Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

 

                              Η ΠΕΡΙΟΧΗ  ΤΗΣ ΚΟΥΜΠΙΛΑΣ

    Κατηφορίζοντας από το εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής ή από τον οικισμό «Λιατσέκα» σπίτια ή Πίσω Μεσοραχίτικα προς το Πλατάνι, οι μουλαρόδρομοι οδηγούν στην περιοχή της Κουμπίλας. Εκεί κοντά, λίγο βορειότερα από τη Μαύρη Τρύπα υπάρχει και ένας θεόρατος βράχος που έχει την επωνυμία του «Κούμπα το κοτρώνι».Και τα δύο αυτά τοπωνύμια τα βρίσκουμε και στο Νεπάλ της Ασίας. Εκεί υπάρχει η τοποθεσία Khoumpila που μεταφράζεται ως «Θεός του Khumbou» και είναι μια από τις κορυφές των Ιμαλαϊων στο ανατολικό Νεπάλ εντός του Εθνικού πάρκου «Sagamatha» Η κορυφή Khoumbila του Νεπάλ δεν πατήθηκε ποτέ από τους ορειβάτες. Μια προσπάθεια που έγινε το 1980 τέλειωσε άδοξα αφού οι ορειβάτες καταπλακώθηκαν από χιονοστιβάδα.Το μεγάλο ερώτημα είναι αν είναι απλή σύμπτωση να βρεθούν δύο ομώνυμα τοπωνύμια σε δύο περιοχές τόσο απομακρυσμένες γεωγραφικά μεταξύ τους. Άποψή μας είναι ότι είναι πολύ πιθανόν να έχουν κάποια σχέση, αφού η ελληνική και η νεπαλική γλώσσα έχουν κοινό πρόγονο την Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών. Πάντως για να έφτασαν τα πανάρχαια χρόνια κάτοικοι της Κυνουρίας στο Νεπάλ φαντάζει εντελώς απίθανο. Πάντως το τοπωνύμιο της Κουμπίλας στη Σλαβική διάλεκτο, που ανήκει και αυτή στην Ινδοευρωπαϊκές διαλέκτους, σημαίνει φοράδα* και υπήρχε πριν δημιουργηθεί ο οικισμός.

   Έτσι η περιοχή πήρε το όνομα της τοποθεσίας στην οποία δημιουργήθηκε. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στις επίσημες απογραφές του πληθυσμού, στην απογραφή του 1907 με 13 κατοίκους. Νωρίτερα αναγράφεται στον πίνακα του Νουχάκη, που στηρίζεται στην απογραφή του 1889,με την σημείωση «θέσις κατοικούμενη εν χειμώνι».Είναι και αυτός Καστρίτικος οικισμός που συγκροτούν αγροικίες, διάσπαρτες μέσα στον ελαιώνα, χωρίς οικιστική συνοχή. Σύμφωνα με την παράδοση αφετηρία για την δημιουργία αυτού του οικισμού ήσαν τα δημόσια κτήματα στην περιοχή εκείνη, που παραχώρησε το Κράτος στον Γρηγόρη Ηλιόπουλο από το Μεσοράχι και στην οικογένεια Καλλούτση από το Καστρί, για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον αγώνα του 1821. Οι οικογένειες αυτές έκτισαν μέσα στα κτήματά τους πρόχειρα κτίσματα, όχι για μόνιμη κατοικία, αλλά για την διαμονή τους εκεί κατά την περίοδο της συλλογής του ελαιοκάρπου και της καλλιέργειας του ελαιώνα.

    Ο περαιτέρω εποικισμός της Κουμπίλας έγινε από κατοίκους του Καστριτοχωριού Ρούβαλη και ενισχύθηκε αργότερα με εποίκους από το Καστριτοχώρι Μεσοράχι, αλλά δεν αναπτύχθηκε ποτέ σε αξιόλογο οικισμό. Στα παλαιότερα χρόνια στην Κουμπίλα διέμενε μόνιμα μόνο μία οικογένεια, του Κούρου. Από εκεί έχει την προέλευσή της η γνωστή παροιμιακή έκφραση «σαν τον Κούρο στην Κουμπίλα» που χρησιμοποιούσαν οι παλαιότεροι για να παρομοιάσουν την ζωή του ανθρώπου που ζει μονάχος του στην ερημιά. Σήμερα ο οικισμός αυτός δεν έχει πιά μόνιμους κατοίκους, αλλά φιλοξενεί ελάχιστους που ασχολούνται με το μάζεμα του ελαιοκάρπου.

    Στην περιοχή της Κουμπίλας και εκατέρωθεν της κοίτης του ποταμού Τάνου υπήρχαν και λειτουργούσαν νερόμυλοι, λιοτρίβια και νεροτριβές. Εκεί πήγαιναν πολλοί χωριανοί μας τα δημητριακά τους μέσα στα αλευρόσακα, φορτωμένα στα μουλάρια για να τα αλέσουν στους μύλους και τα στρωσίδια τους για πλύσιμο στις νεροτριβές, ενώ τα λιοτρίβια «έβγαζαν το λάδι» των ελαιοπαραγωγών της περιοχής. . Ο παλαιότερος από τους νερόμυλους ήταν «του Καλλούτση» ή «του Ζαβού». Ιδρύθηκε γύρω στα 1850 και λειτούργησε ως το 1950 περίπου. Εκτός από τον υδρόμυλο είχε και υδροκίνητο ελαιοτριβείο καθώς και νεροτριβή. Άλλος νερόμυλος ήταν «του Κούτσελα» ή «του Λοστού», που ιδιοκτήτης του ήταν ο συγχωριανός μας Δημήτρης Κούτσελας. Ο μύλος λειτούργησε ως το τέλος της δεκαετίας του 1900.Τέλος υπήρχε και λειτουργούσε ο μύλος και το ελαιοτριβείο «του Τσιβεριώτη» ή «του Γερμανού» που ιδρυτής του ήταν ο Παν. Τσιβεριώτης από του Ρούβαλη. Πριν από το 1930 το μύλο και το λιοτρίβι αγόρασε ο συμπατριώτης μας Κώστας Σιάμπος ή «Γερμανός», γι’ αυτό και ονομαζόταν και μύλος «του Γερμανού». Όλοι οι παραπάνω νερόμυλοι και οι νεροτριβές δεν λειτουργούσαν του καλοκαιρινούς μήνες, λόγω της έλλειψης νερού για την κίνησή τους. Σήμερα σώζονται μόνο υπολείμματα από τα εξαρτήματα των μύλων και των λιοτριβιών καθώς και χαλάσματα από τα κτίρια που τα στέγαζαν, για να θυμίζουν παλιές «ηρωικές» εποχές.

    Στα νεότερα χρόνια ο οικισμός της Κουμπίλας μετονομάστηκε, μάλλον εσφαλμένα, σε «Λουλούδια», αντί του ορθού «Λαλούδι». Και τούτο γιατί «Λαλούδι» ονομάζεται μια τοποθεσία της περιοχής, που τη σημαδεύουν βραχώδεις λόφοι και βρίσκεται στην περιοχή του οικισμού, ανάμεσα στου Τσιμούρη το χάνι και τη Ντουμινά, στο δρόμο Τρίπολης- Άστρους. Και «Λαλούδι» στην αρχαία ελληνική γλώσσα σημαίνει πέτρα-βράχος, προερχόμενο από την λέξη «λάς» (εξ ου και λατομείο και λατόμος). Άλλωστε και στο δημοτικό μας τραγούδι, το βραχώδες κάστρο της Μονεμβασιάς αναφέρεται ως «Λαλούδι της Μονεμβασιάς». Το σωστό λοιπόν ήταν η Κουμπίλα να ονομαστεί «Λαλούδι» και όχι «Λουλούδια» που ονομάστηκε, αφού η τελευταία ονομασία δεν χαρακτηρίζει καμιά τοποθεσία της περιοχής του οικισμού και είναι εντελώς άσχετη με αυτή.

     Μάλιστα ένας τεράστιος βράχος που έχει τη μορφή αετού, η λαϊκή παράδοση τον αναφέρει σαν το πετρωμένο «όρνιο της Κουμπίλας».Η παράδοση αναφέρει λοιπόν πως σε αυτό το βράχο στα παλιά χρόνια ζούσε ένα μεγάλο όρνιο.Οι ξωμάχοι της περιοχής το έβλεπαν ταχτικά για πολύ καιρό. Κάποτε όμως το όρνιο χάθηκε.Πέρασε περίπου ένας χρόνος και το όρνιο δεν ξαναφάνηκε πουθενά.Ο εξαφανισμός του συνέπεσε με τον Ρωσσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904. Μιά μέρα όμως παρουσιάστηκε ξαφνικά να έρχεται με ταχύτητα, χτύπησε δυνατά πάνω στο βράχο που ζούσε και έπεσε καταγής.Ο βράχος τότε πήρε τη μορφή του. Κάποιος χωρικός από το γειτονικό χωριό του Αη Γιώργη το είδε που έπεσε κάτω χτυπημένο, πήγε εκεί και του άνοιξε την κοιλιά του.Εκεί  μέσα  βρήκε ένα δάχτυλο στρατιώτη με ένα δαχτυλίδι που το πήρε μαζί του.Πιστεύτηκε τότε πως το όρνιο οσμίστηκε τα πτώματα των θυμάτων του Ρωσσοϊαπωνικού πολέμου και πήγε εκεί για να εξασφαλίσει την τροφή του κατά το διαστημα της εξαφανίσεώς του από την Κουμπίλα.Όταν ξαναγύρισε στην Κουμπίλα,προφανώς από μεγάλη απροσεξία βρήκε τέτοιο θάνατο.Το πάθημα του όρνιου έγινε η αιτία να λένε οι κάτοικοι στα Καστριτοχώρια «σιγά ρε όρνιο της Κουμπίλας» η «έπεσε πάνω στον τοίχο σαν το όρνιο της Κουμπίλας» σε όποιον δείχνει χαρακτηριστική απροσεξία στις κινήσεις του.

                                         

                                                                                 Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

 

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΥΓΟ ΣΤΗΝ  ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ


Ο Φιλοπρόοδος Όμιλος Ελαιοχωρίου την Κυριακή 02/10/2022 και ώρα 12.00 θα πραγματοποιήσει εκδήλωση στην πλατεία του χωριού αφιερωμένη στο τρύγημα και πάτημα των σταφυλιών, για να ανασκαλίσουμε την μνήμη μας αλλά το κυριότερο να δουν από κοντά οι μικροί μας φίλοι την γιορτή του τρύγου.

                                                                                                Από τον Φ.Ο.Ε.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

 

          Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ THN ΔEKAETIA TOY 1960

      Μόλις τα παιδιά του χωριού τέλειωναν το Δημοτικό σχολείο, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, έφευγαν από το χωριό και πήγαιναν στις γειτονικές πόλεις, το Άργος και κυρίως την Τρίπολη για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο. Κανένας από τους γονείς δεν ήθελε το παιδί του να παραμείνει στο χωριό, ακολουθώντας την δική του μοίρα. Θυσίαζαν τα πάντα ώστε τα παιδιά τους να μην ζήσουν κάτω από τις άσχημες συνθήκες που ζούσαν αυτοί. Να πάψουν να βρέχονται ως το κόκκαλο μέσα στο καταχείμωνο κατά την συλλογή του ελαιόκαρπου και να μην καίγονται μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού στο θέρο και στο αλώνισμα των δημητριακών. Να μην ανεβοκατεβαίνουν στο Καστρί, περνώντας τους κακοτράχαλους δρόμους του Αρμακά και της Λαγκάδας. Ήθελαν τα παιδιά τους να τελειώσουν το Γυμνάσιο και να σπουδάσουν, εξασφαλίζοντας έτσι καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Είχε γίνει πια συνείδηση όλων πως έπρεπε με κάθε τρόπο τα παιδιά να φύγουν από το χωριό.

Όσα παιδιά λοιπόν περνούσαν τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο με επιτυχία, άρχιζαν αμέσως την προετοιμασία τους για την μετάβασή τους στην πόλη. Μετέβαιναν αρχικά στην πόλη οι γονείς των παιδιών για αναζήτηση στέγης. Ενοικίαζαν συνήθως δωμάτια με μια μικρή κουζίνα σε ιδιόκτητα σπίτια κατοίκων της πόλης που ήταν κοντά στα Γυμνάσια. Οι ιδιοκτήτες κατά το πλείστον διέμεναν στο ίδιο σπίτι με τα παιδιά και χρησιμοποιούσαν τους ίδιους κοινόχρηστους και λοιπούς χώρους υγιεινής με αυτά. Για λόγους οικονομίας πολλές φορές στο ίδιο δωμάτιο διέμεναν δύο παιδιά διαφορετικών οικογενειών, για να μοιράζονται τα έξοδα της διαμονής τους στην πόλη. Όταν το σπίτι διέθετε περισσότερα του ενός δωμάτια για ενοικίαση, οι συγχωριανοί συνενοούντο μεταξύ τους και ενοικίαζαν τα δωμάτια αυτά για τα παιδιά τους. Έτσι στο ίδιο σπίτι δημιουργείτο ολόκληρη Μασκλινιώτικη γειτονιά και τα παιδιά έκαναν παρέα τις ελεύθερες ώρες τους, ενώ βοηθούσε το ένα το άλλο, όταν είχαν ανάγκη.

Μόλις έμπαινε ο Σεπτέμβρης οι γονείς φόρτωναν σε φορτηγά βαγόνια του τραίνου ή σε φορτηγά αυτοκίνητα την κλινοστρωμνή και την οικοσκευή των παιδιών και την μετέφεραν στο δωμάτιο που είχαν ενοικιάσει στην πόλη. Μετέφεραν επίσης και τρόφιμα (πατάτες, λάδι, τραχανά, χυλοπίτες κλπ.) για την διατροφή των παιδιών κατά την παραμονή τους εκεί. Ξεκινούσαν τα παιδιά τα μαθήματα στο Γυμνάσιο, έχοντας όμως εκτός από το διάβασμα και άλλες υποχρεώσεις. Έπρεπε να μαγειρέψουν, να πλύνουν και να καθαρίσουν το δωμάτιο γενικότερα.

Τα παγωμένα πρωινά, μόλις ξυπνούσαν, έστρωναν το κρεβάτι τους, έρριχναν λίγο νερό στο πρόσωπο και χωρίς να πάρουν πρωινό έφευγαν φορτωμένα την τσάντα τους για το Γυμνάσιο. Τα Γυμνάσια ήταν αρρένων και θηλέων και τα αγόρια φοιτούσαν χωριστά από τα κορίτσια. Κάθε μεσημέρι γυρνώντας στο δωμάτιο μετά το σχόλασμα πρώτη τους δουλειά ήταν να μαγειρέψουν φαγητό για να φάνε. Ετοίμαζαν πάντοτε τα μεσημέρια κάτι πρόχειρο (πατάτες τηγανητές, αυγά στο τηγάνι, χυλοπίτες κλπ.). Έτσι τα παιδιά έκαναν το μάγειρα, τον λαντζέρη και τον κουβαλητή. Έφτιαχναν φαγητά χρησιμοποιώντας πρώτες ύλες από τα τρόφιμα που τους είχαν εφοδιάσει οι γονείς τους από το χωριό. Μαγείρευαν πάνω σε «γκαζιέρα», μια συσκευή που λειτουργούσε με πετρέλαιο, ή σε συσκευή υγραερίου (πετρογκάζ). Το χειμώνα μαγείρευαν πάνω στην ξυλόσομπα που έκαιγε μέσα στο δωμάτιο για να το ζεστάνει. Τα ξύλα για την τροφοδοσία της ξυλόσομπας τα έστελναν οι γονείς τους από το χωριό.

Μετά το φαγητό μάζευαν το τραπέζι και το φαγητό που περίσσευε μαζί με το καρβέλι το ψωμί το τοποθετούσαν στο «φανάρι». Έπλεναν ύστερα τα πιάτα και την κατσαρόλα, καθάριζαν την κουζίνα και άρχιζαν το διάβασμα. Πολλές φορές όμως αναγκάζονταν να ασχοληθούν και με την μπουγάδα. Το χειμώνα η ξυλόσομπα ήταν το μοναδικό μέσο θέρμανσης του δωματίου, αφού τα δωμάτια εκείνη την εποχή δεν είχαν κεντρικό σύστημα θέρμανσης (καλοριφέρ) ή airondition. Και όταν το βράδυ η ξυλόσομπα έσβηνε και έξω είχε χιονίσει, τότε τα παιδιά χώνονταν μέσα στις κουβέρτες του κρεβατιού για να ζεστάνουν τα ποδαράκια τους. Τα πρωινά τις Κυριακές φορούσαν τα καθαρά ρούχα τους και πήγαιναν στην εκκλησία να εκκλησιαστούν μαζί με τους καθηγητές τους.

Συνήθως κάθε Σάββατο μετά το σχόλασμα, αφού την δεκαετία του 1960 τα σχολεία λειτουργούσαν και την ημέρα αυτή, μετέβαιναν στο μικρό καφενεδάκι του κυρ Βασίλη του Κρεμαστιώτη, κοντά στο σταθμό των λεωφορείων, για να πάρουν το ταγάρι με τα τρόφιμα που είχε φέρει το λεωφορείο από το χωριό. Είχε μέσα ένα καρβέλι ψωμί, λίγο κρέας, αυγά, άγρια χόρτα και ό,τι άλλο τους έστελναν οι γονείς τους. Η μετάβασή τους στο χωριό κάθε εβδομάδα ήταν σχεδόν απαγορευτική, για λόγους οικονομικούς.

Στο χωριό μετέβαιναν μόνο στις διακοπές των εορτών και του καλοκαιριού. Αλλά και την περίοδο των διακοπών των Χριστουγέννων τα γυμνασιόπαιδα πήγαιναν με τους γονείς τους στο λιομάζωμα ενώ τα καλοκαίρια για καμμιά δεκαπενταριά ημέρες ορισμένα μετέβαιναν στα γειτονικά χωριά (Παρθένι, Στενό, Ρίζες) και δούλευαν με τους γονείς τους μεροκάματο, στο μάζεμα του βύσσινου, εξοικονομώντας το «χαρτζηλίκι» τους. Έτσι περνούσαν τις σχολικές χρονιές τα Μασκλινιώτικα παιδιά στις γειτονικές πόλεις. Και όταν τέλειωναν το Γυμνάσιο τα περίμενε άλλος «Γολγοθάς», οι εισαγωγικές εξετάσεις στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση.  Πολλοί Μασκλινιώτες κατάφεραν να εισαχθούν και να σπουδάσουν εκεί. Αφού πήραν το πτυχίο τους, στη συνέχεια κατέλαβαν σημαντικές θέσεις και άφησαν το «στίγμα» τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου μας. Έγιναν δάσκαλοι, καθηγητές, γιατροί, φαρμακοποιοί, τραπεζίτες και διευθυντικά στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης.

Αλλά και αυτοί που δεν κατάφερναν να τελειώσουν το Γυμνάσιο κοίταξαν να βρουν κάποια δουλειά, να μάθουν μια τέχνη ή να αναπτύξουν μια οικονομική δραστηριότητα στην πόλη, για να μείνουν για πάντα εκεί, που οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ καλύτερες από το χωριό. Άλλοι πάλι παρατούσαν το Γυμνάσιο και τις σπουδές για λόγους οικονομικούς, και έφευγαν για την ξενιτειά. Προτιμούσαν «να βαδίσουν στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», παρά να γυρίσουν στο χωριό και να ζήσουν στη φτώχια και στη μιζέρια, παλεύοντας με «τα στοιχεία της φύσης», ασχολούμενοι με την καλλιέργεια των χωραφιών μαζί με τους γονείς τους. Και από αυτούς που δεν πήγαν καθόλου στο Γυμνάσιο πολλοί κατάφεραν να ασχοληθούν με την τέχνη (εργολάβοι οικοδομών, ξυλουργοί κλπ.) ή να διαπρέψουν με τις επιχειρήσεις τους στον οικονομικό τομέα στο εξωτερικό αλλά και στην πατρίδα μας. (λ.χ. οι αδελφοί Λυγγίτσου, οι αδελφοί Κίκιζα κλπ). Και από τα χρήματα που κέρδιζαν βοηθούσαν οικονομικά τους φτωχούς και πολλές φορές ανήμπορους γονείς τους που είχαν μείνει στο χωριό, ενώ πάντοτε συμμετείχαν οικονομικά με περισσή προθυμία στην οικιστική και πολιτιστική ανάπτυξη του χωριού μας.

                                                                        Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

 

       ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ  ΣΧΟΛΕΙΟΥ

 

 Στο σημερινό σημείωμά μας θα αναφερθούμε στην σχολική ζωή των μαθητών της γενιά μας περιγράφοντας την λειτουργία του Σχολείου τις  δεκαετίες του 1950 και του 1960 καθώς και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα μικρά Μασκλινιωτάκια την εποχή εκείνη για να αποκτήσουν τις πρώτες εγκύκλιες γνώσεις.

Από τις αρχές του 1900 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 τα παιδιά που έμεναν στα ακραία σπίτια του χωριού ή στις απομακρυσμένες από το χωριό συνοικίες (Στρατηγέκα χάνια ,Δώθε Μεσοραχίτικα, Κατσιρέκα, Λιατσέκα), για να έρθουν στο σχολείο υφίσταντο μεγάλη ταλαιπωρία. Έπρεπε καθημερινά να σηκωθούν από τα «άγρια χαράματα», να ρουφήξουν τον ζεστό τραχανά που είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά του σπιτιού και να διανύσουν με τα πόδια μεγάλες αποστάσεις, για να φτάσουν στο σχολείο, ιδιαίτερα  τα παγωμένα χειμωνιάτικα πρωινά. Τις βροχερές ημέρες ή μέσα στη χιονοθύελλα έρχονταν, βρεγμένα μέχρι το κόκαλο, κρατώντας στα χεράκια τους, εκτός από τη σχολική σάκα, το κατσαρολάκι με το μεσημεριανό φαγητό και το ελιόξυλο που έφερναν όλοι ανεξαιρέτως οι μαθητές, για την τροφοδοσία της σόμπας της τάξης τους.  Προσπαθούσαν να ζεστάνουν τα παγωμένα χέρια τους και να  στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα τους, πέφτοντας πάνω στις αναμμένες σόμπες του σχολείου. Τα μεσημέρια αναγκάζονταν να παραμένουν στο σχολείο, για να παρακολουθήσουν στην συνέχεια τα απογευματινά μαθήματα, τρώγοντας για μεσημεριανό γεύμα το λιτό φαγητό που είχαν φέρει από το σπίτι τους στο κατσαρολάκι. Και τις απογευματινές  ώρες το χειμώνα που γύριζαν  στο σπίτι κατάκοπα από την πεζοπορία, είχε σχεδόν νυχτώσει. Όμως έπρεπε να καθίσουν να διαβάσουν και να γράψουν τα μαθήματα της επόμενης ημέρας, αφού τελειώσουν πρώτα  τις δουλειές του σπιτιού που τους είχαν αναθέσει οι γονείς τους. Πολλές φορές τα χειμωνιάτικα μεσημέρια οι δάσκαλοι άφηναν μια αίθουσα του σχολείου ανοιχτή με τη σόμπα αναμμένη, για να διευκολύνουν την παραμονή των παιδιών αυτών στο σχολείο.

Τα παιδιά του σχολείου  έρχονταν στο σχολείο νωρίς το πρωί, στις 7.30. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 το σχολείο προσέφερε σε όλα τα παιδιά γάλα, κίτρινο τυρί και βούτυρο, που προέρχονταν από Αμερικανική βοήθεια. Η κυραΑγγελικώ, η συμβία του Αντώνη Χουγιάζου, παρασκεύαζε καθημερινά στο μαγειρείο του σχολείου το γάλα που ήταν  σε σκόνη. Τα παιδιά αφού το έπαιρναν   στα αλουμινένια κύπελά τους, περιμένοντας τη σειρά τους μπροστά στο καζάνι, το καταβόχθριζαν βιαστικά. Έτρωγαν έπειτα το κίτρινο τυρί με τη μια  φέτα το ψωμί που είχαν φέρει από το σπίτι τους καθώς και την άλλη φέτα που είχαν αλείψει το βούτυρο που διανεμόταν περιοδικά. Στις 8.00 χτυπούσε το   κουδούνι  και όλα τα παιδιά συγκεντρώνονταν μπροστά στην είσοδο του κτιρίου και «έκαναν γραμμές» σε τριάδες. Ακολουθούσε η προσευχή και στη συνέχεια τα παιδιά έμπαιναν στις αίθουσες για το μάθημα. Όταν περνούσε η κάθε διδακτική ώρα ο διευθυντής του σχολείου, ο αείμνηστος Γ. Κατσούλος, που εκείνη την εποχή (την δεκαετία του 1950) δίδασκε την πέμπτη και την έκτη τάξη, έδινε το  κουδούνι σε έναν από τους μαθητές. Αυτός έβγαινε στο διάδρομο και το χτυπούσε τόσο δυνατά, που ο ήχος του αντιλαλούσε μέσα στους διαδρόμους. Το κουδούνι, που έμοιαζε σαν καμπάνα σε μικρογραφία με ξύλινη χειρολαβή, έδινε το σύνθημα να ξεχυθούν τα παιδιά στο προαύλιο για το διάλειμμα. Τους χειμερινούς μήνες που έβρεχε και χιόνιζε τα παιδιά παρέμεναν στις αίθουσες και στους διαδρόμους του σχολείου. Στο τελευταίο κουδούνι, το μεσημέρι στις 13.00, γινόταν το σχόλασμα. Υπήρχαν δύο κουδούνια πάνω στο γραφείο του Διευθυντή. Το μεγάλο που προαναφέραμε και το μικρό με το οποίο ο διευθυντής καλούσε τους συναδέλφους του στο γραφείο του που συστεγαζόταν μαζί με την Δευτέρα τάξη, στο πίσω μέρος των θρανίων, στη μικρή αίθουσα του σχολείου, μπαίνοντας στο διάδρομο της εισόδου δεξιά. Το μεσημέρι, μετά το σχόλασμα τα παιδιά των μακρινών γειτονιών παρέμεναν στο σχολείο, αφού στις 14.30 άρχιζε πάλι το απογευματινό μάθημα. Έτρωγαν τα βρισκούμενα που είχαν φέρει από το σπίτι τους και  έγραφαν τη γραφή τους. Το απογευματινό ωράριο αποτελείτο από δύο μόνο διδακτικές ώρες. Την δεύτερη διδακτική ώρα, όταν ο καιρός το επέτρεπε, τα παιδιά των τεσσάρων τελευταίων τάξεων του σχολείου, μετέβαιναν μαζί με τους δασκάλους τους σε διάφορα σημεία του χωριού (προαύλιο εκκλησίας, μνημείο πεσόντων κλπ.), ασχολούμενα με τον καθαρισμό και τον καλλωπισμό τους γενικότερα. Την Τετάρτη και το Σάββατο το σχολείο παρέμεινε κλειστό τις απογευματινές ώρες.

    Στο σχολείο τις δεκαετίες του 1950 και 1960 επικρατούσε απόλυτη πειθαρχία. Οι μαθητές του σχολείου δοκίμαζαν τη βέργα από το δάσκαλο για οποιοδήποτε παράπτωμα (αδιάβαστοι, φασαρία, ψέματα, απουσίες κλπ). Οι ξυλιές έπεφταν απανωτά πάνω στις ανοιχτές παλάμες, στα πισινά και στα πόδια των παιδιών. Άλλες μορφές τιμωρίας, ήταν το τράβηγμα των αυτιών και των μαλλιών, ιδιαίτερα των κοριτσιών, από το δάσκαλο και η στάση του τιμωρημένου μαθητή όρθιου στο ένα πόδι μέσα στην αίθουσα για ένα χρονικό διάστημα. Κάτι  που όμως εφαρμοζόταν σπάνια, ήταν η «νηστεία», δηλαδή ο εγκλεισμός στην αποθήκη, κάτω από τη σκάλα εισόδου του σχολείου. Αυτό σήμαινε ότι ο δάσκαλος δεν άφηνε τα τιμωρημένα παιδιά το μεσημέρι να πάνε στο σπίτι τους για φαγητό, αλλά τα κλείδωνε εκείνες τις ώρες μέσα στην αποθήκη. Γεγονός ήταν ότι τα παιδιά φοβόνταν περισσότερο τον δάσκαλο από τους γονείς τους. Αν οι γονείς μάθαιναν ότι το παιδί τους τιμωρήθηκε από το δάσκαλο στο σχολείο, τότε γυρίζοντας στο σπίτι από το σχολείο το παιδί, «έτρωγε» και από τους γονείς του και άλλες «ψιλές», δικαιολογώντας πάντοτε την συμπεριφορά του

     Βασικά εργαλεία δουλειάς ενός μαθητή της πρώτης Δημοτικού, ήταν η πλάκα, πάνω στην οποία έγραφαν την ορθογραφία και την αριθμητική τους με το κοντύλι και έσβηναν, διορθώνοντας τα λάθη τους, με το σφουγγάρι. Εκείνες τις εποχές φυσικά δεν υπήρχαν στυλό διαρκείας και μαρκαδόροι. Βιβλία, ειδικά στις πρώτες τάξεις, δεν υπήρχαν παρά μόνο το αναγνωστικό. Αλλά και αυτό έπρεπε να το διατηρούν οι μαθητές σε καλή κατάσταση, γιατί μετά την λήξη του σχολικού έτους το βιβλίο το δάνειζαν σε άλλους νεότερους, για να το χρησιμοποιήσουν. Το κύριο μέσο γραφής στις πρώτες τάξεις ήταν το μολύβι. Από την τρίτη τάξη του δημοτικού και μετά, χρησιμοποιούσαν κοντυλοφόρο με πένα, που την βουτούσαν μέσα σε μελάνι, που κρατούσαν στο γυάλινο μελανοδοχείο. Μετά το γράψιμο χρησιμοποιούσαν το στυπόχαρτο, ένα τετράγωνο απορροφητικό χαρτί, για να στεγνώνει το μελάνι ευκολότερα. Αυτό ταλαιπωρούσε τα παιδιά, αφού εύκολα μουτζουρώνονταν τα τετράδια και εάν γινόταν αυτό η τιμωρία ήταν αυστηρή .Η σχολική τσάντα των μαθητών ήταν χειροποίητη από φτηνό πανί.

    Μια φορά την εβδομάδα γινόταν, συνήθως από τον διευθυντή του σχολείου έλεγχος ατομικής καθαριότητας των μαθητών. Έπρεπε να έρθουν όλα τα παιδιά στο σχολείο με κομμένα νύχια, με καθαρά ρούχα και τα κεφάλια των αγοριών έπρεπε να είναι κουρεμένα. Θυμάμαι πως κατά την πρωινή είσοδο των μαθητών στο σχολείο ο Διευθυντής  έλεγε τη φράση «οι ακούρευτοι να παραμείνουν στο διάδρομο». Τους συγκέντρωνε εκεί και δεν τους επέτρεπε να μπουν στην αίθουσα για να παρακολουθήσουν μαθήματα. Τους γύριζε πάλι στα σπίτια τους  για κούρεμα. Και όταν οι κουρείς του χωριού δεν μας προλάβαιναν,  οι μαννάδες μας με τις χειροκίνητες κουρευτικές μηχανές αυτοσχεδίαζαν στα κεφάλια μας κουρεύοντάς μας,  για να μην μας στείλουν στο σχολείο ακούρευτους. Τα παιδιά που έπασχαν από «τριχοφάγο», μια ασθένεια του δέρματος του κεφαλιού, έπρεπε οπωσδήποτε να φορούν σκουφί που συνήθως ήταν φτιαγμένο από παλιές γυναικείες κάλτσες, για την αποφυγή μετάδοσης της νόσου στους συμμαθητές τους.   

    Μερικά παιδάκια φτωχών οικογενειών έρχονταν στο σχολείο φορώντας ρούχα από υφάσματα προερχόμενα από την Αμερικανική βοήθεια, σχεδόν ξυπόλυτα, και μόνο τους χειμερινούς μήνες με τα πολλά τα κρύα, έβαζαν παπούτσια. Την δεκαετία του 1950, τότε που δεν υπήρχαν χώροι υγιεινής στα σπίτια του χωριού, οι μαθητές και οι μαθήτριες του σχολείου υποχρεούντο μια φορά την εβδομάδα, συνήθως το Σάββατο, μετά την λήξη των μαθημάτων τους  να κάνουν μπάνιο. Γινόταν στα λουτρά του σχολείου που ήταν εξοπλισμένα με ντουζιέρες. Την ημέρα εκείνη, εκτός από τη σάκα με τα βιβλία και τα τετράδια, όλα τα σχολιαρόπαιδα ήταν υποχρεωμένα να κουβαλούν και μια αλλαξιά εσώρουχα, κάτι που δεν άρεσε στους περισσότερους. Όμως άφηναν κατά μέρος τις διαμαρτυρίες και απολάμβαναν ένα λουτρό κάτω από την ντουζιέρα, ξεχωριστά τα αγόρια από τα κορίτσια, με την επιμέλεια των δασκάλων τους. Ο χώρος των λουτρών βρισκόταν στο δυτικό μέρος του προαυλίου του σχολείου ,κοντά στις τουαλέτες και είχε διαμορφωθεί κατάλληλα με διαχωριστικούς τοίχους. Η παροχή ζεστού νερού γινόταν από θερμαινόμενο με φωτιά από ξύλα καζάνι που υπήρχε στην παράπλευρη μικρή αποθήκη, το οποίο γέμιζε από μεγάλα βαρέλια που βρίσκονταν στην οροφή του οικήματος. Το κτήριο των λουτρών σήμερα χρησιμεύει σαν αποθήκη.

      Στις Εθνικές επετείους το χωριό ήταν όλο στο πόδι. Από τις παραμονές οι μητέρες των παιδιών σιδέρωναν τις εθνικές φορεσιές που είχαν καταχωνιάσει στα μπαούλα και τις δοκίμαζαν στα παιδιά τους, συμπληρώνοντας τυχόν ελλείψεις τους, αλλά λίγα παιδιά είχαν αυτό το προνόμιο. Για τα περισσότερα έπλεναν και σιδέρωναν τα γιορτινά τους ρούχα, αυτά που θα φορούσαν στην Εθνική γιορτή. Το πρωί  της εορτής όλα τα παιδιά, καμμιά εκατοστή περίπου, μαζεύονταν στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου. Εκεί οι δάσκαλοι τα τοποθετούσαν σε διαφορετικές  σειρές τα αγόρια και τα κορίτσια, ανάλογα με την υψομετρική τους διαφορά. Στις πρώτες σειρές έμπαιναν οι ψηλοί και ακολουθούσαν οι πιο κοντοί. Έπειτα ξεκινούσαν για την εκκλησία. Μπροστά από όλους πήγαινε η σημαία του σχολείου που στην κορυφή του κονταριού της άστραφτε στο φως του ήλιου ο σταυρός και την  κρατούσε  ο πιο επιμελής μαθητής, συνοδευόμενος από τους παραστάτες. Ακολουθούσαν σε σειρές τα παιδιά που φορούσαν εθνικές φορεσιές (φουστανελάδες και Αμαλίες) και πιο πίσω ακολουθούσαν τα υπόλοιπα  παιδιά του σχολείου, συνοδευόμενα από τους δασκάλους τους .Έπαιρναν τον κατηφορικό δρόμο που οδηγεί στην εκκλησία. Μάταια όμως προσπαθούσαν να συγχρονίσουν τον βηματισμό τους, αφού ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος και γεμάτος λακκούβες.

   Όταν έφταναν στην εκκλησία, έμπαινε πρώτα ο μαθητής και οι παραστάτες με τη σημαία και στέκονταν κάτω από δεξιό αναλόγιο ενώ τα υπόλοιπα παιδιά μοιράζονταν δεξιά και αριστερά στο μεσαίο κλίτος, αφήνοντας στη μέση διάδρομο για να διευκολύνεται η διέλευση του ιερέα. Στην εκκλησία επικρατούσε πάντοτε ησυχία και τάξη. Μετά το τέλος της Θείας λειτουργίας ακολουθούσε η δοξολογία και ο πανηγυρικός της ημέρας που εκφωνείτο από τους δασκάλους. Στη δοξολογία παρίσταντο και οι Αρχές του χωριού, ο Πρόεδρος της κοινότητας με το κοινοτικό συμβούλιο, ο κοινοτικός γραμματέας, ο αστυνόμος με τους χωροφύλακες, ο προϊστάμενος του ταχυδρομείου, ο υδρονομέας  κλπ. Μετά το τέλος της δοξολογίας όλοι οι μαθητές του σχολείου συνοδευόμενοι από τους δασκάλους τους και με τον ίδιο τρόπο που κατέβηκαν, τραγουδώντας εμβατήρια, ανέβαιναν στο μνημείο των πεσόντων και πίσω από αυτούς ακολουθούσαν  οι κάτοικοι του χωριού. Περνώντας από τα καταστήματα της αγοράς χειροκροτούσαν τα παιδιά οι θαμώνες των καφενείων.

     Φτάνοντας στο μνημείο των πεσόντων  οι μαθητές  του σχολείου, οι Αρχές του χωριού και όλοι οι κάτοικοι, ψαλλόταν δέηση για την ανάπαυση των ψυχών των ηρωικώς πεσόντων «για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδας την ελευθερία» από τον παπαΓιάννη και στην συνέχεια γινόταν κατάθεση στεφάνων στο ηρώο από τις Αρχές. Ακολουθούσε η απαγγελία ποιημάτων εθνικού περιεχομένου από τα μεγαλύτερα και επιμελέστερα παιδιά του σχολείου. Η  τελετή έκλεινε ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο από τα παιδιά. Το απόγευμα της εορτής συγκεντρώνονταν όλοι οι κάτοικοι του χωριού στη μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου και εκεί τα μεγάλα παιδιά έπαιζαν διάφορα σκετσάκια (ο Κατσαντώνης, οι Σουλιώτισσες κλπ)  και τα μικρά απήγγειλαν ποιήματα εθνικού περιεχομένου.

     Επίσης κατά την λήξη των μαθημάτων κάθε σχολικού έτους, πραγματοποιούντο στην μεγάλη αίθουσα του σχολείου εκδηλώσεις με σκετσάκια, χιουμοριστικούς διαλόγους, απαγγελίες ποιημάτων και τραγούδια από την χορωδία των μαθητριών του σχολείου  με την καθολική συμμετοχή των παιδιών του σχολείου. Όλες οι παραπάνω εκδηλώσεις   οργανώνονταν από τους δασκάλους του σχολείου και τις  παρακολουθούσε το σύνολο των κατοίκων του χωριού. Αυτές  αποτελούσαν θέμα συζήτησης των κατοίκων του χωριού, για πολλές ημέρες μετά την πραγματοποίησή τους .Όλες αυτές τις εκδηλώσεις αποθανάτιζε με την φωτογραφική μηχανή του ο φωτογράφος του χωριού  Γιώργης Λυγδόπουλος.   

     Για σαράντα τουλάχιστον χρόνια, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και μετά, τους χειμερινούς μήνες, οι αίθουσες του σχολείου θερμαίνονταν με μεγάλες ξυλόσομπες. Κάθε μαθητής, κατά την προσέλευσή του στο σχολείο τα χειμωνιάτικα πρωινά και σε καθημερινή βάση, κουβαλούσε από το σπίτι του υποχρεωτικά, μαζί με τα βιβλία στην πάνινη τσάντα του, και ένα ξύλο, συνήθως από ελιά ή αμπελόκλημα, για την τροφοδοσία της ξυλόσομπας κατά την διάρκεια της ημέρας. Αργότερα για να μην ταλαιπωρούνται οι μαθητές με την καθημερινή μεταφορά των ξύλων στο σχολείο, στην αρχή κάθε χρονιάς, οι γονείς των παιδιών κουβαλούσαν στην αυλή του σχολείου με τα ζώα τους ένα φόρτωμα ξύλα για κάθε μαθητή, που τα έκοβαν στην συνέχεια με την «κορδέλα*» και έτσι σταμάτησε η καθημερινή δοκιμασία των μαθητών μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο. Μικρό συνεργείο από μαθητές της κάθε τάξης, που το καθόριζε ο δάσκαλος, ήταν επιφορτισμένο για το πρωινό άναμμα της σόμπας της κάθε αίθουσας πριν από την έναρξη του μαθήματος. Την ξυλόσομπα τροφοδοτούσαν με ξύλα οι μαθητές της τάξης κατά την διάρκεια των διαλειμμάτων αλλά και κατά την διάρκεια του μαθήματος, αυτοί που κάθονταν σε θρανία που βρίσκονταν κοντά σε αυτή. Τα τελευταία χρόνια, λίγο πριν το κλείσιμο του σχολείου, έγινε σε αυτό εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης (καλοριφέρ), oπότε οι ξυλόσομπες αποτέλεσαν πια παρελθόν.

Κάθε Τετάρτη και Σάββατο, μετά την μεσημεριανή λήξη των μαθημάτων, άρχιζε η καθαριότητα των αιθουσών από τους μεγαλύτερους μαθητές και τις μαθήτριες του σχολείου, με την επίβλεψη των δασκάλων τους. Οι μαθητές μετακινούσαν τα ξύλινα θρανία, σηκώνοντάς τα όρθια, μέσα στην αίθουσα και οι μαθήτριες με σκούπες και φαράσια σκούπιζαν όλο το δάπεδο της αίθουσας από τα χώματα και τα σκουπίδια που είχαν μαζευτεί. Έπειτα ξεσκόνιζαν τις επιφάνειες των θρανίων, την έδρα με το τραπέζι-γραφείο του δάσκαλου και γενικά όλα τα έπιπλα και τους χάρτες της αίθουσας. Στο τέλος τακτοποιούσαν τα θρανία και τα άλλα έπιπλα στη θέση τους, για να είναι έτοιμα να καθίσουν οι μαθητές για το μάθημα την άλλη μέρα το πρωί.

Κατά τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές γινόταν εκκλησιασμός όλων των μαθητών του σχολείου, με ευθύνη των δασκάλων τους. Κάθε Κυριακή ή εορτή, τις πρωινές ώρες, συγκεντρώνονταν όλα τα παιδιά του σχολείου στο προαύλιό του και μετά την εκφώνηση του απουσιολογίου, στοιχημένα σε τριάδες, με την συνοδεία και των δασκάλων τους, οδηγούντο στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, για να παρακολουθήσουν τις ιερές ακολουθίες από τον καλλικέλαδο παπαΓιάννη τον Χάλια. Μέχρι το τέλος των ιερών ακολουθιών όλα τα καταστήματα και τα καφενεία του χωριού παρέμεναν πάντοτε κλειστά. Οι θαμώνες τους παρέμεναν έξω από αυτά στα προαύλιά τους και περίμεναν υπομονετικά  μέχρι να «σχολάσει η εκκλησία», για να τους σερβίρει ο καφετζής το καφεδάκι τους και να ψωνίσουν από τα «μπακάλικα*» τα χρειαζούμενα στην οικογένεια.

       Κατά την διάρκεια του σχολικού έτους ο αριθμός των μαθητών του δημοτικού σχολείου δεν παρέμενε σταθερός, αλλά υφίστατο αυξομειώσεις συνεχώς. Αυτό γινόταν, επειδή τα παιδιά των διπλοκάτοικων συγχωριανών μας τους πρώτους και τους τελευταίους μήνες της σχολικής χρονιάς παρακολουθούσαν τα μαθήματά τους στο Δημοτικό σχολείο του Καστριού, αφού οι γονείς τους ξεκαλοκαίριαζαν εκεί. Μόλις άρχιζαν τα πρώτα κρύα στα μέσα του Νοέμβρη οι γονείς τους, αφού μάζευαν τα κάστανα και τέλειωναν τις άλλες δουλειές τους στο Καστρί, κατέβαιναν στη Μάσκλινα με τις οικογένειές τους, για να ξεχειμωνιάσουν. Αναχωρούσαν πάλι για το Καστρί την άνοιξη, λίγο μετά τις εορτές του Πάσχα. Έτσι τα παιδιά των διπλοκάτοικων συγχωριανών μας, τους χειμωνιάτικους μήνες παρακολουθούσαν τα μαθήματα στο δημοτικό σχολείο της Μάσκλινας. Μετά τις γιορτές του Πάσχα ανέβαιναν μαζί με τους γονείς τους πάλι στο Καστρί και συνέχιζαν να παρακολουθούν τα μαθήματά τους στο Δημοτικό σχολείο του Καστριού.

     Τελειώνοντας θεωρούμε πως πρέπει να μνημονεύσουμε τα ονοματεπώνυμα όλων των δασκάλων του Σχολείου από της ιδρύσεώς του μέχρι και την κατάργησή του. Από τα στοιχεία που βρήκαμε προκύπτει, πως οι δάσκαλοι, κατ’ αλφαβητική σειρά, που υπηρέτησαν  στο σχολείο του χωριού, μαθαίνοντας γράμματα ολόκληρες γενιές μαθητών της Μάσκλινας, ήταν οι:

 Ασσιούρας Κων/νος,                               Ξυλιά Γεωργία

 Δημητρακόπουλος Χαράλαμπος            Παπάζογλου Ελένη

 Θεοδωρόπουλος Σταύρος                      Παναγόπουλος Κων/νος

 Καραγιάννη Βασιλική                              Παπαχρόνη Αλκμήνη

 Καρλή Ελένη                                           Παυλάκος Βασίλης

 Κατσούλος Γεώργιος                              Σαρρής ή Γιατρόπουλος Γεώργιος

 Κοτσάνη Σωτηρία                                   Σωτηροπούλου Βασιλική

 Κυριακοπούλου Διονυσία                       Ταγκλής   Γεώργιος

 Κωνσταντούρος Αναστάσιος                  Τραϊτούρου Φωτεινή

 Μέγγος Ιωάννης                                     Τσιώλη Δήμητρα

 Μελιδώνης Ιωάννης                                Τσούκα Φωτεινή

 Μίσσιου Αγγελική                                   Φράγκος Παναγιώτης

 Μπλέσιος Γεώργιος                                Φιλοπούλου Παναγιώτα

Στον κατάλογο των παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και τον συγχωριανό μας αείμνηστο  Γιώργο Μίλη, που υπηρέτησε στο σχολείο του χωριού μας για μικρά χρονικά διαστήματα στις δεκαετίες 1930 και 1940. Θεωρούμε τέλος υποχρέωσή μας να μνημονεύσουμε εδώ ιδιαίτερα τους αείμνηστους δασκάλους μας Τσιώλη Δήμητρα, Καρλή Ελένη, Φράγκο Παναγιώτη και Κατσούλο Γεώργιο που κατά την περίοδο από 1956 μέχρι 1962 δίδαξαν σε μας προσωπικά και τους συνομηλίκους μας τα πρώτα γράμματα και μας έδωσαν τις εγκύκλιες γνώσεις. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.

                                                                     Γ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

             

 

 

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

 

Η ΠΑΛΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ   ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

 

Για  πολλά χρόνια ηγούμενος στο μοναστήρι του Προδρόμου ήταν ο Καστρίτης παπαΧριστόφορος Διαμαντάκος. Η χωριανή μας Π.Χουγιάζου, που τον έζησε από κοντά, μας διηγήθηκε  και μας περιέγραψε, μεταξύ των άλλων, και το περιστατικό της πάλης του με το Γερμανό στρατιώτη το 1943,  όπως το είχε ακούσει από τον ίδιο.

Ήταν νεαρός, διάκος ακόμη, όταν πάλεψε με τον στρατιώτη τον Δεκέμβρη του 1943.Στο μοναστήρι εκείνη την εποχή βρισκόταν ηγούμενος, ο ιερομόναχος Ιερόθεος Κούτσελας και ο διάκος Χριστόφορος Διαμαντάκος, ένας άντρακλας μέχρι εκεί πάνω μαζί με άλλους καλογέρους. Κάποια μέρα στις αρχές του Δεκέμβρη του 1943 μια ομάδα πέντε Γερμανών στρατιωτών, του στρατού κατοχής, είχαν ανέβει στο μοναστήρι, με σκοπό τον έλεγχο, για τυχόν αντάρτες αλλά και για πλιάτσικο.

