Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

 

                                           ΤΟ  ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ    ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

       Οι Μασκλινιώτες αρχικά, πολύ πριν από το 1900, αυτούς που έφευγαν από τη ζωή, τους έθαβαν στο νεκροταφείο της εκκλησίας του ΑηΓιώργη. Το έλεγαν τότε  «κοιμητήριο», γιατί όλοι ήταν βαθιά θρησκευόμενοι  και προσηλωμένοι στα δόγματα της Θρησκείας μας, πιστεύοντας στην κοίμηση των δικών τους ανθρώπων. Ο χώρος του νεκροταφείου βρισκόταν γύρω και πολύ κοντά από το μικρό εκκλησάκι που είχαν κτίσει προς τιμή του προστάτη τους ΑηΓιώργη, στο ίδιο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο σημερινός μεγαλοπρεπής ναός. Αυτό προκύπτει και από την μαρτυρία της Μασκλινιώτισας Π.Χουγιάζου, σύμφωνα με την οποία, όταν αποφασίστηκε η ανέγερση της σημερινής εκκλησίας, χρειάστηκε να κάνουν εκταφή μιας συγχωριανής μας, που είχε ταφεί πλησίον του μικρού ναού, γιατί εμπόδιζε στην διάνοιξη των θεμελίων του νέου, που όπως προαναφέραμε κτίστηκε περιφερειακά του παλαιού.

Στις αρχές του 1900, για να αντιμετωπιστεί η στενότητα του χώρου που υπήρχε γύρω από την καινούρια εκκλησία και προκειμένου να δημιουργηθεί νεκροταφείο, οι Μακρέοι παραχώρησαν την οικοπεδική έκταση που ήταν στην ιδιοκτησία τους, στην οποία εκτείνεται το σημερινό νεκροταφείο του χωριού. Όσοι Μασκλινιώτες φεύγουν από κοντά μας, κάνουν το τελευταίο τους ταξίδι μέχρι εκεί, συνοδευόμενοι από τους συγχωριανούς μας, για να συνεχίσουν, με τις ευχές της εκκλησίας μας, μόνοι τους πιά, το μακρινό τους ταξίδι προς την αιωνιότητα.

