Σάββατο 6 Αυγούστου 2022

 

                Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΟΥΛΑΡΙΩΝ ΣΑΝ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

 

Τα γαϊδουρομούλαρα ανέκαθεν αποτελούσαν τα μοναδικά μεταφορικά μέσα των νοικοκυραίων του χωριού, αφού για δεκαετίες ολόκληρες δεν υπήρχε οδική επικοινωνία του χωριού με την γύρω περιοχή ούτε συγκοινωνία και αυτοκίνητα, παρά μόνο το τραίνο. Μόνο «ημιονικοί» κακοτράχαλοι δρόμοι υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή του χωριού. Κάθε νοικοκυριό είχε στην ιδιοκτησία του συνήθως δύο μεγάλα ζώα, άλογα ή μουλάρια που χρησιμοποιούσε για μεταφορές, το όργωμα και το αλώνισμα, καθώς και ένα γαϊδουράκι, το «βασταγό», για να καλύπτει τις μικρές μεταφορικές του ανάγκες μέσα στο χωριό.Ορισμένοι μάλιστα το «βασταγό» το χρησιμοποιούσαν για να το «καβαλάνε» και να  τους μεταφέρει από τις  μακρινές συνοικίες του χωριού στην «αγορά» και στα καταστήματα του χωριού, αφού δεν μπορούσαν, λόγω ηλικίας, να καλύψουν τις αποστάσεις με τα πόδια.

Η αγορά ενός ζώου της κατηγορίας αυτής ήταν σοβαρή και δύσκολη υπόθεση για τον ενδιαφερόμενο, καθόσον απαιτούσε αρκετά χρήματα, ενώ η μελλοντική συμπεριφορά του ζώου ήταν καθοριστική γι΄αυτόν και την οικογένειά του. Είναι πολύ πιο εύκολο να αγοράσει σήμερα ένας αγρότης αγροτικό αυτοκίνητο, σε σχέση με αυτόν της εποχής του 1950 που αποφάσιζε να αγοράσει γαϊδουρομούλαρο. Τα ζώα αγόραζαν στο πανηγύρι της Επισκοπής και από γυρολόγους τσαμπάσηδες*. Ξακουστοί τσαμπάσηδες ήταν οι Δολιανίτες που γυρνούσανε σχεδόν όλη την Πελοπόννησο και κάνανε αγοραπωλησίες ζώων.

Όταν έρχονταν ο τσαμπάσης στο χωριό πήγαινε μπροστά καβάλα στο καλύτερο άλογό του, που το είχε στολίσει με χαϊμαλιά, χάντρες και άλλα πλουμίδια, ενώ πίσω ακολουθούσαν δεμένα το ένα πίσω από το άλλο ακόμη και δέκα αλογομούλαρα. Στο τέλος της αλογοσειράς ακολουθούσαν ελεύθερα τα «πουλάρια*» των ζώων. Έδενε τα ζώα του στα χωράφια, πλησίον της αγοράς του χωριού και καθόταν να πιεί τον καφέ του στο διπλανό καφενείο, φροντίζοντας όμως να έχει οπτική επαφή με αυτά. Πλησίαζαν τον τσαμπάση οι ενδιαφερόμενοι χωριανοί και είτε έκαναν «τράμπα», δηλαδή ανταλλαγή του ζώου που κατείχαν με άλλο ζώο που είχε φέρει ο τσαμπάσης, είτε διάλεγαν ένα από τα ζώα του με πληρωμή. Πριν πάρει το ζώο ο ενδιαφερόμενος το εξέταζε κοιτάζοντάς συνήθως στα δόντια, για να διαπιστώσει περίπου την ηλικία του, το πήγαινε μια βόλτα μαζί με τον τσαμπάση για να το ελέγξει μήπως ήταν κουτσό ή «φοβόταν τον ίσκιο του», ο δε τσαμπάσης του σήκωνε ένα - ένα τα πόδια του για να αποδείξει στον αγοραστή ότι δεν ήταν «τσινιάρικο» και δεν είχε επικίνδυνη συμπεριφορά γενικότερα.

