Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

 

                             Ο ΠΡΩΤΟΣ ΓΥΝAΙΚΕΙΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ  ΜΑΣ

       Στις αρχές της  δεκαετίας του 1950  ιδρύθηκε ο πρώτος γυναικείος συνεταιρισμός  στο χωριό μας. Έγινε πραγματικότητα με το «γάλα της παρέας». Από τις αρχές Ιουνίου στην γειτονιά μου αλλά και στις άλλες γειτονιές του χωριού μαζεύονταν δέκα- δεκαπέντε νοικοκυρές, και έκαναν την "παρέα" έτσι την έλεγαν. Όλα κανονίζονταν μεταξύ τους. Οι μεγαλύτερες γυναίκες της γειτονιάς είχαν ένα λόγο παραπάνω για το πόσες θα συμμετείχαν και για τα εδαφικά όρια της «παρέας» φροντίζοντας να μην είναι μακριά από τα σπίτια τους.

    Όλα τα νοικοκυριά του χωριού είχαν  δύο έως τρείς κατσίκες και προβατίνες. Το γάλα που περίσσευε από την κάθε οικογένεια τα πρωινά και με κάποια σειρά το έφερναν στην αυλή κάθε μιας τους  το συγκέντρωναν σε ένα μεγάλο χάλκινο καζάνι γυαλισμένο με καλάι  και έφτιαχναν τα κεφαλοτύρια και της μυζήθρες της χρονιάς. Τέσσερα πράγματα ήταν η ιδιοκτησία του ιδιότυπου αυτού συνεταιρισμού: ένα τυροβόλι από λαμαρίνα ( φτιαγμένο από τον Σοφιανό τον Σκιντζή),  μία κανάτα από αλουμίνιο της οκάς, μία της μισής και ένα κατοστάρι . (δεν τα άλλαξαν ούτε όταν έγινε η μετατροπή της οκάς σε κιλό) γιατί έτσι γινόταν η μέτρηση . Πολύ πρωί με την ανατολή του ηλίου έρχονταν η κάθε γειτόνισσα με το πρωινό γάλα αλλά και το βραδινό ,φυλαγμένο σε δροσερό μέρος, στο σπίτι της "κυράς" μετρούσε το γάλα το έριχνε στο καζάνι και έφευγε .Η ποσότητα του γάλατος γραφόταν από την  «κυρά» του σπιτιού στο μπλε τετράδιο που είχε μείνει από την περασμένη σχολική χρονιά των παιδιών.  Έχω ακούσει πώς κάποιοι έχουν κρατήσει για ενθύμιο αυτά τα λογιστικά βιβλία ! Η καταχώριση γινόταν κάπως έτσι: με το μικρό τους όνομα ή με το  επίθετο, ή ακόμα και με το παρατσούκλι του συζύγου ανάλογα , και δίπλα η ποσότητα τού γάλατος ,π.χ. Τασιά 3 οκαδ.και100(δράμια), Γιαννού  4.300,  Σηκοβάραινα 2.350 ...... κ.τ.λ . Έμενε τέλος η «Κυρά» μόνη και άρχιζε δουλειά. Άναβε τη φωτιά στο καζάνι , έφτανε και τις 30-35 οκάδες το γάλα , έβαζε το δάχτυλο στο ζεστό γάλα για να υπολογίσει τους βαθμούς έριχνε την πυτιά και σκέπαζε το καζάνι με το τουλπάνι (τσαντίλα) αφού είχε σβήσει τη φωτιά. Ύστερα από μια ώρα περίπου σταύρωνε τρεις φορές και έβγαζε το πηγμένο τυρί από το καζάνι με την τσαντίλα το έβαζε στο τυροβόλι και έκανε το κεφαλοτύρι . σες άλλο δοχείο έκανε τη φέτα. Τελευταία έφτιαχνε την μυζήθρα και στο τέλος έκανε τον καθαρισμό του καζανιού να είναι για αύριο όλα έτοιμα.

