώα τους το σιτάρι και το πήγαιναν για να το αλέσουν στο γειτονικό χωριό Παρθένι, που υπήρχε κυλινδρόμυλος. Μετέφεραν από τα αμπέλια στους λινούς μέσα σε μεγάλα καλάθια, τους «τριατικούς» ή σε «βούτες» τα σταφύλια για να τα κάνουν μούστο. Τέλος στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στον Κοκκινόβραχο αλλά και στα τοπικά πανηγύρια μετέβαιναν καβάλα στα ζώα τους, στρώνοντας πάνω στα σαμάρια «χράμια» και σεντόνια, για να μην λερώσουν τα γιορτινά τους ρούχα.

Ο νοικοκύρης όταν ήθελε να μεταφέρει ο,τιδήποτε με το μουλάρι έπρεπε πρώτα από όλα να το σαμαρώσει, δηλαδή να βάλει το σαμάρι στην πλάτη του ζώου και να περάσει μέσα από τα «μπαλντούμια» την ουρά του. Ύστερα έδενε το σαμάρι με ένα λουρί, την «ίγκλα», που ήταν δεμένη σταθερά στα δεξιά παΐδια του σαμαριού. Αφού την περνούσε κάτω από την κοιλιά του ζώου την έδενε στην υποδοχή που υπήρχε στα αριστερά παΐδια του σαμαριού σφίγγοντας έτσι το σαμάρι στην πλάτη του ζώου. Εάν επρόκειτο να μεταφέρει πράγματα σε ανηφόρα, ξεδίπλωνε και ένα δερμάτινο λουρί, την «μπροστελίνα», που ήταν δεμένη από την μία άκρη της στην δεξιά μεριά του σαμαριού, την περνούσε κάτω από λαιμό του ζώου και έδενε την άλλη άκρη της στην αριστερή μεριά του. Αυτό το λουρί εμπόδιζε το σαμάρι να φύγει από την πλάτη του ζώου προς τα καπούλια του, όταν το ζώο ανέβαινε την ανηφόρα φορτωμένο. Τελευταία στο πιστάρι του σαμαριού περνούσε την τριχιά. Αυτή ήταν τρίχινο σκοινί περίπου δέκα μέτρων μοιρασμένο στην μέση που κρεμούσε σε δύο κουλούρες δεξιά και αριστερά του πισταριού. Έτσι ο νοικοκύρης σαμάρωνε τα ζώα του.

Όταν επρόκειτο να φορτώσει τσουβάλια με ελιές, σιτάρι, κριθάρι για να τα μεταφέρει με τα ζώα του όπου ήταν αναγκαίο, έβαζε τα δύο γεμάτα τσουβάλια, βάρους σαράντα κιλών το πολύ, αντικρυστά να απέχουν περίπου ένα μέτρο μεταξύ τους. Τραβούσε από το καπίστρι το ζώο και το οδηγούσε να σταθεί ανάμεσα στα τσουβάλια. Έλυνε τις κουλούρες την τριχιά από το ένα και το άλλο μέρος του σαμαριού και τις κρεμούσε στο μπροστάρι, ώστε να σχηματίζει το κάθε κομμάτι της τριχιάς μια μεγάλη καμπύλη υποδοχής του φορτίου. Ακολούθως έπαιρνε στην αγκαλιά του το γεμάτο τσουβάλι και το έριχνε επάνω στο σαμάρι του ζώου ενώ αμέσως μετά το ελεύθερο μέρος της τριχιάς που κρεμόταν από το μπροστάρι, το περνούσε μέσα από την καμπύλη υποδοχής, κάνοντας έτσι θηλιά την τριχιά με την καμπύλη που είχε σχηματιστεί και έδενε την τριχιά στο κλωτσάκι του πισταριού.

Για να μην γυρίσει το σαμάρι από το βάρος του τσουβαλιού και «ξεσαμαρίσει» το ζώο, στήριζε το τσουβάλι από το κάτω μέρος του με ένα ξύλο μήκους περίπου ενός μέτρου, ανάλογα με το ύψος του ζώου, την «φορτωτήρα». Άλλες φορές τον ρόλο της φορτωτήρας έπαιζε η κυρά του, που τον βοηθούσε στην φόρτωση του ζώου. Ύστερα πήγαινε από την άλλη μεριά που υπήρχε το άλλο τσουβάλι, το σήκωνε και το έριχνε και αυτό επάνω στο σαμάρι του ζώου, ακολουθώντας ακριβώς την ίδια διαδικασία που περιγράψαμε παραπάνω. Το ζώο κατά την διαδικασία της φόρτωσης είτε ήταν δεμένο σε σταθερό σημείο, είτε το κρατούσε από το καπίστρι η κυρά του.

