Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Δικαίωσή για τις ανεμογγενητριες

 Σήμερα στις 28/2/2022 και μετά από τρεις αναβολές συνεδρίασε η επιτροπή επιμερισμόυ του Υπουργείου ενέργειας για την ένσταση των κατοίκων του Παρθενίου. Οι κάτοικοι του Παρθενίου προσκομιζοντας έγγραφα στην επιτροπή ισχυρίζονταν ότι και οι 8 ανεμογεννητριες είναι μέσα στα όρια του Παρθενιου. 

Ο Φιλοπρόοδος Όμιλος Ελαιοχωρίου παρακολουθοντας από κοντά τις εξελίξεις  και σε συνεργασία με όλα τα μέλη της διοίκησης του ΦΟΕ φρόντισαν για την συλλογή εγγράφων που να αποδεικνύουν  ότι 4 ανεμογεννητριες προς το Νότο  είναι μέσα στα όρια του χωριού μας.

Μετά από δύσκολες προσπάθειες καταφεραμε και προσκομίσαμε, στον διορισμένο για την υπόθεση από την Κοινοτητα, κυριο Φώτη Καγκλη δικηγόρο από το χωριό μας 17 έγγραφα με πάνω από 100 σελίδες τα οποία αποδέχτηκε η επιτροπή και αποφάσισε το δίκαιο του αίτημα του και έγινε επιμερισμός στις ανεμογεννητριες  από 4 σε κάθε χωριό.

Νιώθουμε χαρούμενοι και δικαιωμένοι γιατί ένα τεράστιο πρόβλημα για το χωριό μας έχει αίσιο τέλος.

Το κέρδος για το Ελαιοχωρι σε βάθος χρόνου θα είναι περίπου 1,5 εκατομμύρια  ευρώ και αυτό αφορά τόσο τους λογαριασμούς του ρεύματος όσο και την εξασφάλιση κονδυλίων για έργα που θα γίνουν στην κοινότητα μας.

Τέλος θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε από καρδιάς τον πατριώτη μας δικηγόρο Φώτη Καγκλή την άριστη εκπροσώπηση του χωριού μας στην επιτροπή του Υπουργείου.

 

ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

 Τα σπίτια του χωριού αρχικά δεν ήταν συγκεντρωμένα σε μια θέση, με αναφορά το κέντρο του χωριού, αλλά ξεκίνησαν οι κάτοικοι να δημιουργούν στην αρχή οικισμούς, απομακρυσμένους μεταξύ τους, που είχαν σαν βάση μια ή περισσότερες οικογένειες. Έτσι στην περιοχή «Πλατάνι» δημιουργήθηκε ο οικισμός «Λιατσέκα» ή «Πίσω Μεσοραχίτικα», στην περιοχή «Σαμόνι», στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Παρθενίου  ο οικισμός «Κατσιρέκα», ενώ στην είσοδο του χωριού από το Βαγιόρεμα, εκεί που περνούσαν ανέκαθεν οδικοί άξονες, δημιουργήθηκε,  ο οικισμός «Στρατηγέκα χάνια» που είναι και ο παλαιότερος.

Αυτοί οι οικισμοί αποτέλεσαν τους πρώτους πυρήνες της οικιστικής δημιουργίας του χωριού. Από αυτή τη διάταξη των πρώτων οικισμών προκύπτει ότι οι κάτοικοί τους ασχολούντο ανέκαθεν με την γεωργία και την κτηνοτροφία, αφού οι οικισμοί ήταν απομακρυσμένοι μεταξύ τους για την δημιουργία μεγάλων βοσκοτόπων. Κατά την οικιστική ανάπτυξη του οικισμού, μετά το 1851, οι γειτονιές κατά κανόνα εξακολούθησαν να έχουν σχετική ανεξαρτησία μεταξύ τους. Έτσι στη γειτονιά «Ζαρελιάνικα» δεν συναντάμε οικογένειες με το επίθετο Μακρής ή Αντωνάκος. Όπως και στη Μακρέκη γειτονιά δεν συναντάμε οικογένειες με το επίθετο Κατσίρης ή Κουρλιμπίνης. Η ίδια πληθυσμιακή εξέλιξη παρατηρείται και στις άλλες γειτονιές του χωριού. Σε όποια γειτονιά παρατηρείται επιμιξία επιθέτων, αυτή αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα και οφείλεται στην συγγενική σχέση των οικογενειών που αναπτύχθηκε εν τω μεταξύ, κατά την πληθυσμιακή εξέλιξη του οικισμού.

Οι γειτονιές του χωριού όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα είναι οι εξής: 1) Τα Στρατηγέκα, στην περιοχή που βρίσκονταν παλαιότερα  τα ομώνυμα  χάνια, αλλά ο οικισμός αυτός σήμερα  κατοικείται περιστασιακά και κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες.Συγκεκριμένα περιοδικά και για μικρό χρονικό διάστημα διαμένουν μόνο δύο οικογένειες σε αυτό τον οικισμό, 2) Τα Τσιωρέκα, 3) Τα Παναγέκα, 4)Τα Αντωνέκα, 5)Τα Μακρέκα, 6) Τα Κουρβεταρέκα,  7) Τα Ξαμπλέκα, 8)Τα Λυγγιτσέκα, 9) Η Αγορά, 10)Ο Σταθμός, 11)Τα Ζαρελιάνικα, 12)Τα Τσιαχρανέκα,13) Τα Κορολέκα 14)Τα δώθε Μεσορραχίτικα, 15) Τα πίσω Μεσορραχίτικα και 16)Τα Κατσιρέκα.Οι τρεις τελευταίοι οικισμοί δεν κατοικούνται σήμερα.

     Η Μακρέκη και Αντωνέκη γειτονιά, που έχει αναπτυχθεί στο νοτιοδυτικό τμήμα του χωριού, κοντά στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, ονομάζεται και «Γυμνιάνικα». Οι οικογένειες που κατοικούν εκεί, σύμφωνα με μαρτυρίες, ήλθαν την εποχή των Ορλωφικών (1770) από το Γυμνό της Αργολίδας και εγκαταστάθηκαν στην ομώνυμη γειτονιά του Αγίου Νικολάου (Καστρίου). Όταν άρχισαν να γίνονται διπλοκάτοικοι διαμένοντας ένα χρονικό διάστημα και στη Μάσκλινα, ονόμασαν με την ίδια ονομασία και τη γειτονιά τους στο νέο τόπο της εγκατάστασής τους.

     Αλλά και οι Καστρίτες που εγκαταστάθηκαν στο βόρειο τμήμα του χωριού, κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, ονόμασαν την συνοικία τους «Ζαρελιάνικα». Προέρχονται από το Καστριτοχώρι Μπερνορή (Ωριά),που αποτελούσε την ενορία του «παπαΓιώργη Ζαρέλη». Η ενορία με την επωνυμία αυτή εμφανίζεται στην Βενετική απογραφή του πληθυσμού του Καστρίου, στην απογραφή Grimani του 1770,σαν «ενορία του παπαΓεωργίου Ζαρέλη (di Papa Zareli)». Οι κάτοικοι του οικισμού αυτού μετά από χρόνια έγιναν διπλοκάτοικοι, δημιουργώντας συνοικία με αυτό την ονομασία και στη Μάσκλινα. Τη γειτονιά αυτή χωρίζει από τις άλλες η σιδηροδρομική γραμμή. Η επικοινωνία τους διεξάγεται με μία ισόπεδη διάβαση στην περιοχή του σταθμού του τραίνου και με δύο γεφυροποιημένες διαβάσεις,την μία κάτω από τη γραμμή λίγα μέτρα βόρεια από τον σταθμό και την άλλη λίγο βορειότερα, πάνω από την γραμμή, το «γεφυράκι της Μπαμπακίτισας ή του Πεντάρα», όπως το ονομάζουν οι χωριανοί. Αυτή η γειτονιά χαρακτηρίζεται από πυκνή οικιστική δόμηση  και με περιορισμένους σε έκταση αυλόγυρους, ενώ οι κατοικίες σε όλες τις άλλες γειτονιές  του χωριού έχουν σχετική ευρυχωρία.

