Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

 

                                    Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΗΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

     Λίγο πιο κάτω από την πηγή της Κάρβιας, στην περιοχή του Καυκαλά, πιο πάνω από τα Λιατσέκα καλύβια, στα Μεσοραχίτικα, στο εξωκλήσι που υπάρχει εκεί γιορτάστηκε με κατάνυξη και μεγαλοπρέπεια η γιορτή του Αγίου Δημητρίου, προς τιμή του οποίου κτίστηκε το εξωκλήσι. Την παραμονή  το βράδυ της εορτής  τελέστηκε εκεί Μέγας πανηγυρικός εσπερινός από τον ακάματο ιερέα του χωριού μας παπαΚώστα Παπαθεοδώρου και την κυριώνυμο ημέρα τελέστηκε πανηγυρική Θεία Λειτουργία με αρτοκλασία. Τις ακολουθίες του εσπερινού και της Θείας λειτουργίας παρακολούθησαν πλήθος ευσεβών και φιλακόλουθων συγχωριανών μας που ανηφόρισαν εποχούμενοι μέχρι εκεί. Ο καλός καιρός ήταν «σύμμαχος» για τον εορτασμό του Αγίου και έδωσε την ευκαιρία στους παρευρισκόμενους να απολαύσουν το καταπράσινο ορεινό τοπίο  και τη μαγευτική θέα. Χρόνια πολλά στους Δημήτρηδες και στις Δημητρούλες του χωριού μας. Ο Άγιος να σκέπει και να προστατεύει τους συγχωριανούς μας και το χωριό μας ολόκληρο.           

   Στο σημείο εκείνο  υπήρχε από παλιά ταπεινό χωμάτινο προσκυνητάρι σκεπασμένο με λίθινες πλάκες, προς τιμή του Αγίου, που το έκτισαν ευσεβείς χωριανοί μας περνώντας από εκεί ξεπέζευαν από τα μουλάρια τους,  άναβαν το καντήλι και προσκυνούσαν την εικόνα του, κάνοντας το σταυρό τους. Έπειτα ξανακαβαλούσαν στα ζώα τους και συνέχιζαν το δρόμο για τις δουλειές τους.

    Την περίοδο 1941-1942,υπήρχε στην περιοχή μεγάλη ανομβρία και οι χωρικοί κατέφυγαν στο Θεό και τους Αγίους του, για να ζητήσουν βοήθεια. Σύσσωμο το χωριό έκανε λιτανεία και στο σημείο που στήθηκε μετέπειτα το προσκυνητάρι, έγινε δέηση. Μετά από λίγο άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού και έπεσε πολλή βροχή, που πότισε το διψασμένο τόπο. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης οι συγχωριανοί  έκτισαν μεγαλύτερο πέτρινο προσκυνητάρι , με την εικόνα του ΑηΔημήτρη, για να ανάβουν ένα καντήλι οι στρατοκόποι που περνούσαν από εκεί.. Αργότερα ανανεώθηκε η παρουσία του Αγίου στο σημείο αυτό. Ο Γιώργης ο Καραπάνος και η μητέρα του Μαριγώ, ενώ δούλευαν εκεί κοντά στα χωράφια τους, ένοιωσαν μια έντονη μυρωδιά λιβανιού. Εκείνη την ώρα ακούστηκαν και φωνές από τον Γρηγόρη τον Κωνσταντίνου που δούλευε παρακάτω, γιατί αυτός είδε φωτιά στο σημείο του προσκυνηταριού και νόμισε ότι κάποιος την είχε ανάψει και κινδύνευαν από πυρκαγιά. Η Μαριγώ Καραπάνενα συγκλονίστηκε από το γεγονός και έφτιαξε σε εκείνο το σημείο με εισφορές των κατοίκων ένα μεγαλύτερο προσκυνητάρι με τσιμεντένια οροφή, προς τιμή του ΑηΔημήτρη.

Τέλος το 1980 ο Κώστας Ραμμόγιανης από το Καστρί και η σύζυγός του Μαρία, το γένος Γ.Σκλημπόσιου, αποφάσισαν να κτίσουν με δικές τους δαπάνες, στο σημείο εκείνο που βρισκόταν το προσκυνητάρι, μεγάλου μεγέθους εξωκλήσι, προς τιμή του Αγίου και στη μνήμη του αδικοχαμένου στη μάχη του Αχλαδόκαμπου του 1944 αδελφού της Μαρίας, του Δημήτρη. Ισοπεδώθηκε ο χώρος, κτίστηκε το εξωκλήσι, ιστορήθηκε το τέμπλο του με μεγάλες εικόνες Βυζαντινής τεχνοτροπίας, κατασκευάστηκε μικρή ομβροδεξαμενή και περιφράχτηκε το προαύλιό του με έξοδα των κτητόρων. Αργότερα συμπληρώθηκαν οι εικόνες του δωδεκάορτου στο τέμπλο της εκκλησίας με δωρεά ευσεβών κατοίκων του χωριού. Το εξωκλήσι είναι ρυθμού «απλής βασιλικής», ενώ εντύπωση προκαλεί το καμπαναριό του με την μικρή καμπανούλα του. Τα πεύκα, τα κυπαρίσσια και τα δεντρολίβανα φύτεψε στο προαύλιο του εξωκλησιού η αείμνηστη μητέρα μου Κωνσταντίνα, και τα περιποιόταν μέχρι που έφυγε από τη ζωή. Τα έξοδα της συντήρησης και του ευπρεπισμού στο εξωκλήσι αυτό, αλλά και στα άλλα εξωκλήσια του χωριού, αναλαμβάνουν κατά καιρούς ευσεβείς εύποροι Μασκλινιώτες, που έχουν εγκατασταθεί στο εξωτερικό και δεν ξεχνούν ποτέ τον τόπο που αναστήθηκαν.

                                                                               Γ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

 

 ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΕΣ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑΝ ΤΑ ΚΟΡΜΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥΣ  ΕΠΑΝΩ  ΣΤΑ ΑΛΒΑΝΙΚΑ ΒΟΥΝΑ  ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ 1940

 

 Ογδόντα πέντε Μασκλινιώτες σκαρφάλωσαν  στα Αλβανικά βουνά, για να προτάξουν τα στήθη τους στον εχθρό, κατά την εποποιϊα του 1940. Ορισμένοι από αυτούς άφησαν τα κορμιά τους και την ψυχή τους εκεί επάνω, γράφοντας χρυσές δοξασμένες σελίδες στην ιστορία μας. Οι  περισσότεροι γύρισαν  στο χωριό,  όταν τέλειωσε ο πόλεμος, σακατεμένοι σωματικά από τις κακουχίες και τα βάσανα του πολέμου, μα δαφνοστεφανωμένοι και με το κεφάλι ψηλά.

 Ένας από αυτούς, ήταν ο  τότε λοχίας, Γρηγόρης Εμμανουήλ Αντωνάκος. Τον Νοέμβρη του 1940 πολέμησε στην πρώτη γραμμή με τον λόχο του στο Μόραβα και στο Γράμμο. Με το οπλοπολυβόλο στα χέρια και κάτω από καταιγισμό εχθρικών πυρών, έριξε τρεις ταινίες σφαίρες εναντίον των Ιταλών. Βοηθούμενος και από  άλλους τρεις στρατιώτες, ανάγκασε δύο (2) Ιταλικά πολυβολεία να σηκώσουν λευκή σημαία. Κατόρθωσε με δύο στρατιώτες του να συλλάβει  σαράντα επτά (47) Ιταλούς, που αμύνονταν στα πολυβολεία, μεταξύ των οποίων και τρείς (3) αξιωματικούς. Έπειτα πήρε εντολή να πάει με το λόχο του στο Γράμμο, όπου πολεμούσε το 27ο Σύνταγμα. Με την ενίσχυση του Συντάγματος από τους άνδρες του λόχου του, οι Ιταλοί τράπηκαν σε φυγή, εγκαταλείποντας σκηνές, όπλα και κανόνια, που περιήλθαν σε Ελληνικά χέρια. Επίσης τα ξημερώματα της 19 Νοέμβρη του 1941 έγινε σφοδρή επίθεση των Ιταλών που ανάγκασε τους άνδρες του να οπισθοχωρήσουν έρποντας. Από αυτούς   οι μισοί σχεδόν τραυματίστηκαν. Μεταξύ αυτών τραυματίστηκε σοβαρά και ο Γρηγόρης στο πόδι του. Τους παρέλαβαν όλους οι τραυματιοφορείς και επιμελήθηκαν τα τραύματά τους. Συνέχισαν όμως να συμμετέχουν  αν και τραυματίες στις συγκρούσεις με τους Ιταλούς. Σε μια άλλη μεγάλη μάχη που έγινε στην περιοχή «Κομμένος Βράχος» κοντά στη λίμνη Μαλίκ, οι Ιταλοί έπαθαν πανωλεθρία από την ορμή των Ελλήνων και άφησαν τριακόσιους περίπου νεκρούς. Ο Γρηγόρης Αντωνάκος, επειδή το τραύμα του άνοιξε στη μάχη και ήταν σοβαρό, τον έκαναν σιτιστή του λόχου. Όμως  συνέχισε να πολεμάει στην πρώτη γραμμή, αλλά σήκωσε υψηλό πυρετό. Έτσι κατέληξε στο νοσοκομείο αναίσθητος, αλλά τελικά γλύτωσε το πόδι του. Για την προσφορά του  αυτή τιμήθηκε από την Πατρίδα με τον «πολεμικό σταυρό Γ΄ τάξεως» που τον απένειμε ο τότε διάδοχος του θρόνου και μετέπειτα βασιλιάς Παύλος.

