Τρίτη 3 Μαΐου 2022

 

                           ΤΟ ΟΡΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙ0 ΚΑΙ Η ΣΠΗΛΙΑ ΠΗΝΙΚΟΒΗ

 

Το όρος Παρθένιο, που στις ανατολικές υπώρειές του απλώνονται τα σπίτια του χωριού μας, εμφανίστηκε κατά την Κρητιδική περίοδο του Μεσοζωϊκού αιώνα, δηλαδή πριν από εβδομήντα εκατομμύρια χρόνια τουλάχιστον από σήμερα. Γεωγραφικά το Παρθένιο είναι μια συμπαγής και ενιαία οροσειρά, που σχηματίζει ένα είδος τεράστιου τείχους και μαζί με τα βουνά Χτενιάς, Αρτεμίσιο και Λύρκειο συμβάλλει στην σαφή οριοθέτηση του νομού Αρκαδίας από την Αργολίδα. Ο Παυσανίας προσδιορίζοντας τα ανατολικά όρια της Αρκαδίας αναφέρει: «Μετά την κορυφή του βουνού (Παρθενίου) και μια καλλιεργημένη περιοχή (πεδιάδα Αχλαδόκαμπου) φθάνουμε στο όριο, που χωρίζει την Τεγέα από το Άργος, στις Υσιές της Αργολίδας». (Παυσ. 8,54,7, εκδ. Κάκτος).

Η ονομασία του όρους προήλθε μάλλον, από τα παιδιά των ανύπαντρων Σπαρτιατισσών, που τα ονόμαζαν «Παρθένιους» και που σε κάποιες περιπτώσεις οι Σπαρτιάτες τα έδιωχναν μακριά, σε ελεγχόμενες όμως από αυτούς περιοχές. Κατά μια άλλη εκδοχή το βουνό είναι της «παρθένου». Η «παρθένος Αύγη», η κόρη του βασιλιά της Τεγέας Αλέου, όταν την οδηγούσαν στη Ναυπλία και έφτασε πάνω σε αυτό, ένοιωσε να την βαρύνουν οι ωδίνες του τοκετού. Αποτραβήχτηκε τότε σε ένα σύδεντρο προσποιούμενη την ανάγκη της. Εκεί γέννησε ένα αγόρι και άφησε το βρέφος χωμένο μέσα σε κάτι θάμνους.

Στο βουνό αυτό, σύμφωνα με την μυθολογία, κατοικούσε ο θεός Πάνας. Η μυθολογία ήθελε τον Πάνα να έχει πατρίδα του την ορεινή και δασώδη Αρκαδία, γι’ αυτό και η χώρα αυτή στην αρχαιότητα λεγόταν Πανία. Θεωρείται προστάτης των βοσκών και των ποιμνίων και σύχναζε στο Παρθένιο όρος, όπου φαίνεται ότι λατρευόταν στο σπήλαιο «Πινίκοβη ή Πινίκοβα». Ο Πάνας θεωρείτο ότι κατείχε το χάρισμα της προφητείας. Λέγεται μάλιστα ότι ο Απόλλωνας διδάχθηκε την μαντική τέχνη από τον Πάνα. Από την αρχαία αρκαδική πόλη Ακακήσιο, όπου έκαιγε το «άσβεστο πυρ», ο Πάνας έδινε τους χρησμούς του, με την ιέρειά του, την νύμφη Ερατώ, γυναίκα του μετέπειτα βασιλιά της Αρκαδίας. Τον παρουσιάζει η μυθολογία σαν εύθυμο, ανέμελο, ερωτύλο θεό, που η μόνη του ασχολία είναι η μουσική και η καλοπέραση. Ο Πάνας αποτελούσε τιμωρητική οντότητα, θεότητα που μπορούσε να προκαλέσει τρόμο και φόβο στους ανθρώπους, σε περίπτωση, που διαταρασσόταν η ηρεμία και ο ύπνος του. Ήταν φορέας μελωδίας, επιδέξιος χορευτής, αγρονόμος, προστάτης των κοπαδιών, θηρονόμος* και αιγιλάτης*.Ο Paul.Decharme στο βιβλίο του του «Μυθολογία της Αρχαίας Ελλάδος» γράφει για τον Πάνα: «Ο καθαρτήριος άνεμος,ο διώκων τα νέφη εταυτίσθη ίσως αρχικώς προς ποιμένα ωθούντα το ποίμνιον αυτού προς τα πρόσω. Η γόνιμος ενέργεια, ην κατά τας ελληνικάς δεισιδαιμονίας οι άνεμοι, μάλιστα δε ο Ζέφυρος, εξασκούσι επί των ζώων,  ερμηνεύει άλλως, πως ο Παν κατέστη θεός ποιμενικός.Τον χαρακτήρα τούτον εκτήσατο παρ’ ανθρώποις, οίοι οι Αρκάδες,ένθα η φύσις της χώρας δεν επέτρεπε ετέραν ασχολίαν ή την κτηνοτροφίαν….Ο Παν ήτο εν Αρκαδία ίσος προς τους μεγίστους θεούς. Αιώνιον πυρ εκαίετο εν τω κυρίω αυτού ιερώ, υπέθετον ότι είχε δύναμιν να εισακούσει τας δεήσεις των ανθρώπων και να τιμωρεί τους κακούς.Ο Παν ήτο κάτοικος των δασών,των βράχων, των σπηλαίων, των αγρίων φαράγγων και των βαθειών κοιλάδων…..»

