Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

 

           ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ  ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ   ΜΙΑΣ  ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ

 

    Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,  ξενητεύτηκε και έζησε στον Καναδά από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, μέχρι το θάνατό της. Όταν επισκέφθηκε το 1991 για τελευταία φορά τον τόπο που γεννήθηκε σε προχωρημένη πιά ηλικία, μας ζήτησε να μεταβούμε μαζί σε ένα καμποχώρι της Αργολίδας, στου Αβδήμπεη, που σήμερα λέγεται Νέο Ηραίο. Θέλησε να συναντήσει απογόνους η τυχόν επιζώντες ιδιοκτήτες των χωραφιών που την είχαν «στη δούλεψή» τους μαζί με τους γονείς της και τα άλλα αδέλφια της την δεκαετία του 1930, κατά τον θερισμό την δημητριακών και το σταχομάζωμα.

      Εμείς φυσικά δεν τους γνωρίζαμε, αλλά μπαίνοντας στο χωριό και περνώντας εμπρός από ένα πλιθόκτιστο ισόγειο καλύβι η αείμνηστη μου πιάνει το χέρι στο τιμόνι και μου λέει με φωνή πνιγμένη στη συγκίνηση: «Παιδάκι μου σταμάτα. Εδώ είναι το σπίτι που μέναμε». Θαυμάζοντας την κοφτερή μνήμη της, παρά την ηλικία της, σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και κατεβήκαμε. Μπήκαμε στο χωράφι και φτάσαμε μπροστά στην σαπισμένη πόρτα του καλυβιού. Ανοίξαμε με ευκολία το ξύλινο μάνταλό της και μπαίνοντας πρώτη η θεία μου μέσα στο καλύβι την πήραν τα κλάματα. Αμίλητη και κλαίγοντας συνέχεια, άρχισε να ψάχνει με τα μάτια της κάθε γωνιά του καλυβιού. Γύρευε πόσες εικόνες από τα παλιά της ήρθαν στο μυαλό της. Την αφήσαμε για λίγο, ώσπου κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε, σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Πάμε παιδάκι μου».

    Βγαίνοντας στο δρόμο ρωτήσαμε ακριβώς απέναντι σε ένα διώροφο σπίτι έναν που καθόταν στην βεράντα του αν γνωρίζει να υπάρχει στη ζωή κάποιος από τα αφεντικά της ή τους απογόνους τους, αναφέροντας το επίθετό τους. Ήμασταν τυχεροί, αφού αυτόν που ρωτήσαμε ήταν ο γιός του αφεντικού της. Σε λίγο, μόλις του είπαμε το σκοπό του ταξιδιού μας, μας ανέβασε ο ιδιοκτήτης στο σπίτι και εκεί γνωρίσαμε ένα υπέργηρο γεροντάκι, το αφεντικό της. Όση ώρα δοκιμάζαμε τα κεράσματα που μας πρόσφερε απλόχερα η οικογένεια, το γεροντάκι και η θεία θυμήθηκαν και είπαν πολλά. Μετά από πολλή ώρα χαιρετήσαμε την οικογένεια, εκφράζοντας τη χαρά μας για τις ευχάριστες στιγμές που ζήσαμε και μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο, γυρνώντας και πάλι στο σπίτι μας. Ας είναι αιώνια η μνήμη της.

                                                                            Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

 

                       ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΩΡΓΗ) Τ’ΑΛΩΝΙ

 

    Το αλώνι του ΑηΓιώργη φτιάχτηκε από τους κατοίκους του χωριού μετά το 1900, σε έκταση που παραχωρήθηκε από τους Κουρβεταρέους, μετά το χτίσιμο της σημερινής εκκλησίας. Μέχρι τότε οι συγκεντρώσεις των κατοίκων του χωριού και τα γλέντια γίνονταν στο αλώνι του Χουγιάζου που δεν υπάρχει πιά, λίγο παραπάνω από την εκκλησία, δίπλα στον κεντρικό δρόμο. Παλιότερα το αλώνι του ΑηΓιώργη ήταν χωρισμένο σε δύο επίπεδα, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με τέσσερα σκαλοπάτια. Στο πάνω επίπεδο κάθονταν οικογενειακώς σε ξύλινα ή πτυσσόμενα σιδερένια τραπέζια οι κάτοικοι του χωριού και απολάμβαναν τους μεζέδες τους, που συνοδεύονταν απο Μασκλινιώτικο κρασί. Και μόλις φούντωνε το κέφι κατέβαιναν τα σκαλοπάτια και έμπαιναν στο χορό, γύρω από την εξέδρα με τους οργανοπαίχτες, που στηνόταν κάτω από το πλατάνι. Αυτό το αλώνι κρύβει μέσα του πολλές παλιές ανθρώπινες ιστορίες, από τα γλέντια και τις «χαρές» των κατοίκων του χωριού μας, που αφουγκράστηκε, φιλοξενώντας τα στο χώρο του, στο διάβα του χρόνου, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει, για να μας τις διηγηθεί.

   Τα ζευγάρια, μετά τις υποσχέσεις αμοιβαίας αγάπης που έδιναν μπροστά στην εικόνα του Αη Γιώργη, με την ευλογία του αείμνηστου παππαΓιάννη του Χάλια και των προκατόχων του, περνούσαν τα στέφανα και αφού δέχονταν τις ολόθερμες ευχές των συγχωριανών τους, έβγαιναν στο αλώνι για να χορέψουν παραδοσιακούς χορούς, συμπληρώνοντας έτσι την ευτυχία τους. Χόρευαν και οι χωριανοί σε πολλούς κύκλους, έχοντας μπροστάρηδες στο χορό τους νεόνυμφους, και μοιράζονταν έτσι τη χαρά τους. Και την μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, την Ανάσταση, το αλώνι ζούσε μεγάλες ώρες. Από την ημέρα της Ανάστασης και για τις επόμενες τρείς ημέρες τουλάχιστον, στήνονταν εκεί ολοήμερο γλέντι. Εκείνες τις μέρες τα πρωινά, αλλά και τις απογευματινές ώρες, μετά τις αναστάσιμες λειτουργιές, έβγαιναν όλοι οι κάτοικοι του χωριού στο αλώνι για να γλεντήσουν.

Εκεί, κάτω από το πλατάνι είχε στηθεί η ορχήστρα με τους οργανοπαίχτες που κούρντιζαν ξανά και ξανά τα όργανα, περιμένοντας να μαζευτεί ο κόσμος για να αρχίσει το γλέντι. Αφού κάθονταν, άλλοι στα στρωμένα τραπέζια με τις απλωμένες λαδόκολλες, τα ψητά κρέατα και τις μπύρες ενώ οι άλλοι, κυρίως ο γυναικόκοσμος του χωριού, στα παρτέρια της μάντρας του αλωνιού, που εφάπτονταν στο δρόμο και δεν υπάρχει πια, άρχιζε το γλέντι. Πρώτη πάντα «άνοιγε» το χορό η αείμνηστη Μαρίτσα του Τσιρίλη με τις φουντωτές κόκκινες παντόφλες της, συνοδεύοντας με το τραγούδι της την ορχήστρα. Ακολουθούσαν οι χωριανοί, κάνοντας ατέλειωτους κύκλους γύρω από την ορχήστρα, ενώ οι μπροστάρηδες του χορού, πετούσαν χαρτονομίσματα στους οργανοπαίχτες, για να παίξουν τις «παραγγελιές» τους, τα τσάμικα, τα καλαματιανά και τα συρτά.

    Και απέξω στο δρόμο, δίπλα στην μάντρα του αλωνιού, και μέχρι το πηγάδι του Αϊ Γιώργη, στηνόταν η «πασαρέλα» της νεολαίας του χωριού, που καθώς πηγαινοερχόταν παρέες - παρέες, τα αγόρια «έριχναν» κλεφτές ματιές στις κοπέλες του χωριού και στις «εκλεκτές» της καρδιάς τους. Στο τέλος έμπαινε και η νεολαία στο χορό, δίνοντας νέο κέφι και ζωντάνια στους χορευταράδες χωριανούς. Και όταν πια σκοτείνιαζε, σταματούσε το γλέντι στο αλώνι της εκκλησιάς, για να ξαναρχίσει εκεί τις πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας, μετά το τέλος της αναστάσιμης λειτουργίας. Συνεχιζόταν όμως το βράδυ, μέχρι τις πρωινές ώρες, στο μοναδικό καφενείο του χωριού, «στην αγορά».

   Καίτοι άλλαξε η όψη του αλωνιού μέσα στα τελευταία εξήντα πέντε χρόνια, αφού εκσυγχρονίστηκε, ηλεκτροφωτίστηκε και πλακοστρώθηκε, εν τούτοις ακόμη κρύβει μέσα του την παλιά του αίγλη. Στέκει και σήμερα, ρημαγμένο πια, αγέρωχα εκεί, έχοντας στη μέση το θαλερό πλατάνι του. Ακόμα καμαρώνει για όσα είδε και άκουσε τον παλιό καλό καιρό, τότε που το χωριό βούιζε από τις φωνές των παιδιών, τους χορούς της πολυπληθούς νεολαίας του και τα τραγούδια των μεγαλύτερων, που οι τελευταίοι τώρα δεν είναι πια κοντά μας.