  Επειδή όμως η ζωή συνεχίζει να κυλάει στο αυλάκι της, πολλά παλιά σπίτια «άλλαξαν χέρια», ενώ οι νεότερες γενιές των Μασκλινιωτών επισκεύασαν τα σπίτια των προγόνων τους για να καταστήσουν πιο άνετη την διαβίωσή τους σε αυτά. Μερικοί μάλιστα έχτισαν, με νέους τρόπους και μεθόδους και άλλες κατοικίες δίπλα στα πατρικά τους ή και σε ανεξάρτητα οικόπεδα, με αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των κτισμάτων μέσα στον οικιστικό πυρήνα του χωριού μας. Θα σταματήσουμε όμως εδώ, παραλείποντας σκόπιμα την αναφορά μας για την σημερινή «ζωντανή» παρουσία των σπιτιών στην πολιτιστική εξέλιξη του χωριού μας, για να μην μελαγχολήσουμε, αφού τα περισσότερα από αυτά παραμένουν τώρα κλειστά.

                                                                                               Γ.Σ.Μασκλινιώτης

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

 

                              ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΝΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

       Οι κάτοικοι του χωριού μας, ανήσυχοι και εργατικοί όπως ήταν, εκτός από τις αγροτικές εργασίες που ήταν η κύρια ασχολία τους, απασχολήθηκαν παράλληλα και με άλλα επαγγέλματα, για να ενισχύσουν το πενιχρό εισόδημά τους που τους απέδιδε ο αγροτικός τομέας. Έτσι  στο χωριό λειτούργησαν κατά περιόδους και τα εξής εργαστήρια:

 Α) Σιδεράδικα (γύφτικα) που κατασκεύαζαν και επισκεύαζαν διάφορα εργαλεία των κατοίκων που χρησιμοποιούσαν στις αγροτικές εργασίες τους (αλέτρια, δρεπάνια, ψαλίδια, αξίνες, κ.λ.π.).Αυτά ήταν α)του Γιώργη και Γιάννη Κουρβετάρη (Καντζάρα) που βρισκόταν δίπλα από το μαγαζί του Ανδρέα Κουρβετάρη, β) των αδελφών Δασκολιά (Τσελεπή),στον κεντρικό δρόμο δίπλα στο «παλιό σχολείο» κοντά στην αγορά, γ)του Γιώργη Σίμνου, που λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα και στεγαζόταν δίπλα από το σπίτι του Κώστα Μάρκου στην αγορά και δ) του Παναγιώτη Μπακούρη που το κρατούσε μέχρι πρότινος  ο γιός του Σωτήρης και στεγαζόταν σε οίκημα εφαπτόμενο του κεντρικού δρόμου, λίγο πιο πάνω από την αγορά. Όλα τα παραπάνω σιδεράδικα αποτελούν παρελθόν για το χωριό μας. Λειτουργεί μόνο το σιδεράδικο του Στράτη  Βαρβιτσιώτη στη Μακρέκη συνοικία.

Β) Πεταλωτήρια και εργαστήρια κατασκευής σαμαριών που «πετάλωναν» τα αλογομούλαρα των χωριανών μας και κατασκεύαζαν και επισκεύαζαν τα σαμάρια των αμίλητων εργατών του χωριού. Στο χωριό ασκούσαν αυτό το επάγγελμα: Παλαιότερα, από το 1930 ο Παναγιώτης Παναγάκος, ο Κώστας Κωτσιορίμπας, ο Γρηγόρης Γρηγορίου και ο Γιώργης Σκλημπόσιος μαζί με το Σταύρο Παναγάκο. Ο Γιώργης Λυγκίτσος, που είχε το μαγαζί από το έτος 1960 μέχρι του θανάτου του, δίπλα στο χασάπικο του Χρήστου Στρατηγάκου. Ο Μίμης Μακρής (Χυλοπιτάς) στο σπίτι του απέναντι από το σπίτι του Κοντογιάννη. Ο Γιώργης Καραπάνος, μετά το 1947,έμαθε την τέχνη στην Τρίπολη και δούλευαν με τον Κώστα Κωτσιορίμπα στο σπίτι του Κωτσιοριμπόγιαννη. Έπειτα χώρισαν με τον Κωτσιορίμπα και άνοιξε μαγαζί με τον αδελφό του Παναγιώτη, στου Αριστείδη Λύγδα (Κανελή). Παρέμειναν εκεί μέχρι το 1965. Ο Παναγιώτης Καραπάνος άνοιξε μαγαζί αρχικά το έτος 1948 στο σπίτι του Γιώργη Λυγκίτσου αλλά αργότερα δούλεψε μαζί με τον αδελφό του τον Γιώργη στο σπίτι του Κανελή. Οι Καραπανέοι τελικά μεταφέρθηκαν στο σπίτι του Κατσικαντάμη απέναντι από το σχολείο. Τέλος ο Δημήτρης (Μίμης) Μακρής, που είχε το μαγαζί απέναντι από το Κοντογιαννέκο σπίτι.