    Συγκεντρώνοντας με τον παραπάνω τρόπο το γάλα της γειτονιάς, έφτιαχνε η «Κυρά» στο χαλκωματένιο καζάνι τον ξινό και τον γλυκό τραχανά. Μέρος από την ποσότητα του γάλατος χρησιμοποιούσε για να ρίξει και στο ζυμάρι για τις χυλοπίτες. Την ημέρα που κάποια γειτόνισσα της παρέας επρόκειτο να φτιάξει χυλοπίτες, μαζεύονταν πρωί – πρωί  στο σπίτι της σχεδόν όλες οι γυναίκες της παρέας. Άλλες άνοιγαν πάνω στα τραπέζια και τους σοφράδες το ζυμάρι και δημιουργούσαν τα «πέτουρα*» με τους «πλάστες*» ενώ άλλες , οι «κόφτρες*» έκοβαν με τα κοφτερά τους μαχαίρια  τα πέτουρα σε μικρά τετράγωνα ή στενόμακρα κομματάκια δημιουργώντας έτσι  τις  χυλοπίτες. Τα μικρά αυτά κομματάκια στη συνέχεια τα άπλωναν πάνω σε καθαρά σεντόνια που είχαν απλώσει  στα κρεββάτια, για να ξεραθούν. Η «παρέα» τελείωνε γύρω στα τέλος του Αυγούστου που σταματούσε η παραγωγή γάλατος από τα ζωντανά  και κάθε νοικοκυρά είχε στο κελάρι της πέντε έως έξη κεφαλοτύρια και άλλες τόσες μυζήθρες (μουτζήθρες) χώρια τη φέτα στα ξύλινα βαρέλια, τις χυλοπίτες , τον ξινό αλλά και τον γλυκό (πληγουρένιο) τραχανά όλα φτιαγμένα στο χέρι. Ο χειμώνας που σε λίγο θα ερχόταν είχε ο, τι ήταν απαραίτητο. Φύλαγαν στο σπίτι κάποιας νοικοκυράς τα εργαλεία τους και εύχονταν η μια στην άλλη καλό χειμώνα , καλοφάγωτα, και του χρόνου να είμαστε καλά! .

    Μια φέτα ζυμωτό ψωμί και λίγο κεφαλοτύρι ήταν το απογευματινό των παιδιών αλλά και ένα μικρό κέρασμα με ένα ποτήρι κρασί για τον μουσαφίρη της στιγμής . Το τυρί αποτελούσε απαραίτητο συμπλήρωμα στο ταγάρι της νοικοκυράς που έπαιρνε μαζί της στον τρύγο , τη  σπορά και το λιομάζωμα . Ο τραχανάς και οι χυλοπίτες γέμιζαν  τα  ταγάρια  που έφευγαν για την Τρίπολη με το πρωινό λεωφορείο της γραμμής  ραμμένα με βελόνα και χοντρή κλωστή, για τα παιδιά που σπούδαζαν εκεί. Τα μεσημέρια τής Κυριακής, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τις Απόκριες το σπίτι και όλη η γειτονιά  μοσχοβολούσε από το κοκκινιστό με τις χυλοπίτες πασπαλισμένες με μυζήθρα ή με κεφαλοτύρι .

   Από τις αρχές του 1970  ο ιδιότυπος αυτός συνεταιρισμός των γυναικών του χωριού μας  σιγά - σιγά άρχισε να φθίνει, αφού οι κατσίκες και οι προβατίνες άρχισαν εξαφανίζονται από τα καλύβια των σπιτιών  και να καταλήγουν στα χασάπικα του χωριού για να δώσουν στα σπιτικά το νόστιμο κρέας τους, δυστυχώς όμως χωρίς αντικατάσταση.

                                                         Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

 

             ΤΑ ΣΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΑ (ΣΑΜΑΤΖΙΔΙΚΑ) –ΠΕΤΑΛΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ

 

Μέχρι τελευταία, που κατασκευάστηκε στο χωριό εσωτερικό οδικό δίκτυο και κυκλοφόρησαν αγροτικά και φορτηγά αυτοκίνητα, οι κάθε είδους αγροτικές εργασίες (όργωμα, αλώνισμα κλπ.) καθώς και οι εσωτερικές μεταφορές πραγματοποιούντο με τα μουλάρια, τα άλογα και τα γαϊδούρια. Επίσης με τα ίδια μεταφορικά μέσα οδοιπορούσαν οι Ελαιοχωρίτες, μέσω Αρμακά και Λαγκάδας, για το Καστρί, το χωριό που αποτελούσε για αυτούς τον τόπο της καταγωγής τους, αφού είχαν και εκεί τα σπίτια τους και καλλιεργούσαν τα κτήματά τους, με καστανιές, κερασιές και άλλα οπωροφόρα δέντρα. Κατά την διάρκεια εκτέλεσης των αγροτικών εργασιών η οδοιπορώντας καταστρέφονταν τα νύχια στις οπλές των ζώων.

Προκειμένου να προστατεύονται τα νύχια των ζωντανών τους, οι ιδιοκτήτες τους τα οδηγούσαν στα πεταλωτήρια του χωριού, που ονομάζονταν και «αλμπάνικα» και τα «καλίγωναν», δηλαδή τους κάρφωναν σιδερένια πέταλα στα νύχια κάτω από τις οπλές τους, με σιδερένια καρφιά. Τα πέταλα ήταν δύο ειδών: α)Τα απλά πέταλα, που η σιδερένια επιφάνειά τους κάλυπτε ολόκληρη την επιφάνεια του νυχιού στην οπλή του ζώου που εφάπτετο στο έδαφος και β)τα γερμανικά, που είχαν σχήμα ωοειδές με ανοιχτή τη μια άκρη τους και κάλυπταν το νύχι στην οπλή περιφερειακά, αφήνοντας το κέντρο της ελεύθερο.

