ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΤΩΝ ΜΑΣΚΛΙΝΕΩΝ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Στο μοναστήρι του
Τιμίου Προδρόμου στον κοκκινόβραχο ανέκαθεν μετέβαιναν για προσκύνημα κάθε
χρόνο πολλοί Μασκλινιώτες, τις παραμονές στις 29 Αυγούστου, ημέρα που τιμάται ο
αποκεφαλισμός του και στις 6 του Σεπτέμβρη, στα εννιάμερα από τη θανάτωσή του,
τιμώντας έτσι την μνήμη του Αγίου. Από άλλα χωριά της περιοχής έρχονταν επίσης
στο μοναστήρι προσκυνητές και στις 14 του Σεπτέμβρη για να τιμήσουν τον Άγιο. Άλλοι
μετέβαιναν στο μοναστήρι για να βαφτίσουν τα παιδιά τους, που τα είχαν «τάξει»
στον ΑηΓιάννη τον Πρόδρομο.
Ξεκινούσαν καβάλα σε
γαϊδούρια ή μουλάρια, ακόμη και με τα πόδια, γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα,
ξημερώνοντας παραμονή από τη Μάσκλινα παρέες- παρέες. Είχαν φορτώσει στα
ζωντανά τους τα ταγάρια τους με την ξηρή τροφή (αυγά, ψωμί, τυρί, ελιές κλπ.)
για να περάσουν την μέρα τους και πάνω στα σαμάρια τους είχαν στρωμένες
κουβέρτες υφαντές και πάνω τους σεντόνια για να κάθονται στο σαμάρι αναπαυτικά
κατά την διαδρομή, αλλά και να τις χρησιμοποιήσουν για να καθήσουν και να
κοιμηθούν πάνω τους, κατά την διαμονή τους στο μοναστήρι. Όσοι είχαν «τάξει» τα
μωρά τους να τα βαφτίσουν στο μοναστήρι, τα μετέφεραν συνήθως οι μητέρες τους
μέσα στα πάνινα φορητά κρεβατάκια, τις «νάκες», που τους ιμάντες τους είχαν
περάσει στον ώμο τους.
Αφού περνούσαν το
βαγιόρεμα, άλλοτε καβάλα στα ζώα τους και άλλοτε πεζοπορώντας, έφταναν απέναντι
στην περιοχή του οικισμού του Αϊ Γιώργη και κατέβαιναν στην συνέχεια προς το
φαράγγι του Τάνου. Από εκεί άλλοι περνούσαν την τσιμεντένια γέφυρα που δένει
τις δύο όχθες του ποταμιού και συνέχιζαν από τον αμαξόδρομο, μέσω Γαλτενάς, ενώ
άλλοι, οι πιο θαρρετοί, διέσχιζαν το φαράγγι σε μεγάλη απόσταση, μέσα από την
κοίτη του ποταμιού. Επειδή η κοίτη ήταν κατάφυτη από δάφνες, που τα φύλλα τους
περιέχουν μια πολύ πικρή ουσία, βλαβερή για τα ζώα, ξεκαβαλούσαν και τους
φορούσαν στις μουσούδες τους ειδικά συρμάτινα μέσα προφύλαξης, τις «πόχες», για
να μην μπορούν τα ζώα να ανοίξουν το στόμα τους και να δαγκώσουν φύλλα δάφνης
κατά την διαδρομή. Όταν έφταναν στο «γεφύρι της καλογερόλακας» είχε πιά
ξημερώσει. Στο σημείο εκείνο συναντούσαν και τους άλλους συγχωριανούς τους που
πήγαιναν μέσω Γαλτενάς αλλά και άλλους προσκυνητές που έρχονταν οδοιπορώντας
από τα χωριά της βορειοανατολικής Κυνουρίας και της δυτικής Αργολίδας. Από εκεί αρχίζει να φαίνεται το μοναστήρι, σκαρφαλωμένο στον κοκκινόβραχο.