Όταν ο νοικοκύρης ήθελε να φορτώσει ξύλα και να τα μεταφέρει από το χωράφι στο σπίτι, έπαιρνε λίγα - λίγα τα τεμαχισμένα ξύλα στην αγκαλιά του, και αφού τα τοποθετούσε οριζόντια με το έδαφος από την μια μεριά στο σαμάρι του ζώου, τα έδενε με την τριχιά σφιχτά πάνω σε αυτό. Ακολούθως πήγαινε από την άλλη μεριά και έδενε πάνω στο σαμάρι με την τριχιά, άλλη μια αγκαλιά ξύλα, φροντίζοντας το βάρος τους να είναι περίπου το ίδιο και από τις δύο πλευρές του σαμαριού, για να μην γυρίσει κατά την μεταφορά δεξιά ή αριστερά το σαμάρι από την πλάτη του ζώου και τα «ξεσαμαρίσει». Έτσι φόρτωνε στα ζώα τα ξύλα και υπολόγιζε όμως το συνολικό βάρος του φορτίου να μην υπερβαίνει τα ογδόντα κιλά, ιδιαίτερα εάν επρόκειτο τα φορτωμένα ζώα να διασχίσουν ανηφορικούς δρόμου

 Τη μεταφορά των ανθρώπων με τα μουλάρια τις έλεγαν «καβάλες». Υπήρχαν διάφοροι  τρόποι που ανέβαιναν πάνω στα ζώα. Στα γαϊδούρια που δεν είχαν μεγάλο ύψος πιάνονταν από τις δύο άκρες του σαμαριού του ζώου ,από το μπροστάρι και το πιστάρι, και με ένα άλμα, το «σάλτο», ανέβαιναν και κάθονταν πάνω στο σαμάρι. Στα μουλάρια που ήταν ψηλότερα τα τραβούσαν από το καπίστρι κοντά στις ξερολιθιές  και αφού σκαρφάλωναν πάνω σε αυτές πηδούσαν από εκεί και κάθονταν πάνω στο σαμάρι του ζώου, ενώ κρατούσαν σφιχτά το καπίστρι να μην μετακινηθεί το ζώο να μην απομακρυνθεί από τον λιθοσωρό.Στις αυλές των σπιτιών μάλιστα  είχαν χτίσει με πέτρες σε μια γωνιά ένα μικρό χαμηλό ορθογώνιο κτίσμα,που ανέβαιναν επάνω και από εκεί καβαλούσαν στα ζώα τους. Τα ζώα,συνήθως τα άλογα,είχαν κρεμασμένους στα πλάγια του σαμαριού αναβατήρες. Αυτοί ήταν σιδερένιοι και τοξωτοί με πλατιά βάση. Κρέμονταν με δερμάτινους ιμάντες αριστερά και δεξιά του σαμαριού. Οι αναβάτες σήκωναν το ένα πόδι και με το πέλμα πατούσαν στον αναβατήρα.Ταυτόχρονα πιάνονταν από σαμάρι του ζώου, με ένα σάλτο ανέβαιναν πάνω στο σαμάρι. Για να καβαλάνε στα άλογα  ορισμένοι χρησιμοποιούσαν τη σέλα. Αυτή αντικαθιστούσε το σαμάρι και ήταν μικρότερη σε μέγεθος και δερμάτινη.

Πάνω στο σαμάρι του ζώου ο αναβάτης κάθονταν «γυναικεία» ή «αντρικά». Στην πρώτη περίπτωση κάθονταν πάνω στο σαμάρι, έχοντας κρεμάσει και τα δύο πόδια τους από το ένα μέρος του σαμαριού. Στη δεύτερη περίπτωση κάθονταν πάνω στο σαμάρι με ανοιχτά τα σκέλη, έχοντας κρεμάσει τα πόδια τους αριστερά και δεξιά του σαμαριού. Ο δεύτερος τρόπος ήταν πολύ πιο ασφαλής από τον πρώτο, γιατί παρείχε στον αναβάτη περισσότερη σταθερότητα.Αυτόν τον τρόπο προτιμούσαν  οι αναβάτες, όταν τα ζώα τους πήγαιναν με γρήγορο βήμα ή με μικρά άλματα, δηλαδή «κάλπαζαν» όπως έλεγαν οι χωριανοί, για να συντομέψουν χρονικά τις μεγάλες αποστάσεις  που διάνυαν.Για να μην γίνεται κουραστική η παραμονή του αναβάτη πάνω στο σαμάρι το έστρωναν πολλές φορές με κουβέρτες ή φλοκάτες. Θυμάμαι τον αείμνηστο  αγροτικό γιατρό του χωριού το Γιαννάκο (Παναγάκο) που καβαλούσε «αντρικά» το μουλάρι και καθόταν αναπαυτικά πάνω στην κόκκινη φλοκάτη,όταν τα πρωϊνά περνούσε μπροστά από το σπίτι μας, για να μεταβεί στα γύρω χωριά (Αη Γιώργη, Ντουμινά κλπ) και να προσφέρει τις ιατρικές υπηρεσίες του στους κατοίκους τους.

Πολλές φορές οι χωριανοί όταν γυρνούσαν από το χωράφι,έσφιγγαν την ίγκλα του σαμαριού του ζώου τους,για να μην γυρίσει το σαμάρι στην κοιλιά του και «ξεσαμαρίσει». ‘Υστερα   φόρτωναν από την μια μεριά, συνήθως από το αριστερό μέρος, λίγα κλαριά για τις γίδες ή ένα μικρό τσουβάλι με προϊόντα του χωραφιού ή του περιβολιού τους (πατάτες, αμύγδαλα, ελιές κλπ) .Ανέβαιναν και αυτοί  «γυναικεία» πάνω στο σαμάρι,χρησιμοποιώντας τον εαυτό τους σαν αντίβαρο στο δεξί μέρος του σαμαριού και γύριζαν καβάλα στο σπίτι τους.

Στα γαϊδουρομούλαρα κρεμούσαν στο λαιμό τους με αλυσίδα ή με δερμάτινο ιμάντα το κουδούνι.Αυτό ήταν μεταλλικό σε σχήμα κώνου και από την κορυφή του κώνου στο εσωτερικό του κρεμόταν ένα μικρό βαρίδι, η γλώσσα του. Καθώς αιωρείτο με την κίνηση του ζώου, κτυπούσε ακουμπώντας στην εξωτερική  μεταλλική επιφάνεια του κουδουνιού και ο ήχος του ήταν διαπεραστικός αλλά γλυκός. Χρησίμευε για την αναγνώριση του ζώου από απόσταση με τον ήχο του.Υπήρχαν κουδούνια διαφόρων μεγεθών.Στα μουλάρια και τα γαϊδούρια κρεμούσαν μικρά κωνικά κουδούνια ή σφαιρικά τα «ρογκοβίλια».Τα σφαιρικά είχαν και αυτά στο εσωτερικό τους ένα μικρό σφαιρίδιο που καθώς  κυλούσε στο εσωτερικό του σφαιρικού κουδουνιού, το κουδούνι έβγαζε γλυκόηχα κουδουνίσματα.Οι τσαμπάσηδες στο άλογο που τους μετέφερε και οδηγούσε το κομβόϊ των ζώων που εμπορεύονταν,  κρεμούσαν στο λαιμό τους σε δερμάτινη λωρίδα εκτός από τα φυλαχτά και τις σειρές με τα  ρογκοβίλια και  μεγάλη κουδούνα.Θυμάμαι τα καλοκαίρια τον ήχο του κουδουνιού του μουλαριού μας, της «ρούσας», που ακουγόταν μέχρι το σπίτι μας, όταν ο αείμνηστος πατέρας μου γύριζε από χωράφι και ξαγνάνταγε* από τα αμπέλια στην κορυφή τον ανηφοριά, απέναντι από το χωριό.    