                                                                                       Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

 

             ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ – ΚΛΙΜΑ – ΧΛΩΡΙΔΑ – ΠΑΝΙΔΑ – ΡΕΜΑΤΑ -ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ

   

     Η περιοχή του χωριού μας δεν είναι πεδινή. Ολόκληρη έχει ορεινή διαμόρφωση. Το έδαφος είναι σκληρό, σε πλείστα σημεία πετρώδες, και ελάχιστα γόνιμο.Η επιφάνεια του καλλιεργήσιμου εδάφους σε ελάχιστα σημεία είναι επίπεδη σχηματίζοντας ισιώματα (λάκες). Η μεγαλύτερη έκταση είναι επικλινής, σχηματίζοντας αναβαθμούς (πεζούλες, όχθια). Τα εδάφη των περιοχών που παλαιότερα καλλιεργούντο αμπελώνες αποτελούνται από ασπροχώματα, με πολύ μικρή γονιμότητα, ενώ ελάχιστες είναι οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, κυρίως στις πλαγιές και τις υπώρειες του όρους Παρθενίου  που αποτελούνται από κοκκινόχωμα και είναι πιο γόνιμες. Αυτές  καλλιεργούντο από τους κατοίκους για την παραγωγή  δημητριακών,  τα λεγόμενα «σπαρτοχώραφα». Αλλά και οι εκτάσεις αυτές είναι γεμάτες από μικρές πέτρες, γι’ αυτό και οι αγρότες πριν τις σπείρουν, μάζευαν από την επιφάνειά τους τις πέτρες, δηλαδή τις «ξελιθάριζαν».Τις πέτρες τις μάζευαν στην άκρη κάθε χωραφιού σε μεγάλους σωρούς. Τα πετρώματα στις υπώρειες του όρους Παρθενίου από την περιοχή Βαγιορέματος και του Αρμακά μέχρι τα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία σχιστολιθικά και ασβεστολιθικά. Αλλά και στις ανατολικές λοφοσειρές του χωριού (Κάρβια, Αγιολιάς, κλπ) τα πετρώματα είναι της ίδιας υφής.  Τούτο έχει αποτέλεσμα οι ποσότητες του νερού της βροχής και των χιονιών, να μην  έχουν δυνατότητα συγκέντρωσής τους σε υπόγειες λεκάνες, αλλά να καταποντίζονται μέσω των πετρωμάτων αυτών και να καταλήγουν τελικά, μέσω βαραθρώσεων ή σπηλαίων, στη θάλασσα.

Οι υδατοπηγές που υπάρχουν και τροφοδοτούν τα πηγάδια είναι ελάχιστες, διάσπαρτες, σε μεγάλες αποστάσεις η μια από την άλλη και το βασικότερο, σχεδόν επιφανειακές, με πολύ μικρή παροχή νερού. Στην περιοχή μόνο της Κάρβιας, στην ρεματιά που εκτείνεται ψηλά και βόρεια από τον οικισμό Πίσω Μεσορραχίτικα, υπήρχε ανέκαθεν  μια πηγή που το νεράκι της, μικρής βέβαια ποσότητας, κυλούσε ολοχρονίς στην κοίτη της ρεματιάς. Αναζητώντας οι κάτοικοι του χωριού με αγωνία  λύση στο πρόβλημα της ύδευσης του οικισμού  την δεκαετία του 1930 την πηγή αυτή ανέσκαψαν και καθάρισαν. Το  νερό της μεταφέρθηκε με σιδερένιες σωλήνες μέχρι το χωριό σε δεξαμενή που κατασκευάστηκε στις υπώρειες του Καυκαλά. Από το νερό αυτό υδρευόταν το χωριό με κοινοτικές βρύσες, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960,όταν πιά συνδέθηκε ο οικισμός  με το δίκτυο ύδρευσης της πηγής «Μεθυδρίου» Μαντινείας, όπως αναφέρουμε αναλυτικά και σε άλλο κεφάλαιο του παρόντος. Η ευρύτερη  περιοχή όμως των υπωρειών του όρους Παρθενίου, αλλά και του οικιστικού πυρήνα του χωριού, είναι γεμάτη από βάραθρα (πρόπαντες*) και υπόγειες σπηλαιώσεις.Τούτο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι  σε πολλά οικόπεδα των σπιτιών του χωριού, κατά την εκσκαφή των θεμελίων και των υπογείων τους, έχουν ανακαλυφθεί τυχαία κατά καιρούς από τους κατοίκους  μεγάλες ρηγματώσεις των πετρωμάτων που οδηγούν σε υπόγεια βάραθρα ή και σε σπήλαια. Επίσης κατά την διαδικασία μιάς αποτυχημένης γεώτρησης παλαιότερα, για την ανεύρεση πόσιμου νερού στην περιοχή Στρατηγέκα Χάνια, το γεωτρητικό κοπίδι του γεωτρύπανου εχάθη μέσα σε κενό σπηλαιοβάραθρου που συνάντησε κατά την γεώτρηση.  Σε μια άλλη αποτυχημένη γεώτρηση στην ίδια περιοχή ο ήχος του κοπιδιού του γεωτρύπανου αντηχούσε σε υπόγειο στην περιοχή Παναγέκα, που βρίσκεται, ως γνωστό, σε μεγάλη απόσταση από το σημείο της γεώτρησης.  Μεταξύ των άλλων, στην περιοχή Βαγιόρεμα και σε λίγα μέτρα μακριά από την άσφαλτο υπάρχει ένα μεγάλο σπηλαιοβάραθρο. Το επιφανειακό του άνοιγμα έχει μήκος έξι μέτρα και πλάτος δύο μέτρα. Ένα άλλο σπηλαιοβάραθρο υπάρχει πάνω από τον συνοικία Καραπανέκα και λίγο πιο κάτω από της σιδηροδρομική γραμμή, ενώ στην κορυφή του Αρμακά υπάρχει ακόμη ένα σπηλαιοβάραθρο. Αριστερά από το βαγιόρεμα μέσα σε μια συστάδα από λείους κόκκινους βράχους βρίσκεται ένα μεγάλο επιφανειακό σπήλαιο μικρού σχετικά βάθους, η «Μαύρη Τρύπα» όπως την ξέρουν οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής. Με αυτό και την ιστορία της περιοχής θα ασχοληθούμε αμέσως παρακάτω.

Κάτω από το όρος Παρθένιο ρέει μέσα από σπηλαιώσεις, ο χείμαρρος ποταμός Γαρεάτης.   Ο ποταμός αυτός ξεκινάει από τα ορεινά υψίπεδα των Δολιανών και του Δραγουνιού. Διαρρέει τα οροπέδια της Τεγέας  και αφού ενώνεται με τον χείμαρρο Σαρανταπόταμο, φθάνει στις δυτικές υπώρειες του όρους Παρθενίου και εκεί εισέρχεται σε τρείς μεγάλες καταβόθρες που απέχουν η μια από την άλλη σαράντα με πενήντα μέτρα περίπου. Η είσοδος στις καταβόθρες είναι φραγμένη με σίδερα προσαρμοσμένα σε ανθεκτικά τοιχεία, για να παρεμποδίζονται οι αποφράξεις τους από τους κορμούς των δέντρων και τα άλλα ογκώδη αντικείμενα που κατεβάζουν τα ορμητικά νερά του χειμάρρου, όταν φουσκώνει το χειμώνα.Όταν όμως τα νερά του ποταμού είναι πολλά, δεν μπορούν να τα απορροφήσουν οι καταβόθρες και τότε πλημμυρίζει το οροπέδιο στην περιοχή του Παρθενίου. Πολλές φορές το νερό έφτανε μέχρι τα πρώτα κάτω σπίτια του χωριού, τον κάμπο του οποίου διαρρέει ο Γαρεάτης και κάποια χρονιά, την δεκαετία του 1950, τα νερά της λίμνης που σχηματίστηκε στον κάμπο ήσαν τόσα πολλά, που διέφυγαν αναγκαστικά από την μοναδική δίοδο διαφυγής τους, την σήραγγα από την οποία διέρχεται ο σιδηρόδρομος. Στη συνέχεια ο ποταμός διαρρέει τα έγκατα του όρους Παρθενίου και εκβάλει τελικά χαμηλά και ανατολικά στον Αχλαδοκαμπίτικο κάμπο, στη θέση «Πηνίκοβη», μέσα από ένα κατά το πλείστον ανεξερεύνητο σπήλαιο, για το οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω. Από εκεί συνεχίζει να ρέει μέσα στο φαράγγι του Ξοβριού, προς την περιοχή της Ανδρίτσας, περνάει την Ποταμιά στη Βελανιδιά και χύνεται τελικά στην παραλία του Κυβερίου.

Τα ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά πετρώματα της ευρύτερης περιοχής της Μάσκλινας, οι υπόγειες σπηλαιώσεις του υπεδάφους της και ο μεγάλος αριθμός των σπηλαιοβαράθρων (πρόπαντες), όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, δικαιολογούν πλήρως τη σοβαρή έλλειψη υδάτινων πόρων στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού.

Κύριο στοιχείο στην περιοχή του χωριού είναι η ελιά, το περισσότερο τυπικά μεσογειακό καρποφόρο δέντρο. Η περιοχή του χωριού από τα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο, στο Σαμόνι, μέχρι την περιοχή Μεσοραχίτικα και Πλατάνι, καλύπτεται κυρίως από ελαιόδεντρα. Καλλιεργούνται δύο ποικιλίες: η «λαδοελιά» και το «μανάκι». Παλαιότερα στις περιοχές Αράπης, Γιαννηλάκι, Κεντρώματα, Καυκαλάς κλπ, που μέχρι σήμερα έχουν την γενικότερη ονομασία «στα αμπέλια», καλλιεργούντο μεγάλες εκτάσεις αμπελώνων, που απέδιδαν μεγάλες ποσότητες και εξαιρετικής ποιότητας κρασιών. Η περιοχή «Ροϊνά», στους πρόποδες του όρους Παρθενίου, σημαδεύεται από μια ποικιλία από μικρά και μεγάλα «δασικά» δέντρα, όπως οι βελανιδιές, τα πουρνάρια, τα σφεντάμια, οι γκορτσιές, οι γλαντινιές και οι κουμαριές.

Υπάρχουν ενδιάμεσα και κενά που καλύπτονται από μια μεγάλη ποικιλία από θάμνους και άλλα φυτά, όπως τα σπάρτα, τα ρείκια, οι ασφάκες, το θυμάρι, οι αφάνες και οι πικροδάφνες. Στα χωράφια που βρίσκονται μέσα στον οικιστικό πυρήνα του χωριού συναντάμε ήμερα καρποφόρα δέντρα, όπως: συκιές, λίγες αχλαδιές, αρκετές μουριές, αμυγδαλιές, πικραμυγδαλιές, ενώ στις ρεματιές φυτρώνουν μυρτιές, βάγιες, κυπαρίσσια, λεύκες, λυγιές (καναπίτσες). Συναντάμε τέλος λίγες καρυδιές και πλατάνια στην περιοχή Πλατάνι και στις ρεματιές του Σαμονιού.

Στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας, στο δάσος «ροϊνά» στις υπώρειες του Παρθενίου, στην Κάρβια, στην περιοχή Καυκαλάς αλλά και μέσα στις καλλιεργούμενες εκτάσεις, ζουν άγρια ζώα, όπως αλεπούδες, τσακάλια, κουνάβια, ασβοί και τελευταία πληθώρα από αγριογούρουνα. Ορισμένα από αυτά προξενούν ζημιές στο ζωικό κεφάλαιο των νοικοκυριών. Επανειλημμένα κατά το παρελθόν είχαν δεχθεί επιθέσεις τα κοτόπουλα στα κοτέτσια του χωριού από τις αλεπούδες ενώ τα τσακάλια «κτυπούσαν» σε στάνες από γιδοπρόβατα, με αποτέλεσμα σοβαρές απώλειες στο ζωικό κεφάλαιο των τσοπάνηδων. Σύμφωνα με μαρτυρίες συγχωριανών μας, παλαιότερα στην περιοχή του χωριού κυκλοφορούσαν και λύκοι που έκαναν επιθέσεις και ζημιές στα κοπάδια του χωριού. Μάλιστα λέγεται πως ένας συγχωριανός μας, ο Μπαρκούζος, βρήκε ένα νεογέννητο λυκάκι και το πήρε στο σπίτι του να το μεγαλώσει, νομίζοντας πως ήταν σκυλί (κουτάβι).Όταν διαπίστωσε ότι μεγάλωνε λύκο ήταν πια αργά, αφού του είχε εξαφανίσει ολόκληρο το ζωικό κεφάλαιο (κότες, κουνέλια, αρνιά κλπ.) του σπιτιού του. Από τότε έμεινε η χαρακτηριστική στο χωριό η φράση « μπα που να σε φάει ο λύκος του Μπαρκούζου». Την έλεγαν οι τσοπάνηδες του χωριού όταν αγανακτούσαν με την συμπεριφορά κάποιου ζώου του κοπαδιού τους.

Μάλιστα οι αλεπούδες και τα τσακάλια εκείνη την εποχή είχαν «επικηρυχθεί» από την Πολιτεία. Είχε καθιερωθεί χρηματική αμοιβή στους κατοίκους που εξόντωναν αυτά τα άγρια ζώα, με την προϋπόθεση να προσκομίσουν στις αρμόδιες Κρατικές υπηρεσίες τα πειστήρια εξόντωσής τους (μέρη από τα άκρα του σκοτωμένου ζώου). Επίσης ζουν λαγοί και αγριοκούνελα που οι κυνηγοί τα εξοντώνουν για το νόστιμο κρέας τους. Τους χειμερινούς μήνες κατεβαίνουν στην περιοχή μας και ορισμένα είδη πουλιών όπως κοτσύφια, πέρδικες και ορτύκια που και αυτά αποτελούν άριστους μεζέδες για τους κυνηγούς, ενώ ζουν ολοχρονίς σπουργίτια, σπίνοι και άλλα είδη πουλιών. Επίσης ζουν στην περιοχή μας ερπετά, όπως σκορπιοί, οχιές και αστρίτες που είναι άκρως επικίνδυνα, επειδή είναι ιοβόλα, καθώς και δεντρογαλιές που είναι ακίνδυνες.

Καλλιέργεια κηπευτικών γινόταν σε πολύ μικρή κλίμακα, κυρίως στις αρδευόμενες από πηγάδια εκτάσεις (περιβόλια), στις περιοχές Σαμόνι, Πλατάνι και Αράπης. Υπάρχουν και ξέφωτες πετρώδεις άδενδρες εκτάσεις στη μέση των ανατολικών πλαγιών του όρους Παρθενίου που σε αυτές γινόταν καλλιέργεια δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη κλπ) καθώς και καλλιέργεια αμπελώνων, κυρίως στις πλαγιές της περιοχής Καυκαλάς,  με ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Στην περιοχή του χωριού το κλίμα είναι ήπιο και ξηρό, η χειμερινή περίοδος μικρής διάρκειας, παράγοντες που ευνοούν τη χειμερινή κυρίως διαβίωση. Σε παλιότερη μάλιστα εποχή, τους καλοκαιρινούς μήνες στην περιοχή του χωριού η ζέστη ήταν ανυπόφορη, ιδιαίτερα τις μεσημεριανές ώρες. Εκείνη την εποχή η έλλειψη πρασίνου, λόγω της υπερβολικής βόσκησης, στο δάσος του γειτονικού όρους Παρθενίου (Ροϊνά), αλλά και εντός του οικιστικού πυρήνα του χωριού, δημιουργούσε συνθήκες καύσωνα, που διαρκούσε πολλές ημέρες.Οι κλιματολογικές συνθήκες και ειδικότερα οι συχνοί καύσωνες τους καλοκαιρινούς μήνες ανάγκαζαν ανέκαθεν τους κατοίκους του χωριού να εγκαταλείπουν  ομαδικά το χωριό και να μεταβαίνουν στο ορεινό χωριό τους, το Καστρί. Εκεί οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες ήταν τελείως διαφορετικές και έκαναν άνετη την διαμονή τους.

Όσοι από τους κατοίκους από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 παρέμειναν μόνιμα στη Μάσκλινα όλο το χρόνο, τους καλοκαιρινούς μήνες, μη υποφέροντας τη ζέστη, κατά τις μεσημεριανές ώρες κατέβαιναν στα δροσερά υπόγεια των κατοικιών τους, που η θερμοκρασία εκεί ήταν υποφερτή. Όσοι έβγαιναν να πάνε στα χωράφια τους και στα περιβόλια τους τους καλοκαιρινούς μήνες,  μετέβαιναν εκεί πριν ακόμη χαράξει και ανατείλει  ο αυγερινός. Περίμεναν στο χωράφι μέχρι να ξημερώσει, βόσκωντας τα ζωντανά τους και με το πρώτο φως της ημέρας άρχιζαν τη δουλειά. Μόλις όμως   έφτανε δέκα η ώρα και πριν αρχίσει η ανυπόφορη ζέστη φόρτωναν  στα ζώα τους ό,τι είχαν συγκεντρώσει για το νοικοκυριό τους (ξύλα, οπωροκηπευτικά από το μποστάνι* τους κλπ ), καβαλούσαν τα ζώα και γύριζαν γρήγορα στα σπίτια τους.Τα ξεφόρτωναν και τα  έδεναν στην αυλή του σπιτιού στους ίσκιους κάτω από τις μουριές και τις μυγδαλιές, γιατί τα καλύβια  που τα στέγαζαν ήταν στο εσωτερικό τους ζεστά σαν «καμίνια». Μόλις βράδιαζε έβγαζαν στις ταράτσες και στα μπαλκόνια των σπιτιών τους κλινοσκεπάσματα για να κοιμηθούν εκεί πάνω  στο ύπαιθρο, έξω από το σπίτι. Θυμάμαι νοσταλγικά την εποχή που ανεβαίναμε με το νύχτωμα όλη η οικογένεια να κοιμηθούμε στην ταράτσα του καλυβιού μας,γιατί το σπίτι ήταν πολύ ζεστό. Όταν ξαπλώναμε και πριν να κοιμηθούμε οι γονείς μας μας δίδασκαν κοσμογραφία δείχνοντάς μας στο ουράνιο στερέωμα τον «γαλαξία» μιά τεράστια φωτεινή λουρίδα που απλώνεται στον ουρανό από βορά προς νότο, που μας τον έλεγαν «Ιορδάνη ποταμό»,τον αστερισμό της «πούλιας» που μας την έλεγαν επταπάρθενο χορό,τους αστερισμούς της «μικρής και της μεγάλης άρκτου»  που μας τα έλεγαν αλετροπόδια κλπ. Μας έπαιρνε ο ύπνος με τα νανουρίσματα των γρύλων, του γκιώνη και των τζιτζικιών.Το πρωϊνό, πολύ πριν βγεί ο ήλιος από την περιοχή του Καυκαλά, μας ξυπνούσαν για να μαζέψουν τα κλινοσκεπάσματα να μην τα βρει ο ήλιος στην ταράτσα.

Τελευταία όμως το μικροκλίμα της περιοχής έχει αλλάξει ριζικά, με θερμοκρασίες υποφερτές και τους καλοκαιρινούς μήνες, όλη την διάρκεια του εικοσιτετράωρου. Τούτο οφείλεται στην αλματώδη ανάπτυξη της δασοκάλυψης, στους πρόποδες του όρους Παρθενίου (Ροϊνά) και στην δεντροφύτεψη με μουριές και άλλα σκιόφυλλα δέντρα, όλων των ασκεπών οικοπέδων που γειτνιάζουν με τον οικισμό ή αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του, καθώς και στη μείωση της βόσκησης του δάσους, στους πρόποδες του όρους Παρθενίου από τα ποίμνια. Η σύσταση του εδάφους και η ανεπάρκεια των πηγών δεν ευνοούν αγροτικές καλλιέργειες πολύ παραγωγικές με εξαίρεση, όπως προαναφέρθηκε, την καλλιέργεια της ελιάς.

Οι κλιματολογικές συνθήκες και η χλωρίδα σε αυτή την περιοχή είναι ευνοϊκοί παράγοντες για τη δημιουργία σε μεγάλες εκτάσεις βοσκοτόπων, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Η ύπαρξη βοσκοτόπων, σε συνδυασμό βέβαια και με άλλους παράγοντες, ήταν βασικό κριτήριο για προώθηση ανθρώπινης παρουσίας από τα γειτονικά παράλια (Αργολίδα, Θυρέα ) προς αυτή την ορεινή ενδοχώρα με το ήπιο κλίμα και την δημιουργία εκεί πρόχειρων εγκαταστάσεων ή οικιστικών πυρήνων ακόμη και μικρών οικισμών από γεωργοκτηνοτρόφους ή κτηνοτρόφους.

