Τρίτη 31 Μαΐου 2022

 

                                     ΤΑ ΤΡΑΙΝΑ  ΠΟΥ  ΦΥΓΑΝ………….

       Αρχικά οι αμαξοστοιχίες του σιδηρόδρομου κινούντο με τις ατμομηχανές και ήταν βραδυκίνητες. Οι ατμομηχανές είχαν  για καύσιμη ύλη τον γαιάνθρακα  (πετροκάρβουνο) και ήταν όλες χρώματος μαύρου, για να αντέχει το χρώμα στις μουτζούρες και τους καπνούς που έβγαζαν συνεχώς από τις καμινάδες τους. Υπήρχαν οι κύριες μηχανές που βρίσκονταν στην αρχή του κάθε συρμού και τον έσερναν. Αυτές ήταν τεράστιες, σε αντίθεση με τις μικρές που τοποθετούντο στο πίσω μέρος της αμαξοστοιχίας. Έσερναν καμμιά δεκαριά επιβατικά ή φορτηγά βαγόνια πίσω τους. Ο συρμός, αψηφώντας την ανηφόρα, έφτανε αγκομαχώντας, ξεφυσώντας και σφυρίζοντας στο σταθμό του χωριού και αφού φόρτωνε ανθρώπους και εμπορεύματα, συνέχιζε το δρομολόγιό του προς Τρίπολη και Καλαμάτα. Όταν η μια ατμομηχανή δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της στην ανηφόρα προς το χωριό, περίμενε στον Αχλαδόκαμπο το συρμό μια δεύτερη μικρή ατμομηχανή, ο «Τσάνας» ή ο «Μουτζούρης» όπως τις έλεγαν, που έμπαιναν στο τέλος του συρμού και βοηθούσαν σπρώχνοντας, να βγάλει ο συρμός την ανηφόρα. Και όταν περνούσε ο συρμός από το χωριό με κατεύθυνση προς το Άργος και την Αθήνα, τότε κατηφορίζοντας ανέπτυσσε ικανοποιητική ταχύτητα, χωρίς βοηθητικές ατμομηχανές φυσικά, συντομεύοντας έτσι χρονικά το δρομολόγιό του.

     Η κάθε ατμομηχανή έφερε στο μπροστινό μέρος της μια τεράστια δεξαμενή στην οποία αποθηκευόταν το νερό. Η δεξαμενή αυτή γέμιζε με νερό σε επιλεγμένους σταθμούς από υπερυψωμένους υδατόπυργους, στημένους εκεί. Τέτοιοι υδατόπυργοι με παροχή νερού υπήρχαν στους γειτονικούς σταθμούς με το χωριό μας. (Αχλαδόκαμπο, Παρθένι κλπ.) που είχαν άφθονα πηγαία νερά. Το νερό αυτό μεταφερόταν από την δεξαμενή με ειδική αντλία στο καζάνι της ατμομηχανής, που βρισκόταν στο κύριο μέρος της και θερμαινόμενο με πετροκάρβουνο σε υψηλή θερμοκρασία μετατρεπόταν σε ατμό. Η κύρια μηχανή  με την βοήθεια του ατμού μετέδιδε, μέσα από ένα σύστημα εμβόλων,  την κίνηση στους τροχούς της αλλά και της έδινε την δυνατότητα να σύρει τα βαγόνια που είχαν προσδεθεί πίσω της, γιατί δεν είχαν αυτόνομη κίνηση. Το προσωπικό της ατμομηχανής ήταν δύο άτομα. Ο θερμαστής  και ο μηχανοδηγός. Η κύρια απασχόληση του θερμαστή ήταν να τροφοδοτεί με νερό το καζάνι της ατμομηχανής και με κάρβουνο την εστία του, για να μετατρέπεται σε ατμό το αποθηκευμένο νερό στο καζάνι. Ο μηχανοδηγός ήταν επιφορτισμένος με την κίνηση της αμαξοστοιχίας καθώς και υπεύθυνος για τις ώρες άφιξης και  αναχώρησή της από τους σταθμούς. Χειριζόταν επίσης και την σειρήνα της μηχανής που με τους συριγμούς της προειδοποιούσε για την διέλευση, την άφιξη καθώς και την αναχώρηση  της αμαξοστοιχίας από τους σταθμούς.

    Κάθε ατμομηχανή έσερνε πίσω της, ανάλογα με την δύναμη της ισχύος της, επιβατικά ή φορτηγά βαγόνια και στην ουρά της  ένα βαγόνι την «σκευοφόρο». Σε ένα από τα επιβατικά βαγόνια της απογευματινής  αμαξοστοιχίας, της προερχόμενης από την Αθήνα, επέβαινε και ο εφημεριδοπώλης κουβαλώντας τον καθημερινό Αθηναϊκό τύπο. Από το παράθυρο του βαγονιού πουλούσε τις εφημερίδες στους χωριανούς, την ώρα που σταματούσε ο συρμός στο σταθμό, για την επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών. Στο βαγόνι της «σκευοφόρου»  φόρτωναν οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι  διάφορες αποσκευές των επιβατών, που δεν ήταν δυνατή η μεταφορά τους μέσα στα επιβατικά βαγόνια, τα ασυνόδευτα δέματα, τους ταχυδρομικούς σάκους, μέσα στους οποίους διακινείτο όλη η αλληλογραφία των Ταχυδρομείων κλπ. Στο βαγόνι αυτό βρισκόταν και το προσωπικό της αμαξοστοιχίας (ο προϊστάμενος του συρμού, οι τροχοπεδητές, οι ελεγκτές εισιτηρίων  κλπ.). Τα φορτηγά βαγόνια  διακρίνονταν α) σε κλειστού τύπου που ήταν στεγασμένα με δύο μεγάλες πλαίνές συρόμενες πόρτες. Μέσα σε αυτά φόρτωναν ευπαθή εμπορεύματα, τρόφιμα, εδώδιμα και αποικιακά, είδη οικιακής χρήσης κλπ. β)Υπήρχαν και τα βαγόνια ανοιχτού τύπου που ήταν χωρίς οροφή και έφεραν  χαμηλές  πόρτες στις πλαϊνές πλευρές τους, σε όλο τους το μήκος. Στα βαγόνια αυτά φόρτωναν κυρίως οικοδομικά  και άλλα  υλικά  που δεν επιρρεάζοντο από τις καιρικές συνθήκες (αμμοχάλικα, ξυλεία, κεραμίδια, τούβλα κλπ).3)Κυκλοφορούσαν τέλος και τα βαγόνια μεταφοράς πετρελαίου μαζούτ, οι «πετρελαιοφόρες». Αυτά ήταν μεγάλα σιδερένια βυτία, τοποθετημένα οριζόντια επάνω σε ειδικές πλατυφόρμες και ακολουθούσαν συνήθως τα φορτηγά βαγόνια της αμαξοστοιχίας. Οι ατμομηχανές αργότερα αντικαταστάθηκαν από ντιζελομηχανές που είχαν δυνατότητα μεγαλύτερης έλξης και ανάπτυσαν μεγαλύτερες ταχύτητες.