 Τα ζώα αυτά αποτελούσαν για το κάθε νοικοκυριό τον απαραίτητο και μοναδικό σύντροφο και βοηθό τους. Οι νοικοκυραίοι τα θεωρούσαν ότι αποτελούσαν μέλη της οικογένειάς τους. Φρόντιζαν για την συντήρησή τους καθημερινά, για το φαγητό τους και για το πότισμά τους. Η πρώτη τους δουλειά κάθε πρωί που ξυπνούσαν ήταν να τα «παχνίσουν». Να ρίξουν δηλαδή στο παχνί* του κάθε ζώου την ταγή* του, άχυρο, σανό και λίγο κριθάρι.

Ακόμη φρόντιζαν για το πετάλωμά τους και για την καλή κατασκευή των σαμαριών τους, ώστε να είναι άνετα στην ράχη τους. Μεριμνούσαν για τον άνετο σταυλισμό τους και την συχνή απομάκρυνση της φουσκής*από το σταύλο. Πρόσεχαν πολύ όταν τα έδεναν στο παχνί ή στο χωράφι να μην «σχοινιαστούν», δηλαδή να μην διπλωθούν, ιδιαίτερα στο λαιμό τους, το καπιστρόσκoινο ή η τριχιά που ήταν δεμένα γιατί όταν διπλώνονταν, στην προσπάθειά τους να απελευθερωθούν, έβαζαν όλη τη δύναμή τους με αποτέλεσμα να σφίγγουν τα σχοινιά και τελικά να πάθουν ασφυξία και να πεθάνουν. Τα ζώα χρησιμοποιούντο για την μεταφορά των ίδιων και των μελών της οικογενείας τους στα χωράφια, των χρειωδών για την καλλιέργεια των τελευταίων (λιπάσματα, φουσκιά, τα απαραίτητα εργαλεία για το όργωμα κλπ.) αλλά, το σημαντικότερο, για την μεταφορά τους στο χωριό της καταγωγής τους, το Καστρί, που απείχε από την Μάσκλινα, μέσω Λαγκάδας και Δραγουνιού, πέντε περίπου ώρες.

     Τα γαϊδουρομούλαρα  χρησιμοποιούσαν και για να μεταφέρονται από το Καστρί στα καμποχώρια του Άργους, απόσταση που κάλυπταν σε δέκα ώρες περίπου, όταν πήγαιναν εργάτες για το θερισμό των δημητριακών του κάμπου. Πολλές φορές ταξίδευαν ακόμη και τις ασέληνες νύχτες, στο καταχείμωνο, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, εμπιστευόμενοι τα ζώα τους αφού μόνον αυτά «έβλεπαν» το δρόμο. Είχαν για συντροφιά στα ταξίδια τους μόνο τον ήχο του κουδουνιού του ζώου που ήταν κρεμασμένο στο λαιμό του.

Πολλοί Μασκλινιώτες ήταν και αγωγιάτες. Φόρτωναν στα ζώα τους τα εμπορεύματα και τους ταχυδρομικούς σάκους, που μετέφερε το τραίνο μέχρι το χωριό και τα διακινούσαν έναντι αμοιβής, με «αγώι», σε ολόκληρη την περιοχή τη ορεινής Κυνουρίας, έχοντας την αποκλειστικότητα της μεταφοράς, αφού το οδικό δίκτυο στην περιοχή ήταν ανύπαρκτο. Eπίσης παραλάμβαναν από το σταθμό του τραίνου τους ταξιδιώτες μαζί με τις αποσκευές τους, που προήρχοντο από τις μεγάλες πόλεις και το εξωτερικό, τους «μπρούκληδες», και τους μετέφεραν, έναντι αμοιβής, στους τόπους καταγωγής τους. Καβαλούσε ο ταξιδιώτης στο μουλάρι που οδηγούσε ο αγωγιάτης, ενώ σε άλλο μουλάρι φόρτωναν τις αποσκευές του. Επομένως τα ζώα τους ήταν άκρως απαραίτητα.