    Όταν τα ζώα  γερνούσαν «έσφιγγαν την καρδιά τους» οι ιδιοκτήτες τους και τα έδεναν σε μια ερημική τοποθεσία μέχρι να πεθάνουν. Άλλοι χρησιμοποιώντας την μέθοδο της ευθανασίας τα εκτελούσαν εκεί με το δίκανο. Όσοι δεν άντεχαν αυτή την οδυνηρή για όλη την οικογένεια διαδικασία τα πουλούσαν στους τσαμπάσηδες ή στους γύφτους που περνούσαν από το χωριό. Σήμερα όλα αυτά αποτελούν πιά παρελθόν. Δεν υπάρχουν σήμερα στο χωριό γαϊδουρομούλαρα και αποτελούν πιά μια ζωηρή νοσταλγική ανάμνηση. Όλα εξαφανίστηκαν μαζί με τους παλιούς ιδιοκτήτες τους. Κάποιο γαϊδουράκι και δύο αλογάκια που κυκλοφορούν ακόμη στο χωριό αποτελούν, ιδιαίτερα για την σημερινή νεολαία, απλά αξιοθέατα. Μετά την διάνοιξη αγροτικών δρόμων προς όλες τις κατευθύνσεις των χωραφιών του χωριού αλλά και του οδικού δικτύου που συνδέει το χωριό με την γύρω περιοχή, το αυτοκίνητο έχει εκτοπίσει εντελώς το ζωϊκό μεταφορικό κεφάλαιο του χωριού και αποτελεί σήμερα το κυριότερο μεταφορικό μέσο ανθρώπων και εμπορευμάτων. Κάθε νοικοκυριό διαθέτει τουλάχιστον ένα μικρό φορτηγό «αγροτικό» αυτοκίνητο, ενώ ορισμένα έχουν στην κατοχή τους και επιβατηγά αυτοκίνητα.

                                                                        Γ.Σκλημπόσιος- Μακλινιώτης

 

Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

 

ΤΑ ΑΛΩΝΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

 

 Στ’ αλώνια καλοσάρωτα και ξεχορταριασμένα

 θα ξαμπλωθούν οι θημωνιές ξανθόμαλλες πλεξούδες.

 Τα στάχυα τρίβει και μασά, περνώντας η ροκάνα

 πλατάνι το σαγόνι της, τα δόντια της στουρνάρια……….

 ( Γεωργ. Δροσίνης )

Το αλώνι είναι ένας μικρός κυκλικός χώρος επίπεδος, με περιφέρεια πενήντα περίπου μέτρων, σε έδαφος πετρώδες. Η περιφέρειά του διαγράφεται με πλάκες ή με πελεκημένες λεπτές πέτρες που τις έχωναν όρθιες μέσα στο χώμα την μια κοντά στην άλλη, ώστε να εξέχουν 20-30 πόντους από το έδαφος και να σχηματίζουν ένα πέτρινο στεφάνι. Αυτό το στεφάνι το έλεγαν τα «χείλια» του αλωνιού. Χρησίμευε για να μην σκορπίζεται το «λιώμα» και ο καρπός, κατά την διαδικασία του αλωνίσματος και του λιχνίσματος.

Κριτήρια για την επιλογή της θέσης που θα κατασκευαζόταν το αλώνι ήσαν: α) το έδαφος που κανονικά έπρεπε να είναι από την φύση του επίπεδο και σκληρό. Πολλές φορές όμως, εκεί που υπήρχε στενότητα χώρου κατασκεύαζαν και αλώνια με μικρή κλίση. Στην προκειμένη όμως περίπτωση έχτιζαν πρώτα στην κάτω πλευρά τους έναν χοντρό στέρεο πετρόχτιστο μαστορικό τοίχο για να συσκρατεί τα χώματα και έπειτα ισοπέδωναν το χώρο. β)Η θέση του αλωνιού έπρεπε να είναι σε «ξανοίγματα» (λάκες) που να το πιάνουν όλοι οι άνεμοι. Και τούτο γιατί η διαδικασία του λιχνίσματος απαιτούσε το φύσημα του ανέμου, για να γίνει ο διαχωρισμός του άχυρου από τον καρπό των δημητριακών.

