Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

 

                             Π  Ρ  Ο  Σ  Κ  Λ  Η  Σ  Η

   

   Ο   Φιλοπρόοδος   Όμιλος Ελαιοχωρίου  σας προσκαλεί στο χορό που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 30 Ιουλίου 2022 και ώρα 21.30 στο χώρο του Δημοτικού Σχολείου Ελαιοχωρίου, με ζωντανή ορχήστρα, γουρνοπούλα και άφθονη μπύρα!!

  Θα χαρούμε να μας τιμήσετε με την παρουσία σας.

                                                              Από τον  Φ.Ο.Ε.

Σάββατο 16 Ιουλίου 2022

 

    

                                             ΤΟ  ΑΛΩΝΙΣΜΑ  ΤΩΝ ΣΙΤΑΡΟΚΡΙΘΑΡΙΩΝ

 

    Μετά την μεταφορά των δεματιών και το στοίβαγμά τους σε θημωνιές, οι νοικοκυραίοι περίμεναν πιά την σειρά τους για το αλώνισμα. Ο χρόνος αναμονής έφτανε μέχρι και ένα δεκαπενθήμερο, εάν είχαν μεταφέρει κάποιοι στο συγκεκριμένο αλώνι μεγάλο αριθμό δεματιών ή είχαν μεταφέρει δεμάτια εκεί πολλοί νοικοκυραίοι. Προηγούντο πάντοτε και ήταν εκτός σειράς οι ιδιοκτήτες του αλωνιού ή αυτοί που είχαν μερίδιο από το αλώνι, όταν υπήρχαν πολλοί ιδιοκτήτες του.

    Όταν ερχόταν η σειρά τους να αλωνίσουν, έφερναν από την προηγούμενη ημέρα τα δεμάτια από τις θημωνιές μέσα στο αλώνι και αφού τα έλυναν, άπλωναν τις καλαμιές με τα στάχυα σε όλη την επιφάνεια του αλωνιού. Τα δεματικά τα έβγαζαν και τα κρατούσαν έξω από το αλώνι. Την άλλη ημέρα πρωί – πρωί έμπαινε στο αλώνι το ζευγάρι τα μουλάρια με το ντουένι για τον αλωνισμό. Τις περισσότερες φορές το αλώνισμα γινόταν με ένα ζευγάρι μουλάρια. Φρόντιζαν τα ζώα να ταιριάζουν μεταξύ τους κατά το δυνατόν στο ύψος, την δύναμη και την προθυμία. Έβαζαν τα ζώα μέσα στο αλώνι χωρίς το σαμάρι το ένα δίπλα στο άλλο και τους περνούσαν στο λαιμό τις λαιμαργιές και στη ράχη τους τις «σαμαρίτσες». Στο αριστερό και στο δεξί μέρος κάθε λαιμαργιάς υπήρχε ένας κρίκος. Στο κάθε κρίκο έδεναν μια αλυσίδα που έφτανε μέχρι πίσω παράλληλα και σε όλο το μήκος του σώματος του μουλαριού. Έτσι σε κάθε μουλάρι έδεναν δύο τέτοιες παράλληλες αλυσίδες. Αυτές τις περνούσαν από τις άκρες της «σαμαρίτσας» που είχαν ήδη τοποθετήσει στην ράχη του κάθε μουλαριού.

    Οι δύο αυτές αλυσίδες πίσω από το κάθε μουλάρι, ενώνονταν με ένα οριζόντιο γερό ξύλο στρογγυλό ή μεταλλικό σωλήνα. Αυτό το εξάρτημα το ονόμαζαν τραβηχτό. Σε κάθε μουλάρι αντιστοιχούσε ένα τραβηχτό. Και τα δύο τραβηχτά στο μέσον τους είχαν από ένα κρίκο σιδερένιο. Σε αυτούς τους δύο κρίκους αγκίστρωνε ένα άλλο σιδερένιο εξάρτημα, το «παλάντζο» που ένωνε τα δύο τραβηχτά. Επίσης στο κέντρο του «παλάντζου» υπήρχε ένας κρίκος που σε αυτόν αγκιστρωνόταν το «ντουένι». Τέλος περνούσε τα σχοινιά των καπιστριών των μουλαριών ώστε οι άκρες τους να φτάνουν μέχρι το «ντουένι» για να μπορεί ο αλωνιστής στη συνέχεια να κατευθύνει με αυτά τα ζώα μέσα στο αλώνι.

Το «ντουένι» ήταν μια επίπεδη επιφάνεια μήκους 1,20 μ. περίπου, φτιαγμένο από χοντρό σκληρό σανίδι και είχε ειδικά μαχαίρια και εγκοπές στην κάτω επιφάνειά του, που έβλεπαν το έδαφος. Πάνω στο ντουένι ανέβαινε συνήθως ο ιδιοκτήτης των μουλαριών που στεκόταν όρθιος. Με τις φωνές του και κρατώντας τα σχοινιά από τα καπίστρια των μουλαριών κατηύθυνε τα μουλάρια ή τα άλογα σαν αρματοδρόμος γύρω - γύρω μέσα στο αλώνι πάνω στις σκόρπιες καλαμιές.