Το ζώο δενόταν έξω από πεταλωτήριο από το καπιστρόσκοινο συνήθως στον κορμό ενός δέντρου ή σε ένα άλλο σταθερό σημείο, για να περιορίζονται οι απότομες κινήσεις του κατά την διάρκεια του πεταλώματος και στη συνέχεια ο ιδιοκτήτης του έπιανε με τα δυο του χέρια το πόδι του ζώου από την οπλή και το σήκωνε ψηλά, μέχρι να το λυγίσει και η οπλή του ποδιού του να κοιτάζει προς τα πάνω. Τότε ο πεταλωτής έσκυβε και με την τανάλια του αφαιρούσε πρώτα το φθαρμένο πέταλο από το νύχι της οπλής του ζώου. Στη συνέχεια με ένα κοφτερό εργαλείο, το «σιατράνι» έκοβε το νύχι της οπλής που είχε μεγαλώσει. Έπειτα προσάρμοζε πάνω στο νύχι το καινούργιο πέταλο και με τα καρφιά το στερέωνε, καρφώνοντάς το μέσα στο νύχι από την περιφέρειά του. Το ίδιο επαναλάμβανε και στα άλλα νύχια του ζώου.

Το κάρφωμα του πέταλου με τα καρφιά πάνω στο νύχι της οπλής του ζώου απαιτούσε ιδιαίτερη «μαστοριά». Έπρεπε να καρφωθεί το καρφί στην άκρη του νυχιού γιατί αν καρφώνονταν λίγο παραμέσα, άγγιζε την σάρκα του ζώου και το ενοχλούσε, με αποτέλεσμα να κουτσαίνει. Έλεγαν τότε ότι το ζώο το «καρφόπιασε» ο πεταλωτής. Και τότε έπρεπε να ξεκινήσει η διαδικασία του πεταλώματος στο προβληματικό κάρφωμα από την αρχή. Δεν ήταν όμως και λίγες οι φορές που τα ζώα την ώρα του πεταλώματος δυστροπούσαν και κλωτσούσαν με τα πόδια τους τον ιδιοκτήτη που κρατούσε το πόδι του ζώου αλλά και τον πεταλωτή. Για τα άτακτα ζώα στην αυλή του πεταλωτήριου του Παν. Καραπάνου υπήρχε η «κούνια». Αυτή ήταν ένας συνδυασμός από σιδηροσωλήνες, μέσα στην οποία έμπαιναν αυτά τα ζώα για να τα καλιγώσουν.

Την κατασκευή και την επισκευή των σαγμάτων (σαμαριών) των ζώων που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες μεταφοράς των προϊόντων καθώς και του πεταλώματός τους κάλυπταν Ελαιοχωρίτες που ήταν σαγματοποιοί (σαμαρτζήδες) και πεταλωτήδες ταυτόχρονα. Στο σαγματοποιείο υπήρχαν όλα τα σύνεργα που χρησιμοποιούσε ο μάστορης για την κατασκευή και επισκευή των σαμαριών, για τα οποία αναφερόμαστε λεπτομερώς παρακάτω ενώ στο πεταλωτήριο  ή «αλμπάνικο», υπήρχαν όλα τα σύνεργα του πεταλωτή (τανάλιες, σφυριά, πριόνια, καλέμια, πέταλα, αλογόκαρφα κλπ).

Στο χωριό ασκούσαν αυτό το επάγγελμα: Παλαιότερα, από το 1930 ο Παναγιώτης Παναγάκος, ο Κώστας Κωτσιορίμπας, ο Γρηγόρης Γρηγορίου και ο Γιώργης Σκλημπόσιος μαζί με το Σταύρο Παναγάκο. Ο Γιώργης Λυγκίτσος, που είχε το μαγαζί από το έτος 1960 μέχρι του θανάτου του, δίπλα στο χασάπικο του Χρήστου Στρατηγάκου. Ο Γιώργης Καραπάνος, μετά το 1947,έμαθε την τέχνη στην Τρίπολη και δούλευαν με τον Κώστα Κωτσιορίμπα στο σπίτι του Κωτσιοριμπόγιαννη. Έπειτα χώρισαν με τον Κωτσιορίμπα και άνοιξε μαγαζί με τον αδελφό του Παναγιώτη, στου Αριστείδη Λύγδα (Κανελή). Παρέμειναν εκεί μέχρι το 1965. Ο Παναγιώτης Καραπάνος άνοιξε μαγαζί αρχικά το έτος 1948 στο σπίτι του Γιώργη Λυγκίτσου αλλά αργότερα δούλεψε μαζί με τον αδελφό του τον Γιώργη στο σπίτι του Κανελή. Οι Καραπανέοι τελικά μεταφέρθηκαν στο σπίτι του Κατσικαντάμη απέναντι από το σχολείο. Τέλος ο Δημήτρης (Μίμης) Μακρής, που είχε το μαγαζί απέναντι από το Κοντογιαννέκο σπίτι.