Στην αρχή οι χωριανοί άνοιγαν τους τάφους για να ταφούν οι θανόντες οικείοι τους, εντός του οικοπέδου του νεκροταφείου άτακτα και χωρίς διαδρόμους. Άλλωστε δεν υπήρχε τότε πρόβλημα χώρου, αφού μετά από μια τριετία το πολύ, συνηθιζόταν να πραγματοποιείται εκταφή των νεκρών. Αρχικά οι τάφοι ήταν λιτοί και απέρριτοι.Η συντριπτική τους λειοψηφία δεν είχε ίχνος μαρμάρου αλλά ένας σωρός από χώμα κάλυπτε το κάθε τάφο.Έλάχιστοι τάφοι, μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού, ήταν μαρμάρινοι και βρίσκονταν δίπλα από το νότιο μέρος του ναού, μερικοί δε σώζονται μέχρι σήμερα. Στην κεφαλή του νεκρού τοποθετούσαν ξύλινο σταυρό που στο κάθετο ξύλο του έγραφαν την φράση «ενθάδε κείται»,ενώ στο οριζόντιο ξύλο του αναγραφόταν το ονοματεπώνυμο του νεκρού, η ημερομηνία θανάτου του, καθώς και η ηλικία του.Τους σταυρούς κατασκεύαζαν οι ξυλουργοί του χωριού μας,ενώ η αναγραφή των ονομάτων και των λοιπών στοιχείων αναγραφόταν με λαδομπογιά από τον φανοποιό του χωριού, τον αείμνηστο Σοφιανό Σκιντζή.  Στο κάτω μέρος του σταυρού ήταν κολημένο μικρό φαναράκι μέσα στο οποίο άναβαν το καντήλι. Παραδίπλα ένας ντενεκές σκεπασμένος με κεραμίδια αποτελούσε την αποθήκη των χρειωδών του τάφου. Το λιβάνι καιγόταν πάνω σε ένα κομάτι κεραμίδι ,όταν λιβάνιζαν τον τάφο.Τα αναμμένα κάρβουνα για το λιβάνισμα μεταφέρονταν από τα σπίτια των οικείων του νεκρού στην εκκλησία μέσα στο σίδερο που σιδέρωναν οι νοικοκυρές τα ρούχα της οικογένειας. Αυτό γινόταν καθημερινά τις απογευματινές ώρες από την ημερομηνία του θανάτου του προσφιλούς προσώπου, ,μέχρι να σαραντίσει. Πάνω στη χωμάτινη επιφάνεια του τάφου φύτευαν καντιφέδες ή τριανταφυλιές. Αργότερα οι σταυροί στους τάφους αντικαταστάθηκαν από ντενεκεδένιους, που στα κάτω μέρος τους είχαν ενσωματώσει και τον αποθηκευτικό χώρο των χρειωδών του τάφου , εκεί δε τοποθετούσαν και το αναμένο καντήλι. Κατά την εκταφή  των νεκρών και μετά τον καθαρισμό των οστών με κρασί από τους οικείους τους, γινόταν η συλλογή τους σε άσπρες πάνινες σακούλες. Έξω από κάθε σακούλα είχε ραφεί μαύρη πάνινη ταινία σε σχήμα σταυρού και τα αρχικά του ονοματεπώνυμου του μακαρίτη.Τοποθετούντο τα οστά για λίγες ημέρες εντός του κοιμητηρίου στη σακούλα και ύστερα από την επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη του νεκρού, που γινόταν την Κυριακή στην εκκλησία, με ένα δίσκο βρασμένο σιτάρι, και πάνω του τη μαύρη σταφίδα να σχηματίζει σχήμα σταυρού και τα ξεφλουδισμένα αμύγδαλα να σχηματίζουν τα αρχικά του ονοματεπώνυμου του αείδημου, τα οστά με την σακούλα ερρίπτοντο τελικά μέσα στο χωνευτήρι, ένα μεγάλο υπόγειο αποθηκευτικό χώρο που υπήρχε εντός του κοιμητηρίου.

Αργότερα όμως που η κάθε οικογένεια του χωριού θέλησε να αποκτήσει δικό της «οικογενειακό» τάφο, για να ενταφιάζει τους οικείους της, αποφασίστηκε από το εκκλησιαστικό συμβούλιο η δημιουργία διαδρόμων και η διάνοιξη τάφων στη σειρά, τον ένα πλάι στον άλλον, καθώς και η κατασκευή εσωτερικού μανδρότοιχου, για τον διαχωρισμό του νεκροταφείου από το υπόλοιπο προαύλιο της εκκλησίας. Το τελευταίο είχε σαν αποτέλεσμα δύο - τρείς μεγάλοι μαρμάρινοι τάφοι να μείνουν εκτός του χώρου του νεκροταφείου, μέσα στο προαύλιο της εκκλησίας. Όμως μετά από την δημιουργία οικογενειακών τάφων, σήμερα έχει δημιουργηθεί σοβαρό πρόβλημα εξεύρεσης χώρου για τάφο, προκειμένου να ενταφιαστούν συγχωριανοί μας που δεν τον χρειάστηκαν μέχρι σήμερα και στερούνται οικογενειακού τάφου.

Παλαιότερα επίσης το επίπεδο του οικοπέδου του νεκροταφείου που εφάπτεται σε όλο το μήκος του της οδικής αρτηρίας που οδηγεί προς Τρίπολη και Άστρος, αποτελούσε κήπο με πανύψηλα κυπαρίσσια,μυγδαλιές και άλλα δέντρα. Ήταν η διαχωριστική γραμμή του νεκροταφείου από το δημόσιο δρόμο. Σήμερα όμως, για τον ίδιο λόγο που προαναφέραμε, και αυτό το οικόπεδο, μετά την εκρίζωση των γιγάντιων κυπαρισσιών, αποτελεί προέκταση του νεκροταφείου του χωριού.

