Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

 

                                   Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗ ΖΩΗ

       Όταν η γυναίκα έμενε έγκυος, δεν είχε τις σημερινές περιποιήσεις, την ξεκούραση και το καλό φαγητό. Δούλευε συνέχεια στα χωράφια, στα ζώα και στο νοικοκυριό, καθ’ όλη την διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Κάποιες γυναίκες, δεν προλάβαιναν να φτάσουν στο σπίτι και γεννούσαν στα χωράφια. Η αείμνηστη μητέρα μου με γέννησε αμέσως μόλις έφτασε στο σπίτι από το χωράφι, που την έπιασαν οι πόνοι. Πίστευαν ότι εάν επιθυμήσει η έγκυος κάποιο φαγώσιμο, πρέπει να της το δώσουν να το φάει, γιατί αλλιώς θα αποβάλει. Απαγορευόταν να πάει σε ετοιμοθάνατο ή σε κηδεία. Της εύχονταν, όπως άλλωστε και σήμερα, «καλή λευτεριά».

Επειδή δεν υπήρχε ιατρική περίθαλψη, πολλές γυναίκες και μωρά πέθαιναν στη γέννα. Κάποιες γυναίκες γεννούσαν παιδιά εκτός γάμου, γιατί δεν υπήρχαν τα μέσα προφύλαξης και δεν γίνονταν αμβλώσεις. Τότε τα πράγματα για τη γυναίκα ήταν πολύ δύσκολα. Αφού έτρωγε πολύ ξύλο από τα συγγενικά της πρόσωπα, της έπαιρναν το μωρό και το άφηναν στην πόρτα πλουσιόσπιτων στην Αθήνα κυρίως και φρόντιζαν να την παντρέψουν όπως - όπως με κατώτερο συγχωριανό τους, ή στη χειρότερη περίπτωση την έδιωχναν από το σπίτι, αλλά και από το χωριό.

Στην καλύτερη περίπτωση οι γυναίκες γεννούσαν με τον πρωτόγονο τρόπο στο σπίτι, με την βοήθεια των έμπειρων πρακτικών μαμών που μάθαιναν την τέχνη από τις πιο ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού. Όταν φώναζαν τη μαμή να ξεγεννήσει καμιά γυναίκα, αυτή σηκώνονταν, όποια ώρα και αν ήταν και έτρεχε να βοηθήσει την ετοιμόγεννη, βάζοντας τα δυνατά της και όλη την πείρα και τις γνώσεις που κατείχε. Στην αρχή έκανε διάφορες κινήσεις και αναδιπλώσεις στο σώμα της ετοιμόγεννης, για να δυναμώσουν οι πόνοι, να δυναμώσουν τα «τανίσματα», με τελικό σκοπό να «ξεκοπούν» το παιδί και το «ύστερο» από το σώμα της μητέρας.

Όταν γεννιόταν το παιδί, η μαμή έκοβε τον ομφάλιο λώρο και τον έδενε σφιχτά με μια βαμβακερή γερή κλωστή για να σταματήσει το αίμα και έπειτα έβγαζε το «ύστερο» από τον κόλπο της γυναίκας. Το νεογέννητο αν ήταν στα καλά του, βγαίνοντας από την κοιλιά της μάνας του φαινόταν από τα κλάματα και τις φωνές του. Αν όμως δεν έβγαζε καθόλου μιλιά, τότε το έπιανε η μαμή από τα δύο του πόδια, το αναποδογύρισε με το κεφάλι προς τα κάτω, για να βγούν τα υγρά που τυχόν είχε καταπιεί και το κουνούσε να συνέλθει. Δεν το έπλενε αμέσως αλλά την τρίτη ημέρα. Περιποιόταν το μωρό και το έβαζε δίπλα στη μητέρα του. Τις πρώτες τρείς ημέρες του έδιναν να πιεί χαμομήλι, μέχρι να έρθει το γάλα στη μητέρα του και να θηλάσει. Την τρίτη ημέρα το έπλεναν και του έδεναν σφιχτά το μέτωπό του, για να κάνει όπως πίστευαν όμορφο μέτωπο. Ύστερα του τραβούσαν τα μέλη για να ισιώσουν και το τύλιγαν σε μαλακό ύφασμα αν είχαν ή κατευθείαν στις σπαργάνες. Το έδεναν σφιχτά με τις φασκιές και μετά το δέσιμο το σταύρωναν και το έβαζαν στην κούνια για να κοιμηθεί. Το δέσιμο (φάσκιωμα) αυτό διαρκούσε ένα χρόνο.