Γ) Υποδηματοποιεία (τσαγκάρικα) και εργαστήρια επισκευής παπουτσιών (μπαλωματάδικα). Τα πρώτα, εκτός από τις επισκευές, κατασκεύαζαν και καινούρια παπούτσια ενώ στα δεύτερα  αποκλειστικά τα  ξεσόλιαζαν,  αντικαθιστούσαν δηλαδή τις φθαρμένες σόλες των παπουτσιών και έκλειναν τις τρύπες τους με κομμάτια επεξεργασμένου δέρματος, τις «φόλες». Στο χωριό υπήρχαν τα εξής εργαστήρια αυτού του είδους: Ο Γρηγόρης Κίκιζας από το 1920 μέχρι το 1927 διατηρούσε τσαγκάρικο, εξοπλισμένο με όλα τα εργαλεία. Κατασκεύαζε και καινούργια παπούτσια. Ο Βασίλης Καραπάνος που έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη από τον Γρηγόρη Κίκιζα, άνοιξε μαγαζί το 1927, στο σπίτι του Κοντογιάννη. Τα εργαλεία του, όταν αποσύρθηκε τα έδωσε στο Θρασύβουλο, που και αυτός ήταν μπαλωματής. Ο Νίκας Μακρής, που έμαθε την τέχνη από τον Γιώργη Μέγγο (Γιατρούλια), άνοιξε μαγαζί το 1947, αρχικά στου Κοντογιάννη το σπίτι, αργότερα στο σπίτι του Μπουρδούση και τελευταία μετέφερε το τσαγκάρικο στο σπίτι του στην Μακρέκη γειτονιά. Ο Αριστείδης Λύγδας και τα αδέλφια Γιάννης, Χρήστος, Κώστας και Θανάσης Κανελής ασκούσαν την τέχνη του τσαγκάρη πριν το 1930. Ο Κώστας Κατσίρης την δεκαετία του 1940 άνοιξε τσαγκάρικο στο σπίτι του, στο κέντρο του χωριού, που διατήρησε για πολλά χρόνια, μέχρι την εποχή που ξενιτεύτηκε. Τα αδέλφια Μήτσος και Λεωνίδας Καπράνος άνοιξαν τσαγκάρικο την δεκαετία του 1940 αρχικά στο σπίτι του Κωτσιοριμπόγιαννη. Στην συνέχεια μεταφέρθηκαν στο σπίτι του Στέλιου Σκλημπόσιου και έπειτα στο σπίτι του Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου). Τελικά μεταφέρθηκαν ο καθένας στο σπίτι του, ο Λεωνίδας στη συνοικία Αντωνέκα, στο πατρικό σπίτι τους, ασκώντας την τέχνη του μπαλωματή μέχρι το έτος 2005 ενώ ο Μήτσος στο δικό του σπίτι κοντά στο μπακάλικο του Αντρέα Κουρβετάρη, ασκώντας την τέχνη του μέχρι το έτος 2000.Τέλος ο Γιώργης Μέγγος (Γιατρούλιας) ασκούσε την τέχνη του τσαγκάρη από το 1930,μέχρι το έτος 1960.Είχε το μαγαζί του στο κέντρο του χωριού σε χώρους του σπιτιού του Κώστα Λύγδα (Μάρκου) και ήταν εξοπλισμένο με ολόκληρη την σειρά εργαλείων, κατασκεύαζε δε καινούργια παπούτσια με παραγγελία, πλην των άλλων μικροεπισκευών που πραγματοποιούσε σε χαλασμένα παπούτσια των κατοίκων του χωριού.

Δ) Ορισμένοι Μασκλινιώτες ασχολήθηκαν με την τέχνη του βαρελοβαγενά. Οι τεχνίτες αυτοί επισκεύαζαν τα βαγένια που είχαν ξερομαχιάσει* από την έλλειψη κρασιού μέσα σε αυτά, όταν είχαν πια αδειάσει. Χαλούσαν τα βαγένια εντελώς, αντικαθιστούσαν τις φθαρμένες δόγες τους και τα έστηναν πάλι, σφίγγοντας τα στεφάνια γύρω από το βαγένια. Εάν επρόκειτο να φτιάξουν καινούρια έκοβαν από την προηγούμενη χρονιά ξύλα, κατά προτίμηση από καστανιά ή από βελανιδιά, επειδή τα ξύλα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και κάνουν καλό κρασί γιατί έχουν λιγότερους πόρους. Τα έβαζαν συνήθως μέσα στην κοπριά των ζώων, σκεπασμένα καλά, για να στεγνώσουν και να ξεραθούν. Δεν τα άφηναν στον ήλιο για να μην σκάνε. Η θερμοκρασία που αναπτύσσεται κατά το χώνεμα της κοπριάς είναι πολύ μεγάλη αλλά σε υγρό περιβάλλον. Έτσι τα ξύλα στέγνωναν χωρίς να ραγίσουν. Κατασκεύαζαν βαγένια μικρά και μεγάλα, για την αποθήκευση και διατήρηση του κρασιού. Επίσης κατασκεύαζαν και μικρά βαρέλια, για την μεταφορά πόσιμου νερού από τα πηγάδια και τις παραδοσιακές βρύσες του χωριού στα σπίτια των κατοίκων. Η επισκευή των βαγενιών γινόταν πάντοτε επί τόπου, μέσα στα υπόγεια των σπιτιών, γιατί ήταν αδύνατη η μεταφορά τους στα εργαστήριά τους, κυρίως λόγω του όγκου τους, αλλά και του βάρους . Το βαρέλι κατασκευάζονταν και επισκευάζονταν στο εργαστήρι του βαγενά, λόγω του μικρού όγκου του. Βαρελοβαγενάδες στο χωριό ήταν οι Μακρέοι (Ο Χρήστος Μακρής, ο Στράτης Μακρής, ο Θανάσης Μακρής, ο Γιάννης Μακρής και άλλοι).

Ε) Κουρεία λειτούργησαν μέχρι τελευταία στο χωριό μας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 λειτούργησε το κουρείο του Νίκου Μέγγου (Ντρίτσαλη). Στεγαζόταν στο πίσω μέρος του παντοπωλείου - καφενείου που λειτουργούσε στον ίδιο χώρο. Εκεί καθημερινά μπαινόβγαιναν οι κάτοικοι του χωριού για να ξυριστούν, να περιποιηθούν το μουστάκι τους και τα μαλλιά τους. Επίσης λειτούργησε και άλλο κουρείο εντός του καφενείου του Παναγιώτη Κουρλιμπίνη (Μούντρου), στο σιδηροδρομικό σταθμό, που ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού γνώριζε και την τέχνη του κουρέα. Αργότερα, και για πολλές δεκαετίες λειτούργησε το κουρείο του Νίκου  Αντωνάκου (Πάικου), που στεγαζόταν κάτω από το σπίτι του, απέναντι από το λιοτρίβι των αδελφών Λύγδα.

ΣΤ) Άλλοι Μασκλινιώτες  ασχολήθηκαν με το εμπόριο λαδιού και βρώσιμων ελιών. Αγόραζαν από συγχωριανούς τους τα προϊόντα αυτά και τα  εμπορεύονταν  στις αγορές της Τρίπολης, του Άργους και της Αθήνας. Λαδέμποροι που προωθούσαν τα προϊόντα της ελιάς στα γειτονικά χωριά και την Τρίπολη ήταν: ο Θανάσης Μακρής, ο Νικόλας Μακρής, ο Νικήτας Μακρής και ο Γιώργης Παναγάκος (Ζίκιρης), ενώ αυτοί που τα προωθούσαν στις αγορές του Άργους και της Αθήνας ήταν: ο Παναγιώτης Ξάμπλας, ο Δημήτρης Μπόμπολας και ο Γιώργης Τσουλουχάς από την Κουμπίλα.

Ζ)Εκμεταλλευόμενοι τον οικοδομικό οργασμό που επικρατούσε στη χώρα μας από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μετά, πολλοί συγχωριανοί μας ασχολήθηκαν με οικοδομικές εργασίες, ανοικοδομώντας ή επισκευάζοντας τα σπίτια του χωριού μας και όχι μόνο. Παράλληλα λοιπόν με τις αγροτικές εργασίες, με την οικοδομή ασχολήθηκαν οι συγχωριανοί μας Σταύρος Παναγάκος, Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Χριστόφορος Μέγγος, Ανδρέας Γιάνναρης, Κώστας Κουρλιμπίνης, Χρήστος Μακρής, Γιώργος Μπαμπάς, Δημήτρης Λυγγίτσος, Δήμος Γρηγορίου κ.α. . Άλλοι  έγιναν ελαιοχρωματιστές  όπως ο Δημήτρης Ηλία Μήλης  ή ξυλουργοί όπως ο Ηλίας Αντωνάκος  και ο Δημήτρης Ανδριανάκος. Ορισμένοι μάλιστα ασχολήθηκαν  αποκλειστικά με τις οικοδομές σε ευρεία κλίμακα και είχαν επεκτείνει την οικοδομική τους  δραστηριότητα  εκτός των ορίων του χωριού μας στη  γειτονική πόλη   του Άργους. Οι σημαντικότεροι επιχειρηματίες της κατηγορίας αυτής ήταν οι αδελφοί Αλέξη Λυγγίτσου, που αργότερα ασχολήθηκαν με την εμπορία σιδήρου και οικοδομικών υλικών, δημιουργώντας επιχείρηση – κολοσσό, καθώς και ο Κώστας Παν. Ξάμπλας.