Επίσης πίσω από το παλιό χωνευτήρι, εκεί που είναι σήμερα το παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου, έθαβαν παλαιότερα τους αυτόχειρες χωριανούς μας, που η εκκλησία, για δογματικούς λόγους, δεν διάβαζε γι΄ αυτούς νεκρώσιμη ακολουθία, ούτε τους ευχόταν «καλό κατευόδιο». Σήμερα όμως και αυτός ο χώρος, επειδή δεν υπάρχει διαθέσιμη άλλη οικοπεδική έκταση γύρω, αποτελεί και αυτός προέκταση του νεκροταφείου, φιλοξενώντας πολλούς συμπατριώτες μας που έφυγαν από τη ζωή.

Πολλές φορές τα βήματά μας οδηγούν στο νεκροταφείο, να προσκυνήσουμε τους τάφους των γονέων μας, να ανάψουμε το καντήλι, να λιβανίσουμε στον τάφο τους και κοιτάζοντας την φωτογραφία τους να έρθουμε για λίγο ακόμα πιο κοντά τους, συνομιλώντας νοερά μαζί τους.Φιλοσοφώντας «την ματαιότητα των εγκοσμίων»  δεν παραλείπουμε ποτέ να ανάψουμε το κερί μας μέσα στο παλιό κοιμητήριο που τελευταία έχει μετατραπεί σε παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου. Το παρεκκλήσι δημιουργήθηκε πρόσφατα, πάνω από το χωνευτήρι, εκεί που βρίσκονται τα κόκκαλα χιλιάδων προγόνων μας, από καταβολής του χωριού μας. Ζούμε έτσι την μνήμη του θανάτου, χωρίς όμως τίποτε το θλιβερό. Γιατί μας συνοδεύει πάντοτε η ακράδαντη πίστη της προσδοκίας της Ανάστασης.

Περιδιαβαίνουμε τους διαδρόμους του νεκροταφείου, για να αντικρίσουμε δεξιά και αριστερά, αποτυπωμένα πάνω στα μάρμαρα των τάφων τα ονοματεπώνυμα και τις φωτογραφίες, εκτός των προσφιλών συγγενικών μας προσώπων, και των άλλων χωριανών, ατόμων μικρότερων ή και μεγαλύτερων στην ηλικία από μας, που το δρεπάνι του χάροντα τους έκοψε το νήμα της ζωής και μας ήταν πολύ γνώριμα.

Αναπολούμε τις ανθρώπινες φιγούρες τους και τις στιγμές που μοιραστήκαμε κάποτε μαζί τους, τους φέρνουμε πολλές φορές μπροστά μας και προσπαθούμε να συνομιλήσουμε νοερά με αυτούς. Όμως δεν παίρνουμε καμιά απόκριση από κανέναν. Βλέποντας και τους τάφους μερικών συγχωριανών μας ρημαγμένους, με το καντήλι τους σβηστό, ποιος ξέρει από πότε, μας πιάνει μια ανείπωτη θλίψη. Και χαιρόμαστε όταν συναντάμε  άλλους συγχωριανούς μας της ίδιας περίπου ηλικίας με μας ή και μεγαλύτερους ηλικιακά, να σέρνουν και αυτοί τα βήματά τους μέχρι εκεί, για να κάνουν ακριβώς τα ίδια που κάνουμε και εμείς κατά την επίσκεψή μας στο νεκροταφείο.Πάντοτε φεύγουμε  από το χώρο του νεκροταφείου  με μια γλυκόπικρη ανάμνηση. 

            

                                                Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024

 