Η ημίθεος Αταλάντη επίσης σχετίζεται με το όρος Παρθένιο. Κατά το αρκαδικό μύθο η ημίθεος Αταλάντη ήταν κόρη του Σχοινέως και της Κλυμένης, της κόρης του Μυνία. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ήταν κόρη του Ιάσιου ή Ιάσου και της Κλυμένης, ενώ κατά μια τρίτη ήταν κόρη του Μαινάλου, του πρώτου γιού του Λυκάονα. Πατρίδα της ήταν το Λύκαιο όρος, το Μαίναλο ή η Τεγέα. Όταν γεννήθηκε η Αταλάντη ο πατέρας της επειδή ήθελε μόνο γιούς, έδωσε εντολή να πάρουν το νεογέννητο κορίτσι και να το εγκαταλείψουν στο όρος Παρθένιο, κοντά στην είσοδο μιας σπηλιάς. Στην αρχή την θήλαζε και την φρόντιζε μια αρκούδα, μέχρι που την περιμάζεψαν κάποιοι κυνηγοί ή βοσκοί της περιοχής και την πήραν υπό την προστασία τους για να την αναθρέψουν. Κοντά τους έμεινε μέχρι να μεγαλώσει και εκεί έμαθε τα μυστικά του κυνηγιού. Τριγύριζε τα βουνά της περιοχής, το Λύκαιο, το Παρθένιο, το Αρτεμήσιο και τον Πάρνωνα κυνηγώντας άγρια θηρία.Ο Παυσανίας μας πληροφορεί πως «στο Παρθένιο ζουν χελώνες πολύ κατάλληλες για την κατασκευή λυρών, αλλά όσοι ζουν στο βουνό φοβούνται να τις πιάσουν και ούτε αφήνουν τους ξένους να τις πειράξουν, επειδή πιστεύουν ότι προστατεύονται από τον θεό Πάνα.

Στους πρόποδες του βορειοδυτικού μέρους του όρους Παρθενίου περνούσε η αρχαία λεωφόρος που ξεκινούσε από την Τεγέα, κατηφόριζε προς τον κάμπο του Αχλαδόκαμπου, περνώντας κάτω από τη σημερινή σιδερένια σιδηροδρομική γέφυρα και στη συνέχεια ανηφόριζε προς τις αρχαίες Υσιές και προχωρούσε προς το Άργος, μέσω Κεχρεών, κοντά στο σημερινό Κεφαλάρι. Σε αυτό το σημείο σώζονται ακόμη και σήμερα ίχνη από το λιθόστρωτο. Ο ιστορικός Παυσανίας στο όγδοο (VIII) βιβλίο του τα «Αρκαδικά» αναφέρει ότι «υπάρχουν δρόμοι που οδηγούν από την Αργολίδα στην Αρκαδία, ένας δε από αυτούς περνάει από τις Υσιές, πάνω από το όρος Παρθένιο και φτάνει στην Τεγεατική γη. Ο δρόμος αυτός από το Άργος προς την Τεγέα είναι καταλληλότατος για τροχοφόρα και μάλιστα είναι λεωφόρος. Κατά μήκος του δρόμου αυτού υπάρχουν πολλές βελανιδιές και μέσα στο άλσος των βελανιδιών υπάρχει ναός της Δήμητρας με την επωνυμία των Κορυθιέων. Πρώτα σε αυτό το δρόμο υπάρχει ναός και άγαλμα του Ασκληπιού. Παρακάτω, αν στρίψουμε αριστερά και προχωρήσουμε λίγο βλέπουμε το ιερό του λεγομένου Πυθίου Απόλλωνα, που έχει καταρρεύσει και είναι τελείως ερειπωμένο. Κατά μήκος του κυρίως δρόμου υπάρχουν πολλές βελανιδιές και μέσα στο άλσος των βελανιδιών υπάρχει ναός της Δήμητρας με την επωνυμία των «Κορυθέων». Εκεί κοντά υπάρχει άλλο ιερό του Μύστη Διονύσου».