    Καθώς ανηφόριζαν οι ατμομηχανές διασχίζοντας την πλαγιά του όρους Παρθενίου, την «Ροϊνά» «ξερνούσαν» από τις καπνοδόχους τους πολλές φορές σπίθες και αναμμένα κάρβουνα, που τους καλοκαιρινούς μήνες άναβαν από αυτά τα ξερά χόρτα που υπήρχαν τριγύρω, με αποτέλεσμα να προκαλούνται πυρκαγιές στο παρακείμενο δάσος. Τότε ειδοποιούντο οι χωριανοί με τις καμπάνες της εκκλησίας και έτρεχαν αμέσως και αδιαμαρτύρητα όλοι σχεδόν, εφοδιασμένοι με διάφορα γεωργικά εργαλεία (φτυάρια, πριόνια, αξίνες κλπ.) για να σβήσουν τη φωτιά, πριν πάρει διαστάσεις και προκαλέσει ζημιές στο δάσος και στους παρακείμενους της σιδηροδρομικής γραμμής ελαιώνες του χωριού. Σημειωτέον ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν σύγχρονα μέσα (πυροσβεστικά οχήματα και αεροπλάνα) για την κατάσβεση των πυρκαγιών το δε οδικό δίκτυο ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Για τον περιορισμό τους, η εταιρία των σιδηροδρόμων κάθε άνοιξη συγκροτούσε συνεργεία για την αποψίλωση από τα χόρτα και τους θάμνους των περιοχών κατά μήκος των  γραμμών που περνούσε το τραίνο. Το φαινόμενο αυτό εξέλιπε φυσικά αργότερα, με την απόσυρση των ατμομηχανών και την αντικατάστασή τους με ντιζελάμαξες.

    Ταυτόχρονα με τις αμαξοστοιχίες που περιγράψαμε παραπάνω  κυκλοφορούσαν και επιβατικές αυτοκινητάμαξες τα «ωτομοτρίς».Αυτές έκαναν τα ταξίδια  πολύ πιο άνετα από τον ατμοκίνητο σιδηρόδρομο και κινούντο με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες, μειώνοντας έτσι τις ώρες που απαιτούσε κάθε δρομολόγιο. Πολλές φορές η αυτοκινητάμαξα έσερνε πίσω της ένα μικρό αυτόνομο βαγόνι, τη «ρεμούλκα», πανομοιότυπο με την αυτοκινητάμαξα που όμως δεν είχε αυτόνομη κίνηση. Η σειρήνα της  κάθε αυτοκινητάμαξας είχε διαφορετικό ήχο  και όταν τις ακούγαμε,  τις αναγνωρίζαμε  πριν ακόμη να εμφανιστούν. Η διέλευση των αμαξοστοιχιών και η κατεύθυνσή τους προς Αθήνα ή Καλαμάτα τις συγκεκριμένες ώρες της ημέρας,  έδειχναν την ώρα του φαγητού ή της διακοπής της εργασίας τις απογευματινές ώρες στους εργαζόμενους στις κοντινές περιοχές με στην σιδηροδρομική γραμμή, όπως στην περιοχή του Σαμονιού κλπ.

   Υπήρχαν πολλά  δρομολόγια  τόσο ατμοκίνητων όσο και πετρελαιοκίνητων αυτοκινηταμαξών προς την Αθήνα και την Καλαμάτα, όλο το εικοσιτετράωρο. Έρχονται στη μνήμη μας τα δύο μεταμεσονύκτια δρομολόγια των αυτοκινηταμαξών, με διαφορά μιας ώρας περίπου, που κινούντο προς αντίθετες κατευθύνσεις, το πρώτο προς την Αθήνα και αργότερα το δεύτερο προς την Καλαμάτα .Αυτά αποτελούσαν για τους γονείς μας τα σημάδια, όταν οι έγνοιες και τα προβλήματα της καθημερινότητας δεν τους άφηναν να σφαλίσουν τα μάτια τους, πως η νύχτα  κοντεύει να τελειώσει και πρέπει  να «παχνίσουν*» τα μουλάρια τους  για να σηκωθούν μετά από λίγο να φύγουν για το χωράφι.

                                                                                            Γ.Σκλημπόσιος -Μασκλινιώτης

          

Σάββατο 21 Μαΐου 2022

                   Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

          Η εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης  γιορτάστηκε  με ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια και κατάνυξη  στο  φερώνυμο παρεκκλήσι  του χωριού μας. Την παραμονή τελέστηκε Μέγας πανηγυρικός εσπερινός  με αρτοκλασία  από  τον πανοσιολογιώτατο  Αρχιμανδρίτη πατέρα Γερμανό Μίχο και τον ιερέα του χωριού μας Παπα - Κώστα Παπαθεοδώρου. Τον Θείο Λόγο κήρυξε ο πατήρ Γερμανός. Μετά το πέρας του εσπερινού ακολούθησε περιφορά της ιεράς εικόνας των Αγίων στους δρόμους  του χωριού μας. Ανήμερα της εορτής τελέστηκε  στο παρεκκλήσι πανηγυρική Θεία λειτουργία από τον παπα - Κώστα. Τις ιερές ακολουθίες παρακολούθησε πλήθος κόσμου, που συνόδευσε και την ιερά εικόνα κατά την περιφορά της. 

    Θερμές ευχές για  " Έτη πολλά και ευλογημένα" στον εορτάζοντα την ονομαστική του εορτή ιερέα του χωριού μας και "Χρόνια πολλά και καλά" στους απανταχού εορτάζοντες   Μασκλινιώτες .

                                                                                         Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

 

                          Η  ΕΞΕΛΙΞΗ  ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ  ΛΥΓΓΊΤΣΟΥ

     Ο Αλέξης  και η  συμβία του Δημήτρω Λυγγίτσου διέμεναν στο κέντρο της Μάσκλινας στην Λυγγιτσέκη γειτονιά, λίγα βήματα δυτικά από τη σημερινή πλατεία του χωριού, στο διόρωφο σπιτάκι τους. Ο Αλέξης εκτός από την καλλιέργεια των χωραφιών, είχε και μικρό ποιμνιοστάσιο στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής, που μεγάλωνε αρνιά και κατσίκια, τα οποία εμπορευόταν, για να συμπληρώσει το οικογενειακό του εισόδημα. Εκεί ξεκαλοκαίριαζε κάτω από τον παχύ ίσκιο του τεράστιου πουρναριού. Στην περιοχή Πλατάνι  και στα Λυγγιτσέκα περιβόλια καλλιεργούσε τους καλοκαιρινούς μήνες στο μποστάνι του  οπωροκηπευτικά, που τα πότιζε, βγάζοντας νερό από το λάκο του με τον ντενεκέ. Η Δημήτρω  η συμβία του που ήταν το στήριγμά του, είχε αναλάβει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Απέκτησαν πέντε παιδιά που όταν πιά μεγάλωσαν  διαπίστωσαν πως  το χωριό  δεν τους χωρούσε να εξελιχθούν επαγγελματικά.

    Έτσι ο μεγαλύτερος από τα αδέλφια ο Δημήτρης έφυγε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 για το Άργος. Εγκαταστάθηκε εκεί, παντρεύτηκε και ασχολήθηκε με την ανέγερση  οικοδομών, αφού εκείνη την εποχή η περιοχή βρισκόταν  σε οικοδομικό οργασμό. Η εξυπνάδα του και το επιχειρηματικό του δαιμόνιο με το πέρασμα του χρόνου τον οδήγησαν να δημιουργήσει  και να προϊσταται  πολυάνθρωπων  συνεργείων ανέγερσης πολυορόφων οικοδομών. Στο μεταξύ κατέβηκαν στο Άργος και τα υπόλοιπα αδέλφια του  και όλοι μαζί ασχολήθηκαν με  αυτό το αντικείμενο. Με το πέρασμα του χρόνου, με την εργατικότητά τους και το εμπορικό τους δαιμόνιο έκτισαν στο κέντρο του Άργους  ολόκληρη ιδιόκτητη πολυκατοικία. Εκεί, στο ισόγειο της πολυκατοικίας, άνοιξαν μεγάλο κατάστημα εμπορίας οικοδομικών υλικών  που λειτουργούσε παράλληλα με την επιχείρηση ανέγερσης κατοικιών και διαμερισμάτων στην περιοχή.