Αυτοί, όπως άλλωστε και όλοι οι προαναφερόμενοι βιοτέχνες (υποδηματοποιοί, σιδεράδες, βαγενάδες κλπ), ήταν κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και δευτερευόντως ασκούσαν τα επαγγέλματα αυτά, ενισχύοντας έτσι το οικογενειακό τους εισόδημα.

                                                   Γ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

                                         

 

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2022

 

                                                                                                    Ελαιοχώρι 22 Ιουνίου 2022

 

            A   N   A   K  O  Ι  Ν  Ω  Σ  Η    -    Π  Ρ  Ο  Σ  Κ  Λ  Η  Σ  Η

 

    Ο   Φιλοπρόοδος Όμιλος Ελαιοχωρίου  συνεχίζει και φέτος  την δενδροφύτευση  στην είσοδο του χωριού μας  και κατά μήκος του υφιστάμενου αυτοκινητόδρομου, μέχρι τον κόμβο της οδικής αρτηρίας Τρίπολης-Άστρους  καθώς  και τον εμπλουτισμό του πάρκου που έχει δημιουργήσει στην ίδια περιοχή.  με την φύτευση και νέων δενδρυλλίων.

    Όσοι μπορούν και επιθυμούν να συμμετάσχουν σε αυτή μας την προσπάθεια  να έρθουν, να φυτέψουν και να υιοθετήσουν ένα δένδρο ο καθένας τους, για να απολαμβάνουν τον ίσκιο τους και οι επερχόμενες γενιές.       (Τηλέφωνο επικοινωνίας: 6976198871 με τον αντιπρόεδρο του Ομίλου κ. Δημήτρη Σκλημπόσιο)

                          

                                                                         από τον Φ.Ο.Ε.

 

 

                                     Π   Ε  Ν   Θ   Η

     Έφυγε από κοντά μας,  πλήρης ημερών,  η συγχωριανή μας Χρυσούλα Νικολάου Παναγάκου. Στους οικείους της εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια,   ευχόμενοι ο Μεγαλοδύναμος να την αναπαύσει και  να κατατάξει την ψυχή της σε σκηνές  Δικαίων  στον Παράδεισο  «ένθα  ουκ  έστι  πόνος ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά Ζωή ατελεύτητος».

                                                                          Από τον Φ.Ο.Ε.                

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022

 

                                         ΟΙ ΔΙΠΛΟΚΑΤΟΙΚΟΙ ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΕΣ

    

 Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο σημείωμά μας, το χωριό μας είναι δευτερογενής οικισμός του Καστριού. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους του, παλιότερα είχαν μόνιμη διαμονή το Καστρί και έρχονταν στη Μάσκλινα , πολύ πριν το 1834 περιστασιακά και μόνο για το μάζεμα της ελιάς, όπου διέμεναν σε πρόχειρες εγκαταστάσεις. Τα «καλύβια Καστρίου» υπήρχαν ήδη κατά την οριοθέτηση και τον καθορισμό των δήμων Αργολιδοκορινθίας το έτος 1834. Με το πέρασμα όμως του χρόνου οι Καστρίτες άρχισαν να παρατείνουν την παραμονή τους στα χειμαδιά, που ο χειμώνας ήταν ήπιος, δημιουργώντας στην περιοχή μόνιμες κατοικίες ,και ανέβαιναν στο Καστρί την άνοιξη.

Μετά τη γιορτή του Πάσχα, συνήθως στα μέσα του Απρίλη, εγκατέλειπαν τη Μάσκλινα ομαδικά. Φόρτωναν στα μουλάρια τους, ολόκληρη την οικοσκευή τους και με τα μωρά καλικούσια, συνοδεύοντας όλα τα οικόσιτα ζώα τους (γίδες, πρόβατα, κοτόπουλα κλπ), ανηφόριζαν οικογενειακώς στις ανηφοριές του Αρμακά και της Λαγκάδας. Περνούσαν από το Δραγούνι και το Μεσοράχι, για να φθάσουν, μετά από πέντε ώρες συνολικά ποδαρόδρομο, στο Καστρί, τον τόπο που είχαν αφήσει από τον Οκτώβρη της προηγούμενης χρονιάς.

