Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

 

           ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ  ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ   ΜΙΑΣ  ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ

 

    Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,  ξενητεύτηκε και έζησε στον Καναδά από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, μέχρι το θάνατό της. Όταν επισκέφθηκε το 1991 για τελευταία φορά τον τόπο που γεννήθηκε σε προχωρημένη πιά ηλικία, μας ζήτησε να μεταβούμε μαζί σε ένα καμποχώρι της Αργολίδας, στου Αβδήμπεη, που σήμερα λέγεται Νέο Ηραίο. Θέλησε να συναντήσει απογόνους η τυχόν επιζώντες ιδιοκτήτες των χωραφιών που την είχαν «στη δούλεψή» τους μαζί με τους γονείς της και τα άλλα αδέλφια της την δεκαετία του 1930, κατά τον θερισμό την δημητριακών και το σταχομάζωμα.

      Εμείς φυσικά δεν τους γνωρίζαμε, αλλά μπαίνοντας στο χωριό και περνώντας εμπρός από ένα πλιθόκτιστο ισόγειο καλύβι η αείμνηστη μου πιάνει το χέρι στο τιμόνι και μου λέει με φωνή πνιγμένη στη συγκίνηση: «Παιδάκι μου σταμάτα. Εδώ είναι το σπίτι που μέναμε». Θαυμάζοντας την κοφτερή μνήμη της, παρά την ηλικία της, σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και κατεβήκαμε. Μπήκαμε στο χωράφι και φτάσαμε μπροστά στην σαπισμένη πόρτα του καλυβιού. Ανοίξαμε με ευκολία το ξύλινο μάνταλό της και μπαίνοντας πρώτη η θεία μου μέσα στο καλύβι την πήραν τα κλάματα. Αμίλητη και κλαίγοντας συνέχεια, άρχισε να ψάχνει με τα μάτια της κάθε γωνιά του καλυβιού. Γύρευε πόσες εικόνες από τα παλιά της ήρθαν στο μυαλό της. Την αφήσαμε για λίγο, ώσπου κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε, σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Πάμε παιδάκι μου».

    Βγαίνοντας στο δρόμο ρωτήσαμε ακριβώς απέναντι σε ένα διώροφο σπίτι έναν που καθόταν στην βεράντα του αν γνωρίζει να υπάρχει στη ζωή κάποιος από τα αφεντικά της ή τους απογόνους τους, αναφέροντας το επίθετό τους. Ήμασταν τυχεροί, αφού αυτόν που ρωτήσαμε ήταν ο γιός του αφεντικού της. Σε λίγο, μόλις του είπαμε το σκοπό του ταξιδιού μας, μας ανέβασε ο ιδιοκτήτης στο σπίτι και εκεί γνωρίσαμε ένα υπέργηρο γεροντάκι, το αφεντικό της. Όση ώρα δοκιμάζαμε τα κεράσματα που μας πρόσφερε απλόχερα η οικογένεια, το γεροντάκι και η θεία θυμήθηκαν και είπαν πολλά. Μετά από πολλή ώρα χαιρετήσαμε την οικογένεια, εκφράζοντας τη χαρά μας για τις ευχάριστες στιγμές που ζήσαμε και μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο, γυρνώντας και πάλι στο σπίτι μας. Ας είναι αιώνια η μνήμη της.

                                                                            Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

 

                       ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΩΡΓΗ) Τ’ΑΛΩΝΙ

 

    Το αλώνι του ΑηΓιώργη φτιάχτηκε από τους κατοίκους του χωριού μετά το 1900, σε έκταση που παραχωρήθηκε από τους Κουρβεταρέους, μετά το χτίσιμο της σημερινής εκκλησίας. Μέχρι τότε οι συγκεντρώσεις των κατοίκων του χωριού και τα γλέντια γίνονταν στο αλώνι του Χουγιάζου που δεν υπάρχει πιά, λίγο παραπάνω από την εκκλησία, δίπλα στον κεντρικό δρόμο. Παλιότερα το αλώνι του ΑηΓιώργη ήταν χωρισμένο σε δύο επίπεδα, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με τέσσερα σκαλοπάτια. Στο πάνω επίπεδο κάθονταν οικογενειακώς σε ξύλινα ή πτυσσόμενα σιδερένια τραπέζια οι κάτοικοι του χωριού και απολάμβαναν τους μεζέδες τους, που συνοδεύονταν απο Μασκλινιώτικο κρασί. Και μόλις φούντωνε το κέφι κατέβαιναν τα σκαλοπάτια και έμπαιναν στο χορό, γύρω από την εξέδρα με τους οργανοπαίχτες, που στηνόταν κάτω από το πλατάνι. Αυτό το αλώνι κρύβει μέσα του πολλές παλιές ανθρώπινες ιστορίες, από τα γλέντια και τις «χαρές» των κατοίκων του χωριού μας, που αφουγκράστηκε, φιλοξενώντας τα στο χώρο του, στο διάβα του χρόνου, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει, για να μας τις διηγηθεί.

   Τα ζευγάρια, μετά τις υποσχέσεις αμοιβαίας αγάπης που έδιναν μπροστά στην εικόνα του Αη Γιώργη, με την ευλογία του αείμνηστου παππαΓιάννη του Χάλια και των προκατόχων του, περνούσαν τα στέφανα και αφού δέχονταν τις ολόθερμες ευχές των συγχωριανών τους, έβγαιναν στο αλώνι για να χορέψουν παραδοσιακούς χορούς, συμπληρώνοντας έτσι την ευτυχία τους. Χόρευαν και οι χωριανοί σε πολλούς κύκλους, έχοντας μπροστάρηδες στο χορό τους νεόνυμφους, και μοιράζονταν έτσι τη χαρά τους. Και την μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, την Ανάσταση, το αλώνι ζούσε μεγάλες ώρες. Από την ημέρα της Ανάστασης και για τις επόμενες τρείς ημέρες τουλάχιστον, στήνονταν εκεί ολοήμερο γλέντι. Εκείνες τις μέρες τα πρωινά, αλλά και τις απογευματινές ώρες, μετά τις αναστάσιμες λειτουργιές, έβγαιναν όλοι οι κάτοικοι του χωριού στο αλώνι για να γλεντήσουν.

