Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

 

                                ΒΑΡΕΛΟΒΑΓΕΝΑΔΕΣ  ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

      Στο χωριό μας οι κάτοικοι καλλιεργούσαν  μεγάλες εκτάσεις αμπελώνων, με παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων κρασιών. Ποσότητες από τον παραγόμενο μούστο τον διέθεταν στο εμπόριο, ενώ κρατούσαν ικανές ποσότητες μούστου μέσα σε μεγάλα βαγένια για την κάλυψη των αναγκών τους, σε ετήσια βάση, δεδομένου ότι κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες κρασιού.

     Το κάθε νοικοκυριό γέμιζε δύο και τρία μεγάλα βαγένια με μούστο κάθε χρόνο, που τα είχε στημένα συνήθως στο υπόγειο του σπιτιού, που εκεί υπήρχε σταθερή θερμοκρασία καθώς και σταθερά ποσοστά υγρασίας, όλο το χρόνο. Το κάθε βαγένι χωρούσε από πεντακόσια κιλά μέχρι τρείς χιλιάδες κιλά μούστο. Η μονάδα μέτρησης της ποσότητας του μούστου ήταν η «μπότσα*». Η μπότσα αντιστοιχούσε με (2) δύο οκάδες και αφού η κάθε οκά αντιστοιχούσε σε (1,282) κιλά, η μπότσα με τα σημερινά δεδομένα αντιστοιχούσε σε (2,564) κιλά. Η μπότσα και η οκά ήταν τουρκικές μονάδες βάρους που χρησιμοποιούντο στην Ελλάδα μετά την διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μέχρι την 1η Απρίλη 1959, οπότε ίσχυσαν τα σημερινά μέτρα μέτρησης βάρους και επιφανείας (το κιλό, το λίτρο και το τετραγωνικό μέτρο).

     Την κατασκευή και επισκευή των βαγενιών πραγματοποιούσε μια κατηγορία τεχνιτών, οι βαρελοβαγενάδες. Οι τεχνίτες αυτοί επισκεύαζαν τα βαγένια που είχαν ξερομαχιάσει* από την έλλειψη κρασιού μέσα σε αυτά, όταν είχαν πια αδειάσει. Χαλούσαν τα βαγένια εντελώς, αντικαθιστούσαν τις φθαρμένες δόγες τους και τα έστηναν πάλι, σφίγγοντας τα στεφάνια γύρω από το βαγένια. Εάν επρόκειτο να φτιάξουν καινούρια έκοβαν από την προηγούμενη χρονιά ξύλα, κατά προτίμηση από καστανιά ή από βελανιδιά, επειδή τα ξύλα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και κάνουν καλό κρασί γιατί έχουν λιγότερους πόρους. Τα έβαζαν συνήθως μέσα στην κοπριά των ζώων, σκεπασμένα καλά, για να στεγνώσουν και να ξεραθούν. Δεν τα άφηναν στον ήλιο για να μην σκάνε. Η θερμοκρασία που αναπτύσσεται κατά το χώνεμα της κοπριάς είναι πολύ μεγάλη αλλά σε υγρό περιβάλλον. Έτσι τα ξύλα στέγνωναν χωρίς να ραγίσουν.

     Κατασκεύαζαν βαγένια μικρά και μεγάλα, για την αποθήκευση και διατήρηση του κρασιού. Επίσης κατασκεύαζαν και μικρά βαρέλια, για την μεταφορά πόσιμου νερού από τα πηγάδια και τις παραδοσιακές βρύσες του χωριού στα σπίτια των κατοίκων. Η επισκευή των βαγενιών γινόταν πάντοτε επί τόπου, μέσα στα υπόγεια των σπιτιών, γιατί ήταν αδύνατη η μεταφορά τους στα εργαστήριά τους, κυρίως λόγω του όγκου τους, αλλά και του βάρους τους. Για να μεταφερθεί ένα βαγένι έπρεπε ο βαγενάς να το αποσυναρμολογήσει, βγάζοντας πρώτα τα στεφάνια του βαγενιού, τους παζούς* και τελευταία τις δόγες* του. Το βαρέλι κατασκευάζονταν και επισκευάζονταν στο εργαστήρι του βαγενά, λόγω του μικρού όγκου του.

    Το βαρέλι αποτελούσε σχηματικά μια μικρογραφία του κρασοβάρελου (βαγενιού) και ακολουθείτο η ίδια διαδικασία κατασκευής του με το κρασοβάρελο. Η κατασκευή του βαρελιού γινόταν με βαρελοσανίδες από ξύλο συνήθως μουριάς. Αυτές τις σανίδες τις έλεγαν δόγες. Οι δόγες ήταν στενές και εργασμένες με προσοχή και ακρίβεια. Έπρεπε η μια με την άλλη να έχουν στα αντίστοιχα μέρη τους το ίδιο ακριβώς πλάτος και το ίδιο μήκος .Στη μέση έπρεπε να σχηματίζουν καμπύλη προς τα έξω και η καμπυλότητα να είναι ακριβώς ίδια σε όλες. Οι δύο στενές πλάγιες πλευρές τους έπρεπε να είναι πλανισμένες με μεγάλη ακρίβεια για να μη βγαίνει το νερό από εκεί που θα γινόταν η ένωσή τους. Ο βαρελοβαγενάς ένωνε τις σανίδες (δόγες) κυκλικά, περνούσε ολόγυρα σιδερένια στεφάνια και με αυτά τις έσφιγγε πολύ γερά.

    Ο πυθμένας του βαρελιού ήταν επίπεδος, στρογγυλός και τον έλεγαν παζό. Το ίδιο σχήμα  και την ίδια περίμετρο είχε και ο απέναντι παζός, το επάνω μέρος του βαρελιού. Οι παζοί πάνω και κάτω δεν ήταν τοποθετημένοι ακριβώς εκεί που τέλειωναν  οι δόγες αλλά σε λίγο μεγαλύτερη απόσταση από την άκρη τους. Τους παζούς τους κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς η βελανιδιάς, για να αντέχουν στην διαβρωτική επίδραση του νερού. Ο επάνω παζός του βαρελιού είχε στο κέντρο του μια στρογγυλή τρύπα. Από την τρύπα αυτή το βαρέλι, τοποθετημένο όρθιο, γέμιζε νερό με το χωνί. Σε ένα ακραίο σημείο, στο επάνω μέρος της περιφέρειάς του το βαρέλι είχε μια άλλη όμοια τρύπα. Όταν το έφερναν  από τη βρύση ή το πηγάδι στο σπίτι γεμάτο νερό το τοποθετούσαν σε μια ειδική εσοχή του τοίχου του σπιτιού που η βάση της απείχε από το πάτωμα περίπου μισό μέτρο και από αυτή την τρύπα άδειαζαν το νερό στις κανάτες, όταν χρειαζόταν.  δύο τρύπες του βαρελιού έκλειναν με «βουλώματα» που τα έφτιαχναν από πανί, που ήταν όμοια με το φελλό που σήμερα σφραγίζουν τα μπουκάλια με το κρασί.. Η κατασκευή του βαρελιού απαιτούσε μεγάλη μαστοριά. Για να κατασκευαστούν οι δόγες με την καμπύλη τους, να ενωθούν κυκλικά αυτές και οι παζοί ,να φορεθούν τα σιδερένια στεφάνια σφιχτά για την συγκράτησή τους χρειαζόταν τέχνη και εμπειρία.

   Στα κρασοβάρελα (βαγένια), που τοποθετούντο οριζόντια στο έδαφος, υπήρχε  μια τρύπα διαμέτρου δεκαπέντε εκατοστών περίπου στην μέση μιας δόγας στο πάνω μέρος του βαγενιού (η  σιφουνιά). Από εκεί άδειαζαν το μούστο μέσα στο βαγένι και τον δοκίμαζαν  αν «ψήθηκε», ώστε να κλείσουν ερμητικά την τρύπα, χρησιμοποιώντας ασβέστη σε σκόνη. Στον μπροστινό παζό του βαγενιού υπήρχε η πόρτα του, που αυτή χρησίμευε για το πλύσιμό του και ήταν κομμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να σφραγίζει  ερμητικά πριν αδειάσουν το μούστο μέσα στο βαγένι. Στο κάτω μέρος του ίδιου παζού είχε τοποθετηθεί η βρύση ,«η κάνουλα», του βαγενιού από όπου «έπιαναν» το κρασί στα μπουκάλια και στις κανάτες.

     Οι βαρελοβαγενάδες κατασκεύαζαν και άλλα χρηστικά ξύλινα σκεύη όπως «βούτες*» για την μεταφορά των σταφυλιών από τα αμπέλια στους λινούς (πατητήρια),μικρά βαρέλια («βαρέλες») και ακόμη μικρότερα (τσίτσες* τσότρες*) για την μεταφορά νερού και κρασιού στα χωράφια και στα αμπέλια, για να πίνουν οι εργάτες τις ώρες της καλλιέργειας. Βαρελοβαγενάδες στο χωριό ήταν οι Μακρέοι (Ο Χρήστος Μακρής, ο Στράτης Μακρής, ο Θανάσης Μακρής, ο Γιάννης Μακρής και άλλοι).

    Θυμόμαστε πως στο υπόγειο του σπιτιού μας υπήρχαν τρία βαγένια, διαφορετικού μεγέθους το καθένα. Το μεγαλύτερο από αυτά χωρούσε (1500) μπότσες κρασί και ήταν τόσο μεγάλο που όταν έμπαινε μέσα για να το πλύνει η αείμνηστη μητέρα μου στεκόταν όρθια. Είχε διάμετρο δύο μέτρα τουλάχιστον. Τα άλλα ήταν ακόμα μικρότερα. Όμως με το πέρασμα του χρόνου το μεγάλο βαγένι έπαψε να χρησιμοποιείται για την αποθήκευση του κρασιού, λόγω της μειωμένης παραγωγής σταφυλιών. Κάποια μέρα κόπηκε κάθετα σε δύο ίσα μέρη, που για πολλά ακόμη χρόνια τα δύο κομμάτια του χρησίμευσαν για λάντζες,*στο «πάστωμα» των ελιών. Εκεί αποθηκεύονταν μέχρι να «ψηθούν» οι βρώσιμες ελιές. Τελευταία όμως, όταν πια έπαψαν να χρησιμοποιούνται και γι’ αυτό το σκοπό, διαλύθηκαν και οι δόγες* τους κόπηκαν με την κορδέλα* σε μικρά κομματάκια. Με αυτά τροφοδοτούσαμε την θερμάστρα του σπιτιού μας για να ζεσταθούμε τις κρύες χειμωνιάτικες ημέρες. Μα και τα άλλα βαγένια με το πέρασμα του χρόνου είχαν την ίδια τύχη με το μεγάλο. Τώρα πιά όλα αυτά αποτελούν μια γλυκόπικρη ανάμνηση.

                                                                              Γιώργος Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

 

 

                                                       Π    Ε   Ν    Θ   Η

   Έφυγε από κοντά μας μία ακόμα Μασκλινιώτισα, η Γεωργία συζ. Ευαγγέλου Μαθαιούλη, που μας συντρόφευε για 90 χρόνια στη ζωή, ζώντας πάντοτε μέσα στην θαλπωρή των δικών της ανθρώπων.

   Στον κυρ - Βαγγέλη και τα λοιπά μέλη της οικογενείας της εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια, δεόμενοι προς τον  Ύψιστο να αναπαύσει την ψυχή της και να την κατατάξει σε σκηνές Δικαίων μέσα στον Παράδεισο. Στο καλό κυρά Γεωργία. Ας είναι ελαφρό το Μασκλινιώτικο χώμα που θα  σκεπάσει  το γήινο σώμα σου.

 

                                                                                 Γιώργος Σκλημπόσιος -  Μασκλινιώτης

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

 

         ΞΕΝΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

    Με το σημερινό σημείωμά μας συμπληρώνουμε το κεφάλαιο που αναφέρεται στους εργάτες και τους εμπόρους που επισκέπτονταν το χωριό μας για να πουλήσουν την πραμάτεια τους ή να εργαστούν στα χωράφια τους, βοηθώντας έτσι στην οικονομική του εξέλιξη.