Το χωριό, όπως γράφουμε παραπάνω, δεν έχει τρεχούμενα νερά. Μόνο ρέματα και χείμαρροι υπάρχουν στην ευρύτερη περιφέρειά του, στα οποία τρέχουν μικρές ποσότητες νερού μέχρι το τέλος της άνοιξης το πολύ, σπανίως δε, μετά από δυνατή βροχόπτωση, γίνονται ορμητικοί.

α) Ένα ρέμα ξεκινάει από τις πλαγιές του Αγίου Πέτρου, κατεβαίνοντας διαρρέει κάθετα το χωριό, από βορειοανατολικά προς νότο. Μέσα στην κοίτη του ρέματος και γύρω από αυτή, από το ύψος του Αγίου Πέτρου, μέχρι το Καγκλέκο σπίτι συναντάμε μερικά πηγάδια μικρού σχετικά βάθους, το σημαντικότερο των οποίων είναι το Ζαρελιανέκο πηγάδι. Περνάει μπροστά από τα Καγκλέκα, παρακάτω μπροστά από τα Γιανναρέκα, μπροστά από τα Μουρμουρέκα, περνάει μέσα από την Ξαμπλέκη γειτονιά και στη συνέχεια πίσω από το αλώνι και μπροστά από το πηγάδι της εκκλησίας του Αϊ Γιώργη. Συνεχίζοντας περνάει από τα Μακρέκα περιβόλια, τα Στρατηγέκα Χάνια και αφού περάσει δίπλα από το κοτέτσι του Τσιώρου, συνεχίζει και καταλήγει στην περιοχή της Μαύρης Τρύπας (Βαγιόρεμα) οπότε συμβάλει στο ποτάμι της ΑγιαΣοφιάς.

β) Ένα άλλο ξεκινάει από τις πλαγιές του Καυκαλά, κατεβαίνει μέσα από την περιοχή της Φιλιππούς, που βρίσκεται και το ομώνυμο πηγάδι, και κατεβαίνει στο δίρρεμα. Εκεί παλιά την άνοιξη που κυλούσε νερό, στο σημείο που τέμνεται κάθετα από το δρόμο πού έρχεται από την αγορά προς τα Κορολέκα, οι νοικοκυρές του χωριού «κοπάνιζαν» τα στρωσίδια τους. Συνεχίζοντας περνάει μπροστά από τα Κορολέκα σπίτια, μπροστά από το Κικιζέκο σπίτι  και πίσω από στο σπίτι του Τζούμα δημιουργεί μια άπλα, που και εκεί παλιότερα «κοπάνιζαν» τα στρωσίδια. Συνεχίζοντας πίσω από του Αθανασιάδη, συμβάλει τελικά στο ρέμα που περιγράψαμε παραπάνω.

γ) Άλλο ρέμα ξεκινάει από τις υπώρειες του όρους Παρθένιο, διασχίζει κάθετα την γραμμή του τραίνου και συνεχίζοντας κατεβαίνει στο παλιοκρόπι, εκεί που βρίσκεται το ομώνυμο πηγάδι και καταλήγει στου Παυλάκου το ρουμάνι, όποτε συμβάλει στα Μακρέκα περιβόλια με το ρέμα που έρχεται από το χωριό.

δ) Ένα άλλο ρέμα ξεκινάει από τις ανατολικές πλαγιές του Καυκαλά, κατεβαίνει από τα βουλιάσματα, εκεί που ήταν παλιά του Πάϊκου η στέρνα και φτάνει στην ευρύτερη περιοχή του Αράπη, στην τοποθεσία «του Μπαριάμη το ρέμα». Κατά μήκος της κοίτης του ρέματος στην περιοχή του Αράπη και στην γύρω περιοχή συναντάμε πολλά πηγάδια, μικρού σχετικά βάθους. Εκεί το ρέμα τέμνει κάθετα τον μουλαρόδρομο που πηγαίνει για την Αγία Παρασκευή. Συνεχίζοντας παρακάτω, τέμνει κάθετα και τον χωμάτινο αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στην Αγία Παρασκευή και στο Πλατάνι. Περνώντας από την περιοχή Παλιόμυλος, καταλήγει στα Στρατηγέκα Χάνια, οπότε συμβάλλει στο ρέμα που έρχεται από την περιοχή του οικισμού.

ε) Άλλο ρέμα ξεκινάει από τις βορειοανατολικές υπώρειες του όρους Παρθενίου και κατεβαίνοντας περνάει κάτω από την σιδερένια γέφυρα του Αρκουδιά, διασχίζει την περιοχή Αρκουδιάδες, περνάει μέσα από την δυτική περιοχή των ελαιώνων του Σαμονιού, τέμνει κάθετα τον αγροτικό δρόμο που οδηγεί στα Κατσιρέκα μαντριά και τελικά καταλήγει στην περιοχή της Πηνίκοβης.

στ) Τέλος ένα ακόμη ρέμα στην περιοχή του Σαμονιού, ξεκινάει από την περιοχή Σαμονάκι, περνάει στην κάτω μεριά της Αντωνέκης πλεύρας σε όλο της το μήκος και φτάνει στην περιοχή της Αρτοτίνας. Εκεί η ρεματιά έχει βαθύσκια πλατάνια και τρεχούμενα νερά όλο το καλοκαίρι. Παλιότερα στο σημείο εκείνο και κατά μήκος της ρεματιάς, στην παρόχθια περιοχή καλλιεργούσαν τα περιβόλια τους πολλοί συγχωριανοί μας.

Υπάρχουν και άλλα μικρά ρέματα που δημιουργούνται στις πλαγιές των λοφοσειρών του χωριού, αλλά νομίζουμε πως δεν αξίζει να τα αναφέρουμε.

Τα πιο σημαντικά μονοπάτια στην ευρύτερη περιοχή της Μάσκλινας που αξίζει κανείς να τα περπατήσει έχουν τις εξής κατευθύνσεις: α) προς τον προφήτη Ηλία, στην κορυφή του όρους Παρθενίου. β) Από συνοικία Ζαρελιάνικα - γεφύρι Αρκουδιά – Αρκουδιάδες – Καταράχι – Αρτοτίνα.

γ) Μονοπάτι λιθόστρωτο, από το σπίτι του Χρήστου του Μακρή- Αρμακά -ΑγιαΣοφιά- Λαγκάδα-Δραγούνι. δ) από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής - Αράπη - Μπαριάμη ρέμα - Κεντρώματα – Αγία Παρασκευή - Μεσοραχίτικα  ε) Από το εξωκλήσι του Αγίου Πέτρου - Καυκαλάς - εξωκλήσι Αγίου Δημήτρη - Μεσοραχίτικα και στ) Από μαντρί του Τσιώρου - Μαύρη τρύπα - Άγιο Γεώργιο - γεφύρι Τάνου - Γαλτενά. Αυτό το μονοπάτι είναι δύσβατο πια, γιατί έπαψε από χρόνια να το διασχίζουν μουλάρια ή πεζοπόροι. Μπορεί όμως ο περιπατητής, αν τον βαστούν τα πόδια του, να ακολουθήσει τον αμαξόδρομο, οπότε μπορεί να φτάσει μέχρι το Τσερβάσι και το μοναστήρι του Προδρόμου.                                                  Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

 

                     ΤΟ   ΜΑΤΙΑΣΜΑ - ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣΙΕΣ

         Το μάτιασμα – τη βασκανία – που εκδηλωνόταν με ξαφνική αδιαθεσία και έντονο πονοκέφαλο, τη λογάριαζαν πολύ οι Μασκλινιώτες. Γι’ αυτό όταν εκδήλωναν το θαυμασμό τους για ένα πρόσωπο, ζώο ή δένδρο συνόδευαν την εκδήλωσή τους αυτή με τη φράση «να μη βασκαθεί» και «φτου να μη βασκαθεί» και ταυτόχρονα έφτυναν επάνω του για να μην υποστεί την κακή επίδραση του ματιάσματος, «να μην τον πιάσει το μάτι» .Όταν ήθελαν να εξοπλίσουν το προσφιλές τους πρόσωπο, ζώο ή αντικείμενο με αμυντικές δυνάμεις κατά του κακού ματιού, του κρεμούσαν φυλαχτά και μεγάλες μπλε χάντρες. Έτσι έβλεπε κανείς κρεμασμένες μπλε χάντρες στα σαμάρια στις σέλες ή μπροστά στο κούτελο στα καπίστρια των ζώων, ιδίως αλόγων και μουλαριών. Στα μωρά παιδιά για να μην τα ματιάσουν κρεμούσαν από την κούνια ή καρφίτσωναν με παραμάνα στη σαλιάρα  του μωρού φυλαχτό ή ένα ματόχαντρο. Μερικές γυναίκες για να αποφύγουν το μάτιασμα έβαζαν στα παιδιά τους ή και στους εαυτούς τους μια μουτζούρα με την κάπνα του τσουκαλιού ή με λίγο κατράμι πίσω από το αυτί τους. Τα φυλαχτά τα έφτιαχναν  μόνες τους και τα φορούσαν στα μεγαλύτερα παιδιά τους για να έχουν κάτι επάνω τους και να μην τα πιάνει το κακό μάτι.

     Για το ξεμάτιασμα, την απαλλαγή δηλαδή από την κακοποιό επίδραση της βασκανίας ασχολούντο μερικές, ηλικιωμένες κυρίως, γυναίκες του χωριού που ήξεραν να ξεματιάζουν. Αυτές φώναζαν για να διαβάσουν τους ματιασμένους. Η ξεματιάστρα έλεγε στον ματιασμένο μια μυστική ευχή, ένα ξόρκι, που σαν ιερό μυστικό της είχε παραδοθεί από κάποια άλλη. Έπειτα τον σταύρωνε – έκανε επάνω του το σημείο του σταυρού τρεις φορές με τα τρία δάχτυλα του δεξιού της χεριού, τον θυμίαζε πάλι σταυρωτά και τον φυσούσε τρείς φορές. Άλλες πάλι κατά το ξεμάτιασμα, όπως η αείμνηστη μητέρα μου, έσταζαν τρείς σταγόνες λάδι από το καντήλι σε ένα ποτήρι νερό. Άν πέφτοντας η σταγόνα του λαδιού  στο νερό διαλυόταν, έλεγαν πως το παιδί ή οποιοσδήποτε άλλος  ήταν ματιασμένος. Και αν η σταγόνα παρέμενε πάνω στο νερό, αυτό σήμαινε πως δεν είχε μάτι. Κάθε φορά που έσταζαν την σταγόνα το λάδι στο ποτήρι επικαλούντο την βοήθεια των Αγίων Αναργύρων ψυθιρίζοντας το σχετικό τροπάριο των Αγίων ή την Κυριακή προσευχή, το «Πάτερ ημών». Κατόπιν με το νερό  ράντιζαν τρεις φορές τον ματιασμένο και το νερό το έχυναν σε μια γωνιά που δεν πατιόταν. Επίσης  τους ματιασμένους  ράντιζαν με τον αγιασμό των Θεοφανείων που φύλαγαν σε μπουκαλάκι στο εικονοστάσι του σπιτιού. Εκτός από τα παραπάνω φώναζαν πολλές  φορές στο σπίτι τον παπά για να διαβάσει την ευχή κατά της βασκανίας.