     Στο περιοδικό «Διοτίμα» και στην ηλεκτρονική σελίδα «Αρκάδες εσμέν» ο συμπατριώτης μας Λάμπρος Αντωνάκος σε σημείωμά του με τίτλο «ο Όρος του Όρους….» πως σε υψόμετρο 700 μέτρα περίπου, και σε τρία τέταρτα δρόμο από το χωριό, προς την ανατολική πλευρά του Παρθενίου όρους, υπάρχει ένα μεγάλο ριζιμιό «Γραμμένο λιθάρι», που έχει ύψος πάνω από τέσσερα μέτρα. Αυτό αποτελείται από σταχτί ασβεστόλιθο και δίπλα του περνάνε φλέβες από όνυχα. Υπάρχουν επίσης και θραύσματα από όνυχα. Πάνω στο βράχο υπάρχει μια επιγραφή που είναι παλίμψηστη και όπως φαίνεται από τους χαρακτήρες των γραμμάτων, αυτά είναι γραμμένα σε διαφορετικές εποχές.Το «γραμμένο λιθάρι» λοιπόν ίσως αποτελούσε ένα «προσκύνημα». Κάποιος επιτήδειος έγραψε την δεύτερη σειρά της επιγραφής και αλλοίωσε την πρώτη, γράφοντας στο βράχο το Χριστόγραμμα. Έκτοτε κάθε πιστός ή απελπισμένος που έφτανε στο σημείο αυτό, κατέθετε τον όβολό του και έπαιρνε ένα κομμάτι ή σκόνη «αετόλιθο». Και επειδή το γνήσιο εμπόρευμα ήταν σπάνιο, ο επιτήδειος έμπορος του έδινε ένα κομμάτι από όνυχα, που υπήρχε στα πετρώματα του βράχου.

      Η ψηλότερη κορυφή του βουνού έχει ύψος 1215 μέτρα και εκεί πάνω δεσπόζει το ερημοκκλήσι του Προφήτη Ηλία, ο «Παρθενιώτικος ΑγιοΛιάς», που στέκει εκεί ανεμοδαρμένος βιγλάτορας, κόντρα στις χιονοθύελλες και τα ανεμοβρόχια που δέρνουν την κορυφή τις άγριες χειμωνιάτικες ημέρες. Είναι πετρόχτιστο με θολωτή οροφή και με λιγοστές φορητές εικόνες στο εσωτερικό του.  Μόνο ορειβάτες και ελάχιστοι τσοπάνηδες που έβοσκαν τα κοπάδια τους εκεί γύρω, άναβαν το καντήλι στην εικόνα του Αγίου μέχρι τελευταία. Το κατακαλόκαιρο, το βράδυ της παραμονής στη χάρη Του, τολμηροί περιπατητές από το χωριό μας και το Παρθένι ανέβαιναν για να προσκυνήσουν την εικόνα του και να διανυκτερεύσουν εκεί, απολαμβάνοντας από ψηλά την υπέροχη θέα της περιοχής. Πρόσφατα όμως έγινε διάνοιξη βατού σκυρόστρωτου δρόμου, μέχρι την κορυφή του βουνού, που χρησιμοποιήθηκε για την μεταφορά, εγκατάσταση και συντήρηση των ανεμογεννητριών, οι οποίες τοποθετήθηκαν κατά μήκος της κορυφογραμμής του. Στο εξής η μετάβαση των προσκυνητών στο εξωκκλήσι πραγματοποιείται με ευχέρεια, ενώ έχουν αρχίσει εργασίες  επισκευής και συντήρησής του.