Εκεί ήταν το κέντρο αναφοράς τους, αφού το Καστρί (Άγιος Νικόλαος) εκείνη την εποχή συγκέντρωνε διοικητικές υπηρεσίες, (Ληξιαρχείο, Ειρηνοδικείο, Δημόσιο Ταμείο κλπ) και αποτελούσε το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της περιοχής. Ασχολούντο όλη την άνοιξη και το καλοκαίρι και εκεί με γεωργικές κατεξοχή εργασίες, όπως με τον θερισμό και αλωνισμό των δημητριακών που είχαν σπείρει το φθινόπωρο του προηγούμενου χρόνου, πριν κατέβουν στην Μάσκλινα, με το μάζεμα των κερασιών και των καρυδιών, με την καλλιέργεια της πατάτας και άλλων κηπευτικών στις πεζούλες των περιβολιών τους και το φθινόπωρο με το μάζεμα του κάστανου. Μάλιστα στο Καστρί την περίοδο του μεσοπολέμου οι κάτοικοι ασχολούντο με την συστηματική καλλιέργεια πατάτας, που είχε γίνει περιζήτητη, αφού την χρησιμοποιούσαν ως φυτώριο στην ευρύτερη περιοχή και το Καστρί για δεκαετίες ολόκληρες είχε χαρακτηριστεί σαν «σποροπαραγωγικό κέντρο» πατάτας.

Μόλις ερχόταν τα μέσα του Νοέμβρη, με τα πρώτα κρύα, φόρτωναν την οικοσκευή τους στα μουλάρια και με όλα τα οικόσιτα ζώα τους ακολουθούσαν την αντίστροφη πορεία και πάλι προς τη Μάσκλινα. Τελευταία όμως ελάχιστες οικογένειες από το χωριό εξακολουθούν να είναι διπλοκάτοικοι. Αλλά και αυτοί πιά ανεβοκατεβαίνουν στο Καστρί οδικώς με τα δικά τους αυτοκίνητα μέσω Τεγέας και Δραγουνιού. Έτσι η ημιονική αρτηρία Αρμακά - Αγίας Σοφίας - Λαγκάδας – Δραγουνιού, που επί δεκαετίες ολόκληρες έσφυζε από ζωή, εγκαταλείφθηκε οριστικά και αποτελεί για τους παλαιότερους μια γλυκόπικρη ανάμνηση.

Η συντριπτική πλειοψηφία των Μασκλινιωτών εγκατέλειψαν πια για πάντα το «μητρικό» τους χωριό και έγιναν μόνιμοι κάτοικοι της Μάσκλινας. Τα σπίτια που είχαν στο Καστρί τα εγκατέλειψαν στη τύχη τους, οπότε είτε γκρεμίστηκαν σε σωρούς ερειπίων, είτε κατάφεραν, σε παλαιότερες εποχές, να τα πωλήσουν σε άλλους Καστρίτες που μένουν μόνιμα εκεί. Τα χωράφια όμως που είχαν στην ιδιοκτησία τους,  κατά το πλείστον, ρημάζουν ανεκμετάλλευτα και γέμισαν βάτα, κόνιζες, φτέρες και διάφορα άλλα άγρια δέντρα.

Δεν ήταν μόνο οι Καστρίτες που το χειμώνα κατέβαιναν στα χειμαδιά, αλλά και οι κάτοικοι άλλων χωριών της ορεινής Κυνουρίας. Τέτοια χωριά ήταν: ο ΑηΓιάννης, που οι κάτοικοί του κατέβαιναν στο Μεσόγειο Άστρος (Αγιαννίτικα καλύβια), η ορεινή Μελιγού, που οι κάτοικοι κατέβαιναν στην χειμερινή Μελιγού (Μελιγγίτικα καλύβια). Τα πάνω Κούτρουφα, που οι κάτοικοι κατέβαιναν στα κάτω Κούτρουφα, το ορεινό Κορακοβούνι ,που οι κάτοικοι κατέβαιναν στο χειμερινό Κορακοβούνι κλπ.

Ακόμη και σήμερα δεκάδες οικογένειες του γειτονικού μας χωριού Δολιανά, είναι διπλοκάτοικοι. Το ορεινό χωριό των Δολιανιτών το χειμώνα είναι σχεδόν έρημο από ανθρώπους. Κάθε φθινόπωρο, στα τέλη του Οκτώβρη, παλιότερα, που δεν υπήρχαν οδικές συγκοινωνίες, ξεκινούσαν ομαδικά με τα ζώα τους, τις οικοσκευές τους και με τα εξαπτέρυγα και την εικόνα του προστάτη και πολιούχου τους ΑηΓιώργη φορτωμένη στις πλάτες των νεωτέρων και στην κορυφή της φάλαγγας, κατέβαιναν από μουλαρόδρομους μέσα από  την περιοχή «Κορύτες» στα χειμαδιά, στο χωριό τους, τα Κάτω Δολιανά. Και την άνοιξη, πάλι με την εικόνα του ΑηΓιώργη για οδηγό τους, ακολουθούσαν την αντίστροφη πορεία για τα ορεινά ,τα επάνω Δολιανά. Και τώρα, που η μετακίνησή τους γίνεται συνήθως με αυτοκίνητα από το ένα χωριό τους στο άλλο, τηρούν ευλαβικά το έθιμο αυτό, πεζοπορώντας μέσα από τους δρόμους που όργωναν οι πρόγονοί τους, με μπροστάρηδες της φάλαγγας τα εξαπτέρυγα και την εικόνα του προστάτη τους ΑηΓιώργη.

Μετά την «διάσπαση» του Δήμου Τανίας, με την αυτοτέλεια των πρωτογενών και δευτερογενών οικισμών του, σε «αναγνωρισμένες» ξεχωριστές κοινότητες, υφίστανται  οι δεσμοί και η ενότητα μεταξύ των οικισμών αυτών και των κατοίκων τους ακόμη και μέχρι τις ημέρες μας. Παρά την πολυμορφία του γεωφυσικού χώρου της ευρύτερης περιοχής, με τις μεγάλες διαφορές και τις έντονες αντιθέσεις - εδαφολογικές, υδρολογικές, κλιματολογικές, υπήρχε και διατηρείται ακόμη, μια αρραγής ανθρωπογεωγραφική ενότητα που σημαίνει ενότητα γεωγραφική, ιστορική, οικονομική και κοινωνική. Γενικά ενότητα πολιτισμική, με δυνατούς συνεκτικούς ιστούς και δεσμούς που συγκροτούσαν ένα οργανικό σώμα και συγκρατούσαν και συντηρούσαν την ύπαρξή του.

Ισχυρός ενωτικός δεσμός είναι η γενετική σχέση των δευτερογενών με τους πρωτογενείς οικισμούς. Αποτελούσε τον «ομφάλιο λώρο» που ένωνε και έδενε τον δευτερογενή οικισμό με το «μητρικό» του χωριό, τον πρωτογενή οικισμό. Οι κάτοικοι των δευτερογενών οικισμών, όπως ήταν το χωριό μας, είχαν επίγνωση της γενετικής σχέσης. Είχαν έντονη την αίσθηση ότι ήταν γνήσια τέκνα της ίδιας οικογένειας. Άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις έχουν ακόμη και σήμερα συγγενικούς δεσμούς με τους κατοίκους των πρωτογενών οικισμών. Επί πλέον κάτοικοι των δευτερογενών οικισμών διατηρούσαν ή διατηρούν σπίτια και κτήματα που είχαν ή έχουν στην περιοχή των πρωτογενών οικισμών.

Και αντίστροφα: Κάτοικοι πρωτογενών οικισμών, οικιστές ή απόγονοι οικιστών δευτερογενών οικισμών, διατηρούσαν ή διατηρούν ακόμη και σήμερα κτήματα ή κατοικίες  για εποχική διαβίωση στους χειμερινούς οικισμούς. Συνεπώς οι δευτερογενείς οικισμοί του δήμου Τανίας  εξακολούθησαν να αποτελούν  επέκταση - και όχι μόνον εδαφική – των πρωτογενών οικισμών του.

Έτσι με την δημιουργία και την ανάπτυξη των δευτερογενών οικισμών στην περιοχή αυτή, δεν διασπάστηκε καθόλου η δημογραφική και ανθρωπολογική ενότητα της περιοχής του δήμου Τανίας και στο μέγιστο μέρος της και η οικιστική. Απλά με την δημιουργία δευτερογενών οικισμών έγινε επέκτασή της.

                                                                     Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

 

                                     ΤΑ   ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΑ  ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

 Η οικοδομική ανάπτυξη  του χωριού δημιούργησε την ανάγκη εξεύρεσης ασβέστη ή «χορίγι» όπως το έλεγαν, υλικού άκρως απαραίτητου για το χτίσιμο των οικοδομών. Το σβησμένο ασβέστη δημιουργείτο από την επαφή με το νερό  του στερεού ασβέστη, όπως έβγαινε από το καμίνι, και τελικά γινόταν πολτός. Αναμειγνυόμενο, ως γνωστό, με άμμο και τσιμέντο αποτελεί μέχρι σήμερα άριστο  συνεκτικό υλικό και επίχρισμα στις πέτρες και τα τούβλα κατά το χτίσιμο. Επίσης χρησιμοποιείτο σε διάλυμα για την απολύμανση και το φρεσκάρισμα των οικοδομών καθώς και για το άσπρισμα των απέραντων μαντρότοιχων σε ξερολιθιά που υπήρχαν στο χωριό. Τις αναγκαίες ποσότητες του υλικού αυτού μετέφεραν οι χωριανοί με τα μουλάρια μέσα σε σακιά από τα γειτονικά χωριά που είχαν παραγωγή ασβέστη σε μεγάλες ποσότητες ή με το τραίνο από την Τρίπολη. Επειδή τα πετρώματα της γύρω περιοχής του χωριού μας ιδιαίτερα της περιοχής του όρους Παρθενίου και του Αρμακά είναι ασβεστολιθικά, δηλαδή κατάλληλα για την παραγωγή ασβέστη,  κάτοικοι του χωριού ασχολήθηκαν και με αυτή την δουλειά. Τα καμίνια τα έκτιζαν πάντοτε κοντά σε λατομείο ασβεστολιθικών πετρωμάτων και κοντά στο δάσος για να μην μεταφέρουν από μακριά τα υλικά κατασκευής και καύσης  του. 