    Ακόμη οι χωριανοί πίστευαν σε διάφορες προλήψεις και δοξασίες όπως:

 - Όταν βούϊζε το δεξί αυτί κάποιου,  έλεγαν πως κάτι καλό θα ακούσει και  όταν βούϊζε το αριστερό θα ακούσει κάτι κακό.

- Όποιος άφηνε την τελευταία του μπουκιά ψωμιού ή φαγητού χωρίς να την φάει έλεγαν πως «αφήνει τη δύναμή του».

 - Όταν άκουγαν κουκουβάγια να λαλεί κοντά σε σπίτι, το θεωρούσαν κακό προμάντεμα.

- Όταν έτρωγαν πολλοί από το ίδιο πιάτο και άφηναν στο τέλος κάτι αφάγωγο, έλεγαν πως η μπουκιά αυτή ήταν η μπουκιά «της ντροπής».-

-  Όταν τον έτρωγε κάποιον η μύτη του του, έλεγαν πως «θα φάει ξύλο».

- Άν κάποιος έφερνε στην κουβέντα του κάτι κακό, λ.χ. μια αρρώστια, πρόσθετε την φράση «έξω από δω» και έφτυνε τον κόρφο του.

-  Όταν κάποιος φταρνιζόταν, του έλεγαν πως κάποιος τον θυμήθηκε.-

- Πολλές νοικοκυρές έδιναν σημασία στον άνθρωπο που θα πρωτόμπαινε στο σπίτι τους, «θα έκανε ποδαρικό», κατά το πρωϊνό της πρώτης ημέρας μιας χρονικής περιόδου, εβδομάδας, μήνα ή χρόνου και ζητούσαν από  αυτόν να μπειί στο σπίτι με το δεξί πόδι.

- Το ίδιο θέμα απασχολούσε και του ιδιοκτήτες των μαγαζιών, για εκείνον που θα τους έκανε την πρώτη συναλλαγή της ημέρας λέγοντας «μου ήρθε το πρωϊ ο τάδε να ψωνίσει και μου έκανε καλό σεφτέ».-

- Τα πρωϊνά δεν έτρωγαν τίποτα, ούτε χαιρετούσαν, πριν πλύνουν το πρόσωπό τους και κάνουν το σταυρό τους. Εξ ου και η φράση που έλεγαν «δεν ντρέπεσαι να τρώς άνιφτος».-

- Θεωρούσαν γρουσουζιά να σπάσει ο καθρέφτης του σπιτιού.

- Δεν  έκοβαν τα νύχια τους την Τετάρτη και την Παρασκευή, έχοντας υπόψη τους το δίστιχο:

«Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις

και το Σαββάτο μη λουστείς αν θέλεις να προκόψεις».

-Το βράδυ πριν να κοιμηθούν σταύρωναν τρεις φορές το μαξιλάρι τους λέγοντας: «πέφτω κάνω το σταυρό μου – άρμα έχω στο πλευρό μου».

- Το βράδυ θεωρούσαν κακό να κοιταχτούν στον καθρέφτη

- Αν συναντούσαν στο δρόμο παπά και πήγαιναν σε κάποια σοβαρή δουλειά, την ανέβαλαν για άλλη ημέρα.

- Μετά το ηλιοβασίλεμα δεν δάνειζαν πράγματα στους γείτονες, γιατί το θεωρούσαν γρουσουζιά.

- Θεωρούσαν κακό να πετάξουν στο έδαφος τα δόντια που άλλαζαν τα παιδιά και τα συμβούλευαν να τα πετάνε στα κεραμίδια της στέγης.

- Δεν άφηναν ψαλίδι ανοιχτό, γιατί θεωρούσαν ότι έμεναν ανοιχτά τα στόματα των εχθρών.

- Αν κάποιος ήταν Σαββατογεννημένος έπιαναν οι κατάρες του

- Αν επισκέπτονταν κάποιο σπίτι φρόντιζαν να φύγουν από την ίδια πόρτα για να μην χαλάσει το προξενιό.

- Όταν σφύριζε η φωτιά στα τζάκι, πίστευαν πως κάποιοι πιάνουν στο στόμα τους την οικογένεια και τη φθονούν.

- Αν κάποιον τον έπιανε λόξυγκας, κάποιος τον θυμήθηκε. Θα σταματούσε δε αν έβρισκε το όνομα εκείνου που τον θυμήθηκε.

- Αν σε έτρωγε το αριστερό σου χέρι θα έπαιρνες χρήματα. Αν σε έτρωγε το δεξί, θα έδινες χρήματα.

- Την πρώτη του Μάρτη έδεναν στο χέρι των παιδιών κόκκινη και άσπρη κλωστή, για να μην Τα κάψει ο ήλιος.

- Όταν υπήρχε κηδεία στο χωριό, οι γυναίκες δεν έπλεναν ούτε σκούπιζαν

- Όταν το σκυλί αρουλιόταν προμήνυε θάνατο

-Όταν έριχνε χαλάζι πετούσαν ανάποδα, με τα πόδια προς τα πάνω στην αυλή την σιδεροστιά, για να σταματήσει το κακό.

-Όταν πέθαινε κάποιος, άφηναν γένια και μαλλιά και σκέπαζαν τον καθρέφτη με σεντόνι και κρεμούσαν μαύρο πανί στην είσοδο του σπιτιού, σε ένδειξη πένθους.

-Πίστευαν ότι κατά την διάρκεια του δωδεκαημέρου (25 Δεκέμβρη έως 6 Γενάρη) εμφανίζονταν καλικάντζαροι για να πειράξουν τους ανθρώπους. Έμπαιναν στα σπίτια και τα μαγάριζαν. Τον υπόλοιπο χρόνο πίστευαν ότι έμεναν στα έγκατα της γης και πριόνιζαν το δέντρο που βαστά τη γη. Έβγαιναν στην επιφάνεια της γης, κοντά στο τέλος της εργασίας τους, πριν κοπεί το δέντρο και τους πλακώσει η γη. Όταν όμως επέστρεφαν, με την λήξη του δωδεκαημέρου, το δέντρο είχε ξαναγίνει και άρχιζαν πάλι το πριόνισμα από την αρχή. Ο παπάς αγιάζοντας τα σπίτια την παραμονή των Θεοφανείων, έδιωχνε τους καλικάτζαρους, οι οποίοι φεύγοντας φώναζαν: «Φεύγετε να φεύγουμε, γιατί έφτασε ο τουρλόπαπας, με την αγιαστούρα του και με την βεδούρα του κι’ άγιασε τα ρέματα, τόνα ρέμα τάλλο ρέμα, την κακή του την ημέρα».

- Την τελευταία ημέρα του Φλεβάρη το βράδυ έβγαιναν στους δρόμους του χωριού με τροκάνια, κουδούνια και άδειους ντενεκέδες που τους χτυπούσαν βγαίνοντας μέχρι έξω από το χωριό, για να «ξεβγάλουν τον Κουτσοφλέβαρο».

-Οι αλαφροϊσκιωτοι έβλεπαν νεράιδες να χορεύουν στα αλώνια και όπου υπήρχε νερό. Έπαιρναν τη μιλιά από τους ανθρώπους και τους τρέλαιναν. Πίστευαν και στα στοιχειά, τα οποία συνήθως εμφανίζονταν με μορφή κάποιου ζώου τις νύχτες σε μέρη σκοτεινά και φόβιζαν τους ανθρώπους.

- Ορισμένοι «διάβαζαν» το μέλλον στο κόκαλο της πλάτης του αρνιού που έσφαζαν το Πάσχα (πλατομαντεία).

 

Για την πρόγνωση του καιρού πίστευαν πως:

- Όταν συννεφιάζει πάνω στον πάγο, προβλέπεται βαρυχειμωνιά

- Όταν τινιάζεται η γίδα ή το πρόβατο ή βήχουν, έρχεται χειμώνας

- Κατά το σημείο που νίβεται η γάτα με το πόδι της, από εκει θα αρχίσει να φυσάει

- Άμα κυλιέται το σκυλί στο χώμα το χειμώνα θα ακολουθήσει βαρυχειμωνιά

- Μόλις πέφτει ο ήλιος με ξαστεριά η άλλη μέρα θα είναι ηλιόλουστη

- Όταν τα γιδοπρόβατα τρώνε με όρεξη αποβραδίς, καταλαβαίνουν χειμώνα

- Όταν τα σπουργίτια ζητάνε βιαστικά την τροφή τους στο χώμα και δεν τρέχουν στα κλαριά έχουμε χειμώνα

- Όταν η πούλια βασιλέψει στις 5 του Δεκέμβρη με συννεφάκια, θάχουμε βαρυχειμωνιά και αν βασιλέψει με ξαστεριά, θάχουμε ήπιο χειμώνα

- Όταν τα κουνούπια πετούν μαζεμένα το χειμώνα, θάχουμε καλό καιρό

                                                                       Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

 

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   ΜΑΣ

     Η κατάργηση του σιδηροδρομικού δικτύου και η  αριθμητική μείωση και  γήρανση του πληθυσμού του χωριού μας αποτελούν σήμερα τους σημαντικότερους  παράγοντες ανάσχεσης της ανάπτυξής του. Όμως οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι του χωριού και οι Μασκλινιώτες που έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις  και είναι ακόμα «δεμένοι» με το χωριό, καταβάλλουν ομολογουμένως  σημαντικές προσπάθειες για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξή  του.