Εκεί, κάτω από το πλατάνι είχε στηθεί η ορχήστρα με τους οργανοπαίχτες που κούρντιζαν ξανά και ξανά τα όργανα, περιμένοντας να μαζευτεί ο κόσμος για να αρχίσει το γλέντι. Αφού κάθονταν, άλλοι στα στρωμένα τραπέζια με τις απλωμένες λαδόκολλες, τα ψητά κρέατα και τις μπύρες ενώ οι άλλοι, κυρίως ο γυναικόκοσμος του χωριού, στα παρτέρια της μάντρας του αλωνιού, που εφάπτονταν στο δρόμο και δεν υπάρχει πια, άρχιζε το γλέντι. Πρώτη πάντα «άνοιγε» το χορό η αείμνηστη Μαρίτσα του Τσιρίλη με τις φουντωτές κόκκινες παντόφλες της, συνοδεύοντας με το τραγούδι της την ορχήστρα. Ακολουθούσαν οι χωριανοί, κάνοντας ατέλειωτους κύκλους γύρω από την ορχήστρα, ενώ οι μπροστάρηδες του χορού, πετούσαν χαρτονομίσματα στους οργανοπαίχτες, για να παίξουν τις «παραγγελιές» τους, τα τσάμικα, τα καλαματιανά και τα συρτά.

    Και απέξω στο δρόμο, δίπλα στην μάντρα του αλωνιού, και μέχρι το πηγάδι του Αϊ Γιώργη, στηνόταν η «πασαρέλα» της νεολαίας του χωριού, που καθώς πηγαινοερχόταν παρέες - παρέες, τα αγόρια «έριχναν» κλεφτές ματιές στις κοπέλες του χωριού και στις «εκλεκτές» της καρδιάς τους. Στο τέλος έμπαινε και η νεολαία στο χορό, δίνοντας νέο κέφι και ζωντάνια στους χορευταράδες χωριανούς. Και όταν πια σκοτείνιαζε, σταματούσε το γλέντι στο αλώνι της εκκλησιάς, για να ξαναρχίσει εκεί τις πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας, μετά το τέλος της αναστάσιμης λειτουργίας. Συνεχιζόταν όμως το βράδυ, μέχρι τις πρωινές ώρες, στο μοναδικό καφενείο του χωριού, «στην αγορά».

   Καίτοι άλλαξε η όψη του αλωνιού μέσα στα τελευταία εξήντα πέντε χρόνια, αφού εκσυγχρονίστηκε, ηλεκτροφωτίστηκε και πλακοστρώθηκε, εν τούτοις ακόμη κρύβει μέσα του την παλιά του αίγλη. Στέκει και σήμερα, ρημαγμένο πια, αγέρωχα εκεί, έχοντας στη μέση το θαλερό πλατάνι του. Ακόμα καμαρώνει για όσα είδε και άκουσε τον παλιό καλό καιρό, τότε που το χωριό βούιζε από τις φωνές των παιδιών, τους χορούς της πολυπληθούς νεολαίας του και τα τραγούδια των μεγαλύτερων, που οι τελευταίοι τώρα δεν είναι πια κοντά μας.


                                                                                       Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

 

             ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ – ΚΛΙΜΑ – ΧΛΩΡΙΔΑ – ΠΑΝΙΔΑ – ΡΕΜΑΤΑ -ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ

   

     Η περιοχή του χωριού μας δεν είναι πεδινή. Ολόκληρη έχει ορεινή διαμόρφωση. Το έδαφος είναι σκληρό, σε πλείστα σημεία πετρώδες, και ελάχιστα γόνιμο.Η επιφάνεια του καλλιεργήσιμου εδάφους σε ελάχιστα σημεία είναι επίπεδη σχηματίζοντας ισιώματα (λάκες). Η μεγαλύτερη έκταση είναι επικλινής, σχηματίζοντας αναβαθμούς (πεζούλες, όχθια). Τα εδάφη των περιοχών που παλαιότερα καλλιεργούντο αμπελώνες αποτελούνται από ασπροχώματα, με πολύ μικρή γονιμότητα, ενώ ελάχιστες είναι οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, κυρίως στις πλαγιές και τις υπώρειες του όρους Παρθενίου  που αποτελούνται από κοκκινόχωμα και είναι πιο γόνιμες. Αυτές  καλλιεργούντο από τους κατοίκους για την παραγωγή  δημητριακών,  τα λεγόμενα «σπαρτοχώραφα». Αλλά και οι εκτάσεις αυτές είναι γεμάτες από μικρές πέτρες, γι’ αυτό και οι αγρότες πριν τις σπείρουν, μάζευαν από την επιφάνειά τους τις πέτρες, δηλαδή τις «ξελιθάριζαν».Τις πέτρες τις μάζευαν στην άκρη κάθε χωραφιού σε μεγάλους σωρούς. Τα πετρώματα στις υπώρειες του όρους Παρθενίου από την περιοχή Βαγιορέματος και του Αρμακά μέχρι τα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία σχιστολιθικά και ασβεστολιθικά. Αλλά και στις ανατολικές λοφοσειρές του χωριού (Κάρβια, Αγιολιάς, κλπ) τα πετρώματα είναι της ίδιας υφής.  Τούτο έχει αποτέλεσμα οι ποσότητες του νερού της βροχής και των χιονιών, να μην  έχουν δυνατότητα συγκέντρωσής τους σε υπόγειες λεκάνες, αλλά να καταποντίζονται μέσω των πετρωμάτων αυτών και να καταλήγουν τελικά, μέσω βαραθρώσεων ή σπηλαίων, στη θάλασσα.

