Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

 

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   ΜΑΣ

     Η κατάργηση του σιδηροδρομικού δικτύου και η  αριθμητική μείωση και  γήρανση του πληθυσμού του χωριού μας αποτελούν σήμερα τους σημαντικότερους  παράγοντες ανάσχεσης της ανάπτυξής του. Όμως οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι του χωριού και οι Μασκλινιώτες που έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις  και είναι ακόμα «δεμένοι» με το χωριό, καταβάλλουν ομολογουμένως  σημαντικές προσπάθειες για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξή  του.

   Έτσι τους καλοκαιρινούς μήνες και τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, τα σπίτια του χωριού ανοίγουν σχεδόν όλα. Υποδέχονται τους χωριανούς μας, που ζουν στις γειτονικές μεγάλες πόλεις, στην Αθήνα και το εξωτερικό και επιστρέφουν, έστω και για λίγο, στις πατρικές εστίες τους. Τότε πυκνώνουν οι παρουσίες τους στα καφενεία, που παραμένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Στην πλατεία του χωριού γίνονται διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις και γλέντια. Καθ’ όλη την διάρκεια των ημερών του Πάσχα, ιδιαίτερα την νύχτα της περιφοράς του επιταφίου, την νύχτα της Ανάστασης, την παραμονή στον εσπερινό και ανήμερα της εορτής του ΑηΓιώργη, πολιούχου και προστάτη του χωριού, η εκκλησία και οι δρόμοι του χωριού γεμίζουν από κόσμο. Η παραδοσιακή ταβέρνα και τα δύο καφενεία που βρίσκονται στην πλατεία του χωριού γεμίζουν τα τραπέζια τους με κόσμο.

Τα Σαββατοκύριακα επίσης, όλο το χρόνο, το χωριό κρατάει τη ζωντάνια του. Ανοίγουν τα σπίτια τους πολλοί Μασκλινιώτες που μένουν στις κοντινές πόλεις, εκτός των ορίων του οικισμού και έρχονται στο χωριό να ξεκουραστούν και να «φορτώσουν τις μπαταρίες» τους. Τις ημέρες αυτές επισκέπτονται το χωριό και συντροφιές από κατοίκους των γειτονικών πόλεων (Τρίπολη, Ναύπλιο και Άργος) για να δοκιμάσουν, δίπλα στο αναμμένο τζάκι ή στον δροσερό κήπο της παραδοσιακής ταβέρνας του Δημήτρη Σκλημπόσιου, τις ξεχωριστές λιχουδιές, τους πεντανόστιμους μεζέδες, τα γαργαλιστικά αιδέσματα και τα καλοψημένα κρέατα που φτιάχνουν με ξεχωριστή μαστοριά οι γιοι του Γιαννάκης και Γιώργος και σερβίρει η κυρά Ελένη η συμβία του. Στο τέλος φεύγοντας από την ταβέρνα, χορτάτοι και ευχαριστημένοι από την άψογη συμπεριφορά των ιδιοκτητών της, με την ξεχωριστή γεύση της γιαούρτης και τη γλύκα του σύκου και του σταφυλιού ακόμη στο στόμα, κανονίζουν την επόμενη συνάντησή τους στο ίδιο μέρος.

    Όμως το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στο χωριό παραμένουν μόνιμα ελάχιστες οικογένειες, που κρατάνε τα σπίτια ανοιχτά, αλλά και αυτές, όταν τα παιδιά τους αρχίσουν να φοιτούν στο Γυμνάσιο και ιδιαίτερα όταν τελειώσουν το Λύκειο, φεύγουν από το χωριό και μεταβαίνουν στα αστικά κέντρα, για να συνεχίσουν τις σπουδές τους τα παιδιά τους εκεί ή για αναζήτηση εργασίας και καλύτερης τύχης γενικότερα. Όσοι από τους κατοίκους μένουν στο χωριό, οι πιο πολλοί, έχοντας φτάσει πια στην τρίτη ηλικία, υποαπασχολούνται στα αγροκτήματά τους και προσπαθούν να «φυλάξουν τις Θερμοπύλες» του χωριού, αγωνιώντας για την τύχη τους, ευχόμενοι «καλά στερνά» ο ένας για τον άλλον.

Έτσι τον περισσότερο καιρό και ιδιαίτερα τις καθημερινές τους χειμερινούς μήνες, το χωριό ζει και κινείται με τους λιγοστούς κατοίκους του. Τα πρωινά και τις βραδινές ώρες, μαζεύονται καμιά πενηνταριά ψυχές προχωρημένης κυρίως ηλικίας στα δύο καφενεία της πλατείας του χωριού. Το ένα με τις σκιερές μουριές, ιδιοκτησίας Γιάννη Στρατηγάκη, νοικιάζει τώρα ο Γιάννης ο Σκλημπόσιος  και το άλλο με την δροσερή κληματαριά, των κληρονόμων Γεωργίου Καπράνου το νοικιάζει τώρα ο Τάκης ο Τσιώρος. Εκεί ρουφώντας το καφεδάκι τους, παίζουν κανένα χαρτάκι και σχολιάζουν την επικαιρότητα. Όμως πριν καλά- καλά νυχτώσει αρχίζουν οι πρώτοι θαμώνες των καφενείων να μαζεύονται στα σπίτια τους, ενώ πολύ πριν από τα μεσάνυχτα, φεύγουν από εκεί και οι τελευταίοι. Οι λιγοστοί μεσόκοποι που κυκλοφορούν ακόμα στο χωριό, αφού βγάλουν το καθημερινό μεροκάματο, συνήθως εκτός των ορίων του οικισμού, επιστρέφουν το βράδυ, δίνοντας έτσι με την παρουσία τους λίγη ζωντάνια στα καφενεία.

Ευτυχώς λειτουργεί ακόμα το παραδοσιακό μπακάλικο, του Νίκου Μέγγου στο κέντρο του χωριού, απομεινάρι όμως και αυτό άλλων «ηρωικών» εποχών. Το μπακάλικο  του Γιώργη Κουρβετάρη στο σταθμό του τραίνου, έκλεισε πρόσφατα και  δυστυχώς για  παντοτινά.  Από αυτό το μπακάλικο οι κάτοικοι του χωριού μπορούν να προμηθεύονται τα είδη πρώτης ανάγκης, που είναι απαραίτητα για την διατροφή τους (ψωμί, τυρί, τρόφιμα κλπ) και για την συντήρησή τους γενικότερα.

Η εκκλησιά του ΑηΓιώργη, τις χειμωνιάτικες κυρίως Κυριακές, ανοίγει από τον ακάματο παπαΚώστα Παπαθεοδώρου και υποδέχεται τους κατοίκους του χωριού, που διατηρούν ακόμη τις λιγοστές δυνάμεις τους και σέρνουν τα βήματά τους μέχρι εκεί. Πάνε για να ευχαριστήσουν τον πολιούχο του χωριού για ο, τι απλόχερα τους χάρισε η ζωή και να του ζητήσουν να είναι «τα τέλη τους ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά».

Ολόκληρες γειτονιές, που άλλοτε έσφυζαν από ζωή ερημώνουν εντελώς. Για παράδειγμα στη συνοικία  «Γυμνιάνικα» στα πενήντα και πλέον σπίτια της, είναι ζήτημα αν από αυτά τρία ή τέσσερα είναι ακόμη «ζωντανά», με ενοίκους. Και σε αυτά μένουν ένα με δύο άτομα στο καθένα. Τα υπόλοιπα παραμένουν κλειστά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Ίδια κατάσταση επικρατεί περίπου και στις άλλες συνοικίες του χωριού.

Αυτοί οι λιγοστοί κάτοικοι που απέμειναν στο χωριό, όταν φτάσουν πια σε «βαθύ γήρας» ή πέσουν στο κρεβάτι του πόνου, ανήμποροι πλέον να αυτοεξυπηρετηθούν, με την πενιχρή σύνταξή τους και την οικονομική βοήθεια των παιδιών τους, προσλαμβάνουν, συνήθως, αλλοδαπές οικιακές βοηθούς, που τους φροντίζουν, μέχρι να τους κλείσουν τα μάτια. Συχνά - πυκνά ακούγεται ο πένθιμος ήχος της καμπάνας της εκκλησίας του ΑηΓιώργη, που ειδοποιεί τους εναπομείναντες, πως κάποιος συντοπίτης μας έφυγε από κοντά τους. Και την άλλη μέρα, όλα τα γερόντια του χωριού που στέκονται ακόμα στα πόδια τους και τα λιγοστά άτομα που είναι κάπως νεότερα ηλικιακά, φτάνουν μέχρι την εκκλησία και συνοδεύουν τον συμπατριώτη μας, στην τελευταία του κατοικία, στέλνοντας τα «χαιρετίσματα» με αυτόν που έφυγε, στα συγγενικά τους πρόσωπα, που έχουν αφήσει ήδη τη ζωή.

Μολονότι το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων έχει ανεβεί και οι συνθήκες ζωής έχουν πολύ βελτιωθεί (δρόμοι, επικοινωνίες, ύδρευση, ηλεκτρισμός, κατοικία, υγεία κλπ) ο πληθυσμός του οικισμού, δυστυχώς, ελαττώνεται συνεχώς. Γάμοι, δημιουργία νέων οικογενειών, γεννήσεις νέων ανθρώπων δεν γίνονται, γιατί δεν υπάρχουν πια νέοι. Και οι λίγοι που τυχαίνει να υπάρχουν, όταν παντρεύονται, δεν παραμένουν στα χωριό.

Η τωρινή κατάσταση, από την άποψη της αρνητικής πληθυσμιακής εξέλιξης του χωριού οφείλεται βασικά, όπως προαναφέρθηκε, στην «εσωτερική» και «εξωτερική» μετανάστευση, που έπληξε το χωριό τις δεκαετίες του 1950 και 1960 και δυστυχώς συνεχίζεται αλλά και στην υπογεννητικότητα, κοινωνικό φαινόμενο των νεώτερων χρόνων, που οδήγησαν στην ερήμωσή του. Το δημοτικό σχολείο, που αποτελεί στολίδι αρχιτεκτονικής και κτίστηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου με προσωπική εργασία των κατοίκων, έπαψε πια να λειτουργεί, γιατί δεν υπάρχουν παιδιά να φοιτήσουν σε αυτό. Ο πληθυσμός του χωριού συνεχώς μειώνεται, λόγω της γήρανσής του. Λίγοι από αυτούς μεταβαίνουν στους ελαιώνες τους για προετοιμάσουν τα χωράφια τους για την επόμενη ελαιοσυλλογή, φέρνοντας νοσταλγικά στο μυαλό τους εικόνες από το απώτερο παρελθόν, τότε που μετέβαιναν εκεί με τους γονείς τους, κάτω όμως από άλλες, πιο δύσκολες συνθήκες.

 Μεγάλες εκτάσεις γης άρχισαν να παραμένουν ακαλλιέργητες. Εγκαταλείφθηκε εντελώς η καλλιέργεια των αμπελιών και οι εκτάσεις των αμπελώνων φυτεύτηκαν με ελαιόδεντρα. Οι ελαιώνες που υπήρχαν και καλλιεργούντο στις παρυφές του όρους Παρθενίου, στα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο (Πηνίκοβη, Τσιρικάκι, Καταλύματα κλπ.) έχουν ήδη εγκαταλειφθεί. Αλλά και από τους υφιστάμενους ελαιώνες, μεγάλες εκτάσεις τους έπαψαν πια να καλλιεργούνται συστηματικά, όπως τα χρόνια των προγόνων μας, και γίνεται μόνο η συλλογή του ελαιόκαρπου από τους ιδιοκτήτες τους, τα άτομα της δικής μου της γενιάς, για λίγες ημέρες το χρόνο.Άρχισαν να επαληθεύονται δυστυχώς τα προφητικά λόγια του αείμνηστου πατέρα μου, του κυρΣτέλιου, που μας έλεγε πριν από πολλές δεκαετίες πως «όλα θα μείνουν….. του Κολοκοτρώνη», υπονοώντας πως  τα χωράφια του χωριού μας θα εγκαταλειφθούν κάποια μέρα στην τύχη τους.

Η δημιουργία από συγχωριανούς μας δύο μεγάλων φωτοβολταϊκών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας δεν συνέβαλε σχεδόν καθόλου στην οικονομική ανάπτυξή του, ούτε στην δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Αντίθετα και αυτές οι μονάδες αντιμετωπίζουν σήμερα  οικονομικά προβλήματα, εξ αιτίας της ανυπαρξίας του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου εκ μέρους της Πολιτείας.

Οι «συμφωνίες» των υπεύθυνων φορέων, για την εγκατάσταση πλησίον του οικιστικού πυρήνα του χωριού κεραιών κινητής τηλεφωνίας μεγάλης ισχύος, παρά τις χλιαρές αντιδράσεις των κατοίκων του, δημιούργησαν τεράστια «ομπρέλα» ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων επάνω από το χωριό. Αυτό κατά την γνώμη μας θα έχει μακροπρόθεσμα δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων του γενικότερα.

Τέλος το αίτημα εταιριών μεγάλων «οικονομικών συμφερόντων» για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών μεγάλης ισχύος, σε όλο το μήκος της κορυφογραμμής του όρους Παρθενίου, κατοίκου του Θεού Πάνα, σύμφωνα με την μυθολογία, ικανοποιήθηκε πρόσφατα και ήδη λειτουργούν οκτώ (8)  χωρίς ευτυχώς να ρυπαίνουν (ηχορύπανση – φωτορύπανση) ιδιαίτερα  το περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής του χωριού μας. Αντιδικίες σοβαρές προέκυψαν κατά τον καθορισμό της γεωγραφικής θέσης των ανεμογεννητριών επί της κορυφογραμμής του όρους Παρθενίου και της συνεπεία τούτου κατανομής των εσόδων από την λειτουργία τους,  μεταξύ του χωριού μας και του γειτονικού χωριού Παρθένιου.Το τελευταίο διεκδικούσε το σύνολο των εσόδων από την λειτουργία τους, υποστηρίζοντας ότι όλες είναι εγκατεστημένες εντός των γεωγραφικών ορίων του.Τελικά, ύστερα από σκληρούς δικαστικούς αγώνες με τους αντιδίκους γείτονές μας καθορίσθηκε  η γεωγραφική οριοθέτηση των ανεμογεννητριών, τεσσάρων (4) εντός των γεωγραφικών ορίων του Παρθενίου και τεσσάρων (4) εντός των γεωγραφικών ορίων του χωριού μας, με την αντίστοιχη κατανομή των εσόδων  από την λειτουργία τους σε κάθε χωριό.   Η δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης  και η διεκδίκηση των δίκαιων αιτημάτων του χωριού μας  ξεκίνησε ύστερα από ενέργειες  της διοίκησης του Φιλοπρόοδου Όμιλου Ελαιοχωρίου, με την νομική βοήθεια του  συγχωριανού μας Φώτη Καγκλή, διακεκριμένου δικηγόρου και την αμέριστη συμπαράσταση  του ετέρου συγχωριανού μας του Λάμπρου Αντωνάκου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε  πως σε αυτούς τους αγώνες, τις δίκαιες διεκδικήσεις και τις συνεχείς προσπάθειες δυστυχώς η συμμετοχή των Κοινοτικών παραγόντων του χωριού  ήταν απούσα. Όμως τελικά τα οικονομικά οφέλη των κατοίκων του χωριού  από αυτή την επένδυση είναι πολύ μικρά και κανένας από αυτούς δεν απασχολείται στη μονάδα αυτή της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.

    Όμως η κατάσταση που περιγράφεται πιο πάνω, δεν είναι τόσο ζοφερή, όσο φαίνεται, και κατά την γνώμη μας είναι ακόμη αναστρέψιμη, όσο όμως υπάρχει καιρός, ύστερα από προϋποθέσεις και οπωσδήποτε σκληρή δουλειά. Το λάδι που παράγεται από τις ελιές της περιοχής μας, είναι άριστης ποιότητας, «βιολογικής καλλιέργειας», αφού η λίπανση και το ράντισμα των ελαιοδέντρων είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Παρά το γεγονός αυτό, η μεγαλύτερη ποσότητα του λαδιού, μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να διατίθεται στους εμπόρους, σε εξευτελιστικές τιμές, χύμα, χωρίς να έχει υποστεί ούτε την στοιχειώδη τυποποίηση.

Είναι πολύ σημαντικό ότι ο ελαιόκαρπος, εφόσον υποστεί την διαδικασία της ψυχρής έκθλιψης, σε συνδυασμό με τα παραπάνω πλεονεκτήματά του, αποδίδει ελαιόλαδο, που εκτός από την χρήση του, στην μαγειρική, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρέως  για φαρμακευτικούς σκοπούς και για την παρασκευή  σειράς βιολογικών καλλυντικών σκευασμάτων,  εκτοξεύοντας έτσι στα ύψη την τιμή του ανά λίτρο. Από τον ελαιόκαρπο επίσης, που είναι άριστης ποιότητας, όταν γίνει κατάλληλη επεξεργασία συντήρησής του, με τρόπους και μεθόδους που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, και την παραγωγή βρωσίμων ελιών (παστές, θρουμπάτες, ξυδάτες, τουλουμίσιες) με την συσκευασία τους σε γυάλινα ή μεταλλικά δοχεία, δημιουργούνται τεράστιες δυνατότητες διάθεσής τους στην εγχώρια αγορά σε πολύ συμφέρουσες τιμές.

Όμως προϋπόθεση για την μεγιστοποίηση της οικονομικής απόδοσής τους, και την επέκταση της διάθεσής τους, στις αγορές των μεγαλουπόλεων ακόμη και σε αγορές του εξωτερικού είναι απαραίτητο να αποκτήσουν τα παραπάνω προϊόντα α) «επωνυμία» και β) να υποστούν την διαδικασία εμφιάλωσης και συσκευασίας γενικότερα. Αλλά και η Πολιτεία θα πρέπει, πρώτα εκείνη, να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια αυτή, δημιουργώντας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, καθώς και όλες τις άλλες προϋποθέσεις, για την διάθεση του «Ελαιοχωρίτικου» ελαιόλαδου, και των βρωσίμων ελιών στις μεγάλες αγορές της Αθήνας και του εξωτερικού.

Η δημιουργία σύγχρονου φυγοκεντρικού ελαιοτριβείου και συσκευαστηρίου ελαιολάδου από τον χωριανό μας Χρήστο Καγκλή αποτελεί οπωσδήποτε μια θετική εξέλιξη. Όμως κατά την απόψή μας αυτό δεν είναι αρκετό. Απαιτείται η δημιουργία μεγάλης μονάδας τυποποίησης ελαιολάδου και βρωσίμων ελιών, ώστε να απορροφάται ολόκληρη η παραγωγή των ελαιώνων του χωριού και να διατίθεται στην αγορά «επώνυμα», ώστε να διασφαλίζονται υψηλές τιμές διάθεσής του.

Το εξαιρετικά ξηρό και υγιεινό κλίμα της περιοχής, σε συνδυασμό με την τελευταία σημαντική βελτίωση του οδικού δικτύου, προς τις πεντακάθαρες «παρθένες» ακτές της ανατολικής Κυνουρίας, με την μείωση του χρόνου μετάβασης εκεί, σε ένα τέταρτο της ώρας περίπου, μπορεί να αποτελέσει το χωριό μας, προσφιλή προορισμό γιατην διαμονή Ελλήνων αλλά και κατοίκων του εξωτερικού, κατά την περίοδο των διακοπών τους.

Όμως και εδώ απαιτούνται σημαντικές παρεμβάσεις, με την προβολή των κλιματικών πλεονεκτημάτων της περιοχής και την δημιουργία οργανωμένων καταλυμάτων (πανσιόν ή ξενοδοχείων), καθώς και εστιατορίων (ταβερνών), που θα προσφέρουν άνετη διαμονή στους επισκέπτες. Και εδώ η Πολιτεία πρέπει να σταθεί αρωγός, στην προσπάθεια των ενδιαφερομένων να δημιουργήσουν οργανωμένα καταλύματα και εστιατόρια, εντάσσοντας τις προσπάθειές τους αυτές, σε υφιστάμενα Ευρωπαϊκά προγράμματα.(Leader κλπ).

Τέλος η άμεση τουριστική αξιοποίηση από την Πολιτεία και της σιδηροδρομικής διαδρομής Άργους-Τρίπολης, με την επαναλειτουργία του σιδηροδρόμου, στα πρότυπα του «τραίνου του Πηλίου», και την δημιουργία στο σταθμό του χωριού κατάλληλης υποδομής (αναψυκτήριο- καφενείο- εστιατόριο), θα δώσει σίγουρα νέα ώθηση στην τουριστική ανάπτυξη του χωριού, με απρόβλεπτες θετικές εξελίξεις. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στο εξωτερικό αναβαθμίζουν και εκσυγχρονίζουν παρόμοιες εγκαταστάσεις σε πολύ πιο δύστροπα γεωγραφικά ανάγλυφα, χωρίς να ξανακάνουν φαραωνικά έργα, που γεμίζουν τον τόπο τσιμέντο και καταστρέφουν το τοπίο καθώς και την ομορφιά του παλαιού δικτύου.

Υπάρχουν τέτοιες γραμμές που συνδυάζουν επιβατική, τουριστική και εμπορική λειτουργία (π.χ.Bernina Express Ελβετίας, Mariazell Bahnhof Αυστρίας κλπ.) ή λειτουργούν αμιγώς για τουριστική χρήση, με την οικονομική συμβολή ή απλά εθελοντική παροχή βοήθεια από τοπικούς φορείς ή φυσικά πρόσωπα (π.χ. Durango & Silverton Train USA, Train a vapeur des Cevennes Γαλλία κλπ.) προσπορίζοντας τέτοια κέρδη στις κοινότητες που διασχίζει το τραίνο, που σε κάποιες περιπτώσεις ολόκληρα χωριά ζουν από τα έσοδα αυτού του τουρισμού.

Αν όμως δεν υπάρξει καμιά εξέλιξη, από αυτές που προαναφέραμε, ή ακόμη και άλλες, που ίσως σκεφτούν και υλοποιήσουν άλλοι συγχωριανοί μας, η δε κατάσταση στο χωριό, από άποψη ανάπτυξης, παραμείνει όπως είναι σήμερα, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο, πως σε λίγα χρόνια, για την επόμενη γενιά των συμπατριωτών μας, το χωριό θα παραμένει απλή ανάμνηση, και τα σπίτια του θα ρημάζουν ακατοίκητα, αφού θα έχουν φύγει από τη ζωή και οι τελευταίοι εναπομείναντες, που φύλαξαν, ως το τέλος, τις «Θερμοπύλες» του χωριού μας.

                                                               Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

 

                    ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΜΑΣ  ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

 

Την δεκαετία του 1950 έγινε και στην κοινωνία του χωριού μας μια μεγάλη στροφή προς την ιδεολογία της οικονομικής ανάπτυξης. Άρχισε να επικρατεί η χρησιμοθηρική αντίληψη για τη ζωή, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η κοινωνία της αφθονίας και της κατανάλωσης υλικών αγαθών. Όραμά της έγινε ο υλικός ευδαιμονισμός. Άνοιξαν για μια ακόμα φορά οι πύλες των μεγάλων αστικών κέντρων και του εξωτερικού για να υποδεχθούν τους χωριανούς μας που έφυγαν από το χωριό και αναζητούσαν εναγώνια καλύτερο μέλλον, προσπαθώντας να ξεχάσουν  το παρελθόν τους. Έτσι όμως άνοιξε ο δρόμος που οδηγεί στην τυποποίηση της ζωής και στην αλλοτρίωσή τους. Στόχος τους έγιναν τα καυτά προβλήματά τους, οι ανησυχίες τους και οι προβληματισμοί τους για το μέλλον. Αυτά όμως οδήγησαν πολλούς από τους συγχωριανούς μας στην άρνηση του ιστορικού και του παραδοσιακού τους παρελθόντος. Στην άρνηση και στην αμφισβήτηση της αξίας της πολιτισμικής μας παράδοσης.

Όμως η ιδέα της οικονομικής ανάπτυξης και στροφή προς το «παρόν» και μόνο σε αυτό δεν είναι σε θέση να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου σε όλο το πλάτος και το βάθος τους. Η ηθική ακεραιότητα του ανθρώπου και η πίστη του στον άνθρωπο σαν υπέρτατη αξία έχει επικίνδυνα διαβρωθεί από τις παρενέργειες του τεχνολογικού πολιτισμού. Έχει ήδη ανοίξει ο δρόμος που οδηγεί στην τυποποίηση της ζωής και στην αλλοτρίωση του ανθρώπου. Η ύπαρξη του παρόντος και του μέλλοντος προϋποθέτει απαραίτητα την στροφή στο παρελθόν. Γιατί ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν λειτουργεί μια διαλεκτική σχέση. Η ύπαρξη του παρόντος αλλά και του μέλλοντος έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν, στην ιστορική μνήμη και στο παράδοση. Η ακτινοβολία του νέου πολιτισμικού οικοδομήματος δεν περιορίζεται μόνο στο παρόν και στο μέλλον αλλά στρέφεται και προς το παρελθόν. Το αίτημα όμως δεν είναι να επιστρέψουμε «στις ρίζες» μας αλλά στόχος μας είναι να γνωρίσουμε το παρελθόν μας, την ιστορική και πολιτισμική μας παράδοση. Όχι αναβίωση περασμένων τρόπων και μορφών ζωής, αλλά γόνιμη και δημιουργική βίωση των σταθερών αξιών που προσφέρει το παρελθόν.

Γιατί η  «αναβίωση» προϋποθέτει τη νέκρωση και προσδιορίζεται από το θάνατο. Για να αναβιώσει κάτι πρέπει πρώτα να πάψει να ζει, να έχει χάσει την ψυχή και το πνεύμα του, που τον κρατούσαν ζωντανό. Όταν κάτι πάψει να ζει, «δεν αναβιώνει» δεν ανασταίνεται, αν δεν βρει τη χαμένη ψυχή και το πνεύμα του. Αναβίωση με ξένο πνεύμα και με ξένη ψυχή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ψυχρή,  άψυχη και χωρίς δικό της πνεύμα «αναπαράσταση». Σε κάθε σημαντική  στιγμή της ζωής μας πρέπει να στρέφουμε τη ματιά μας στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον. Να κάνουμε καθημερινά  μια κριτική ιστορική αναδρομή στο παρελθόν, αλλά και καθημερινό αγνάντεμα στους ανοιχτούς ορίζοντες του παρόντος και του μέλλοντος. Να συνδυάζουμε αρμονικά τον παραδοσιακό πλούτο του παρελθόντος με τις ανανεωτικές δυνάμεις του παρόντος και του μέλλοντος. Και η έκφραση του παρελθόντος  πρέπει να είναι η ιστορική και πολιτισμική μας παράδοση.

Η ζωή χωρίς παρελθόν, δηλαδή χωρίς να θυμάσαι και χωρίς με την θύμησή σου να χαίρεις για τις ομορφιές της ζωής ή να λυπάσαι για τις ασχήμιες της, χωρίς να θερμαίνεται ο πόθος σου και να αναπτερώνεται η ελπίδα σου για ένα καλύτερο παρόν και για ένα ακόμη καλύτερο μέλλον δεν έχει νόημα ούτε δικαίωση. Αλλά η επιφανειακή και τυπική γνωριμία τους πολιτισμικής παράδοσης δεν είναι αρκετή. Πρέπει να καλλιεργεί τον κριτικό στοχασμό και να ενδυναμώνει τη γόνιμη και δημιουργική σκέψη. Να ξεχωρίζει από την πολιτισμική μας παράδοση τα συνεκτικά της στοιχεία, τις εσωτερικές δυνάμεις που προσδιορίζουν τη συνοχή της και να οδηγεί στη βίωση των ζωντανών και υπερχρονικών στοιχείων που εμπεριέχει. Η πολιτισμική παράδοση ταυτίζεται με το παρελθόν. Κανένας δεν μπορεί να διαγράψει το μόχθο, τα επιτεύγματα, τους αγώνες και τις αγωνίες των προηγούμενων γενεών, τους γονείς του και τους προγόνους του ή το ατομικό του παρελθόν. Εχθροί της πολιτισμικής μας παράδοσης πρέπει να θεωρούνται η αυθάδεια του μεταπολεμικού νεόπλουτου και η απαιδευσία του σύγχρονου μικροαστού. Οι οδύνες του παρελθόντος πρέπει να γίνονται από τους νεότερους ζωντανές και σταθερές ανθρώπινες αξίες και μαθήματα ταπεινοφροσύνης.

Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάμε ή να περιφρονούμε τα δημιουργήματα του μόχθου και τις παραδοσιακές μορφές ζωής των περασμένων γενεών. Μαθαίνοντας με ποιες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες πάλευαν για να επιβιώσουν οι πατέρες μας και οι πρόγονοί τους, γινόμαστε λιγότερο αυστηροί  οι λίγοι ευτυχώς αμφισβητίες ή αρνητές του παλιού και του ξεπερασμένου, στεκόμενοι με περίσκεψη μπροστά στα θετικά αλλά και στα αρνητικά στοιχεία της προόδου, αλλά και με σεβασμό στο μόχθο  των προγόνων τους. Πρέπει να έχουμε πάντοτε στο νου μας  εμείς οι τωρινοί πως με τις σκέψεις μας, με τις πράξεις μας και τα συναισθήματά μας δημιουργούμε και εμείς παράδοση για τα επόμενα χρόνια και για τις επόμενες γενιές. Η πολιτισμική παράδοση που και εμείς δημιουργούμε μπορεί κάθε μέρα που περνάει να γίνεται παλαιότερη, συγχρόνως όμως ανανεώνεται. Πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας πως η προσφορά μας με οποιαδήποτε μορφή στη γενέθλια γη, τη δική μας και των γονέων μας, η πίστη μας στις παραδοσιακές αξίες, αλλά προπάντων τα έργα μας θα προσδιορίζουν στο μέλλον την έκταση και την ποιότητα αυτής της παράδοσης που θα έχουμε εμείς δημιουργήσει.

                                                                               Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος-     Μασκλινιώτης

 

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

 

ΚΑΣΤΡΙ - ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ

 

Σύμφωνα με μια λαϊκή παράδοση, το Καστρί ιδρύθηκε από κατοίκους της Θυρέας, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την παραλιακή ζώνη, για να αποφύγουν τις συνεχείς επιδρομές των πειρατών. Μετοίκησαν στην ορεινή ενδοχώρα, και ίδρυσαν το Καστρί. Φεύγοντας από την παραλιακή Θυρέα, εξακολούθησαν να τιμούν τον ΑηΝικόλα, τον προστάτη των θαλασσινών, που τους προστάτευε όσο ζούσαν εκεί.

Έτσι έναν οικισμό, από αυτούς που δημιούργησαν, όταν εγκαταστάθηκαν στην ορεινή ενδοχώρα, τον ονόμασαν Άγιο Νικόλαο, κτίζοντας ταυτόχρονα και εκκλησία προς τιμή του Αγίου στον οικισμό αυτό. Αποτέλεσε αυτός ο οικισμός ένα κομμάτι του ευρύτερου οικισμού, που τον τελευταίο ονόμασαν «Καστρί». Το «Καστρί» αναφέρεται για πρώτη φορά στην πρώτη Βενετοκρατία (1685-1715),στα χρόνια που οι Βενετοί είχαν καταλάβει την Πελοπόννησο και κατέγραφαν την εκκλησιαστική περιουσία, τα χωριά και τον πληθυσμό τους.

Στην απογραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας το 1696, κατά την απογραφή του πληθυσμού της Πελοποννήσου, που έγινε από τους Βενετούς, το Καστρί αναφέρεται σαν ενιαίος οικισμός που επιμεριζόταν σε «ενορίες», που κάθε μια από αυτές προσδιοριζόταν από το όνομα του «παπά» της. Στην απογραφή του 1770 (Grimani) από τους Βενετούς αναφέρεται : 1) η ενορία του παπαΠαναγιώτη Οικονόμου, που αποτελούσε ο μεγαλύτερος οικισμός του Αγίου Νικολάου, με ενοριακή εκκλησία του ομώνυμου Αγίου, 2)η ενορία του παπαΓεωργίου Ρούβαλη που αποτελούσε ο οικισμός του Ρούβαλη, με ενοριακή εκκλησία την Παναγιά την Κοίμηση, 3)η ενορία του παπαΓεροκόματου, που αποτελούσε ο οικισμός Μεσοράχι, με ενοριακή εκκλησία την Ζωοδόχο Πηγή, 4) η ενορία του παπαΖαρέλη, που αποτελούσε ο οικισμός του Μπερνορή. Ο Δραγαλεβός, και πιθανόν του Καράτουλα ανήκαν στην ενορία του Μπερνορή, ενώ ο οικισμός Τσερβάσι υπαγόταν μάλλον στην ενορία του Ρούβαλη. Αυτές οι «ενορίες» αποτέλεσαν από τότε έναν ενιαίο οικισμό, το «Καστρί» που αργότερα ονομάστηκαν «Καστριτοχώρια».

Από τότε που ιδρύθηκε ο δήμος Τανίας (1834-1835) οι οικισμοί στους οποίους επιμεριζόταν ο ενιαίος οικισμός «Καστρί», ήσαν επτά: 1)Ο Άγιος Νικόλαος, 2)Ο Δραγαλεβός, 3)του Καράτουλα, 4)το Μεσοράχι, 5)του Μπερνορή, 6)του Ρούβαλη και 7)το Τσερβάσι. Όλοι μαζί οι οικισμοί αυτοί ονομάζονταν «Καστριτοχώρια» και αποτέλεσαν τους «πρωτογενείς» οικισμούς του δήμου. Ο λαϊκός μας ποιητής, με το παρακάτω τετράστιχο έχει χαράξει γλαφυρά την ενιαία, ευρύτερη, γεωγραφική έκταση του οικισμού «Καστρί», καθώς και τα αρωματικά αυτοφυή φυτά, που τον χαρακτηρίζουν.

 Εφτά χωριά έχει η Πόλη

 εφτά και το Καστρί

 που η ρίγανη* και η θρούμπη*

 είν’ παραπανιστή

Τα Καστριτοχώρια του Ρούβαλη, του Μπερνορή και του Καράτουλα ταυτίζονται με τις ονομασίες των παλληκαριών του καπετάνιου της Κυνουρίας Παναγιώτη Καραχάλιου. Μετά τα Ορλωφικά (1770) στην επαρχία της Κυνουρίας οι κλέφτες κτύπησαν αλύπητα την Τουρκιά, αλλά τελικά καταδιώχθηκαν και εξοντώθηκαν οριστικά το έτος 1806.Στην καταδίωξη των κλεφτών αναφέρεται και το παρακάτω επεισόδιο του 1796, που πρωταγωνιστής ήταν ο καπετάνιος Παναγιώτης Καραχάλιος.

Αυτός πολέμησε σαν κλέφτης ηρωικά τους Τούρκους. Σε ένα δημοτικό τραγούδι αναφέρεται ότι αυτός με τα σαράντα παλληκάρια του, για να γλυτώσουν από την απηνή* καταδίωξη των Τούρκων, εγκατέλειψαν τα λημέρια τους στην Κυνουρία και έφυγαν για την Βοστίτσα (Αίγιο), για να περάσουν από εκεί με καράβι αντίκρυ στην Περαχώρα.

Όμως προδόθηκαν και οι Τούρκοι τους στήσανε καρτέρι. Αφού τους συνέλαβαν όλους, μαζί με τον καπετάνιο τους, τους οδήγησαν δεμένους στην Τριπολιτσά. Εκεί σε μια πλατεία της πόλης τους σούβλισαν ζωντανούς, ενώ άναψαν φωτιά για να τους ψήσουν, αφήνοντας τελευταίο τον αρχηγό τους, τον Παναγιώτη τον Καραχάλιο, για να βλέπει πως βασάνιζαν, σουβλίζοντας τα παλληκάρια του.

            Οι δήμιοι «και στον Καραχάλιο λένε:

σένα πώχουν αρχηγό τους

θα σε αφήσουμε όσο καίνε

για να δεις το κάψιμό τους

 

Και παρηγοράει με θάρρος

τους σαράντα στην αράδα

κι ας τον πρόσμενε ο Χάρος

να τον κάψει σαν λαμπάδα

 

Έλα Ρούβαλη, κουράγιο

συ Καράτουλα έχε θάρρος

Μπερνορή πες το τρισάγιο

λυτρωτής μας θάναι ο Χάρος»

Και όταν ήρθε η σειρά του να τον βασανίσουν σουβλίζοντάς τον ο ήρωας λέει:

«έχε γειά λέει στον αγέρα

έχε γειά φωτός λαμπάδα

φτάνει η στάχτη μας μια μέρα

να αναστήσει την Ελλάδα».

Από τους οικισμούς που αποτελούσαν όλοι μαζί τον ενιαίο οικισμό με το όνομα «Καστρί», περισσότερο είχε αναπτυχθεί ο οικισμός Άγιος Νικόλαος. Έγινε για πολλές δεκαετίες το διοικητικό, εμπορικό, κοινωνικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής και αποτέλεσε έδρα του δήμου Τανίας.

Κατά την εξελικτική πορεία δημιουργήθηκαν και «δευτερογενείς» οικισμοί, από κατοίκους των Καστριτοχωριών. Έτσι το 1851, όπως προαναφέρθηκε, για πρώτη φορά εμφανίζεται και η Μάσκλινα, σαν δευτερογενής οικισμός με την ονομασία «Μάσκλινα - θέσις ολίγον κατωκημένη». Στα 1861,σε μια έγκυρη συλλογή νομοθετημάτων για την δημόσια και την δημοτική διοίκηση εμφανίζεται μαζί με τα εφτά πρωτογενή Καστριτοχώρια και ο «δευτερογενής» Καστρίτικος οικισμός Μάσκλινα, που είχε αναπτυχθεί πλέον σε οικισμό. Εκτός από τον οικισμό της Μάσκλινας, δευτερογενείς οικισμοί, που δημιουργήθηκαν από κατοίκους του Αγίου Νικολάου, είναι οι μικροί οικισμοί «Μελίσσι» και «Ντουμέϊκα».

Το 1912, καταργήθηκε ο δήμος Τανίας, και τα Καστριτοχώρια που είχαν τις προϋποθέσεις που όριζε ο νόμος, κηρύχθηκαν ανεξάρτητες κοινότητες. Τότε ο μεγαλύτερος οικισμός του δήμου έγινε κοινότητα και πήρε επίσημα την ονομασία «Άγιος Νικόλαος - Καστρί». Τέλος με την αρ. 45/2-7-1969 απόφαση του Κοινοτικού συμβουλίου, μετονομάστηκε από «κοινότητα Αγίου Νικολάου - Καστρί» σε κοινότητα «Καστρίου Κυνουρίας». Ο οικισμός έφτασε στο απόγειο της ανάπτυξής του, πληθυσμιακά, οικονομικά και πολιτιστικά από τις αρχές του 1900 μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου. Όμως οι δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή τη μεγαλύτερη περίοδο του έτους, η εγκατάλειψη των γεωργικών καλλιεργειών, λόγω της έλλειψης εργατικών χεριών, η εσωτερική και κυρίως η εξωτερική μετανάστευση, που σημειώθηκε κατά την δεκαετία του 1950 προς την Αμερική και τον Καναδά, αλλά και η αδιαφορία της πολιτείας για την περιοχή, οδήγησαν στην σοβαρότατη μείωση του αριθμού των μονίμων κατοίκων του χωριού και στην ερήμωσή του. Έτσι και το Καστρί, ακολουθώντας την πορεία όλων των ορεινών οικισμών της πατρίδας μας, ενώ άλλοτε έσφυζε από ζωή, σήμερα έχει γίνει, κατά το πλείστον, οικισμός γερόντων.

Στα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου, στο χωριό γράφτηκαν μαύρες σελίδες, και ο οικισμός υπέφερε τα πάνδεινα. Ο εμφύλιος είναι η χειρότερη κατάρα. Σε αυτόν ξυπνάνε όλα τα πρωτόγονα, όλα τα άγρια ένστικτα, ο άνθρωπος χάνει την ανθρωπιά του, γίνεται αιμοβόρο σαρκοφάγο θηρίο. Δεν υπάρχουν κανόνες ούτε ηθική. Επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας και το δίκαιο του ισχυρότερου. Πολλοί Καστρίτες προσχώρησαν εκείνη την εποχή στους Γερμανούς και μαζί τους αλώνιζαν όλη την περιοχή. Όσοι αριστεροί δεν βγήκαν στο βουνό βασανίζονταν από τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Το ίδιο όμως γινόταν και από την πλευρά των αριστερών. Ξεφύτρωσαν μίσος, πάθη και αντεκδικήσεις ακόμη και για τα πιο αστεία προσωπικά αίτια. Στις 17 Ιουνίου 1944 εξόρμησαν Γερμανοί με Καστρίτες ταγματασφαλίτες στα Βούρβουρα. Συνέλαβαν και εκτέλεσαν εξήντα αριστερούς της περιοχής. Σε αντίποινα αριστεροί ΕΛΑΣίτες στις 20 Ιουλίου το 1944, στις 5.30 το πρωί, ύστερα από απόφαση μιας επταμελούς επιτροπής ομοϊδεατών τους, μπήκαν στο Καστρί, έβαλαν φωτιά στα σπίτια αντιφρονούντων, και έκαψαν 170-180 από αυτά.Υπεύθυνοι για τη φωτιά θεωρήθηκαν ένας Μαυρόγιαννης από του Στρίγκου και επτά Καστρίτες με μια γυναίκα αρχηγό.

Ενώ τα σπίτια καιγόντουσαν, μάζεψαν τους συγγενείς των αντιφρονούντων κατοίκων στην πλατεία του χωριού, στην αλάνα του ΟΤΕ, έφεραν και άλλους από Μεσορράχι, από Καράτουλα και από Ρούβαλι και αφού τους κράτησαν εκεί δύο τρείς ώρες, μέχρι τις δέκα, μέσα στο καλοκαιρινό λιοπύρι, στη συνέχεια τους οδήγησαν στο εκκλησάκι του Αγ. Παντελεήμονα, μέσα στα πεύκα, λίγο πιο έξω από το χωριό. Λεηλάτησαν τα σπίτια των αντιφρονούντων του χωριού, πήραν τις προίκες των κοριτσιών, που ετοίμαζαν για να ανοίξουν το νοικοκυριό τους όταν θα παντρεύονταν, όλες τις οικοσκευές, καθώς και ό, τι άλλο πολύτιμο υπήρχε μέσα στα σπίτια. Τα φόρτωσαν σε μουλάρια, που είχαν επιτάξει από το Καστρί και από το Παλαιοχώρι της Κυνουρίας και τα εξαφάνισαν. Οι Καστρίτες έβλεπαν τα μουλάρια φορτωμένα με τις οικοσκευές τους, που φεύγανε από το χωριό και σπάραζε η ψυχή τους.

Όμως κατά το απομεσήμερο οι αντάρτες πήραν την πληροφορία ότι έρχονται οι Γερμανοί από την Τρίπολη, μαζί με τους ντόπιους Ταγματασφαλίτες. Τότε συστάθηκε μια επιτροπή από αυτούς και άρχισε να διαλέγει όσους δεν είχαν αδελφό ή πατέρα ή κοντινό συγγενή στα Τάγματα Ασφαλείας. Αυτούς τους άφησαν ελεύθερους να γυρίσουν στο χωριό. Τους άλλους τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν στο στρατόπεδο της Ορθοκωστάς. Αλλά όταν έφτασαν οι Ταγματασφαλίτες στο χωριό, τα σπίτια είχαν πια καεί ολοσχερώς, είχαν γίνει ασβεστοκάμινα. Για αντίποινα έκαψαν και αυτοί τις επόμενες ημέρες καμιά δεκαριά σπίτια αριστερών, από εκείνα που είχαν μείνει όρθια και στη συνέχεια κατέβηκαν στα χωριά Στόλο, Αγιώργη και Γαλτενά, σκορπίζοντας τη φρίκη και τον όλεθρο. Έτσι τα σπίτια στο Καστρί τα βρήκε η επόμενη μέρα λεηλατημένα και σωρούς από ερείπια που κάπνιζαν.    

                                                            Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης                   

 

 

       ΣΗΜΕΙΩΜΑ  ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ  ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ  ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ

«Εκεί που σμίγει η αγάπη του πατέρα και της μητέρας, εκεί που σμίγει η αγάπη των ανθρώπων, είναι η πατρίδα σου»

« Πρωινό άστρο» Γιάννης Ρίτσος

 

     Φτάνοντας στο απόγιομα της ζωής μας τούτες τις ώρες, με τα μάτια της ψυχής αναπολούμε νοσταλγικά τις συνήθειες των συγχωριανών μας αλλά και τις ομορφιές, τις χαρές και τις στερήσεις που ζήσαμε μαζί τους, στον πολυαγαπημένο μας τόπο  τα παιδικά μας κυρίως  χρόνια.Η αγάπη μας για το χωριό και όλα αυτά τα γλυκόπικρα βιώματα που ζήσαμε, μας έδωσαν το μελάνι της καρδιάς  να τα καταχωρήσουμε στις σελίδες που δημοσιεύουμε.

      Στις σελίδες αυτές  γίνεται μια καταγραφή των στοιχείων που συγκεντρώσαμε από ορισμένες ιστορικές πηγές, που αναφέρονται στο χωριό μας και στην ευρύτερη περιοχή του. Ψάχνοντας  βρήκαμε τις «άκρες» της δημιουργίας του, και τους εποίκους του γεωγραφικού χώρου της περιοχής μας από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Αναζητήσαμε την προέλευση της ονοματοθεσίας του χωριού, και διαπιστώσαμε πως ανάγεται σε πολύ παλιότερες εποχές.  Προσπαθήσαμε επίσης να αναφερθούμε στην οικιστική, επαγγελματική, κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξή του  και στις καθημερινές ασχολίες των κατοίκων του, από την δημιουργία του μέχρι σήμερα.

     Οι αναφορές μας  βασίζονται στη σχετική βιβλιογραφία, αλλά και σε προσωπικές εμπειρίες, που ζήσαμε στο χωριό, κυρίως κατά την περίοδο της παιδικής μας ηλικίας. Επίσης βασίζονται σε διηγήσεις που μας πρόσφεραν απλόχερα άλλοι συγχωριανοί μας, που είτε βρίσκονται προς το «τέλος» τους, είτε τώρα έχουν φύγει από τη ζωή.  Μέσα από αυτές οι παλιοί θα αναπολήσουν και οι νέοι θα μάθουν πως υπήρξαν άνθρωποι που έζησαν στον ευλογημένο αυτό τόπο, κάτω από άλλες συνθήκες, πολύ πιο δύσκολες από τις σημερινές, με πολλές στερήσεις  αλλά με αληθινή ποιότητα ζωής. Με αξίες που έδιναν νόημα στη ζωή και την έντυναν με αληθινή ομορφιά.

   Είναι οι πρώτες συγκεντρωμένες πληροφορίες για το χωριό μας και αυτό αυξάνει τις δυσκολίες της συγγραφής των κειμένων, αλλά και το μέγεθος της ευθύνης συγγραφής τους γενικότερα. Αυτή η ενέργειά μας αποτελεί και ένα «μνημόσυνο» στη μνήμη των προγόνων μας, που πάντοτε τους θωρούσαμε με απέραντο θαυμασμό, αλλά και επειδή είμαστε θιασώτες της παράδοσης, μεταφέροντας στις νεότερες γενιές ιστορία, μνήμες και γεγονότα, που κληρονομήσαμε από αυτούς.    

    Θελήσαμε να καλύψουμε αυτό το κενό που υπάρχει στην καταγραφή της ιστορίας και της κοινωνικής ζωής του χωριού μας καθώς και των συνηθειών και της καθημερινότητας των κατοίκων του γενικότερα, για να μείνουν τα ήθη, τα έθιμα. οι συνήθειές τους και οι ασχολίες τους, σκαλισμένα με τη γραφίδα μας στις σελίδες που ακολουθούν, επειδή διαβλέπουμε τις ρωγμές που πραγματοποιούνται καθημερινά στα τοιχώματα του κοινωνικού ιστού του.

Πιστεύουμε πως αυτές οι γραμμές που χαράξαμε πάνω σε τούτα τα χαρτιά, περιγράφοντας την ιστορική πορεία του χωριού μας και τις συνήθειες των κατοίκων του, θα «σκαλίζουν» στο μέλλον, στη μνήμη των επερχόμενων γενιών των συγχωριανών μας, που βρίσκονται μακριά από το χωριό και κατοικούν ήδη στις μεγαλουπόλεις της χώρας μας και του εξωτερικού, τον τρόπο της ζωής των προγόνων μας, την ιστορική εξέλιξη του χωριού μας και της ευρύτερης περιοχής γενικότερα, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τα σήμερα.

Και όσοι από τους αναγνώστες θεωρήσουν σημαντικά, αυτά που καταχωρούνται εδώ, ας συνεχίσουν και αυτοί να κάνουν κάτι για να διατηρήσουν την παράδοση. Αλλά και αυτοί που δεν νοιάζονται να δώσουν συνέχεια σε αυτή, ας κρατήσουν στη μνήμη τους τις πληροφορίες που δημοσιεύουμε, για να τους θυμίζει την καταγωγή τους, για την οποία θεωρούμε ότι πρέπει να νοιώθουν περήφανοι. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούν πως ο, τι έγιναν και όσα πέτυχαν στη ζωή τους, οφείλονται και σε εκείνα που έχτισαν οι πρόγονοί τους, με ιδρώτα και αίμα, πάνω στις άγονες πέτρες και τα άγια χώματα του χωριού μας.

Νοιώθουμε ευτυχείς που μπορέσαμε να υλοποιήσουμε αυτό το εγχείρημά μας. Νομίζουμε πως με την ενέργειά μας αυτή, κάναμε το καθήκον μας, θεωρώντας ότι βάλαμε και εμείς ένα λιθαράκι στην συνέχιση της παράδοσης του τόπου μας. Αναφερόμαστε στην ιστορία της ευρύτερης περιοχής του χωριού μας, καθώς και στα όσα συνέβησαν σε αυτό, ιδιαίτερα τους δύο περίπου τελευταίους αιώνες της οργανωμένης «ζωής» του για να απομείνει τελικά στους απογόνους μας, κάτι που νομίζουμε πως τόσα χρόνια τους έλειπε.

Πριν κλείσουμε θεωρούμε υποχρέωσή μας να ευχαριστήσουμε ιδιαίτερα τους συγχωριανούς μας, τον Χρήστο Γεωργ. Μίλη, την Παναγιώτα Αντων. Χουγιάζου, τον Κώστα Γεωργ. Αντωνάκο, τον αδελφό μου Δημήτρη Στυλ. Σκλημπόσιο, αλλά και όσους άλλους συγχωριανούς μας στους οποίους απευθυνθήκαμε και με προθυμία μας βοήθησαν με κάθε τρόπο, στην καταχώρηση των σχετικών πληροφοριών στις σελίδες που ακολουθούν. Ευχαριστίες επίσης οφείλουμε και στην αγαπημένη μας σύζυγο Μαρία για την απέραντη υπομονή της κατά την διάρκεια της συγγραφής των κειμένων, αλλά και την καθοριστική συμβολή της στην φιλολογική και την ηλεκτρονική  επιμέλειά τους..

 

                    Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης                            [1] 


 [1]

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

 

                     Η ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1920

 

O δημοσιογράφος Καλλίστρατος Καλλούτσης στο ιστοριολαογραφικό περιοδικό «Κυνουριακά» το 1930 και σε άρθρο με τίτλο «Ελαιοχώρι» περιγράφει σε αδρές γραμμές, την γενική κατάσταση του χωριού μας στην εικοσαετία 1920 και 1930.Το κείμενο αναφέρεται στο συγκοινωνιακό, στην πληθυσμιακή κατάσταση του χωριού, στα παραγόμενα προϊόντα, στην καταγωγή, στις ασχολίες των κατοίκων και γενικότερα στην οικονομική, πολιτιστική και μορφωτική εξέλιξή τους.

«Το Ελαιοχώρι (Μάσκλινα) έχει 240 οικογένειες και 1000 κατοίκους. Ευρίσκεται παρά την σιδηροδρομική γραμμή του Σιδηροδρόμου Πειραιώς - Αθηνών - Πελοποννήσου και μετά τον σταθμό Αχλαδόκαμπου. Οι κάτοικοι είναι ενεργητικοί και δραστήριοι. Ασχολούνται με την γεωργία, την κτηνοτροφία, οι δε περισσότεροι εξ αυτών ασχολούνται με το επάγγελμα του αγωγιάτη, μεταφέροντας στο Καστρί με τα μουλάρια τους τα διάφορα εμπορεύματα.

Το χωριό παράγει εξαίρετο λάδι, κρασί και ολίγα δημητριακά. Τα υπόλοιπα προϊόντα μόλις επαρκούν για την συντήρηση των κατοίκων. Έχει τρία ελαιοτριβεία, από τα οποία το ένα ατμοκίνητο, πέντε παντοπωλεία και ένα ξενοδοχείο ύπνου και φαγητού. Διατηρεί δύο δημοτικά σχολεία, διτάξιο αρρένων και μονοτάξιο θηλέων. Ομοίως και τηλεγραφείο, το οποίο στεγάζεται όπως και τα σχολεία σε ιδιωτικό οίκημα.

Το Ελαιοχώρι έχει εκκλησία, που τιμάται στο όνομα του Αγίου Γεωργίου με ωραίο γύρω αγροκήπιο και δύο εξωκλήσια της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Πέτρου.

Οι κάτοικοι του Ελαιοχωρίου είναι σχεδόν όλοι άποικοι από το Καστρί. Γι’ αυτό οι περισσότεροι από αυτούς διαμένουν εκεί από 15 Νοεμβρίου μέχρι τέλους Μαρτίου, το δε υπόλοιπο χρονικό διάστημα διαμένουν στον Άγιο Νικόλαο, όπου διατηρούν οικίες και κτηματική περιουσία. Πριν κατασκευαστεί η σιδηροδρομική γραμμή το Ελαιοχώρι αριθμούσε μόνον 80 οικογένειες. Αργότερα όμως σιγά – σιγά κατοικήθηκε πυκνότερα. Ο Ραγκαβής αναφέρει στα «Ελληνικά» ότι υπήρχε θέση Μάσκλινα «ολίγον κατωκημένη».

Από τα στοιχεία που αναφέρονται παραπάνω προκύπτει σαφώς η πληθυσμιακή, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του χωριού κατά τα χρόνια του μεσοπολέμου. Στην πληθυσμιακή κατάσταση του χωριού μας και στο συγκοινωνιακό για τα χρόνια 1930 - 1935 αναφέρεται και ο χωριανός μας δάσκαλος Γ.Μίλης, που στις σημειώσεις του αναφέρει ότι: «Για να νοιώσετε τη ζωή της εποχής εκείνης θα σας δώσω μια εικόνα της ζωής στο Ελαιοχώρι στα χρόνια 1930 - 1935. Την εποχή εκείνη το Ελαιοχώρι είχε περίπου 1000 κατοίκους. Ήταν σιδηροδρομικός συγκοινωνιακός κόμβος. Ο σιδηρόδρομος ήταν η κύρια και καλύτερη συγκοινωνία. Οι αυτοκινητόδρομοι ήταν λίγοι και αυτοί σκυροστρωμένοι, δεν υπήρχε δρόμος με άσφαλτο. Ούτε αεροπορικές συγκοινωνίες. Από απόψεως συγκοινωνίας το Ελαιοχώρι είχε προνομιούχο θέση. Η συγκοινωνία γινόταν με δύο τραίνα την ημέρα».

Τέλος μια γενικότερη εικόνα του χωριού και των ασχολιών των κατοίκων του μας δίνει με πολύ γλαφυρό τρόπο η χωριανή μας Κ.Κίκιζα. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «οι κάτοικοι του Ελαιοχωρίου εκείνης της εποχής ήσαν κατά κανόνα αγρότες. Υπήρχαν και λίγοι κτίστες, υποδηματοποιοί, ράφτες, σαγματοποιοί, έμποροι. Ένα μαγαζί κάλυπτε τις πρόχειρες ανάγκες. Οι κάτοικοι έσπερναν και λίγο σιτάρι, κριθάρι και τροφές για ζώα. Όλα αυτά με ξύλινο αλέτρι. Είχαν αρκετά κάστανα και λίγα καρύδια. Καλλιεργούντο και λίγα οπωροφόρα δέντρα. Κάθε σπίτι έτρεφε και δυο - τρείς κατσίκες και μερικές κότες. Απαραίτητο μεταφορικό μέσο το μουλάρι και το γαϊδουράκι. Η εργατικότητα και η δημιουργικότητα των κατοίκων και το εύκρατο κλίμα της περιοχής συνέβαλαν στη γρήγορη ανάπτυξη του Ελαιοχωρίου με κύριες ασχολίες την ελαιοκομία και την αμπελουργία. Το ελαιόλαδο παράγεται σε μεγάλες ποσότητες μέχρι σήμερα. Η ποικιλία της ελιάς ονομάζεται «μανάκι». Παράλληλα η γεωγραφική θέση του οικισμού δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή ανέδειξε το Ελαιοχώρι σε κέντρο της Βόρειας Κυνουρίας για πολλές δεκαετίες».

                                                 Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

                                                 «Δεν υπάρχει πόνος και οδύνη πιο μεγάλη

                                              από τη στέρηση της γης των πατέρων»

                                    Ευριπίδης, «Μήδεια»

      Η πληθυσμιακή αύξηση των κατοίκων του χωριού έφτασε στο απόγειό της στις αρχές του 1920, φθάνοντας στα 1000 άτομα περίπου. Η αλματώδης αύξηση του αριθμού των κατοίκων οφειλόταν στην παραμονή των κατοίκων του Καστριού, όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο χωριό, λόγω των ευνοϊκών κλιματολογικών συνθηκών αλλά και της μεγάλης αύξησης του αριθμού των γεννήσεων. Η αύξηση του πληθυσμού πραγματοποιήθηκε, παρά την αναχώρηση για το εξωτερικό ορισμένων κατοίκων του κατά την πρώτη μετανάστευση στο εξωτερικό (Αμερική), που πήρε τις μεγαλύτερες διαστάσεις της κατά την δεκαετία 1900-1910.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, συνεχίστηκε η αναζήτηση ελληνικών εργατικών χεριών, από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Η.Π. Α.) και τον Καναδά. Έτσι συνεχίστηκε η μεταναστευτική κίνηση εργατικού δυναμικού προς τις χώρες αυτές, λόγω της έλλειψης επαρκών εισοδημάτων των κατοίκων των ορεινών κυρίως περιοχών και του αργού ρυθμού αύξησης του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού τους.

Μετά και την δεύτερη μεταναστευτική κίνηση των κατοίκων (1945- 1960) προς τους ανωτέρω προορισμούς και την Αυστραλία ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε δραματικά. Ο μισός σχεδόν πληθυσμός του ξενιτεύτηκε, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες επαγγελματικής αποκατάστασης, για την βελτίωση των οικονομικών τους.

Οι περισσότερες οικογένειες είχαν και κάποιο δικό τους μετανάστη στις χώρες αυτές. Ορισμένες μάλιστα, με πόνο ψυχής, έστειλαν όλα τα παιδιά τους στην ξενιτειά και μάλιστα από νεαρή ηλικία. Παρέμειναν εδώ μόνο οι γονείς, περιμένοντας την οικονομική ενίσχυση των ξενιτεμένων παιδιών τους, ενώ πολλοί από αυτούς τα ακολούθησαν στην ξενιτειά, για να κλείσουν τελικά εκεί τα μάτια τους οριστικά.

Οι ξενιτεμένοι μετανάστες χωριανοί, αρχικά, αντιμετώπισαν πολλές και μεγάλες δυσκολίες, κατά την εγκατάστασή τους και την εξεύρεση αξιοπρεπούς εργασίας, στις χώρες υποδοχής. Προσαρμόστηκαν όμως σύντομα στις νέες συνθήκες της ζωής και της εργασίας τους, ξεπερνώντας τα εμπόδια. Ορισμένοι μάλιστα, με την πάροδο του χρόνου, με την εξυπνάδα τους και την εργατικότητά τους άρχισαν να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά σε διάφορους τομείς, κυρίως στο χώρο της εστίασης, αλλά και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες

Από τις οικονομίες τους, που προήρχοντο από την αμοιβή τους, για την προσφορά της εργασίας τους, και από τα κέρδη των επιχειρήσεών τους, άρχισαν να στέλνουν εμβάσματα στους δικούς τους, που άφησαν στην Ελλάδα, ενισχύοντάς τους οικονομικά, για να μπορούν οι τελευταίοι να βελτιώσουν το οικογενειακό τους εισόδημα και να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Όλοι όμως ανεξαίρετα οι μετανάστες του χωριού μας δεν ξέχασαν ποτέ και τον τόπο που είδαν το πρώτο φως της ζωής. Τον βοηθούσαν πάντοτε οικονομικά, συμβάλλοντας και στην πολιτιστική ανάπτυξή του. Έτσι πρωτοστάτησαν οικονομικά στην ανέγερση εκκλησιών, στην διάνοιξη αυτοκινητοδρόμων στην ευρύτερη περιοχή του χωριού, στις προσπάθειες ανεύρεσης υπογείων υδάτων κλπ.

Η συμβολή της μετανάστευσης των κατοίκων του χωριού σε Αμερική, Καναδά και Αυστραλία είχε θετικές αλλά και αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη του χωριού μας. Η εισροή δολαρίων είχε σαν αποτέλεσμα την μεγάλη τόνωση της αγοραστικής δύναμης, την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και γενικά την άνοδο του βιοτικού επιπέδου πάρα πολλών οικογενειών του χωριού μας.

Πολλοί όμως από τους κατοίκους του χωριού, όπως προαναφέρθηκε, μετανάστευσαν οικογενειακώς, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του γεωργικού κλήρου και των ελαιώνων καθώς και την σταδιακή μείωση του πληθυσμού του χωριού, αφού ξενιτεύτηκε ο ενεργός πληθυσμός του χωριού και έμειναν πίσω μόνο ηλικιωμένοι. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο με την «εσωτερική» μετανάστευση των κατοίκων του χωριού, νεαρής κυρίως ηλικίας, που πραγματοποιήθηκε μαζικά τις δεκαετίες μετά το 1945 έως και το 1960 και συνεχίζεται σποραδικά μέχρι τις μέρες μας, προς τις μεγάλες πόλεις- (αστυφιλία)- κυρίως προς την πόλη της Αθήνας αλλά και σε άλλες γειτονικές πόλεις, την Τρίπολη και το Άργος.

Οι περισσότεροι νέοι του χωριού, αντιλήφθηκαν έγκαιρα την δεινή οικονομική κατάσταση των γονέων τους, την ανυπαρξία δυνατότητας βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσής τους στο χωριό, καθώς και τις περιορισμένες δυνατότητες και προοπτικές απόκτησης ικανοποιητικού ατομικού εισοδήματος, από την υφιστάμενη γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή. Πολλοί έφυγαν από το χωριό, για να τελειώσουν τις εγκύκλιες σπουδές, γυμνασιακού επιπέδου, στις γειτονικές πόλεις, και ορισμένοι από αυτούς εισήχθησαν για να φοιτήσουν σε Πανεπιστημιακές σχολές, από τις οποίες αποφοίτησαν με επιτυχία. Μετά την αποφοίτησή τους, έγιναν δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, επιστήμονες, καθώς και διαπρεπείς ελεύθεροι επαγγελματίες, εγκαταλείποντας  έτσι  την μόνιμη διαμονή τους το χωριό.

                                                               Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...