   Έτσι τους καλοκαιρινούς μήνες και τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, τα σπίτια του χωριού ανοίγουν σχεδόν όλα. Υποδέχονται τους χωριανούς μας, που ζουν στις γειτονικές μεγάλες πόλεις, στην Αθήνα και το εξωτερικό και επιστρέφουν, έστω και για λίγο, στις πατρικές εστίες τους. Τότε πυκνώνουν οι παρουσίες τους στα καφενεία, που παραμένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Στην πλατεία του χωριού γίνονται διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις και γλέντια. Καθ’ όλη την διάρκεια των ημερών του Πάσχα, ιδιαίτερα την νύχτα της περιφοράς του επιταφίου, την νύχτα της Ανάστασης, την παραμονή στον εσπερινό και ανήμερα της εορτής του ΑηΓιώργη, πολιούχου και προστάτη του χωριού, η εκκλησία και οι δρόμοι του χωριού γεμίζουν από κόσμο. Η παραδοσιακή ταβέρνα και τα δύο καφενεία που βρίσκονται στην πλατεία του χωριού γεμίζουν τα τραπέζια τους με κόσμο.

Τα Σαββατοκύριακα επίσης, όλο το χρόνο, το χωριό κρατάει τη ζωντάνια του. Ανοίγουν τα σπίτια τους πολλοί Μασκλινιώτες που μένουν στις κοντινές πόλεις, εκτός των ορίων του οικισμού και έρχονται στο χωριό να ξεκουραστούν και να «φορτώσουν τις μπαταρίες» τους. Τις ημέρες αυτές επισκέπτονται το χωριό και συντροφιές από κατοίκους των γειτονικών πόλεων (Τρίπολη, Ναύπλιο και Άργος) για να δοκιμάσουν, δίπλα στο αναμμένο τζάκι ή στον δροσερό κήπο της παραδοσιακής ταβέρνας του Δημήτρη Σκλημπόσιου, τις ξεχωριστές λιχουδιές, τους πεντανόστιμους μεζέδες, τα γαργαλιστικά αιδέσματα και τα καλοψημένα κρέατα που φτιάχνουν με ξεχωριστή μαστοριά οι γιοι του Γιαννάκης και Γιώργος και σερβίρει η κυρά Ελένη η συμβία του. Στο τέλος φεύγοντας από την ταβέρνα, χορτάτοι και ευχαριστημένοι από την άψογη συμπεριφορά των ιδιοκτητών της, με την ξεχωριστή γεύση της γιαούρτης και τη γλύκα του σύκου και του σταφυλιού ακόμη στο στόμα, κανονίζουν την επόμενη συνάντησή τους στο ίδιο μέρος.

    Όμως το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στο χωριό παραμένουν μόνιμα ελάχιστες οικογένειες, που κρατάνε τα σπίτια ανοιχτά, αλλά και αυτές, όταν τα παιδιά τους αρχίσουν να φοιτούν στο Γυμνάσιο και ιδιαίτερα όταν τελειώσουν το Λύκειο, φεύγουν από το χωριό και μεταβαίνουν στα αστικά κέντρα, για να συνεχίσουν τις σπουδές τους τα παιδιά τους εκεί ή για αναζήτηση εργασίας και καλύτερης τύχης γενικότερα. Όσοι από τους κατοίκους μένουν στο χωριό, οι πιο πολλοί, έχοντας φτάσει πια στην τρίτη ηλικία, υποαπασχολούνται στα αγροκτήματά τους και προσπαθούν να «φυλάξουν τις Θερμοπύλες» του χωριού, αγωνιώντας για την τύχη τους, ευχόμενοι «καλά στερνά» ο ένας για τον άλλον.

Έτσι τον περισσότερο καιρό και ιδιαίτερα τις καθημερινές τους χειμερινούς μήνες, το χωριό ζει και κινείται με τους λιγοστούς κατοίκους του. Τα πρωινά και τις βραδινές ώρες, μαζεύονται καμιά πενηνταριά ψυχές προχωρημένης κυρίως ηλικίας στα δύο καφενεία της πλατείας του χωριού. Το ένα με τις σκιερές μουριές, ιδιοκτησίας Γιάννη Στρατηγάκη, νοικιάζει τώρα ο Γιάννης ο Σκλημπόσιος  και το άλλο με την δροσερή κληματαριά, των κληρονόμων Γεωργίου Καπράνου το νοικιάζει τώρα ο Τάκης ο Τσιώρος. Εκεί ρουφώντας το καφεδάκι τους, παίζουν κανένα χαρτάκι και σχολιάζουν την επικαιρότητα. Όμως πριν καλά- καλά νυχτώσει αρχίζουν οι πρώτοι θαμώνες των καφενείων να μαζεύονται στα σπίτια τους, ενώ πολύ πριν από τα μεσάνυχτα, φεύγουν από εκεί και οι τελευταίοι. Οι λιγοστοί μεσόκοποι που κυκλοφορούν ακόμα στο χωριό, αφού βγάλουν το καθημερινό μεροκάματο, συνήθως εκτός των ορίων του οικισμού, επιστρέφουν το βράδυ, δίνοντας έτσι με την παρουσία τους λίγη ζωντάνια στα καφενεία.

Ευτυχώς λειτουργεί ακόμα το παραδοσιακό μπακάλικο, του Νίκου Μέγγου στο κέντρο του χωριού, απομεινάρι όμως και αυτό άλλων «ηρωικών» εποχών. Το μπακάλικο  του Γιώργη Κουρβετάρη στο σταθμό του τραίνου, έκλεισε πρόσφατα και  δυστυχώς για  παντοτινά.  Από αυτό το μπακάλικο οι κάτοικοι του χωριού μπορούν να προμηθεύονται τα είδη πρώτης ανάγκης, που είναι απαραίτητα για την διατροφή τους (ψωμί, τυρί, τρόφιμα κλπ) και για την συντήρησή τους γενικότερα.

Η εκκλησιά του ΑηΓιώργη, τις χειμωνιάτικες κυρίως Κυριακές, ανοίγει από τον ακάματο παπαΚώστα Παπαθεοδώρου και υποδέχεται τους κατοίκους του χωριού, που διατηρούν ακόμη τις λιγοστές δυνάμεις τους και σέρνουν τα βήματά τους μέχρι εκεί. Πάνε για να ευχαριστήσουν τον πολιούχο του χωριού για ο, τι απλόχερα τους χάρισε η ζωή και να του ζητήσουν να είναι «τα τέλη τους ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά».

Ολόκληρες γειτονιές, που άλλοτε έσφυζαν από ζωή ερημώνουν εντελώς. Για παράδειγμα στη συνοικία  «Γυμνιάνικα» στα πενήντα και πλέον σπίτια της, είναι ζήτημα αν από αυτά τρία ή τέσσερα είναι ακόμη «ζωντανά», με ενοίκους. Και σε αυτά μένουν ένα με δύο άτομα στο καθένα. Τα υπόλοιπα παραμένουν κλειστά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Ίδια κατάσταση επικρατεί περίπου και στις άλλες συνοικίες του χωριού.

Αυτοί οι λιγοστοί κάτοικοι που απέμειναν στο χωριό, όταν φτάσουν πια σε «βαθύ γήρας» ή πέσουν στο κρεβάτι του πόνου, ανήμποροι πλέον να αυτοεξυπηρετηθούν, με την πενιχρή σύνταξή τους και την οικονομική βοήθεια των παιδιών τους, προσλαμβάνουν, συνήθως, αλλοδαπές οικιακές βοηθούς, που τους φροντίζουν, μέχρι να τους κλείσουν τα μάτια. Συχνά - πυκνά ακούγεται ο πένθιμος ήχος της καμπάνας της εκκλησίας του ΑηΓιώργη, που ειδοποιεί τους εναπομείναντες, πως κάποιος συντοπίτης μας έφυγε από κοντά τους. Και την άλλη μέρα, όλα τα γερόντια του χωριού που στέκονται ακόμα στα πόδια τους και τα λιγοστά άτομα που είναι κάπως νεότερα ηλικιακά, φτάνουν μέχρι την εκκλησία και συνοδεύουν τον συμπατριώτη μας, στην τελευταία του κατοικία, στέλνοντας τα «χαιρετίσματα» με αυτόν που έφυγε, στα συγγενικά τους πρόσωπα, που έχουν αφήσει ήδη τη ζωή.

Μολονότι το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων έχει ανεβεί και οι συνθήκες ζωής έχουν πολύ βελτιωθεί (δρόμοι, επικοινωνίες, ύδρευση, ηλεκτρισμός, κατοικία, υγεία κλπ) ο πληθυσμός του οικισμού, δυστυχώς, ελαττώνεται συνεχώς. Γάμοι, δημιουργία νέων οικογενειών, γεννήσεις νέων ανθρώπων δεν γίνονται, γιατί δεν υπάρχουν πια νέοι. Και οι λίγοι που τυχαίνει να υπάρχουν, όταν παντρεύονται, δεν παραμένουν στα χωριό.

Η τωρινή κατάσταση, από την άποψη της αρνητικής πληθυσμιακής εξέλιξης του χωριού οφείλεται βασικά, όπως προαναφέρθηκε, στην «εσωτερική» και «εξωτερική» μετανάστευση, που έπληξε το χωριό τις δεκαετίες του 1950 και 1960 και δυστυχώς συνεχίζεται αλλά και στην υπογεννητικότητα, κοινωνικό φαινόμενο των νεώτερων χρόνων, που οδήγησαν στην ερήμωσή του. Το δημοτικό σχολείο, που αποτελεί στολίδι αρχιτεκτονικής και κτίστηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου με προσωπική εργασία των κατοίκων, έπαψε πια να λειτουργεί, γιατί δεν υπάρχουν παιδιά να φοιτήσουν σε αυτό. Ο πληθυσμός του χωριού συνεχώς μειώνεται, λόγω της γήρανσής του. Λίγοι από αυτούς μεταβαίνουν στους ελαιώνες τους για προετοιμάσουν τα χωράφια τους για την επόμενη ελαιοσυλλογή, φέρνοντας νοσταλγικά στο μυαλό τους εικόνες από το απώτερο παρελθόν, τότε που μετέβαιναν εκεί με τους γονείς τους, κάτω όμως από άλλες, πιο δύσκολες συνθήκες.