Οι υδατοπηγές που υπάρχουν και τροφοδοτούν τα πηγάδια είναι ελάχιστες, διάσπαρτες, σε μεγάλες αποστάσεις η μια από την άλλη και το βασικότερο, σχεδόν επιφανειακές, με πολύ μικρή παροχή νερού. Στην περιοχή μόνο της Κάρβιας, στην ρεματιά που εκτείνεται ψηλά και βόρεια από τον οικισμό Πίσω Μεσορραχίτικα, υπήρχε ανέκαθεν  μια πηγή που το νεράκι της, μικρής βέβαια ποσότητας, κυλούσε ολοχρονίς στην κοίτη της ρεματιάς. Αναζητώντας οι κάτοικοι του χωριού με αγωνία  λύση στο πρόβλημα της ύδευσης του οικισμού  την δεκαετία του 1930 την πηγή αυτή ανέσκαψαν και καθάρισαν. Το  νερό της μεταφέρθηκε με σιδερένιες σωλήνες μέχρι το χωριό σε δεξαμενή που κατασκευάστηκε στις υπώρειες του Καυκαλά. Από το νερό αυτό υδρευόταν το χωριό με κοινοτικές βρύσες, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960,όταν πιά συνδέθηκε ο οικισμός  με το δίκτυο ύδρευσης της πηγής «Μεθυδρίου» Μαντινείας, όπως αναφέρουμε αναλυτικά και σε άλλο κεφάλαιο του παρόντος. Η ευρύτερη  περιοχή όμως των υπωρειών του όρους Παρθενίου, αλλά και του οικιστικού πυρήνα του χωριού, είναι γεμάτη από βάραθρα (πρόπαντες*) και υπόγειες σπηλαιώσεις.Τούτο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι  σε πολλά οικόπεδα των σπιτιών του χωριού, κατά την εκσκαφή των θεμελίων και των υπογείων τους, έχουν ανακαλυφθεί τυχαία κατά καιρούς από τους κατοίκους  μεγάλες ρηγματώσεις των πετρωμάτων που οδηγούν σε υπόγεια βάραθρα ή και σε σπήλαια. Επίσης κατά την διαδικασία μιάς αποτυχημένης γεώτρησης παλαιότερα, για την ανεύρεση πόσιμου νερού στην περιοχή Στρατηγέκα Χάνια, το γεωτρητικό κοπίδι του γεωτρύπανου εχάθη μέσα σε κενό σπηλαιοβάραθρου που συνάντησε κατά την γεώτρηση.  Σε μια άλλη αποτυχημένη γεώτρηση στην ίδια περιοχή ο ήχος του κοπιδιού του γεωτρύπανου αντηχούσε σε υπόγειο στην περιοχή Παναγέκα, που βρίσκεται, ως γνωστό, σε μεγάλη απόσταση από το σημείο της γεώτρησης.  Μεταξύ των άλλων, στην περιοχή Βαγιόρεμα και σε λίγα μέτρα μακριά από την άσφαλτο υπάρχει ένα μεγάλο σπηλαιοβάραθρο. Το επιφανειακό του άνοιγμα έχει μήκος έξι μέτρα και πλάτος δύο μέτρα. Ένα άλλο σπηλαιοβάραθρο υπάρχει πάνω από τον συνοικία Καραπανέκα και λίγο πιο κάτω από της σιδηροδρομική γραμμή, ενώ στην κορυφή του Αρμακά υπάρχει ακόμη ένα σπηλαιοβάραθρο. Αριστερά από το βαγιόρεμα μέσα σε μια συστάδα από λείους κόκκινους βράχους βρίσκεται ένα μεγάλο επιφανειακό σπήλαιο μικρού σχετικά βάθους, η «Μαύρη Τρύπα» όπως την ξέρουν οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής. Με αυτό και την ιστορία της περιοχής θα ασχοληθούμε αμέσως παρακάτω.

Κάτω από το όρος Παρθένιο ρέει μέσα από σπηλαιώσεις, ο χείμαρρος ποταμός Γαρεάτης.   Ο ποταμός αυτός ξεκινάει από τα ορεινά υψίπεδα των Δολιανών και του Δραγουνιού. Διαρρέει τα οροπέδια της Τεγέας  και αφού ενώνεται με τον χείμαρρο Σαρανταπόταμο, φθάνει στις δυτικές υπώρειες του όρους Παρθενίου και εκεί εισέρχεται σε τρείς μεγάλες καταβόθρες που απέχουν η μια από την άλλη σαράντα με πενήντα μέτρα περίπου. Η είσοδος στις καταβόθρες είναι φραγμένη με σίδερα προσαρμοσμένα σε ανθεκτικά τοιχεία, για να παρεμποδίζονται οι αποφράξεις τους από τους κορμούς των δέντρων και τα άλλα ογκώδη αντικείμενα που κατεβάζουν τα ορμητικά νερά του χειμάρρου, όταν φουσκώνει το χειμώνα.Όταν όμως τα νερά του ποταμού είναι πολλά, δεν μπορούν να τα απορροφήσουν οι καταβόθρες και τότε πλημμυρίζει το οροπέδιο στην περιοχή του Παρθενίου. Πολλές φορές το νερό έφτανε μέχρι τα πρώτα κάτω σπίτια του χωριού, τον κάμπο του οποίου διαρρέει ο Γαρεάτης και κάποια χρονιά, την δεκαετία του 1950, τα νερά της λίμνης που σχηματίστηκε στον κάμπο ήσαν τόσα πολλά, που διέφυγαν αναγκαστικά από την μοναδική δίοδο διαφυγής τους, την σήραγγα από την οποία διέρχεται ο σιδηρόδρομος. Στη συνέχεια ο ποταμός διαρρέει τα έγκατα του όρους Παρθενίου και εκβάλει τελικά χαμηλά και ανατολικά στον Αχλαδοκαμπίτικο κάμπο, στη θέση «Πηνίκοβη», μέσα από ένα κατά το πλείστον ανεξερεύνητο σπήλαιο, για το οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω. Από εκεί συνεχίζει να ρέει μέσα στο φαράγγι του Ξοβριού, προς την περιοχή της Ανδρίτσας, περνάει την Ποταμιά στη Βελανιδιά και χύνεται τελικά στην παραλία του Κυβερίου.

Τα ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά πετρώματα της ευρύτερης περιοχής της Μάσκλινας, οι υπόγειες σπηλαιώσεις του υπεδάφους της και ο μεγάλος αριθμός των σπηλαιοβαράθρων (πρόπαντες), όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, δικαιολογούν πλήρως τη σοβαρή έλλειψη υδάτινων πόρων στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού.

Κύριο στοιχείο στην περιοχή του χωριού είναι η ελιά, το περισσότερο τυπικά μεσογειακό καρποφόρο δέντρο. Η περιοχή του χωριού από τα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο, στο Σαμόνι, μέχρι την περιοχή Μεσοραχίτικα και Πλατάνι, καλύπτεται κυρίως από ελαιόδεντρα. Καλλιεργούνται δύο ποικιλίες: η «λαδοελιά» και το «μανάκι». Παλαιότερα στις περιοχές Αράπης, Γιαννηλάκι, Κεντρώματα, Καυκαλάς κλπ, που μέχρι σήμερα έχουν την γενικότερη ονομασία «στα αμπέλια», καλλιεργούντο μεγάλες εκτάσεις αμπελώνων, που απέδιδαν μεγάλες ποσότητες και εξαιρετικής ποιότητας κρασιών. Η περιοχή «Ροϊνά», στους πρόποδες του όρους Παρθενίου, σημαδεύεται από μια ποικιλία από μικρά και μεγάλα «δασικά» δέντρα, όπως οι βελανιδιές, τα πουρνάρια, τα σφεντάμια, οι γκορτσιές, οι γλαντινιές και οι κουμαριές.