 Κατά την διάρκεια του αλωνίσματος το ζευγάρι τα μουλάρια με το ντουένι έκανε συνήθως δεξιόστροφους κύκλους μέσα στο αλώνι. Για να ξεκουράζεται το ζευγάρι με τα μουλάρια και για να μην προκαλείται ίλιγγος στα ζώα, κάθε τόσο αυτός που τα οδηγούσε πάνω από το ντουένι, τα γυρνούσε μέσα στο αλώνι και άρχιζε να κάνει αριστερόστροφους κύκλους μέσα σε αυτό. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν συνεχώς κατά την διαδικασία του αλωνίσμα

 Πολλές φορές ανέβαιναν στο ντουένι μαζί με τον αναβάτη και τα μικρά παιδιά του νοικοκύρη που αλώνιζε, απολαμβάνοντας έτσι την διαδικασία του αλωνίσματος. Ήταν γι’ αυτά η μεγαλύτερη χαρά. Ενώ το ντουένι περνούσε, πατώντας πάνω στις καλαμιές και τα στάχυα, τα μαχαίρια θρυμμάτιζαν τα στάχυα για να βγει ο σπόρος και να κόβεται πιο ψιλό το άχυρο. Στο θρυμματισμό των καλαμιών και των σταχιών βοηθούσαν και οι οπλές των μουλαριών που τα πατούσαν σέρνοντας το ντουένι κυκλικά μέσα στο αλώνι.

   Τα ξύλινα «ντουένια» τελευταία αντικαταστάθηκαν με σιδερένια επιφάνεια από λαμαρίνα. Στα Μακρέκα αλώνια, κοντά στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, αλώνιζαν τα γεννήματα έναντι αμοιβής, χρησιμοποιώντας τα ζώα τους (άλογα ή μουλάρια) οι: Μπαμπάς Θανάσης,Τσιώρος Παναγιώτης, Μακρής Χαράλαμπος ή Χυλοπιτάς και ο  Παναγιώτης Παπαγεωργίου ή Καλόγερος. Μάλιστα ο τελευταίος είχε ένα «ντουένι» που αντί για παράλληλα κοφτερά μαχαίρια είχε στερεωμένους στην κάτω επιφάνειά του κοφτερούς οδοντωτούς κυλίνδρους, παρόμοιους με τα σκαλιστικά εργαλεία που δένουν πίσω από τα τρακτέρ οι σημερινοί γεωργοί, σε μικρογραφία. Οι κύλινδροι αυτοί κυλώντας  διευκόλυναν το πέρασμα του ντουενιού επάνω στις σταχοκαλαμιές  και έτριβαν με πολύ μεγάλη ευκολία και αποτελεσματικότητα τα στάχυα.

      Τις μεσημεριανές ώρες που η ζέστη ήταν ανυπόφορη, σταματούσε το αλώνισμα. Ο ιδιοκτήτης των ζώων που αλώνιζαν από το πρωί, αφαιρούσε το ντουένι, «ξέζευε» τα ζώα του και αφού τα πότιζε τα έδενε κάτω από ένα βαθύσκιο δέντρο και τους έβαζε το «ντορβά» με το κριθάρι για να φάνε και να ξεκουραστούν. Ακολούθως πήγαινε και αυτός και έτρωγε μαζί με τα αφεντικά του το μεσημεριανό φαγητό, συνήθως κρέας με χυλοπίτες ή μακαρόνια, που είχε ετοιμάσει η κυρά του ιδιοκτήτη και είχε φέρει από το σπίτι στο αλώνι με την κατσαρόλα.

Αφού έτρωγαν και έπιναν τα κρασάκια τους, ευχόμενοι στο αφεντικό «καλούς καρπούς», αποσύροντο όλοι κάτω από γειτονικά βαθύσκια δέντρα ή πήγαιναν στο σπίτι τους για να ξεκουραστούν και να πάρουν κανένα υπνάκο, ενώ η νοικοκυρά μάζευε το «τραπέζι» που είχε στρώσει καταγής κάτω από το βαθύσκιο δέντρο, βάζοντας τα πιάτα και ό,τι άλλο είχε απομείνει μέσα στα ταγάρια. Το απόγευμα, μόλις έγερνε λίγο ο ήλιος και δρόσιζε, ο ιδιοκτήτης των ζώων τα «έζευε» πάλι μέσα στο αλώνι, έδενε και το ντουένι πίσω από αυτά και άρχιζε το αλώνισμα που συνέχιζε και μετά την δύση του ήλιου, μέχρι το νύχτωμα. Κάθε τόσο οι εργάτες γύριζαν το «λιώμα», για να τριφτούν καλά οι καλαμιές και τα στάχυα, ώστε να γίνουν άχυρο και να χωρίσει ο καρπός. Εχθρός του αλωνίσματος ήταν η βροχή, γιατί αργούσαν πολύ να ξεραθούν οι καλαμιές και τα στάχυα και έπρεπε να γυρίζονται συνέχεια, πράγμα πολύ κουραστικό.

Όταν το ντουένι με τα δόντια του και τις εγκοπές του και με το βάρος του αλωνιστή-ιδιοκτήτη των μουλαριών και τα πέλματά των μουλαριών είχαν κάνει μικρά κομμάτια τις καλαμιές και τα καρπερά στάχυα είχαν εντελώς θρυμματιστεί και διαλυθεί σταμάταγε το αλώνισμα. Έλυναν το ντουένι από το παλάντζο και ξέζευαν τα μουλάρια βγάζοντάς τα έξω από το αλώνι. Μάζευαν στη μέση το αλώνι σε στενόμακρο σωρό τα μικρά κομμάτια τις καλαμιές, το άχυρο, με τα ξύλινα  και τα σιδερένια δικράνια, τις «πηρούνες» όπως τις έλεγαν, ενώ σκούπιζαν καλά με τις αυτοσχέδιες σκούπες, φτιαγμένες από σπάρτα και φαλαρίδες, τον καρπό που ήταν σκορπισμένος σε όλη την επιφάνεια του αλωνιού, το «λιώμα», για να αρχίσει το «λίχνισμα».