 Μεγάλες εκτάσεις γης άρχισαν να παραμένουν ακαλλιέργητες. Εγκαταλείφθηκε εντελώς η καλλιέργεια των αμπελιών και οι εκτάσεις των αμπελώνων φυτεύτηκαν με ελαιόδεντρα. Οι ελαιώνες που υπήρχαν και καλλιεργούντο στις παρυφές του όρους Παρθενίου, στα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο (Πηνίκοβη, Τσιρικάκι, Καταλύματα κλπ.) έχουν ήδη εγκαταλειφθεί. Αλλά και από τους υφιστάμενους ελαιώνες, μεγάλες εκτάσεις τους έπαψαν πια να καλλιεργούνται συστηματικά, όπως τα χρόνια των προγόνων μας, και γίνεται μόνο η συλλογή του ελαιόκαρπου από τους ιδιοκτήτες τους, τα άτομα της δικής μου της γενιάς, για λίγες ημέρες το χρόνο.Άρχισαν να επαληθεύονται δυστυχώς τα προφητικά λόγια του αείμνηστου πατέρα μου, του κυρΣτέλιου, που μας έλεγε πριν από πολλές δεκαετίες πως «όλα θα μείνουν….. του Κολοκοτρώνη», υπονοώντας πως  τα χωράφια του χωριού μας θα εγκαταλειφθούν κάποια μέρα στην τύχη τους.

Η δημιουργία από συγχωριανούς μας δύο μεγάλων φωτοβολταϊκών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας δεν συνέβαλε σχεδόν καθόλου στην οικονομική ανάπτυξή του, ούτε στην δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Αντίθετα και αυτές οι μονάδες αντιμετωπίζουν σήμερα  οικονομικά προβλήματα, εξ αιτίας της ανυπαρξίας του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου εκ μέρους της Πολιτείας.

Οι «συμφωνίες» των υπεύθυνων φορέων, για την εγκατάσταση πλησίον του οικιστικού πυρήνα του χωριού κεραιών κινητής τηλεφωνίας μεγάλης ισχύος, παρά τις χλιαρές αντιδράσεις των κατοίκων του, δημιούργησαν τεράστια «ομπρέλα» ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων επάνω από το χωριό. Αυτό κατά την γνώμη μας θα έχει μακροπρόθεσμα δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων του γενικότερα.

Τέλος το αίτημα εταιριών μεγάλων «οικονομικών συμφερόντων» για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών μεγάλης ισχύος, σε όλο το μήκος της κορυφογραμμής του όρους Παρθενίου, κατοίκου του Θεού Πάνα, σύμφωνα με την μυθολογία, ικανοποιήθηκε πρόσφατα και ήδη λειτουργούν οκτώ (8)  χωρίς ευτυχώς να ρυπαίνουν (ηχορύπανση – φωτορύπανση) ιδιαίτερα  το περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής του χωριού μας. Αντιδικίες σοβαρές προέκυψαν κατά τον καθορισμό της γεωγραφικής θέσης των ανεμογεννητριών επί της κορυφογραμμής του όρους Παρθενίου και της συνεπεία τούτου κατανομής των εσόδων από την λειτουργία τους,  μεταξύ του χωριού μας και του γειτονικού χωριού Παρθένιου.Το τελευταίο διεκδικούσε το σύνολο των εσόδων από την λειτουργία τους, υποστηρίζοντας ότι όλες είναι εγκατεστημένες εντός των γεωγραφικών ορίων του.Τελικά, ύστερα από σκληρούς δικαστικούς αγώνες με τους αντιδίκους γείτονές μας καθορίσθηκε  η γεωγραφική οριοθέτηση των ανεμογεννητριών, τεσσάρων (4) εντός των γεωγραφικών ορίων του Παρθενίου και τεσσάρων (4) εντός των γεωγραφικών ορίων του χωριού μας, με την αντίστοιχη κατανομή των εσόδων  από την λειτουργία τους σε κάθε χωριό.   Η δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης  και η διεκδίκηση των δίκαιων αιτημάτων του χωριού μας  ξεκίνησε ύστερα από ενέργειες  της διοίκησης του Φιλοπρόοδου Όμιλου Ελαιοχωρίου, με την νομική βοήθεια του  συγχωριανού μας Φώτη Καγκλή, διακεκριμένου δικηγόρου και την αμέριστη συμπαράσταση  του ετέρου συγχωριανού μας του Λάμπρου Αντωνάκου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε  πως σε αυτούς τους αγώνες, τις δίκαιες διεκδικήσεις και τις συνεχείς προσπάθειες δυστυχώς η συμμετοχή των Κοινοτικών παραγόντων του χωριού  ήταν απούσα. Όμως τελικά τα οικονομικά οφέλη των κατοίκων του χωριού  από αυτή την επένδυση είναι πολύ μικρά και κανένας από αυτούς δεν απασχολείται στη μονάδα αυτή της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.

    Όμως η κατάσταση που περιγράφεται πιο πάνω, δεν είναι τόσο ζοφερή, όσο φαίνεται, και κατά την γνώμη μας είναι ακόμη αναστρέψιμη, όσο όμως υπάρχει καιρός, ύστερα από προϋποθέσεις και οπωσδήποτε σκληρή δουλειά. Το λάδι που παράγεται από τις ελιές της περιοχής μας, είναι άριστης ποιότητας, «βιολογικής καλλιέργειας», αφού η λίπανση και το ράντισμα των ελαιοδέντρων είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Παρά το γεγονός αυτό, η μεγαλύτερη ποσότητα του λαδιού, μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να διατίθεται στους εμπόρους, σε εξευτελιστικές τιμές, χύμα, χωρίς να έχει υποστεί ούτε την στοιχειώδη τυποποίηση.

Είναι πολύ σημαντικό ότι ο ελαιόκαρπος, εφόσον υποστεί την διαδικασία της ψυχρής έκθλιψης, σε συνδυασμό με τα παραπάνω πλεονεκτήματά του, αποδίδει ελαιόλαδο, που εκτός από την χρήση του, στην μαγειρική, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρέως  για φαρμακευτικούς σκοπούς και για την παρασκευή  σειράς βιολογικών καλλυντικών σκευασμάτων,  εκτοξεύοντας έτσι στα ύψη την τιμή του ανά λίτρο. Από τον ελαιόκαρπο επίσης, που είναι άριστης ποιότητας, όταν γίνει κατάλληλη επεξεργασία συντήρησής του, με τρόπους και μεθόδους που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, και την παραγωγή βρωσίμων ελιών (παστές, θρουμπάτες, ξυδάτες, τουλουμίσιες) με την συσκευασία τους σε γυάλινα ή μεταλλικά δοχεία, δημιουργούνται τεράστιες δυνατότητες διάθεσής τους στην εγχώρια αγορά σε πολύ συμφέρουσες τιμές.

Όμως προϋπόθεση για την μεγιστοποίηση της οικονομικής απόδοσής τους, και την επέκταση της διάθεσής τους, στις αγορές των μεγαλουπόλεων ακόμη και σε αγορές του εξωτερικού είναι απαραίτητο να αποκτήσουν τα παραπάνω προϊόντα α) «επωνυμία» και β) να υποστούν την διαδικασία εμφιάλωσης και συσκευασίας γενικότερα. Αλλά και η Πολιτεία θα πρέπει, πρώτα εκείνη, να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια αυτή, δημιουργώντας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, καθώς και όλες τις άλλες προϋποθέσεις, για την διάθεση του «Ελαιοχωρίτικου» ελαιόλαδου, και των βρωσίμων ελιών στις μεγάλες αγορές της Αθήνας και του εξωτερικού.

Η δημιουργία σύγχρονου φυγοκεντρικού ελαιοτριβείου και συσκευαστηρίου ελαιολάδου από τον χωριανό μας Χρήστο Καγκλή αποτελεί οπωσδήποτε μια θετική εξέλιξη. Όμως κατά την απόψή μας αυτό δεν είναι αρκετό. Απαιτείται η δημιουργία μεγάλης μονάδας τυποποίησης ελαιολάδου και βρωσίμων ελιών, ώστε να απορροφάται ολόκληρη η παραγωγή των ελαιώνων του χωριού και να διατίθεται στην αγορά «επώνυμα», ώστε να διασφαλίζονται υψηλές τιμές διάθεσής του.

Το εξαιρετικά ξηρό και υγιεινό κλίμα της περιοχής, σε συνδυασμό με την τελευταία σημαντική βελτίωση του οδικού δικτύου, προς τις πεντακάθαρες «παρθένες» ακτές της ανατολικής Κυνουρίας, με την μείωση του χρόνου μετάβασης εκεί, σε ένα τέταρτο της ώρας περίπου, μπορεί να αποτελέσει το χωριό μας, προσφιλή προορισμό γιατην διαμονή Ελλήνων αλλά και κατοίκων του εξωτερικού, κατά την περίοδο των διακοπών τους.

Όμως και εδώ απαιτούνται σημαντικές παρεμβάσεις, με την προβολή των κλιματικών πλεονεκτημάτων της περιοχής και την δημιουργία οργανωμένων καταλυμάτων (πανσιόν ή ξενοδοχείων), καθώς και εστιατορίων (ταβερνών), που θα προσφέρουν άνετη διαμονή στους επισκέπτες. Και εδώ η Πολιτεία πρέπει να σταθεί αρωγός, στην προσπάθεια των ενδιαφερομένων να δημιουργήσουν οργανωμένα καταλύματα και εστιατόρια, εντάσσοντας τις προσπάθειές τους αυτές, σε υφιστάμενα Ευρωπαϊκά προγράμματα.(Leader κλπ).

Τέλος η άμεση τουριστική αξιοποίηση από την Πολιτεία και της σιδηροδρομικής διαδρομής Άργους-Τρίπολης, με την επαναλειτουργία του σιδηροδρόμου, στα πρότυπα του «τραίνου του Πηλίου», και την δημιουργία στο σταθμό του χωριού κατάλληλης υποδομής (αναψυκτήριο- καφενείο- εστιατόριο), θα δώσει σίγουρα νέα ώθηση στην τουριστική ανάπτυξη του χωριού, με απρόβλεπτες θετικές εξελίξεις. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στο εξωτερικό αναβαθμίζουν και εκσυγχρονίζουν παρόμοιες εγκαταστάσεις σε πολύ πιο δύστροπα γεωγραφικά ανάγλυφα, χωρίς να ξανακάνουν φαραωνικά έργα, που γεμίζουν τον τόπο τσιμέντο και καταστρέφουν το τοπίο καθώς και την ομορφιά του παλαιού δικτύου.

Υπάρχουν τέτοιες γραμμές που συνδυάζουν επιβατική, τουριστική και εμπορική λειτουργία (π.χ.Bernina Express Ελβετίας, Mariazell Bahnhof Αυστρίας κλπ.) ή λειτουργούν αμιγώς για τουριστική χρήση, με την οικονομική συμβολή ή απλά εθελοντική παροχή βοήθεια από τοπικούς φορείς ή φυσικά πρόσωπα (π.χ. Durango & Silverton Train USA, Train a vapeur des Cevennes Γαλλία κλπ.) προσπορίζοντας τέτοια κέρδη στις κοινότητες που διασχίζει το τραίνο, που σε κάποιες περιπτώσεις ολόκληρα χωριά ζουν από τα έσοδα αυτού του τουρισμού.

Αν όμως δεν υπάρξει καμιά εξέλιξη, από αυτές που προαναφέραμε, ή ακόμη και άλλες, που ίσως σκεφτούν και υλοποιήσουν άλλοι συγχωριανοί μας, η δε κατάσταση στο χωριό, από άποψη ανάπτυξης, παραμείνει όπως είναι σήμερα, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο, πως σε λίγα χρόνια, για την επόμενη γενιά των συμπατριωτών μας, το χωριό θα παραμένει απλή ανάμνηση, και τα σπίτια του θα ρημάζουν ακατοίκητα, αφού θα έχουν φύγει από τη ζωή και οι τελευταίοι εναπομείναντες, που φύλαξαν, ως το τέλος, τις «Θερμοπύλες» του χωριού μας.

                                                               Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

 

                    ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΜΑΣ  ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

 

Την δεκαετία του 1950 έγινε και στην κοινωνία του χωριού μας μια μεγάλη στροφή προς την ιδεολογία της οικονομικής ανάπτυξης. Άρχισε να επικρατεί η χρησιμοθηρική αντίληψη για τη ζωή, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η κοινωνία της αφθονίας και της κατανάλωσης υλικών αγαθών. Όραμά της έγινε ο υλικός ευδαιμονισμός. Άνοιξαν για μια ακόμα φορά οι πύλες των μεγάλων αστικών κέντρων και του εξωτερικού για να υποδεχθούν τους χωριανούς μας που έφυγαν από το χωριό και αναζητούσαν εναγώνια καλύτερο μέλλον, προσπαθώντας να ξεχάσουν  το παρελθόν τους. Έτσι όμως άνοιξε ο δρόμος που οδηγεί στην τυποποίηση της ζωής και στην αλλοτρίωσή τους. Στόχος τους έγιναν τα καυτά προβλήματά τους, οι ανησυχίες τους και οι προβληματισμοί τους για το μέλλον. Αυτά όμως οδήγησαν πολλούς από τους συγχωριανούς μας στην άρνηση του ιστορικού και του παραδοσιακού τους παρελθόντος. Στην άρνηση και στην αμφισβήτηση της αξίας της πολιτισμικής μας παράδοσης.

Όμως η ιδέα της οικονομικής ανάπτυξης και στροφή προς το «παρόν» και μόνο σε αυτό δεν είναι σε θέση να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου σε όλο το πλάτος και το βάθος τους. Η ηθική ακεραιότητα του ανθρώπου και η πίστη του στον άνθρωπο σαν υπέρτατη αξία έχει επικίνδυνα διαβρωθεί από τις παρενέργειες του τεχνολογικού πολιτισμού. Έχει ήδη ανοίξει ο δρόμος που οδηγεί στην τυποποίηση της ζωής και στην αλλοτρίωση του ανθρώπου. Η ύπαρξη του παρόντος και του μέλλοντος προϋποθέτει απαραίτητα την στροφή στο παρελθόν. Γιατί ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν λειτουργεί μια διαλεκτική σχέση. Η ύπαρξη του παρόντος αλλά και του μέλλοντος έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν, στην ιστορική μνήμη και στο παράδοση. Η ακτινοβολία του νέου πολιτισμικού οικοδομήματος δεν περιορίζεται μόνο στο παρόν και στο μέλλον αλλά στρέφεται και προς το παρελθόν. Το αίτημα όμως δεν είναι να επιστρέψουμε «στις ρίζες» μας αλλά στόχος μας είναι να γνωρίσουμε το παρελθόν μας, την ιστορική και πολιτισμική μας παράδοση. Όχι αναβίωση περασμένων τρόπων και μορφών ζωής, αλλά γόνιμη και δημιουργική βίωση των σταθερών αξιών που προσφέρει το παρελθόν.

Γιατί η  «αναβίωση» προϋποθέτει τη νέκρωση και προσδιορίζεται από το θάνατο. Για να αναβιώσει κάτι πρέπει πρώτα να πάψει να ζει, να έχει χάσει την ψυχή και το πνεύμα του, που τον κρατούσαν ζωντανό. Όταν κάτι πάψει να ζει, «δεν αναβιώνει» δεν ανασταίνεται, αν δεν βρει τη χαμένη ψυχή και το πνεύμα του. Αναβίωση με ξένο πνεύμα και με ξένη ψυχή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ψυχρή,  άψυχη και χωρίς δικό της πνεύμα «αναπαράσταση». Σε κάθε σημαντική  στιγμή της ζωής μας πρέπει να στρέφουμε τη ματιά μας στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον. Να κάνουμε καθημερινά  μια κριτική ιστορική αναδρομή στο παρελθόν, αλλά και καθημερινό αγνάντεμα στους ανοιχτούς ορίζοντες του παρόντος και του μέλλοντος. Να συνδυάζουμε αρμονικά τον παραδοσιακό πλούτο του παρελθόντος με τις ανανεωτικές δυνάμεις του παρόντος και του μέλλοντος. Και η έκφραση του παρελθόντος  πρέπει να είναι η ιστορική και πολιτισμική μας παράδοση.

Η ζωή χωρίς παρελθόν, δηλαδή χωρίς να θυμάσαι και χωρίς με την θύμησή σου να χαίρεις για τις ομορφιές της ζωής ή να λυπάσαι για τις ασχήμιες της, χωρίς να θερμαίνεται ο πόθος σου και να αναπτερώνεται η ελπίδα σου για ένα καλύτερο παρόν και για ένα ακόμη καλύτερο μέλλον δεν έχει νόημα ούτε δικαίωση. Αλλά η επιφανειακή και τυπική γνωριμία τους πολιτισμικής παράδοσης δεν είναι αρκετή. Πρέπει να καλλιεργεί τον κριτικό στοχασμό και να ενδυναμώνει τη γόνιμη και δημιουργική σκέψη. Να ξεχωρίζει από την πολιτισμική μας παράδοση τα συνεκτικά της στοιχεία, τις εσωτερικές δυνάμεις που προσδιορίζουν τη συνοχή της και να οδηγεί στη βίωση των ζωντανών και υπερχρονικών στοιχείων που εμπεριέχει. Η πολιτισμική παράδοση ταυτίζεται με το παρελθόν. Κανένας δεν μπορεί να διαγράψει το μόχθο, τα επιτεύγματα, τους αγώνες και τις αγωνίες των προηγούμενων γενεών, τους γονείς του και τους προγόνους του ή το ατομικό του παρελθόν. Εχθροί της πολιτισμικής μας παράδοσης πρέπει να θεωρούνται η αυθάδεια του μεταπολεμικού νεόπλουτου και η απαιδευσία του σύγχρονου μικροαστού. Οι οδύνες του παρελθόντος πρέπει να γίνονται από τους νεότερους ζωντανές και σταθερές ανθρώπινες αξίες και μαθήματα ταπεινοφροσύνης.

Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάμε ή να περιφρονούμε τα δημιουργήματα του μόχθου και τις παραδοσιακές μορφές ζωής των περασμένων γενεών. Μαθαίνοντας με ποιες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες πάλευαν για να επιβιώσουν οι πατέρες μας και οι πρόγονοί τους, γινόμαστε λιγότερο αυστηροί  οι λίγοι ευτυχώς αμφισβητίες ή αρνητές του παλιού και του ξεπερασμένου, στεκόμενοι με περίσκεψη μπροστά στα θετικά αλλά και στα αρνητικά στοιχεία της προόδου, αλλά και με σεβασμό στο μόχθο  των προγόνων τους. Πρέπει να έχουμε πάντοτε στο νου μας  εμείς οι τωρινοί πως με τις σκέψεις μας, με τις πράξεις μας και τα συναισθήματά μας δημιουργούμε και εμείς παράδοση για τα επόμενα χρόνια και για τις επόμενες γενιές. Η πολιτισμική παράδοση που και εμείς δημιουργούμε μπορεί κάθε μέρα που περνάει να γίνεται παλαιότερη, συγχρόνως όμως ανανεώνεται. Πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας πως η προσφορά μας με οποιαδήποτε μορφή στη γενέθλια γη, τη δική μας και των γονέων μας, η πίστη μας στις παραδοσιακές αξίες, αλλά προπάντων τα έργα μας θα προσδιορίζουν στο μέλλον την έκταση και την ποιότητα αυτής της παράδοσης που θα έχουμε εμείς δημιουργήσει.

                                                                               Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος-     Μασκλινιώτης

 

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...