Μετά από λίγη ώρα όλοι μαζί έφταναν στη
βάση του βράχου, που είναι σκαρφαλωμένο το μοναστήρι. Πότιζαν τα ζώα τους στη
μικρή τεχνιτή λιμνούλα του νερού που σχημάτιζε η μικρή πηγή στο σημείο εκείνο
και ξεκαβαλώντας άρχιζαν να ανεβαίνουν σιγά – σιγά, τραβώντας τα ζώα τους, το
δύσκολο, στενό και ανηφορικό μονοπάτι, που οδηγούσε στο μοναστήρι. Μετά από ένα
εικοσάλεπτο επικίνδυνης διαδρομής, έφταναν στο πλάτωμα, στα ερείπια του
παρεκκλησιού του Αϊ Γιώργη, που παλιότερα ήταν νεκροταφείο των μοναχών του
μοναστηριού. Από εκεί και πάνω ο δρόμος γινόταν πιο φαρδύς και ομαλός.
Περνούσαν και τις πρόχειρες ταβέρνες που είχαν στήσει για το πανηγύρι κάτοικοι
από τα γύρω χωριά και έφταναν στο αλώνι του μοναστηριού, κάτω ακριβώς από την
είσοδό του.
Εκεί, αφού τακτοποιούσαν
τα ζώα τους, φορτωμένοι τα ταγάρια με τα τρόφιμα, τις κουβέρτες τους και
απαραίτητα το «τάμα» τους, δηλαδή την λαμπάδα μέχρι το μπόι τους, άρχιζαν να
ανεβαίνουν το μονοπάτι που οδηγούσε στο μοναστήρι. Άλλοι έσερναν από το σκοινί
μια γίδα ή μια προβατίνα που είχαν «τάξει» στον Άγιο τις δύσκολες στιγμές της
ζωής τους. Φτάνοντας στην είσοδο του μοναστηριού και πριν το πέρασμα της βαριάς
του αυλόπορτας οι προσκυνητές έπαιρναν μια ανάσα στο φαρδύ πλατύσκαλο,
ατενίζοντας ταυτόχρονα το χάος που προξενεί ίλιγγο και αγναντεύοντας από ψηλά
στην απέναντι όχθη του Τάνου το γειτονικό χωριό Τσερβάσι και δεξιά κάτω την
κοιλάδα του ποταμιού με τα βαθύσκια πλατάνια. Δεν τολμούσαν όμως να πλησιάσουν
στην άκρη του γκρεμού, γιατί ο φόβος του έκοβε τα γόνατα.
Αλλά η ψυχή τους
μαλάκωνε από το φόβο, όταν διάβαζαν το κομμάτι από τo βιβλίο της «Γεννέσεως»
της παλαιάς Διαθήκης που είναι σκαλισμένο στο μαρμαρένιο ανώφλι της αυλόπορτας:
«Ως φοβερός ο τόπος ουκ έστι τούτο, αλλά ή οίκος του Θεού, και αυτή η πύλη του
ουρανού» που σημαίνει ότι: Πόσο είναι φοβερός ο τόπος αυτός! Δεν είναι όμως
αυτό, αλλά είναι ο οίκος του Θεού και η ουράνια πύλη. Ορισμένοι προσκυνητές
ξεκινούσαν από τις πρόχειρες ταβέρνες και ανέβαιναν το κακοτράχαλο καλντερίμι ξυπόλυτοι
ενώ άλλοι στα γόνατα, ανάλογα πως είχαν «τάξει» στον Άγιο, να φτάσουν μέχρι την
εκκλησία, για να αφιερώσουν το «τάμα» τους και να προσκυνήσουν την θαυματουργή
εικόνα του.