                                     Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

       Πριν το έτος 1959 δεν υπήρχε οδική επικοινωνία του χωριού με την Τρίπολη, ούτε  πρωινό λεωφορείο ή άλλο μεταφορικό μέσο να μεταφέρει τους συγχωριανούς μας οδικώς εκεί, για να τακτοποιήσουν πρωί - πρωί τις δουλειές τους. Έτσι για να είναι έγκαιρα στην Τρίπολη αναγκάζονταν να ταξιδεύουν νύχτα μέχρι εκεί με το τραίνο. Έπρεπε να πάρουν το νυχτερινό «ωτομοτρίς», που το μοναδικό νυχτερινό του δρομολόγιο για την Τρίπολη ήταν γύρω στις 2.30 μετά τα μεσάνυχτα. Δεν υπήρχε άλλο δρομολόγιο έως την επομένη το μεσημέρι προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι αναγκάζονταν, πολλές φορές βρέχοντας ή περπατώντας μέσα στο χιόνι, να διασχίζουν με το φακό στο χέρι τους θεοσκότεινους δρόμους του χωριού, μέχρι να φτάσουν, ανηφορίζοντας, στο σταθμό του τραίνου. Εκεί περίμεναν μέσα στο κρύο «απαγγιάζοντας*» συνήθως στην παγωμένη αίθουσα αναμονής του σταθμού, μέχρι να έρθει το τραίνο. Και όταν έφταναν στην Τρίπολη τους περίμενε άλλη ταλαιπωρία. Έπρεπε να περπατήσουν μέσα στη νύχτα, από το σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι την κεντρική πλατεία της πόλης, απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου, και να περιμένουν στο μοναδικό διανυκτερεύον καφενείο, στην πλατεία του Αγίου Βασίλειου, μέχρι το ξημέρωμα, για να πάνε στις δουλειές τους.

     Οι χωριανοί επειδή, όπως προαναφέρθηκε, είχαν άσχημες εμπειρείες από τις ταλαιπωρίες που υφίσταντο καθημερινά  κατά την διαδικασία μετάβασής τους στην Τρίπολη, θεώρησαν την διάνοιξη του δρόμου μέχρι το Παρθένι σαν έργο πρώτης προτεραιότητας. Σημειωτέον ότι το Παρθένι εκείνη την εποχή είχε ήδη οδική επικοινωνία με την Τρίπολη. Έτσι από το έτος 1957 ξεκίνησε η χάραξη του δρόμου, παράλληλα και λίγο πιο κάτω από την σιδηροδρομική γραμμή σε όλο της σχεδόν το μήκος, από το ύψος του σιδηροδρομικού σταθμού του χωριού, μέχρι την σιδηροδρομική σήραγγα του Παρθενίου. Στη συνέχεια έγινε αποψίλωση από τα πουρνάρια στα σημεία που θα γινόταν η διάνοιξη. Οι χωριανοί αρχικά ξεκίνησαν την αποψίλωση οικειοθελώς και χωρίς αποζημίωση για την εργασία που προσέφεραν. Εφοδιάστηκαν με πριόνια και κλαδευτήρια που χρησιμοποιούσαν στα χωράφια τους και  έφτιαξαν συνεργεία, δηλαδή ομάδες των πέντε με δέκα ατόμων. Χώθηκαν μέσα στα πουρνάρια και τις γλαντινιές και άρχισαν να τα κόβουν, να τα ξεριζώνουν και να τα καίνε.Έτσι δημιούργησαν μέσα στο δάσος της ροϊνάς μια μακρόστενη λωρίδα έκτασης γης, γυμνής από θάμνους και δέντρα.Στη συνέχεια άρχισε η διάνοιξη του δρόμου.Η διάνοιξη πραγματοποιήθηκε κυρίως με «προσωπική εργασία» των κατοίκων του χωριού και με πρωτόγονα σκαπτικά εργαλεία (κασμάδες, φτυάρια, λοστάρια, φορητά βενζινοκίνητα μικρά κομπρεσέρ, για την διάνοιξη φουρνέλων κλπ) και την βοήθεια της Νομαρχίας Αρκαδίας.Στη χάραξη, τη διάνοιξη και τη σκυρόστρωση του δρόμου οι χωριανοί δούλευαν εκεί ολημερίς χωρίς να υπολογίζουν ωράρια  και μόνο το μεσημέρι έκαναν μια μικρή διακοπή για να φάνε τα βρισκούμενα που είχαν πάρει  από το σπίτι τους. Η τροφοδοσία τους  γινόταν με δικά τους έξοδα.Τα πρωϊνά φεύγοντας για τη δουλειά έπαιρναν μαζί τους  το μικρό ταγάρι ή τον ντορβά* με το ξεροφάϊ  και την μικρή μποτίλια με το κρασί που τους είχε βάλει κοντά η νοικοκυρά του σπιτιού, το κρεμούσαν στον ώμο και πήγαιναν με τα πόδια μέχρι το χώρο της εργασίας τους.Το βράδυ, κατάκοποι πιά από τον κάματο της ημέρας, ξαναγύριζαν στο χωριό με τα πόδια.  H «προσωπική εργασία» συνίστατο στην υποχρεωτική, χωρίς αμοιβή, προσφορά εργασίας για ένα δεκαήμερο ή δεκαπενθήμερο κάθε χρόνο, εκ μέρους κάθε ενήλικα άρρενα κατοίκου του χωριού, σε κοινωφελή έργα, σύμφωνα με τις αποφάσεις και τις υποδείξεις του Προέδρου της Κοινότητας. Οι υπόχρεοι κάτοικοι με την προσωπική εργασία συμμετείχαν εκτός από την διάνοιξη του δρόμου, και σε δεντροφυτεύσεις, σε εκσκαφή υδραγωγείων κλπ.