Μετέφεραν επίσης με τα ζώα από το σταθμό του τραίνου στα σπίτια τους όλα τα εμπορεύματα, τα υλικά οικοδομών (τούβλα, κεραμίδια, είδη υγιεινής κλπ), τα αδρανή υλικά (άμμο, χαλίκι, τσιμέντο κλπ.) που είχαν προμηθευτεί από την Τρίπολη και τα είχαν προωθήσει μέχρι εκεί σιδηροδρομικώς.

Μετέφεραν ακόμη από περιοχές εκτός του χωριού ασπρόχωμα, που χρησιμοποιείτο για το κτίσιμο των πέτρινων οικοδομών και την επίστρωση της στέγης των σπιτιών τους, ενώ από τους γειτονικούς χειμμάρους, όπου υπάρχουν αμμοαποθέσεις, άμμο για άλλες οικοδομικές χρήσεις. Φόρτωναν στα ζώα τους το σιτάρι και το πήγαιναν για να το αλέσουν στο γειτονικό χωριό Παρθένι, που υπήρχε κυλινδρόμυλος. Μετέφεραν από τα αμπέλια στους λινούς μέσα σε μεγάλα καλάθια, τους «τριατικούς» ή σε «βούτες» τα σταφύλια για να τα κάνουν μούστο. Τέλος στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στον Κοκκινόβραχο αλλά και στα τοπικά πανηγύρια μετέβαιναν καβάλα στα ζώα τους, στρώνοντας πάνω στα σαμάρια «χράμια» και σεντόνια, για να μην λερώσουν τα γιορτινά τους ρούχα.

Ο νοικοκύρης όταν ήθελε να μεταφέρει ο,τιδήποτε με το μουλάρι έπρεπε πρώτα από όλα να το σαμαρώσει, δηλαδή να βάλει το σαμάρι στην πλάτη του ζώου και να περάσει μέσα από τα «μπαλντούμια» την ουρά του. Ύστερα έδενε το σαμάρι με ένα λουρί, την «ίγκλα», που ήταν δεμένη σταθερά στα δεξιά παΐδια του σαμαριού. Αφού την περνούσε κάτω από την κοιλιά του ζώου την έδενε στην υποδοχή που υπήρχε στα αριστερά παΐδια του σαμαριού σφίγγοντας έτσι το σαμάρι στην πλάτη του ζώου. Εάν επρόκειτο να μεταφέρει πράγματα σε ανηφόρα, ξεδίπλωνε και ένα δερμάτινο λουρί, την «μπροστελίνα», που ήταν δεμένη από την μία άκρη της στην δεξιά μεριά του σαμαριού, την περνούσε κάτω από λαιμό του ζώου και έδενε την άλλη άκρη της στην αριστερή μεριά του. Αυτό το λουρί εμπόδιζε το σαμάρι να φύγει από την πλάτη του ζώου προς τα καπούλια του, όταν το ζώο ανέβαινε την ανηφόρα φορτωμένο. Τελευταία στο πιστάρι του σαμαριού περνούσε την τριχιά. Αυτή ήταν τρίχινο σκοινί περίπου δέκα μέτρων μοιρασμένο στην μέση που κρεμούσε σε δύο κουλούρες δεξιά και αριστερά του πισταριού. Έτσι ο νοικοκύρης σαμάρωνε τα ζώα του.

Όταν επρόκειτο να φορτώσει τσουβάλια με ελιές, σιτάρι, κριθάρι για να τα μεταφέρει με τα ζώα του όπου ήταν αναγκαίο, έβαζε τα δύο γεμάτα τσουβάλια, βάρους σαράντα κιλών το πολύ, αντικρυστά να απέχουν περίπου ένα μέτρο μεταξύ τους. Τραβούσε από το καπίστρι το ζώο και το οδηγούσε να σταθεί ανάμεσα στα τσουβάλια. Έλυνε τις κουλούρες την τριχιά από το ένα και το άλλο μέρος του σαμαριού και τις κρεμούσε στο μπροστάρι, ώστε να σχηματίζει το κάθε κομμάτι της τριχιάς μια μεγάλη καμπύλη υποδοχής του φορτίου. Ακολούθως έπαιρνε στην αγκαλιά του το γεμάτο τσουβάλι και το έριχνε επάνω στο σαμάρι του ζώου ενώ αμέσως μετά το ελεύθερο μέρος της τριχιάς που κρεμόταν από το μπροστάρι, το περνούσε μέσα από την καμπύλη υποδοχής, κάνοντας έτσι θηλιά την τριχιά με την καμπύλη που είχε σχηματιστεί και έδενε την τριχιά στο κλωτσάκι του πισταριού.

Για να μην γυρίσει το σαμάρι από το βάρος του τσουβαλιού και «ξεσαμαρίσει» το ζώο, στήριζε το τσουβάλι από το κάτω μέρος του με ένα ξύλο μήκους περίπου ενός μέτρου, ανάλογα με το ύψος του ζώου, την «φορτωτήρα». Άλλες φορές τον ρόλο της φορτωτήρας έπαιζε η κυρά του, που τον βοηθούσε στην φόρτωση του ζώου. Ύστερα πήγαινε από την άλλη μεριά που υπήρχε το άλλο τσουβάλι, το σήκωνε και το έριχνε και αυτό επάνω στο σαμάρι του ζώου, ακολουθώντας ακριβώς την ίδια διαδικασία που περιγράψαμε παραπάνω. Το ζώο κατά την διαδικασία της φόρτωσης είτε ήταν δεμένο σε σταθερό σημείο, είτε το κρατούσε από το καπίστρι η κυρά του.

Όταν ο νοικοκύρης ήθελε να φορτώσει ξύλα και να τα μεταφέρει από το χωράφι στο σπίτι, έπαιρνε λίγα - λίγα τα τεμαχισμένα ξύλα στην αγκαλιά του, και αφού τα τοποθετούσε οριζόντια με το έδαφος από την μια μεριά στο σαμάρι του ζώου, τα έδενε με την τριχιά σφιχτά πάνω σε αυτό. Ακολούθως πήγαινε από την άλλη μεριά και έδενε πάνω στο σαμάρι με την τριχιά, άλλη μια αγκαλιά ξύλα, φροντίζοντας το βάρος τους να είναι περίπου το ίδιο και από τις δύο πλευρές του σαμαριού, για να μην γυρίσει κατά την μεταφορά δεξιά ή αριστερά το σαμάρι από την πλάτη του ζώου και τα «ξεσαμαρίσει». Έτσι φόρτωνε στα ζώα τα ξύλα και υπολόγιζε όμως το συνολικό βάρος του φορτίου να μην υπερβαίνει τα ογδόντα κιλά, ιδιαίτερα εάν επρόκειτο τα φορτωμένα ζώα να διασχίσουν ανηφορικούς δρόμου