 Πρώτα άρχιζαν και έφερναν τις πέτρες από το γειτονικό λατομείο για να χτίσουν το καμίνι, καθώς και τα καυσόξυλα (αφάνες, πουρνάρια κλπ.) για το κάψουν. Τις πέτρες τις κουβαλούσαν με τα μουλάρια με τον εξής τρόπο: Έδεναν με τις τριχιές σε θηλιά, στις δύο πλευρές του σαμαριού του μουλαριού σανίδες φαρδιές και εκεί επάνω φόρτωναν τις πέτρες την μια δίπλα στην  άλλη, στερεώνοντάς τες με τις τριχιές για να μην πέσουν κατά την μεταφορά τους. Η τριχιά ξεκινούσε και τέλειωνε στα «κλοτσάκια» που ήταν καρφωμένα στις άκρες του σαμαριού μπρος και πίσω, για να διευκολύνει το δέσιμο. Αφού περνούσαν την τριχιά από το «πισάρι», ξύλινο εξάρτημα του σαμαριού στο πίσω μέρος μετά την περνούσαν από το «μποστάρι», το εξάρτημα του σαμαριού στο μπροστινό μέρος. Έδεναν τέλος την τριχιά στο μπροστινό κλοτσάκι με διπλή θηλιά και έσφιγγαν την τριχιά για να είναι σίγουρο το φορτίο κατά την μεταφορά. Οι σανίδες που δέχονταν τις πέτρες δεν έπρεπε να κρέμονται κάτω από το μάκρος του σαμαριού για να μην εμποδίζει το περπάτημα του ζώου και να μην το τραυματίζει τα πλευρά του.Το φορτίο έπρεπε να είναι ισόβαρο και από τις δύο πλευρές του σαμαριού. Όταν έγερνε από την μια πλευρά πρόσθεταν πέτρες από την άλλη για να υπάρχει απόλυτη ισορροπία και να μην «ξεσαμαρίζει» το φορτίο μέσα στις κακοτοπιές που περνούσε το μουλάρι. Το ξεφόρτωμα γινόταν από δύο άτομα, για να κρατούν την ισορροπία του φορτίου, μέχρι να ξεφορτωθεί εντελώς από το μουλάρι. Όταν το λατομείο ήταν δίπλα στο καμίνι, οι εργάτες κουβαλούσαν τις πέτρες με την «τζιουβέρα» ή «ξυλογαϊδούρα». Αυτή ήταν ένα είδος φορείου με γερά ξύλα στα πλαϊνά και σύρμα πλεγμένο στην κοιλιά του, για να κρατάει τις πέτρες.

Τα ασβεστοκάμινα τα κατασκεύαζαν συνήθως  σε πλαγιές, μέρη που υπήρχε πίσω ή όσο γινόταν γύρω από αυτό, κάθετο έδαφος από σκληρό χώμα που θα χρησίμευε ως μόνωση.  Αρχικά έσκαβαν ένα κυκλικό λάκκο με βάθος που αναλογούσε στο 1/3 του συνολικού ύψους του καμινιού. Από το βάθος του λάκκου έχτιζαν κυκλικά τον εξωτερικό τοίχο του καμινιού με πάχος τουλάχιστον 80 εκατοστά με πέτρες και λάσπη από χώμα, μέχρι την κορυφή του. Στην βάση αυτού του τοίχου και εσωτερικά, έκαναν μια μικρή βάση, την «σέτα», φάρδους 20 και ύψους 50 εκατοστών, όπου από εκεί άρχιζε σε ξερολιθιά το θολωτό χτίσιμο των ασβεστόλιθων (καμαρικών). Χτίζοντας τους εσωτερικούς τοίχους με ξερολιθιά οι χτίστες, αύξαιναν προοδευτικά καθ’ ύψος, το πάχος τους προς το εσωτερικό μέρος μόνο, έτσι αυτό εσωτερικά έπαιρνε το σχήμα κώνου και εξωτερικά το σχήμα τρούλου (κοίλο). Την τρύπα που απόμενε στο πάνω μέρος του τρούλου την έκλειναν με μια μεγάλη πέτρα σε σχήμα σφήνας, την οποία ονόμαζαν «κλειδί» ή «παπά». Οι πέτρες για την ασβεστοποίηση βρίσκονταν στην οροφή του καμινιού, οι οποίες και λέγονταν «φόστωμα» του ασβεστοκάμινου.  Άφηναν μία  τρύπα, την πόρτα, στη βάση  μπροστά στο καμίνι, η οποία μετά το χτίσιμο των ασβεστόλιθων χτιζόταν και αυτή και άφηναν μόνο ένα άνοιγμα στο κάτω μέρος για να εισέρχονται τα ξύλα για την καύση στο εσωτερικό του που έμενε κενό. Σε κάποια απόσταση άφηναν άλλη μια τρύπα για να βγάζουν την στάχτη με την μασιά. Το χτίσιμο των ασβεστόλιθων απαιτούσε  μεγάλη μαστοριά και προσοχή. Οι ασβεστόλιθοι έπρεπε να χτίζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα του θολωτού (σαν φούρνος) και να υπάρχουν κενά μεταξύ των ασβεστόλιθων, για να επιτυγχάνεται η διευκόλυνση ρευμάτων αέρα και να διαπερνά η φλόγα. Το ψήσιμο της πέτρας γινόταν αντιληπτό από το κάθισμα του θολωτού σωρού αλλά και από τον καπνό που έπαιρνε χρώμα μπλε.