4) Οι  πλανόδιοι μικροπωλητές. Περιοδικά επισκέπτονταν το χωριό πλανόδιοι μικροπωλητές προερχόμενοι από τις γειτονικές πόλεις και κυρίως την Τρίπολη. Αυτοί αρχικά μετέφεραν τα εμπορεύματά τους μέσα σε βαλίτσες με το τραίνο. Συνήθως μετέφεραν για πώληση είδη προικός (σεντόνια, μαξιλάρια, κουβέρτες κλπ.) καθώς και άλλα είδη ιματισμού (εσώρουχα, πουκάμισα, πουλόβερ κλπ.). Ξεφόρτωναν τις βαλίτσες με τα εμπορεύματα από το τραίνο και τις μετέφεραν με τα μουλάρια σε ένα αποθηκευτικό χώρο στην αγορά του χωριού. Έπειτα έπαιρναν στην αγκαλιά τους μικρό μέρος από τα εμπορεύματα και περιφέροντο σε όλες τις γειτονιές του χωριού διαλαλώντας την παρουσία τους και τον σκοπό της αποστολής τους. Προσπαθούσαν να πείσουν τις νοικοκυρές των σπιτιών να ψωνίσουν από τα εμπορεύματα που μετέφεραν ή να κατεβούν στην «αγορά» του χωριού, στον προσωρινό αποθηκευτικό χώρο που είχαν τοποθετήσει τα υπόλοιπα και να διαλέξουν από αυτά που υπήρχαν εκεί, για τις προίκες των κοριτσιών τους καθώς και τα υφασμάτινα χρειώδη του σπιτιού.

    Πολλές φορές έρχονταν πεζοπορώντας πλανόδιοι μικροπωλητές από τα γύρω χωριά (Ρίζες, Παρθένι, ΑγιαΣοφιά ) και έφερναν φορτωμένα στα ζώα τους διάφορα γεωργικά προϊόντα της περιοχής τους (σκόρδα, κρεμμύδια, βύσσινα, κεράσια, ντομάτες κλπ.) που περιφέροντο σε όλες τις γειτονιές του χωριού και τα πουλούσαν στα σπίτια, τις περισσότερες φορές με το σύστημα της ανταλλαγής προϊόντων, αγοράζοντας κυρίως ελαιόλαδο για τις ανάγκες τους. Μάλιστα θυμάμαι έναν μικροπωλητή που στην δεκαετία του 1950 επισκεπτόταν συχνά το χωριό και άπλωνε την «πραμμάτεια» του μπροστά στο καφενείο του Κώστα Λύγδα (Μάρκου) κάτω από το ξύλινο χαγιάτι. Διέθετε διάφορα μικροαντικείμενα απαραίτητα για το κάθε σπίτι (ηλεκτρικούς φακούς, μαχαιροπήρουνα, κορδόνια για τα παπούτσια, αγροτικά εργαλεία κλπ) και ειδοποιούσε τους κατοίκους του χωριού χτυπώντας δυνατά την μεγάλη κουδούνα του. Ταυτόχρονα για να προσελκύσει πελατεία φώναζε χαρακτηριστικά: «Περάστε να πάρετε ένα ζευγάρι κορδόνια και μπαξίσι* δυο ζευγάρια». Τους καλοκαιρινούς μήνες ωρισμένοι μικρέμποροι συγχωριανοί μας έφερναν στο χωριό με το τραίνο μεγάλες ποσότητες φρούτων (καρπούζια, πεπόνια κλπ.) Τα μετέφεραν φορτωμένα στα ζώα μέσα σε μεγάλα κοφίνια και τα αποθήκευαν προσωρινά σε αποθήκες κοντά στην αγορά, για να τα διαθέσουν στη συνέχεια στα νοικοκυριά του χωριού.

     Αργότερα μετά την οδική σύνδεση του χωριού με το Παρθένι άρχισαν να επισκέπτονται το χωριό πλανόδιοι μικροπωλητές με κλειστού τύπου φορτηγά αυτοκίνητα που εξωτερικά περιέγραφαν με μεγάλα γράμματα το είδος του εμπορεύματος που μετέφεραν για πώληση (είδη προικός, κουβέρτες, ενδύματα κλπ.). Αυτοί περιφέροντο στις γειτονιές του χωριού με το αυτοκίνητο και διαλαλούσαν τα διαθέσιμα εμπορεύματα με μικροφωνική συσκευή που είχαν εγκαταστήσει στο αυτοκίνητό τους. Οι μικροπωλητές αυτοί διέθεταν για πώληση πολύ μεγαλύτερη ποικιλία εμπορευμάτων (είδη οικιακής χρήσης, κουζινικά, είδη προικός, γεωργικά εργαλεία κλπ) σε σχέση με τους μικροπωλητές που επισκέπτονταν το χωριό με το τραίνο. Όμως όταν με την πάροδο του χρόνου η πρόσβαση των κατοίκων του χωριού στην αγορά της Τρίπολης έγινε πολύ πιο εύκολη, με τον εκσυγχρονισμό των αυτοκινητοδρόμων και την απόκτηση ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων από αυτούς, σιγά - σιγά το επάγγελμα του πλανόδιου μικροπωλητή άρχισε να σβήνει.

    Με την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου κάθε βδομάδα άρχισε να φέρνει στο χωριό από το Παράλιο Άστρος φρέσκα ψάρια με το αυτοκίνητο, την «ψαροπούλα» του, ο αείμνηστος Σταύρος Δουζένης, που γύριζε τις γειτονιές, διαλαλώντας με την στεντόρια φωνή του την «πραμάτεια» του. Εφοδίαζε με ψαρικά (γόπες, μαρίδες, κουτσομούρες κλπ.) σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού και οι νοικοκυρές τον περίμεναν «σαν την ψυχή τα σαράντα». Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να εφοδιάζουν με ψάρια τα σπίτια του χωριού και ψαράδες από άλλα παραθαλάσσια μέρη, όπως άλλωστε γίνεται μέχρι σήμερα. Έκτοτε σταμάτησε η μεταφορά ψαριών σε ψαροκασέλες με το τραίνο από τους Μύλους και η διάθεσή τους από τους ευκαιριακούς μικρέμπορους συγχωριανούς μας.

5) Οι Λαγκαδιανοί κτιστάδες Οι χωριανοί όταν ήθελαν να κτίσουν πετρόκτιστα κτίσματα καλούσαν είτε ντόπιους χτιστάδες είτε χτιστάδες από τα γειτονικά χωριά  και από την περιοχή των Λαγκαδίων της Αρκαδίας, τους «Λαγκαδιανούς».Έρχονταν στο χωριό με το τραίνο ή καβάλα στα γαϊδουράκια τους, στα οποία είχαν φορτώσει  τα εργαλεία της δουλειάς τους και την οικοσκευή τους. Παρέμεναν για ένα δεκαπενθήμερο τουλάχιστον και φιλοξενούνταν σε ακατοίκητα σπίτια του χωριού. Οι «Λαγκαδιανοί» χτιστάδες ήταν οργανωμένοι σε «μπουλούκια*» ή «κομπανίες*». Τα μπουλούκια είχαν τα τυπικά χαρακτηριστικά ατελούς συντεχνίας. Ήταν οργανωμένοι για τον καταμερισμό της εργασίας, με σκοπό την γρήγορη αποπεράτωση ενός έργου. Στην κορυφή της ιεραρχίας και επικεφαλής του μπουλουκιού ήταν ο «πρωτομάστορας», που έπαιρνε την πρωτοβουλία για την συγκρότηση του μπουλουκιού και για την εξεύρεση εργασίας. Ακολουθούσαν οι «μαστόροι» (τεχνίτες-χτίστες), οι «λασπολόγοι» (βοηθοί των μαστόρων) και τέλος τα «μαστορόπουλα», οι μαθητευόμενοι. Οι μαστόροι και τα μαστορόπουλα σέβονταν τον πρωτομάστορα και εκτελούσαν τις εντολές του.

     Τα κυριότερα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι κτίστες στην δουλειά τους ήταν το λοστάρι, η βαριά, ο κασμάς, το χτένι*, το ζύγι, τα ράμματα, το καλέμι, ο ματρακάς*, το βελόνι, διάφορα σφυριά, το μυστρί, το πασέτο (μέτρο), η κορδέλα, και τα πηλοφόρια. Ο καταμερισμός της εργασίας ρυθμιζόταν από τον πρωτομάστορα ανάλογα με το κάθε μέλος της ομάδας. Οι λασπολόγοι ήσαν αυτοί που έφτιαχναν την λάσπη, σκέτη ή με ασβέστη και εφοδίαζαν με αυτή τους κτίστες.

    Οι μαστόροι, οι τεχνίτες δηλαδή, ήταν εκείνοι που οικοδομούσαν, που έκτιζαν. Δούλευαν κατά ζεύγη, ένας στην εξωτερική πλευρά του τοίχου και ένας την εσωτερική. Ο πρώτος έμπειρος και παλιός κτίστης, ονομαζόταν φατσαδόρος*, ο δεύτερος νέος και άπειρος μεσομάστορης. Υπήρχε επίσης ένας πελεκάνος και ένας νταμαρτζής ή λιθαράς. Την δουλειά του πελεκάνου ασκούσε συνήθως ο πρωτομάστορας. Ο πρωτομάστορας επίσης σχεδίαζε, γώνιαζε το οικοδόμημα, σκάλιζε με προτροπή του ιδιοκτήτη στα αγκωνάρια λουλούδια, σταυρούς, πουλιά, επιγραφές και άλλα παρόμοια διακοσμητικά ή αποτρεπτικά σύμβολα. Η αμοιβή που έπαιρνε κάθε μέλος της ομάδας λεγόταν «μερδικό» ή «μερίδιο». «Μερδικό» έβγαινε ακόμη και στα ζώα που είχαν μαζί τους.

 

6)Εργάτες για το λιομάζωμα. Τις χρονιές που  οι ελιές ήταν φορτωμένες με καρπό οι χωριανοί αντιμετώπιζαν δυσκολίες για την γρήγορη συλλογή του ελαιοκάρπου, δεδομένου ότι ο καιρός την εποχή εκείνη, μέσα στο καταχείμωνο, ήταν συνήθως βροχερός, ενώ τα χιόνια τους έκλειναν στο σπίτι για ημέρες.Επομένως έπρεπε να βρουν οπωσδήποτε περισσότερα εργατικά χέρια να τους βοηθήσουν στην ελαιοσυλλογή, έναντι αμοιβής. Έτσι  από τις αρχές του Οκτώβρη  μετέβαιναν  στην περιοχή κυρίως της Γορτυνίας ( Λεβίδι, Κακούρι, Ποντιά, Συλίμνα κλπ)  για την εξεύρεση εργατικών χεριών για την συλλογή του. Εκεί συμφωνούσαν  τον αριθμό των εργατών, τις ημέρες και τις ώρες  απασχόλησής τους, και παζάρευαν την αμοιβή τους. Συνήθως η αμοιβή των εργατών συμφωνείτο να γίνει σε είδος (λάδι, σαπούνι κλπ) και σπάνια σε μετρητά. Το συνεργείο αποτελείτο από δύο έως πέντε άτομα, κυρίως γυναίκες , με επικεφαλής έναν άνδρα.

   Στα τέλη του Νοέμβρη όταν άρχιζε δειλά δειλά να ωριμάζει ο ελαιόκαρπος, ειδοποιείτο το συνεργείο να έρθει στο χωριό για την ελαιοσυλλογή. Κατέβαιναν από τραίνο και εκεί τους παραλάμβανε το αφεντικό και τους οδηγούσε σε κάποιο άδειο σπίτι του χωριού για προσωρινή εγκατάσταση. Την άλλη ημέρα πριν καλά καλά φέξει τους παραλάμβανε πάλι το αφεντικό και μετέβαιναν ομαδικά με τα πόδια στο χωράφι. Δούλευαν εκεί όλη μέρα από το πρωί μέχρι το δειλινό, με την υποχρεωτική διακοπή το μεσημέρι για φαγητό, που είχε σερβίρει η νοικοκυρά του σπιτιού στο πρόχειρο τραπέζι κατάχαμα, κάτω από την ελιά. Αντιβούϊζαν οι ρεματιές του Σαμονιού από τις φωνές τους και τα τραγούδια τους. Και αργά το δειλινό φόρτωναν τα τσουβάλια με τις ελιές στα μουλάρια και όλοι μαζί, αφεντικό και εργάτες έπαιρναν την ανηφόρα, το δρόμο της «σκάλας» όπως τον έλεγαν, και γύριζαν στο χωριό. Εκεί, στο σπίτι που φιλοξενούνταν, άναβαν το τζάκι του προσπαθώντας να ζεσταθούν και να μαγειρέψουν το βραδινό φαγητό τους, κάτω από το αχνό φως της λάμπας του πετρελαίου. Ξεκουράζονταν στα πρόχειρα κρεβάτια τους για να σηκωθούν την άλλη μέρα πρωί - πρωί για το μεροκάματο.