Υπάρχουν ενδιάμεσα και κενά που καλύπτονται από μια μεγάλη ποικιλία από θάμνους και άλλα φυτά, όπως τα σπάρτα, τα ρείκια, οι ασφάκες, το θυμάρι, οι αφάνες και οι πικροδάφνες. Στα χωράφια που βρίσκονται μέσα στον οικιστικό πυρήνα του χωριού συναντάμε ήμερα καρποφόρα δέντρα, όπως: συκιές, λίγες αχλαδιές, αρκετές μουριές, αμυγδαλιές, πικραμυγδαλιές, ενώ στις ρεματιές φυτρώνουν μυρτιές, βάγιες, κυπαρίσσια, λεύκες, λυγιές (καναπίτσες). Συναντάμε τέλος λίγες καρυδιές και πλατάνια στην περιοχή Πλατάνι και στις ρεματιές του Σαμονιού.

Στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας, στο δάσος «ροϊνά» στις υπώρειες του Παρθενίου, στην Κάρβια, στην περιοχή Καυκαλάς αλλά και μέσα στις καλλιεργούμενες εκτάσεις, ζουν άγρια ζώα, όπως αλεπούδες, τσακάλια, κουνάβια, ασβοί και τελευταία πληθώρα από αγριογούρουνα. Ορισμένα από αυτά προξενούν ζημιές στο ζωικό κεφάλαιο των νοικοκυριών. Επανειλημμένα κατά το παρελθόν είχαν δεχθεί επιθέσεις τα κοτόπουλα στα κοτέτσια του χωριού από τις αλεπούδες ενώ τα τσακάλια «κτυπούσαν» σε στάνες από γιδοπρόβατα, με αποτέλεσμα σοβαρές απώλειες στο ζωικό κεφάλαιο των τσοπάνηδων. Σύμφωνα με μαρτυρίες συγχωριανών μας, παλαιότερα στην περιοχή του χωριού κυκλοφορούσαν και λύκοι που έκαναν επιθέσεις και ζημιές στα κοπάδια του χωριού. Μάλιστα λέγεται πως ένας συγχωριανός μας, ο Μπαρκούζος, βρήκε ένα νεογέννητο λυκάκι και το πήρε στο σπίτι του να το μεγαλώσει, νομίζοντας πως ήταν σκυλί (κουτάβι).Όταν διαπίστωσε ότι μεγάλωνε λύκο ήταν πια αργά, αφού του είχε εξαφανίσει ολόκληρο το ζωικό κεφάλαιο (κότες, κουνέλια, αρνιά κλπ.) του σπιτιού του. Από τότε έμεινε η χαρακτηριστική στο χωριό η φράση « μπα που να σε φάει ο λύκος του Μπαρκούζου». Την έλεγαν οι τσοπάνηδες του χωριού όταν αγανακτούσαν με την συμπεριφορά κάποιου ζώου του κοπαδιού τους.

Μάλιστα οι αλεπούδες και τα τσακάλια εκείνη την εποχή είχαν «επικηρυχθεί» από την Πολιτεία. Είχε καθιερωθεί χρηματική αμοιβή στους κατοίκους που εξόντωναν αυτά τα άγρια ζώα, με την προϋπόθεση να προσκομίσουν στις αρμόδιες Κρατικές υπηρεσίες τα πειστήρια εξόντωσής τους (μέρη από τα άκρα του σκοτωμένου ζώου). Επίσης ζουν λαγοί και αγριοκούνελα που οι κυνηγοί τα εξοντώνουν για το νόστιμο κρέας τους. Τους χειμερινούς μήνες κατεβαίνουν στην περιοχή μας και ορισμένα είδη πουλιών όπως κοτσύφια, πέρδικες και ορτύκια που και αυτά αποτελούν άριστους μεζέδες για τους κυνηγούς, ενώ ζουν ολοχρονίς σπουργίτια, σπίνοι και άλλα είδη πουλιών. Επίσης ζουν στην περιοχή μας ερπετά, όπως σκορπιοί, οχιές και αστρίτες που είναι άκρως επικίνδυνα, επειδή είναι ιοβόλα, καθώς και δεντρογαλιές που είναι ακίνδυνες.

Καλλιέργεια κηπευτικών γινόταν σε πολύ μικρή κλίμακα, κυρίως στις αρδευόμενες από πηγάδια εκτάσεις (περιβόλια), στις περιοχές Σαμόνι, Πλατάνι και Αράπης. Υπάρχουν και ξέφωτες πετρώδεις άδενδρες εκτάσεις στη μέση των ανατολικών πλαγιών του όρους Παρθενίου που σε αυτές γινόταν καλλιέργεια δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη κλπ) καθώς και καλλιέργεια αμπελώνων, κυρίως στις πλαγιές της περιοχής Καυκαλάς,  με ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Στην περιοχή του χωριού το κλίμα είναι ήπιο και ξηρό, η χειμερινή περίοδος μικρής διάρκειας, παράγοντες που ευνοούν τη χειμερινή κυρίως διαβίωση. Σε παλιότερη μάλιστα εποχή, τους καλοκαιρινούς μήνες στην περιοχή του χωριού η ζέστη ήταν ανυπόφορη, ιδιαίτερα τις μεσημεριανές ώρες. Εκείνη την εποχή η έλλειψη πρασίνου, λόγω της υπερβολικής βόσκησης, στο δάσος του γειτονικού όρους Παρθενίου (Ροϊνά), αλλά και εντός του οικιστικού πυρήνα του χωριού, δημιουργούσε συνθήκες καύσωνα, που διαρκούσε πολλές ημέρες.Οι κλιματολογικές συνθήκες και ειδικότερα οι συχνοί καύσωνες τους καλοκαιρινούς μήνες ανάγκαζαν ανέκαθεν τους κατοίκους του χωριού να εγκαταλείπουν  ομαδικά το χωριό και να μεταβαίνουν στο ορεινό χωριό τους, το Καστρί. Εκεί οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες ήταν τελείως διαφορετικές και έκαναν άνετη την διαμονή τους.