Παλαιότερα, όπως αναφέρει ο Καλλίστατος Καλλούτσης στα «Κυνουριακά» του «μόλις γεννιόταν το παιδί, το βράδυ τοποθετούσαν κοντά του ένα καρβέλι ψωμί και μια τσιότρα κρασί. Όμοίως τοποθετούσαν στην κούνια του και ένα καλαμάρι. Λένε ότι τη νύχτα ερχόταν η μοίρα και του έγραφε το ριζικό του. Έπρεπε λοιπόν να βρεί ψωμί και κρασί να φάει και να ευχαριστηθεί για να το μοιράνει καλά και να του γράψει καλή τύχη».

Όταν μεγάλωνε το μωρό, το δένανε από τη μέση και κάτω. Πριν σαραντίσει το «παιδί το ξυράφιζαν μερικές φορές. Την διαδικασία αυτή που ήταν σχετικά επώδυνη, την αναλάμβανε η μαμή. Χάραζαν ελαφρά το κορμάκι του μωρού, στο στήθος, στην πλάτη και στη φτέρνα, γιατί πίστευαν ότι πρέπει να φύγει το αίμα της κοιλιάς και έτσι το παιδί θα προστατευόταν από τις ασθένειες. Η λεχώνα δεν έβγαινε από το σπίτι της για σαράντα ημέρες. Αν ήταν ανάγκη να βγει από σπίτι πριν σαραντίσει, έβαζε επάνω της λιβάνι, σκόρδο και κατράμι, για να μην πάρει μάτι και πάθει κακό.

Όταν το παιδί σαράντιζε, η λεχώνα πήγαινε στην εκκλησία, για να πάρει ευχές. Πριν σαραντίσει το μωρό δεν έπρεπε να το βλέπουν άλλοι, εκτός από τους συγγενείς, γιατί ματιάζονταν εύκολα. Πίστευαν πολύ στο μάτιασμα, γι΄ αυτό έπαιρναν διάφορα μέτρα για να το αποτρέψουν. Του κρεμούσαν φυλαχτό απαραίτητα για να μην ματιάζεται και του έβαζαν κατράμι ή μουτζούρα πίσω από το αυτί. Για να φτιάξουν το φυλαχτό τύλιγαν σε ένα κομματάκι ύφασμα λιβάνι, κάρβουνο, σκόρδο, αλάτι και σταυρολούλουδα.

Παλιότερα το μωρό κοιμόταν μαζί με την λεχώνα, Όμως επειδή κάποιες το πλάκωναν στον ύπνο τους και πέθαινε, το κοίμιζαν σε ξύλινη κούνια, ειδικά φτιαγμένη με σανίδια (μπεσίκι) ή στην ανάγκη μετέτρεπαν σε κούνια το σκαφίδι που ζύμωναν. Αν έπρεπε να πάρουν το παιδί μαζί τους στις δουλειές, το μετέφεραν σε δερμάτινη ή υφαντή «νάκα*», που την κρεμούσαν με λουριά στον ώμο. Τη φτιάχνανε από δύο μακριά ξύλα ίσια, που ένωναν με άλλα δύο ημικυκλικά μικρά για να μην κλείνει. Κρεμούσαν την νάκα με το μωρό στο δέντρο (γκορτσιά*) και αυτοί έσκαβαν, θέριζαν, έσπερναν ή ασχολούντο με άλλες αγροτικές εργασίες. Πολλές φορές τα μωρά κινδύνευαν από τα φίδια, που πλησίαζαν, γιατί μύριζε γάλα το μωρό.

Μόλις τα μωρά μεγάλωναν, τα δόντια που κουνιόνταν και ήταν έτοιμα να πέσουν για να φυτρώσουν τα καινούρια, προφανώς για να μην μείνουν στο στόμα τους και τα καταπιούν, τα έδεναν με μια κλωστή από κουβαρίστρα. Έπειτα, κάνοντας τον οδοντίατρο, τα τραβούσαν απότομα, οπότε έφευγαν από τη γνάθο του παιδιού. Έδιναν τότε το δόντι στο παιδί να το πετάξει πάνω στη στέγη του σπιτιού και έλεγαν την ευχή: «πάρε κουρούνα το δόντι του και δώστου σιδερένιο, για να  μασάει κόκκαλα, να τρώει  παξιμάδια». 