Αφού άναβαν τη λαμπάδα
τους και προσκυνούσαν την εικόνα του Αγίου στην εκκλησία, ανέβαιναν στους
εξώστες του μοναστηριού και έβρισκαν μια γωνιά για να καταλύσουν. Η αυλή, τα
μπαλκόνια, οι ταράτσες και τα λίγα κελιά που υπήρχαν ήταν γεμάτα κόσμο. Άλλοι
έστρωναν για φαγητό και για ύπνο πάνω σε υφαντές μπαντανίες και σε βελέντζες κατάχαμα,
ενώ άλλοι κρέμονταν σαν σταφύλια από τα κάγκελα των μπαλκονιών του μοναστηριού.
Από εκεί θαύμαζαν τη θέα που είναι μοναδική. Κάτω από τα πόδια τους στο βάθος
του αβυσαλέου ύψους αγνάντευαν την κοίτη του Τάνου πνιγμένη στα πλατάνια και
τις ολάνθιστες πικροδάφνες. Πιό πέρα την Περδικόβρυση με τα κατάλευκα σπιτάκια
της και αριστερά τα Καστριτοχώρια, χωμένα και αυτά μέσα στο πράσινο. Δεξιά
έβλεπαν στο βάθος τα κορφοβούνια του Αχλαδόκαμπου, ενώ παρακολουθούσαν τα
τεκτενόμενα στην μικρή αυλή του μοναστηριού. Ολόκληρο το υπόλοιπο πρωινό κατέβαιναν
κάτω στις ταβέρνες και στη μικρή αγορά που είχαν δημιουργήσει οι πλανόδιοι
μικροπωλητές, με τις πραμμάτειες τους απλωμένες πάνω σε πρόχειρους πάγκους ή
ράντζα εκστρατείας. Παραπέρα υπήρχαν επτά φούρνοι που τις ημέρες της γιορτής
του Αγίου έκαιγαν όλο το εικοσιτετράωρο. Κάτω από τους φούρνους και το δρόμο οι
χασάπηδες είχαν δεμένα ζωντανά γκιόσες και βεργάδια. Οι οικογένειες που
βάφτιζαν τα παιδιά τους για να γιορτάσουν το γεγονός αλλά και άλλες παρέες
ομοχωρίων διάλεγαν ένα σφαχτό και αφού το έσφαζε ο χασάπης επί τόπου το πέρναγε
στη σούβλα και το έδινε στον υπεύθυνο των φούρνων για ψήσιμο. Μετά από λίγες
ώρες το σφαχτό ήταν ήδη ψημένο. Το παραλάμβαναν δύο άντρες της οικογένειας, αφού
πλήρωναν τα «ψηστικά» στον φούρναρη και το μετέφεραν κρατώντας τις δύο άκρες
της σούβλας, μέχρι το μοναστήρι. Το απόγευμα βάφτιζαν ομαδικά τα παιδιά τους
που είχαν «τάξει» στην χάρη Του στο βαφτιστήρι του μοναστηριού, ένα μικρό
δωμάτιο πάνω στην οροφή του καθολικού, δίπλα στην πόρτα της εισόδου της σπηλιάς.Τα
αγόρια βαφτίζονταν ομαδικά στο ίδιο νερό της κολυμπίθρας και σε άλλο νερό τα
κορίτσια. Επίσης πολλοί από τους προσκυνητές δεν παρέλειπαν να επισκεφτούν το
παλιό ασκηταριό που είναι σκαρφαλωμένο σε ένα κοίλωμα βράχου λίγο πιο έξω από
την κύρια είσοδο του μοναστηριού.
Άλλοι ζητούσαν την
άδεια από τον ηγούμενο του μοναστηριού, τον παπαΧριστόφορο Διαμαντάκο και
επισκέπτονταν την σπηλιά που ξανοίγεται πάνω από τη στέγη του καθολικού του
μοναστηριού και χρησιμοποιείτο εκείνες τις εποχές για την διατήρηση των
τροφίμων που προορίζοντο για τις διατροφικές ανάγκες των μοναχών. Στο εσωτερικό
της σπηλιάς οι πρόσφατες ανασκαφές που έγιναν εκεί έφεραν στο φως ανθρώπινα
οστά και κρανία, υπολείμματα παλιών ταραγμένων εποχών, αφού, όπως προαναφέρθηκε,
το μοναστήρι φιλοξένησε κατά καιρούς γυναικόπαιδα και αγωνιστές υπερασπιστές
του.