Όσοι από τους κατοίκους από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 παρέμειναν μόνιμα στη Μάσκλινα όλο το χρόνο, τους καλοκαιρινούς μήνες, μη υποφέροντας τη ζέστη, κατά τις μεσημεριανές ώρες κατέβαιναν στα δροσερά υπόγεια των κατοικιών τους, που η θερμοκρασία εκεί ήταν υποφερτή. Όσοι έβγαιναν να πάνε στα χωράφια τους και στα περιβόλια τους τους καλοκαιρινούς μήνες,  μετέβαιναν εκεί πριν ακόμη χαράξει και ανατείλει  ο αυγερινός. Περίμεναν στο χωράφι μέχρι να ξημερώσει, βόσκωντας τα ζωντανά τους και με το πρώτο φως της ημέρας άρχιζαν τη δουλειά. Μόλις όμως   έφτανε δέκα η ώρα και πριν αρχίσει η ανυπόφορη ζέστη φόρτωναν  στα ζώα τους ό,τι είχαν συγκεντρώσει για το νοικοκυριό τους (ξύλα, οπωροκηπευτικά από το μποστάνι* τους κλπ ), καβαλούσαν τα ζώα και γύριζαν γρήγορα στα σπίτια τους.Τα ξεφόρτωναν και τα  έδεναν στην αυλή του σπιτιού στους ίσκιους κάτω από τις μουριές και τις μυγδαλιές, γιατί τα καλύβια  που τα στέγαζαν ήταν στο εσωτερικό τους ζεστά σαν «καμίνια». Μόλις βράδιαζε έβγαζαν στις ταράτσες και στα μπαλκόνια των σπιτιών τους κλινοσκεπάσματα για να κοιμηθούν εκεί πάνω  στο ύπαιθρο, έξω από το σπίτι. Θυμάμαι νοσταλγικά την εποχή που ανεβαίναμε με το νύχτωμα όλη η οικογένεια να κοιμηθούμε στην ταράτσα του καλυβιού μας,γιατί το σπίτι ήταν πολύ ζεστό. Όταν ξαπλώναμε και πριν να κοιμηθούμε οι γονείς μας μας δίδασκαν κοσμογραφία δείχνοντάς μας στο ουράνιο στερέωμα τον «γαλαξία» μιά τεράστια φωτεινή λουρίδα που απλώνεται στον ουρανό από βορά προς νότο, που μας τον έλεγαν «Ιορδάνη ποταμό»,τον αστερισμό της «πούλιας» που μας την έλεγαν επταπάρθενο χορό,τους αστερισμούς της «μικρής και της μεγάλης άρκτου»  που μας τα έλεγαν αλετροπόδια κλπ. Μας έπαιρνε ο ύπνος με τα νανουρίσματα των γρύλων, του γκιώνη και των τζιτζικιών.Το πρωϊνό, πολύ πριν βγεί ο ήλιος από την περιοχή του Καυκαλά, μας ξυπνούσαν για να μαζέψουν τα κλινοσκεπάσματα να μην τα βρει ο ήλιος στην ταράτσα.

Τελευταία όμως το μικροκλίμα της περιοχής έχει αλλάξει ριζικά, με θερμοκρασίες υποφερτές και τους καλοκαιρινούς μήνες, όλη την διάρκεια του εικοσιτετράωρου. Τούτο οφείλεται στην αλματώδη ανάπτυξη της δασοκάλυψης, στους πρόποδες του όρους Παρθενίου (Ροϊνά) και στην δεντροφύτεψη με μουριές και άλλα σκιόφυλλα δέντρα, όλων των ασκεπών οικοπέδων που γειτνιάζουν με τον οικισμό ή αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του, καθώς και στη μείωση της βόσκησης του δάσους, στους πρόποδες του όρους Παρθενίου από τα ποίμνια. Η σύσταση του εδάφους και η ανεπάρκεια των πηγών δεν ευνοούν αγροτικές καλλιέργειες πολύ παραγωγικές με εξαίρεση, όπως προαναφέρθηκε, την καλλιέργεια της ελιάς.

Οι κλιματολογικές συνθήκες και η χλωρίδα σε αυτή την περιοχή είναι ευνοϊκοί παράγοντες για τη δημιουργία σε μεγάλες εκτάσεις βοσκοτόπων, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Η ύπαρξη βοσκοτόπων, σε συνδυασμό βέβαια και με άλλους παράγοντες, ήταν βασικό κριτήριο για προώθηση ανθρώπινης παρουσίας από τα γειτονικά παράλια (Αργολίδα, Θυρέα ) προς αυτή την ορεινή ενδοχώρα με το ήπιο κλίμα και την δημιουργία εκεί πρόχειρων εγκαταστάσεων ή οικιστικών πυρήνων ακόμη και μικρών οικισμών από γεωργοκτηνοτρόφους ή κτηνοτρόφους.

Το χωριό, όπως γράφουμε παραπάνω, δεν έχει τρεχούμενα νερά. Μόνο ρέματα και χείμαρροι υπάρχουν στην ευρύτερη περιφέρειά του, στα οποία τρέχουν μικρές ποσότητες νερού μέχρι το τέλος της άνοιξης το πολύ, σπανίως δε, μετά από δυνατή βροχόπτωση, γίνονται ορμητικοί.

α) Ένα ρέμα ξεκινάει από τις πλαγιές του Αγίου Πέτρου, κατεβαίνοντας διαρρέει κάθετα το χωριό, από βορειοανατολικά προς νότο. Μέσα στην κοίτη του ρέματος και γύρω από αυτή, από το ύψος του Αγίου Πέτρου, μέχρι το Καγκλέκο σπίτι συναντάμε μερικά πηγάδια μικρού σχετικά βάθους, το σημαντικότερο των οποίων είναι το Ζαρελιανέκο πηγάδι. Περνάει μπροστά από τα Καγκλέκα, παρακάτω μπροστά από τα Γιανναρέκα, μπροστά από τα Μουρμουρέκα, περνάει μέσα από την Ξαμπλέκη γειτονιά και στη συνέχεια πίσω από το αλώνι και μπροστά από το πηγάδι της εκκλησίας του Αϊ Γιώργη. Συνεχίζοντας περνάει από τα Μακρέκα περιβόλια, τα Στρατηγέκα Χάνια και αφού περάσει δίπλα από το κοτέτσι του Τσιώρου, συνεχίζει και καταλήγει στην περιοχή της Μαύρης Τρύπας (Βαγιόρεμα) οπότε συμβάλει στο ποτάμι της ΑγιαΣοφιάς.