                                                                      Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

 

Η ΒΑΦΤΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

 Το πρώτο παιδί του ζευγαριού το βάφτιζε ο κουμπάρος που στεφάνωσε το ζευγάρι. Τα άλλα παιδιά τα βάφτιζαν όποιοι ήθελαν αφού το ζητούσαν από τους γονείς και αυτοί δέχονταν. Όταν κανονιζόταν το κουμπαριό, ο νονός ασήμωνε το νεογέννητο στην κούνια του, «το κερνούσε». Στη συνέχεια οριζόταν η ημερομηνία που θα γινόταν η βάφτιση, συνήθως Κυριακή μετά την λειτουργία.

Παλιότερα τα βαφτίσια γίνονταν και στο σπίτι. Δύο μεγάλα παιδιά μετέφεραν την κολυμπήθρα περνώντας τα δύο χερούλια της σε ένα μακρύ ξύλο το κολυμπηθρόξυλο» στο σπίτι και άλλα παιδιά τα άλλα σύνεργα και «ασημώνονταν» από τον νονό.

Αργότερα καθιερώθηκε το βάπτισμα να γίνεται μόνο στην εκκλησία, όπως και σήμερα. Το μωρό το κρατούσε η γιαγιά, κατά την διάρκεια που ο παπάς διάβαζε τους εξορκισμούς. Η μητέρα δεν έπρεπε να είναι παρούσα την ώρα εκείνη, γι’ αυτό περίμενε έξω από την εκκλησία, μέχρι τη στιγμή που κάποιο παιδί της έλεγε «τα συχαρίκια» δηλαδή το νέο όνομα και αυτή του έδινε ένα μικρό φιλοδώρημα. Στη συνέχεια έμπαινε στην εκκλησία και παρακολουθούσε το μυστήριο, όπως και σήμερα.

Το όνομα του παιδιού το έβαζε ο νονός με δική του πρωτοβουλία. Συνήθως τα δύο πρώτα παιδιά έπαιρναν τα ονόματα των παππούδων από το σόι του πατέρα και τα άλλα δύο από το σόι της μάνας. Σημειωτέον ότι κάθε ζευγάρι εκείνη την εποχή γεννούσε πολλά παιδιά. Ο νονός πολλές φορές έβαζε το όνομά του στο βαφτιστήρι του. Διπλά ονόματα δεν έβαζαν τότε, όπως σήμερα. Στο τέλος του μυστηρίου ο νονός σκόρπιζε κέρματα, πενηνταράκια κυρίως και εικοσαρίτσες και δεκαρίτσες (υποδιαιρέσεις της δραχμής) και τα παιδιά έτρεχαν να τα μαζέψουν για να τα οικειοποιηθούν. Μετά την βάφτιση του μωρού ακολουθούσε τραπέζι στο σπίτι των γονέων του και μεγάλο γλέντι.

Ο νονός στις γιορτές έδινε χρήματα στο βαφτιστήρι του και το Πάσχα του έστελνε την λαμπάδα της Λαμπρής, μαζί με μικρό πανεράκι κόκκινα αυγά. Το βαφτιστήρι φιλούσε το χέρι του νουνού πριν κοινωνήσει. Αν έλεγε τα κάλαντα μαζί με άλλα παιδιά στο σπίτι του νονού, τότε του έδιναν μεγαλύτερο φιλοδώρημα από τα άλλα παιδιά. Όταν μεγάλωνε το παιδί και επρόκειτο να παντρευτεί, ζητούσε από την οικογένεια του νονού του να το στεφανώσει.

Μερικοί έταζαν το μωρό τους στον ΑϊΓιώργη και την ημέρα της γιορτής του Αγίου η μητέρα πήγαινε το μωρό στην εκκλησία. Όταν διάβαζε ο παππάς το Ευαγγέλιο, η μητέρα τοποθετούσε το μωρό μπροστά στην «ωραία πύλη» στα πόδια του ιερέα. Ο πρώτος που θα έπαιρνε το μωρό στα χέρια του θα γινόταν νονός και θα βάφτιζε το παιδί, δίνοντας συνήθως το όνομα του Αγίου.

Αυτοί που είχαν «τάξει» το παιδί τους στον Αη Γιάννη τον Πρόδρομο, στον Κοκκινόβραχο, μόλις έφταναν στο μοναστήρι, έμπαιναν στην εκκλησία, προσκυνούσαν την εικόνα του Αγίου και άφηναν για λίγο το παιδί τους μπροστά στην εικόνα του. Εν τω μεταξύ όσοι από τους προσκυνητές επιθυμούσαν να γίνουν ανάδοχοι στα μωρά, που είχαν «τάξει» οι γονείς τους στον ΑϊΓιάννη, έγραφαν σε χαρτάκια-κλήρους το ονοματεπώνυμό τους καθώς και τα ονοματεπώνυμα συγγενών τους που είχαν έλθει για να προσκυνήσουν τον Άγιο, μπροστά στο προσκυνητάρι με την εικόνα του Αγίου, που βρισκόταν στο προαύλιο του μοναστηριού.