Ένας άλλος,  ο Νικόλας Χρήστου Μακρής πολεμώντας τραυματίστηκε και αυτός  βαριά αλλά τελικά επέζησε. Την προσωπική του περιπέτεια μας περιέγραψε σε μια συγκέντρωση στο Δημοτικό Σχολείο, που οργάνωσε τελευταία ο τοπικός Σύλλογος για να τιμήσει τους ήρωες πατριώτες μας. Μας διηγήθηκε πως παλεύοντας εκεί πάνω στις χιονισμένες βουνοκορφές, κάποια μαύρη μέρα της άνοιξης του 1941, μια οβίδα τον χτύπησε στα πλευρά και τούκανε ζημιά στον πνεύμονα. Τον μάζεψαν οι συμπολεμιστές του και τον μετέφεραν φορτωμένοι στο πιο κοντινό ορεινό χειρουργείο. Όμως λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του μεταφέρθηκε τελικά σε νοσοκομείο της Αθήνας. Εν τω μεταξύ το μέτωπο είχε καταρρεύσει, όλα τα νοσοκομεία ήταν γεμάτα από τραυματίες του πολέμου, ενώ τα μέσα νοσηλείας ήσαν ανεπαρκή. Η κατάσταση της υγείας του με το πέρασμα του χρόνου χειροτέρευε. Το τραύμα που του προκάλεσε η οβίδα δεν έκλεινε και ο Νικόλας τελικά έπεσε σε κώμα. Οι γιατροί τον είχαν πιά «ξεγράψει». Κάποιος Μασκλινιώτης που τον αντίκρισε από σύμπτωση στο νοσοκομείο ξαπλωμένον στο κρεβάτι του πόνου, τον αναγνώρισε με δυσκολία, αλλά βλέποντας την κατάστασή του, αφού ήταν σχεδόν αγνώριστος, αποφάσισε να μην αναφέρει τίποτα στους δικούς του στο χωριό, ώστε να τον θεωρήσουν «αγνοούμενο». Πέρασαν δύο μήνες σε αυτή την κατάσταση οπότε μια ημέρα που η νοσοκόμα έφερνε φαγητό στους άλλους αρρώστους του θαλάμου, μισοξυπνάει ο Νικόλας και της λέει: «Εμένα δεν θα μου φέρεις φαγητό;». Η νοσοκόμα σάστισε προς στιγμή, αφού είχε καιρό να του φέρει φαγητό, αλλά συνήλθε και κρατώντας την ψυχραιμία της τον ρώτησε: «πεινάς;». Όταν της απάντησε πως νοιώθει έντονο το αίσθημα της πείνας η νοσοκόμα έτρεξε να του φέρει φαγητό. Από εκείνη την ημέρα άρχισε σιγά - σιγά να ζωντανεύει. Με το πέρασμα του χρόνου η πληγή άρχισε να κλείνει αλλά ο Νικόλας ήταν πολύ αδύναμος. Πριν βγει το καλοκαίρι το νοσοκομείο, αφού δεν μπορούσε πια να του προσφέρει τίποτα άλλο, του έδωσε εξιτήριο και ειδοποιήθηκαν οι δικοί του να τον περιμένουν στο χωριό, που θα ερχόταν με το τραίνο. Πήγε στο σταθμό ο πατέρας του, ο μπάρμπα Χρήστος Μακρής, με το γαϊδουράκι του να τον παραλάβει.

 

Σαν έφτασε το τραίνο στο χωριό από την Αθήνα κατέβηκαν καμμιά δεκαριά επιβάτες αλλά ο πατέρας του Νικόλα, μη αναγνωρίζοντας το γιό του, άρχισε να τους ρωτάει μήπως τον είδαν στο τραίνο. Πού να φανταστεί πως μεταξύ αυτών ήταν και αυτός, όμως σχεδόν αγνώριστος από την αδυναμία. Μόλις ο φαντάρος αναγνώρισε τον πατέρα του, που τον έψαχνε με βουρκωμένα μάτια μέσα στο πλήθος, έπεσε στην αγκαλιά του. Αυτός, αφού τον σφιχταγκάλιασε για λίγο, τον έβαλε να καβαλήσει στο γαϊδουράκι και γεμάτοι χαρά γύρισαν και οι δύο στο σπίτι τους στην άλλη άκρη του χωριού, δίπλα στο βαγιόρεμα. Τώρα πια ο Νικόλας αναπαύεται στο κοιμητήριο του χωριού μας μαζί με τον πατέρα του. Ας είναι ελαφρό το χώμα που τους σκεπάζει.

Υπάρχουν και ένα σωρό άλλες ιστορίες δόξας και μεγαλείου συγχωριανών μας, που θα χρειαστεί να χυθεί πολύ μελάνι για να καταχωρηθούν σε τούτο το κείμενο. Όμως θα μένουν και αυτές βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μας, για να μας κάνουν περήφανους  και να μας διδάσκουν πως πρέπει να παλεύουμε και εμείς,  για την διατήρηση κάθε σπιθαμής γης της πατρίδας μας.

 

                                                                        Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

                            

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

 

 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΡΟΑΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΗΓΙΩΡΓΗ ΜΕ  ΤΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ, ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ  ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ,  ΟΠΩΣ ΗΤΑΝ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1950.

Κλείνοντας το  κεφάλαιο που αναφέρεται  στην εκκλησία του πολιούχου του χωριού μας, θα περιγράψουμε τα κτίσματα που βρίσκονταν στο προαύλιο χώρο της, καθώς και την θέση του νεκροταφείου στις αρχές της   δεκαετίας του 1950.

Στα δεξιά της κύριας εισόδου του προαυλίου της εκκλησίας υπάρχει διώροφη οικοδομή που σήμερα το ανώγειό της χρησιμοποιείται για την υποδοχή επισκεπτών και για γραφείο του ιερέα, ενώ το υπόγειο εκείνη την εποχή χρησιμοποιείτο για κηροπλαστείο της εκκλησίας. Το κτίσμα αυτό ανήκε στην συγχωριανή μας Ελένη Κούτσελα ή Μιχαλοδημητρού, που μόλις έχασε τον σύζυγό της δώρισε το σπίτι της αυτό στον ΑηΓιώργη, ενώ ντύθηκε για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της στα μαύρα, σαν κοσμοκαλόγρια, κάνοντας αγαθοεργίες και κτίζοντας εκκλησίες στο Δραγούνι και σε άλλα Καστριτοχώρια, με χρήματα που μάζευε από ευσεβείς Χριστιανούς διακονεύοντας. Από τον συγχωριανό μας οικοδόμο Ανδρέα Γιάνναρη και με εισφορές από εράνους των συγχωριανών μας, έγιναν οι προσθήκες των πρόναων, για την βελτίωση της στήριξης του οικοδομικού της συγκροτήματος.

Απέναντι από την εξωτερική είσοδό της  και στη βορειοδυτική γωνία του αλωνιού ήταν ανέκαθεν στημένη μαρμάρινη στήλη με ανάγλυφη την εικόνα του ΑηΓιώργη στο πάνω μέρος της, ενώ στο κάτω υπήρχε μικροσκοπική στενόμακρη τρύπα που επικοινωνούσε με μικρό χρηματοκιβώτιο. Εκεί μέσα έριχναν τον όβολό τους  οι διερχόμενοι καθημερινά από το σημείο εκείνο Μασκλινιώτες που πήγαιναν για τα χωράφια τους, αλλά και οι  αγωγιάτες που περνούσαν με  τα βαρυφορτωμένα με εμπορεύματα  μουλάρια τους  από το σταθμό του τραίνου. Έκαναν το σταυρό τους, παρακαλώντας τον Αη Γιώργη να τους προστατεύει στις δύσκολες διαδρομές που ακολουθούσαν μέσα από τον Αρμακά και τη Λαγκάδα. Τώρα οι ευσεβείς κάτοικοι του χωριού  στην μαρμάρινη στήλη έχουν ενσωματώσει κεραμοσκεπές προσκυνητάρι με την εικόνα του Αγίου και το καντήλι του.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 στο προαύλιό της  και στο νεκροταφείο υπήρχαν πολλά αιωνόβια πεύκα και κυπαρίσσια που τα είχαν φυτέψει οι συγχωριανοί μας ταυτόχρονα με το κτίσιμο της παλιάς εκκλησίας του ΑηΓιώργη. Τα περισσότερα από αυτά δεν υπάρχουν πιά. Ξεριζώθηκαν μη μπορώντας να αντέξουν στον αγριοβοριά, τον βορειοδυτικό άνεμο (Καράγιαννη) και την δυνατή πουνεντάδα, ενώ άλλα κόπηκαν κατά καιρούς από τη ρίζα και έγιναν, όπως και τα ξεριζωμένα, καυσόξυλα για τις ξυλόσομπες της εκκλησίας. Λίγα από αυτά παραμένουν ακόμη όρθια, για να θυμίζουν το πυκνό πευκοδάσος που έζωνε το ναό. Στο δυτικό μέρος της εκκλησίας υπήρχαν δύο ψηλά κυπαρίσσια που έστεκαν εκεί αδελφωμένα, σε απόσταση ενός περίπου μέτρου το ένα από το άλλο, και δίπλα τους στην ίδια απόσταση ένα ακόμη πιο μικρό, που και αυτά δεν υπάρχουν πιά. Εκεί ήταν στημένο αρχικά το καμπαναριό της εκκλησίας. Σε ένα οριζόντιο σιδερένιο δοκάρι, που ακουμπούσε στους κορμούς των δύο μεγάλων κυπαρισσιών κρεμόταν μια μεγάλη καμπάνα, ενώ στο διπλανό δοκάρι που ακουμπούσε στον κορμό του μεγάλου και του μικρού κρεμόταν η μικρή καμπανούλα για να γλυκαίνει τον ήχο της μεγάλης. Αυτές με τους ήχους τους ειδοποιούσαν τους χωριανούς για την τέλεση των ιερών ακολουθιών στην εκκλησία τους καθώς και για την αναχώρησή τους, όταν ξεκινούσαν το μακρινό ταξίδι τους. Αργότερα στήθηκε πάνω στη νοτιοδυτική γωνία του ναού το υφιστάμενο καμπαναριό. Εκεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 κρεμόταν μια μεγάλη καμπάνα, ενώ μια άλλη πιο μικρότερη κρεμόταν από ένα σιδερένιο δοκάρι που ήταν μπηγμένο στο βορειοδυτικό μέρος του εξωτερικού τοίχου της εκκλησίας, εκεί που σήμερα έχει στηθεί ο δυτικός πρόναος. Αυτές τις καμπάνες κτυπούσαμε την δεκαετία του 1950, όταν πιτσιρικάδες τότε βοηθούσαμε στο ιερό τον αείμνηστο παπαΓιάννη. Οι μεγαλύτεροι ανέβαιναν μέσω του γυναικωνίτη στο καμπαναριό, μόλις  έδινε εντολή ο ιερέας, άρπαζαν το καμπανόσκοινο και κτυπούσαν την μεγάλη καμπάνα της εκκλησίας, ενώ οι μικρότεροι κτυπούσαμε την μικρή καμπάνα από το έδαφος.

