Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

                         Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ

      Δημοτικό σχολείο  υπήρχε στον οικισμό της Μάσκλινας πριν από το 1912. Λειτουργούσε ήδη το 1890 σαν Γραμματοδιδασκαλείο Αρρένων. Αρχικά στεγάστηκε σε ένα ανήλιο κοινοτικό κτήριο. Το 1903 ιδρύθηκε και σχολείο θηλέων, που στεγάστηκε σε άλλο ανεξάρτητο ιδιωτικό οίκημα που όμως δεν πληρούσε και αυτό ούτε καν τους όρους υγιεινής.To τελευταίο ανέστειλε τη λειτουργία του και επανασυστάθηκε το 1908.  Συνέχισε να λειτουργεί και μετά το έτος 1912 κατά την διαδικασία «αναγνώρισης» του οικισμού και της αυτόνομης ύπαρξής του σαν κοινότητας.

   Συγκεκριμένα μετά την κατάργηση του δήμου Τανίας, ειδικός νόμος όριζε ότι για να γίνει ένας οικισμός αυτόνομη κοινότητα, έπρεπε να έχει περισσότερους από 300 κατοίκους και να λειτουργεί σε αυτόν σχολείο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επειδή ο οικισμός της Μάσκλινας συγκέντρωνε και τις δύο αυτές προϋποθέσεις που όριζε ο νόμος αυτός, ο οικισμός έγινε ανεξάρτητη κοινότητα. Επομένως όταν το έτος 1912 ο οικισμός απέκτησε ανεξάρτητη οντότητα και ονομάστηκε «κοινότητα Μάσκλινας», λειτουργούσε ήδη σε αυτόν το δημοτικό σχολείο και φοιτούσαν σε αυτό τριακόσιοι και πλέον μαθητές.

   Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου για μεγάλο χρονικό διάστημα η σχολική μονάδα αποτελείτο από δύο τάξεις αρρένων και μία τάξη θηλέων. Μέχρι τότε στεγαζόταν σε ισόγειο κτήριο, κοντά στο κέντρο του χωριού, στο «παλαιό σχολείο», όπως το αποκαλούσαν μέχρι τελευταία οι κάτοικοι του χωριού. Το κτήριο αυτό είναι σήμερα στην ιδιοκτησία του  Ευάγγελου Αντωνάκου και χρησιμοποιείται σαν αποθήκη. Συγκεκριμένα βρίσκεται κατεβαίνοντας αριστερά από την αγορά προς την εκκλησία, απέναντι από το σπίτι του Χαράλαμπου Λύγδα. Το σχολείο για μικρά χρονικά διαστήματα στεγάστηκε στο ισόγειο του αρχοντικού του «Μπουρδούση» στην αγορά, που όμως τώρα έχει κατεδαφιστεί και στο ισόγειο του σπιτιού τού Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου)  καθώς και σε άλλα κτήρια του οικισμού με ενοίκιο. Έφτασε να έχει εκείνη την περίοδο διακόσιους σαράντα μαθητές.

    Οι δάσκαλοι που υπηρετούσαν στο σχολείο του χωριού στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Κων/νος Δημητρακόπουλος, ο Κων/νος Παναγόπουλος και ο ιερέας  του χωριού Ιωάννης Αγγελόπουλος ήταν οι εισηγητές στους κατοίκους του, για την ανέγερση σύγχρονου διδακτηρίου. Αυτοί έπεισαν και τους τελευταίους των κατοίκων που δεν θεωρούσαν αναγκαία την ανέγερσή του. Τον Μάϊο του 1927 ξεκίνησαν οι προκαταρτικές εργασίες ανέγερσης του σημερινού κτιριακού συγκροτήματος με τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους του (προαύλια κλπ) λίγο πιο κάτω από την σιδηροδρομική γραμμή σε τοποθεσία προσηλιακή. Αρχικά το Ταμείο Εκπαιδευτικής Πρόνοιας Ελαιοχωρίου πραγματοποίησε μειοδοτικό διαγωνισμό για την εξόρυξη πέτρας που θα χρησίμευε για το σκοπό αυτό. Την πέτρα δεν χρειάστηκε να την μεταφέρουν από μακρινή απόσταση, αφού  η εξόρυξή της έγινε  από το νταμάρι που εφάπτεται στον βορινό μαντρότοιχο του   προαύλιου του σχολείου, στο οικόπεδο ιδιοκτησίας των Γιανναρέων.  Η αρχική χρηματοδότηση του έργου έγινε από το κοινοτικό ταμείο και από χρήματα που είχε συγκεντρώσει η σχολική εφορεία στο ταμείο της, προερχόμενα  από δωρεά του συμπατριώτη μας Νικολάου Τεπεγκιόζη.  Η τοιχοποιία του κτηριακού συγκροτήματος είχε τελειώσει τον Οκτώβρη του 1931 αλλά διακόπηκαν οι εργασίες, λόγω έλλειψης χρημάτων. Όμως με δωρεές ξενιτεμένων συμπατριωτών μας καθώς και κατοίκων του χωριού οι εργασίες συνεχίστηκαν αργότερα.   Στη μαρμάρινη πλάκα μπαίνοντας στην είσοδο του κτιρίου, βρίσκονται χαραγμένα τα ονόματα των παρακάτω δωρητών, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανέγερσή του: Χαράλαμπος Δ. Καγκλής, Νικόλαος Δ. Τεπεγκιόζης, Αδελφοί Κ. Κούτσελα, Γεώργιος Ν. Κίκιζας, Χαράλαμπος Γ. Παυλάκος και Αθανάσιος Ν. Γριτσώνης. 