   Οι επιχειρήσεις, χάρις στην  ευστροφία, την εργατικότητα και την τιμιότητα  των αδελφών  εξελίσσοντο καθημερινά και  οι δραστήριοτητές τους  επέκτεινοντο συνεχώς, ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της Αργολίδας. Η επέκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων, τους οδήγησε  να οικοδομήσουν τεράστιο κτήριο σε ιδιόκτητη έκταση στην θέση Ξηρόβρυση,  λίγο έξω από την πόλη του ΄Αργους. Εκεί μετέφεραν τις δραστηριότητες της επιχείρησης  και άρχισαν  όλοι μαζί να ασχολούνται  πιά  μόνο με την προμήθεια και το εμπόριο  παντός είδους οικοδομικών υλικών και ειδών υγιεινής, εγκαταλίποντας τις δραστηριότητες ανέγερσης  οικοδομών στην πόλη του Άργους. Η επιχείρηση επεκτείνετο συνεχώς  και έφθασε στο σημείο να απασχολεί πάνω από πενήντα υπαλλήλους και πολυάριθμο εργατικό  δυναμικό, ενώ διέθετε και ολόκληρο στόλο φορτηγών οχημάτων για την διανομή των εμπορευμάτων σχεδόν σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Η επιχείρηση μεσουράνησε οικονομικά για μισό αιώνα περίπου. Σήμερα, λόγω της οικονομικής ύφεσης  και τον περιορισμό της οικοδομικής δραστηριότητας που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή, η επιχείρηση λειτουργεί με μικρότερο κύκλο εργασιών και δραστηριοτήτων.

   Η οικογένεια   δεν ξέχασε ποτέ το χωριό μας. Πάντα συμμετείχε παντοιοτρόπως και συνέβαλε οικονομικά  στην πολιτιστική ανάπτυξή του. Ακόμη και σήμερα που οι οικονομικές συνθήκες  χειροτέρεψαν, η οικονομική βοήθεια  της οικογένειας,  ιδιαίτερα στην εκκλησία του πολιούχου μας  ΑηΓιώργη, είναι σημαντική.  Τώρα  ο μεγαλύτερος αδελφός της οικογένειας, ο Δημήτρης, που ήταν και ο υθίνων νους των επιχειρήσεων, αναπαύεται σκεπασμένος  από τα Άγια χώματα της Μάσκλινας, λίγα μέτρα πιο πέρα από τους τάφους των γονέων του.

                                                                                Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Παρασκευή 13 Μαΐου 2022

 

ΤΑ ΖΥΜΑΡΙΚΑ «ΜΕΛΙΣΣΑ»ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟ ΧΩΡΙΟ  ΜΑΣ

      Στο  σημερινό σημείωμά μας  θα αναφερθούμε στην οικονομική ανέλιξη και το εμπορικό δαιμόνιο των απογόνων των αειμνήστων συγχωριανών μας, του Γιώργη και της Κανέλας Κίκιζα.  Ο Γιώργης Κίκιζας και η Κανέλλα μαζί με τα δώδεκα παιδιά τους ζούσαν αρχικά στο σπίτι τους που ήταν μέχρι πρότινος ερειπωμένο και βρίσκεται στην Κορολέκη γειτονιά, εφαπτόμενο με το ρέμα της Φιλιππούς. Είναι παραδοσιακή χαμηλή διόρωφη οικοδομή, με ξεσκέπαστο λιακωτό προς τη βορινή της πλευρά στην κύρια είσοδο του σπιτιού, και με άλλους στεγασμένους βοηθητικούς χώρους (καλύβια) στα ανατολικά. Τα κτίσματα βρίσκονται περιφερειακά, αφήνοντας στη μέση μεγάλη αυλή και στα δεξιά μπαίνοντας από την μεγάλη εξωτερική αυλόπορτα, βρίσκεται το πηγάδι, από όπου υδρεύονταν το νοικοκυριό. Το σπίτι αυτό με την γύρω έκταση είχε περιέλθει  κατά το παρελθόν στην ιδιοκτησία άλλων Μασκλινιωτών αλλά τελευταία  το αγόρασαν  οι απόγονοι της οικογένειας Κίκιζα και πραγματοποιείται από τους τωρινούς  ιδιοκτήτες   αναπαλαίωση και  ανακαίνιση του κτηρίου και του περιβάλλοντος χώρου. Ολόκληρη η έκταση έξω από σπίτι, από το αλώνι που κάποτε υπήρχε στο νοτιοδυτικό μέρος του οικοπέδου, μέχρι το «δίρεμα» και την κορυφή του «ανηφοριά» ανήκε στην οικογένεια. Κομμάτι από την εδαφική αυτή έκταση στη μέση του ανηφοριά, που ανήκει τώρα στην ιδιοκτησία μας και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 ήταν αμπέλι, το λέμε ακόμη και σήμερα «στο Κικιζέκο».

     Η εμπορική ιστορία της οικογένειας Κίκιζα, ξεκίνησε από τον κυρ – Γιώργη. Σε ιδιόκτητο κτήριο που αγόρασε στην περιοχή του σταθμού του τραίνου, το 1920 άνοιξε μαζί με το γιό του Αλέξανδρο ένα εμπορικό κατάστημα με «εδώδιμα και αποικιακά». Το κατάστημα πήγαινε πολύ καλά και σύντομα αποφασίζουν να επεκτείνουν τη δουλειά τους. Το 1925 ο μεγαλύτερος από το αδέλφια, ο Θανάσης, φεύγει για την Αθήνα και ανοίγει κατάστημα τροφίμων στην συμβολή των οδών Λένορμαν και Παλαμηδίου, στο Μεταξουργείο. Το κατάστημα και στην Αθήνα πήγαινε πολύ καλά, χάρις στο εμπορικό δαιμόνιο του Θανάση και εξελίχθηκε τελικά σε υπερκατάστημα. Φρέσκα εκλεκτά προϊόντα, καλές τιμές και γρήγορη εξυπηρέτηση ήταν τα χαρακτηριστικά του και το έκαναν ξακουστό. Τα αδέλφια είχαν εγκαταστήσει και ένα ποτοποιείο στο πίσω μέρος του καταστήματος παράγοντας ούζο και κονιάκ. Αργότερα εγκατέστησαν και καφεκοπτείο. Όλοι οι παλιοί Αθηναίοι που έζησαν την εποχή αυτή είχαν ακούσει για το κατάστημα του Κίκιζα.

Έγινε τόσο διάσημο σε ολόκληρη την Αθήνα, ώστε έδωσε το όνομά του στην περιοχή (γειτονιά του Κίκιζα). Αυτή η γειτονιά ενέπνευσε στο Γιώργο Ζαμπέτα, έναν από τους πιο αγαπημένους συνθέτες και από τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, να συνθέσει το παρακάτω λαϊκό τραγούδι με τίτλο «το Μεταξουργείο» που έγραψε ο ποιητής Δ. Χριστοδούλου και το τραγούδησε ο Δημήτρης Μητροπάνος κάνοντάς το μεγάλη επιτυχία.

 Στη γειτονιά του Κίκιζα στα σίδερα και στη ΒΙΟ

 στον Άγιο Κωνσταντίνο και στο Μεταξουργείο

 για να βρεθώ μιαν άνοιξη στενά σοκάκια να σας βρώ,

 και τη ζωή και την καρδιά μου δίνω προτού με βρεί το κρύο

 Στη γειτονιά του Κίκιζα Στα σίδερα και στη ΒΙΟ

 στον Άγιο Κωνσταντίνο και στο Μεταξουργείο

« Σίδερα» ο ποιητής εννοεί τις σιδηροδρομικές γραμμές και συγκεκριμένα τη διασταύρωση των οδών Κωνσταντινουπόλεως και Λένορμαν. «ΒΙΟ» εννοεί το μεγάλο μηχανουργείο που βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την διασταύρωση και ειδικευόταν στην παραγωγή αντλιών νερού, υδραυλικών ελαιοπιεστηρίων κλπ.

Το εμπορικό κατάστημα, που έφτασε να απασχολεί 35 άτομα προσωπικό και να έχει μέχρι και τέσσερα ταμεία για την εξυπηρέτηση των πελατών του, υπήρξε ο πρόδρομος των σημερινών Supermarkets.Το μυστικό της μεγάλης επιτυχίας του καταστήματος ήταν τόσο η μεγάλη του ποικιλία, που ικανοποιούσε κάθε πελάτη, όσο και η φρεσκάδα όλων των ειδών του από την ταχύτατη κατανάλωσή τους. Η μεγάλη αυτή εμπορική επιτυχία, οδήγησε σταδιακά και τα άλλα αδέλφια του Θανάση στην Αθήνα.

Παράλληλα ο αδελφός του Θανάση, ο Γρηγόρης άνοιξε τυροκομείο στους Μύλους, στην Αργολίδα. Παρόλο που δεν συμμετείχε στη λειτουργία του καταστήματος της Αθήνας, είχε άμεση συνεργασία με τα αδέλφια του, αφού τους τροφοδοτούσε με τυροκομικά και άλλα τρόφιμα από τις επιχειρήσεις του. Η άριστης ποιότητας φέτα που προμήθευε ο Γρηγόρης το κατάστημα της Αθήνας, γινόταν ο «κράχτης» του καταστήματος. Το κατάστημα παρέμεινε σε λειτουργία για πενήντα ολόκληρα χρόνια. Έκλεισε το έτος 1975, μη μπορώντας να ανταγωνιστεί την νέα κατάσταση στην αγορά τροφίμων με την μορφή των σύγχρονων Supermarkets.

Το 1931 ανέβηκε στην Αθήνα και ο Αλέξανδρος. Εγκαθίστανται τα αδέλφια στην οδό Παλαμηδίου, σε ένα νεοκλασικό σπίτι, και σύντομα η υπόλοιπη οικογένεια αφήνει το κατάστημα του χωριού και μετακομίζει ολόκληρη στην Αθήνα. Ήταν η εποχή που τα ζυμαρικά που έτρωγαν οι Έλληνες, ήταν αυτά που έφτιαχναν στα σπίτια τους, δηλ. οι παραδοσιακές χυλοπίτες και ο τραχανάς, παρόλο που το πρώτο εργοστάσιο ζυμαρικών λειτουργούσε στο Ναύπλιο από το 1824, σηματοδοτώντας την σταδιακή δημιουργία μικρών μονάδων παραγωγής ζυμαρικών, κυρίως από ιδιοκτήτες αλευρόμυλων. Η όλο και μεγαλύτερη έκταση της δουλειάς δίνει στην οικογένεια την ιδέα να απευθυνθούν στη βιομηχανία μακαρονοποιίας «Δήμητρα», ώστε να φτιάξει ζυμαρικά και με την φίρμα τους, στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Το 1938 συνεταιρίζονται με την βιομηχανία αυτή και ο νεαρός Αλέξανδρος, μόλις 25 ετών, αναλαμβάνει την διεύθυνση του μακαρονοποιείου, αλλά η δύσκολη περίοδος (κατοχή, εμφύλιος πόλεμος) που ακολούθησε δεν ευνόησε καθόλου την επιχειρηματικότητα των αδελφών Κίκιζα.

Μετά το πόλεμο τα μεγαλύτερα αδέλφια της οικογένειας αποφασίζουν να χωρίσουν τις δραστηριότητές τους με τον Θανάση να αναλαμβάνει τον κυλινδρόμυλο και το χονδρεμπόριο τροφίμων, ενώ ο Δημήτρης ανέλαβε την διεύθυνση του καταστήματος και του ποτοποιείου που είχε δημιουργηθεί. Το 1947 ο Αλέξανδρος με τον αδελφό του Γρηγόρη ιδρύουν μια μονάδα παραγωγής μακαρονιών στην Λεωφόρο Κηφισού στην Αθήνα, με την επωνυμία «ΒΕΖΑΚ» (Βιομηχανία Εκλεκτών Ζυμαρικών Αδελφών Κίκιζα). Το 1954 ο Γρηγόρης Κίκιζας αποχωρεί από την εταιρεία και αυτή περνάει ολοκληρωτικά στα χέρια του Αλέξανδρου, που της δίνει την επωνυμία «Μέλισσα» το σύμβολο της εργατικότητας.

Το 1965, μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Κίκιζα, την γενική διεύθυνση της βιομηχανίας αναλαμβάνει η σύζυγός του Κωνσταντίνα. Η εταιρεία συνεχίζει να επενδύει σε καινούρια μηχανήματα παραγωγής και συσκευασίας, αλλά και σε κτιριακές εγκαταστάσεις. Το 1972 άρχισε να εξάγει τους πρώτους 32 τόνους ζυμαρικών στην Αμερική. Το 1973 η «Μέλισσα» έκανε ακόμα ένα σημαντικό βήμα. Καθετοποίησε την παραγωγική της διαδικασία με την δημιουργία κυλινδρόμυλου άλεσης σκληρού σιταριού στη Λάρισα, ο οποίος έκτοτε παράγει σιμιγδάλι ειδικά για το εργοστάσιο των ζυμαρικών.

Το 1975 τα ηνία της επιχείρησης αναλαμβάνει ο Γιώργος Α. Κίκιζας προσθέτοντας τη δική του σφραγίδα στην επιτυχημένη πορεία της επιχείρησης με τον συνεχή εκσυγχρονισμό όλων των επί μέρους δραστηριοτήτων, την προσθήκη νέων σημάτων και νέων προϊόντων και την διαρκή αύξηση της παραγωγής. Το 1977 η «Μέλισσα» εξαγοράζει την Θεσσαλική μακαρονοποιία «Ντεβέτα» ανεβάζοντας την ετήσια παραγωγή της σε 8.000 τόνους, όταν ο κλάδος έχει συρρικνωθεί από τις 120 μικρές μονάδες παραγωγής το 1950 σε 12!

Τέλος την δεκαετία του 1980 ο Γεώργιος Κίκιζας συνεταιρίζεται με την μεγάλη εταιρεία τροφίμων Star Prodotti Alimentari. Παράλληλα η «Μέλισσα» συνεργάζεται με τον όμιλο «Barilla SpA» της μεγαλύτερης εταιρίας ζυμαρικών στον κόσμο, διανέμοντας προϊόντα στην Ελληνική αγορά. Αυτό μέχρι το 1991, οπότε η Ιταλική πολυεθνική εξαγόρασε την «Μίσκο» εισβάλλοντας κυριολεκτικά στην Ελληνική αγορά, όχι μόνο με τα προϊόντα της Ελληνικής βιομηχανίας που εξαγόρασε, αλλά και με πλήθος εισαγομένων ζυμαρικών και άλλων προϊόντων. Η μετατροπή της «Barilla SpA» από συνεργάτη σε πανίσχυρο ανταγωνιστή από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οδήγησε την «Μέλισσα» σε ένταση των προσπάθειών της όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στις αγορές του κόσμου, αυξάνοντας σημαντικά τις εξαγωγές της και την παραγωγή των ζυμαρικών της που φτάνουν πλέον τους 40.000 τόνους ετησίως. Στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας η «Μέλισσα» προχώρησε στην εξαγορά και άλλων εγχώριων βιομηχανιών ζυμαρικών, με αποτέλεσμα να ισχυροποιήσει την θέση της στην εγχώρια αγορά.

Συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες εταιρείες τροφίμων της χώρας, αφού όπως προαναφέρθηκε, έχει διανύσει μια αξιοπρόσεκτη πορεία επιτυχιών, τόσο σε επίπεδο συνεργασιών, όσο και σε επίπεδο εξαγορών, όπου ουσιαστικά έχει απορροφήσει σταδιακά ένα μεγάλο μέρος της αγοράς ζυμαρικών της χώρας μας και όχι μόνο. Έχει καταφέρει να εκσυγχρονίσει τον εξοπλισμό της και να αυξήσει εντυπωσιακά της παραγωγική της δύναμη, να επεκταθεί στο εξωτερικό, να ιδρύσει θυγατρική στην Πολωνία, την Atlanta, και να εξάγει όχι μόνο ζυμαρικά αλλά και άλλα Ελληνικά προϊόντα (ελαιόλαδο, κρασί, ελιές, χαλβά κλπ.).

Σήμερα η βιομηχανία διοικείται από την τρίτη γενιά της οικογένειας, τα παιδιά του Γιώργου Κίκιζα (Αλέξανδρο και Κωνσταντίνα) που έχει αναλάβει τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης την οποία δημιούργησε ο παππούς τους και εκπέμπουν το μήνυμα πως θα συνεχίσουν και εκείνοι, πάρα τα αρνητικά δεδομένα της Ελληνικής οικονομίας, να οδηγούν με επιτυχία την πορεία της επιχείρησης.

 Όμως, ανέκαθεν  τα παιδιά  του κυρ - Γιώργη και της κυρά – Κανέλας,  οι αδελφοί Κίκιζα και οι απόγονοί τους, καίτοι μεσουρανούν οικονομικά στον Ελλαδικό χώρο και όχι μόνο,  ποτέ δεν ξεχνούν  τον τόπο της καταγωγής τους και την αγάπη τους αυτή για τον τόπο τους την δείχνουν έμπρακτα μέχρι τα σήμερα. ‘Όποτε τους έχει ζητηθεί συμμετέχουν και ενισχύουν πάντοτε οικονομικά τις προσπάθειες που γίνονται, για τον εξωραϊσμό των δημόσιων κτιρίων του χωριού, των εκκλησιών του και των γηπέδων του, αλλά και ό,τι δήποτε άλλο συμβάλλει στην πολιτιστική ανάπτυξη του χωριού γενικότερα.

                                                                        Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Τρίτη 10 Μαΐου 2022

 

                                     ΟΙ    ΛΑΔΕΜΠΟΡΟΙ    ΤΟΥ    ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ

 

     Η παραγωγή του ελαιώνα του χωριού σε λάδι και βρώσιμες ελιές επαρκούσε, όχι μόνο για την κάλυψη των αναγκών των νοικοκυριών του, σε ετήσια βάση, αλλά μέρος της παραγωγής προωθείτο σε αγορές εκτός του χωριού. Πουλιόταν στα νοικοκυριά των γύρω χωριών της Τεγέας, της ορεινής Γορτυνίας, της επαρχίας Μαντινείας αλλά και στις αγορές της Τρίπολης του Άργους και της Αθήνας.

Την αγορά από τα νοικοκυριά του χωριού του λαδιού, του σαπουνιού, των βρώσιμων ελιών και την διάθεσή τους στις γειτονικές αγορές ενεργούσαν ορισμένοι κάτοικοι του χωριού, παράλληλα με τις αγροτικές ασχολίες τους. Με τον τρόπο αυτό ενίσχυαν το οικογενειακό τους εισόδημα. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, πριν την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου που ένωνε το χωριό με την ευρύτερη περιοχή, κάτοικοι του χωριού μας, ασκώντας και το επάγγελμα του λαδέμπορου, φόρτωναν στα μουλάρια τους τις λαδούσες με το λάδι, τις βρώσιμες ελιές μέσα σε κοφίνια και το χειροποίητο σαπούνι. Εφοδιασμένοι απαραίτητα με την παραδοσιακή ζυγαριά (παλάντζα) και το καντάρι μετέβαιναν με τα πόδια στα χωριά της Τεγέας και τα κοντινά χωριά της Μαντινείας, για την διάθεση των προϊόντων του ευλογημένου δέντρου της ελιάς.

Ξεκινούσαν από το χωριό δύο ώρες πριν φέξει και ακολουθώντας την αρχαία διαδρομή Αρμακάς – Μακρυπλάι - Άγιοι Δέκα – Κίρα το Πηγάδι, έφταναν στην Τεγέα το ξημέρωμα. Άλλοτε πάλι ξεκινώντας την ίδια ώρα περίπου, μετέβαιναν στα γειτονικά χωριά, στο Παρθένι και τα Αγιωργίτικα.  Εκεί διέθεταν τα προϊόντα τους στη «λιανική», ζυγίζοντάς τα με την παραδοσιακή ζυγαριά ή με το καντάρι στα νοικοκυριά των χωριών. Πολλές φορές εκτελούσαν και «παραγγελίες» των χωρικών που έπαιρναν κατά την προηγούμενη επίσκεψή τους στα χωριά, μεταφέροντας την ποσότητα του λαδιού σε δοχεία των 15 κιλών. Το μεσημέρι φόρτωναν στο ένα μουλάρι τα κενά δοχεία (λαδούσες, κοφίνια κλπ.), καβαλούσαν το άλλο και επέστρεφαν στο χωριό τις απογευματινές ώρες με γεμάτες τις τσέπες.

Την διαδικασία της διάθεσης λαδιού, ελιών και σαπουνιού συνέχισαν και μετά την κατασκευή του δρόμου, μεταφέροντας πιά τα προϊόντα τους με ιδιωτικής χρήσης μικρά φορτηγά αυτοκίνητα. Παλιότερα επίσης που το μοναδικό μέσο μεταφοράς των προϊόντων της ελιάς ήταν το τραίνο, οι λαδέμποροι του χωριού κουβαλούσαν στο σταθμό με τα μουλάρια το λάδι, σε ειδικά δοχεία αποθήκευσης, τις «λαδούσες*» και τις ελιές σε ειδικά μεγάλα κοφίνια, τους «τριατικούς*» που τις σκέπαζαν με ένα κομμάτι λινάτσα, ραμμένο στα χείλια του κοφινιού. Εκεί το λάδι με τις «λαδούσες» και τα κοφίνια με τις ελιές φόρτωναν σε φορτηγά βαγόνια του τραίνου και τα προωθούσαν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Τρίπολης, του Άργους και της Αθήνας. Τις μεγαλύτερες ποσότητες λαδιού τις συγκέντρωναν σε μεγάλα σιδερένια βαρέλια, που τα φόρτωναν και αυτά στο τραίνο, για μεταφορά στον προορισμό τους. Όταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 το χωριό συνδέθηκε οδικά με τα γειτονικά χωριά και με τις άλλες μεγάλες πόλεις, η μεταφορά των παραπάνω προϊόντων, γινόταν με μικρά φορτηγά αυτοκίνητα ιδιοκτησίας των λαδεμπόρων, ή με δημόσιας χρήσης φορτηγά αυτοκίνητα.

Κάθε Τετάρτη στην Τρίπολη, στο «λιοπάζαρο», εκεί κοντά που είναι σήμερα το «Μαλλιαροπούλειο» θέατρο και κάθε Σαββάτο, στην πλατεία της λαϊκής αγοράς, επί της οδού Καλαμών, άπλωναν στους πάγκους τους όλα τα είδη των ελιών (νεροελιές, θρουμπάτες, ξυδάτες, τουλουμίσιες), ενώ δίπλα στον πάγκο, κοντά στην πλάστιγγα, είχαν φέρει ποσότητα λαδιού, μέσα σε «λαδούσες». Τα προϊόντα αυτά αγόραζαν οι κάτοικοι της Τρίπολης, αλλά και των γύρω χωριών, που είχαν έρθει πρωί - πρωί από τα χωριά τους για το σκοπό αυτό.

Επίσης μια μεγάλη ποσότητα ελιών και ελαιολάδου του χωριού, αγοραζόταν από συγχωριανούς λαδέμπορους, που διέθεταν τα προϊόντα αυτά στην αγορά του Άργους και της Αθήνας. Λαδέμποροι που προωθούσαν τα προϊόντα της ελιάς στα γειτονικά χωριά και την Τρίπολη ήταν: ο Θανάσης Μακρής, ο Νικόλας Μακρής, ο Νικήτας Μακρής και ο Γιώργης Παναγάκος (Ζίκιρης), ενώ αυτοί που τα προωθούσαν στις αγορές του Άργους και της Αθήνας ήταν: ο Παναγιώτης Ξάμπλας, ο Μανώλης Παπαϊωάννου, ο Δημήτρης Μπόμπολας και ο Γιώργης Τσουλουχάς από την Κουμπίλα.

     Τελευταία ένα μέρος από την παραγόμενη ποσότητα λαδιού, συσκευάζεται και εμφιαλώνεται από το ελαιοτριβείο- συσκευαστήριο του Χρήστου Καγκλή, με σύγχρονες μεθόδους, όπως επιτάσσουν οι Ευρωπαϊκοί κανονισμοί, και προωθείται για κατανάλωση σε αγορές του εσωτερικού, αλλά και σε άλλες Ευρωπαϊκές αγορές.

 

                                                                                  Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Κυριακή 8 Μαΐου 2022



                                  Η  ΕΟΡΤΗ  ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ     


Στο χωριό μας η Ζωοδόχος Πηγή γιορτάστηκε  στις 29 του Απρίλη με ιδιαίτερη λαμπρότητα στο εξωκκλήσι  που βρίσκεται  πλησίον της εκκλησίας του Αη Γιώργη και ακριβώς απέναντι. Την παραμονή της εορτής  τελέστηκε Μέγας πανηγυρικός Εσπερινός και ανήμερα η Θεία λειτουργία, ιερουργούντος του ακάματου π. Κώστα Παπαθεοδώρου. Πολλοί χωριανοί, παρά την ηλικία τους, μετέβησαν εκεί να ανάψουν το κεράκι τους, να παρακολουθήσουν τις ιερές ακολουθίες και να απολαύσουν από το σημείο κείνο την υπέροχη ανοιξιάτικη θέα του χωριού μας. Η Ζωοδόχος Πηγή να σκέπει και να προστατεύει όλους τους συμπατριώτες μας.  

    Εκεί υπήρχε από παλιά μικρό προσκυνητάρι, προς τιμήν την Ζωοδόχου Πηγής, καθώς και ίχνη προσπαθειών ανέγερσης εκκλησίας από τους κατοίκους, στο χωράφι της Κανέλλας του Μακρή, που όλο το χωριό την ήξερε σαν Μίμαινα, επειδή τον άντρα της τον Δημήτρη τον φώναζαν Μίμη. Είχε την ατυχία να χάσει τον άντρα της και ίσως από τις δυσκολίες της ζωής, ακούμπησε στην Παναγία. Ζήτησε από τα παιδιά της να παραχωρήσουν όλο το χωράφι για την ανέγερση εκκλησίας. Η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε το 1960,στο χωράφι που παραχωρήθηκε και με την οικονομική βοήθεια και άλλων ξενιτεμένων συγχωριανών μας κυρίως της συνοικίας Γυμνιάνικα κτίστηκε το εκκλησάκι προς τιμή της Ζωοδόχου Πηγής.

    Είναι ρυθμού «Βυζαντινού σταυροειδούς μετά τρούλου» χωρίς αγιογράφηση. Υπάρχουν μόνο λίγες φορητές εικόνες διαφόρου τεχνοτροπίας. Την εποχή της ανοικοδόμησης ιερέας του χωριού ήταν ο παπα - Γιάννης Χάλιας, ενώ εγκαινιάστηκε την 5 Οκτώβρη 1980,όταν ιερέας στο χωριό ήταν ο παπα - Γεράσιμος Λειβαδάρος.

                                                                                             Γ.Σ. Μασκλινιώτης

    

Τρίτη 3 Μαΐου 2022

 

                           ΤΟ ΟΡΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙ0 ΚΑΙ Η ΣΠΗΛΙΑ ΠΗΝΙΚΟΒΗ

 

Το όρος Παρθένιο, που στις ανατολικές υπώρειές του απλώνονται τα σπίτια του χωριού μας, εμφανίστηκε κατά την Κρητιδική περίοδο του Μεσοζωϊκού αιώνα, δηλαδή πριν από εβδομήντα εκατομμύρια χρόνια τουλάχιστον από σήμερα. Γεωγραφικά το Παρθένιο είναι μια συμπαγής και ενιαία οροσειρά, που σχηματίζει ένα είδος τεράστιου τείχους και μαζί με τα βουνά Χτενιάς, Αρτεμίσιο και Λύρκειο συμβάλλει στην σαφή οριοθέτηση του νομού Αρκαδίας από την Αργολίδα. Ο Παυσανίας προσδιορίζοντας τα ανατολικά όρια της Αρκαδίας αναφέρει: «Μετά την κορυφή του βουνού (Παρθενίου) και μια καλλιεργημένη περιοχή (πεδιάδα Αχλαδόκαμπου) φθάνουμε στο όριο, που χωρίζει την Τεγέα από το Άργος, στις Υσιές της Αργολίδας». (Παυσ. 8,54,7, εκδ. Κάκτος).

Η ονομασία του όρους προήλθε μάλλον, από τα παιδιά των ανύπαντρων Σπαρτιατισσών, που τα ονόμαζαν «Παρθένιους» και που σε κάποιες περιπτώσεις οι Σπαρτιάτες τα έδιωχναν μακριά, σε ελεγχόμενες όμως από αυτούς περιοχές. Κατά μια άλλη εκδοχή το βουνό είναι της «παρθένου». Η «παρθένος Αύγη», η κόρη του βασιλιά της Τεγέας Αλέου, όταν την οδηγούσαν στη Ναυπλία και έφτασε πάνω σε αυτό, ένοιωσε να την βαρύνουν οι ωδίνες του τοκετού. Αποτραβήχτηκε τότε σε ένα σύδεντρο προσποιούμενη την ανάγκη της. Εκεί γέννησε ένα αγόρι και άφησε το βρέφος χωμένο μέσα σε κάτι θάμνους.

Στο βουνό αυτό, σύμφωνα με την μυθολογία, κατοικούσε ο θεός Πάνας. Η μυθολογία ήθελε τον Πάνα να έχει πατρίδα του την ορεινή και δασώδη Αρκαδία, γι’ αυτό και η χώρα αυτή στην αρχαιότητα λεγόταν Πανία. Θεωρείται προστάτης των βοσκών και των ποιμνίων και σύχναζε στο Παρθένιο όρος, όπου φαίνεται ότι λατρευόταν στο σπήλαιο «Πινίκοβη ή Πινίκοβα». Ο Πάνας θεωρείτο ότι κατείχε το χάρισμα της προφητείας. Λέγεται μάλιστα ότι ο Απόλλωνας διδάχθηκε την μαντική τέχνη από τον Πάνα. Από την αρχαία αρκαδική πόλη Ακακήσιο, όπου έκαιγε το «άσβεστο πυρ», ο Πάνας έδινε τους χρησμούς του, με την ιέρειά του, την νύμφη Ερατώ, γυναίκα του μετέπειτα βασιλιά της Αρκαδίας. Τον παρουσιάζει η μυθολογία σαν εύθυμο, ανέμελο, ερωτύλο θεό, που η μόνη του ασχολία είναι η μουσική και η καλοπέραση. Ο Πάνας αποτελούσε τιμωρητική οντότητα, θεότητα που μπορούσε να προκαλέσει τρόμο και φόβο στους ανθρώπους, σε περίπτωση, που διαταρασσόταν η ηρεμία και ο ύπνος του. Ήταν φορέας μελωδίας, επιδέξιος χορευτής, αγρονόμος, προστάτης των κοπαδιών, θηρονόμος* και αιγιλάτης*.Ο Paul.Decharme στο βιβλίο του του «Μυθολογία της Αρχαίας Ελλάδος» γράφει για τον Πάνα: «Ο καθαρτήριος άνεμος,ο διώκων τα νέφη εταυτίσθη ίσως αρχικώς προς ποιμένα ωθούντα το ποίμνιον αυτού προς τα πρόσω. Η γόνιμος ενέργεια, ην κατά τας ελληνικάς δεισιδαιμονίας οι άνεμοι, μάλιστα δε ο Ζέφυρος, εξασκούσι επί των ζώων,  ερμηνεύει άλλως, πως ο Παν κατέστη θεός ποιμενικός.Τον χαρακτήρα τούτον εκτήσατο παρ’ ανθρώποις, οίοι οι Αρκάδες,ένθα η φύσις της χώρας δεν επέτρεπε ετέραν ασχολίαν ή την κτηνοτροφίαν….Ο Παν ήτο εν Αρκαδία ίσος προς τους μεγίστους θεούς. Αιώνιον πυρ εκαίετο εν τω κυρίω αυτού ιερώ, υπέθετον ότι είχε δύναμιν να εισακούσει τας δεήσεις των ανθρώπων και να τιμωρεί τους κακούς.Ο Παν ήτο κάτοικος των δασών,των βράχων, των σπηλαίων, των αγρίων φαράγγων και των βαθειών κοιλάδων…..»

Η ημίθεος Αταλάντη επίσης σχετίζεται με το όρος Παρθένιο. Κατά το αρκαδικό μύθο η ημίθεος Αταλάντη ήταν κόρη του Σχοινέως και της Κλυμένης, της κόρης του Μυνία. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ήταν κόρη του Ιάσιου ή Ιάσου και της Κλυμένης, ενώ κατά μια τρίτη ήταν κόρη του Μαινάλου, του πρώτου γιού του Λυκάονα. Πατρίδα της ήταν το Λύκαιο όρος, το Μαίναλο ή η Τεγέα. Όταν γεννήθηκε η Αταλάντη ο πατέρας της επειδή ήθελε μόνο γιούς, έδωσε εντολή να πάρουν το νεογέννητο κορίτσι και να το εγκαταλείψουν στο όρος Παρθένιο, κοντά στην είσοδο μιας σπηλιάς. Στην αρχή την θήλαζε και την φρόντιζε μια αρκούδα, μέχρι που την περιμάζεψαν κάποιοι κυνηγοί ή βοσκοί της περιοχής και την πήραν υπό την προστασία τους για να την αναθρέψουν. Κοντά τους έμεινε μέχρι να μεγαλώσει και εκεί έμαθε τα μυστικά του κυνηγιού. Τριγύριζε τα βουνά της περιοχής, το Λύκαιο, το Παρθένιο, το Αρτεμήσιο και τον Πάρνωνα κυνηγώντας άγρια θηρία.Ο Παυσανίας μας πληροφορεί πως «στο Παρθένιο ζουν χελώνες πολύ κατάλληλες για την κατασκευή λυρών, αλλά όσοι ζουν στο βουνό φοβούνται να τις πιάσουν και ούτε αφήνουν τους ξένους να τις πειράξουν, επειδή πιστεύουν ότι προστατεύονται από τον θεό Πάνα.

Στους πρόποδες του βορειοδυτικού μέρους του όρους Παρθενίου περνούσε η αρχαία λεωφόρος που ξεκινούσε από την Τεγέα, κατηφόριζε προς τον κάμπο του Αχλαδόκαμπου, περνώντας κάτω από τη σημερινή σιδερένια σιδηροδρομική γέφυρα και στη συνέχεια ανηφόριζε προς τις αρχαίες Υσιές και προχωρούσε προς το Άργος, μέσω Κεχρεών, κοντά στο σημερινό Κεφαλάρι. Σε αυτό το σημείο σώζονται ακόμη και σήμερα ίχνη από το λιθόστρωτο. Ο ιστορικός Παυσανίας στο όγδοο (VIII) βιβλίο του τα «Αρκαδικά» αναφέρει ότι «υπάρχουν δρόμοι που οδηγούν από την Αργολίδα στην Αρκαδία, ένας δε από αυτούς περνάει από τις Υσιές, πάνω από το όρος Παρθένιο και φτάνει στην Τεγεατική γη. Ο δρόμος αυτός από το Άργος προς την Τεγέα είναι καταλληλότατος για τροχοφόρα και μάλιστα είναι λεωφόρος. Κατά μήκος του δρόμου αυτού υπάρχουν πολλές βελανιδιές και μέσα στο άλσος των βελανιδιών υπάρχει ναός της Δήμητρας με την επωνυμία των Κορυθιέων. Πρώτα σε αυτό το δρόμο υπάρχει ναός και άγαλμα του Ασκληπιού. Παρακάτω, αν στρίψουμε αριστερά και προχωρήσουμε λίγο βλέπουμε το ιερό του λεγομένου Πυθίου Απόλλωνα, που έχει καταρρεύσει και είναι τελείως ερειπωμένο. Κατά μήκος του κυρίως δρόμου υπάρχουν πολλές βελανιδιές και μέσα στο άλσος των βελανιδιών υπάρχει ναός της Δήμητρας με την επωνυμία των «Κορυθέων». Εκεί κοντά υπάρχει άλλο ιερό του Μύστη Διονύσου».

     Στο περιοδικό «Διοτίμα» και στην ηλεκτρονική σελίδα «Αρκάδες εσμέν» ο συμπατριώτης μας Λάμπρος Αντωνάκος σε σημείωμά του με τίτλο «ο Όρος του Όρους….» πως σε υψόμετρο 700 μέτρα περίπου, και σε τρία τέταρτα δρόμο από το χωριό, προς την ανατολική πλευρά του Παρθενίου όρους, υπάρχει ένα μεγάλο ριζιμιό «Γραμμένο λιθάρι», που έχει ύψος πάνω από τέσσερα μέτρα. Αυτό αποτελείται από σταχτί ασβεστόλιθο και δίπλα του περνάνε φλέβες από όνυχα. Υπάρχουν επίσης και θραύσματα από όνυχα. Πάνω στο βράχο υπάρχει μια επιγραφή που είναι παλίμψηστη και όπως φαίνεται από τους χαρακτήρες των γραμμάτων, αυτά είναι γραμμένα σε διαφορετικές εποχές.Το «γραμμένο λιθάρι» λοιπόν ίσως αποτελούσε ένα «προσκύνημα». Κάποιος επιτήδειος έγραψε την δεύτερη σειρά της επιγραφής και αλλοίωσε την πρώτη, γράφοντας στο βράχο το Χριστόγραμμα. Έκτοτε κάθε πιστός ή απελπισμένος που έφτανε στο σημείο αυτό, κατέθετε τον όβολό του και έπαιρνε ένα κομμάτι ή σκόνη «αετόλιθο». Και επειδή το γνήσιο εμπόρευμα ήταν σπάνιο, ο επιτήδειος έμπορος του έδινε ένα κομμάτι από όνυχα, που υπήρχε στα πετρώματα του βράχου.

      Η ψηλότερη κορυφή του βουνού έχει ύψος 1215 μέτρα και εκεί πάνω δεσπόζει το ερημοκκλήσι του Προφήτη Ηλία, ο «Παρθενιώτικος ΑγιοΛιάς», που στέκει εκεί ανεμοδαρμένος βιγλάτορας, κόντρα στις χιονοθύελλες και τα ανεμοβρόχια που δέρνουν την κορυφή τις άγριες χειμωνιάτικες ημέρες. Είναι πετρόχτιστο με θολωτή οροφή και με λιγοστές φορητές εικόνες στο εσωτερικό του.  Μόνο ορειβάτες και ελάχιστοι τσοπάνηδες που έβοσκαν τα κοπάδια τους εκεί γύρω, άναβαν το καντήλι στην εικόνα του Αγίου μέχρι τελευταία. Το κατακαλόκαιρο, το βράδυ της παραμονής στη χάρη Του, τολμηροί περιπατητές από το χωριό μας και το Παρθένι ανέβαιναν για να προσκυνήσουν την εικόνα του και να διανυκτερεύσουν εκεί, απολαμβάνοντας από ψηλά την υπέροχη θέα της περιοχής. Πρόσφατα όμως έγινε διάνοιξη βατού σκυρόστρωτου δρόμου, μέχρι την κορυφή του βουνού, που χρησιμοποιήθηκε για την μεταφορά, εγκατάσταση και συντήρηση των ανεμογεννητριών, οι οποίες τοποθετήθηκαν κατά μήκος της κορυφογραμμής του. Στο εξής η μετάβαση των προσκυνητών στο εξωκκλήσι πραγματοποιείται με ευχέρεια, ενώ έχουν αρχίσει εργασίες  επισκευής και συντήρησής του.

Από την κορυφή αυτή αγναντεύει κανείς ανατολικά την κοιλάδα της Ανδρίτσας και πιο πέρα, στην περιοχή του Κυβερίου, τη θάλασσα του Αργολικού κόλπου. Βορινά φαίνεται το βουνό Χτενιάς που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Κρείο όρος, ονομασία που προέρχεται από τον Τιτάνα Κρείο. Παραπέρα διακρίνονται τα βουνά Αρτεμήσιο και Λύρκειο. Μεσημβρινά φαίνονται τα πρόβουνα του Πάρνωνα και η χαράδρα του Τάνου ποταμού και στο βάθος φαίνεται το βουνό Πάρνωνας.Ο Πάρνωνας, ο Παρνασσός και η Πάρνηθα οφείλουν το όνομά τους στην αρχαιοελληνική ρίζα «παρν» που σημαίνει βουνό με πυκνό δάσος. Δυτικά τέλος, μετά τον κάμπο του Παρθενίου, φαίνονται το οροπέδια της Τεγέας και της Μαντινείας, ενώ στο βάθος ξεχωρίζουν οι ελατοσκέπαστες κορυφές του βουνού Μαίναλο.

        Κάτω από το βουνό περνούν τα νερά του ποταμού Γαρεάτη και του Τεγεατικού Σαρανταπόταμου. Σμίγουν σήμερα στον κάμπο του Παρθενίου και εξαφανίζονται σε καταβόθρες, στα έγκατα του βουνού και στους πρόποδές του από τη δυτική πλευρά του, δημιουργώντας υπόγειο ποτάμι. Αυτά εμφανίζονται σαν κεφαλάρι στους ανατολικούς πρόποδες του βουνού, κοντά στην τοποθεσία Ροϊνά, εκεί που τελειώνουν οι Μακλινιώτικοι ελαιώνες, μέσα από μια σπηλιά την «Πηνίκοβη» ή «Πνίκοβη» ή «Μπινίκοβη». H oνομασία Πνίκοβη δείχνει σε μια πρώτη ματιά να παραπέμπει σε πνίξιμο, ίσως όμως παράγεται από το πίνω και αqua (νερό), προφανώς υπό την επίδραση του Φραγκοκρατούμενου Μουχλίου. Καταγράφεται  όμως και η ονομασία κεφαλάρι του Μπενικόβη, οπότε Πνίκοβη πρέπει να είναι παραφθορά του αρχικού ονόματος. Το στόμιο της σπηλιάς είναι επιβλητικό, αρκετά ψηλότερα από το έδαφος και βρίσκεται διαμετρικά αντίθετα από τις καταβόθρες του Παρθενίου στο κέντρο μιας βραχώδους και αμφιθεατρικής τοποθεσίας με πυκνή βλάστηση. Στο κάτω μέρος της σπηλιάς ανάμεσα σε υδρόβια φυτά, πυκνούς θάμνους και πουρνάρια αναβλύζει η πηγή Πηνίκοβη.

      Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Κομπιλήρη Δημήτρη, μέλους του ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο.(Σπηλαιολογικός Ελληνικός Εξερευνητικός Όμιλος) στο περιοδικό «Κορφές» εκδ. Ιουλίου - Αυγούστου 1994 και με τίτλο «Μεγάλη Σπηλιά Αχλαδόκαμπου»: «Tα πρώτα εκατόν είκοσι μέτρα της σπηλιάς είναι κατηφορικός διάδρομος γεμάτος κατακρημνίσεις. Ακολουθεί κατέβασμα τριών μέτρων με ανεμόσκαλα σε αίθουσα γεμάτη άμμο και ύστερα ένα στενό ρήγμα κατεβαίνει σε ρηγχή στενόμακρη λίμνη, όπου είναι το χαμηλότερο σημείο της σπηλιάς, δέκα επτά μέτρα χαμηλότερα από την είσοδό της. Στη συνέχεια μεσολαβεί άλλη αίθουσα με άμμο και αμέσως μετά υπάρχει βαθιά λίμνη μήκους σαράντα μέτρων. Βγαίνοντας από τη λίμνη, η σπηλιά παίρνει την μορφή γαλαρίας τριγωνικού σχήματος μέσου ύψους έξι μέτρων και πλάτους τεσσάρων μέτρων. Ο εκπληκτικός αυτός διάδρομος έχει μήκος πεντακόσια μέτρα και είναι σχεδόν οριζόντιος και ευθύγραμμος. Το δάπεδό του είναι από άμμο και σε όλο του το μήκος υπάρχει ποτάμι με καθαρό νερό που έχει ροή από μέσα προς τα έξω και καταλήγει στην προηγούμενη λίμνη. Η πηγή έξω και κάτω από τη σπηλιά έχει περίπου ίση παροχή και έτσι μάλλον πρόκειται για το ίδιο νερό που παρακάμπτει το αρχικό τμήμα της σπηλιάς. Όταν το ποτάμι φουσκώνει η σπηλιά πλημμυρίζει και βγαίνει νερό και από την κύρια είσοδο. Ο μεγάλος διάδρομος προς το τέλος του αρχίζει να έχει αραιές κατακρημνίσεις. Ξαφνικά οι γκρεμισμένοι βράχοι πυκνώνουν και αφήνουν μόνον μικρά περάσματα που συνεχώς στενεύουν. Το παχύ στρώμα λάσπης που καλύπτει τους βράχους βοηθούσε σαν γράσο να περνάει κανείς τα στενότερα σημεία, ώσπου μετά από είκοσι μέτρα δεν μπορεί πιά να περάσει κανένας προς το εσωτερικό της σπηλιάς. Το μήκος της είναι 737 μέτρα και πουθενά δεν υπάρχει διάκοσμος, ώστε να γίνει τουριστική αξιοποίηση. Η επίσκεψη στη σπηλιά πρέπει να αποφεύγεται όταν ο καιρός είναι βροχερός».

                                                                                    Γ.Σ.Μασκλινιώτης

 

 

 

 

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...