                                                                                            Γ.Σ.Μασκλινιώτης

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

 

                                                        Π  Ε  Ν  Θ Η

   Έφυγε πρόωρα από κοντά μας άλλος  ένας συμπατριώτης μας, ο δάσκαλος Ηλίας   Γεωργίου Παυλάκος,  ετών 63. Διακρινόταν πάντοτε  για το ήθος, την καλοσύνη  και την επαγγελματική του κατάρτιση, μεταλαμπαδεύοντας τις γνώσεις του  με προθυμία και αυταπάρνηση  επί μία τριακονταετία και πλέον  στα νεαρά βλαστάρια των Κορινθίων και όχι μόνο.

   Στην οικογένειά του, τα αδέλφια του και τον υπερεννηκοντούτη πατέρα του εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια, ευχόμενοι και προσευχόμενοι ο Κύριος των πάντων να αναπαύσει την ψυχή του σε «χώρα ζώντων, ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος».  

  -Στο καλό Ηλία και καλό σου ταξίδι.    

                                                                                                          Γ.Σ.                         

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

 

                        ΤΟ   «ΒΑΓΟΝΕΤΟ»  ΚΑΙ  Η ΟΜΑΔΑ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ

 

   Η συντήρηση και η αποκατάσταση των φθορών στο τροχαίο υλικό (βαγόνια, ατμομηχανές, ντηζελάμαξες κλπ) γινόταν από τα κεντρικά συνεργεία στον Αγ. Ιωάννη Ρέντη στον Πειραιά, ενώ στις σιδηροτροχιές του σιδηροδρομικού  δικτύου η επισκευή  γινόταν επί τόπου από τοπικά συνεργεία. Σε κάθε σταθμό του χωριού από το οποίο περνούσε το τραίνο είχε οργανωθεί από την ιδιοκτήτρια εταιρία της γραμμής (ΣΠΑΠ,ΣΕΚ, ΟΣΕ)  μιά   «ομάδα» εργατών για το σκοπό αυτό, που ανήκαν οργανικά στην εταιρία αυτή.  Στο χωριό η «ομάδα» αποτελείτο από τον προϊστάμενο της ομάδας, τον «αρχιεργάτη» και  από άλλα πέντε – έξι  άτομα, τους «εργάτες». Ήταν όλοι Μασκλινιώτες. Είχαν αρμοδιότητα επισκευής των σιδηροτροχιών του δικτύου και τον καθαρισμό του χώρου από τα χόρτα και τους θάμνους εκατέρωθεν της γραμμής σε όλο το μήκος της, από το σταθμό του χωριού, μέχρι το Σύρτη. Κάθε πρωί τις εργάσιμες ημέρες  τα μέλη της ομάδας συγκεντρώνονταν στο σταθμό με τα καλαθάκια στο χέρι. Περιείχαν το «λημερνό» τους, δηλαδή την ημερήσια διατροφή τους, που είχαν φέρει  από το σπίτι τους.

   Μόλις συγκεντρώνονταν στο σταθμό σήκωναν το «βαγονέτο» και το τοποθετούσαν πάνω στις βοηθητικές σιδηροτροχιές. Το βαγονέτο ήταν ένα ορθογώνιο όχημα απλής κατασκευής, ύψους εβδομήντα εκατοστών περίπου, με ελεύθερη την επιφάνεια φόρτωσής του, συνολικού εμβαδού πέντε τετραγωνικών μέτρων περίπου. Η επιφάνεια αυτή ήταν προσαρμοσμένη πάνω σε τέσσερεις σιδερένιους τροχούς, που η διάμετρός του καθενός δεν ξεπερνούσε τα εξήντα εκατοστά. Το όχημα αυτό διέθετε και σύστημα πέδησης,  για να συγκρατείται και να ελέγχεται η ταχύτητά του, όταν κατηφόριζε προς την κατεύθυνση του Σύρτη.  

   Κατόπιν έβγαζαν από την αποθήκη όλα τα απαραίτητα εργαλεία που θα χρησιμοποιούσαν κατά την διάρκεια της ημέρας και τα τοποθετούσαν πάνω στην ελεύθερη επιφάνεια του βαγονέτου. Φόρτωναν επίσης, εφόσον ήταν απαραίτητο,  καινούριες σιδηροτροχιές και στρωτήρες (τραβέρσες), για να τις μεταφέρουν στο σημείο επισκευής της γραμμής. Ανέβαιναν στη συνέχεια όλα τα άτομα της «ομάδας» στο βαγονέτο με τα καλαθάκια στα χέρια και ξεκινούσαν εποχούμενοι για τον τόπο της εργασίας τους. Παίρνανε την κατηφόρα  αψηφώντας τον κίνδυνο, καθώς  περνούσαν πάνω στα γεφύρια και μέσα από τα πέτρινα ορύγματα (ντρετσέρες). Αδιαφορούσαν για το πρωϊνό «αγιάζι*» και  την  παγωνιά το χειμώνα που τους κτυπούσε και τους έκανε να διπλώνονται  με τις χλαίνες τους,  βάζοντας τα καπέλα τους μέχρι τα αυτιά για να προστατευτούν.

  Μόλις έφταναν στο χώρο εργασίας που είχε εντοπίσει και είχε  επιλέξει ο αρχιεργάτης από την προηγούμενη ημέρα  κατέβαζαν από το βαγονέτο όλα τα υλικά, σήκωναν το βαγονέτο από τις σιδηροτροχιές, το μετέφεραν   και το τοποθετούσαν σε σημείο που να μην εμποδίζει την διέλευση των διερχόμενων συρμών. Όταν πλησίαζε κάποιος συρμός ένας από τους εργάτες  Λίγο νωρίτερα, πριν πλησιάσει αμαξοστοιχία στο χώρο εργασίας τους  ένας από τους εργάτες μετέβαινε διακόσια περίπου μέτρα μακριά από εκεί προς την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν ο συρμός. Αυτός ειδοποιούσε με μια κόκκινη σημαία τον μηχανοδηγό για την ύπαρξη του συνεργείου, ώστε να μειώσει την ταχύτητα του συρμού ή και να σταματήσει.

   Η ομάδα εργαζόταν μέχρι τις απογευματινές ώρες με μια μικρή διακοπή το μεσημέρι για φαγητό. Νωρίς το απόγευμα άρχιζε να ετοιμάζεται για την επιστροφή στο σταθμό. Φόρτωναν τα εργαλεία πάνω στο βαγονέτο  και άρχιζαν όλοι μαζί να το σπρώχνουν στην ανηφορική διαδρομή μέχρι το σταθμό. Η διαδικασία όμως αυτή ήταν πολύ κουραστική, γιατί απαιτούσε περισσή καταβολή δυνάμεων, μετά μάλιστα και από ολοήμερη εργασία  της ομάδας. Φθάνοντας στο σταθμό ξεφόρτωναν τα εργαλεία από το βαγονέτο που το τοποθετούσαν στην πρωινή του θέση και τα εργαλεία τα μετέφεραν στην αποθήκη του σταθμού.