    Το κτηριακό συγκρότημα είναι υπερυψωμένο και αποτελείται από τέσσερεις μεγάλες, ευήλιες και ευάερες αίθουσες, καθώς και από βοηθητικούς χώρους (τουαλέτες, λουτρά κλπ.).    Στο υπερυψωμένο κτήριο του σχολείου οδηγεί πέτρινη σκάλα με δέκα περίπου σκαλοπάτια. Οι δύο ακραίες αίθουσες του κτηρίου είναι μεγαλύτερες και διαμπερείς, με μεγάλα παράθυρα στην ανατολική και δυτική πλευρά τους.  Οι άλλες δύο αίθουσες είναι μικρότερες και βρίσκονται στη μέση του κτιρίου. Χωρίζονται με τον διάδρομο εισόδου σε αυτό με τα  παράθυρα να βρίσκονται μόνο στην ανατολική πλευρά τους. Οι αίθουσες, η μεγάλη και η μικρή, που βρίσκονται στα δεξιά αυτού που εισέρχεται στο σχολείο μετατρέπονται, οσάκις απαιτείται, σε μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων. Στις δύο μεγάλες ακραίες αίθουσες του κτιρίου στεγάζονταν οι συνδιδασκόμενες Α΄ και Β΄ τάξεις και Γ΄ και Δ΄ τάξεις αντίστοιχα, ενώ στις δύο μεσαίες αίθουσες στεγάζονταν το γραφείο των διδασκάλων στη μια και στην άλλη η συνδιδασκόμενες Ε΄ και ΣΤ΄ τάξεις. Επειδή το  έδαφος ήταν επικλινές, χρειάστηκαν επιχωματώσεις καθώς και υψηλοί μανδρότοιχοι αντιστήριξης. Έτσι  τα προαύλια του σχολείου βρίσκονται σε δύο επίπεδα, που επικοινωνούν μεταξύ τους με μεγάλη πέτρινη σκάλα. Στο πίσω μέρος του κτηρίου υπάρχει ξεχωριστό μεγάλο δωμάτιο, που είναι ενσωματωμένο με αυτό και χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη και μαγειρείο. Τώρα στεγάζει το λεβητοστάσιο της κεντρικής θέρμανσης του κτηρίου. Επίσης, λόγω της σοβαρής έλλειψης πόσιμου νερού, για την κάλυψη των αναγκών ύδρευσης των μαθητών  κατασκευάστηκε κάτω από το δωμάτιο αυτό μεγάλος υπόγειος αποθηκευτικός χώρος (στέρνα) νερού. Η στέρνα γέμιζε από το δίκτυο παροχής νερού της κεντρικής δεξαμενής του χωριού κατά τους χειμερινούς μήνες κυρίως, που η παρεχόμενη ποσότητα του νερού της πηγής ήταν μεγάλη.  Η παροχή του δικτύου  του νερού από τη στέρνα βρίσκεται  στο μεγάλο κάτω προαύλιο του σχολείου. Εκεί βρίσκονταν τέσσερεις βρύσες, πάνω από μια μακρόστενη τσιμεντένια γούρνα, που από το νερό τους έσβηναν τη δίψα τους οι δάσκαλοι και οι μαθητές του σχολείου. Εκατέρωθεν από τις βρύσες υπήρχαν μικρά κηπάρια, στα οποία οι μαθητές με την καθοδήγηση των δασκάλων τους καλλιεργούσαν κηπευτικά (κουκιά, μαρούλια κλπ.).

   Το σχολείο λειτούργησε για εβδομήντα περίπου χρόνια, μέχρι το 2007. Στη συνέχεια έπαψε να λειτουργεί, λόγω έλλειψης μαθητών. Τώρα πια στεγάζει τις δράσεις και τις εκδηλώσεις του Φιλοπρόοδου Ομίλου Ελαιοχωρίου (Φ.Ο.Ε.). Πρόσφατα, μετά από άοκνες, επαινετές και εργώδεις προσπάθειες του Φ.Ο.Ε. και του Προέδρου της Κοινότητας υπογράφηκε   σύμβαση   για την εκτέλεση στους χώρους του σχολείου  έργου "Δημιουργίας κέντρου προβολής της ελαιοκομικής και σιδηροδρομικής ιστορίας του Ελαιοχωρίου", προϋπολογισμού 350.000 ευρώ. Αφορά την διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου του σχολείου, με την δημιουργία ενός σύγχρονου μουσείου ελιάς και σιδηροδρόμου, το οποίο θα συμβάλει αφενός στην προβολή του χωριού μας και της ευρύτερης  περιοχής,  αφετέρου δε θα τους  προσδώσει τεράστια αναπτυξιακή δυναμική".

                                                                                    Γ.Σ.Μασκλινιώτης

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

 

                                        TA   ΜΑΓΑΖΙΑ ΤΟΥ  ΚΑΤΩ  ΧΩΡΙΟΥ

 Σε προηγούμενο σημείωμά μας είχαμε αναφερθεί στα μαγαζιά της περιοχής του σταθμού του τραίνου. Σήμερα θα αναφερθούμε στα υπόλοιπα μαγαζιά του χωριού μας. Κατ’ αρχάς σημειώνουμε πως το χωριό μας δεν είχε ποτέ τυπικό κέντρο, όπως συνηθίζεται. Το κέντρο των εμπορικών και λοιπών δραστηριοτήτων μετατοπίστηκε σιγά –σιγά στις αρχές του 1900 περίπου, από τα Στρατηγέκα χάνια στα Κουρβεταρέκα, στου Κοντογιάννη και γύρω από την σημερινή πλατεία του χωριού.

 Έτσι δημιουργήθηκαν κατά μήκος του κεντρικού δρόμου που εκτεινόταν από την εκκλησία του χωριού μέχρι το σταθμό του τραίνου:

     Το παντοπωλείο των αδελφών Αντρέα και Γιάννη Κουρβετάρη, λίγο πιο πάνω από την εκκλησία του ΑηΓιώργη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 διασπάστηκε η επιχείρηση και κράτησε το κατάστημα αυτό ο Αντρέας. Λειτούργησε κατά κύριο λόγο σαν κατάστημα γενικού εμπορίου, αλλά δευτερευόντως και σαν καφενείο με δυό - τρία τραπέζια. Εκεί σύχναζαν και έπιναν τον καφέ τους κάτοικοι της γειτονιάς Γυμνιάνικα. Ο αδελφός του ο Γιάννης αγόρασε από τον Διαμαντόπουλο το πέτρινο διώροφο κτίσμα στο σταθμό του τραίνου και άνοιξε δικό του παντοπωλείο. Αργότερα εξελίχθηκε σε μεγάλο κατάστημα γενικού εμπορίου, μορφή με την οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα.

     Λίγο παραπέρα στη Μακρέκη γειτονιά λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η ταβέρνα του Θανάση Κατσιάβου. Βρισκόταν εκεί που σήμερα έχει κτιστεί το σπίτι του Χάρη  Παπαγεωργίου. Στεγαζόταν στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού του ιδιοκτήτη και μέσα σε αυτή έτρωγαν τα μεζεδάκια τους και  έπιναν τα κρασάκια τους οι κάτοικοι της γύρω γειτονιάς.

    Παραπάνω στη δεξιά μεριά του κεντρικού δρόμου και στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού του Χρήστου Στρατηγάκου λειτούργησε για πολλά χρόνια χασαποταβέρνα από τον ίδιο. Μετά το θάνατό του συνέχισε να λειτουργεί από το γιό του το Σταύρο. Ο μισός χώρος είχε διαμορφωθεί σε κρεοπωλείο, με τα απολύτως απαραίτητα σύνεργα. Στον άλλο μισό χώρο του δωματίου υπήρχαν τέσσερα – πέντε τραπέζια και εκεί κάθονταν οι θαμώνες της ταβέρνας για να απολαύσουν τους πεντανόστιμους μεζέδες, φτιαγμένους από τα χέρια της θειάς μου Μαριγώς και να πιούν τα ποτηράκια τους από το φημισμένο κρασί του χωριού μας.

   Ακόμη πιο πάνω και στην ίδια κατεύθυνση του δρόμου δεξιά, λειτούργησε στην διάρκεια του μεσοπολέμου το καφενείο του Πολύβιου Κοντογιάννη, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Σε αυτό λειτουργούσε παράλληλα και καφεκοπτείο. Εκεί «έχυναν» και το κερί της εκκλησίας. Το μαγαζί  εμπορεύονταν και τσιγάρα. Στη συνέχεια νοικιάστηκε από το γείτονά του Γεώργη Καγκλή (Κορδίκο) και τον Λυγδόγιαννη που το έκαναν ταβέρνα. Απέναντι από αυτό, στα αριστερά του δρόμου, λειτούργησε αργότερα το χασάπικο του Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου), στο ισόγειο του σπιτιού του. Τώρα δεν υπάρχει τίποτε που να θυμίζει τα μαγαζιά αυτά.

     Στην περιοχή της αγοράς λειτούργησε για πολλά χρόνια το μπακάλικο-καφενείο του Γιώργη Καγκλή - (Χαρικλιά) στο ισόγειο του σπιτιού του που εφάπτεται στον κεντρικό κοινοτικό δρόμο.  Το κρατούσαν ανοιχτό τα παιδιά του ο Γιάννης και ο Βασίλης. Σήμερα δεν λειτουργεί πιά.