 Κατά την διαδικασία του λιχνίσματος συγκεντρώνονταν στο αλώνι οι «σέμπροι» και οι συγγενείς των νοικοκυραίων για να τους βοηθήσουν στο λίχνισμα. Άλλωστε η αλληλοβοήθεια των κατοίκων, ιδιαίτερα την περίοδο του αλωνισμού, ήταν χαρακτηριστική. Η διαδικασία αυτή έπρεπε να τελειώνει το συντομότερο δυνατόν, γιατί πολλές φορές τα νοικοκυριά αντιμετώπιζαν αντίξοες καιρικές συνθήκες  (καλοκαιρινά βροχερά μπουρίνια κλπ) που μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιές στο σοδειά.  Όταν φυσούσε αέρας οι εργάτες πετούσαν το «λιώμα» ψηλά με τα δικριάνια, που ήταν ξύλινα και είχαν στην άκρη τρία μεγάλα δόντια σαν την τρίαινα του Ποσειδώνα. Επειδή το άχυρο είναι ελαφρύτερο, το έπαιρνε ο αέρας μακριά από το σιτάρι, που έπεφτε κάθετα στο αλώνι και έτσι γινόταν ο διαχωρισμός. Έπειτα έπαιρναν με ένα ξύλινο φτυάρι λίγο - λίγο τον καρπό που είχε σωριαστεί στη μέση του αλωνιού και τον πετούσαν ψηλά. Τότε ο καρπός σαν βαρύτερος έπεφτε ίσια κάτω, ενώ με το φύσημα του αέρα τα λίγα άχυρα και τα ντύματα (οι φλούδες) του καρπού που είχαν απομείνει, απομακρύνοντο και αυτά παρασυρμένα από τον άνεμο, παραπέρα σε άλλο σωρό. Αυτή ήταν η διαδικασία του «λιχνίσματος».

   Οι εργάτες περίμεναν, λόγω νηνεμίας, ακόμη και μια ολόκληρη ημέρα κάτω από την παχιά σκιά γειτονικών δέντρων να φυσήξει, για να «λιχνίσουν» το λιώμα. Πότε - πότε έφευγε κανένας εργάτης από την σκιά του δέντρου και πήγαινε στο αλώνι να «πετάξει» με το δικριάνι ψηλά λίγο από το «λιώμα» για να διαπιστώσει αν «ανασαίνει» έστω και λίγο ο αέρας, ώστε, αν φυσούσε, να τρέξουν στο αλώνι και οι άλλοι εργάτες να αρχίσουν το «λίχνισμα». Έτσι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν και το παραμικρό φύσημα του ανέμου. Λόγω της νημεμίας η διαδικασία του λιχνίσματος μπορούσε να κρατήσει αρκετές ημέρες. Τις νύχτες, για όσο διάστημα διαρκούσε το αλώνισμα, φύλακας της παραγωγής ήταν συνήθως ο νοικοκύρης, που κοιμόταν δίπλα στο αλώνι, αδιαφορώντας για τους κινδύνους που διέτρεχε από τα δήγματα των φιδιών και των σκορπιών που αφθονούσαν γύρω του.

Όταν τέλειωναν το λίχνισμα, κοσκίνιζαν το σιτάρι με το δριμόνι*. Το δριμόνι ήταν ένα μεγάλο κόσκινο κατάλληλο για να περνάει το σιτάρι και να συγκρατεί τα άλλα άχρηστα υλικά (ρίζες, πέτρες, κλπ). Έριχναν το σιτάρι μέσα στο δριμόνι και το δριμόνιζαν. Τότε ήταν πια όλα έτοιμα για την μεταφορά του καρπού στην αποθήκη του σπιτιού.

Το άχυρο μεταφερόταν με τα μουλάρια στον αχυρώνα του σπιτιού σε μεγάλα σεντόνια, τα «χιράμια», και με τον εξής τρόπο: Άπλωναν το σεντόνι δίπλα στο σωρό με το άχυρο και σώριαζαν με τα δικράνια άχυρο πάνω σε αυτό. Μετά το σώριασμα έπιαναν τις δύο διαγώνιες άκρες του σεντονιού και τις έδεναν κόμπο μεταξύ τους. Ακολούθως έδεναν τις άλλες δύο διαγώνιες άκρες του σεντονιού με την ίδια διαδικασία. Έτσι δημιουργείτο μια μεγάλη μπάλα από άχυρο μέσα στο σεντόνι. Τις μπάλες αυτές τις φόρτωναν έπειτα δύο - δύο στα μουλάρια, μία στο κάθε πλευρό του ζώου, με τους κόμπους προς τα σαμάρια τους. Γέμιζαν επίσης και μεγάλα σακιά, τα «χαράρια*», με άχυρο, τα φόρτωναν και αυτά στα μουλάρια και τα μετέφεραν στον αχυρώνα ή «μπλέχτι» του σπιτιού. Το αποθηκευμένο άχυρο χρησίμευε για τροφή των μουλαριών, ιδιαίτερα τον χειμώνα που οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεπαν να βόσκουν στα λιβάδια του χωριού.

Ο καρπός έμπαινε σε μικρότερα σακιά και έτσι μεταφερόταν με τα μουλάρια προσωρινά στην αποθήκη του σπιτιού. Ένα μέρος του σιταριού το πήγαιναν σε μια χειροκίνητη μηχανή, τη «μάκινα*». Τέτοια μηχανή στο χωριό είχε ο Βασίλης Βαρβιτσιώτης ή Σηκοβάρης. Η μηχανή αυτή ξεχώριζε το χοντρόσπυρο σιτάρι και απομάκρυνε τα  ζιζάνια (ρόβη, βίκο κλπ), τα χώματα του αλωνιού και το ψιλόσπυρο σιτάρι. Αυτή την ποσότητα του χοντρόσπυρου σιταριού την έβαζαν σε ξεχωριστά σακιά, για να την χρησιμοποιήσουν για σπόρο την επόμενη χρονιά.

Η νοικοκυρά τις επόμενες ημέρες άρχιζε το τμηματικό πλύσιμο όλης της ποσότητας του παραχθέντος σιταριού σε μεγάλο καζάνι, για να απομακρυνθούν τα χώματα του αλωνιού καθώς και τα άλλα ζιζάνια. Έπειτα άπλωνε το πλυμένο στάρι πάνω σε καθαρά σεντόνια, στις ταράτσες του σπιτιού για να στεγνώσει. Μετά το στέγνωμα το σιτάρι πλυμένο και καθαρό τοποθετιόταν πια οριστικά στο «κατώι» του σπιτιού, στο «κασόνι», μια ξύλινη μεγάλη αποθήκη. Από εκεί το φόρτωνε λίγο - λίγο ο νοικοκύρης του σπιτιού και το πήγαινε στο μύλο. Εκεί με τη διαδικασία της άλεσης γινόταν αλεύρι και πίτουρα. Το αλεύρι χρησιμοποιείτο για την παρασκευή του ψωμιού, του τραχανά και της χυλοπίτας, ενώ τα πίτουρα χρησίμευαν για τροφή των οικόσιτων ζώων του νοικοκυριού (κότες, κουνέλια, γίδες κλπ). 

Για πρώτη φορά το 2016 οι πολιτιστικοί φορείς του χωριού μας  σε χώρο δίπλα στο αλώνι της εκκλησίας του ΑηΓιώργη αναπαρέστησαν παραδοσιακά και με μεγάλη επιτυχία, τον θερισμό του σταριού, την μεταφορά με τα γαϊδουράκια των δεματιών στο αλώνι που κατασκεύασαν πρόσφατα εκεί, τον αλωνισμό με τα μουλάρια και το ντουένι καθώς και το λίχνισμα με τα δικράνια του «λιώματος» που είχε σωριαστεί στο κέντρο του αλωνιού. Στη διαδικασία συμμετείχαν μέλη του χορευτικού τμήματος της ακάματης συγχωριανής μας Μαρίας Καραπάνου αλλά και κάτοικοι του χωριού, προχωρημένης ηλικίας με παραδοσιακές φορεσιές. Κατά την διαδικασία του αλωνίσματος χόρεψαν και παραδοσιακούς χορούς, αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις στους παριστάμενους νεότερους κατοίκους του χωριού αλλά και στους πολυπληθείς επισκέπτες-θεατές που είχαν συρρεύσει από την ευρύτερη περιοχή. Η διαδικασία θερισμού και αλωνισμού των δημητριακών επανελήφθη και την επόμενη χρονιά, το 2017. Μάλιστα την χρονιά αυτή έγινε και αναπαράσταση του ζυμώματος και του φουρνίσματος του ψωμιού από έμπειρες και ακάματες Μασκλινιώτισες.  Στους μεγαλύτερους σε ηλικία κατοίκους ξαναζωντάνεψαν μνήμες και γεγονότα που έζησαν έντονα στη νιότη τους, ενώ η διαδικασία του θερισμού και του αλωνίσματος αποτέλεσε «μνημόσυνο» γι’ αυτούς που ήδη έχουν φύγει από τη ζωή και αναπαύονται στο γειτονικό με το χώρο νεκροταφείο του χωριού.

                                                                 Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

                               

                        

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

                                                     Ο ΘΕΡΟΣ   ΤΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΩΝ 

     Τον Ιούνιο μήνα, τότε που οι καλαμιές  στα σπαρτά είχαν πιά κιτρινίσει και τα στάχυα τους είχαν ωριμάσει, άρχιζε ο θερισμός τους. Πρώτα θέριζαν τα σανά που είχαν πιά ωριμάσει και αποτελούσαν την ταγή των ζωντανών τους. Ύστερα σειρά έπαιρναν τα κριθάρια  και τελευταία τα σιτάρια. Οι θεριστές ξεκινούσαν πολύ πρωί, πριν φέξει καλά - καλά, έχοντας μαζί τους τις ντραμιτζάνες* με το νερό, το φαγητό και τα καλοτροχισμένα δρεπάνια. Αυτά ήταν μισοστρόγγυλα σιδερένια εργαλεία με ξύλινο χερούλι, που έκοβαν από το μέσα μέρος.  Ξεκινούσαν το θερισμό, πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος κάνοντας με το δρεπάνι το σημείο του σταυρού, για να υπάρχει καλή σοδειά. Οι γυναίκες φορούσαν ανοιχτόχρωμες μαντήλες, τα τσεμπέρια, και οι άντρες πλατύγυρα καπέλα για να προστατεύονται από τον καυτερό καλοκαιριάτικο ήλιο.   

