ΤΑ ΤΡΑΙΝΑ ΠΟΥ
ΦΥΓΑΝ………….
Αρχικά οι αμαξοστοιχίες του σιδηρόδρομου κινούντο με τις ατμομηχανές και ήταν βραδυκίνητες. Οι ατμομηχανές είχαν για καύσιμη ύλη τον γαιάνθρακα (πετροκάρβουνο) και ήταν όλες χρώματος μαύρου, για να αντέχει το χρώμα στις μουτζούρες και τους καπνούς που έβγαζαν συνεχώς από τις καμινάδες τους. Υπήρχαν οι κύριες μηχανές που βρίσκονταν στην αρχή του κάθε συρμού και τον έσερναν. Αυτές ήταν τεράστιες, σε αντίθεση με τις μικρές που τοποθετούντο στο πίσω μέρος της αμαξοστοιχίας. Έσερναν καμμιά δεκαριά επιβατικά ή φορτηγά βαγόνια πίσω τους. Ο συρμός, αψηφώντας την ανηφόρα, έφτανε αγκομαχώντας, ξεφυσώντας και σφυρίζοντας στο σταθμό του χωριού και αφού φόρτωνε ανθρώπους και εμπορεύματα, συνέχιζε το δρομολόγιό του προς Τρίπολη και Καλαμάτα. Όταν η μια ατμομηχανή δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της στην ανηφόρα προς το χωριό, περίμενε στον Αχλαδόκαμπο το συρμό μια δεύτερη μικρή ατμομηχανή, ο «Τσάνας» ή ο «Μουτζούρης» όπως τις έλεγαν, που έμπαιναν στο τέλος του συρμού και βοηθούσαν σπρώχνοντας, να βγάλει ο συρμός την ανηφόρα. Και όταν περνούσε ο συρμός από το χωριό με κατεύθυνση προς το Άργος και την Αθήνα, τότε κατηφορίζοντας ανέπτυσσε ικανοποιητική ταχύτητα, χωρίς βοηθητικές ατμομηχανές φυσικά, συντομεύοντας έτσι χρονικά το δρομολόγιό του.
Η κάθε ατμομηχανή έφερε στο μπροστινό μέρος
της μια τεράστια δεξαμενή στην οποία αποθηκευόταν το νερό. Η δεξαμενή αυτή
γέμιζε με νερό σε επιλεγμένους σταθμούς από υπερυψωμένους υδατόπυργους,
στημένους εκεί. Τέτοιοι υδατόπυργοι με παροχή νερού υπήρχαν στους γειτονικούς
σταθμούς με το χωριό μας. (Αχλαδόκαμπο, Παρθένι κλπ.) που είχαν άφθονα πηγαία
νερά. Το νερό αυτό μεταφερόταν από την δεξαμενή με ειδική αντλία στο καζάνι της
ατμομηχανής, που βρισκόταν στο κύριο μέρος της και θερμαινόμενο με πετροκάρβουνο
σε υψηλή θερμοκρασία μετατρεπόταν σε ατμό. Η κύρια μηχανή με την βοήθεια του ατμού μετέδιδε, μέσα από
ένα σύστημα εμβόλων, την κίνηση στους
τροχούς της αλλά και της έδινε την δυνατότητα να σύρει τα βαγόνια που είχαν
προσδεθεί πίσω της, γιατί δεν είχαν αυτόνομη κίνηση. Το προσωπικό της
ατμομηχανής ήταν δύο άτομα. Ο θερμαστής
και ο μηχανοδηγός. Η κύρια απασχόληση του θερμαστή ήταν να τροφοδοτεί με
νερό το καζάνι της ατμομηχανής και με κάρβουνο την εστία του, για να
μετατρέπεται σε ατμό το αποθηκευμένο νερό στο καζάνι. Ο μηχανοδηγός ήταν
επιφορτισμένος με την κίνηση της αμαξοστοιχίας καθώς και υπεύθυνος για τις ώρες
άφιξης και αναχώρησή της από τους
σταθμούς. Χειριζόταν επίσης και την σειρήνα της μηχανής που με τους συριγμούς
της προειδοποιούσε για την διέλευση, την άφιξη καθώς και την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας από τους σταθμούς.
Κάθε ατμομηχανή έσερνε πίσω της, ανάλογα με
την δύναμη της ισχύος της, επιβατικά ή φορτηγά βαγόνια και στην ουρά της ένα βαγόνι την «σκευοφόρο». Σε ένα από τα
επιβατικά βαγόνια της απογευματινής αμαξοστοιχίας, της προερχόμενης από την Αθήνα,
επέβαινε και ο εφημεριδοπώλης κουβαλώντας τον καθημερινό Αθηναϊκό τύπο. Από το
παράθυρο του βαγονιού πουλούσε τις εφημερίδες στους χωριανούς, την ώρα που
σταματούσε ο συρμός στο σταθμό, για την επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών.