Το βράδυ
παρακολουθούσαν οι προσκυνητές τον εσπερινό, που γινόταν πάνω στην ταράτσα του
ισογείου αρχονταρικιού, που κατεδαφίστηκε κατά την πρόσφατη ανακαίνιση του
μοναστηριού, κάτω από το φως της μοναδικής βενζινόλαμπας (LUX)
και τον τελούσε ο παπαΧριστόφορος με άλλους ιερείς από τα γειτονικά χωριά. Μετά
το τέλος του εσπερινού έτρωγαν πρόχειρα τα βρισκούμενα και έπεφταν για ύπνο.
Κατά τις τρεις η ώρα τα ξημερώματα σηκώνονταν και παρακολουθούσαν την Θεία
Λειτουργία, που άρχιζε εκείνη την ώρα. Αφού κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων,
μετά το τέλος της λειτουργίας, άρχιζαν να προετοιμάζονται για την επιστροφή,
πριν καλά -καλά βγει ο ήλιος και ζεστάνει την ημέρα. Ξεκινούσαν πάλι, ετοίμαζαν
τα ζώα τους, φόρτωναν τα πράγματά τους πάνω τους και παρέες - παρέες έπαιρναν
το δρόμο της επιστροφής για τη Μάσκλινα, κάνοντας ακριβώς το ίδιο δρομολόγιο
αντίστροφα.
Τώρα πια οι
Μασκλινιώτες, τηρώντας ακόμα και σήμερα το έθιμο, εξακολουθούν να μεταβαίνουν κάθε
χρόνο για να τιμήσουν την μνήμη του Αγίου με τα αυτοκίνητα, αφού ο δρόμος προς
το μοναστήρι είναι ασφαλτοστρωμένος. Όμως έχουν εκλείψει οριστικά οι εικόνες
από το πολύβουο πανηγύρι που γινόταν κάτω από τους βράχους του Κοκκινόβραχου και
τις σούβλες με τα αρνιά που ψήνονταν κατά δεκάδες στους φούρνους του
μοναστηριού. Οι τελευταίοι με το πέρασμα του χρόνου κατέρρευσαν και πρόσφατα
ισοπεδώθηκαν για να γίνει εκεί χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων. Αποτελούν για τη
γενιά μας απλή μα ζωηρή ανάμνηση.
Μέχρι τελευταία οι
ευσεβείς χωριανοί μας, μέσα στα λιοστάσια τους, «έταζαν» στις δύσκολες στιγμές
της ζωής τους και αφιέρωναν ορισμένα από τα υπάρχοντα ελαιόδεντρά τους στο
μοναστήρι του Προδρόμου. Τα σταύρωναν με κόκκινη μπογιά ή σκάλιζαν στον κορμό
τους το σημείο του σταυρού και τα ονομάτιζαν «ελιές του Προδρόμου». Κάθε χρόνο
την περίοδο του ελιομαζώματος συνεργείο από κατοίκους του χωριού μάζευαν τις
ελιές από αυτά τα ελαιόδεντρα και αφού τις πήγαιναν στο λιοτρίβι, έστελναν το
λάδι στο μοναστήρι ενισχύοντάς το οικονομικά ή για να χρησιμοποιηθεί στο άναμμα
των καντηλιών του. Αλλά τώρα πια τα περισσότερα λιοστάσια, ιδαίτερα στην
περιοχή Σαμόνι, ρημάζουν ακαλλιέργητα, ενώ τα μέλη του συνεργείου έχουν φύγει
από τη ζωή, χωρίς να αφήσουν αντικαταστάτες.
Γ.Σκλημπόσιος -Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου