Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

                                  Η   ΘΕΡΜΑΝΣΗ  ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ  ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

      Σήμερα θα αναφερθούμε στους τρόπους που θέρμαιναν παλαιότερα οι χωριανοί μας τα σπίτια τους, ιδιαίτερα τις κρύες ημέρες του χειμώνα, πριν χρησιμοποιηθούν οι σύγχρονοι τρόποι θέρμανσής τους. Επίσης  θα περιγράψουμε πως χρησιμοποιούσαν τα θερμαντικά μέσα και για άλλες χρήσεις (μαγείρεμα, σιδέρωμα, στέγνωμα ρουχισμού κλπ) καθώς και   τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν κατά την διαδικασία της λειτουργίας των θερμαντικών αυτών μέσων.

      Αρχικά το τζάκι σε κάθε σπίτι αποτελούσε την μοναδική πηγή θέρμανσής του. Συνήθως ήταν χτισμένο σε μια εσοχή, στη μέση ενός από τους εξωτερικούς τοίχους του κάθε σπιτιού, στο δωμάτιο (χειμωνιάτικο) που έμενε τις περισσότερες ώρες του εικοσιτετραώρου η οικογένεια, στην ίδια επιφάνεια με το δάπεδο του σπιτιού. Γύρω από το τζάκι, τη «γωνιά» όπως την έλεγαν, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, που το κρύο ήταν τσουχτερό, μαζευόταν όλη οι οικογένεια για να ζεσταθεί. Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν για την τροφοδοσία του τζακιού προέρχονταν κυρίως από τα ελαιόδεντρα, που μετέφεραν  όλο το χρόνο από τα χωράφια στο σπίτι με τα ζώα τους. Τα βράδια, πριν πάνε για ύπνο, έριχναν στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο από ελιά, για να κρατήσει τη φωτιά αναμμένη μέχρι το πρωί.

Κάθονταν όλοι γύρω από το τζάκι, σε μικρά χαμηλά καθίσματα, τα «σκαμνάκια», προσπαθώντας να ζεσταθούν, αλλά η φωτιά που έκαιγε, ζέσταινε μόνο το μέρος του ανθρώπινου σώματος που «έβλεπε» τη φωτιά, ενώ το πίσω μέρος του σώματος και το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν παγωμένο, γιατί τα σπίτια έμπαζαν κρύο από παντού, από τις πόρτες, από τα παράθυρα, που στην αρχή δεν είχαν τζάμια και από τη στέγη που δεν είχε νταβάνι. Γι’ αυτό και επικράτησε η γνωστή σε όλους μας έκφραση «μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα». Πολλές φορές με το φύσημα του δυνατού αέρα ο καπνός του τζακιού κατέβαινε από την καπνοδόχο και τότε τα μάτια όλων που κάθονταν γύρω από το τζάκι για να ζεσταθούν έκλαιγαν, κοκκίνιζαν και έτσουζαν από τον καπνό.

    Γύρω από τη φωτιά του τζακιού κάθονταν οι νοικοκυραίοι για να στεγνώσουν, όταν η βροχή τους έδιωχνε από το χωράφι και γύριζαν στο σπίτι  βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο. Άλλαζαν τα βρεγμένα ρούχα τους με στεγνά και τα βρεγμένα  τα κρεμούσαν πίσω στις καρέκλες, που τις έβαζαν  με την πλάτη προς τη φωτιά. Οι ίδιοι κάθονταν για να ζεσταθούν στα χαμηλά σκαμνάκια  κρατώντας  και αυτοί  τα βρεγμένα τους εσώρουχα  απλωμένα στα δυο τους χέρια πάνω από αυτή και άχνιζαν δημιουργώντας υδρατμούς  όλα τα ρούχα καθώς στέγνωναν. Οι δυνατές γλώσσες της φωτιάς του τζακιού που «έβλεπαν» τα γυμνά  πόδια τους,  δημιουργούσαν στο δέρμα τους κοκκινίλες, τις «κεραμίδες». Αλλά «μπρος τη ζέστα, τι είν’ τα κάλλη» έλεγαν οι βρεγμένοι  για να διασκεδάσουν την ταλαιπωρία τους.

Στο τζάκι που έκαιγε γινόταν και το μαγείρεμα του φαγητού. Επάνω στην «σιδεροστιά*» τοποθετούσαν την κατσαρόλα με το φαγητό για να βράσει, ενώ με τη «μασιά*» έσπρωχναν τα αναμμένα ξύλα και τα αναμμένα κάρβουνα κάτω από την «σιδεροστιά», για να αυξήσουν την θερμαντική ικανότητα της φωτιάς, και να επιτύχουν έτσι το μαγείρεμα του φαγητού. Η νοικοκυρά όταν ήθελε να «σιδερώσει» γέμιζε πρώτα το σίδερο με κάρβουνα από το τζάκι, χρησιμοποιώντας την τσιμπίδα και το άφηνε για λίγο μέχρι να ζεσταθεί καλά. Πολλές φορές κρατώντας από την χειρολαβή το σίδερο με τα κάρβουνα, το κουνούσε δεξιά αριστερά, για να ανάψουν τα κάρβουνα καλύτερα. Έπειτα έστρωνε πάνω στο τραπέζι ή σε ένα φαρδύ σανίδι ένα διπλωμένο σεντόνι, αφού εκείνες τις εποχές δεν υπήρχε σιδερώστρα, για να κάνει εκεί το σιδέρωμα. Μόλις το σίδερο ζεσταινόταν καλά το δοκίμαζε αρχικά σε ένα ευαίσθητο ρούχο και άρχιζε να σιδερώνει τα ρούχα που είχε πλύνει.

Στο τζάκι μαγειρευόταν επίσης το φαγητό στο ταψί που έμπαινε κάτω από την «μπογάνα», ειδικό καπάκι φτιαγμένο στην αρχή από πηλό και αργότερα από ελαφριά λαμαρίνα που σκέπαζε το ταψί. Για να τοποθετηθεί η μπογάνα καθαριζόταν αρχικά η καυτή γωνιά του τζακιού από τα κάρβουνα, τοποθετείτο το ταψί που σκεπάζονταν από την μπογάνα και αυτή στη συνέχεια με τα αναμμένα κάρβουνα. Δίπλα τα σύνεργα του τζακιού, η μασιά, η τσιμπίδα και η σιδεροστιά, που η τελευταία όταν δεν χρησιμοποιείτο, συνήθως την έστηναν όρθια στο πίσω μέρος του τζακιού, στον «φουρνόλακα».

Όταν δεν καθάριζαν τακτικά την καμινάδα του τζακιού, στην εσωτερική επιφάνειά της συγκεντρωνόταν αιθάλη - καπνιά , μια μαύρη ουσία που ήταν εύφλεκτη και τη  βγάζουν τα χλωρά ξύλα καθώς καίγονται. Όταν οι φλόγες που έβγαζαν τα ξύλα που καίγονταν στο τζάκι ήταν έντονες, ιδιαίτερα τις παγωμένες χειμωνιάτικες ημέρες, αυτές  έφταναν στο κάτω μέρος της ακαθάριστης καμινάδας, με αποτέλεσμα να παίρνει φωτιά και να λαμπαδιάζει όλη η καμινάδα. Τότε οι φλόγες  ξεπηδούσαν  από αυτή, πάνω από τη στέγη του σπιτιού  και έκαιγε ολόκληρη η καμινάδα σαν ηφαίστειο, ενώ ακουγόταν ένα δυνατό βουητό από την δύναμη της φωτιάς. Επειδή υπήρχε κίνδυνος ανάφλεξης της στέγης του σπιτιού, έτρεχαν οι νοικοκυραίοι   με την βοήθεια και  των γειτόνων τους να ανεβούν στην στέγη για να χύσουν άφθονο νερό μέσα στην καμινάδα και να σβήσουν τη φωτιά.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έκαναν την εμφάνισή τους, για την θέρμανση των σπιτιών, αρχικά οι σόμπες, που ήταν σαν μικρά όρθια βαρελάκια, με τους σωλήνες τους, τα «μπουριά», για να βγαίνει ο καπνός έξω από το σπίτι. Στην πάνω επιφάνειά τους γινόταν και το μαγείρεμα του φαγητού. Είχαν πολύ μεγαλύτερη θερμαντική ικανότητα σε σχέση με το τζάκι και απαιτούσαν για την λειτουργία τους ξύλα κομμένα σε μικρά τεμάχια, όμως σε πολύ μικρότερες ποσότητες από αυτές που χρησιμοποιούντο στο τζάκι.

Αργότερα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 χρησιμοποιήθηκαν οι πρώτες μασίνες (στόφες) με τα μπουριά, που ήταν ορθογώνιες και είχαν στην πάνω επιφάνειά τους πολλές εστίες για μαγείρεμα, ενώ διέθεταν και φούρνο για το ψήσιμο ενός καρβελιού ψωμιού και φαγητών. Και αυτές τις τροφοδοτούσαν με μικρού μεγέθους καυσόξυλα που είχαν τεμαχίσει από τους καλοκαιρινούς μήνες με τις κινητές πριονοκορδέλες που είχαν στην ιδιοκτησία τους ορισμένοι κάτοικοι και εξυπηρετούσαν τα νοικοκυριά, κόβοντας τα ξύλα για τις θερμάστρες έναντι αμοιβής. Αυτές είχαν μεγαλύτερη θερμαντική απόδοση από τις σόμπες και ήταν πολύ πρακτικές. Έτσι είχε επιλυθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο για δεκαετίες ολόκληρες το πρόβλημα της θέρμανσης των σπιτιών.

Όμως με τα παραπάνω θερμαντικά μέσα θερμαινόταν μόνο ένα από τα δωμάτια του σπιτιού, συνήθως το καθιστικό ή «χειμωνιάτικο». Τα άλλα δωμάτια των σπιτιών (η κρεββατοκάμαρη και η σάλα) παρέμεναν παγωμένα. Έτσι οι νοικοκυραίοι του σπιτιού πήγαιναν στην κρύα κρεββατοκάμαρη μόνο για ύπνο και έμπαιναν αμέσως μέσα στις κουβέρτες για να ζεσταθούν. Πολλές φορές, τις κρύες νύχτες του χειμώνα, πυράκτωναν κομμάτια κεραμίδια, τα δίπλωναν με μάλλινες φανέλες και τα τοποθετούσαν κάτω από τα κλινοσκεπάσματα, για να ζεστάνουν τα κρεβάτια των παιδιών τους, πριν πέσουν για ύπνο. Ορισμένοι μάλιστα τους χειμωνιάτικους μήνες μετέφεραν το κρεβάτι τους στο καθιστικό (χειμωνιάτικο) του σπιτιού, εκεί που το κρατούσε ζεστό η μασίνα όλη τη νύχτα.

Διατηρήθηκε για πολλά χρόνια ακόμη η χρήση των μασινών από τους κατοίκους, για την θέρμανση των σπιτιών τους. Για το μαγείρεμα όμως σταμάτησαν να χρησιμοποιούν πια το τζάκι ή την μασίνα, και άρχισαν να προμηθεύονται συσκευές που λειτουργούσαν με υγραέριο (πετρογκάζ). Ορισμένα σπίτια, συν το χρόνο, άρχισαν να θερμαίνονται και με κεντρική θέρμανση (καλοριφέρ), με καύσιμη ύλη το πετρέλαιο, αντικαθιστώντας τις παραδοσιακές μασίνες, επιτυγχάνοντας έτσι με τα θερμαντικά σώματα την ομοιόμορφη θέρμανση όλων των εσωτερικών χώρων τους, ενώ μερικοί κάτοικοι τις μασίνες τις χρησιμοποιούν ακόμη μέχρι και σήμερα.

Οι μεγάλοι χώροι (οι αίθουσες του σχολείου, η εκκλησία και τα καταστήματα) θερμαίνονταν με μεγάλες θερμάστρες (ξυλόσομπες) με μπουριά. Μάλιστα τα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο, τους χειμερινούς μήνες, εκτός από την τσάντα με τα βιβλία τους, μετέφεραν καθημερινά και από ένα κομμάτι ξύλου, συνήθως ελιόξυλο, για την τροφοδοσία της θερμάστρας της τάξης. Αλλά και αυτοί οι χώροι, μετά την ηλεκτροδότηση του χωριού, άρχισαν να θερμαίνονται με συστήματα κεντρικής θέρμανσης (καλοριφέρ).

 

                                                                               Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...