Στο βαγόνι της «σκευοφόρου» φόρτωναν οι
σιδηροδρομικοί υπάλληλοι διάφορες
αποσκευές των επιβατών, που δεν ήταν δυνατή η μεταφορά τους μέσα στα επιβατικά
βαγόνια, τα ασυνόδευτα δέματα, τους ταχυδρομικούς σάκους, μέσα στους οποίους
διακινείτο όλη η αλληλογραφία των Ταχυδρομείων κλπ. Στο βαγόνι αυτό βρισκόταν
και το προσωπικό της αμαξοστοιχίας (ο προϊστάμενος του συρμού, οι τροχοπεδητές,
οι ελεγκτές εισιτηρίων κλπ.). Τα φορτηγά
βαγόνια διακρίνονταν α) σε κλειστού
τύπου που ήταν στεγασμένα με δύο μεγάλες πλαίνές συρόμενες πόρτες. Μέσα σε αυτά
φόρτωναν ευπαθή εμπορεύματα, τρόφιμα, εδώδιμα και αποικιακά, είδη οικιακής
χρήσης κλπ. β)Υπήρχαν και τα βαγόνια ανοιχτού τύπου που ήταν χωρίς οροφή και
έφεραν χαμηλές πόρτες στις πλαϊνές πλευρές τους, σε όλο τους
το μήκος. Στα βαγόνια αυτά φόρτωναν κυρίως οικοδομικά και άλλα
υλικά που δεν επιρρεάζοντο από
τις καιρικές συνθήκες (αμμοχάλικα, ξυλεία, κεραμίδια, τούβλα κλπ).3)Κυκλοφορούσαν
τέλος και τα βαγόνια μεταφοράς πετρελαίου μαζούτ, οι «πετρελαιοφόρες». Αυτά
ήταν μεγάλα σιδερένια βυτία, τοποθετημένα οριζόντια επάνω σε ειδικές
πλατυφόρμες και ακολουθούσαν συνήθως τα φορτηγά βαγόνια της αμαξοστοιχίας. Οι
ατμομηχανές αργότερα αντικαταστάθηκαν από ντιζελομηχανές που είχαν δυνατότητα
μεγαλύτερης έλξης και ανάπτυσαν μεγαλύτερες ταχύτητες.
Καθώς ανηφόριζαν οι
ατμομηχανές διασχίζοντας την πλαγιά του όρους Παρθενίου, την «Ροϊνά»
«ξερνούσαν» από τις καπνοδόχους τους πολλές φορές σπίθες και αναμμένα κάρβουνα,
που τους καλοκαιρινούς μήνες άναβαν από αυτά τα ξερά χόρτα που υπήρχαν τριγύρω,
με αποτέλεσμα να προκαλούνται πυρκαγιές στο παρακείμενο δάσος. Τότε
ειδοποιούντο οι χωριανοί με τις καμπάνες της εκκλησίας και έτρεχαν αμέσως και
αδιαμαρτύρητα όλοι σχεδόν, εφοδιασμένοι με διάφορα γεωργικά εργαλεία (φτυάρια,
πριόνια, αξίνες κλπ.) για να σβήσουν τη φωτιά, πριν πάρει διαστάσεις και
προκαλέσει ζημιές στο δάσος και στους παρακείμενους της σιδηροδρομικής γραμμής
ελαιώνες του χωριού. Σημειωτέον ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν σύγχρονα μέσα
(πυροσβεστικά οχήματα και αεροπλάνα) για την κατάσβεση των πυρκαγιών το δε
οδικό δίκτυο ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Για τον περιορισμό τους, η εταιρία των
σιδηροδρόμων κάθε άνοιξη συγκροτούσε συνεργεία για την αποψίλωση από τα χόρτα
και τους θάμνους των περιοχών κατά μήκος των
γραμμών που περνούσε το τραίνο. Το φαινόμενο αυτό εξέλιπε φυσικά
αργότερα, με την απόσυρση των ατμομηχανών και την αντικατάστασή τους με ντιζελάμαξες.
Ταυτόχρονα με τις
αμαξοστοιχίες που περιγράψαμε παραπάνω
κυκλοφορούσαν και επιβατικές αυτοκινητάμαξες τα «ωτομοτρίς».Αυτές έκαναν
τα ταξίδια πολύ πιο άνετα από τον
ατμοκίνητο σιδηρόδρομο και κινούντο με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες, μειώνοντας
έτσι τις ώρες που απαιτούσε κάθε δρομολόγιο. Πολλές φορές η αυτοκινητάμαξα
έσερνε πίσω της ένα μικρό αυτόνομο βαγόνι, τη «ρεμούλκα», πανομοιότυπο με την
αυτοκινητάμαξα που όμως δεν είχε αυτόνομη κίνηση. Η σειρήνα της κάθε αυτοκινητάμαξας είχε διαφορετικό
ήχο και όταν τις ακούγαμε, τις αναγνωρίζαμε πριν ακόμη να εμφανιστούν. Η διέλευση των
αμαξοστοιχιών και η κατεύθυνσή τους προς Αθήνα ή Καλαμάτα τις συγκεκριμένες
ώρες της ημέρας, έδειχναν την ώρα του
φαγητού ή της διακοπής της εργασίας τις απογευματινές ώρες στους εργαζόμενους
στις κοντινές περιοχές με στην σιδηροδρομική γραμμή, όπως στην περιοχή του
Σαμονιού κλπ.
Υπήρχαν πολλά δρομολόγια
τόσο ατμοκίνητων όσο και πετρελαιοκίνητων αυτοκινηταμαξών προς την Αθήνα
και την Καλαμάτα, όλο το εικοσιτετράωρο. Έρχονται στη μνήμη μας τα δύο
μεταμεσονύκτια δρομολόγια των αυτοκινηταμαξών, με διαφορά μιας ώρας περίπου,
που κινούντο προς αντίθετες κατευθύνσεις, το πρώτο προς την Αθήνα και αργότερα
το δεύτερο προς την Καλαμάτα .Αυτά αποτελούσαν για τους γονείς μας τα σημάδια, όταν
οι έγνοιες και τα προβλήματα της καθημερινότητας δεν τους άφηναν να σφαλίσουν
τα μάτια τους, πως η νύχτα κοντεύει να
τελειώσει και πρέπει να «παχνίσουν*» τα
μουλάρια τους για να σηκωθούν μετά από
λίγο να φύγουν για το χωράφι.
Γ.Σκλημπόσιος -Μασκλινιώτης