Μπήκαν στο μοναστήρι και αφού λεηλάτησαν τα κελάρια του μοναστηριού, πέταξαν τα εκκλησιαστικά και τα λογιστικά βιβλία στο έδαφος, έψαξαν τους χώρους, μην τυχόν και ήταν εκεί κρυμμένοι αντάρτες και κάθισαν να φάνε. Οι καλόγεροι τους έστρωσαν πλούσιο τραπέζι και φάγανε και ήπιανε του «σκασμού». Έπειτα κάθισαν στο αρχονταρίκι να ξεκουραστούν δίπλα στο τζάκι. Τότε ένας γεροδεμένος στρατιώτης της ομάδας, πρόσεξε την κορμοστασιά του διάκου και του ζήτησε να παλέψουν, πιστεύοντας ότι θα τον «βάλει κάτω», για να τον μειώσει στα μάτια των φίλων του στρατιωτών.

Ο ανυπότακτος Χριστόφορος, σηκώθηκε επάνω, πέταξε το ράσο, σταυροκοπήθηκε και ετοιμάστηκε να δώσει ένα γερό μάθημα στο Γερμανό στρατιώτη. Τον άρπαξε, τον τύλιξε με τα ατσάλινα μπράτσα του και τον τίναξε κάτω στο πάτωμα σαν άδειο σακί. Τον άφησε έπειτα να σηκωθεί και ο Γερμανός του έδωσε συγχαρητήρια. Στο δεύτερο γύρο που ξαναπάλεψαν πάλι ο Γερμανός βρέθηκε κάτω. Όταν ζήτησε και άλλος στρατιώτης να παλέψει με τον διάκο, οι υπόλοιποι φοβούμενοι πως θα επικρατούσε ξανά ο γιγαντόσωμος διάκος, βγάλανε τα γεμάτα πιστόλια τους, τα έστρεψαν κατά των καλογέρων και πιάσανε τις πόρτες στο αρχονταρίκι του μοναστηριού. Ο ηγούμενος, ο παπαΙερόθεος, μόλις είδε αυτή την εξέλιξη, επειδή φοβήθηκε πως οι Γερμανοί, αν ξανακέρδιζε τη μονομαχία ο διάκος, όχι μόνο θα κάνουν ζημιά στον ίδιο και στο διάκο, αλλά θα κάψουν και το μοναστήρι, τον πλησίασε και του είπε στο αυτί τραγουδιστά. «Πέσε χάμω Χριστόφορε, καμώσου, γιατί θα καεί το μοναστήρι».

Τότε ο διάκος, αν και ήταν αποφασισμένος να τους διαλύσει όλους με τα σιδερένια μπράτσα του, έχοντας υπόψη του και το περιστατικό της πρόσφατης εξόντωσης των Γερμανών στο Μονοδέντρι, κάνοντας «υπακοή» στα λόγια του ηγούμενου, με βαριά καρδιά άφησε τον αντίπαλό του να τον ρίξει κάτω, για να μην κάνουν ζημιά το μοναστήρι. Ικανοποιημένοι πια οι στρατιώτες μετά από αυτή την εξέλιξη, νομίζοντας πως έτσι ανέβηκε το γόητρό τους, χειροκρότησαν τον «νικητή» συμπατριώτη τους και έδωσαν στο διάκο ένα δαχτυλίδι. Παρά την πρόσκληση του ηγούμενου να διανυκτερεύσουν στο μοναστήρι, φοβήθηκαν και σηκωθήκανε και φύγανε, χωρίς να πειράξουν και να πάρουν ο, τιδήποτε.

Ο τότε Δεσπότης Γερμανός Μεταξάς πληροφορήθηκε το περιστατικό και κάλεσε το διάκο στην Τρίπολη για να δώσει εξηγήσεις. Κάποια μέρα πήγε στη Μητρόπολη ο διάκος και οι γραμματείς του Δεσπότη τον οδήγησαν στο γραφείο του. Όταν παρουσιάστηκε ενώπιον του δεσπότη ο σκληροτράχηλος ιερωμένος, έγινε «αρνάκι» και σε ερώτηση του Δεσπότη, τι κάνουν εκεί στο μοναστήρι, του απάντησε: «Τις δουλίτσες μας Σεβασμιώτατε. Καλλιεργούμε τα χωράφια μας και τα αμπέλια μας». Όμως στη συνέχεια, όταν ο Δεσπότης τον ρώτησε αν περνάνε Γερμανοί από εκεί και τι ακριβώς συνέβη με τους στρατιώτες που επισκέφτηκαν το μοναστήρι, κατάλαβε ο διάκος ότι ο Δεσπότης τα ήξερε όλα. Εξήγησε τότε στον προϊστάμενό του με λεπτομέρειες το συμβάν και αποχώρησε από τη Μητρόπολη χωρίς συνέπειες.

Εδώ θα αναφερθούμε και στην γενικότερη παρουσία και την προσφορά του παπαΧριστόφορου στο μοναστήρι. Αρχικά μπήκε σαν καλόγερος στην συνοδεία του Μοναστηριού και γρήγορα χειροτονήθηκε διάκος. Πολύ αργότερα, στις 31 Αυγούστου 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ξεχώριζε για την λεβεντιά του και την ασυνήθιστη δύναμή του. Από τις 15-1-1949 και εφεξής, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ο ηγούμενος, η «ψυχή» του μοναστηριού. Τα τελευταία σαράντα χρόνια δεν έμενε μόνιμα εκεί, γιατί ενώ ήταν ηγούμενος του μοναστηριού, ιερουργούσε παράλληλα και στα γειτονικά στο μοναστήρι Καστριτοχώρια. Όμως κατά διαστήματα παρέμενε στο μοναστήρι, απασχολούμενος με την συντήρηση των κτιρίων του. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι κουβαλούσε από το ποτάμι που βρίσκεται στα πόδια του γιγαντιαίου βράχου, με ενενήντα μουλάρια που δανείζονταν από τους κατοίκους των γειτονικών χωριών, αμέτρητα φορτώματα άμμο και χαλίκι, καθώς και άλλα οικοδομικά υλικά από το Καστρί, για την εκτέλεση των απαραίτητων οικοδομικών εργασιών στο μοναστήρι. Όταν παρέμενε στο Καστρί, πηγαινοερχόταν συνεχώς εκεί καβάλα στο μουλάρι, χωρίς να υπολογίζει τις άσχημες καιρικές συνθήκες καθώς και το δύσκολο και επικίνδυνο μονοπάτι πάνω από το γκρεμό, που οδηγούσε στο μοναστήρι, αφού ο αυτοκινητόδρομος προς τα εκεί ανοίχτηκε τελευταία. Έμεινε ηγούμενος του μοναστηριού μέχρι το 1980,οπότε αποσύρθηκε λόγω γήρατος. Παρέδωσε το μοναστήρι στις καλόγριες της μονής Μαλεβής. Ο λεβεντόπαπας αυτός έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα, φιλοξενούμενος τελευταία, κατά το διάστημα της ανημποριάς του, από την οικογένεια Αντ. Χουγιάζου, στη Μάσκλινα. Όταν κοιμήθηκε η σορός του ετάφη στο κοιμητήριο του χωριού μας και τα λείψανά του μεταφέρθηκαν  στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, εκεί που αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του.

                                                                                                Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

                

 

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...