   Πολλές φορές το ίδιο συνεργείο  όταν τέλειωνε την ελαιοσυλλογή του αφεντικού του, παρέμενε στο χωριό και εργαζόταν στα χωράφια άλλων συγχωριανών, ενισχύοντας έτσι το εισόδημα των μελών του. Στο τέλος έφευγαν με το τραίνο από το χωριό, φορτωμένοι τους ντενεκέδες με το λάδι, που ήταν η αμοιβή για την εργασία τους, τα «κόπια» τους όπως έλεγαν, και γύριζαν στα χωριά τους, για να περάσει με αυτό τη χρονιά της όλη η οικογένεια.

 

                                                                               Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης   

 

 

                                                                     Π    Ε   Ν   Θ   Η

    Ένας ακόμη  Μασκλινιώτης  έφυγε από κοντά μας ο Ιωάννης Ευσταθίου Στρατηγάκης  ή Σταθόγιαννης, που έμεινε στη ζωή για 88 χρόνια.   Είχε αφήσει για επαγγελματικούς λόγους  το σπίτι του που μεγάλωσε, στα Στρατηγέκα Χάνια, και ζούσε μέχρι το τέλος του, με  την οικογένειά του στην Τρίπολη. Όμως ποτέ δεν ξέχασε τον τόπο που γεννήθηκε, επισκευάζοντας τη γωνιά που είδε το πρώτο φως της ζωής. Ερχόταν τακτικά εκεί  για ξεκούραση  στον ελεύθερο χρόνο του.

   Στους οικείους του εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια και ευχόμαστε  ο Κύριος να  κατατάξει την ψυχή του σε σκηνές δικαίων  στον παράδεισο, εκεί που έχουν  κατασκηνώσει   και οι αείμνηστοι  γονείς του, ο μπάρμπα - Στάθης και η θειά – Κανέλα. Ας είναι ελαφρό το  Μασκλινιώτικο χώμα που θα τον σκεπάσει.

                                                                                            Γ.Σκλημπόσιος -  Μασκλινιώτης

Τρίτη 14 Μαρτίου 2023

 

        ΞΕΝΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ, ΜΑΣΤΟΡΟΙ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΕΣ  ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ

 

      Στο σημερινό σημείωμά μας θα αναφερθούμε σε ορισμένους μαστόρους που πέρασαν από το χωριό μας και άφησαν τη σφραγίδα τους

 1) Οι γανωτήδες (καλατζήδες) . Οι νοικοκυρές του χωριού μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 χρησιμοποιούσαν συνήθως χάλκινα μαγειρικά σκεύη καθώς και κάθε άλλου είδους χάλκινα αντικείμενα που ήσαν απαραίτητα σε κάθε σπίτι. (χύτρες, καζάνια, τηγάνια, ταψιά κλπ). Τα χάλκινα αντικείμενα και μάλιστα αυτά που χρησιμοποιούντο για τις καθημερινές ανάγκες του σπιτιού, έπρεπε κάθε τόσο να «γανώνονται*» με καλάι, ώστε να προστατεύεται η επιφάνειά τους από την επικίνδυνη οξείδωση, την «γανίλα».

    Για το λόγο αυτό, σε τακτά χρονικά διαστήματα, έρχονταν στο χωριό, συνήθως από τα χωριά της Γορτυνίας, ειδικοί μαστόροι (γανωτήδες - καλαντζήδες), που ασχολούντο με το «γάνωμα» των χάλκινων αντικειμένων. Ο καλαντζής μετά την πρόχειρη εγκατάστασή του σε κάποιο σπίτι του χωριού, έβγαινε στους δρόμους και φωνάζοντας «ο καλαντζής - όλα τα χαλκώματα γανώνω», δήλωνε την παρουσία του στο χωριό. Κρατούσε στο ώμο ένα μεγάλο σάκο από λινάτσα, μέσα στον οποίο τοποθετούσε τα χαλκώματα που μάζευε για να τα γανώσει. Μάζευε τετζερέδες με τα καπάκια τους, σαχάνια, ταψιά, τέσες, κανάτες, τηγάνια, σουπιέρες, κουταλομαχαιροπήρουνα και άλλα μπακίρια.

    Έβρισκε άμμο ψιλή, από σκληρή πέτρα (στουρνάρι) ή τριμμένο κεραμίδι, που χρησιμοποιούσε για το τρίψιμο των χαλκωμάτων. Εργαλεία του καλαντζή ήταν «το τσιμπίδι» με το οποίο κρατούσε το χάλκινο σκεύος πάνω από την φωτιά και ο «νταβάς*», ένα μεγάλο ταψί, που μέσα έπεφταν τα ψήγματα που περίσσευαν από το καλάι, για να χρησιμοποιηθούν ξανά. Τα υλικά που χρησιμοποιούσε ο καλαντζής ήταν το σπίρτο (υδροχλωρικό οξύ), το λησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), η άμμος, το καλάι και το «τσιγκόσπιρτο».

    Καθάριζε πρώτα το σκεύος και άλειφε την εσωτερική του επιφάνεια με σπίρτο. Το άφηνε λίγη ώρα και μετά το ξέπλενε με νερό. Ακολούθως άνοιγε μια μικρή λακούβα κοντά σε ένα τοίχο για να μπορεί να στηρίζεται με τα χέρια του. Στη λακούβα έβαζε ένα δέρμα και πάνω σε αυτό άπλωνε την άμμο από κομμένη πέτρα ή το τριμμένο κεραμίδι με λίγο νερό και πάνω εκεί ακούμπαγε το χάλκωμα.

    Ανέβαινε ξυπόλυτος πάνω στο χάλκωμα και γυρνώντας περιστροφικά το σώμα του, δεξιά και αριστερά, γύρναγε και το σκεύος, το οποίο τριβόταν πάνω στη σκληρή άμμο και γυάλιζε από την εξωτερική μεριά. Ακολουθούσε το τρίψιμο από μέσα, όπου έβαζε μέσα στο σκεύος σκληρή άμμο, και πάνω άπλωνε το δέρμα. Έμπαινε ξυπόλυτος μέσα στο σκεύος και επαναλάμβανε τις ίδιες περιστροφικές κινήσεις, στηριζόμενος πάντα στον τοίχο. Τα πλαϊνά τοιχώματα του σκεύους τα έτριβε με τα χέρια.

     Η επόμενη δουλειά του ήταν η επισκευή των χαλκωμάτων. Σφυριλάτισμα του σκεύους στο αμόνι για να ισιώσει τις λακούβες. Αν το σκεύος είχε τρύπες και έλειπαν κομμάτια, έκοβε με το ψαλίδι μπαλώματα και τα καρφωνε με καρφιά. Αν έπρεπε να κάνει συγκολλήσεις ή να καλύψει κενά, το έκανε με την «κόλληση», ένα κράμμα καλαγιού και μολυβιού. Την κόλληση την έβαζε με καυτό κολλητήρι και την άπλωνε με ένα ειδικο ξύλινο εργαλείο, το «μοκασίσι».

     Σε ευρύχωρο σημείο του χώρου που είχε στήσει το εργαστήρι του άνοιγε ένα λάκκο, το «τεζάχι», και εκεί άναβε φωτιά. Πάνω στη φωτιά έβαζε την σιδεροστιά και καθόταν δίπλα σε χαμηλό σκαμνί. Μπροστά του είχε ένα ταψί, τον «ταβλά» και δίπλα του είχε όλα τα απαραίτητα εργαλεία.

    Ζέσταινε στην αρχή πάνω στη φωτιά το χάλκωμα, γυρνώντας το με το τσιμίδι και όταν ζεσταινόταν καλά το πασπάλιζε με λησιαντήρι για να πιάσει το καλάϊ. Έπειτα έβαζε κομμάτι καλάϊ από τη βέργα που έλιωνε μέσα στο δοχείο, που έκαιγε. Άπλωνε με το ένα του χέρι το καλάϊ σε όλα τα τοιχώματα του δοχείου με μια μπάλα μπαμπάκι, κρατώντας το δοχείο πάνω στη φωτιά ενώ με το άλλο χέρι το γύριζε συνεχώς με το τσιμπίδι. Για το άπλωμα αυτό του καλαγιού στα εσωτερικά τοιχώματα του σκεύους χρειαζόταν μεγάλη δεξιοτεχνία, ώστε το στρώμα του καλαγιού να είναι στο σωστό πάχος και ομοιόμορφο παντού, χωρίς ελαττώματα.

     Στο τέλος αφού το σκεύος κρύωνε το έτριβε με μάλλινο πανί για να αποκτήσει μεγαλύτερη γυαλάδα. Τα μεγάλα σκεύη, όπως τα καζάνια, πάνω στη φωτιά ο μάστορας τα κρατούσε, λόγω του μεγέθους τους, με ένα χοντρό μάλλινο πανί, το «καζανόσκουτο». Τα κουταλομαχαιροπίρουνα, που δεν ήταν χάλκινα αλλά από σίδερο, τα καθάριζε πρώτα με το «τσιγκόσπιρτο» που ήταν μίγμα σπίρτου και ψευδαργύρου. Έπειτα τα γάνωνε βουτώντας τα μέσα σε ένα ειδικό δοχείο, τη «γανώστρα», που βρισκόταν πάνω στη φωτιά και περιείχε λυωμένο καλάϊ.

    Η αμοιβή του καλαντζή γινόταν σε χρήμα ή σε είδος (λάδι) ενώ στην κατοχή έπαιρνε για αμοιβή και άλλα χρειαζούμενα (σύκα, κρασί, σαπούνι κλπ). Τις ημέρες που παρέμενε στο χωριό, διέμενε σε σπίτια που ήσαν κενά, εργαζόταν στο ισόγειο του σπιτιού και διανυκτέρευε στο ανώι του.

2) Οι καρεκλάδες   Στο χωριό, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες,  κατέφθαναν με το τραίνο και καρεκλάδες. Ήταν τεχνίτες που επισκεύαζαν τα ξύλα στις σπασμένες καρέκλες και αντικαθιστούσαν τα ψάθινα καθίσματά τους, πλέκοντάς τα  με ψαθί. Μαζί τους έφερναν το κασελάκι με τα εργαλεία τους, καινούρια καρεκλόξυλα, για την αντικατάσταση των σπασμένων και δέματα με ειδικό ψαθί, το «βούτημα» για το πλέξιμο του καθίσματος της καρέκλας. Ο καρεκλάς κατεβαίνοντας από το τραίνο, έρχονταν στην αγορά του χωριού, φορτωμένος την κασέλα με τα εργαλεία του και τα υπόλοιπα υλικά του, δηλώνοντας  έτσι την παρουσία του. Αφού  έπινε το καφεδάκι του,  πιάνοντας κουβέντα με τους θαμώνες του καφενείου, φορτώνονταν  την κασέλα με τα εργαλεία του, λίγα καινούρια καρεκλόξυλα καθώς και λίγο ψαθί. Μέσα στην κασέλα του, που την κρεμούσε από τον ώμο με δερμάτινη ζώνη, είχε το  χειροκίνητο τρυπάνι, το αρίδι είδος μικρότερου τρυπανιού, την τανάλια για τα ξεκαρφώματα, την ράσπα για το τρίψιμο του ξύλου, την πλάνη για το πλάνισμα των καρεκλόξυλων, την φαλτσέτα  κοφτερό μαχαίρι για το σχίσιμο του ψαθιού και για την αφαίρεση των κατεστραμμένων από τη χρήση ψάθινων καθισμάτων, το  δοχείο με την ξυλόκολλα και άλλα μικροεργαλεία απαραίτητα για την δουλειά του.

    Άρχιζε να διασχίζει όλους τους δρόμους στις γειτονιές του χωριού και να διαλαλεί  την ιδιότητά του, δηλώνοντας έτσι την παρουσία του εκεί. Οι νοικοκυρές τον φώναζαν στις αυλές τους και του παρουσίαζαν τις καρέκλες που ήθελαν επισκευή. Αφού συμφωνούσαν για τη δουλειά και την αμοιβή του, ακολούθως ο καρεκλάς καθόταν  οκλαδόν επί τόπου κάτω από τον ίσκιο της μουριάς του σπιτιού  και  άρχιζε την εργασία του. Έλεγχε πρώτα τα ξύλα της καρέκλας και εφόσον τα έβρισκε άθιχτα, έκοβε με τη φαλτσέτα το φθαρμένο από το χρόνο ψάθινο κάθισμά της  και το τοποθετούσε στην άκρη. Ακολούθως έπαιρνε ψαθί και αφού το έβρεχε για να μαλακώσει, το έσχιζε με τη φαλτσέτα του σε μακριές ταινίες. Άρχιζε στη συνέχεια να το στρίβει και να το πλέκει στις γωνίες της επιφάνειας του καθίσματος, μέχρις ότου κάλυπτε πλέκοντας όλη την επιφάνειά του.Τέλος έκοβε με τη φαλτσέτα του τα μικρά κομμάτια από το ψαθί που προεξείχαν και η καρέκλα ήταν έτοιμη. Αν χρειαζόταν  αντικατάσταση σπασμένων ξύλων της καρέκλας, πρώτα τα αντικαθιστούσε, τα κολλούσε στην συνέχεια με την ξυλόκολα και στο τέλος έπλεκε το ψαθί στο κάθισμα της καρέκλας.Κατά την ώρα της εργασίας του η νοικοκυρά τον κερνούσε το βρισκούμενο γλύκισμα και ένα ποτήρι δροσερό νερό από το σταμνί του σπιτιού.Η αμοιβή του γινόταν με μετρητά αλλά και σε είδος (λάδι, σαπούνι κλπ).

    Οι καρεκλάδες εκτός από τις επισκευές καρεκλών, έκαναν και άλλες μικροεπισκευές και λουστραρίσματα  επίπλων και άλλων ξύλινων αντικειμένων  στα σπίτια αλλά και στα καφενεία και τις ταβέρνες του χωριού. Αν η δουλειά τους δεν τελείωνε αυθημερόν, παρέμεναν φιλοξενούμενοι σε κάποιο σπίτι του χωριού και συνέχιζαν την επόμενη ημέρα  την εργασία τους,άλλως αναχωρούσαν αυθημερόν με το βραδυνό τραίνο για τον προορισμό τους. 

3) Οι κοφινάδες   Τους καλοκαιρινούς μήνες έφταναν στο χωριό και κοφινάδες, αυτοί που έπλεκαν   κοφίνια διαφόρων μεγεθών.Τα υλικά με τα οποία τα έπλεκαν ήταν οι λυγαριές (καναπίτσες) και τα καλάμια.Υπήρχαν  τριών ειδών κοφίνια, ανάλογα με το μέγεθος, το σχήμα και το υλικό κατασκευής τους.

α)Τα απλά καλάθια ή «χεροκόφινα» που είχαν διαβαθμίσεις στην  χωρητικότητα και χρησιμοποιούντο για την μεταφορά των αυγών,μικροποσοτήτων οπωροκηπευτικών και σταφυλιών από τα περιβόλια. Κύριο γνώρισμά τους ήταν το ημικυκλικό χερούλι από λυγαριά που ήταν προσαρμοσμένο στο πάνω χείλος τους.

β)Τα κοφίνια, «πολυτάρια, κόφες   ή τριατικούς» όπως τους έλεγαν, ήταν πιο φαρδιά, ύψους ενός μέτρου περίπου, και  είχαν χωρητικότητα μέχρι τριάντα οκάδων, ή σαράντα  κιλών. Στο πάνω χείλος τους  έφεραν αντικρυστά δύο μικρά χερούλια από λυγαριά, για να είναι δυνατή η μεταφορά τους.  Φορτώνονταν τα κοφίνια στα ζώα ανά ζεύγη, ένα σε κάθε πλευρό, και χρησιμοποιούντο για την μεταφορά σταφυλιών από τα αμπέλια στους λινούς καθώς και για την μεταφορά ευπαθών προϊόντων (βρωσίμων ελιών κλπ) στις αγορές των γειτονικών πόλεων και της Αθήνας.

γ) τα πανέρια που είχαν πλατιά στρογγυλή βάση  και ήταν πολύ  πιο ρηχά από τα κοφίνια.Χρησιμοποιούντο από τους χωριανούς για να αποθηκεύουν και να φυλάγουν διάφορα υλικά του νοικοκυριού, όπως τα ρούχα, τα σεντόνια κλπ.

δ) Τα ψωμοκόφινα που ήταν κοφίνια σε σχήμα πιθαριού με καπάκι που ανοιγόκλεινε στο πάνω μέρος τους και έβαζαν εκεί μέσα το ψωμί.

    Την τέχνη  του κοφινά ασκούσαν σε οικογενειακή βάση κατά το πλείστον ομάδες Ρομά.Έρχονταν στο χωριό με τα πόδια, διασχίζοντας τις παλιές οδικές αρτηρίες που περνούσαν από το χωριό, με φορτωμένη πάνω στα γαϊδουράκια τους όλη την οικοσκευή τους.  Έστηναν το αντίσκηνό τους στην περιοχή της Λάκας, κάτω από τον ίσκιο των μεγάλων πουρναριών  που είχαν διάσπαρτα φυτρώσει  εκεί και παρέμεναν στο χωριό για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα πέντε ημερών. Σε μια άκρη λίγο πιο πέρα από το αντίσκηνο, έστηναν και το μαγειρείο τους. Τα παλιά χρόνια τις αγροτικές ανάγκες τις κάλυπταν με τα καλάθια, κοφίνια όπως τα έλεγαν.

Τα κοφίνια άρχιζαν από μικρά τα αυγοκόφινα, τα πανέρια, τα λιθαροκόφινα, τα χεροκόφινα, τα πολυτάρια ή κόφες που ήταν και πιο διαδεδομένα και χρησιμοποιούντο για τον τρύγο κυρίως. Οι ψωμοκοφίνες ήταν κοφίνια σε σχέδιο πιθαριού με καπάκι πλεκτό και έβαζαν μέσα το ψωμί. Ακόμα οι κοφινάδες έπλεκαν και τις μεγάλες γυάλινες μποτίλιες, νταμιζάνες, για να μη σπάζουν. Το επάγγελμα του κοφινά ήταν στο χωριό οικογενειακή παράδοση. Από γενιά σε γενιά η τέχνη διαδιδόταν μέχρι που σταμάτησε τελείως το πλέξιμο και μόνο ερασιτεχνικά τώρα ασχολείται κανένας από αυτούς τους παλιούς κοφινάδες.

Οι κοφινάδες το χειμώνα έκοβαν τα καλάμια από τα ποτάμια και τα έδεναν δεμάτια για να ξεραθούν. Τις βέργες τις έκοβαν από καναπίτσες μετά τον Ιούλιο τις ξεφύλλιζαν και τις άπλωναν στον ήλιο να ξεραθούν και αυτές για την επόμενη χρονιά. Το πλέξιμο των κοφινιών άρχιζε εντατικά μετά τον θέρο και αλωνισμό, μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη που τελείωνε και ο τρύγος και δεν είχαν περάσει τα κοφίνια

 

    Έπειτα εξορμούσαν στις ρεματιές του χωριού και έκοβαν βέργες από τις λυγαριές που φυτρώνουν εκεί και τις έδεναν σε δεμάτια.Το ίδιο έκαναν και στους καλαμιώνες του χωριού κόβοντας καλάμια. Τις λυγαριές και τα καλάμια τα μετέφεραν με τα γαϊδουράκια τους στο σημείο που είχαν κατασκηνώσει. Ακολούθως ανηφόριζαν στους δρόμους του χωριού και δήλωναν με τις φωνές τους την παρουσία τους και την τέχνη τους, κρατώντας στα χέρια μικρά καλαθάκια που είχαν πλέξει. Έπαιρναν τις παραγγελίες από τους νοικοκυραίους του χωριού και κατέβαιναν στον τόπο που είχαν κατασκηνώσει.