β) Ένα άλλο ξεκινάει από τις πλαγιές του Καυκαλά, κατεβαίνει μέσα από την περιοχή της Φιλιππούς, που βρίσκεται και το ομώνυμο πηγάδι, και κατεβαίνει στο δίρρεμα. Εκεί παλιά την άνοιξη που κυλούσε νερό, στο σημείο που τέμνεται κάθετα από το δρόμο πού έρχεται από την αγορά προς τα Κορολέκα, οι νοικοκυρές του χωριού «κοπάνιζαν» τα στρωσίδια τους. Συνεχίζοντας περνάει μπροστά από τα Κορολέκα σπίτια, μπροστά από το Κικιζέκο σπίτι  και πίσω από στο σπίτι του Τζούμα δημιουργεί μια άπλα, που και εκεί παλιότερα «κοπάνιζαν» τα στρωσίδια. Συνεχίζοντας πίσω από του Αθανασιάδη, συμβάλει τελικά στο ρέμα που περιγράψαμε παραπάνω.

γ) Άλλο ρέμα ξεκινάει από τις υπώρειες του όρους Παρθένιο, διασχίζει κάθετα την γραμμή του τραίνου και συνεχίζοντας κατεβαίνει στο παλιοκρόπι, εκεί που βρίσκεται το ομώνυμο πηγάδι και καταλήγει στου Παυλάκου το ρουμάνι, όποτε συμβάλει στα Μακρέκα περιβόλια με το ρέμα που έρχεται από το χωριό.

δ) Ένα άλλο ρέμα ξεκινάει από τις ανατολικές πλαγιές του Καυκαλά, κατεβαίνει από τα βουλιάσματα, εκεί που ήταν παλιά του Πάϊκου η στέρνα και φτάνει στην ευρύτερη περιοχή του Αράπη, στην τοποθεσία «του Μπαριάμη το ρέμα». Κατά μήκος της κοίτης του ρέματος στην περιοχή του Αράπη και στην γύρω περιοχή συναντάμε πολλά πηγάδια, μικρού σχετικά βάθους. Εκεί το ρέμα τέμνει κάθετα τον μουλαρόδρομο που πηγαίνει για την Αγία Παρασκευή. Συνεχίζοντας παρακάτω, τέμνει κάθετα και τον χωμάτινο αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στην Αγία Παρασκευή και στο Πλατάνι. Περνώντας από την περιοχή Παλιόμυλος, καταλήγει στα Στρατηγέκα Χάνια, οπότε συμβάλλει στο ρέμα που έρχεται από την περιοχή του οικισμού.

ε) Άλλο ρέμα ξεκινάει από τις βορειοανατολικές υπώρειες του όρους Παρθενίου και κατεβαίνοντας περνάει κάτω από την σιδερένια γέφυρα του Αρκουδιά, διασχίζει την περιοχή Αρκουδιάδες, περνάει μέσα από την δυτική περιοχή των ελαιώνων του Σαμονιού, τέμνει κάθετα τον αγροτικό δρόμο που οδηγεί στα Κατσιρέκα μαντριά και τελικά καταλήγει στην περιοχή της Πηνίκοβης.

στ) Τέλος ένα ακόμη ρέμα στην περιοχή του Σαμονιού, ξεκινάει από την περιοχή Σαμονάκι, περνάει στην κάτω μεριά της Αντωνέκης πλεύρας σε όλο της το μήκος και φτάνει στην περιοχή της Αρτοτίνας. Εκεί η ρεματιά έχει βαθύσκια πλατάνια και τρεχούμενα νερά όλο το καλοκαίρι. Παλιότερα στο σημείο εκείνο και κατά μήκος της ρεματιάς, στην παρόχθια περιοχή καλλιεργούσαν τα περιβόλια τους πολλοί συγχωριανοί μας.

Υπάρχουν και άλλα μικρά ρέματα που δημιουργούνται στις πλαγιές των λοφοσειρών του χωριού, αλλά νομίζουμε πως δεν αξίζει να τα αναφέρουμε.

Τα πιο σημαντικά μονοπάτια στην ευρύτερη περιοχή της Μάσκλινας που αξίζει κανείς να τα περπατήσει έχουν τις εξής κατευθύνσεις: α) προς τον προφήτη Ηλία, στην κορυφή του όρους Παρθενίου. β) Από συνοικία Ζαρελιάνικα - γεφύρι Αρκουδιά – Αρκουδιάδες – Καταράχι – Αρτοτίνα.

γ) Μονοπάτι λιθόστρωτο, από το σπίτι του Χρήστου του Μακρή- Αρμακά -ΑγιαΣοφιά- Λαγκάδα-Δραγούνι. δ) από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής - Αράπη - Μπαριάμη ρέμα - Κεντρώματα – Αγία Παρασκευή - Μεσοραχίτικα  ε) Από το εξωκλήσι του Αγίου Πέτρου - Καυκαλάς - εξωκλήσι Αγίου Δημήτρη - Μεσοραχίτικα και στ) Από μαντρί του Τσιώρου - Μαύρη τρύπα - Άγιο Γεώργιο - γεφύρι Τάνου - Γαλτενά. Αυτό το μονοπάτι είναι δύσβατο πια, γιατί έπαψε από χρόνια να το διασχίζουν μουλάρια ή πεζοπόροι. Μπορεί όμως ο περιπατητής, αν τον βαστούν τα πόδια του, να ακολουθήσει τον αμαξόδρομο, οπότε μπορεί να φτάσει μέχρι το Τσερβάσι και το μοναστήρι του Προδρόμου.                                                  Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

 