Τα αλώνια ήταν δύο ειδών: α) Τα χωματάλωνα (αλώνια με χωμάτινη επιφάνεια). Αυτά τα αλώνια τα έστρωναν με ασπρόχωμα ανακατεμένο με άλλα υλικά (άχυρα κλπ.) και αφού το έβρεχαν καλά μέχρι να ποτίσει το χώμα, το πατούσαν με βαρύ κυλινδρικό εργαλείο που το έσερνε συνήθως μουλάρι και το άφηναν να ξεραθεί. Έτσι το σχηματιζόμενο στρώμα «ταράτσωνε», δηλαδή γινόταν σκληρό σαν πέτρα. Όμως επειδή αυτό το στρώμα του χώματος δεν άντεχε για μεγάλο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα κατά την διαδικασία του αλωνίσματος να ανακατεύονται τα χώματα με τον καρπό, έπρεπε το στρώμα του χωματάλωνου να ανακατασκευάζεται και να ανανεώνεται κατά διαστήματα.

     Τέτοια αλώνια υπήρχαν ένα στην περιοχή της Λάκας, δυτικά από την εκκλησία του Αϊ Γιώργη που ανήκε στους Μακρέους (Κατζιορέους) και ένα στην Ξαμπλέκη γειτονιά που ανήκε στους Λυγδέους.

β) Τα Πετράλωνα. Των αλωνιών αυτών η επιφάνεια ήταν πέτρινη. Στρώνονταν σε όλη την επιφάνειά τους με χοντρές και γερές πλάκες από μαύρη πέτρα, ώστε αυτή να είναι επίπεδη και ομαλή. Περιφερειακά του αλωνιού έστηναν όρθιες πλάκες που σχημάτιζαν το στεφάνι του αλωνιού. Τα αλώνια του χωριού ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία κατασκευασμένα με πέτρες, ήσαν δηλαδή πετράλωνα.

Στο κέντρο του κυκλικού χώρου του αλωνιού έμπηγαν βαθιά στη γη το «στιχερό». Αυτό ήταν σιδερένιος ή ξύλινος άξονας από ξύλο βελανιδιάς και είχε ύψος δύο μέτρων περίπου. Σε αυτό έδεναν γερά ένα μακρύ σχοινί, όση ήταν η ακτίνα του αλωνιού. Στην άλλη άκρη του σχοινιού έδεναν το καπίστρι ή την λαιμαργιά του μουλαριού που γυρνούσε προς το εσωτερικό μέρος του αλωνιού. Το στιχερό χρησίμευε σαν οδηγός στα μουλάρια, για την κυκλική κίνησή τους μέσα στο αλώνι και δεν τους επέτρεπε να βγουν από αυτό.

Το χωριό μας είναι οικισμός με αραιή δόμηση και με μεγάλη έκταση. Στον οικοδομημένο χώρο υπάρχουν ομάδες σπιτιών (γειτονιές) που δημιουργήθηκαν σε διάφορα σχετικά απομακρυσμένα σημεία του χώρου, από οικογένειες συγγενείς μεταξύ τους. Οι συγγενικές οικογένειες στο χώρο εγκαταστάσεώς τους στην συντριπτική τους πλειοψηφία, είχαν η κάθε μια και το δικό της αλώνι. Με το πέρασμα του χρόνου αυξήθηκαν οι οικογένειες αυτές, οπότε και τα αλώνια πολλαπλασιάστηκαν.

Η κατασκευή πληθώρας αλωνιών στο χωριό προήλθε από την επιτακτική ανάγκη του εσπευσμένου αλωνισμού των παραγόμενων δημητριακών τους, λόγω των συχνών και ξαφνικών καλοκαιριάτικων βροχοπτώσεων, που κατέστρεφαν την παραγωγή. Σημειωτέον ότι παρήγοντο συνολικά μεγάλες ποσότητες κυρίως σιταριού και κριθαριού, για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των κατοίκων του, αλλά για την συντήρηση του ζωικού τους κεφαλαίου.

Εξ άλλου πολλοί Μασκλινιώτες, συγγενείς μεταξύ τους, έφτιαχναν το δικό τους αλώνι, σπρωγμένοι από ένα συναίσθημα κοινωνικής υπεροχής, ενώ άλλοι που ήθελαν να είναι ελεύθεροι να αλωνίζουν όποτε ήθελαν και μπορούσαν, και όχι όποτε ήταν διαθέσιμο το αλώνι, κατασκεύαζαν στο χώρο τους το δικό τους αλώνι. Τέλος επειδή η διάρκεια του αλωνίσματος και του λιχνίσματος έπαιρνε πολύ χρόνο, όταν η ποσότητα των αλωνιζόμενων δημητριακών ήταν μεγάλη, ο κάθε γεωργός ήθελε να έχει στη διάθεσή του ελεύθερο αλώνι για να αλωνίσει με άνεση τα δημητριακά του σε χρόνο που καθόριζε ο ίδιος.