   Ένας ακόμη εργάτης, ο «φύλακας της γραμμής»,  μετέβαινε καθημερινά με τα πόδια  και ήλεγχε λεπτομερώς  όλο το μήκος της διαδρομής από το σταθμό του χωριού μέχρι το Σύρτη, δηλώνοντας την διέλευσή του με την υπογραφή του στα βιβλία που είχαν τοποθετηθεί σε συγκεκριμένα σημεία της διαδρομής. Εφ’ όσον διαπίστωνε φθορές στις σιδηροτροχιές , βραχοπτώσεις  κλπ, τις ανέφερε στον προϊστάμενο της ομάδας, τον αρχιεργάτη, που περνούσε σε καθημερινή βάση με το βαγονέτο, για την άμεση αποκατάστασή τους. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι ειδοποιήσεις για τυχόν βλάβες  του σιδηροδρομικού δικτύου και για την ώρα της  διέλευσης  των αμαξοστοιχιών γινόταν με τους τρόπους που αναφέραμε παραπάνω,  αφού δεν υπήρχαν  τα σημερινά μέσα επικοινωνίας (ασύρματοι, κινητά τηλέφωνα κλπ )την εποχή εκείνη.  

   Σήμερα το βαγονέτο είναι μόνιμα δεμένο σε μια άκρη του σταθμού, τα εργαλεία φυλάσσονται σε μια άκρη, για να εκτεθούν στο Μουσείο του σιδηροδρόμου που θα στηθεί στους χώρους του Δημοτικού Σχολείου, ενώ από τους εργάτες της «ομάδας»  ελάχιστοι είναι ακόμα επιζώντες συνταξιούχοι πιά.                             Γ.Σ. Μασκλινιώτης

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

 

                                                 Π   Ε   Ν   Θ   Η 

     Έφυγε πρόωρα από κοντά μας στα 56 του χρόνια ο συγχωριανός μας Σωτήρης Παν. Μπακούρης. Η προθυμία του, η καλοσύνη του, το χαμόγελό του και η εργατικότητά του θα μείνουν βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μας. Άριστος τεχνίτης, έτρεχε πάντα να εξυπηρετήσει όσους τον είχαν ανάγκη σε κάθε γωνιά του χωριού και όχι μόνο. Διακρίθηκε για το ήθος του και την επαγγελματική του κατάρτιση. Ήταν πάντα πρώτος  και αθόρυβος στην οργάνωση πολιτιστικών και άλλων εκδηλώσεων του χωριού μας. Καλό ταξίδι  φίλε Σωτήρη. Στους οικείους του εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια, ευχόμενοι ο Κύριος να τους δίνει δύναμη και κουράγιο να ξεπεράσουν την ξαφνική και απρόσμενη  απώλεια του Σωτήρη. Ο πολιούχος του χωριού μας  ο  ΑηΓιώργης, που με τόση αυταπάρνηση υπηρέτησε πρόσφατα τον "οίκο" του στο χωριό μας ας πρεσβεύει  στον Μεγαλοδύναμο να  αναπαύσει την ψυχή του και να την κατατάξει στις σκηνές των δικαίων του παράδεισου.                                                    Γ. Σ.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

 

        Η ΥΔΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

  Σε προηγούμενο σημείωμά μας αναφερθήκαμε στην ύδρευση του χωριού μας από την δημιουργία του,  μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου, με νερό που αντλούσαν οι κάτοικοι από τα πηγάδια. Σήμερα θα συνεχίσουμε το ίδιο θέμα, αναφερόμενοι στην ύδρευση του χωριού από  κεντρικό δίκτυο ύδρευσης.

     Στην περιοχή της Κάρβιας, που βρίσκεται στον Καυκαλά και απέχει σχεδόν μια ώρα με τα πόδια από το χωριό, υπήρχε ανέκαθεν μια επιφανειακή πηγή που το νερό της κυλούσε στην παρακείμενη ρεματιά. Στην δεκαετία του μεσοπολέμου, όταν πρόεδρος του χωριού ήταν ο αείμνηστος ο Γρηγόρης Κίκιζας, με ενέργειές του οι κάτοικοι  έφεραν το νερό με σιδηροσωλήνες από την πηγή αυτή μέχρι το χωριό. Αργότερα έφτιαξαν και μια δεξαμενή πάνω από την συνοικία Τσαχρανέκα, στις υπώριες του Καυκαλά, που μάζευε το νερό της πηγής. Άπλωσαν σε όλο το χωριό δίκτυο με σωλήνες μικρού διαμετρήματος ενώ σε κάθε συνοικία του τοποθέτησαν μια κοινόχρηστη  κοινοτική βρύση. Η κάθε βρύση έπαιρνε το όνομα κάποιου Μασκλινιώτη που το σπίτι του γειτνίαζε με αυτή. Στην γειτονιά μου είχαμε την βρύση της «Καλημόρφως» που ήταν γυναίκα του αείμνηστου Δημοσθένη Λυγγίτσου.

     Κάθε μέρα  ο υδρονομέας του χωριού άνοιγε τον κεντρικό διακόπτη της δεξαμενής, τη «βάνα» όπως την έλεγαν, και το νερό  τροφοδοτούσε εκ περιτροπής  για λίγες ώρες τα πρωινά τις γειτονιές του χωριού, μέχρι που άδειαζε η δεξαμενή. Η διαθέσιμη ημερήσια ποσότητα του νερού της δεξαμενής,  ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, ήταν μικρή και συνήθως δεν επαρκούσε να καλύψει τις ανάγκες των νοικοκυριών ολόκληρου του χωριού σε μια μέρα. Γι’ αυτό το λόγο την μία μέρα υδροδοτείτο το κάτω χωριό, η περιοχή της Γούβας (από το σπίτι του Σταύρου του Βαρβιτσιώτη και κάτω) και την άλλη μέρα το υπόλοιπο πάνω χωριό (οι περιοχές Ζαρελιάνικα, Σταθμός, Τσαχρανέκα κλπ).Επειδή το νερό τέλειωνε ξαφνικά και στέγνωνε η βρύση, πολλές φορές έμεναν άδειοι οι περισσότεροι ντενεκέδες και τα δοχεία που περίμεναν να γεμίσουν καρτερικά στην ουρά. Τότε τα μάζευαν με φανερή απαγοήτευση οι ιδιοκτήτες τους, που περίμεναν παραπέρα στον ίσκιο της μουριάς, και γύριζαν στο σπίτι τους, για να επανέλθουν την μεθεπόμενη να τα γεμίσουν με νερό. Και τότε αν είχαν ξεμείνει τα νοικοκυριά από νερό για να καλύψουν τις ανάγκες υδροδότησης του σπιτιού και να ποτίσουν τα ζώα τους κατέφευγαν στα πηγάδια που υδροδοτούσαν πιο παλιά το χωριό ή στις στέρνες των συγγενών τους και των γειτόνων τους.