    Παρατάσσοντο  στην άκρη του χωραφιού σε ευθεία γραμμή, σαν στρατιωτάκια, άντρες και γυναίκες ο ένας δίπλα στον άλλον και σε απόσταση δύο – τριών μέτρων μεταξύ τους. Αν το χωράφι ήταν ανηφορικό ξεκινούσαν το θερισμό από την κάτω μεριά του και συνέχιζαν το θερισμό ανεβαίνοντας, γιατί έτσι τους διευκόλυνε. Έπιαναν με το αριστερό τους χέρι τις καλαμιές με τα στάχυα - όσα χωρούσε η χούφτα του χεριού τους- τις «θέριζαν» σχεδόν σύρριζα στο έδαφος με το δρεπάνι που κρατούσαν στο δεξί τους χέρι και άφηναν καταγής τις «χεριές», με τις θερισμένες καλαμιές. Οι θεριστές έπρεπε να έχουν καλύψει όλο το σώμα με ρούχα, να φοράνε μακριά μανίκια και τα πόδια να ήταν καλυμμένα, γιατί τους τρυπούσαν τα άγανα (λεπτές βελόνες σταχιού) και τα ρούχα να ήταν παλιά, γιατί καταστρέφονταν. Ακόμη πιο δύσκολος γινόταν ο θερισμός όταν μέσα στο χωράφι είχε φυτρώσει και  «κολλητσίδα», γιατί κολλούσε πάνω στα ρούχα των θεριστών και κατατρυπούσε το σώμα τους με τις βελόνες της. Θέριζαν σκυμμένοι  ολημερίς μέσα στο λιοπύρι, κουτσομπολεύοντας πότε πότε την επικαιρότητα και  σχολιάζοντας τα νέα από το χωριό. Όταν το σπαρτοχώραφο ήταν επίπεδο  ο θερισμός γινόταν και με την «κόσα». Αυτή ήταν ένα μεγάλο δρεπάνι  που το ένα  άκρο του  ήταν μυτερό, ενώ στο άλλο ήταν προσαρμοσμένο ένα μακρύ κοντάρι που στη μέση του είχε μια χειρολαβή για να την συγκρατεί και να την χειρίζεται ο θεριστής. Με αυτή θέριζαν πάντα σε όρθια στάση. Τα θερισμένα στάχυα έμεναν στρωμένα στα χωράφια μέχρι να ξεραθούν καλά.

    Τα μεσημέρια που ο ήλιος μεσουρανούσε στο στερέωμα και η ζέστη ήταν ανυπόφορη, σταματούσαν για λίγο το θερισμό και έπιαναν τον ίσκιο κάποιου δέντρου για να ξανασάνουν και να «τσιμπίσουν*»  τα βρισκούμενα που είχε φέρει από το σπίτι η νοικοκυρά στο ταγάρι της. Το προσφάϊ τους το συνόδευαν με δυο – τρία ποτήρια κρασί για να πάρουν δυνάμεις να συνεχίσουν την δουλειά. Ο νοικοκύρης δεν παρέλειπε την ώρα εκείνη να μεταβεί παραπέρα, εκεί που είχε δέσει τα μουλάρια του, κάτω από τον ίσκιο κάποιου δέντρου, να ρίξει και σε αυτά να φάνε λίγο  σανό ή  να τους φορέσει τον ντορβά* με λίγο κριθάρι γιατί και αυτά είχαν αρχίσει τα «χλιμιντρίσματα*» ειδοποιώντας τον πως πεινάνε. Αν υπήρχε πουθενά δίπλα στο χωράφι κανένα πηγάδι, τα έπαιρνε και τα πήγαινε να τα ποτίσει με τον κουβά, βγάζοντας νερό από το πηγάδι με την τριχιά.

    Όταν οι εργάτες του θέρου έμεναν  για ξεκούραση  ή τέλειωνε το θέρο το σπιτικό, ο νοικοκύρης πήγαινε στο χωράφι μόνος του και θέριζε  τη σίκαλη που είχε σπείρει σε μια άκρη του  και την μετέφερε στο σπίτι. Εκεί  έπλεκε τα δεματικά* με τις καλαμιές της σίκαλης, βρέχοντάς τες πρώτα με νερό για να μην θρυμματίζονται. Τα τοποθετούσε έπειτα μέσα σε ένα βρεγμένο τσουβάλι, για να είναι έτοιμα να κάνει δεμάτια τα θερισμένα στάχυα.

Όταν τα θερισμένα στάχυα στα χωράφια είχαν πιά ξεραθεί, ξεκινούσαν οι νοικοκυραίοι  πριν ξημερώσει, φόρτωναν τα δεματικά στο μουλάρι και ξημερώνανε στο χωράφι, για να έχει λίγη υγρασία ώστε να μην τρίβονται τα στάχυα. Εκεί έδεναν μαζί πολλές «χεριές» από θερισμένες καλαμιές σε «χερόβολα» και τα χερόβολα σε δεμάτια, που τα έδεναν με τα δεματικά. Κατά το μάζεμα και  το δέσιμο των καλαμιών σε δεμάτια πρόσεχαν πάντοτε, γιατί οι απρόσκλητοι επισκέπτες, οι σκορπιοί και τα φίδια παραμόνευαν κάτω από τις καλαμιές να τους δαγκώσουν και τότε άρχιζαν γι’ αυτούς άλλες περιπέτειες.  Τα δεμάτια παρέμεναν σκορπισμένα μέσα στο χωράφι,  μέχρι να φορτωθούν για τα θημωνοστάσια, εκτάσεις που στήνονταν οι θημωνιές δίπλα στα αλώνια . 

 Κατόπιν άρχιζε η μεταφορά τους με τα μουλάρια εκεί. Όταν η απόσταση του χωραφιού από το αλώνι ήταν μεγάλη η μεταφορά των δεματιών καταντούσε  μαρτύριο λόγω της πεζοπορίας μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού. Σε κάθε μουλάρι φόρτωναν έξι έως οκτώ δεμάτια και τα έδεναν με τις τριχιές  όρθια μοιράζοντάς τα  στις δύο πλευρές  του σαμαριού κάθε ζώου. Συνήθως για να συντομέψουν τη μεταφορά δανείζονταν και  τα μουλάρια της γειτονιάς, οπότε κατά την μεταφορά των δεματιών έδεναν το καπιστρόσκοινο του ενός στο κλωτσάκι* του πίσω μέρους του σαμαριού του προηγούμενου και έτσι δημιουργείτο ολόκληρη αλυσίδα από μουλάρια. Συνήθως το κομβόϊ των μουλαριών συνόδευαν δύο άτομα. Το ένα τραβούσε το πρώτο μουλάρι για να του δείχνει το δρόμο και το δεύτερο ακολουθούσε και παρακολουθούσε μήπως έγερναν τα δεμάτια δεξιά ή αριστερά σε κανένα από αυτά.  Όταν στο δρόμο  έβλεπε πως τα φορτωμένα δεμάτια έγερναν προς την μια ή την άλλη πλευρά, στο σαμάρι κάποιου μουλαριού, τοποθετούσε πέτρες πάνω στα δεμάτια για να μην «ξεσαμαρίσει» το μουλάρι, δηλαδή να μην φύγει το σαμάρι από την ράχη του μαζί με τα δεμάτια. Έπρεπε επίσης να προσέχει τα ζώα ώστε να μην πλησιάζουν τους θάμνους από τα πουρνάρια που βρίσκονταν εκατέρωθεν του μονοπατιού ,για να μην τρίβονται τα στάχυα επάνω τους και χάνεται ο καρπός. Μόλις έφταναν στο θημωνοστάσι ξεφόρτωναν από τα ζώα  τα δεμάτια και τα τοποθετούσαν σε χώρο κοντά στο αλώνι, στοίβαζοντάς τα σε θημωνιά, δηλαδή μεγάλη στοίβα δεματιών, μέχρι τον αλωνισμό τους. Πολλές φορές για να προστατέψουν την θημωνιά με τα δεμάτια από τις καλοκαιρινές μπόρες, τα σκέπαζαν παλιότερα με κουρελούδες και μουσαμάδες, αργότερα δε με μεγάλα κομμάτια από νάϋλον.Πολλοί από τους  νοικοκυραίους  τα βράδια κοιμούνταν δίπλα στις θημωνιές τους, για να φυλάνε τα δεμάτια.

                                                                       Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

 

                                  ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ - ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ  ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

      Στο χωριό μας ανέκαθεν είχαν δημιουργηθεί μικρές ομάδες ή συντεχνίες,  «οι εργάτες γης» ή «εργάτες στην αγροτική παραγωγή» όπως τους έλεγαν  και προήρχοντο από τους κατοίκους του. Αυτοί δρούσαν πολλές φορές και μεμονωμένα. Παλαιότερα, στις αρχές  του 20ου αιώνα, οι ομάδες αυτές των συγχωριανών μας πήγαιναν «με τα πόδια», ή έπαιρναν το τραίνο από το χωριό και μετέβαιναν στα χωριά της Βόχας (Κορινθίας), στην περιοχή του Αιγίου και στα χωριά της Ηλείας για το μεροκάματο.

Σε αυτά τα μέρη «έπιαναν δουλειά» που περιοριζόταν κυρίως στο σκάψιμο και στο σκάλισμα των αμπελιών ή κάποιας σταφιδοφυτείας. Διέμεναν εκεί όλη την περίοδο απασχόλησής τους, σε κάποια καλύβα ή αποθήκη, που τους παρείχε ο εργοδότης τους. Αυτός τους παρείχε και τροφή και έτσι οι εργάτες αποταμίευαν σχεδόν ολόκληρο το ημερομίσθιο. Οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης ήταν σκληρές. Ωράριο δεν υπήρχε. Η εργασία άρχιζε με την ανατολή του ήλιου και με δύο σύντομες διακοπές για «κολατσιό» και για μεσημεριανό φαγητό, τελείωνε το ηλιοβασίλεμα.

Μια δεύτερη φυγή εργατών από το χωριό μας, για να εργαστούν έξω από τα όρια του τόπου κατοικίας τους γινόταν την εποχή του θερισμού των δημητριακών. Τότε ομάδες εργατών από την ίδια ή από συγγενικές οικογένειες έφευγαν και πεζοπορώντας πήγαιναν για «να δουλέψουν στον θέρο» (θερισμό). Λίγες ομάδες πήγαιναν στην κοντινή Τεγέα και οι περισσότερες στην περιοχή του κάμπου της Αργολίδας, που υπήρχαν απέραντοι σιτοβολώνες. Και η κατανομή της εργασίας γινόταν εκεί, πάλι σε οικογενειακή ή συγγενική βάση.

Η εργασία έπαιρνε συνήθως τις ακόλουθες μορφές. Ο πατέρας έπιανε με το αριστερό του χέρι τις καλαμιές με τα στάχυα, τις θέριζε σχεδόν σύρριζα με το κοφτερό παραδοσιακό δρεπάνι που κρατούσε στο δεξί χέρι και άφηνε τις «χεριές» με τις θερισμένες καλαμιές. Η μητέρα έδενε πολλές μαζί «χεριές» σε «χερόβολα» και μετά σε «δεμάτια». Έπειτα τα συγκέντρωναν σε «θημωνιές» ή τα μετέφεραν και σχημάτιζαν «θημωνιές» (σωρούς) κοντά στο αλώνι. Η μεταφορά στις πιο πολλές περιπτώσεις γινόταν με το δικό τους ζώο (μουλάρι ή γαϊδούρι) που είχαν πάρει μαζί τους από το χωριό. Η πληρωμή τους γινόταν συνήθως με ποσότητα σταριού ανάλογη με την εργασία τους και με την συμφωνία που είχαν κάνει. Πολλές φορές η συμφωνία γινόταν και με το δεμάτι. «Στα δέκα ένα», δηλαδή εννέα δεμάτια το αφεντικό και ένα οι εργάτες. Άλλος τρόπος πληρωμής ήταν με το ημερομίσθιο. Με τα χρήματα που έπαιρναν αγόραζαν σιτάρι «επί τόπου», δηλαδή στο τόπο της παραγωγής.

Ακολουθούσε το «ασταχολόγημα» από τα παιδιά τους, που είχαν πάρει μαζί τους. Στο θερισμένο χωράφι έμπαιναν τα παιδιά και μάζευαν ένα-ένα τα στάχυα που είχαν παραπέσει και δεν είχαν συμπεριληφθεί στα «χερόβολα» ή στα «δεμάτια». Αυτή η εργασία γινόταν πάντα με την έγκριση του εργοδότη. Το σιτάρι ή το κριθάρι που συγκεντρωνόταν από το «ασταχολόγημα» δεν το έπαιρνε ο ιδιοκτήτης του χωραφιού αλλά οι «ασταχολόγοι», αυτοί δηλαδή που μάζευαν τα εναπομείναντα στάχυα. Μερικές φορές οι ομάδες δεν έφευγαν όταν τέλειωνε ο θερισμός, αλλά παρέμεναν να δουλέψουν και στο αλώνισμα των δημητριακών. Ο εργοδότης και στην περίπτωση αυτή εκτός από το ημερομίσθιο, τους προσέφερε τροφή και στέγη σε κάποιο καλύβι ή σε κάποια αποθήκη και έτσι αποταμίευαν σχεδόν ολόκληρο το ημερομίσθιο. Η εργασία και εδώ ήταν εξοντωτική. Άρχιζε με την ανατολή του ήλιου και μετά από δύο σύντομες διακοπές για φαγητό, τέλειωνε το ηλιοβασίλεμα. Αυτές όμως οι ασχολίες των κατοίκων διήρκεσαν μέχρι και την «κατοχή», έκτοτε δε αποτέλεσαν παρελθόν πια για τους κατοίκους  της Μάσκλινας και των Καστριτοχωριών γενικότερα..

Όταν τέλος ο ελαιώνας του χωριού είχε καρποφορία, ομάδες εργατών κατέβαιναν με το τραίνο από τα χωριά της Γορτυνίας Λεβίδι, Χωτούσα, Βλαχέρνα, Δάρα κλπ) για να δουλέψουν στο «μάζεμα της ελιάς». Η σύνθεση των ομάδων αυτών γινόταν σε οικογενειακή ή σε συγγενική βάση. Η πληρωμή της εργασίας τους γινόταν ή σε χρήμα ή σε είδος (λάδι) ανάλογα με τη συμφωνία που έκαναν με τον εργοδότη. Αν η πληρωμή γινόταν σε χρήμα, οι εργάτες με τα χρήματα που έπαιρναν σαν αμοιβή τους, αγόραζαν συνήθως λάδι από την τοπική αγορά, δηλαδή απ’ ευθείας από τους παραγωγούς ή από τα ελαιοτριβεία.

Ο εργοδότης τους προσέφερε επίσης τροφή και ενίοτε στέγη σε κάποια καλύβα ή σε ακατοίκητο σπίτι συγγενικής η φιλικής οικογένειας. Οι συνθήκες της εργασίας και της διαβίωσής τους ήταν σκληρές, γιατί κοντά στις άλλες δυσκολίες, τις ελιές τις μάζευαν μέσα στο καταχείμωνο. Η χρησιμοποίηση εργατών από της περιοχές της Γορτυνίας για το λιομάζωμα διήρκεσε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960. . Μετά την δεκαετία του μεσοπολέμου και την κατοχή  οι ομάδες αυτές εργάζονταν «σκαφτιάδες» στα αμπέλια του χωριού μας.