                     ΤΟ   ΜΑΤΙΑΣΜΑ - ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣΙΕΣ

         Το μάτιασμα – τη βασκανία – που εκδηλωνόταν με ξαφνική αδιαθεσία και έντονο πονοκέφαλο, τη λογάριαζαν πολύ οι Μασκλινιώτες. Γι’ αυτό όταν εκδήλωναν το θαυμασμό τους για ένα πρόσωπο, ζώο ή δένδρο συνόδευαν την εκδήλωσή τους αυτή με τη φράση «να μη βασκαθεί» και «φτου να μη βασκαθεί» και ταυτόχρονα έφτυναν επάνω του για να μην υποστεί την κακή επίδραση του ματιάσματος, «να μην τον πιάσει το μάτι» .Όταν ήθελαν να εξοπλίσουν το προσφιλές τους πρόσωπο, ζώο ή αντικείμενο με αμυντικές δυνάμεις κατά του κακού ματιού, του κρεμούσαν φυλαχτά και μεγάλες μπλε χάντρες. Έτσι έβλεπε κανείς κρεμασμένες μπλε χάντρες στα σαμάρια στις σέλες ή μπροστά στο κούτελο στα καπίστρια των ζώων, ιδίως αλόγων και μουλαριών. Στα μωρά παιδιά για να μην τα ματιάσουν κρεμούσαν από την κούνια ή καρφίτσωναν με παραμάνα στη σαλιάρα  του μωρού φυλαχτό ή ένα ματόχαντρο. Μερικές γυναίκες για να αποφύγουν το μάτιασμα έβαζαν στα παιδιά τους ή και στους εαυτούς τους μια μουτζούρα με την κάπνα του τσουκαλιού ή με λίγο κατράμι πίσω από το αυτί τους. Τα φυλαχτά τα έφτιαχναν  μόνες τους και τα φορούσαν στα μεγαλύτερα παιδιά τους για να έχουν κάτι επάνω τους και να μην τα πιάνει το κακό μάτι.

     Για το ξεμάτιασμα, την απαλλαγή δηλαδή από την κακοποιό επίδραση της βασκανίας ασχολούντο μερικές, ηλικιωμένες κυρίως, γυναίκες του χωριού που ήξεραν να ξεματιάζουν. Αυτές φώναζαν για να διαβάσουν τους ματιασμένους. Η ξεματιάστρα έλεγε στον ματιασμένο μια μυστική ευχή, ένα ξόρκι, που σαν ιερό μυστικό της είχε παραδοθεί από κάποια άλλη. Έπειτα τον σταύρωνε – έκανε επάνω του το σημείο του σταυρού τρεις φορές με τα τρία δάχτυλα του δεξιού της χεριού, τον θυμίαζε πάλι σταυρωτά και τον φυσούσε τρείς φορές. Άλλες πάλι κατά το ξεμάτιασμα, όπως η αείμνηστη μητέρα μου, έσταζαν τρείς σταγόνες λάδι από το καντήλι σε ένα ποτήρι νερό. Άν πέφτοντας η σταγόνα του λαδιού  στο νερό διαλυόταν, έλεγαν πως το παιδί ή οποιοσδήποτε άλλος  ήταν ματιασμένος. Και αν η σταγόνα παρέμενε πάνω στο νερό, αυτό σήμαινε πως δεν είχε μάτι. Κάθε φορά που έσταζαν την σταγόνα το λάδι στο ποτήρι επικαλούντο την βοήθεια των Αγίων Αναργύρων ψυθιρίζοντας το σχετικό τροπάριο των Αγίων ή την Κυριακή προσευχή, το «Πάτερ ημών». Κατόπιν με το νερό  ράντιζαν τρεις φορές τον ματιασμένο και το νερό το έχυναν σε μια γωνιά που δεν πατιόταν. Επίσης  τους ματιασμένους  ράντιζαν με τον αγιασμό των Θεοφανείων που φύλαγαν σε μπουκαλάκι στο εικονοστάσι του σπιτιού. Εκτός από τα παραπάνω φώναζαν πολλές  φορές στο σπίτι τον παπά για να διαβάσει την ευχή κατά της βασκανίας.

    Ακόμη οι χωριανοί πίστευαν σε διάφορες προλήψεις και δοξασίες όπως:

 - Όταν βούϊζε το δεξί αυτί κάποιου,  έλεγαν πως κάτι καλό θα ακούσει και  όταν βούϊζε το αριστερό θα ακούσει κάτι κακό.

- Όποιος άφηνε την τελευταία του μπουκιά ψωμιού ή φαγητού χωρίς να την φάει έλεγαν πως «αφήνει τη δύναμή του».

 - Όταν άκουγαν κουκουβάγια να λαλεί κοντά σε σπίτι, το θεωρούσαν κακό προμάντεμα.

- Όταν έτρωγαν πολλοί από το ίδιο πιάτο και άφηναν στο τέλος κάτι αφάγωγο, έλεγαν πως η μπουκιά αυτή ήταν η μπουκιά «της ντροπής».-

-  Όταν τον έτρωγε κάποιον η μύτη του του, έλεγαν πως «θα φάει ξύλο».

- Άν κάποιος έφερνε στην κουβέντα του κάτι κακό, λ.χ. μια αρρώστια, πρόσθετε την φράση «έξω από δω» και έφτυνε τον κόρφο του.

-  Όταν κάποιος φταρνιζόταν, του έλεγαν πως κάποιος τον θυμήθηκε.-

- Πολλές νοικοκυρές έδιναν σημασία στον άνθρωπο που θα πρωτόμπαινε στο σπίτι τους, «θα έκανε ποδαρικό», κατά το πρωϊνό της πρώτης ημέρας μιας χρονικής περιόδου, εβδομάδας, μήνα ή χρόνου και ζητούσαν από  αυτόν να μπειί στο σπίτι με το δεξί πόδι.

- Το ίδιο θέμα απασχολούσε και του ιδιοκτήτες των μαγαζιών, για εκείνον που θα τους έκανε την πρώτη συναλλαγή της ημέρας λέγοντας «μου ήρθε το πρωϊ ο τάδε να ψωνίσει και μου έκανε καλό σεφτέ».-

- Τα πρωϊνά δεν έτρωγαν τίποτα, ούτε χαιρετούσαν, πριν πλύνουν το πρόσωπό τους και κάνουν το σταυρό τους. Εξ ου και η φράση που έλεγαν «δεν ντρέπεσαι να τρώς άνιφτος».-

- Θεωρούσαν γρουσουζιά να σπάσει ο καθρέφτης του σπιτιού.

- Δεν  έκοβαν τα νύχια τους την Τετάρτη και την Παρασκευή, έχοντας υπόψη τους το δίστιχο:

«Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις

και το Σαββάτο μη λουστείς αν θέλεις να προκόψεις».