      Τον «αλωνάρη*», μέσα στο κατακαλόκαιρο, έπρεπε όλα τα νοικοκυριά να πλύνουν και να στεγνώσουν όλη την ποσότητα  του σιταριού  τους που είχαν φέρει από το αλώνι, πριν το αποθηκεύσουν στο ξύλινο κασόνι, για να το πάνε στον αλευρόμυλο. Έτσι οι ανάγκες των νοικοκυριών σε νερό γίνονταν ακόμη πιο επιτακτικές εκείνη την περίοδο. Άρχιζαν λοιπόν να κουβαλούν από τις κοινοτικές βρύσες νερό με τους ντενεκέδες και να το αποθηκεύουν σε σιδερένια βαρέλια, σε καζάνια και σε άλλους αποθηκευτικούς χώρους πριν αρχίσουν το πλύσιμο του σιταριού. Για να γίνει πιο κατανοητό το πρόβλημα αναφέρουμε πως για να πλυθεί ένα καζάνι σιτάρι απαιτούντο δύο καζάνια νερό. Οι αυξημένες ανάγκες των νοικοκυριών σε νερό σε συνδυασμό με την σοβαρή έλλειψή του τους καλοκαιρινούς μήνες πολλές φορές οδηγούσε  τα νοικοκυριά σε αδιέξοδο.

       Καθημερινά λοιπόν τα πρωινά, από τις κοινοτικές βρύσες οι νοικοκυρές γέμιζαν με νερό τους ντενεκέδες, τις τέσες, τις πήλινες στάμνες και τις γυάλινες μπουκάλες, τις πεντοχιλιάρες όπως τις έλεγαν, βάζοντάς τα  στην «ουρά» στη βρύση και τα κουβαλούσαν στο σπίτι. Το νερό που κουβαλούσαν με τους ντενεκέδες το αποθήκευαν  σε βαρέλια, για να καλύψουν τις ανάγκες καθαριότητας του σπιτιού και για να ποτίζουν τα ζωντανά τους, ενώ το νερό που γέμιζαν τις στάμνες και τις μπουκάλες το χρησιμοποιούσαν για πόσιμο.   

 Ο ντενεκές ήταν μεταλλικό δοχείο από λευκοσίδηρο, χωρητικότητας δέκα πέντε λίτρων νερού περίπου, ο γνωστό μας «ντενεκές του πετρελαίου». Για την μετασκευή του αφαιρούσαν ολόκληρη την επάνω τετράγωνη μικρή πλευρά του ντενεκέ, τοποθετούσαν και κάρφωναν εσωτερικά και διαμετρικά αντίθετα στην επάνω άκρη του μια στρογγυλή ξύλινη χειρολαβή, και αφού τον έπλεναν με καυτό νερό για να φύγει η μυρουδιά του πετρελαίου, ήταν έτοιμος για την μεταφορά του νερού από την κοινοτική βρύση στο σπίτι. Η μεταφορά του ντενεκέ ήταν δύσκολη και κουραστική. Απαιτούσε χέρι γερό και δυνατό και ακόμη πιο γερή ωμοπλάτη. Ωστόσο δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που μετέφεραν χειροδύναμες Μασκλινιώτισες δύο ντενεκέδες μισογεμάτους νερό, ένα με το ένα χέρι και ένα με το άλλο ταυτόχρονα.

     Η μεταφορά του νερού από τη βρύση στο σπίτι γινόταν και με την τέσα. Η τέσα ήταν ένα δοχείο όχι πολύ μεγάλο. Το επικρατέστερο σχήμα της ήταν το σχήμα ανεστραμένου «κόλουρου» κώνου με πολύ ανοιχτό το επάνω μέρος. Στην επάνω άκρη της είχε στρογγυλή μεταλλική χειρολαβή όχι χοντρή. Η χειρολαβή λεγόταν «αρβάλι» και δεν ήταν ακίνητη. Όταν σήκωνε ή μετέφερε κανείς την τέσα, η χειρολαβή σχημάτιζε τόξο κάθετο προς το απάνω ανοιχτό μέρος της. Η τέσα επίσης χρησιμοποιείτο για το πότισμα του ζωϊκού κεφαλαίου του νοικοκυριού (γίδες, μουλάρια, πρόβατα κλπ). Επίσης κουβαλούσαν πόσιμο νερό από τις κοινοτικές βρύσες στα σπίτια και με «πεντοχιλιάρες» γυάλινες ντραμιζάνες, που ήσαν επενδυμένες με ειδικό χόρτο για να μην σπάνε και το χρησιμοποιούσαν για πόσιμο.

      Όση ώρα περίμεναν οι νοικοκυρές στη βρύση για να γεμίσουν τους ντενεκέδες τους με νερό, τους δινόταν η ευκαιρία για κοινωνική επικοινωνία, για καλύτερη γνωριμία και για στενότερες σχέσεις με άλλες γυναίκες. Η κοινωνική επικοινωνία έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις και ιδιαίτερο χρώμα όταν οι γυναίκες άρχιζαν τις συζητήσεις. Έστηναν την συζήτηση με θέματα πολλά και ποικίλα, επίκαιρα και ανεπίκαιρα. Άρχιζαν τη συζήτηση με τυπικά οικογενειακά ή άλλα θέματα για να την επεκτείνουν προοδευτικά σε γενικότερα θέματα της γειτονιάς και της ευρύτερης περιοχής της και να καταλήξουν στα «νέα» του χωριού και πολλές φορές στα «νέα» που ξεπερνούσαν τα όριά του. Έτσι σιγά - σιγά γινόταν η σύνθεση της προφορικής καθημερινής εφημερίδας. Μάθαιναν εν το μεταξύ και όλα τα νέα του χωριού από τις άλλες γειτόνισσες που είχαν έρθει και αυτές για να πάρουν νερό. Έτσι η βρύση της γειτονιάς είχε γίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα το κέντρο αναφοράς των νοικοκυρών της γειτονιάς.

Όμως η κοινοτική βρύση κυρίως με την «σύναξη» των γυναικών είχε και αρνητικές κοινωνικές διαστάσεις. Μερικές φορές δεν διευκόλυνε την κοινωνική επικοινωνία ούτε προωθούσε πάντοτε τις ανθρώπινες σχέσεις. Αντίθετα άλλες φορές δεν έφερνε τους ανθρώπους πιο κοντά στους άλλους, άλλα τους χώριζε. Στην περισσότερο συνηθισμένη περίπτωση, αιτία ήταν η παραβίαση της «σειράς». Πολλές φορές για να προλάβουν να πάρουν περισσότερο νερό, πριν τελειώσει το νερό του υδραγωγείου, ορισμένοι δεν έβαζαν τους ντενεκέδες στη σειρά, τον ένα πίσω από τον άλλο, αλλά δημιουργούσαν δεύτερη σειρά από τα πλάγια, με αποτέλεσμα να προκαλούνται αμφισβητήσεις για την σειρά του κάθε ντενεκέ.

Επί πλέον μερικές γυναίκες άφηναν τον ντενεκέ ή τα άλλα δοχεία συλλογής νερού και έφευγαν, γιατί δεν είχαν υπομονή να περιμένουν είτε γιατί είχαν άλλη δουλειά. Γυρίζοντας όμως στη βρύση ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, έβρισκαν τον ντενεκέ τους ή το δοχείο τους απωθημένο στην άκρη και αντιμετώπιζαν αντιρρήσεις ή αρνήσεις για την παραδοχή της «σειράς» τους. Έτσι άναβαν καυγάδες και την λογομαχία ακολουθούσε πολλές φορές υβρεολόγιο. Τότε έβγαιναν στη δημοσιότητα τα «άπλυτα» και της μιας και της άλλης οικογένειας. Επίσης πολλές φορές οι συζητήσεις που έκαναν οι γυναίκες για τα «νέα» του χωριού έφταναν κάποτε σε σημείο να εκτραπούν σε κουτσομπολιό, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται παρεξηγήσεις και εχθρότητες μεταξύ οικογενειών του χωριού.

Τους καλοκαιρινούς μήνες που η ζέστη στο χωριό ήταν ανυπόφορη, κάθε σπίτι διατηρούσε δροσερό νερό σε πήλινες στάμνες. Η στάμνα ήταν ένα πήλινο δοχείο με στενό λαιμό στην κορυφή και δύο μεγάλα πήλινα χερούλια ενσωματωμένα στο λαιμό,(ο μπότης*).Τις έλεγαν και «Αιγηνίτικα κανάτια», επειδή τέτοιες στάμνες κατασκεύαζαν στην Αίγινα από ντόπιο ειδικό και κατάλληλο χώμα. Οι Αιγηνίτικες στάμνες έλεγαν ότι ήσαν οι καλύτερες. Τις πούλαγαν στο μαγαζί του Γιάννη Κουρβετάρη στο σταθμό και στα μαγαζιά της Τρίπολης. Στα σπίτια του χωριού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ψυγεία ούτε του πάγου, ούτε ηλεκτρικά, αντί για ψυγείο στην περίπτωση του δροσερού νερού είχαν τη στάμνα. Η στάμνα κράταγε το νερό δροσερό ή κρύο. Την τοποθετούσαν συνήθως σε κάποιο βορινό παράθυρο του σπιτιού ή σε άλλο δροσερό μέρος. Επίσης προμηθευόταν δροσερό νερό από τις «στέρνες» που είχαν κατασκευάσει κάτοικοι της γειτονιάς. Θυμάμαι τα καυτά μεσημέρια του καλοκαιριού που με έστελνε η αείμνηστη μητέρα μου στις γειτονικές στέρνες του Κώστα του Λύγδα, του Αλέξη του Λυγγίτσου, του Μήτσου του Μήλη και του Σταύρου του Γιαννούλη να γεμίσω τη στάμνα με δροσερό νερό και να το φέρω στο σπίτι, για να δροσίσουμε το στόμα μας  όλη η οικογένεια.

 Μόνον τα καφενεία και οι ταβέρνες του χωριού διέθεταν ψυγεία του πάγου και σέρβιραν δροσερό νερό μαζί με τον καφέ, τα γλυκά και τους μεζέδες στους πελάτες τους. Τις κολώνες του πάγου για την τροφοδοσία των ψυγείων τις προμηθεύονταν καθημερινά από τα παγοποιεία της Τρίπολης και τις μετέφεραν στο χωριό με το τραίνο, τυλιγμένες με πρωτόγονα μονωτικά υλικά (άχυρα, λινάτσες κλπ.) για να διατηρούνται κατά την μεταφορά, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Στα ψυγεία επίσης τοποθετούσαν και τα αναψυκτικά (λεμονάδες, πορτοκαλάδες κλπ.) τα οποία σέρβιραν δροσερά στους πελάτες τους τα καυτά μεσημέρια του καλοκαιριού.

        Ευτυχώς τα πέτρινα χρόνια πέρασαν και από το τέλος της δεκαετίας του 1960, το χωριό υδροδοτήθηκε με νέο δίκτυο ύδρευσης, από την πηγή του χωριού Μεθύδριο, από την ίδια πηγή που υδροδότηθηκε η πόλη της Τρίπολης καθώς και πολλά χωριά της επαρχίας Μαντινείας. Παράλληλα κατασκευάστηκε δεξαμενή μεγάλης χωρητικότητας, στην περιοχή του Αγίου Πέτρου, στα υψίπεδα του χωριού για την αποθήκευση του νερού. Από τότε το κάθε σπίτι απέκτησε δική του παροχή ύδρευσης, για ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Επειδή μεγάλο μέρος των υδροσωλήνων του δικτύου μεταφοράς του νερού στο χωριό ήταν κατασκευασμένοι από αμίαντο, υλικό πολύ βλαβερό για την υγεία των κατοίκων, τελευταία ολόκληρο το δίκτυο ύδρευσης του χωριού (εξωτερικό και εσωτερικό) αντικαταστάθηκε με σωλήνες που πληρούν τους κανόνες υγιεινής του ανθρώπου, και έτσι επιλύθηκε οριστικά το σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης του χωριού. Έκτοτε τα πηγάδια και οι κοινοτικές βρύσες αποτέλεσαν για τους κατοίκους παρελθόν πιά.

Όμως παράλληλα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, μέχρι και πρότινος, έγιναν επανειλημμένα προσπάθειες, με εισφορές κυρίως των κατοίκων, για την ανεύρεση υπόγειων πηγών, με την δημιουργία γεωτρήσεων. Αυτό έγινε με σύγχρονα μέσα (γεωτρύπανα), σε διάφορα σημεία της ευρύτερης περιοχής του οικισμού, ώστε να διασφαλισθεί η επάρκεια και η αυτάρκεια του οικισμού σε νερό, για την ύδρευση των κατοίκων του και ενδεχομένως για το πότισμα των μικρών περιβολιών τους. Παρά το γεγονός ότι το βάθος των γεωτρήσεων σε πολλά σημεία ήταν αρκετά μεγάλο, πάνω από τετρακόσια μέτρα, οι προσπάθειες για την ανεύρεση πηγαίου νερού, δυστυχώς, μέχρι σήμερα, απέβησαν άκαρπες. Διαπιστώθηκε όμως για μια ακόμη φορά, με την διάνοιξη αυτών των γεωτρήσεων, ότι το υπέδαφος της περιοχής αποτελείται από σχιστολιθικά και ασβεστολιθικά πετρώματα, που δημιουργούν σε πλείστα σημεία, υπόγεια σπήλαια ή καταβόθρες (πρόπαντες), οπότε ακόμη και η ύπαρξη ή η διέλευση πηγαίου νερού κάτω από την επιφάνεια της γης στην περιοχή, είναι σχεδόν απίθανη.

    Τέλος ο Καστριτοχωρίτης Ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός, αναφερόμενος στο πρόβλημα της σοβαρής έλλειψης νερού στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας, σε ένα από τα βιβλία του (Ορθοκωστά) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στα τριάντα πέντε μέτρα είναι το νερό. Είκοσι πέντε κυβικά το εικοσιτετράωρο. Στα εκατόν εξήντα μέτρα, διακόσια πενήντα κυβικά. Αλλά μου την έχουν φουσκώσει την κοιλιά οι Μασκλινέοι και δεν τους το μαρτυράω. Μονάχα αν με πληρώσουν. Αλλιώς εκεί θα κοιμάται το νερό».

                                                                                      Γ.Σ.Μασκλινιώτης

 

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2022

 

                                        Η   ΥΔΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ       

    

       Κατά τους πρώτους χρόνους που εγκαταστάθηκαν οι κάτοικοι στο χωριό, (1835), για την ύδρευσή τους και για το πότισμα των ζώων τους, αναζήτησαν νερό στο άνυδρο τοπίο της περιοχής, σκάβοντας πηγάδια για να καλύψουν τις ανάγκες τους.  Σε όλη την περιφέρεια του χωριού υπάρχει μεγάλος αριθμός πηγαδιών. Τα περισσότερα είναι βαθιά και το βάθος τους κυμαίνεται από 5-10 μέτρα. Ελάχιστα είναι  ρηχά, βάθους 2 -3 μέτρων περίπου. Των τελευταίων  η ποσότητα του νερού που παρέχεται είναι πολύ μικρή. Πολλά από αυτά, κυρίως εκείνα που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από το χωριό ή στις παρυφές των οικισμών του  ήταν βαθιά και το νερό τους χρησίμευε τότε κυρίως για την ύδρευση των κατοίκων και του ζωικού τους κεφαλαίου και δευτερευόντως για άρδευση των περιβολιών τους.