      Την δεκαετία του 1960 και μέχρι τα μισά της δεκαετίας του 1970 τους καλοκαιρινούς μήνες, μετά το αλώνισμα των δημητριακών, περιστασιακά και για διάστημα 15 τουλάχιστον ημερών, μετέβαιναν ομάδες Μασκλινιωτών μαζί με τα παιδιά τους, νεαρής κυρίως ηλικίας, στα διπλανά χωριά Παρθένι και Αγιωργήτικα καθώς και στα χωριά της Τεγέας. Δούλευαν μεροκάματο, από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, μέσα στο καυτό λιοπύρι του καλοκαιριού, κατά τη συλλογή του βύσσινου των περιοχών αυτών. Σημειωτέον ότι εκείνες τις εποχές ο τόπος εκεί ήταν κατάφυτος από βυσσινιές, που σήμερα βεβαίως έχουν ήδη εκριζωθεί. Και σε αυτούς τους εργάτες ο εργοδότης παρείχε τροφή και στέγη, σε ακατοίκητα σπίτια των χωριών, κατά το διάστημα της παραμονής στον τόπο της εργασίας τους, ενώ η αμοιβή των εργατών γινόταν σε χρήμα. Με αυτό τον τρόπο οι μικροί χωριανοί μαθητές του Γυμνασίου ή οι φοιτητές ενίσχυαν το οικογενειακό τους εισόδημα.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα οι κάτοικοι του χωριού άρχισαν να αισθάνονται την επιτακτική ανάγκη ίδρυσης και λειτουργίας συνεταιρισμού, για την βελτίωση της παραγωγής, επεξεργασίας και διάθεσης των αγροτικών τους προϊόντων αλλά και την ενίσχυση της πιστοληπτικής τους ικανότητας από την Τράπεζα. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1910 έγινε η πρώτη προσπάθεια ίδρυσης συνεταιρισμού με την επωνυμία «γεωργικός- πιστωτικός συνεταιρισμός Μασκλίνης». Στις 29 0κτώβρη 1919 έγινε η πρώτη γενική συνέλευση των μελών του συνεταιρισμού και η εγγραφή τους στο μητρώο του.

Το επίσημο βιβλίο του μητρώου συνεταίρων που έπεσε στα χέρια μας έχει φυλλομετρηθεί και βρέθηκε να έχει εκατό (100) φύλλα. Ήταν έτοιμο να αποσταλεί στον ειρηνοδίκη Αγίου Νικολάου (Καστρίου) για θεώρηση από την δικαστική Αρχή, σύμφωνα με την εγγραφή που βρίσκεται στο τελευταίο φύλλο του.

Στη γραμμογράφησή του στην αριστερή σελίδα αναφέρεται ο αύξοντας αριθμός εγγραφής του συνεταίρου, το ονοματεπώνυμό του, το επάγγελμά του, η κατοικία του, η χρονολογία παραδοχής του ως μέλους, ο αριθμός των δηλωθέντων μεριδίων και το ποσόν σε δραχμές της ευθύνης του μέλους. Στη δεξιά σελίδα του βιβλίου αναφέρεται η χρονολογία δήλωσης αποχώρησής του, η χρονολογία εξόδου του καθώς και η αιτία αποχωρήσεώς του μέλους από τον συνεταιρισμό (δια παραιτήσεως, δι’ αποβολής και αιτία θανάτου).

Από το βιβλίο προκύπτει ότι είχαν εγγραφεί στο συνεταιρισμό ενεννήντα (90) μέλη συνολικά και ήσαν κτηματίες, με δηλωθείσες (109) μερίδες συμμετοχής στο συνεταιρισμό. Τα ιδρυτικά μέλη του ανέρχονταν σε πενήντα ένα (51), όλοι κάτοικοι της Μάσκλινας. Κατά το διάστημα λειτουργίας του ενεγράφησαν σταδιακά και οι υπόλοιποι (39). Τα ονοματεπώνυμα των κατοίκων του χωριού που αναφέρονται στο μητρώο, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, υπάρχουν μέχρι σήμερα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (χήρα Λ. Αθανασάκου, χήρα Αθ. Σελίμου, Εμμαν. Βουτσικάκης, Ιωαν. Αγγελόπουλος, Λεων. Ελενιός και Κων. Ελενόπουλος) που δεν υπάρχουν πιά. Δεν υπάρχουν στοιχεία για την χρονική διάρκεια λειτουργίας του συνεταιρισμού.

Αργότερα, την μεταπολεμική εποχή και συγκεκριμένα από τις αρχές του 1950 ιδρύθηκε στο χωριό ο «Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Ελαιοχωρίου». Μάλιστα κατασκευάστηκε κοντά στο κέντρο του χωριού από τα μέλη του συνεταιρισμού ελαιοτριβείο, το «συνεταιρικό», όπως το έλεγαν, για την έκθλιψη του ελαιοκάρπου των μελών του με σύγχρονες μεθόδους. Το ελαιοτριβείο σήμερα έχει περιέλθει στην κατοχή του συγχωριανού μας Χρήστου Καγκλή. Παράλληλα λειτούργησε και «Γεωργικός –   Πιστωτικός Συνεταιρισμός  Ελαιοχωρίου» με την προεδρία του να κατέχει για κάμποσα χρόνια ο συγχωριανός μας Γιώργης Αντωνάκος (Γαντάς).

                                                     Γ.Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...