     Δίπλα ακριβώς εφαπτόμενο του κοινοτικού δρόμου βρισκόταν το μπακάλικο - καφενείο του Νίκου Μέγγου (Ντρίτσαλη). Σε αυτό για πολλά χρόνια στεγαζόταν και το κουρείο του, στην πίσω γωνιά της σημερινής αποθήκης του, που το είχε χωρίσει από τον υπόλοιπο χώρο με πρόχειρη ξύλινη κατασκευή ύψους ενός μέτρου περίπου. Στον τοίχο του μαγαζιού υπήρχε μια πινακίδα που ειδοποιούσε του πελάτες με την λαϊκή ρήση «Εάν μας αγαπάτε, βερεσέ μη μας ζητάτε». Το μπακάλικο λειτουργεί μέχρι σήμερα και εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο τους κατοίκους του κάτω χωριού.

Στα μεταπολεμικά χρόνια λειτούργησε στην περιοχή που είναι η σημερινή πλατεία του χωριού, το περίπτερο-ψιλικατζίδικο του Γιάννη Στρατηγάκη (Θανουκόγιαννη).Βρισκόταν στο σημείο που σήμερα έχει στηθεί  το κιόσκι της πλατείας του χωριού. Κατά κύριο λόγο  πουλούσε τσιγάρα χύμα χωρίς φίλτρο που ήταν συσκευασμένα μέσα σε κούτες των 100 τεμαχίων, και δευτερευόντως ψιλικά και είδη παντοπωλείου (καραμέλες, σοκολάτες,  σπίρτα, κορδόνια για τα παπούτσια κλπ). Το περίπτερο φωτιζόταν τα βράδια  με απλή οικιακή λάμπα πετρελαίου και θερμαινόταν τις κρύες ημέρες του χειμώνα με μαγκάλι κάρβουνα. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει το περίπτερο.

Λίγο πιο πέρα υπήρχε  το καφενείο στο σπίτι  ιδιοκτησίας τότε του Ι. Κοτσιώνη. Ήταν για πολλές δεκαετίες το μοναδικό αυθεντικό καφενείο στο χωριό και  άλλαξε πολλά χέρια. Πριν το 1940 είχε νοικιαστεί από τον Βαγγέλη Κουρλιμπίνη (Κομματά) και τα αδέλφια του. Κατόπιν το κράτησαν κατά σειρά, για πολλά χρόνια ο Κώστας Λύγδας (Μάρκος) που έγινε και ιδιοκτήτης ολόκληρου του κτιριακού συγκροτήματος, ο Παναγιώτης Αντωνάκος (Πάϊκος), ο Κώστας Σκιτζής με τον Δημήτρη Μήλη (Κάβουρα), ο Γιάννης Ράλλης, η Τέσσυ Λεφτάκη και ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού. Τα τελευταία χρόνια το κράτησε η Vania Stancova.Τώρα έχει περιέλθει στα χέρια του συγχωριανού μας του Τάκη Τσιώρου. Παλιότερα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, όταν δεν είχε ακόμα ηλεκτροφωτιστεί το χωριό, το άνοιγμα του καφενείου και το άναμμα της βενζινόλαμπας για την φωταγώγησή του λίγο πριν φέξει, αποτελούσε για τους γονείς μου το ρολόϊ ή τον «κόκορα» όπως έλεγε ο αείμνηστος πατέρας μου, για να σηκωθούν από το κρεβάτι να πάνε στα χωράφια τους για το μεροκάματο.

Απέναντι ακριβώς, χτίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 καφενείο από το Γιώργη Στρατηγάκη (Γύφτο), σε ιδιόκτητο οικόπεδό του. Αυτός αφού το κράτησε αρκετά χρόνια, στη συνέχεια το ενοικίασε στον Γιώργη Μέγγο (Ντρίτσαλη). Τώρα το κρατάει η κυρά Ελένη του Σκλημπόσιου με τα παιδιά της.

Δίπλα στο καφενείο του Στρατηγάκη λειτουργεί από το 1932 και η ονομαστή χασαποταβέρνα του Γιάννη Σκλημπόσιου. Παλιότερα, πριν  να γίνουν επεκτάσεις του χώρου της ταβέρνας στον μισό εμπρόσθιο ορθογώνιο χώρο που εφάπτεται του κοινοτικού δρόμου, στεγαζόταν το χασάπικο με όλα του τα σύνεργα  (μαχαίρες, μπαλτάδες, τσιγκέλια ζυγαριές κλπ). Στον άλλο μισό υπήρχαν τέσσερα πέντε τραπέζια για τους πελάτες της ταβέρνας. Εκεί συναντιόνταν καθημερινά οι χωριανοί, φίλοι του ποτηριού και του μεζέ, κουτσομπολεύοντας την καθημερινότητα του χωριού και τραγουδώντας αξέχαστα λαϊκά τραγούδια με την συνοδεία ενός ξεκουρδισμένου γραμμόφωνου και άλλα τραγούδια της «τάβλας» μέχρι τα μεσάνυχτα. Οι μπριζόλες και τα παϊδάκια που ψήνονταν στις σχάρες πάνω στο μεγάλο μαγκάλι στην πίσω αυλή της ταβέρνας «ξεσήκωναν» με τις ευχάριστες και γαργαλιστικές οσμές τους όλη τη γειτονιά.

Επίσης την δεκαετία του 1950 λίγο πιο πάνω από την αγορά, στο ισόγειο του σπιτιού του Δημοσθένη Λυγγίτσου λειτούργησε παντοπωλείο και καφενείο από τον ιδιοκτήτη του. Εκεί τρέχαμε τα πιτσιρίκια της γειτονιάς μου και μας «φίλευε» ο μπάρμπαΔημοσθένης καραμέλες «ΝΑΣΚΟ» και αφράτα στραγάλια. Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο του μαγαζιού ήταν κρεμασμένη έγχρωμη φωτογραφία με έναν ευτραφή γελαστό κύριο και την υποσημείωση «ο πωλών τοις μετρητοίς», ενώ στην ίδια φωτογραφία ακριβώς δίπλα φαινόταν ένας άλλος κατσούφης, ρακένδυτος κύριος που κρατούσε το κεφάλι με τα χέρια του και είχε την υποσημείωση «ο πωλών επί πιστώσει». Αργότερα και για κάμποσα χρόνια, μετά την κατεδάφιση του σπιτιού και το κτίσιμο του σημερινού, στο ισόγειο λειτούργησε καφενείο από τον Σταύρο Στρατηγάκη, στην ιδιοκτησία του οποίου περιήλθε το κτήριο.

Απέναντι από το σπίτι του Λυγγίτσου στο ισόγειο της  νεόδμητης οικοδομής, ιδιοκτησίας του Σταύρου Βαρβιτσιώτη, λειτούργησε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα μεζεδοπωλείο από τον Μίμη Μακρή. Στο χωριό λειτούργησαν και εργαστήρια (τσαγκάρικα, πεταλωτήρια, σαμαρτζίδικα, φωτογραφεία, σιδηρουργεία κλπ) που εξυπηρετούσαν τις  ανάγκες των κατοίκων, για τα οποία θα αναφερθούμε σε  προσεχές σημείωμά μας.

                                                                                       Γ.Σ.Μασκλινιώτης

 

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022

 

    ΠΩΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΠΕΤΡΙΝΟΙ ΜΑΝΤΡΟΤΟΙΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΛΙΘΟΣΩΡΟΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

  

    Η περιοχή που κτίστηκαν τα σπίτια του χωριού ήταν ανέκαθεν πετρώδης. Οι πέτρες που περίσσευαν και ήταν πιά ακατάλληλες για το χτίσιμο των οικοδομών, μετά την αποπεράτωσή τους, χρησιμοποιούντο για το χτίσιμο του μαντρότοιχου περιμετρικά του οικοπέδου, που αποτελούσε και το όριο- «σύνορο»- με τα γειτονικά οικόπεδα. Οι μαντρότοιχοι χτίζονταν συνήθως χωρίς λάσπη, σε «ξερολιθιά», και το πάχος τους πολλές φορές έφτανε το ένα μέτρο, ενώ το ύψος τους άγγιζε το ενάμισι μέτρο.

    Τους μαντρότοιχους αυτούς, για να αποχτήσουν κάποια καλαισθησία, τους ράντιζαν με ασβέστη, ασπρίζοντάς τους με τις «ψιχαστήρες», συνήθως κατά τις παραμονές του Πάσχα. Όσες πέτρες περίσσευαν μετά το χτίσιμο του μαντρότοιχου τις συγκεντρώνονταν συνήθως σε μια γωνιά του οικοπέδου, σε ένα τεράστιο λιθοσωρό. Αυτός αποτελείτο από μεγάλες πέτρες ακανόνιστου συνήθως σχήματος, από μικρές, τα «σιόμπολα», που ήταν τα υπολείμματα από την επεξεργασία της πέτρας, κατά το χτίσιμο της οικοδομής και ακόμη πιο μικρότερες, που τις μάζευαν κατά την καλλιέργεια του μικρού κήπου που δημιουργούσαν μέσα στο οικόπεδο του σπιτιού.

   Έτσι ο οικισμός είχε γεμίσει από μαντρότοιχους χτισμένους άτεχνα, χωρίς λάσπη καθώς και από λιθοσωρούς. Ώσπου κάποια ημέρα, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, λίγο μετά από την έναρξη της λειτουργίας του αυτοκινητόδρομου Ελαιοχωρίου - Παρθενίου εμφανίστηκε στο χωριό ο κυρ -Αριστείδης με το «θηρίο» του, ένα κινητό τριβείο - τον «σπαστήρα». Ήταν εγκατεστημένο πάνω σε ένα σιδερένιο τετράγωνο πλαίσιο με τέσσερεις σιδερένιους τροχούς, που το έσυρε συνήθως με το αυτοκίνητό του. Στο τριβείο μετέδιδε την κίνηση ιμάντας (λουρί) από την πετρελαιομηχανή που και αυτή ήταν εγκατεστημένη πάνω σε σιδερένιο πλαίσιο.

   Οι εργάτες κουβαλούσαν τις πέτρες με τα λαστιχιένια ζεμπίλια κοντά στο τριβείο και ένας άλλος εργάτης τις έριχνε μέσα στη χοάνη, στο πάνω μέρος του. Άλλοι εργάτες φτυάριζαν το υλικό που έβγαινε από το κάτω μέρος του μηχανήματος και το έριχναν μέσα σε ένα ξύλινο πλαίσιο διαστάσεων 1Χ1Χ0,50 μ. που βρισκόταν εκεί πλησίον, μέχρι που γέμιζε. Αυτό αποτελούσε και την μετρική μονάδα, με βάση την οποία αμοιβόταν ο κυρ Αριστείδης. Τα σφυριά του τριβείου «κατάπιναν» λαίμαργα τις πέτρες και ανάλογα με τα κόσκινα που φορούσε ο σπαστήρας, τις μετέτρεπαν άλλοτε σε άμμο και άλλοτε σε χαλίκι, υλικά κατάλληλα για τσιμεντοστρώσεις. Το μηχάνημα όταν δούλευε σήκωνε σύννεφα σκόνης που έκανε τους εργάτες κάτασπρους, σαν αλευρωμένους. Πότε - πότε έριχναν μέσα στο μηχάνημα νερό, για να περιορίσουν τη σκόνη που έβγαζε με το τρίψιμο της πέτρας.  Έτσι ο «σπαστήρας» άρχισε να «τρώει» τις ξερολιθιές και τους λιθοσωρούς των οικοπέδων και να τα μετατρέπει σε άμμο και χαλίκια. Δούλευε ασταμάτητα από το πρωί μέχρι το βράδυ και μετέτρεπε τις πέτρες σε χιλιάδες κυβικά μέτρα αμμοχάλικα. Κατάπινε με τα σφυριά του καθημερινά τους μαντρότοιχους, δημιουργώντας σωρούς ατέλειωτους από υλικά σκυρόστρωσης.

    Οι κάτοικοι στη συνέχεια στη θέση των τοίχων τοποθετούσαν συρματοπλέγματα σε σιδερένιους πασσάλους, για τον καθορισμό των ορίων των οικοπέδων τους. Με τον τρόπο αυτό αφενός οι δρόμοι που οδηγούσαν στις γειτονιές του χωριού έγιναν φαρδύτεροι με την εξαφάνιση των τοίχων που γειτνίαζαν με αυτούς και αφετέρου με τα υλικά αυτά άρχισαν δειλά - δειλά να τσιμεντοστρώνονται. Το τριβείο του κυρ-Αριστείδη παρέμεινε στο χωριό περισσότερο από μια τετραετία και αφού περιπλανήθηκε σε όλες ανεξαιρέτως τις γειτονιές του χωριού, εξαφάνισε σχεδόν όλους τους πετρόχτιστους πρόχειρα μαντρότοιχους και τους λιθοσωρούς.

  Το «θηρίο» του κυρ-Αριστείδη διαδέχθηκε ένα άλλο πιο σύγχρονο κινητό τριβείο, που την κίνησή του μετέδιδε ιμάντας με την ιπποδύναμη του παρακείμενου τρακτέρ, ιδιοκτησίας των Γιάννη Μακρή και Αντώνη Γκανά. Αυτό έδωσε και το τελευταίο χτύπημα στους λιθοσωρούς και στους πετρόχτιστους μαντρότοιχους με «ξερολιθιά» των σπιτιών του χωριού. Οι κάτοικοι, που τόσα χρόνια κουβαλούσαν αυτά τα υλικά με τα ζώα τους είτε από τον σταθμό του τραίνου είτε από αμμοαποθέσεις που είχαν δημιουργήσει οι γύρω χείμαρροι, βρήκαν μεγάλη ανακούφιση, αφού αυτά τα υλικά έφτασαν στις αυλές τους με πολύ λιγότερο κόπο και με μικρή σχετικά οικονομική επιβάρυνση. Αφετέρου καθάρισαν τα οικόπεδά τους από υλικά που τους ήταν εντελώς άχρηστα και  καταλάμβαναν αρκετό χώρο μέσα σε αυτά.

   Με τα υλικά αυτά άρχισαν να τριμεντοστρώνουν τις αυλές των σπιτιών τους, ενώ συμμετείχαν ενεργά στις προσπάθειες που κατέβαλε η Κοινότητα για την τσιμεντόστρωση καταρχάς του δρόμου που οδηγεί από την εκκλησία στον σταθμό του τραίνου και στη συνέχεια και των άλλων δρόμων που οδηγούσαν στις γειτονιές του χωριού. Αργότερα επάνω στους τσιμεντοστρωμένους δρόμους, άπλωσαν λεπτό στρώμα ασφαλτοτάπητα, για να διαμορφωθούν όπως είναι σήμερα.

                                                                                  Γ.Σ. Μασκλινιώτης

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Αποτελέσματα λαχειοφόρου 2022

 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΛΑΧΕΙΟΦΟΡΟΥ ΑΓΟΡΑΣ
⦁ Βενζινοκίνητο κονταροπρίονο - Προσφορά Φ.Ο.Ε. 1831
⦁ Οικιακό ηχοσύστημα LG - Προσφορά Φ.Ο.Ε. 1892
⦁ Tablet Huawei T3 10’ - Προσφορά Φ.Ο.Ε. 1705
⦁ Λούσιμο, θεραπεία botox, χτένισμα – Hair Design Λυγερή Μέγγου 844
⦁ Λούσιμο, θεραπεία botox, χτένισμα – Hair Design Λυγερή Μέγγου 1800
⦁ Προϊόντα μαλλιών και Styling - Hair Design Λυγερή Μέγγου 413
⦁ Καλλυντική περιποίηση προσώπου και σώματος – Φαρμακείο Ευάγγελος Λύγδας 883
⦁ Καλλυντική περιποίηση προσώπου και σώματος – Φαρμακείο Ευάγγελος Λύγδας 924
⦁ Τραπέζι για 4 άτομα – Καφέ ψητοπωλείο το Στάδιο οι Μπαμπάδες 555
10. Κομπολόι - Εργαστήρι αργυροχρυσοχοΐας Πάνος Μουρλάς 933
11. Γούρι - Εργαστήρι αργυροχρυσοχοΐας Πάνος Μουρλάς 1321
12. Τραπέζι για 4 άτομα - Ταβέρνα Σκλημπόσιος 500
13. 1 κιλό ελληνικός καφές – Καφές Μέγγος 1700
14. 1 κιλό ελληνικός καφές – Καφές Μέγγος 1983
15. 1 κιλό ελληνικός καφές – Καφές Μέγγος 1229
16. 1 cd με δημοτικά τραγούδια - Γεώργιος Παυλάκος Κλαρινίστας 1589
17. 1 cd με δημοτικά τραγούδια - Γεώργιος Παυλάκος Κλαρινίστας 944
18. 1 cd με δημοτικά τραγούδια - Γεώργιος Παυλάκος Κλαρινίστας 232
19. 1 cd με δημοτικά τραγούδια - Γεώργιος Παυλάκος Κλαρινίστας 1751
20. 1 cd με δημοτικά τραγούδια - Γεώργιος Παυλάκος Κλαρινίστας 45
21. Δερμάτινο κάλυμμα τιμονιού - Πρατήριο Shell Αντωνόπουλος 952
22. 1 τραπέζι για 4 άτομα - Σαλέ Δεξαμενή 1274
23. Ηλεκτρονικό πιεσόμετρο μπράτσου – Φαρμακείο Ασπασία Λύγδα 230
24. Οξύμετρο (μέτρηση οξυγόνου) - Φαρμακείο Μαρία – Νίκη Λύγδα 21
25.Καθαρισμός προσώπου -Κων/να Σκλημπόσιου Αισθητικός Πειραιάς 1320
26. 2 Vaccum Ελιές γίγας Δολιανών – “Το Δολιανίτικο” Γεωργία Ζέρβα 882
27. 2 Vaccum Ελιές γίγας Δολιανών – “Το Δολιανίτικο” Γεωργία Ζέρβα 33
28. 2 Vaccum Ελιές γίγας Δολιανών – “Το Δολιανίτικο” Γεωργία Ζέρβα 1731
29. 2 Vaccum Ελιές γίγας Δολιανών – “Το Δολιανίτικο” Γεωργία Ζέρβα 503
30. 2 Vaccum Ελιές γίγας Δολιανών – “Το Δολιανίτικο” Γεωργία Ζέρβα 1297
31. Οξύμετρο – Ορθοπεδικά είδη Αγγελίδης Ιωάννης 31
32. Εικόνα Αγίου Γεωργίου­- Χριστοδούλου Δήμητρα 397
33. Τραπεζι 6 ατόμων - Ταβέρνα Σκλημπόσιος 987
Χρόνια πολλά !!! Καλή Χρονιά!!!
Ευτυχισμένο το 2022!!!

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

 Ο Φιλοπρόοδος Όμιλος Ελαιοχωρίου σας προσκαλεί στην κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας η οποία θα γίνει στην πλατεία του χωριού την Κυριακή 9 Ιανουαρίου στις 11:00πμ .

Ο τυχερός-η του φλουριού της πίτας θα κερδίσει συμβολικό δώρο προσφορά του Φ.Ο.Ε..


Παράλληλα θα γίνει και η κλήρωση της λαχειοφόρου αγοράς.


Σε περίπτωση άσχημων καιρικών συνθηκών η κοπή της πίτας και η κλήρωση της λαχειοφόρου θα γίνει στο γραφείο του Φ.Ο.Ε.

 


                        

        Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΗΓΙΩΡΓΗ 

 

      Ανέκαθεν τις Κυριακές αλλά και τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης  οι ευσεβείς και φιλακόλουθοι Μασκλινιώτες,  μόλις σήμαιναν οι καμπάνες της εκκλησίας  του ΑηΓιώργη, έτρεχαν όλοι εκεί, για να παρακολουθήσουν τις ιερές ακολουθίες και να ευχαριστήσουν τον Κύριο και τους Αγίους του  για όσα τους χάριζαν απλόχερα στα σπιτικά τους. Σιγοψιθύριζαν μαζί με τον παππά του χωριού και τους διακόνους  του αναλογίου ύμνους και δεήσεις για τα αγαθά που τους κρατούσαν στη ζωή και τους χάριζαν ευτυχία αλλά και για όσα περίμεναν να απολαύσουν μελλοντικά.

      Παλαιότερα όμως και για πολλές δεκαετίες η μετάβασή τους στην εκκλησία ήταν προβληματική.  Η κατάσταση ολόκληρου του οδικού δικτύου του χωριού ήταν επιεικώς απαράδεκτη, αφού οι δρόμοι ήταν γεμάτοι λακκούβες και πέτρες ο δε φωτισμός τους, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, ήταν ανύπαρκτος.  Ιδιαίτερα οι κάτοικοι των ακραίων (δώθε Μεσοραχίτικα) και των απομακρυσμένων  (Κατσιρέκα, Λιατσέκα κλπ) συνοικιών στην εκκλησία του ΑηΓιώργη αντιμετώπιζαν πολλές δυσκολίες κατά την μετάβαση και την επιστροφή τους από την εκκλησία.

      Συγκεκριμένα οι διαμένοντες στην Κατσιρέκη γειτονιά στο Σαμόνι, για να συντομέψουν το δρομολόγιό τους, συνήθως  δεν ακολουθούσαν τον κακοτράχαλο χωματόδρομο που οδηγούσε στο χωριό, αλλά περνούσαν πάνω από τη γέφυρα του Αρκουδιά, που η διέλευσή της είναι άκρως επικίνδυνη ακόμη και σήμερα, λόγω του μεγάλου ύψους της. Σε θέλει ακροβάτη και σου προκαλεί ίλιγγο. H μετάβαση των κατοίκων από τη συνοικία Λιατσέκα   στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, πλην των άλλων δυσκολιών από την κακή βατότητα του οδικού δικτύου και τις ανηφοροκατηφόρες, απαιτούσε μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω της απόστασης. Αλλά και οι κάτοικοι  που διέμεναν στον κεντρικό πυρήνα του χωριού  παλαιότερα αντιμετώπιζαν και αυτοί προβλήματα, αφού και εκεί οι δρόμοι ήταν κακοτράχαλοι και σκοτεινοί.

      Τα  μαθητούδια κατέβαιναν  συνοδεία των δασκάλων τους από το σχολείο στην εκκλησία με δυσκολία τον κακοτράχαλο κατηφορικό κεντρικό  δρόμο μέσα στο καταχείμωνο. Φορούσαν πεντακάθαρα μεν αλλά φτωχικά ρούχα που ήταν  συνήθως εκτός εποχής, αφήνοντας το παγωμένο αγιάζι* να φτάνει στα κορμάκια τους κατάσαρκα και  τα ποδαράκια τους  να είναι εκτεθειμένα στο κρύο και τη βροχή.

     Ιδιαίτερα τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης (Χριστούγεννα, Μεγάλη Εβδομάδα, Ανάσταση)  που έπρεπε να μεταβούν στην εκκλησία, οδοιπορώντας μέσα στο σκοτάδι η κατάσταση ήταν τραγική. Με λαδοφάναρα και ηλεκτρικούς  φακούς που κρατούσαν στα χέρια, προσπαθούσαν να φωτίσουν το δρόμο τους, αλλά και αυτά τα μέσα ήταν πενιχρά.  Όμως παρά τις δυσκολίες, μόλις σήμαιναν οι καμπάνες της εκκλησίας, έτρεχαν όλοι να λειτουργηθούν και η εκκλησία γέμιζε ασφυκτικά από κόσμο. Και σαν τέλειωναν οι ακολουθίες, έπαιρναν τον ίδιο, δύσκολο δρόμο για να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

    Σοβαρά προβλήματα αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι κατά την εκφορά  των οικείων τους που είχαν φύγει από τη ζωή, όταν τους μετέφεραν στους ώμους μέχρι την τελευταία τους κατοικία, στο νεκροταφείο του ΑηΓιώργη. Οι γαμήλιες πομπές που κατευθύνονταν προς την εκκλησία, με μπροστάρηδες  τους οργανοπαίχτες, πιο πίσω τον γαμπρό και την νύφη και ακολούθως τους συγγενείς και τους καλεσμένους, αντιμετώπιζαν τις ίδιες δυσκολίες.

   Τώρα όμως τα πέτρινα χρόνια πέρασαν  ανεπιστρεπτί. Οι απομακρυσμένες συνοικίες από τον οικιστικό πυρήνα του χωριού δεν κατοικούνται πιά, ενώ οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι που οδηγούν σε όλες τις γειτονιές του χωριού και τα αυτοκίνητα έχουν επιλύσει όλα τα παραπάνω προβλήματα με τον καλύτερο τρόπο. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού μεταβαίνουν πια άνετα στην εκκλησία σε πολύ λίγο χρόνο και στην συντριπτική τους πλειοψηφία  εποχούμενοι.

 

                                                                                            Γ.Σ.  Μασκλινιώτης

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...