Για να κατανοηθεί η ανάγκη ύπαρξης μεγάλου αριθμού αλωνιών στο χωριό, σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με στοιχεία της γεωργικής απογραφής του 1911,καλλιεργούντο εκείνη την εποχή στο χωριό μας (940) στρέμματα μόνο σιτηρών, εκτός των άλλων δημητριακών (κριθαριού, βρώμης, βίκου κλπ) που καλλιεργούντο σε μικρότερες ποσότητες. Συνεπώς ήταν απαραίτητη η ύπαρξή τους, για το αλώνισμα τόσης μεγάλης ποσότητας δημητριακών.

Μετρήσαμε συνολικά  ( 73 )  αλώνια στην περιοχή του χωριού μας, που έμειναν στις μνήμες συγχωριανών μας, και ορισμένα από αυτά που βρήκαμε σε ερειπωμένη κατάσταση, χωρίς όμως να αποκλείουμε την ύπαρξη και άλλων, που δεν υπάρχουν σήμερα ούτε τα ίχνη τους.

                                                                                         Γ.Σκλημπόσιος-Μασκλινιώτης

 

 

 

                                Η  ΑΛΩΝΙΣΤΙΚΗ    ΜΗΧΑΝΗ

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ρήμαξαν τα αλώνια. Τα δεμάτια φορτώνονταν στα μουλάρια και μεταφέρονταν στα «θημωνοστάσια». Στήνονταν σε θημωνιές, σε προκαθορισμένες τοποθεσίες, στην ευρύτερη περιοχή του χωριού, εκεί που είχε δυνατότητα πρόσβασης το αλωνιστικό συγκρότημα. Δημιουργούντο θημωνοστάσια στις Κόντρες, στη Λάκα, στον κέντρο του χωριού, εκεί που βρίσκεται τώρα το ελαιοτριβείο του Χ. Καγκλή, στο χώρο που είναι τώρα κτισμένη η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου,στις κόντρες,λίγο πιο πάνω από του Μπαριάμη το ρέμα και πάνω από το σπίτι του Γ. Φλέντζερη στην αρχή του δρόμου της Ανδρίτσας.

    Μετά την οδική σύνδεση του χωριού με το γειτονικό χωριό Παρθένι και τα χωριά της ευρύτερης περιοχής, ερχόταν στο χωριό αλωνιστικό συγκρότημα, που πήγαινε στα θημωνοστάσια και αλώνιζε τα σιτάρια και τα κριθάρια των νοικοκυριών. Ένα από τα αλωνιστικά συγκροτήματα που έρχονταν στο χωριό ήταν της εταιρίας «Ρούνης - Μπουτσικάκης - Ασκούνης» που η επωνυμία της προήρχετο από τα ονόματα των ιδιοκτητών του συγκροτήματος που ήσαν Καστριτοχωρίτες. Το αλωνιστικό συγκρότημα αποτελείτο: α) από το τρακτέρ που ήταν μεγάλης ιπποδύναμης, και μετέφερε ολόκληρο το αλωνιστικό συγκρότημα από περιοχή σε περιοχή β) από την κυρίως μηχανή (πατόζα), γ) τη μηχανή που συσκεύαζε το άχυρο σε μπάλες, την «μπαλιάστρα» και δ) το αναβατώριο, μηχανισμό που ανέβαζε τα δεμάτια με τα στάχυα επάνω στη μηχανή.