Ακολούθως άναβαν δυνατή φωτιά που έφτανε τους 1000 βαθμούς Κελσίου στη βάση του καμινιού που έκαιγε συνεχώς, χωρίς διακοπή, για χρονικό διάστημα πέντε περίπου ημερών. Γι’ αυτή τη διαδικασία έπρεπε να είναι έμπειρος ο «ταγιστής»  εργάτης και η ομάδα του. Η τελευταία αποτελείτο από τέσσερα συνήθως άτομα, οι οποίοι εναλλάσσονταν κάθε δύο ώρες περίπου. Οι ταγιστές πρόσθεταν συνεχώς κλαριά και τάϊζαν τη φωτιά για να αυξήσουν τη θερμοκρασία του καμινιού, προσέχοντας πολύ να μην ζαλιστούν και λιποθυμήσουν  από τη φωτιά. Μετά από τρία  ημερόνυχτα συνεχούς καύσης, το φορτίο του καμινιού, οι πέτρες δηλαδή του τρούλου μαλάκωναν κι άρχιζε σταδιακά η συρρίκνωση αυτών, άρχιζαν δηλαδή σιγά σιγά να βουλιάζουν. Η θερμοκρασία των 1000ο Κελσίου τους αφαιρούσε τον άνθρακα, τις ασβεστοποιούσε και τις έκανε τόσο μαλακές ώστε η μία ακουμπούσε πάνω στην άλλη. Έτσι έκλειναν όλα τα κενά που υπήρχαν κατά το χτίσιμο. Στο τέλος ο τρούλος βυθιζόταν αρκετά χαμηλά, ενώ από τις ασβεστοποιημένες πέτρες του τρούλου έβγαιναν ροδόχρωμες μικρές φλογίτσες. Στον εσωτερικό χώρο του Καμινιού κι απέναντι σχεδόν από την πόρτα, υπήρχε ένα σημείο που το έλεγαν «μάτι» Ήταν το σημείο εκείνο που έδειχνε αν το καμίνι είχε καεί εντελώς. Εκεί οι πέτρες είχαν χτιστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε μετά από τέλεια καύση έπρεπε να είναι ενωμένες μαζί τους, να αποτελούν ένα σώμα και το χρώμα τους να είναι ροδόλευκο.

Μετά το τέλος της καύσης άρχιζε το «ξεκαμίνιασμα»Οι καμινιαραίοι αφαιρούσαν με πολύ προσοχή και με σειρά τις ασβεστοποιημένες πέτρες του τρούλου. Τις τοποθετούσαν μέσα σε σακιά, τις φόρτωναν σε μουλάρια και τις διοχέτευαν στην αγορά. Η μονάδα μέτρησης του βάρους του ασβέστη ήταν το καντάρι που ισοδυναμούσε με σαράντα τέσσερεις οκάδες. Στην ευρύτερη περιοχή του χωριού υπήρχαν πολλά τέτοια καμίνια που έχουν μείνει τώρα τα απομεινάρια τους και ένα έχει δώσει την ονομασία του στη περιοχή που βρίσκεται σήμερα το γήπεδο του χωριού. Από αυτό το καμίνι βγήκε όλη η ποσότητα του ασβέστη που χρησιμοποιήθηκε για το χτίσιμο της εκκλησίας του Αη - Γιώργη.

Περιοδεύοντας τις κρυφές γωνιές του Πάρνωνα και στο δρόμο που οδηγεί στη Βαμβακού, σε μια κορυφογραμμή και σε υψόμετρο 1520 μέτρα συναντήσαμε  αριστερά στο δρόμο ένα χτισμένο ασβεστοκάμινο, έτοιμο για να καεί. Παραπέρα ήταν σωριασμένα παλιά λάστιχα αυτοκινήτου, που θα χρησίμευαν προφανώς για το κάψιμό του. Ποιός ξέρει όμως  τι ανάγκασε τους καμινάρηδες και παράτησαν την προσπάθειά τους αυτή στη μέση.

                                                                         Γ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...