Αφού δίπλωναν τα χαρτάκια επιμελώς, τα έριχναν μέσα σε ένα κόσκινο, που αποτελούσε την κληρωτίδα, αφήνοντας τον όβολό τους στο μικρό καλαθάκι, που βρισκόταν δίπλα από το προσκυνητάρι με την εικόνα.

Οι προσκυνητές του μοναστηριού παρέμεναν στους εξώστες και στα κελιά του μοναστηριού, και τις μεσημεριανές ώρες μπροστά στο προσκυνητάρι με την εικόνα του Αγίου, οι υποψήφιοι νεοφώτιστοι, που τους κρατούσαν η μανάδες τους στην αγκαλιά τους, άπλωναν ένας-ένας το χεράκι τους μέσα στο κόσκινο-κληρωτίδα, και έπαιρναν από ένα χαρτάκι που είχε γραμμένο το όνομα του υποψήφιου αναδόχου τους. Ακολούθως η νεωκόρος του μοναστηριού έπαιρνε το χαρτάκι από το χεράκι του κάθε παιδιού και διάβαζε δυνατά το ονοματεπώνυμο του αναδόχου του παιδιού, για να το ακούσουν όλοι οι προσκυνητές, που περίμεναν κρεμασμένοι στα μπαλκόνια. Με αυτό τον τρόπο αναδεικνυόταν οι ανάδοχοι των παιδιών, που τα είχαν «τάξει» οι γονείς τους στον Άγιο. Τις απογευματινές ώρες γινόταν η ομαδική βάφτιση των παιδιών, από τον ηγούμενο του μοναστηριού, τον παπά Χριστόφορο Διαμαντάκο. Τα αγόρια βαφτίζονταν ομαδικά στην ίδια κολυμβήθρα, όπως και τα κορίτσια, χωριστά όμως μεταξύ τους. Με αυτή την διαδικασία έγινε και η δική μου βάφτιση στο μοναστήρι.

Εάν ένα μωρό δεν είχε βαφτιστεί και ήταν ετοιμοθάνατο, τότε γινόταν το αεροβάφτισμα, γιατί δεν έπρεπε να πεθάνει αβάφτιστο. Θα κουβαλούσε στον άλλο κόσμο όλες τις προπατορικές αμαρτίες. Η διαδικασία του αεροβαφτίσματος ήταν η ακόλουθη: Κάποιος από τους παρισταμένους σήκωνε στον αέρα τρείς φορές το μωρό και έλεγε «βαφτίζεται ο δούλος του Θεού……», αναφέροντας το όνομα που θα έδιναν στο μωρό. Αν όμως το μωρό ζούσε, το βάφτιζαν κανονικά. Τα παιδιά που είχαν τον ίδιο νονό, ήταν τα «λαδαδέρφια». Λαδαδέρφια ήταν και τα παιδιά του νονού με το βαφτιστήρι. Αυτά είχαν πνευματική συγγένεια, ήταν σαν αδέλφια, γι’ αυτό και δεν έπρεπε να παντρεύονται μεταξύ τους.

                                                Γιώργος Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

 

                   ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ  ΠΡΙΝ ΤΟ 1970

    Οι κάτοικοι του χωριού τρέφονταν με ο, τι τους απέδιδε η γη τους και ο, τι έπαιρναν από τα ζώα τους. Έτρωγαν ψωμί από αλεύρι σιταριού, αλλά και κάποιες οικογένειες φτωχότερες από σμιγάδι (σιτάρι και κριθάρι ανάμεικτο). Το καλοκαίρι άλεθαν στο μύλο χοντρόσπυρο σιτάρι και το έκαναν «μπουλουγούρι*». Με αυτό έφτιαχναν το γλυκό τραχανά. Έβραζαν σε μεγάλο καζάνι γάλα. Σε 4-5 οκάδες γάλα έριχναν 1 οκά πληγούρι, ανακάτευαν μέχρι να πήξει προσθέτοντας και αρκετό αλάτι, για να διατηρηθεί όλο το χειμώνα. Αφού κρύωνε ο χυλός άπλωναν σεντόνια και  έκοβαν την ζύμη κομματάκια. Στη συνέχεια τα κομματάκια αφού τα στέγνωναν, τα έτριβαν ακόμη μικρότερα και τα περνούσαν από χοντρό κόσκινο. Ύστερα ξέραιναν καλά τον τραχανά και τον μάζευαν σε πάνινες σακούλες για να αερίζεται. Τον έβραζαν το χειμώνα σούπα, προσθέτοντας πολλές φορές και ελάχιστες χυλοπίτες. Με ξινόγαλο έφτιαχναν και τον ξινό τραχανά. Πρόσθεταν αλεύρι και αυγά και τον ξέραιναν όπως το γλυκό τραχανά. Τον μαγείρευαν και αυτόν σούπα.

Βασική τροφή ήταν οι χυλοπίτες. Τις έφτιαχναν οι γυναίκες τους καλοκαιρινούς μήνες σε μεγάλη ποσότητα για να φτάσουν για όλη τη χρονιά. Ζύμωναν αλεύρι με γάλα και αυγά. Άνοιγαν φύλλα μεγάλα, τα «πέτουρα», με τον πλάστη*, τα άπλωναν σε σεντόνια να στεγνώσουν λίγο και αφού τα δίπλωναν κατάλληλα, τα έκοβαν σε μικρά τετράγωνα κομματάκια. Έτσι έφτιαχναν τις χυλοπίτες. Τις στέγνωναν στη σκιά για αρκετές ημέρες και τις αποθήκευαν και αυτές σε πάνινες σακούλες. Τις μαγείρευαν στραγγιστές με άφθονη μυτζήθρα ή τις πρόσθεταν στο κρέας. Μαγείρευαν ακόμη και πατάτες γιαχνί και έριχναν μέσα χυλοπίτες. Παρασκεύαζαν επίσης και λαζάνια κατά τον ίδιο τρόπο, μόνο που έκοβαν τα φύλλα το ζυμάρι σε λωρίδες.

Άλλα φαγητά που έφτιαχναν οι νοικοκυρές ήταν αυτά που στηρίζονταν στο λάδι, τα λαδερά. Τέτοια λαδερά φαγητά ήταν τα χορταρικά, τα χορτάρια όπως τα έλεγαν. Άγρια χόρτα που μάζευαν οι ίδιοι στα χωράφια ήταν: ραδίκια, βρούβες, τσόχλια, βλαστάρια,  καυκαλίθρες, μυρόνια, σπαράγγια και βορβιά. Τα έτρωγαν βραστά με μπόλικο λάδι και λεμόνι, ενώ τα βορβιά τα έτρωγαν και σκορδαλιά. Ένα χορταρικό νοστιμότατο ήταν και τα μανιτάρια που τα μάζευαν οι ίδιοι στα χωράφια. Για να δοκιμάσουν μήπως ήταν δηλητηριώδη, τα έβραζαν και όταν τα γιάχνιζαν πετούσαν μέσα ένα κουταλάκι ασημένιο. Αν μαύριζαν ήταν δηλητηριώδη και τα πετούσαν. Τα έτρωγαν τηγανιτά, ρηγανάτα. Σαλάτες παρασκεύαζαν με μαρούλια, φρέσκα κρεμμύδια, ρόκα και ντομάτες. Λαδερά μαγειρευτά φαγητά ήταν συνήθως τα όσπρια. Τα κουκιά τα φρέσκα τα μαγείρευαν πάντα με άνιθο και δυόσμο. Τα ξερά φασόλια με μπόλικο σέλινο. Τα φρέσκα φασολάκια και τις μπάμιες τα μαγείρευαν με πατάτες και για μυρωδικό χρησιμοποιούσαν μαϊντανό. Φαγητά γεμιστά με κιμά και ρύζι ήταν οι ντολμάδες με αμπελόφυλλα τρυφερά της άνοιξης και λαχανοντολμάδες με περιτύλιγμα φύλλα από μαπολάχανα. Τους καλοκαιρινούς μήνες γέμιζαν με κιμά, ρύζι, δυόσμο και μαϊντανό τις ντομάτες, τα κολοκυθάκια και τις μελιτζάνες. Τα έψηναν στο φούρνο μετά το ψήσιμο του ψωμιού και ευωδίαζε όλη η γειτονιά. Άλλα φαγητά με κιμά ήταν τα σουτζουκάκια που ζύμωναν τον κιμά με κίμινο, σκόρδο, αλάτι, πιπέρι και λίγη ψύχα ψωμί μουσκεμένο σε κόκκινο κρασί. Τα έπλαθαν μακρόστενα και τα έβραζαν στην κατσαρόλα με σάλτσα πελτέ ή ντομάτα φρέσκη. Τα γιουβαρλάκια, που το μίγμα τους γινόταν με κιμά και ρύζι, λίγο κρεμμύδι και αυγά, τα έπλαθαν σε μπαλάκια σε μέγεθος μικρού αυγού και τα έβραζαν στην κατσαρόλα σε ζουμί και κατόπιν τα περίχυναν με αυγολέμονο. Τους κεφτέδες  παρασκεύαζαν  από κιμά που τον ζύμωναν με μουλιασμένο ψωμί, κρεμμύδι, αλάτι, πιπέρι κλπ  και αφού τους έπλαθαν σε μικρά σφαιρίδια, τους τηγάνιζαν. Επίσης  παρασκεύαζαν  κεφτέδες και από κολοκύθια αντί για κιμά  τους κολοκυθοκεφτέδες, με τα  ίδια υλικά.

Τις Κυριακές συνήθως μαγείρευαν κρέας αρνί ή κατσίκι κοκκινιστό με μακαρόνια ή χυλοπίτες και έριχναν επάνω στο πιάτο μπόλικη μυτζήθρα, ενώ τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και των Θεοφανείων έτρωγαν μοσχάρι στιφάδο που προμηθεύονταν από τα χασάπικα του χωριού. Μόλις άρχιζε το Μεγαλοβδόμαδο άρχιζαν σε όλα τα σπίτια πυρετώδεις προετοιμασίες για την εορτή της Ανάστασης. Την Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν τα κόκκινα αυγά και έφτιαχναν τα γαλοκούλουρα, που τα πασπάλιζαν με κρυστάλλινη ζάχαρη ή τα άλοιφαν με δαρμένους κρόκους αυγών. Τα έψηναν στους φούρνους τους και με το άνοιγμά τους μοσχομύριζαν όλες οι γειτονιές του χωριού από τις μυρουδιές των γλυκισμάτων. Κάποια στιγμή ερχόταν στο κάθε σπίτι και ο χασάπης, για να σφάξει το κατσικάκι που είχαν αναθρέψει για να το «θυσιάσουν» την περίοδο αυτή στο Πασχαλιάτικο τραπέζι τους. Χώριζαν από το σφαχτάρι τα εντόσθιά του (σηκωταριά, έντερα κλπ) που τα έβαζαν στο ταψί για να τα προετοιμάσουν για τη  μαγειρίτσα. Το σφαχτάρι το κρεμούσαν από το τσιγκέλι και το άφηναν λίγες ώρες για να στραγγίξουν τα αίματα. Έπειτα το τεμάχιζαν με το μεγάλο μαχαίρι για να το βάλουν ανήμερα της Λαμπρής στο φούρνο μαζί με τις Καστρίτικες πατάτες για ψήσιμο. Το Μεγάλο Σαββάτο το απόγευμα η νοικοκυρά άρχισε να ετοιμάζει τη συκωταριά. Ξέπλενε τα έντερα γυρίζοντάς τα ανάποδα με τα αδράχτι της ρόκας που έγνεθε η γιαγιά, καθώς και τη συκωταριά από τα αίματα. Αν έφτιαχνε μαγειρίτσα τα ψιλόκοβε όλα με το μαχαίρι. Διαφορετικά τα έκοβε σε κομμάτια - μπουκίτσες και τα έβαζε στο ταψί για να τα ψήσει στο φούρνο με λαδορήγανη*.Τα έντερα τα έπλεκε σε αυτή την περίπτωση σε κοτσίδες*. Επίσης μερικά  κομμάτια που είχε κόψει από τη σηκωταριά (σπλήνα, καρδιά γλυκάδια κλπ),  τα ψιλόκοβε και αφού τα ανακάτευε με πιπέρι, ξύδι, αλάτι  και άλλα μυρωδικά , γέμιζε με το μίγμα αυτό  το σπληνάντερο. Έκοβε ένα κομμάτι έντερο χοντρό και άρχιζε να πιέζει λίγο - λίγο το υλικό μέσα στο έντερο. Όταν το γέμιζε σε όλο του το μήκος, το έδενε σφιχτά με σπάγγο στις δύο άκρες του και το τοποθετούσε στο ταψί για να το ψήσει φούρνο της θερμάστρας  μαζί με τα λαδορηγανάτα εντόσθια. Αυτά τα έτρωγαν τη νύχτα της Ανάστασης, «απολείτουργα» .Ανήμερα το πρωί της Λαμπρής ετοίμαζαν το ταψί με τα κομμάτια το αρνί και τις πατάτες για το φούρνο. Την ημέρα αυτή ένας φούρνος κάθε γειτονιάς καιγόταν για να δεχτεί τα ταψιά με τα κρέατα για ψήσιμο όλων των γειτόνων της. Κανένα νοικοκυριό εκείνη την εποχή δεν έψηνε το κατσικάκι στη σούβλα. Τα τελευταία όμως χρόνια στην ταβέρνα της κυράΕλένης άναβαν φωτιά και  έμπαιναν για ψήσιμο τριάντα σουβλιστά αρνάκια περίπου στη σειρά. Περιστρέφονταν όλα πάνω από τη φωτιά με ειδικό ηλεκτροκίνητο μηχανισμό. Όταν το μεσημέρι  είχαν πιά ψηθεί, ο κάθε Μασκλινιώτης που είχε παραγγείλει το δικό του αρνί, πήγαινε και το έπαιρνε ψημένο, έτοιμο για το πασχαλινό τραπέζι, πληρώνοντας την κυρά Ελένη για τον «κόπο» της.  

Μόλις έμπαινε  ο Οκτώβρης  και άρχιζαν τα  πρωτοβρόχια, μετά από κάθε απόβροχο* έβγαιναν οι νεότεροι  στα χωράφια να μαζέψουν σαλιγκάρια, τα «μπομπόλια».Ορισμένοι έβγαιναν στη ροϊνά και μάζευαν τα «πετροσαλίγκαρα»,που ήταν μεγαλύτερα σε μέγεθος από τα μπομπόλια και ανέβαιναν μετά το απόβροχο πάνω στις πέτρες για να λιαστούν. Άλλοι έπαιρναν το τραίνο, κατέβαιναν στο Σύρτη, στην περιοχή του Αχλαδόκαμπου, και μάζευαν εκεί σαλιγκάρια σε μεγάλες ποσότητες. Τα έφερναν μέσα σε μικρά κοφίνια*, τα «χεροκόφινα» που τα είχαν σκεπασμένα με πετσέτες για να μη βγουν από εκεί και «σκαρίσουν». Οι νοικοκυρές έβγαζαν τη σάρκα των σαλιγκαριών από το κέλυφος, το «καβούκι» τους, με το πηρούνι, και τα μαγείρευαν με διάφορους τρόπους: Τηγανιτά με αυγά ομελέτα, τσιγαριστά στην κατσαρόλα με κρεμμύδια ψιλοκομμένα και μπόλικη ντομάτα κλπ.           Τον χειμώνα για να ζεσταθούν, όταν δεν είχαν κάτι πρόχειρο να φάνε γυρίζοντας κουρασμένοι από τις δουλειές μαγείρευαν τραχανά με χυλοπίτες ή έφτιαχναν τριφτάδες*. Γίνονταν με σκέτο νερό και αλεύρι. Τις ετοίμαζαν συνήθως οι γιαγιές τρίβοντάς τες με τα χέρια τους και γίνονταν στρογγυλές και ψιλές. Τις έριχναν μέσα σε βραστό νερό. Γίνονταν σούπα, πρόσθεταν και λίγο κρασί και ρουφούσαν το πρώτο πιάτο για να ζεσταθούν. Στο δεύτερο πιάτο έριχναν μέσα και ψωμί και έτρωγαν. Όταν ζύμωναν ψωμί, κρατούσαν ζυμάρι και έφτιαχναν τηγανόψωμα.

Οι τσοπάνηδες έτρωγαν άφθονα τυροκομικά και γαλακτοκομικά. Έτρωγαν γιαούρτι, ξινόγαλο, μυτζήθρα, τυρί φέτα και αφρόγαλα. Τρέφονταν επίσης με πολλά άγρια χόρτα, τα οποία αφθονούσαν στα χωράφια και έφτιαχναν με αυτά πολύ συχνά λαχανόπιτες, οι οποίες μοσχοβολούσαν από το αρωματικά χόρτα που περιείχαν. Στις αρχές του φθινοπώρου έβγαιναν στα χωράφια και ορισμένοι πήγαιναν στον κάμπο του Αχλαδόκαμπου και μάζευαν σαλιγκάρια. Υπήρχαν πετροσαλίγκαρα μεγάλου μεγέθους και τα μαγείρευαν είτε τσιγαριστά με σάλτσα και κρεμμύδια είτε τηγανητά με αυγά ομελέτα.

Όλες οι νοικοκυρές έβαζαν κλώσσες και έβγαζαν κοτοπουλάκια. Τα μεγάλωναν και όσα ήταν κοκόρια, τα μαγείρευαν. Τις κότες τις κρατούσαν για να γεννούν αυγά. Έτρωγαν πολλά αυγά αλλά και με αυτά αγόραζαν μικροπράγματα από τα μαγαζιά πληρώνοντας με αυτά αντί για χρήματα. Από ψαρικά έτρωγαν ρέγκες, σαρδέλες και βακαλάο παστό τον οποίο μαγείρευαν με πολλούς τρόπους: σούπα, πλακί, με ρύζι, με άγρια χόρτα, τηγανητό με σκορδαλιά.