   Για την διάνοιξη απαιτήθηκε μεγάλο χρονικό διάστημα και έντονες προσπάθειες των κατοίκων, ιδιαίτερα σε ωρισμένα πετρώδη σημεία του δρόμου, στο Παλιοκρόπι, στα Καραπανέκα και στην περιοχή του Αρμακά.Στα σημεία αυτά όλη την ημέρα οι  χωριανοί κυλούσαν τις πέτρες με τα χέρια, χτυπούσαν με τα βαριά σφυριά, τις βαριές, τις αιχμηρές πέτρες,  ενώ  άλλα συνεργεία άνοιγαν με τα χειροκίνητα κομπρεσέρ φουρνέλα και τα γέμιζαν με εκρηκτική ύλη (Τ.Ν.Τ.) με τα φιτίλια να προεξέχουν πάνω από τις τρύπες των φουρνέλων.Το βράδυ, όταν  αποχωρούσαν από το σημείο εργασίας τα συνεργεία, έβαζαν φωτιά στα φιτίλια. Τότε η εκρηκτική ύλη προκαλούσε το θρυμματισμό των βράχων  με συνεχείς ομοβροντίες, που αντηχούσαν μέσα στις ρεμματιές και σε μεγάλη απόσταση, ενώ σύννεφα σκόνης  ανέβαιναν στον ουρανό στο σημείο εκείνο.Αλλά και στα υπόλοιπα κομμάτια του δρόμου που ήταν το έδαφος πιό μαλακό, η διάνοιξη γινόταν με τους κασμάδες, τα φτυάρια και τα καρότσια, απαιτούσε δε μεγάλη μυϊκή δύναμη και ψυχικό σθένος από τους χωριανούς. Ακολούθησε η σκυρόστρωση του δρόμου με υλικά  που προήρχοντο από τον επιτόπιο  θρυμματισμό  των λίθων που  είχαν βγεί κατά την διάνοιξη, με το τριβείο που είχε διαθέσει η Νομαρχία. Έρχονται στο μυαλό μας οι σκηνές, όταν οι αείμνηστοι δασκάλοι μας επανειλημμένα μας οδηγούσαν, τους μεγαλύτερους μαθητές και μαθήτριες του σχολείου, κατά μήκος του καινούριου δρόμου για να απομακρύνουμε από το οδόστρωμα τις πέτρες που ήσαν σκορπισμένες πάνω σε αυτό, βοηθώντας με τον τρόπο αυτό στην αποπεράτωσή του. Έτσι πραγματοποιήθηκε η οδική σύνδεση του χωριού, μέσω Παρθενίου, με την Τρίπολη.Ο δρόμος αυτός παρέμεινε σκυρόστρωτος μέχρι τελευταία.Τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία κυλούσαν πάνω στο σκυρόστρωτο οδόστρωμα, αφήνοντας πίσω τους συννέφα σκόνης ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες.  Τελευταία άρχισε να ασφαλτοστρώνεται και υπάρχει προοπτική να συνεχίσει η ασφαλτόστρωσή του σε όλο το μήκος του, για να θυμίζει στη γενιά μας  τη σθεναρή θέληση και τις πρώτες προσπάθειες των γονιών μας, για τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της οδικής επικοινωνίας του χωριού  με τα αστικά κέντρα.

     Ένα φθινοπωριάτικο απογευματινό του 1959 φάνηκε στις στροφές του Αρμακά το πρώτο αυτοκίνητο να έρχεται στο χωριό. Ήταν ένα επιβατηγό-ταξί του Κώστα Μπουτσικάκη που είχε έδρα την Τρίπολη. Το νέο μαθεύτηκε αμέσως και οι κάτοικοι του χωριού, οι πιο ενθουσιώδεις έτρεξαν προς τον Αρμακά για να διευκολύνουν το πέρασμά του, απομακρύνοντας τις πιο μεγάλες πέτρες από το οδόστρωμα, ενώ άλλοι το περίμεναν λίγο πιο πάνω από το Δημοτικό σχολείο.Όταν το αυτοκίνητο έφτασε στα καφενεία της «αγοράς» του χωριού, το υποδέχτηκαν ο Πρόεδρος της κοινότητας, οι άλλες Αρχές καθώς και όλοι οι χωριανοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που είχαν μαζευτεί εκεί στο μεταξύ, με αγκαλιές λουλούδια, κεράσματα και γλέντια. Ένα μικρό πανό που κρέμασαν κάποιοι μπροστά στη μηχανή του αυτοκινήτου έγραφε και αυτό τα καλωσορίσματα. Ωρισμένοι κάτοικοι «ασήμωναν» το αυτοκίνητο, ρίχνοντας πάνω στα καθίσματά του κέρματα και χαρτονομίσματα. Μάλιστα ο γιατρός του χωριού ο Γιαννάκος Παναγάκος έβαλε στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου για «ασήμωμα» ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων δραχμών, σημαντικό χρηματικό ποσό για την εποχή εκείνη.Η άφιξη αυτοκινήτου στο χωριό ήταν για όλους τους χωριανούς ένα άπιαστο όνειρο, που εκείνη την ημέρα γινόταν πραγματικότητα.

Τα πρώτο φορτηγό αυτοκίνητο που κυκλοφόρησε στο χωριό ήταν των αδελφών Κόκκωνα από το Καστρί, που την εποχή του τρύγου εκείνης της χρονιάς φόρτωνε μούστο για να τον μεταφέρει και να τον διαθέσει στην αγορά της Τρίπολης. Ακολούθησε το φορτηγό του Ηλία Καραγιάννη επίσης από το Καστρί. Ήταν παλιό ανατρεπόμενο στρατιωτικό φορτηγό μάρκας «τζέϊμς», που είχε αποσυρθεί εν τω μεταξύ από το στρατό και είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Καστρίτη. Αυτό εξυπηρετούσε αρχικά τις μεταφορικές ανάγκες των κατοίκων του χωριού, κυρίως σε αδρανή υλικά και υλικά οικοδομών γενικότερα.

Τα σχολιαρόπαιδα του χωριού έτρεχαν πίσω από το αυτοκίνητο, ανέβαιναν στην καρότσα του και γύριζαν εποχούμενα τις γειτονιές του, απολαμβάνοντας με αυτό τον τρόπο τη θέα του χωριού, κάτι που γι’ αυτά ήταν πρωτόγνωρο. Με την πάροδο του χρόνου προμηθεύτηκαν και Μασκλινιώτες φορτηγά αυτοκίνητα Δημόσιας χρήσης. Κυκλοφόρησαν στο χωριό τα φορτηγά αυτοκίνητα του Κώστα Μπαμπά, μάρκας «Hanomac» και του Γιάννη Τόγια μάρκας «Mercedes». Με αυτά πραγματοποιούντο για μεγάλο χρονικό διάστημα οι εμπορευματικές μεταφορές μεταξύ του χωριού και της ευρύτερης περιοχής μας. Μετά τις συνεχείς βελτιώσεις του οδοστρώματος του αυτοκινητόδρομου, και του εσωτερικού οδικού δικτύου του χωριού οι κάτοικοι προμηθεύτηκαν για τις μεταφορικές ανάγκες τους, σχεδόν όλοι, μικρά «αγροτικά» φορτηγά αυτοκίνητα αλλά και επιβατηγά, για την μετάβαση αυτών και των οικογενειών τους στις γειτονικές πόλεις αλλά και εκτός του Νομού.

Τα λεωφορεία, που στην αρχή χρησιμοποιήθηκαν και σαν φορτηγά, άρχισαν να εκτελούν καθημερινά, τις πρωινές ώρες, δρομολόγια, μέσω Παρθενίου, Αγιοργήτικων και Στενού προς την Τρίπολη, και το μεσημέρι ακολουθούσαν την αντίστροφη διαδρομή, επιστρέφοντας στο χωριό. Έτσι ξεπεράστηκε το πρόβλημα της μετάβασης των κατοίκων του χωριού στην Τρίπολη με το νυχτερινό τραίνο, που, όπως αναφέρουμε και σε άλλο σημείο του παρόντος, καταντούσε ένα απέραντο ξενύχτι. Τα πρωινά λεωφορεία μετέφεραν πιά το επιβατικό κοινό του χωριού, που μετέβαινε εκεί, για τις αγορές του και την τακτοποίηση διαφόρων υποθέσεών του.Επίσης φόρτωναν πάνω στη οροφή τους τα ταγάρια και τα καλάθια με τα τρόφιμα, που προορίζοντο για τους Μασκλινιώτες μαθητές που φοιτούσαν στα Γυμνάσια της Τρίπολης. Τα μετέφεραν ασυνόδευτα μέχρι το τέλος της διαδρομής και τα ξεφόρτωναν στο μικρό καφενείο του Β. Κρεμαστιώτη κοντά στην πλατεία Κολοκοτρώνη, στην  περιοχή της Μεταμόρφωσης, από όπου τα παραλάμβαναν με το σχόλασμα οι μαθητές του χωριού. Επιστρέφοντας το μεσημέρι στο χωριό τα λεωφορεία επανέφεραν τους Ελαιοχωρίτες και τα διάφορα μικροαντικείμενά τους, που είχαν προμηθευτεί από την αγορά της Τρίπολης, όσοι φυσικά δεν είχαν επιστρέψει εν τω μεταξύ στο χωριό με το τραίνο.

Αργότερα, την δεκαετία του 1980, έγινε με σύγχρονα πλέον μηχανήματα (μπουλντόζες, μεγάλα κομπρεσέρ κλπ) και η διάνοιξη του δρόμου από το χωριό μέχρι την Ανδρίτσα. Έτσι πραγματοποιήθηκε και η οδική σύνδεση του χωριού με την γειτονική πόλη του Άργους αλλά και την περιοχή της Αργολίδας γενικότερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990  και αυτός ο δρόμος ασφαλτοστρώθηκε.Η ασφαλτόστρωσή του αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες,επειδή ένα μεγάλο τμήμα του ανήκει στην αρμοδιότητα της Νομαρχίας Αργολίδας  και το υπόλοιπο στην Αρκαδία. Ταυτόχρονα έγινε και η διάνοιξη και η ασφαλτόστρωση ενός άλλου δρόμου, μήκους τριών χιλιομέτρων περίπου, παράλληλα με το βαγιόρεμα, που συνέδεσε το χωριό με την κεντρική οδική αρτηρία Τρίπολης - Άστρους. Έκτοτε η οδική επικοινωνία με την Τρίπολη και τα χωριά της Τεγέας διεξάγεται μέσω αυτής της οδικής σύνδεσης, οπότε ο δρόμος που κατασκευάστηκε αρχικά και οδηγεί προς το Παρθένι, σχεδόν εγκαταλήφθηκε, ενώ το χωριό απέκτησε εύκολη πρόσβαση προς το Άστρος και γενικότερα προς την παραλιακή Κυνουρία.Σήμερα η οδική επικοινωνία του χωριού με την γύρω περιοχή είναι πλέον ευχερέστατη και πραγματοποιείται καθημερινά σχεδόν είτε με τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ της Τρίπολης, είτε με τα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα των κατοίκων του. Παράλληλα το 2010 διακόπηκαν τα δρομολόγια του τραίνου από Αθήνα προς  Τρίπολη και αντίστροφα.Ολόκληρο το σιδηροδρομικό δίκτυο και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί εγκαταλήφθηκαν στη μοίρα τους. Έτσι από τη χρονολογία αυτή η οδική σύνδεση  του χωριού μας με την Τρίπολη  και τα άλλα αστικά κέντρα έμεινε ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας τους.

Στη δεκαετία του 1980 άρχισε και η διάνοιξη των δρόμων του εσωτερικού δίκτυου του χωριού. Αρχικά τσιμεντοστρώθηκε  ο δρόμος από το σταθμό του τραίνου, μέχρι την εκκλησία του ΑηΓιώργη και ακολούθησε η διάνοιξη και η τσιμεντόστρωση των δρόμων προς όλες τις γειτονιές. Γκρεμίστηκαν οι τεράστιοι πέτρινοι μαντρότοιχοι που ήταν χτισμένοι κατά μήκος και παράλληλα των δρόμων που έτσι έγιναν φαρδύτεροι, ενώ οι λιθοσωροί των τοίχων έγιναν άμμος και χαλίκι με τα τριβεία (σπαστήρες) για την τσιμεντόστρωσή τους. Έτσι η μετάβαση των χωριανών στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, στα καφενεία του χωριού και στα καταστήματα τροφίμων έγινε πιο άνετη. Σταμάτησαν πιά να τσαλαβουτούν το χειμώνα στα νερά μέσα  στις λακούβες των δρόμων και το καλοκαίρι στη σκόνη από το κοκκινόχωμα. Τώρα σχεδόν όλο το εσωτερικό οδικό δίκτυο του χωριού έχει ασφαλτοστρωθεί.Ταυτόχρονα άρχισαν να διανοίγονται και οι δρόμοι που οδηγούν στις περιοχές του Σαμονιού, στα αμπέλια και στον Καυκαλά.Οι χωριανοί  στο μεταξύ προμηθεύτηκαν μικρά φορτηγά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα  και έτσι η μετάβαση και η επιστροφή τους στα χωράφια τους έγινε  άνετη και σύντομη. Με αυτά κουβαλούσαν στο χωριό την παραγωγή τους και όλα τους τα χρειαζούμενα (ξύλα κλπ). Πως να ξεχάσει κανείς εκείνες τις ατέλειωτες ουρές από τα μουλάρια φορτωμένα με τον ελαιόκαρπο και πίσω τους πεζοπορώντας τους κατάκοπους από τον κάματο της ημέρας νοικοκυραίους του χωριού μας,όταν ανέβαιναν αγκομαχώντας τα χειμωνιάτικα βράδυα τους ανηφορικούς μουλαρόδρομους, τις «σκάλες», που οδηγούσαν από το Σαμόνι στο χωριό.Το μαρτύριο της ανηφόρας  από το Σαμόνι ευτυχώς το απάλυνε λίγο το κομμάτι του δρόμου, το «ίσιωμα» όπως το έλεγαν, από «την κορφή τη σκάλα» μέχρι τα πρώτα σπίτια του χωριού.Με την πάροδο του χρόνου ανοίχτηκαν αγροτικοί  δρόμοι και προς τα πιο απομακρυσμένα και δυσπρόσιτα σημεία της ευρύτερης περιφέρειας του χωριού, φτάνοντας μέχρι τα Καταλύματα, την Κάρβια, τα Πίσω Μεσοραχίτικα και την περιοχή του Μασκλινιώτικου ΑηΛιά.Τα αυτοκίνητα άρχισαν να εκτοπίζουν τα ζώα (μουλάρια,γαϊδούρια και άλογα) με αποτέλεσμα τα τελευταία σήμερα να έχουν εξαφανιστεί από το χωριό.Όλα τα νοικοκυριά αποχωρίστηκαν με θλίψη τα ζώα που τους συντρόφεψαν για έναν αιώνα τουλάχιστον  και τους βοήθησαν στις μεταφορές τους.Τώρα μόνο ένα άλογο και κανένα γαϊδουράκι έχει απομείνει δεμένο στην αυλή κάποιου σπιτιού, για να θυμίζει  σε μας τις παλιές  ηρωικές εποχές του χωριού μας.

 

                                                           Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...