Ολόκληρο το αλωνιστικό συγκρότημα δεν ήταν αυτοκινούμενο, αλλά έμπαινε σε λειτουργία με ένα τεράστιο ιμάντα (λουρί) μήκους δέκα μέτρων περίπου, που μετέδιδε την κίνηση από το μεγάλης ιπποδύναμης τρακτέρ. Η λειτουργία του συγκροτήματος απαιτούσε πληθώρα εργατών.Οι πιο πολλοί κουβαλούσαν τα δεμάτια από την θημωνιά μέχρι το αναβατώριο και τα τοποθετούσαν ένα – ένα πάνω σε αυτό. Αυτος ο μηχανισμός ανέβαζε τα δεμάτια πάνω στην πατόζα. Εκεί τα παραλάμβαναν δύο εργάτες και αφού αφαιρούσαν τα δεματικά τροφοδοτούσαν τη μηχανή με τις καλαμιές και τα στάχυα από  την καταπακτή εισόδου της που βρισκόταν εκεί. Καθώς λειτουργούσε το συγκρότημα ειδικοί μηχανισμοί  στην πατόζα διαχώριζαν τον καρπό από τα στάχυα.Ο καρπός περνούσε μέσα από ειδικά κόσκινα,καθαριζόταν από τα ζιζάνια και τα ξένα σώματα και κατέληγε στη μία άκρη της μηχανής, όπου αποθηκευόταν σε σακιά.Οι καλαμιές και τα στάχυα θρυμματίζονταν από την μηχανή, γίνονταν άχυρο και έβγαιναν από την άλλη άκρη της και χύνονταν μέσα σε έναν αποθηκευτικό χώρο ανοιχτό από πάνω. Εκεί στέκονταν όρθιοι δύο εργάτες και με τις πηρούνες τους έσπρωχναν το άχυρο μέσα στην μηχανή που το συμπίεζε και το συσκεύαζε σε ορθογώνιες μπάλες που τις έδενε με σύρματα.Το άχυρο σε εκείνο το σημείο σήκωνε τεράστια σύννεφα σκόνης που έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Οι εργάτες που δούλευαν σε αυτό το σημείο, εκτός από τα πλατύγυρα καπέλλα που φορούσαν για να προστατεύονται από τον ήλιο, είχαν καλύψει και τις αναπνευστικές οδούς με μεγάλα μαντήλια, για να μην καταπίνουν τη σκόνη. Άλλοι εργάτες τραβούσαν τις μπάλες που έβγαιναν από τη μπαλιάστρα  και τις στοίβαζαν λίγο πιο πέρα για να τις φορτώσει αργότερα ο νοικοκύρης και να τις μεταφέρει στον αχυρώνα του σπιτιού του.

     Και στην άλλη άκρη της μηχανής, εκεί που γέμιζαν τα σακιά με τα «γεννήματα*» γινόταν το ζύγισμα του καρπού από  άλλους εργάτες και τους υπεύθυνους του αλωνιστικού συγκροτήματος, παρουσία και του νοικοκύρη που αλώνιζε. Παρακρατείτο  το «δικαίωμα» της μηχανής, η αμοιβή δηλαδή των ιδιοκτητών του συγκροτήματος για το αλώνισμα, που υπολογιζόταν σε ποσοστιαία αναλογία 8-10 % επί της συνολικής ποσότητας του καρπού.Ο υπόλοιπη ποσότητα του καρπού έμπαινε στα σακιά για το σπίτι.Όταν τελείωνε το αλώνισμα με την επιμέλεια του νοικοκύρη η υπόλοιπη ποσότητα του καρπού, μετά την αφαίρεση του «δικαιώματος», μαζί με τις μπάλες του άχυρου που είχε τυποποιήσει  στο μεταξύ  η μπαλιάστρα μεταφέρονταν στο σπίτι είτε φορτωμένα στα μουλάρια ,είτε με τα φορτηγά αυτοκίνητα. Εκεί τα ξεφόρτωναν και  τον καρπό τον τοποθετούσαν απευθείας στο σεντούκι. Γλύτωναν από το πλύσιμο στο χέρι όλης της ποσότητας του καρπού που γινόταν μετά από το αλώνισμα στα αλώνια, γιατί δεν  χρειαζόταν πιά  να απομακρυνθούν τα χώματα, οι ξένες ουσίες  και τα ζιζάνια, αφού αυτά τα είχαν απομακρύνει τα κόσκινα της μηχανής κατά την διαδικασία του αλωνίσματος.Τις μπάλες το άχυρο τις στοίβαζαν μέσα στον αχυρώνα (μπλέχτη) με ευκολία, γιατί ήταν σχεδόν άκοπη η μεταφορά τους εκεί και εξοικονομούσαν πολύ χώρο, αφού το άχυρο είχε συμπιεστεί από την μηχανή.                        Γ.Σκλημπόσιος- Μακλινιώτης

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...