Μια ή δύο φορές το μήνα έφερναν από τους Μύλους με το τραίνο ο Γιάννης ο Στρατηγάκης (Κιτσιόγαννης) και ο Νικόλας ο Μέγγος (Ντρίτσαλης) μέσα σε κασέλες με πάγο, φρέσκα ψάρια, γόπες, μαρίδες και σαρδέλες, που τα εμπορεύονταν και γίνονταν ανάρπαστα από τους κατοίκους του χωριού. Τα τηγάνιζαν με μπόλικο λάδι οι νοικοκυρές και μοσκοβολούσε όλο το χωριό. Όταν βγήκαν οι κονσέρβες, οι ρέγγες και οι παστές σαρδέλες, αγόραζαν και από αυτές για να φάνε. Έπιναν απαραιτήτως κρασί, το οποίο είχαν όλα τα σπίτια. Όταν αρρώσταιναν έπιναν τσάι του βουνού, χαμομήλι και τίλιο.

Αγόραζαν κόκκους καφέ, τους καβούρντιζαν με τα καβουρντιστήρια στη φωτιά, με σίκαλη ή ρεβίθι για οικονομία και τους έκοβαν με ειδικά μηχανήματα, τους «χερόμυλους» που είχαν ορισμένοι κάτοικοι του χωριού. Για να ψήσουν τον καφέ χρησιμοποιούσαν συνήθως για ευκολία τους το «καμινέτο». Αυτό ήταν ένα μικρό κλειστό τενεκεδένιο δοχείο με τρία μικρά ποδαράκια, που στην προέκτασή τους προς τα πάνω τοποθετούσαν το μπρίκι με τον καφέ, για να τον ψήσουν πάνω από τη φωτιά του. Το καμινέτο λειτουργούσε με οινόπνευμα και χοντρό φιτίλι. Πότιζαν το φιτίλι είτε με λίγο οινόπνευμα, είτε αναποδογυρίζοντας το δοχείο, για να ποτιστεί το φιτίλι με το περιεχόμενό του και ύστερα άναβαν το φιτίλι με τον αναπτήρα, το «τσακμάκι». Το χρησιμοποιούσαν συνήθως τους μήνες που δεν έκαιγε το τζάκι και φυσικά πριν ακόμη κυκλοφορήσουν οι εστίες με υγραέριο (πετρογκάζ). Τα μπρίκια που έψηναν τον καφέ ήταν τσίγκινα ή χάλκινα, «μπακιρένια».

Γλυκά έφτιαχναν συνήθως τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, τα Χριστούγεννα, μελομακάρονα, κουραμπιέδες και μουστοκούλουρα. Ορισμένες τους καλοκαιρινούς μήνες έφτιαχναν γλυκό βύσσινο που προμηθεύονταν από τις βυσσινιές του γειτονικού χωριού Παρθένι, ενώ στις αρχές του φθινοπώρου έφτιαχναν γλυκό κυδώνι από τις κυδωνιές που αφθονούσαν στο δεύτερο χωριό τους, το Καστρί. Όλα τα σπίτια από το μούστο των σταφυλιών έφτιαχναν πάντοτε πετιμέζι, το οποίο χρησιμοποιούσαν στην ζαχαροπλαστική για να φτιάξουν μουστοκούλουρα, αντί για ζάχαρη αλλά και για γιατρικό. Τον μήνα Αύγουστο μάζευαν από τις συκιές που υπήρχαν άφθονες στο χωριό ασπρόσυκα και μελισσόσυκα και έφτιαχναν τις «ασκομαίδες» όπως τις έλεγαν. Άνοιγαν τα σύκα με το χέρι και τα άπλωναν στον ήλιο να στεγνώσουν. Μετά το στέγνωμα τα άλειφαν με πετιμέζι και τα φούρνιζαν για λίγο στο φούρνο για να ξεραθούν εντελώς. Τα διατηρούσαν μέσα σε πάνινες σακούλες που τις κρεμούσαν από τα πατεριά του σπιτιού ή στα σεντούκια και τα έτρωγαν τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια γύρω από το τζάκι. Το μέλι το είχαν λιγοστό για φάρμακο και μόνο κάποια σπίτια το παρήγαγαν από δικά τους μελίσσια.

                                                   Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...