 Τη μεταφορά των ανθρώπων με τα μουλάρια τις έλεγαν «καβάλες». Υπήρχαν διάφοροι  τρόποι που ανέβαιναν πάνω στα ζώα. Στα γαϊδούρια που δεν είχαν μεγάλο ύψος πιάνονταν από τις δύο άκρες του σαμαριού του ζώου ,από το μπροστάρι και το πιστάρι, και με ένα άλμα, το «σάλτο», ανέβαιναν και κάθονταν πάνω στο σαμάρι. Στα μουλάρια που ήταν ψηλότερα τα τραβούσαν από το καπίστρι κοντά στις ξερολιθιές  και αφού σκαρφάλωναν πάνω σε αυτές πηδούσαν από εκεί και κάθονταν πάνω στο σαμάρι του ζώου, ενώ κρατούσαν σφιχτά το καπίστρι να μην μετακινηθεί το ζώο να μην απομακρυνθεί από τον λιθοσωρό.Στις αυλές των σπιτιών μάλιστα  είχαν χτίσει με πέτρες σε μια γωνιά ένα μικρό χαμηλό ορθογώνιο κτίσμα,που ανέβαιναν επάνω και από εκεί καβαλούσαν στα ζώα τους. Τα ζώα,συνήθως τα άλογα,είχαν κρεμασμένους στα πλάγια του σαμαριού αναβατήρες. Αυτοί ήταν σιδερένιοι και τοξωτοί με πλατιά βάση. Κρέμονταν με δερμάτινους ιμάντες αριστερά και δεξιά του σαμαριού. Οι αναβάτες σήκωναν το ένα πόδι και με το πέλμα πατούσαν στον αναβατήρα.Ταυτόχρονα πιάνονταν από σαμάρι του ζώου, με ένα σάλτο ανέβαιναν πάνω στο σαμάρι. Για να καβαλάνε στα άλογα  ορισμένοι χρησιμοποιούσαν τη σέλα. Αυτή αντικαθιστούσε το σαμάρι και ήταν μικρότερη σε μέγεθος και δερμάτινη.

Πάνω στο σαμάρι του ζώου ο αναβάτης κάθονταν «γυναικεία» ή «αντρικά». Στην πρώτη περίπτωση κάθονταν πάνω στο σαμάρι, έχοντας κρεμάσει και τα δύο πόδια τους από το ένα μέρος του σαμαριού. Στη δεύτερη περίπτωση κάθονταν πάνω στο σαμάρι με ανοιχτά τα σκέλη, έχοντας κρεμάσει τα πόδια τους αριστερά και δεξιά του σαμαριού. Ο δεύτερος τρόπος ήταν πολύ πιο ασφαλής από τον πρώτο, γιατί παρείχε στον αναβάτη περισσότερη σταθερότητα.Αυτόν τον τρόπο προτιμούσαν  οι αναβάτες, όταν τα ζώα τους πήγαιναν με γρήγορο βήμα ή με μικρά άλματα, δηλαδή «κάλπαζαν» όπως έλεγαν οι χωριανοί, για να συντομέψουν χρονικά τις μεγάλες αποστάσεις  που διάνυαν.Για να μην γίνεται κουραστική η παραμονή του αναβάτη πάνω στο σαμάρι το έστρωναν πολλές φορές με κουβέρτες ή φλοκάτες. Θυμάμαι τον αείμνηστο  αγροτικό γιατρό του χωριού το Γιαννάκο (Παναγάκο) που καβαλούσε «αντρικά» το μουλάρι και καθόταν αναπαυτικά πάνω στην κόκκινη φλοκάτη,όταν τα πρωϊνά περνούσε μπροστά από το σπίτι μας, για να μεταβεί στα γύρω χωριά (Αη Γιώργη, Ντουμινά κλπ) και να προσφέρει τις ιατρικές υπηρεσίες του στους κατοίκους τους.

Πολλές φορές οι χωριανοί όταν γυρνούσαν από το χωράφι,έσφιγγαν την ίγκλα του σαμαριού του ζώου τους,για να μην γυρίσει το σαμάρι στην κοιλιά του και «ξεσαμαρίσει». ‘Υστερα   φόρτωναν από την μια μεριά, συνήθως από το αριστερό μέρος, λίγα κλαριά για τις γίδες ή ένα μικρό τσουβάλι με προϊόντα του χωραφιού ή του περιβολιού τους (πατάτες, αμύγδαλα, ελιές κλπ) .Ανέβαιναν και αυτοί  «γυναικεία» πάνω στο σαμάρι,χρησιμοποιώντας τον εαυτό τους σαν αντίβαρο στο δεξί μέρος του σαμαριού και γύριζαν καβάλα στο σπίτι τους.

Στα γαϊδουρομούλαρα κρεμούσαν στο λαιμό τους με αλυσίδα ή με δερμάτινο ιμάντα το κουδούνι.Αυτό ήταν μεταλλικό σε σχήμα κώνου και από την κορυφή του κώνου στο εσωτερικό του κρεμόταν ένα μικρό βαρίδι, η γλώσσα του. Καθώς αιωρείτο με την κίνηση του ζώου, κτυπούσε ακουμπώντας στην εξωτερική  μεταλλική επιφάνεια του κουδουνιού και ο ήχος του ήταν διαπεραστικός αλλά γλυκός. Χρησίμευε για την αναγνώριση του ζώου από απόσταση με τον ήχο του.Υπήρχαν κουδούνια διαφόρων μεγεθών.Στα μουλάρια και τα γαϊδούρια κρεμούσαν μικρά κωνικά κουδούνια ή σφαιρικά τα «ρογκοβίλια».Τα σφαιρικά είχαν και αυτά στο εσωτερικό τους ένα μικρό σφαιρίδιο που καθώς  κυλούσε στο εσωτερικό του σφαιρικού κουδουνιού, το κουδούνι έβγαζε γλυκόηχα κουδουνίσματα.Οι τσαμπάσηδες στο άλογο που τους μετέφερε και οδηγούσε το κομβόϊ των ζώων που εμπορεύονταν,  κρεμούσαν στο λαιμό τους σε δερμάτινη λωρίδα εκτός από τα φυλαχτά και τις σειρές με τα  ρογκοβίλια και  μεγάλη κουδούνα.Θυμάμαι τα καλοκαίρια τον ήχο του κουδουνιού του μουλαριού μας, της «ρούσας», που ακουγόταν μέχρι το σπίτι μας, όταν ο αείμνηστος πατέρας μου γύριζε από χωράφι και ξαγνάνταγε* από τα αμπέλια στην κορυφή τον ανηφοριά, απέναντι από το χωριό.    

    Όταν τα ζώα  γερνούσαν «έσφιγγαν την καρδιά τους» οι ιδιοκτήτες τους και τα έδεναν σε μια ερημική τοποθεσία μέχρι να πεθάνουν. Άλλοι χρησιμοποιώντας την μέθοδο της ευθανασίας τα εκτελούσαν εκεί με το δίκανο. Όσοι δεν άντεχαν αυτή την οδυνηρή για όλη την οικογένεια διαδικασία τα πουλούσαν στους τσαμπάσηδες ή στους γύφτους που περνούσαν από το χωριό. Σήμερα όλα αυτά αποτελούν πιά παρελθόν. Δεν υπάρχουν σήμερα στο χωριό γαϊδουρομούλαρα και αποτελούν πιά μια ζωηρή νοσταλγική ανάμνηση. Όλα εξαφανίστηκαν μαζί με τους παλιούς ιδιοκτήτες τους. Κάποιο γαϊδουράκι και δύο αλογάκια που κυκλοφορούν ακόμη στο χωριό αποτελούν, ιδιαίτερα για την σημερινή νεολαία, απλά αξιοθέατα. Μετά την διάνοιξη αγροτικών δρόμων προς όλες τις κατευθύνσεις των χωραφιών του χωριού αλλά και του οδικού δικτύου που συνδέει το χωριό με την γύρω περιοχή, το αυτοκίνητο έχει εκτοπίσει εντελώς το ζωϊκό μεταφορικό κεφάλαιο του χωριού και αποτελεί σήμερα το κυριότερο μεταφορικό μέσο ανθρώπων και εμπορευμάτων. Κάθε νοικοκυριό διαθέτει τουλάχιστον ένα μικρό φορτηγό «αγροτικό» αυτοκίνητο, ενώ ορισμένα έχουν στην κατοχή τους και επιβατηγά αυτοκίνητα.

                                                                        Γ.Σκλημπόσιος- Μακλινιώτης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

    ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Τα χάνια δεν είναι δημιούργημα των νεωτέρων χρόνων αλλά ανάγονται στους αρχαίους χρόνους...