     Τα εργαλεία του κοφινά ήταν: α)το τρισέτο, που ήταν πολύ κοφτερό και το βασικότερο εργαλείο ενός καλαθοπλέκτη. Kατασκευασμένο από σίδηρο, σε σχήμα ημικυκλίου που θυμίζει μικρή δρέπανο, με λάμα πλάτους 3 εκατοστών, όπου το επίμηκες στενό του στέλεχος μπηγόταν μέσα σε κυλινδρικό ξύλο, περίπου 10 εκατοστών, το οποίο χρησίμευε σαν χειρολαβή. Χρησιμοποιείτο για το κόψιμο των βεργών και των καλαμιών σε μικρότερα κομμάτια και για τον καθαρισμό και το σχίσιμο των καλαμιών. β) ο ψεκαστήρας, που χρησίμευε για να ραντίζουν τις βέργες σε τακτά διαστήματα ώστε να παραμένουν υγρές και να γίνονται πιο εύκολες στο πλέξιμο.γ)το σουβλί, που χρησίμευε για να γίνονται μυτερές οι άκρες των βεργών, ώστε να μπήγονται πιο εύκολα κατά την πλέξη, αλλά και στο τρύπημα των  πατόβεργων, για να σηκωθούν πιο εύκολα και να αποτελέσουν το σκελετό του κοφινιού. δ) ο κόφτης ή η ψαλίδα του κήπου. Με αυτό έκοβαν τις λυγαριόβεργες και τα καλάμια στα ρέμματα και τους καλαμιώνες.Με αυτό επίσης καθάριζαν από τα έργα τους ο, τι περίσσευε  και ε) ο κόπανος.Ήταν ξύλινος  ή λαστιχένιος και χρησίμευε για να χτυπάει ο καλαθοπλέκτης, κατά διαστήματα, τις βέργες μιας κατασκευής ώστε να «κάθονται» μεταξύ τους.

    Έστηναν το εργαστήρι τους έξω από το αντίσκηνο και άρχιζαν το πλέξιμο των κοφινιών, καθισμένοι πάνω στα χαμηλά σκαμνάκια τους.  Σο πλέξιμο  συμμετείχαν όλα τα μέλη της οικογένειας. H γυναίκα καθάριζε τις βέργες και τα καλάμια μαζί με τα μικρότερα παιδιά. Aυτά ήταν που έφερναν νερό και έδιναν τα εργαλεία. Tα μεγαλύτερα παιδιά έπλεκαν τα τοιχώματα ενός καλαθιού και ο πατέρας έκανε τις πιο «εξιδεικευμένες» δουλειές: το σχίσιμο των καλαμιών, την πάτωση, το χείλιασμα (= το τελείωμά του, τα «χείλη» του).

     Πρώτα  καθάριζαν  τις λυγαριόβεργες  και τα καλάμια από τα φύλλα τους με ένα κοφτερό μαχαίρι. Έσχιζαν τα καθαρισμένα καλάμια σε όλο το μήκος τους με το μαχαίρι, σχηματίζοντας στενές λουρίδες. Έπειτα  έπαιρναν βέργες από λυγαριές και με αυτές άρχιζαν να πλέκουν τον πάτο των καλαθιών και των κοφινιών. Η πλέξη του γινόταν πυκνή, για να έχει μεγάλη αντοχή. Μετά την πλέξη του πάτου σήκωναν κάθετα σε αυτόν, όρθιες τις λυγαριόβεργες και έπλεκαν πάνω σε αυτές  τις λουρίδες των καλαμιών οριζόντια. Στα κοφίνια που ήταν μεγαλύτερα σε μέγεθος έπλεκαν κατά διαστήματα  και σύρματα,  για να αντέχουν το μεγάλο βάρος. Μόλις τέλειωναν και την πλέξη του σκελετού, έπλεκαν τα χερούλια των κοφινιών στα χείλια του σκελετού.Τα μεγάλα κοφίνια και τα πανέρια τα έφτιαχναν σε κωνική μορφή, ώστε να μπαίνει το ένα μέσα στο άλλο και να καταλαμβάνουν μικρότερο χώρο, όταν είναι άδεια.Τέλος τα κρεμούσαν στον ήλιο, για να στεγνώσουν τα υλικά κατασκευής τους.Φορτωμένοι στους ώμους τα μετέφεραν και τα παρέδιδαν έτοιμα στους πελάτες τους χωριανούς μας και η αμοιβή τους γινόταν σε μετρητά ή σε είδος (λάδι, σαπούνι κλπ). 

      Στο επόμενο σημείωμά μας θα αναφερθούμε και σε άλλες κατηγορίες εμπόρων, κτιστάδων και εργατών που πέρασαν από το χωριό μας και βοήθησαν στην οικονομική του ανάπτυξη.

                                                                    Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023

                                                            Π   Ε   Ν   Θ   Η 

       Έφυγε από κοντά μας άλλος ένας Μασκλινιώτης, ο Στράτος Παν. Τσιώρος, που μας κράτησε συντροφιά για 86 χρόνια. Ήταν  ο πρώτος συγχωριανός μας που, παίρνοντας  την σκυτάλη του τσοπάνη από τον πατέρα του τον αείμνηστο Παναγιώτη, έβοσκε το κοπάδι του στα μαντριά του Λοστού μέχρι τελευταία. Καθώς μπαίναμε στο χωριό οδικώς από το Βαγιόρεμα, τον συναντούσαμε  ακουμπισμένο στην γκλίτσα του  να βόσκει το κοπάδι  και να μας χαιρετάει με το πλατύ του χαμόγελο.

    Θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του.  Στο καλό αγαπητέ μας Στράτο. Ο Θεός να κατατάξει την ψυχούλα σου σε σκηνές Δικαίων και να είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκέπασε.

                                                        Γ.Σκλημπόσιος-Μασκλινιώτης

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...