-Το βράδυ πριν να κοιμηθούν σταύρωναν τρεις φορές το μαξιλάρι τους λέγοντας: «πέφτω κάνω το σταυρό μου – άρμα έχω στο πλευρό μου».

- Το βράδυ θεωρούσαν κακό να κοιταχτούν στον καθρέφτη

- Αν συναντούσαν στο δρόμο παπά και πήγαιναν σε κάποια σοβαρή δουλειά, την ανέβαλαν για άλλη ημέρα.

- Μετά το ηλιοβασίλεμα δεν δάνειζαν πράγματα στους γείτονες, γιατί το θεωρούσαν γρουσουζιά.

- Θεωρούσαν κακό να πετάξουν στο έδαφος τα δόντια που άλλαζαν τα παιδιά και τα συμβούλευαν να τα πετάνε στα κεραμίδια της στέγης.

- Δεν άφηναν ψαλίδι ανοιχτό, γιατί θεωρούσαν ότι έμεναν ανοιχτά τα στόματα των εχθρών.

- Αν κάποιος ήταν Σαββατογεννημένος έπιαναν οι κατάρες του

- Αν επισκέπτονταν κάποιο σπίτι φρόντιζαν να φύγουν από την ίδια πόρτα για να μην χαλάσει το προξενιό.

- Όταν σφύριζε η φωτιά στα τζάκι, πίστευαν πως κάποιοι πιάνουν στο στόμα τους την οικογένεια και τη φθονούν.

- Αν κάποιον τον έπιανε λόξυγκας, κάποιος τον θυμήθηκε. Θα σταματούσε δε αν έβρισκε το όνομα εκείνου που τον θυμήθηκε.

- Αν σε έτρωγε το αριστερό σου χέρι θα έπαιρνες χρήματα. Αν σε έτρωγε το δεξί, θα έδινες χρήματα.

- Την πρώτη του Μάρτη έδεναν στο χέρι των παιδιών κόκκινη και άσπρη κλωστή, για να μην Τα κάψει ο ήλιος.

- Όταν υπήρχε κηδεία στο χωριό, οι γυναίκες δεν έπλεναν ούτε σκούπιζαν

- Όταν το σκυλί αρουλιόταν προμήνυε θάνατο

-Όταν έριχνε χαλάζι πετούσαν ανάποδα, με τα πόδια προς τα πάνω στην αυλή την σιδεροστιά, για να σταματήσει το κακό.

-Όταν πέθαινε κάποιος, άφηναν γένια και μαλλιά και σκέπαζαν τον καθρέφτη με σεντόνι και κρεμούσαν μαύρο πανί στην είσοδο του σπιτιού, σε ένδειξη πένθους.

-Πίστευαν ότι κατά την διάρκεια του δωδεκαημέρου (25 Δεκέμβρη έως 6 Γενάρη) εμφανίζονταν καλικάντζαροι για να πειράξουν τους ανθρώπους. Έμπαιναν στα σπίτια και τα μαγάριζαν. Τον υπόλοιπο χρόνο πίστευαν ότι έμεναν στα έγκατα της γης και πριόνιζαν το δέντρο που βαστά τη γη. Έβγαιναν στην επιφάνεια της γης, κοντά στο τέλος της εργασίας τους, πριν κοπεί το δέντρο και τους πλακώσει η γη. Όταν όμως επέστρεφαν, με την λήξη του δωδεκαημέρου, το δέντρο είχε ξαναγίνει και άρχιζαν πάλι το πριόνισμα από την αρχή. Ο παπάς αγιάζοντας τα σπίτια την παραμονή των Θεοφανείων, έδιωχνε τους καλικάτζαρους, οι οποίοι φεύγοντας φώναζαν: «Φεύγετε να φεύγουμε, γιατί έφτασε ο τουρλόπαπας, με την αγιαστούρα του και με την βεδούρα του κι’ άγιασε τα ρέματα, τόνα ρέμα τάλλο ρέμα, την κακή του την ημέρα».

- Την τελευταία ημέρα του Φλεβάρη το βράδυ έβγαιναν στους δρόμους του χωριού με τροκάνια, κουδούνια και άδειους ντενεκέδες που τους χτυπούσαν βγαίνοντας μέχρι έξω από το χωριό, για να «ξεβγάλουν τον Κουτσοφλέβαρο».

-Οι αλαφροϊσκιωτοι έβλεπαν νεράιδες να χορεύουν στα αλώνια και όπου υπήρχε νερό. Έπαιρναν τη μιλιά από τους ανθρώπους και τους τρέλαιναν. Πίστευαν και στα στοιχειά, τα οποία συνήθως εμφανίζονταν με μορφή κάποιου ζώου τις νύχτες σε μέρη σκοτεινά και φόβιζαν τους ανθρώπους.

- Ορισμένοι «διάβαζαν» το μέλλον στο κόκαλο της πλάτης του αρνιού που έσφαζαν το Πάσχα (πλατομαντεία).

 

Για την πρόγνωση του καιρού πίστευαν πως:

- Όταν συννεφιάζει πάνω στον πάγο, προβλέπεται βαρυχειμωνιά

- Όταν τινιάζεται η γίδα ή το πρόβατο ή βήχουν, έρχεται χειμώνας

- Κατά το σημείο που νίβεται η γάτα με το πόδι της, από εκει θα αρχίσει να φυσάει

- Άμα κυλιέται το σκυλί στο χώμα το χειμώνα θα ακολουθήσει βαρυχειμωνιά

- Μόλις πέφτει ο ήλιος με ξαστεριά η άλλη μέρα θα είναι ηλιόλουστη

- Όταν τα γιδοπρόβατα τρώνε με όρεξη αποβραδίς, καταλαβαίνουν χειμώνα

- Όταν τα σπουργίτια ζητάνε βιαστικά την τροφή τους στο χώμα και δεν τρέχουν στα κλαριά έχουμε χειμώνα

- Όταν η πούλια βασιλέψει στις 5 του Δεκέμβρη με συννεφάκια, θάχουμε βαρυχειμωνιά και αν βασιλέψει με ξαστεριά, θάχουμε ήπιο χειμώνα

- Όταν τα κουνούπια πετούν μαζεμένα το χειμώνα, θάχουμε καλό καιρό

                                                                       Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

             ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ   ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ    ΜΙΑΣ   ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ       Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,   ξενητεύτηκε και έζη...