Το νερό αντλούσαν από τα πηγάδια με «κουβάδες» που έδεναν σε «τριχιές», και τους τραβούσαν γεμάτους  νερό με τα χέρια, μέχρι την επιφάνεια του πηγαδιού. Ακόμη και σήμερα οι πέτρες που βρίσκονται στα χείλια των πηγαδιών είναι χαραγμένες από τις «τριχιές» που σύρονταν πάνω σε αυτές, φέρνοντας το νερό στην επιφάνεια. Όλα τα πηγάδια δεν ήταν μέσα στον οικιστικό πυρήνα της κάθε γειτονιάς, αλλά σε μικρή απόσταση από αυτή. Έτσι η Μακρέκη γειτονιά υδρευόταν από το πηγάδι του ΑηΓιώργη που βρίσκεται έξω από την εκκλησία και τα Αντωνέκα από  το πηγάδι  στο Παλιοκρόπι. Η συνοικία Ζαρελιάνικα υδρευόταν από το Ζαρελιανέκο πηγάδι που βρίσκεται στις υπώρειες των υψωμάτων του Αγίου Πέτρου. Οι άλλες συνοικίες του χωριού υδρεύονταν από το πηγάδι της Φιλιππούς που βρίσκεται στις υπώρειες του Καυκαλά, κοντά όμως στο χωριό.

Το πηγάδι της κάθε γειτονιάς, αποτελούσε σημείο αναφοράς και συγκέντρωσής της. Τα ζώα τους τα πότιζαν επιτόπου, ρίχνοντας το νερό στην πέτρινη λεκάνη (κορύτα) που υπήρχε δίπλα ακριβώς στο πηγάδι. Επειδή η απόσταση των συνοικιών του χωριού από τα πηγάδια  ήταν μεγάλη, η μεταφορά του νερού στα σπίτια γινόταν με τα ζώα, γαϊδούρια ή μουλάρια. Στην περίπτωση αυτή φόρτωναν στο ζώο συνήθως δύο βαρέλια σε όρθια θέση. Η μεταφορά του νερού από το πηγάδι με τα ζώα γινόταν σε λίγες περιπτώσεις, γιατί δεν είχαν όλες οι οικογένειες γαϊδουρομούλαρα και τις περισσότερες φορές αυτά δεν ήταν διαθέσιμα, όταν παρουσιαζόταν τέτοια ανάγκη. Στην περίπτωση όμως αυτή φόρτωναν στο ζώο συνήθως δύο βαρέλια. Την μεταφορά με αυτό το μέσο μπορούσε να την κάνει και ο άντρας. Πολλές φορές η νοικοκυρά ήταν υποχρεωμένη να πάει στο πηγάδι δύο και τρείς φορές και να μεταφέρει φορτωμένη στην πλάτη της σε κάθε διαδρομή το βαρέλι γεμάτο νερό. Η διαδικασία αυτή όμως της μεταφοράς ήταν κουραστική. Για να μεταφέρει λ.χ. το βαρέλι η νοικοκυρά από το πηγάδι του ΑηΓιώργη μέχρι την Μακρέκη γειτονιά έπρεπε να διασχίσει την περιοχή της «λάκας», από το πηγάδι στο Παλιοκρόπι, έπρεπε να διανύσει ολόκληρη την Αντωνέκη γειτονιά, ενώ από Ζαρελιάνικο πηγάδι μέχρι την Ζαρελιάνικη γειτονιά η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη. Οι Ζαρελιανέοι για τον λόγο αυτό και για την καλύτερη εξυπηρέτησή τους κατασκεύασαν στο κέντρο της γειτονιάς τους, δίπλα στο σπίτι του Παναγιώτη Κουρλιμπίνη μεγάλη υπόγεια δεξαμενή, «στέρνα», από την οποία υδρεύονταν αυτοί και τα ζώα τους.

Λόγω της λειψυδρίας που υπήρχε γενικά στο χωριό, κάθε νοικοκύρης φρόντισε να κατασκευάσει στο σπίτι του και αποθηκευτικό χώρο για νερό, τη «στέρνα». Τη γέμιζαν συνήθως με το νερό της βροχής, που μάζευαν  τις βροχερές ημέρες του χειμώνα από τους ρέφτες των κεραμιδιών του σπιτιού τους. Οι στέρνες αυτές κατασκευάζονταν στα υπόγεια συνήθως των κατοικιών και ήταν μεγάλης χωρητικότητας. Ορισμένες από αυτές χωρούσαν ακόμη και εκατό τόνους νερό. Από αυτό το νερό που αντλούσαν από την στέρνα είτε με τέσα, που ήταν δεμένη σε σιδερένια ανοξείδωτη αλυσίδα, είτε με την «τρόμπα», είδος χειροκίνητης σιδερένιας αντλίας που τοποθετείτο στο στόμιο της στέρνας, υδρεύονταν οι άνθρωποι και το ζωικό κεφάλαιο κάθε νοικοκυριού, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, αλλά ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες, που η λειψυδρία στο χωριό ήταν πιο έντονη.

Όσοι δεν είχαν στέρνες να αποθηκεύσουν νερό για τις ανάγκες τους, τον χειμώνα που έβρεχε «έπιαναν» σε σκαφίδια, σε βαρέλια πετρελαίου ή σε καζάνια το νερό της βροχής που έπεφτε από τους ρέφτες της κεραμοσκεπής του σπιτιού. Αυτό το νερό το έπιναν μόνο σε έσχατη ανάγκη και συνήθως το χρησιμοποιούσαν για τις άλλες ανάγκες τους. Σε περίπτωση αρκετής χιονόπτωσης το χιόνι αποτελούσε ένα τρόπο ύδρευσης του νοικοκυριού. Στην περίπτωση αυτή της ακραίας ανάγκης γέμιζαν με χιόνι την κατσαρόλα και την τοποθετούσαν στη φωτιά του τζακιού πάνω στην σιδεροστιά. Το χιόνι έλιωνε και γινόταν νερό. Αυτή όμως την διαδικασία έπρεπε να την επαναλάβουν πολλές φορές, γιατί από το χιόνι βγαίνει μικρή ποσότητα νερού, δυσανάλογη με τον όγκο του.Σε προσεχές σημείωμά μας θα αναφερθούμε στην πηγή της Κάρβιας και στις κοινοτικές βρύσες που υπήρχαν στις γειτονιές του χωριού για την υδροδότηση των κατοίκων του.

                                                                      Γ.Σ.Μασκλινιώτης

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2022

 


                       Έφυγε πρόσφατα από κοντά μας και ο συμπατριώτης μας Παναγιώτης Τζούμας ετών 92. Στους οικείους του       εκφράζουμε θερμά συλλυπητήρια, ευχόμενοι ο Κύριος να τον αναπαύσει και να τον κατατάξει στον παράδεισο,  σε σκηνές  δικαίων.  

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...