 Η μεταφορά κάθε καμπάνας από το σταθμό του τραίνου μέχρι το καμπαναριό της εκκλησίας αποτελούσε μια δύσκολη και επίπονη διαδικασία. Γιατί εκείνες τις εποχές τις φόρτωναν πάνω σε ανοιχτά βαγόνια του τραίνου από τα χυτήρια της Αθήνας που τις προμηθεύονταν και τις έφερναν σιδηροδρομικώς μέχρι το σταθμό στο χωριό. Το βαγόνι που μετέφερε την καμπάνα παρέμενε στο σταθμό, ενώ ο υπόλοιπος συρμός συνέχιζε το ταξίδι του. Την επομένη μαζεύονταν οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού στο σταθμό και άρχιζε η διαδικασία εκφόρτωσης από το βαγόνι. Με την βοήθεια των πιο χειροδύναμων κατοίκων την κατέβαζαν και την τοποθετούσαν, δένοντάς την με τις τριχιές, προσεκτικά πάνω σε μια αυτοσχέδια σιδερένια πλατφόρμα με σιδερένιους τροχούς. Έπειτα άρχιζε η διαδικασία μεταφοράς της στην εκκλησία, που διαρκούσε σχεδόν μια ολόκληρη ημέρα. Ας τρέξει όμως η φαντασία μας στη διαδικασία μεταφοράς, με δεδομένα ότι δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή στο χωριό ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι ούτε αυτοκίνητα. Ο δρόμος που οδηγούσε από το σταθμό στην εκκλησία ήταν κακοτράχαλος, γεμάτος λακκούβες και επικίνδυνα κατηφορικός. Έτσι η πλατφόρμα κυλούσε αργά και δύσκολα με την βοήθεια των κατοίκων που την έσπρωχναν και ταυτόχρονα την συγκρατούσαν μην φύγει στην κατηφόρα. Και όταν πιά τέλειωνε η «Οδύσσεια» της μεταφοράς, άρχιζε το ανέβασμα στο καμπαναριό με τα βαρούλκα (βίντζια), που δανείζονταν από τα υφιστάμενα στο χωριό ελαιοτριβεία αλλά και αυτή η διαδικασία ήταν μια δύσκολη υπόθεση.

Στις αρχές του 1900, για να αντιμετωπιστεί η στενότητα του χώρου που υπήρχε γύρω από την καινούρια εκκλησία και προκειμένου να δημιουργηθεί νεκροταφείο, οι οικογένεια των Μακρέων παραχώρησαν την οικοπεδική έκταση που ήταν στην ιδιοκτησία τους, στην οποία εκτείνεται το σημερινό νεκροταφείο του χωριού.Στην αρχή οι χωριανοί άνοιγαν τους τάφους για να ταφούν οι θανόντες οικείοι τους, εντός του οικοπέδου του νεκροταφείου άτακτα και χωρίς διαδρόμους. Άλλωστε δεν υπήρχε τότε πρόβλημα χώρου, αφού μετά από μια τριετία το πολύ, συνηθιζόταν να πραγματοποιείται εκταφή των νεκρών. Μετά τον καθαρισμό των οστών με κρασί από τους οικείους τους, γινόταν η συλλογή τους σε άσπρες πάνινες σακούλες. Έξω από κάθε σακούλα είχε ραφεί μαύρη πάνινη ταινία σε σχήμα σταυρού και τα αρχικά του ονοματεπώνυμου του μακαρίτη.

Τοποθετούντο τα οστά για λίγες ημέρες εντός του κοιμητηρίου στη σακούλα και ύστερα από την επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη του νεκρού, που γινόταν την Κυριακή στην εκκλησία, με ένα δίσκο βρασμένο σιτάρι, και πάνω του τη μαύρη σταφίδα να σχηματίζει σχήμα σταυρού και τα ξεφλουδισμένα αμύγδαλα να σχηματίζουν τα αρχικά του ονοματεπώνυμου του αείδημου, τα οστά με την σακούλα ρίπτονταν τελικά μέσα στο χωνευτήρι, ένα μεγάλο υπόγειο αποθηκευτικό χώρο που υπήρχε εντός του κοιμητηρίου που ήταν τότε κάτω από το δάπεδο του κτίσματος του σημερινού κοιμητηριακού ναού του Αγίου Λαζάρου.

Αργότερα όμως που η κάθε οικογένεια του χωριού θέλησε να αποκτήσει δικό της «οικογενειακό» τάφο, για να ενταφιάζει τους οικείους της, αποφασίστηκε από το εκκλησιαστικό συμβούλιο η δημιουργία διαδρόμων και η διάνοιξη τάφων στη σειρά, τον ένα πλάι στον άλλον, καθώς και η κατασκευή εσωτερικού μανδρότοιχου, για τον διαχωρισμό του νεκροταφείου από το υπόλοιπο προαύλιο της εκκλησίας. Το τελευταίο είχε σαν αποτέλεσμα δύο - τρείς μεγάλοι μαρμάρινοι τάφοι να μείνουν εκτός του χώρου του νεκροταφείου, μέσα στο προαύλιο της εκκλησίας. Όμως μετά από την δημιουργία οικογενειακών τάφων, σήμερα έχει δημιουργηθεί σοβαρό πρόβλημα εξεύρεσης χώρου για τάφο, προκειμένου να ενταφιαστούν συγχωριανοί μας που δεν τον χρειάστηκαν μέχρι σήμερα και στερούνται οικογενειακού τάφου.

   Την δεκαετία του 1950 επίσης το επίπεδο του οικοπέδου του νεκροταφείου που εφάπτεται σε όλο το μήκος του της οδικής αρτηρίας που οδηγεί προς Τρίπολη και Άστρος, αποτελούσε κήπο με πανύψηλα κυπαρίσσια, μυγδαλιές και άλλα δέντρα. Ήταν η διαχωριστική γραμμή του νεκροταφείου από το δημόσιο δρόμο. Σήμερα όμως, για τον ίδιο λόγο που προαναφέραμε, και αυτό το οικόπεδο, μετά την εκρίζωση των γιγάντιων κυπαρισσιών, αποτελεί προέκταση του νεκροταφείου του χωριού.

Επίσης πίσω από τον σημερινό κοιμητηριακό παρεκλήσι του Αγίου Λαζάρου, έθαβαν παλαιότερα τους αυτόχειρες χωριανούς μας, που η εκκλησία, για δογματικούς λόγους, δεν διάβαζε γι΄ αυτούς νεκρώσιμη ακολουθία, ούτε τους ευχόταν «καλό κατευόδιο». Σήμερα όμως και αυτός ο χώρος, επειδή δεν υπάρχει διαθέσιμη άλλη οικοπεδική έκταση γύρω, αποτελεί και αυτός προέκταση του νεκροταφείου, φιλοξενώντας πολλούς συμπατριώτες μας που έφυγαν από τη ζωή.

   Προέκταση του προαυλίου της εκκλησίας  είναι και το αλώνι της που τα χωρίζει ο δρόμος που κατευθύνεται προς την περιοχή της Μαύρης Τρύπας. Φτιάχτηκε από τους κατοίκους του χωριού μετά το 1900, σε έκταση που παραχωρήθηκε από τους Κουρβεταρέους, κατά το χτίσιμο της σημερινής εκκλησίας. Μέχρι τότε οι συγκεντρώσεις των κατοίκων του χωριού και τα γλέντια γίνονταν στο αλώνι του Χουγιάζου που δεν υπάρχει πιά, λίγο παραπάνω από την εκκλησία, δίπλα στον κεντρικό δρόμο. Ήταν χωρισμένο σε δύο επίπεδα, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με τέσσερα σκαλοπάτια. Στο πάνω επίπεδο κάθονταν οικογενειακώς σε ξύλινα ή πτυσσόμενα σιδερένια τραπέζια οι κάτοικοι του χωριού και απολάμβαναν τους μεζέδες τους, που συνοδεύονταν από Μασκλινιώτικο κρασί. Και μόλις φούντωνε το κέφι κατέβαιναν τα σκαλοπάτια και έμπαιναν στο χορό, γύρω από την εξέδρα με τους οργανοπαίχτες, που στηνόταν κάτω από το πλατάνι. Αυτό το αλώνι κρύβει μέσα του πολλές παλιές ανθρώπινες ιστορίες, από τα γλέντια και τις «χαρές» των κατοίκων του χωριού μας, που αφουγκράστηκε, φιλοξενώντας τα στο χώρο του, στο διάβα του χρόνου, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει, για να μας τις διηγηθεί.

     Τα ζευγάρια, μετά τις υποσχέσεις αμοιβαίας αγάπης που έδιναν μπροστά στην εικόνα του ΑηΓιώργη, με την ευλογία του αείμνηστου παπαΓιάννη του Χάλια και των προκατόχων του, περνούσαν τα στέφανα και αφού δέχονταν τις ολόθερμες ευχές των συγχωριανών τους, έβγαιναν στο αλώνι για να χορέψουν παραδοσιακούς χορούς, συμπληρώνοντας έτσι την ευτυχία τους. Χόρευαν και οι χωριανοί σε πολλούς κύκλους, έχοντας μπροστάρηδες στο χορό τους νεόνυμφους, και μοιράζονταν έτσι τη χαρά τους. Και την μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, την Ανάσταση, το αλώνι ζούσε μεγάλες ώρες. Από την ημέρα της Ανάστασης και για τις επόμενες τρείς ημέρες τουλάχιστον, στήνονταν εκεί ολοήμερο γλέντι. Εκείνες τις μέρες τα πρωινά, αλλά και τις απογευματινές ώρες, μετά τις αναστάσιμες λειτουργιές, έβγαιναν όλοι οι κάτοικοι του χωριού στο αλώνι για να γλεντήσουν.

Εκεί, κάτω από πλατάνι είχε στηθεί η ορχήστρα με τους οργανοπαίχτες που κούρντιζαν ξανά και ξανά τα όργανα, περιμένοντας να μαζευτεί ο κόσμος για να αρχίσει το γλέντι. Αφού κάθονταν, άλλοι στα στρωμένα τραπέζια με τις απλωμένες λαδόκολλες, τα ψητά κρέατα και τις μπύρες ενώ οι άλλοι, κυρίως ο γυναικόκοσμος του χωριού, στα παρτέρια της μάντρας του αλωνιού, που εφάπτονταν στο δρόμο και δεν υπάρχει πια, άρχιζε το γλέντι. Πρώτη πάντα «άνοιγε» το χορό η αείμνηστη Μαρίτσα του Τσιρίλη με τις φουντωτές κόκκινες παντόφλες της, συνοδεύοντας με το τραγούδι της την ορχήστρα. Ακολουθούσαν οι χωριανοί, κάνοντας ατέλειωτους κύκλους γύρω από την ορχήστρα, ενώ οι μπροστάρηδες του χορού, πετούσαν χαρτονομίσματα στους οργανοπαίχτες, για να παίξουν τις «παραγγελιές» τους, τα τσάμικα, τα καλαματιανά και τα συρτά.

Και απέξω στο δρόμο, δίπλα στην μάντρα του αλωνιού, και μέχρι το πηγάδι του Αϊ Γιώργη, στηνόταν η «πασαρέλα» της νεολαίας του χωριού, που καθώς πηγαινοερχόταν παρέες - παρέες, τα αγόρια «έριχναν» κλεφτές ματιές στις κοπέλες του χωριού και στις «εκλεκτές» της καρδιάς τους. Στο τέλος έμπαινε και η νεολαία στο χορό, δίνοντας νέο κέφι και ζωντάνια στους χορευταράδες χωριανούς. Και όταν πια σκοτείνιαζε, σταματούσε το γλέντι στο αλώνι της εκκλησιάς, για να ξαναρχίσει εκεί τις πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας, μετά το τέλος της αναστάσιμης λειτουργίας. Συνεχιζόταν όμως το βράδυ, μέχρι τις πρωινές ώρες, στο καφενείο του χωριού, «στην αγορά».

Καίτοι άλλαξε η όψη του αλωνιού μέσα στα τελευταία εξήντα πέντε χρόνια, αφού εκσυγχρονίστηκε, ηλεκτροφωτίστηκε και πλακοστρώθηκε, εν τούτοις ακόμη κρύβει μέσα του την παλιά του αίγλη. Στέκει και σήμερα, ρημαγμένο πια, αγέρωχα εκεί, έχοντας στη μέση το θαλερό πλατάνι του. Ακόμα καμαρώνει για όσα είδε και άκουσε τον παλιό καλό καιρό, τότε που το χωριό βούιζε από τις φωνές των παιδιών, τους χορούς της πολυπληθούς νεολαίας του και τα τραγούδια των μεγαλύτερων, που οι τελευταίοι τώρα δεν είναι πια κοντά μας.

      Όμως θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε  στους λειτουργούς και τους διακόνους του αναλογίου της εκκλησίας μας από της ιδρύσεώς της μέχρι τα σήμερα. Από τους ιερείς που δεν είναι πια στη ζωή και διακόνησαν την εκκλησία, για πολλά χρόνια ο καθένας, τιμώντας την μνήμη του ΑηΓιώργη, αξίζει να αναφερθούν οι: παπαΝικόλας Παυλάκος, παπαΓιάννης Αγγελόπουλος, παπαΘανάσης Παπακωνσταντίνου και παπα Γιάννης Χάλιας, από του Ρούβαλη. Ο τελευταίος διακόνησε την εκκλησία μας από 13 Απρίλη του 1950, που πρωτολειτούργησε εκεί, μέχρι το τέλος της ζωής του. Απεβίωσε σε ηλικία 79 ετών, την 26-5-1980 στο Σικάγο, όπου είχε πάει να επισκεφτεί τα παιδιά του. Ενταφιάστηκε λίγες ημέρες αργότερα, στο χωριό μας, μπροστά στο ιερό της εκκλησίας του ΑηΓιώργη που είναι μέχρι σήμερα και ο τάφος του. Ενδιάμεσα και για μικρά χρονικά διαστήματα ιερούργησαν στον ΑηΓιώργη ο παπαΧρύσανθος, ο ιερομόναχος Ιερόθεος Κούτσελας και ο Γερμανός Κρίκας. Μετά τον παπαΧάλια και για κάμποσα χρόνια ιερουργούσε στην εκκλησία ο παπαΓεράσιμος Λιβαδάρος. Από την ημερομηνία μετάθεσής του από τον ΑηΓιώργη, ύστερα από αίτησή του, ιερουργεί με αφοσίωση και θρησκευτική ευλάβεια στο ναό ο ακάματος παπαΚώστας Παπαθεοδώρου, από την Τρίπολη.

Ιεροψάλτες που διακόνησαν το αναλόγιο της εκκλησίας, αείμνηστοι τώρα, ήταν ο Γιώργης Μέγγος, πατέρας του Νικόλα Μέγγου (Ντρίτσαλη), ο Κώστας Παπαγεωργίου (Καλόγερος) και ο γιος του Παναγιώτης. Επίσης ο Στράτης Βαρβιτσιώτης, ο Νικόλας Παυλάκος, ο Ηλίας Κωνσταντούρος και ο Χαράλαμπος Λύγδας. Ο τελευταίος διακονούσε το αναλόγιο της εκκλησίας μέχρι πρότινος. Τούτο τον καιρό, που το χωριό φθίνει πληθυσμιακά, διακονούν το αναλόγιο καταβάλλοντας αξιέπαινες προσπάθειες και δύο Μασκλινιώτες συνταξιούχοι δάσκαλοι, ο Τάσος Κωνσταντούρος  και ο Γιάννης Μέγγος.

 

                                                                      Γ.Σκλημπόσιος - Μακλινιώτης

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

 

                  Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΚΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΗΓΙΩΡΓΗ

 Σε προηγούμενο σημείωμά μας αναφερθήκαμε περιληπτικά στο «κτητορικό»  του ναού του πολιούχου του χωριού μας Αγίου Γεωργίου. Σήμερα θα περιγράψουμε σε αδρές γραμμές τις  αγιογραφίες με τις οποίες κοσμείται το Άγιο Βήμα  καθώς και το  εσωτερικό του κυρίως ναού .Επίσης θα αναφερθούμε  στο σκευοφυλάκιο  που βρίσκεται εντός του ναού σε ασφαλές σημείο.                                                                                                             Το αριστερό κλίτος του τέμπλου του   κοσμείται κατά σειρά  με τις εικόνες: α) της Ύπεραγίας Θεοτόκου που στέκεται όρθια και κρατάει στην αγκαλιά της τον Θεάνθρωπο Γιό της β)του πολιούχου του χωριού Αγίου Γεωργίου που εικονίζεται έφιππος και δαμάζει με το κοντάρι του τον δράκοντα και γ) του Αγίου Τρύφωνα σε όρθια στάση. Στη βόρεια πύλη του Ιερού εικονίζεται ολόσωμος με τη ρομφαία στο χέρι ο Άρχων Γαβριήλ. Το δεξιό κλίτος κοσμείται με τις εικόνες: α)Του Ιησού  ευλογούντος, που στέκεται όρθιος και κρατεί στο αριστερό την Γραφή που αναφέρει στις δύο σελίδες της «Εγώ ειμί το  φώς τού κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ού μή  περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής», β) του Τιμίου Ιωάννη του Προδρόμου που στέκεται όρθιος και ολόσωμος. Κρατεί στο αριστερό χέρι βακτηρία που φέρει στην κορυφή της το σημείο του Τιμίου Σταυρού, καθώς και περγαμηνή που αναγράφει «Μετανοείτε ήγγικεν γάρ η βασιλεία τών ουρανών» και γ)του Αγίου Χαραλάμπους που εικονίζεται όρθιος ευλογών, ενώ στο αριστερό χέρι κρατεί το Ευαγγέλιο. Στη νότια πύλη  του Ιερού εικονίζεται ολόσωμος,  κρατώντας στο αριστερό χέρι λευκό κρίνο, ο Άρχων Μιχαήλ. Η Ωραία Πύλη κοσμείται από εικόνα ιστορημένη πάνω σε μουσαμά, που φέρει ολόσωμη την  μορφή του Ιησού σε όρθια στάση, με τα άμφια του επισκόπου και την μήτρα  επί της Θείας κεφαλής του ενώ κρατεί στο αριστερό χέρι το Άγιο Ποτήριο. Επάνω από τις πύλες του Ιερού, στη θέση του Δωδεκάορτου, μεταξύ των άλλων, προσκυνάμε και τις εικόνες: Του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, της Γεννήσεως του Χριστού, της προσκύνησης των Μάγων, της βάπτισης, της Υπαπαντής, της Μεταμορφώσεως, της Βαϊοφόρου, της Ανάστασης, της Ανάληψης, της Αγίας Πεντηκοστής, της κοίμησης της Θεοτόκου, των Αγίων Κωνσταντίνου Ελένης κ.α. Πάνω ακριβώς από την Ωραία Πύλη έχει ιστορηθεί  η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου και πιο πάνω έχει τοποθετηθεί η εικόνα του Μυστικού Δείπνου. Πάνω από αυτή πιο ψηλά, σε ειδική θέση, έχει τοποθετηθεί μεγάλη φορητή εικόνα της Αγίας Τριάδας. Οι εικόνες του Τέμπλου είναι όλες φορητές, πλην της εικόνας της Ωραίας Πύλης, των άλλων δύο μικρών πυλών του Ιερού και η εικόνα του Αγίου Μανδηλίου και έχουν όλες αγιογραφηθεί στη Νέα σκήτη της μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους στις αρχές του 1900, μαζί με την ανέγερση της εκκλησίας. Στις περισσότερες από αυτές αναγράφεται στην κάτω δεξιά  γωνία τους το έτος ιστόρησής τους. Οι επιφάνειες  των τοίχων του Αγίου Βήματος, των πλάγιων  τοίχων του κυρίως ναού, καθώς και των  εσωτερικών  κιόνων του έχουν τα τελευταία χρόνια  και αυτές καλυφθεί με αγιογραφίες από το ύψος των δύο μέτρων και μέχρι της οροφής του. Οι αγιογραφίες κατά το πλείστον παριστάνουν ολόσωμους τον Κύριο μας, την Υπεραγία Θεοτόκο  και  Αγίους της εκκλησίας μας, καθώς και παραστάσεις από την ζωή και τα θαύματά τους. ‘Όλες  είναι  αφιερώματα  φιλόθρησκων και  ευσεβών  συγχωριανών μας.    

 Η εσωτερική οροφή της  είναι επίπεδη, χρωματισμένη στο χρώμα του ουρανού και καταστόλιστη με μεγάλο αριθμό αστεριών. Στο μέσον ακριβώς της οροφής  έχει ιστορηθεί σε μουσαμά η εικόνα  του Χριστού – Παντοκράτορος σε προσωπογραφία. Με το δεξί χέρι ευλογεί, ενώ στο αριστερό κρατεί ανοιχτό το ιερό Ευαγγέλιο που στις δύο σελίδες του αναφέρει το ίδιο κείμενο με αυτό που αναγράφεται  στην εικόνα του Θεανθρώπου στο τέμπλο του ναού «Εγώ ειμί το φως του κόσμου……..». Περιφερειακά της εικόνας έχει ιστορηθεί πλήθος αγγέλων και αρχαγγέλων. Είναι κυκλικού σχήματος και διαμέτρου τεσσάρων μέτρων περίπου και φέρει περιφερειακά γύψινες διακοσμήσεις.. Τα δύο πλαϊνά κλίτη  χωρίζονται από το μεσαίο με καμάρες που στηρίζονται πάνω σε τετράπλευρους αγιογραφημένους κίονες και στις τέσσερεις πλευρές τους. Σε έναν από τους κίονες του αριστερού κλίτους και προς το εσωτερικό μέρος του, σε ύψος πέντε μέτρων περίπου από το δάπεδο, έχει στηριχθεί ο άμβωνας της εκκλησίας. Το προστατευτικό στηθαίο του είναι  πλινθόκτιστο και φέρει στην εξωτερική του όψη γύψινες διακοσμήσεις, ενώ στο πάνω χείλος του φέρει περιστερά με ανοιχτές τις φτερούγες της, για την τοποθέτηση του ιερού Ευαγγελίου. Σε αυτόν οδηγεί ξύλινη περίτεχνη κλίμακα. Ο γυναικωνίτης της εκκλησίας είναι ευρύχωρος και κατά το εμπρόσθιο μέρος του στηρίζεται σε δύο κίονες  που χωρίζουν τα κλίτη της εκκλησίας. Στην εξωτερική όψη του  στηθαίου του γυναικωνίτη κρέμεται τεράστια κορνίζα, εντός της οποίας έχει τοποθετηθεί παλαιά χρυσοκέντητη παράσταση του Επιταφίου πάνω σε μεταξωτό ύφασμα χρώματος πορφυρού. Περιφερειακά της παράστασης είναι γραμμένοι με επίσης χρυσοκέντητα γράμματα στίχοι από το τροπάριο των Αχράντων Παθών του Κυρίου «Ο ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών το άχραντόν σου σώμα…….» και τοποθετείται για προσκύνηση επί του ιερού Κουβουκλίου την Μεγάλη Παρασκευή. Στα δεξιά της δυτικής εισόδου της εκκλησίας, πάνω ακριβώς από το παγκάρι, βρίσκεται ένα ρολόϊ – εκκρεμές μέσα σε ορθογώνιο σκαλιστό ξύλινο κιβώτιο, περίτεχνα διακοσμημένο, ύψους ογδόντα εκατοστών περίπου, δωρεά και αυτό ευσεβούς συντοπίτη μας. Αυτό, με τους γλυκόηχους κτύπους του, έδειχνε την ώρα μέχρι τελευταία στον πάντα άξιο λειτουργό  του ναού, στους ψάλτες  και στο εκκλησίασμα. Επίσης εντός του δυτικού πρόναου του ναού φυλάσσεται ξύλινος περίτεχνος και σκαλιστός, μεγάλης αξίας Επιτάφιος, που εναποτίθεται το Άχραντο σώμα του Κυρίου μας την Μεγάλη Παρασκευή. Είναι και αυτός αφιέρωμα ξενιτεμένων συγχωριανών μας που δεν βρίσκονται πιά στη ζωή.

Στο σκευοφυλάκιο φυλάσσονται Άγια Ποτήρια, θυμιατήρια, αντιμήνσια, Ιερά καλύμματα των Τιμίων Δώρων και της Αγίας Τραπέζης, Ιερά άμφια ιερέων  και άλλα ιερά σκεύη, που κατά το παρελθόν χρησιμοποιήθηκαν για την τέλεση διαφόρων ιερών ακολουθιών στον ναό. Εκτός των άλλων κειμηλίων και ιερών λειψάνων, φυλάσσονται και τα στέφανα, με τα οποία ο ιερέας «στεφάνωνε» παλαιότερα τα ζευγάρια των συγχωριανών μας που έρχονταν «εις γάμου κοινωνίαν». Αυτά είναι μεταλλικά σε σχήμα καλογερικού σκούφου με σκαλίσματα στην εξωτερική τους επιφάνεια και αποτελούν αντίγραφα εκείνων που έφεραν επί της κεφαλής τους οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Το κάθε ένα αποτελείται από μια κυκλική μεταλλική λωρίδα που τοποθετείτο οριζόντια επί της κεφαλής του νυμφευόμενου και δύο άλλες κάθετες μεταλλικές λωρίδες σε ημικύκλιο, καρφωμένες σταυροειδώς από τις άκρες τους στην περιφέρειά του. Επίσης  στο σκευοφυλάκιο φυλάσσονται σωρεία φορητών  εικόνων  του τέμπλου και του κυρίως μικρού ναού  που υπήρχε από την δεκαετία του 1850 και κατεδαφίστηκε, μετά την ανέγερση του σημερινού.

                                                                                Γ.Σκλημπόσιος  - Μασκλινιώτης

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

 

                

                                                                 ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΙΑΤΡΕΙΟ

      Από την ίδρυση του χωριού, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 η παρουσία γιατρού στο χωριό ήταν ανύπαρκτη. Στα σοβαρά περιστατικά που χρειάζονταν νοσοκομειακή περίθαλψη, η μεταφορά του αρρώστου γινόταν με το μουλάρι μέχρι το σταθμό του τραίνου και από εκεί με την πρώτη αμαξοστοιχία στην Τρίπολη που υπήρχε νοσοκομείο. Η μεταφορά επίσης κατάκοιτου ασθενούς στο νοσοκομείο της Τρίπολης ήταν εκείνη την εποχή πολύ δύσκολη υπόθεση. Τον μετέφεραν με τα χέρια οι συγχωριανοί του μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό ξαπλωμένο επάνω σε αυτοσχέδιο ξύλινο φορείο ή σε ξύλινη σκάλα που χρησιμοποιούσαν για το μάζεμα των ελιών, αφού δεν υπήρχε τότε άλλο μεταφορικό μέσο. Η μεταφορά στο σταθμό γινόταν ακόμα πιο δύσκολη, αφού ο δρόμος μέχρι εκεί ήταν ανηφορικός, γεμάτος λακούβες και κακοτράχαλος. Στο σταθμό περίμεναν το τραίνο και τον επιβίβαζαν σε αυτό ξαπλωμένον σε αυτοσχέδιο ράντζο ή στο δάπεδο του βαγονιού. Έπρεπε όμως ο ασθενής να είναι τυχερός για να φτάσει το τραίνο στην ώρα του, αφού συνήθως καθυστερούσε η άφιξή του στο σταθμό. Μόλις έφτανε στην Τρίπολη τα πράγματα γίνονταν πιο απλά, αφού εκεί ερχόταν ασθενοφόρο να τον παραλάβει και να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Όμως σε όλες τις περιπτώσεις χανόταν πολύτιμος χρόνος και πολλές φορές στοίχιζε τη ζωή του ασθενούς. Οι κάτοικοι συνήθως προσπαθούσαν να γιατρευτούν μόνοι τους με όποιες γνώσεις είχαν από τους γονείς τους, από τους παππούδες τους αλλά και από πρακτικούς γιατρούς συγχωριανούς τους. Σημειωτέον ότι πρακτικός γιατρός στο χωριό ήταν για πολλά χρόνια ο Γιώργης Αντωνάκος (Κρόπας) και αργότερα ο Γιώργης Αντωνάκος (Γαντάς). Υπήρχαν και πρακτικές γυναίκες ορθοπεδικοί στο χωριό, που αποκαθιστούσαν «στραμπουλήγματα», «σπασίματα» και «βγαλσίματα» των άνω και κάτω άκρων.     Όταν κάποιος αισθανόταν ξαφνικό πόνο στη χώρα της κοιλιάς κάτω από τον αφαλό, έλεγαν πως σήκωσε βάρος και «του λύθηκε» ο αφαλός. Καλούσαν ειδικές ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού που ήξεραν να «δένουν» τον αφαλό. Ενεργούσαν διάφορες εντριβές στην κοιλιά και πιέζανε στριφογυρίζοντας τον αφαλό του ασθενούς με το μεγάλο τους δάκτυλο.  Έβαζαν μετά επιθέματα με κρεμμύδι λιωμένο και ο άρρωστος γινόταν καλά.

   Στους κρυολογημένους ρίχνανε βεντούζες στην πλάτη  και στο στήθος τους με τις κούπες. Οι κούπες ήταν κοινά ποτήρια του κρασιού με χοντρά χείλη. Τύλιγαν μικρή ποσότητα από βαμβάκι στην άκρη ενός πιρουνιού και το εμπότιζαν με οινόπνευμα. Άναβαν το βαμβάκι, έβαζαν πάνω από τη φλόγα την κούπα και  ταχύτατα  τα χείλη της  τα ακουμπούσαν στην πλάτη του ασθενούς. . Όσο περισσότερο φούσκωνε το δέρμα μέσα στην κούπα και κοκκίνιζε ,ανάλογα συμπέραιναν πόσο κρυωμένος ήταν ο ασθενής. Αυτή την κίνηση την επαναλάμβαναν με δύο κούπες πολλές φόρες. Έπειτα τον έτριβαν με οινόπνευμα  και τον σκέπαζαν καλά για να προκληθεί εφίδρωση. Για τις «κοφτές» βεντούζες χρησιμοποιούσαν ξυράφι. Αφού χάραζαν ελαφρά την πλάτη του ασθενούς για να προκληθεί αιμορραγία,  έπειτα ακολουθούσαν την ίδια μέθοδο με τις απλές βεντούζες. Επίσης ο ασθενής έπινε ζεστό κρασί, πετιμέζι και τσάι του βουνού. Για τις παθήσεις της  μέσης, όταν κάποιος σήκωνε μεγάλο βάρος, χρησιμοποιούσαν τα έμπλαστρα. Μερικές πρακτικές γυναίκες μάλιστα  πατούσαν τη μέση του ασθενούς δυνατά για να επανέλθουν οι σπόνδυλοι στη θέση τους και  έτσι αυτός γινόταν καλά.

      Πολλές φορές έρχονται στο μυαλό μας εικόνες από την παιδική μας ηλικία με τον αείμνηστο Γιώργη Αντωνάκο (Κρόπα), ένα γεροντάκι αδύνατο, μετρίου αναστήματος, με μουστάκι και χαρακτηριστικό μουσάκι σαν σφήνα. Τον θυμόμαστε που, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, έπαιρνε την καρέκλα, κρεμούσε το μπαστούνι του στην πλάτη της και καθισμένος έξω από το καφενείο του Κ. Λύγδα (Μάρκου) στην αγορά απολάμβανε την απογευματινή χειμωνιάτικη λιακάδα, καπνίζοντας τον αργιλέ του. Και πότε-πότε τάλεγαν με τον αείμνηστο Θανουκόγιαννη που είχε το περίπτερο λίγο πιο πέρα, εκεί που είναι τώρα το στέγαστρο της πλατείας του χωριού.

Οι πρακτικές γυναίκες ορθοπεδικοί, όταν υπήρχε οίδημα στις κλειδώσεις των ποδιών ή των χεριών από στραμπούληγμα, στούμπιζαν κρεμμύδια και τα έβαζαν επάνω. Στα σπασίματα με κατάλληλες κινήσεις επανέφεραν στη θέση του το οστό. Το στήριζαν με ξύλο ή καλάμι, το τύλιγαν με μαλλί προβάτου και το άλειφαν με χτυπημένο αυγό. Στο βγάλσιμο κάποιας άρθρωσης, την έβαζαν σε ζεστό αλατόνερο και την επανέφεραν στη θέση της. Στη γειτονιά μας επενέβαινε σε τέτοιες περιπτώσεις η κυρά Δημήτρω, σύζυγος του αείμνηστου Αλέξη Λυγκίτσου. Υπήρχαν όμως και άλλες γυναίκες στο χωριό, που επενέβαιναν σε παρόμοια περιστατικά.

Αν κάποιον τον δάγκωνε φίδι, έδεναν σφιχτά το μέλος κοντά στο δάγκωμα, για να μην κυκλοφορήσει το δηλητήριο, τρυπούσαν το σημείο, ρουφούσαν το δηλητήριο και μετά το έφτυναν. Στα δαγκώματα μέλισσας ή σφήκας, έξυναν με μαχαίρι το σημείο του τσιμπήματος για να βγει το κεντρί και ύστερα έριχναν ξύδι πάνω στην πληγή. Όταν δάγκωνε κάποιον σκορπιός το καλοκαίρι, που αφθονούσαν στο χωριό μέσα στις θημωνιές, τον έβαζαν να ρίξει τα ούρα του, που περιείχαν προφανώς αμμωνία, επάνω στην πληγή, για να μειωθεί ο πόνος και να ξεπεραστεί το πρόβλημα. Έχοντας τέλος βαθιά πίστη, εναπόθεταν τις ελπίδες τους στο Θεό, «τάζοντας κερί» και όταν αποκαθίστατο η υγεία τους, το έκαναν πράξη.

Μεταπολεμικά, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, λειτουργούσε στο χωριό αγροτικό ιατρείο. Στο ιατρείο για πολλά χρόνια υπηρέτησε ο συγχωριανός μας, γιατρός, με ειδικότητα γενικής παθολογίας, Ιωάννης (Γιαννάκος) Παναγάκος, που κάλυπτε τις ανάγκες πρωτοβάθμιας περίθαλψης των κατοίκων του χωριού, ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, αλλά και των άλλων οικισμών της περιοχής (Άγιος Γεώργιος, Αγία Σοφία κλπ). Δύο ημέρες την εβδομάδα μετέβαινε καβάλα στο μουλάρι, στους οικισμούς αυτούς, αφού δεν υπήρχε τότε οδική επικοινωνία μεταξύ των γειτονικών οικισμών, και προσέφερε και εκεί τις ιατρικές του υπηρεσίες.

Το ιατρείο στεγάστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ιδιωτικό οίκημα, εκεί που είναι σήμερα το σιδηρουργείο του Σωτήρη του Μπακούρη. Το κτίσμα ήταν δίχωρο με μια μικρή κουζίνα στο πίσω μέρος του. Στο ένα δωμάτιο στεγαζόταν το ιατρείο, ενώ το άλλο ήταν το κατάλυμα του γιατρού. Έξω από το κατάλυμα του Γιαννάκου, που περνάει ο κεντρικός δρόμος του χωριού είχαν ξετυλιχτεί «σκηνές απείρου κάλλους» με τους περαστικούς από τον δρόμο συγχωριανούς μας καβάλα στα μουλάρια τους. Ο αείμνηστος Γιαννάκος κατά την διάρκεια του ύπνου του έβγαζε δυνατούς διακεκομένους και παρατεταμένους βρυχηθμούς (ροχαλητά) με αποτέλεσμα τα μουλάρια να ξαφνίζονται* και με τις απότομες κινήσεις τους να «αδειάζουν» στο έδαφος τους αναβάτες συγχωριανούς μας. Γι΄ αυτό οι διερχόμενοι κατέβαιναν από τα μουλάρια τους όταν περνούσαν μπροστά από το κατάλυμα του γιατρού.

Τον θυμάμαι που ερχόταν πολλές φορές στο σπίτι μας για να εξετάσει την αείμνηστη γιαγιά μου τη Βγένα (Ευγενία) και εμένα στα κρυολογήματα. Μας εξέταζε χωρίς να χρησιμοποιεί συνήθως ακουστικά (στηθοσκόπιο), αλλά τοποθετώντας το αυτί του στις πλάτες μας, μας ακροαζόταν, κάνοντας άριστες διαγνώσεις. Και στα σοβαρά εγκαύματα ο ίδιος έφτιαχνε αυτοσχέδιες αλοιφές και επούλωνε τις πληγές με άριστα αποτελέσματα, για να μην αγοράζουμε τις αλοιφές από το φαρμακείο της Τρίπολης και έχουμε σοβαρή οικονομική επιβάρυνση.

Εκτός από γενική παθολογία, σε πολλές περιπτώσεις ασκούσε και καθήκοντα χειρούργου, δερματολόγου, κτηνιάτρου, ακόμη και ανατόμου. Επίσης προέβαινε και στην εκμάθηση κατοίκων του χωριού ενέσιμης θεραπείας. Θυμόμαστε χαρακτηριστικά περίπτωση μικρής συγχωριανής μας, που είχε τραυματιστεί στο πρόσωπο, με ακατάσχετη αιμορραγία, από λάκτισμα πεταλωμένου μουλαριού, και είχε προβεί ο ιατρός αυτός σε επιτυχή συρραφή του τραύματος εντός του ιατρείου του. Θυμόμαστε επίσης την συρραφή βαθιού τραύματος ενός μουλαριού από το γιατρό, χρησιμοποιώντας για χειρουργικό τραπέζι την ταράτσα έξω από το ιατρείο, όπου εκεί είχαν ξαπλώσει οι χωριανοί το τραυματισμένο μουλάρι. Και τέλος θα μας μείνει αξέχαστη η νεκροτομή με πρωτόγονα μέσα ενός αδικοχαμένου συγχωριανού μας, που τον τραυμάτισε θανάσιμα το τραίνο και την πραγματοποίησε ο αείμνηστος μέσα στο κοιμητήριο της εκκλησίας του ΑηΓιώργη.

Αργότερα το ιατρείο μεταφέρθηκε σε νεόκτιστο οίκημα, που κτίστηκε με την ευγενική χορηγία των ξενιτεμένων συγχωριανών αδελφών Καγκλή, σε ιδιόκτητο οικόπεδό τους, που παραχώρησαν δωρεάν, εκεί που στεγάζεται μέχρι σήμερα. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι ίδιοι ιδιοκτήτες, όπως προαναφέρθηκε, δώρισαν στην τότε κοινότητα Ελαιοχωρίου και την πατρική τους κατοικία, δίπλα στο αγροτικό ιατρείο, εκεί που στεγάζονται  σήμερα το γραφείο της κοινότητας και το γραφείο του Φιλοπρόοδου ‘Ομιλου Ελαιοχωρίου (Φ.Ο.Ε.)           

Μετά την αποχώρηση του αείμνηστου Γιαννάκου από το αγροτικό ιατρείο, προσέρχονται ορισμένες ημέρες της εβδομάδας, εκ περιτροπής, γιατροί με θητεία, που ανήκουν οργανικά στο Νοσοκομείο της Τρίπολης. Εξ άλλου η οδική επικοινωνία, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 με την Τρίπολη, κατέστησε ευχερέστερη την αντιμετώπιση των σοβαρών περιστατικών ασθενών κατοίκων του χωριού, με την άμεση μεταφορά τους οδικώς, με ιδιωτικά αυτοκίνητα, και όταν χρειάζεται, με ασθενοφόρα, στο νοσοκομείο της Τρίπολης.

                                                                                              Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

 

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

 

                                      Ο ΤΡΥΓΟΣ  ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΤΗΜΑ ΤΩΝ ΣΤΑΦΥΛΙΏΝ

     Όταν  έμπαινε ο Σεπτέμβρης πρώτη δουλειά των νοικοκυραίων ήταν να ετοιμάσουν τα βαγένια που θα αποθήκευαν το μούστο και  είχαν «ξερομαχιάσει*». Τα γέμιζαν νερό για μερικές ημέρες για να φουσκώσουν οι δόγες τους. Στη συνέχεια έμπαιναν μέσα σε αυτά για να τα πλύνουν, από μια πορτούλα στον μπροστινό παζό* του βαγενιού. Έβγαζαν από μέσα την λάσπη που είχε συγκεντρωθεί από την προηγούμενη χρονιά και τα έξυναν με την ξύστρα, για να καθαρίσουν καλά. Έπειτα σε ένα μεγάλο καζάνι έβραζαν θυμάρια, ρείκια και άλλα αρωματικά φυτά και το αρωματισμένο νερό που ακόμη έβραζε το έριχναν μέσα στο βαγένι και έκλειναν την πόρτα του. Οι αρωματισμένοι υδρατμοί περνούσαν στο ξύλο του βαγενιού και έδιναν ιδιαίτερο άρωμα στο κρασί. Ύστερα από μερικές ώρες έχυναν το νερό από το βαγένι. Καμμιά φορά έριχναν μέσα και σκόνη ασβέστη (χορίγι) για να μην ξινίσει το κρασί, γιατί η ασβέστη απολυμαίνει το βαγένι, σκοτώνοντας τον βάκιλο της ζύμωσης του όξους.     Τα βαγένια που δεν κρατούσαν μέσα το νερό τα έσουρναν από την αρχή, δηλαδή τα χαλούσε ο μάστορης (βαγενάς), άλλαζε τις χαλασμένες δόγες και τα ξανάφτιαχνε, (τα έστηνε) πάλι, σφίγγοντας τα σιδερένια στεφάνια του βαγενιού.΄Υστερα τα τοποθετούσαν στα κατώγια τους, τοποθετώντας τα πάνω σε χοντρά κούτσουρα, τα «πελάγια», στερεωμένα καλά και σφηνωμένα, για να μην κουνιούνται. Υπήρχαν βαγένια που είχαν μικρή χωρητικότητα σε κρασί και τα έλεγαν «βουτσιά», αλλά και μεγάλης χωρητικότητας βαγένια που  χωρούσαν 1000 μπότσες, δηλαδή 2.000 οκάδες κρασί. Τα τελευταία επειδή δεν χωρούσαν «στημένα», λόγω του όγκου τους να μπούν από τις πόρτες  στα υπόγεια των νοικοκυριών, τα έστηναν  οι βαγενάδες επιτόπου μέσα στα υπόγεια. Έπλεναν τους ληνούς και τα πολίμια  για να δεχτούν τα σταφύλια και το μούστο, ενώ παράλληλα μάζευαν τα κοφίνια, τους  «τριατικούς» όπως τους έλεγαν και τις βούτες για την μεταφορά των σταφυλιών από τα αμπέλια στους ληνούς. Τέλος τα συνεργεία με τις τσιπουριές ετοιμάζονταν και αυτά, επισκευάζοντας τις τσιπουριές τους, για να στίψουν   τα τσίπουρα στους ληνούς των συγχωριανών τους έναντι αμοιβής.

     Μετά τα μέσα του Σεπτέμβρη άρχιζε ο τρύγος. Ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι που γινότανε με χαρές και τραγούδια. Στον τρύγο βοηθούσαν και τα παιδιά. Γέμιζαν τα μικρά καλάθια με σταφύλια που τα μετέφεραν και τα άδειαζαν σε μεγαλύτερα κοφίνια, τους τριατικούς,* ή στις ξύλινες βούτες* στην άκρη του αμπελιού. Κατά την διάρκεια του τρύγου των σταφυλιών, οι δρόμοι γέμιζαν από τα ζώα, που φορτωμένα με τις βούτες και τα κοφίνια μετέφεραν τα σταφύλια στα πατητήρια, τους ληνούς, όπως τους έλεγαν.

    Κάθε νοικοκυριό διέθετε ένα ειδικό χώρο, συνήθως στεγασμένο, για το πάτημα των σταφυλιών.Ο χώρος αυτός ήταν τσιμεντοστρωμένος στη βάση του και στα πλάγια του σε ύψος τουλάχιστον ενός μέτρου.Έμοιαζε με μια μικρή στέρνα.Στο κάτω μέρος  της  υπήρχε έξοδος και η σωλήνα που υπήρχε εκεί επικοινωνούσε και κατάληγε στο διπλανό πολίμι*, ένα μεγάλο δοχείο, συνήθως πήλινο, που βρισκόταν χαμηλά στην μπροστινή επιφάνεια του ληνού.Το μοναδικό άνοιγμα, το παράθυρο ή  η «πάγκα», βρισκόταν στην μια πλευρά του λινού σε ύψος ενός μέτρου από το έδαφος. Από εκεί άδειαζαν τα σταφύλια από τα κοφίνια μέσα στο ληνό.Ο ληνός χρησιμοποιόταν συνήθως και σαν αποθηκευτικός χώρος κατά την διάρκεια του έτους, γι’ αυτό την περίοδο του τρύγου αφού τον άδειαζαν από ο, τι είχαν αποθηκεύσει εκεί (σανά, κλάρες, αποξηραμένα μουρόφυλλα κλπ) τον έπλεναν και ύστερα έρριχναν τα σταφύλια μέσα για να τα πατήσουν.Πολλοί  που είχαν σπίτια ανωγοκάτωγου τύπου, είχαν κατασκευάσει τον ληνό,  ώστε να εφάπτεται στην πλευρά της κύριας εισόδου του σπιτιού.Οι χώροι αυτοί είχαν σχήμα καμάρας και η οροφή του ληνού αποτελούσε το λιακωτό του σπιτιού,ενώ η είσοδός του βρισκόταν δίπλα στην πόρτα του κατωγιού του.Από την είσοδό του έμπαιναν μέσα στο χώρο του ληνού που βρισκόταν και το πολίμι ενώ  πιο μέσα,σε απόσταση δύο περίπου μέτρων από την πόρτα του υπήρχε χαμηλός διαχωριστικός τοίχος και από εκεί άρχιζε ο κυρίως ληνός, η στέρνα δηλαδή που πατούσαν τα σταφύλια.Σε αυτο τον τύπο ληνού για διευκόλυνση τα κοφίνια με τα σταφύλια τα άδειαζαν μέσα, από μια καταπακτή που βρισκόταν στην οροφή του,δηλαδή στο δάπεδο  του λιακωτού του σπιτιού. Το πάτημα των σταφυλιών γινόταν συνήθως από νεαρά άτομα, κατοίκους του χωριού ή και εργάτες, που τα πατούσαν συνήθως ξυπόλυτοι μέσα στα πατητήρια, στους ληνούς όπως τους έλεγαν, ενώ ο μούστος έτρεχε μέσα στο πολίμι.

Τα υπολείμματα από τις ρόγες και τα τσαμπιά των σταφυλιών, τα (τσίπουρα), τα μάζευαν οι εργάτες σε μια άκρη του ληνού και αφού τα στοίβαζαν, έβαζαν επάνω στη στοίβα σανίδες και πάνω σε αυτές βαριές πέτρες. Έτσι, με το πλάκωμα των υπολειμμάτων, έβγαινε η μεγαλύτερη ποσότητα του  μούστου που  είχε απομείνει μέσα από τα πλακωμένα «τσίπουρα». Ο μούστος που έβγαινε από το στίψιμο, συνέχιζε να τρέχει μέσα στο «πολίμι» του ληνού. Άφηναν πλακωμένα τα υπολείμματα από τις ρόγες και τα τσαμπιά για δύο περίπου ημέρες και ακολουθούσε η διαδικασία του «τσιπουρίσματος», με ένα ειδικό μηχάνημα την «τσιπουριά».

Η «τσιπουριά» αποτελείτο από ένα ξύλινο βαρέλι με αραιωμένες τις όρθιες σανίδες του, και ένα άξονα-κοχλία, στηριγμένο στη μέση μιας σιδερένιας βάσης, που στον άξονα αυτό βίδωνε ένας καταπέλτης. Οι εργάτες γέμιζαν πρώτα το βαρέλι της τσιπουριάς με τα υπολείμματα των σταφυλιών. Στη συνέχεια με κατάλληλους χειρισμούς, βιδώνοντας τον καταπέλτη στον άξονα – κοχλία, έστιβαν τα υπολείμματα των σταφυλιών πιέζοντας τα, και έτσι έφευγε ο μούστος από τις αραιωμένες σανίδες του βαρελιού της «τσιπουριάς». Επειδή κάθε σπίτι δεν είχε τη δική του «τσιπουριά», οι κάτοικοι του χωριού, που είχαν φορητές «τσιπουριές», δημιουργούσαν συνεργεία και μετέφεραν το μηχάνημα επί τόπου, στο ληνό του κάθε νοικοκυριού, που δεν διέθετε τέτοιο μηχάνημα, για το στίψιμο των υπολειμμάτων των σταφυλιών, έναντι αμοιβής.Ό, τι έμενε μετά το στίψιμο στην τσιπουριά και είχε πλέον πάρει στερεά μορφή, το μετέφεραν με τα ζώα στα χωράφια τους για να χρησιμοποιηθεί σαν λίπασμα.

Από το «πολίμι» έπαιρναν επίσης μικρή ποσότητα μούστου και χρησιμοποιώντας το «γράδο*», ένα γυάλινο εργαλείο, σε σχήμα μεγάλου θερμόμετρου, μετρούσαν την περιεκτικότητα του μούστου σε οινόπνευμα. Αν ο μούστος ήταν κάτω από τους δέκα βαθμούς, έπρεπε να τον ενισχύσουν, ρίχνοντας μέσα μερικά κιλά ζάχαρη, που την καθόριζε ο χημικός- οινολόγος. Αν όμως διαπίστωναν, κατά μέτρημα με το «γράδο», ότι ο μούστος περιείχε οινόπνευμα περισσότερο του κανονικού, αραίωναν το μούστο, ρίχνοντας ποσότητα νερού, που την καθόριζε και πάλι ο οινολόγος. Η καλύτερη ποιότητα του μούστου ήταν αυτή, που, κατά το «γραδάρισμα», ήταν δέκα τρείς βαθμοί.

Τον μούστο από το «πολίμι» τον μετέφεραν με τους ντενεκέδες και τον άδειαζαν στο βαγένι. Αφού το γέμιζαν, έρριχναν μέσα το απαραίτητο ρετσίνι σε ποσοστό ένα με δύο στα εκατό και άφηναν την τρύπα (σιφωνιά*) στο πάνω μέρος του βαγενιού ανοιχτή, μέχρι να ολοκληρωθεί η ζύμωση του μούστου. Ο μούστος κατά ζύμωση έβραζε μέσα στο βαγένι δεκαπέντε ημέρες περίπου. Όταν πια σταματούσε το βράσιμο του μούστου, σφράγιζαν την τρύπα με ρετσίνι και σκόνη ασβέστη. Άφηναν μερικές ημέρες το μούστο να κατασταλάξει και κάπου στα μέσα του Νοέμβρη, άνοιγαν την κάνουλα του βαγενιού, που συνήθως ήταν ξύλινη και υπήρχε στο κάτω μέρος της ελεύθερης πλευράς του, στον «παζό*». Έτσι «έπιαναν» και δοκίμαζαν το ψημένο πια κρασί, που ήταν έτοιμο για κατανάλωση.

Ο αείμνηστος χωριανός μας Γ.Μίλης, σημειώνει «πως την εποχή του μεσοπολέμου στο Ελαιοχώρι καλλιεργούσαν πολλά αμπέλια. Ο τρύγος των σταφυλιών διαρκούσε περίπου ένα μήνα. Από την παραγωγή μούστου του χωριού μας εφοδιαζόταν με κρασιά όλη η βορειοανατολική Κυνουρία. Τον μούστο τον μετέφεραν με τα ζώα μέσα σε ασκιά στο Άστρος, Κορακοβούνι, Άγιο Αντρέα κ.λ.π.». Θυμάται ακόμη πως «σε ηλικία δέκα ετών με το μουλάρι τους, την ψαριά, ένα καλό και ήσυχο μουλάρι, μετέφερε μούστο μαζί με άλλους αγωγιάτες στο παράλιο Άστρος, που απείχε από το χωριό πέντε ώρες δρόμο. Επειδή στο δρόμο κουραζόταν, οι άλλοι χωριανοί αγωγιάτες, που συνταξίδευαν, τον έβαζαν και καβαλούσε στα καπούλια του μουλαριού τους, της ψαριάς». Τέλος θυμάται και «το φαγητό που τους προσέφερε ο έμπορας, όπως συνηθιζόταν και αποτελείτο από ψάρια μαρινάτα και κεφαλοτύρι, πολυτέλεια γι’ αυτόν την εποχή εκείνη».

Τα ασκιά ή τουλούμια τα φτιάχνανε ειδικοί τεχνίτες από ολόκληρο τομάρι γίδας, που του έκαναν πρώτα ειδική επεξεργασία. Το κάθε ασκί χωρούσε 15 μπότσες μούστο περίπου (40-50 λίτρα).Το γέμισμα, το άδειασμα, το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα από το μουλάρι των ασκιών καθώς και η μεταφορά του μούστου με αυτά απαιτούσε ειδική τεχνική γιατί υπήρχε πάντοτε κίνδυνος να σκιστεί ή να τρυπήσει το δέρμα που ήταν κατασκευασμένα και να χυθεί το περιεχόμενο.

Οι περισσότερες οικογένειες είχαν αυτάρκεια σε κρασί. Ακόμη μέχρι και την δεκαετία του 1950, γινόταν και εξαγωγή μούστου στα γειτονικά χωριά αλλά και στην Τρίπολη. Το πρώτο φορτηγό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας των αδελφών Κόκκωνα από το Καστρί, που έφτασε στο χωριό, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν άνοιξε για πρώτη φορά το οδικό δίκτυο από το χωριό προς την Τρίπολη, φόρτωνε και μετέφερε μεγάλες ποσότητες μούστου, προμηθεύοντας την αγορά της Τρίπολης αλλά και την ευρύτερη περιοχή. Το κρασί σε παλαιότερα χρόνια δεν ήταν απλά ένα ποτό, αλλά μαζί με το ψωμί και το λάδι ήταν η βασική τροφή για όλη την οικογένεια.

 Επιπλέον οι νοικοκυρές με το «μούστο» ( το γλεύκος) παρασκεύαζαν την «μουσταλευριά» και το «πετιμέζι». Για την παρασκευή της μουσταλευριάς έπαιρναν μούστο από το πολίμι, και αφού τον στράγγιζαν από τα κουκούτσια των σταφυλιών, τον ζέσταιναν με σιγανή φωτιά σε μια κατσαρόλα. Έπειτα έριχναν μέσα και λίγη αλισίβα και τελευταία αλεύρι για να πήξει το μίγμα. Το άφηναν λίγο να κρυώσει και στη συνέχεια το άδειαζαν μέσα σε πιάτα και σε μικρά ταψιά, φροντίζοντας το πάχος του μίγματος να μην ξεπερνάει τα δύο δάχτυλα. Σε μερικά ταψιά έριχναν πάνω στο μίγμα  καρυδόψυχα και σουσάμι. Το άφηναν να κρυώσει εντελώς για να στερεοποιηθεί και τότε το έτρωγαν με το κουτάλι για γλύκισμα. Την μεγαλύτερη όμως ποσότητα την έκοβαν με το μαχαίρι σε μικρά τετράγωνα κομματάκια. Τα ξέραιναν στον ήλιο ή στο φούρνο, μετά το ψήσιμο του ψωμιού και τα κρατούσαν μέσα σε πάνινες σακούλες, τρώγοντας από αυτό το γλύκισμα όλο το χειμώνα. Το πετιμέζι το διατηρούσαν μέσα σε μπουκάλια και το χρησιμοποιούσαν για να παρασκευάσουν τα μουστοκούλουρα.

 

                                                       Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...