Από την κορυφή αυτή αγναντεύει κανείς ανατολικά την κοιλάδα της Ανδρίτσας και πιο πέρα, στην περιοχή του Κυβερίου, τη θάλασσα του Αργολικού κόλπου. Βορινά φαίνεται το βουνό Χτενιάς που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Κρείο όρος, ονομασία που προέρχεται από τον Τιτάνα Κρείο. Παραπέρα διακρίνονται τα βουνά Αρτεμήσιο και Λύρκειο. Μεσημβρινά φαίνονται τα πρόβουνα του Πάρνωνα και η χαράδρα του Τάνου ποταμού και στο βάθος φαίνεται το βουνό Πάρνωνας.Ο Πάρνωνας, ο Παρνασσός και η Πάρνηθα οφείλουν το όνομά τους στην αρχαιοελληνική ρίζα «παρν» που σημαίνει βουνό με πυκνό δάσος. Δυτικά τέλος, μετά τον κάμπο του Παρθενίου, φαίνονται το οροπέδια της Τεγέας και της Μαντινείας, ενώ στο βάθος ξεχωρίζουν οι ελατοσκέπαστες κορυφές του βουνού Μαίναλο.

        Κάτω από το βουνό περνούν τα νερά του ποταμού Γαρεάτη και του Τεγεατικού Σαρανταπόταμου. Σμίγουν σήμερα στον κάμπο του Παρθενίου και εξαφανίζονται σε καταβόθρες, στα έγκατα του βουνού και στους πρόποδές του από τη δυτική πλευρά του, δημιουργώντας υπόγειο ποτάμι. Αυτά εμφανίζονται σαν κεφαλάρι στους ανατολικούς πρόποδες του βουνού, κοντά στην τοποθεσία Ροϊνά, εκεί που τελειώνουν οι Μακλινιώτικοι ελαιώνες, μέσα από μια σπηλιά την «Πηνίκοβη» ή «Πνίκοβη» ή «Μπινίκοβη». H oνομασία Πνίκοβη δείχνει σε μια πρώτη ματιά να παραπέμπει σε πνίξιμο, ίσως όμως παράγεται από το πίνω και αqua (νερό), προφανώς υπό την επίδραση του Φραγκοκρατούμενου Μουχλίου. Καταγράφεται  όμως και η ονομασία κεφαλάρι του Μπενικόβη, οπότε Πνίκοβη πρέπει να είναι παραφθορά του αρχικού ονόματος. Το στόμιο της σπηλιάς είναι επιβλητικό, αρκετά ψηλότερα από το έδαφος και βρίσκεται διαμετρικά αντίθετα από τις καταβόθρες του Παρθενίου στο κέντρο μιας βραχώδους και αμφιθεατρικής τοποθεσίας με πυκνή βλάστηση. Στο κάτω μέρος της σπηλιάς ανάμεσα σε υδρόβια φυτά, πυκνούς θάμνους και πουρνάρια αναβλύζει η πηγή Πηνίκοβη.

      Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Κομπιλήρη Δημήτρη, μέλους του ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο.(Σπηλαιολογικός Ελληνικός Εξερευνητικός Όμιλος) στο περιοδικό «Κορφές» εκδ. Ιουλίου - Αυγούστου 1994 και με τίτλο «Μεγάλη Σπηλιά Αχλαδόκαμπου»: «Tα πρώτα εκατόν είκοσι μέτρα της σπηλιάς είναι κατηφορικός διάδρομος γεμάτος κατακρημνίσεις. Ακολουθεί κατέβασμα τριών μέτρων με ανεμόσκαλα σε αίθουσα γεμάτη άμμο και ύστερα ένα στενό ρήγμα κατεβαίνει σε ρηγχή στενόμακρη λίμνη, όπου είναι το χαμηλότερο σημείο της σπηλιάς, δέκα επτά μέτρα χαμηλότερα από την είσοδό της. Στη συνέχεια μεσολαβεί άλλη αίθουσα με άμμο και αμέσως μετά υπάρχει βαθιά λίμνη μήκους σαράντα μέτρων. Βγαίνοντας από τη λίμνη, η σπηλιά παίρνει την μορφή γαλαρίας τριγωνικού σχήματος μέσου ύψους έξι μέτρων και πλάτους τεσσάρων μέτρων. Ο εκπληκτικός αυτός διάδρομος έχει μήκος πεντακόσια μέτρα και είναι σχεδόν οριζόντιος και ευθύγραμμος. Το δάπεδό του είναι από άμμο και σε όλο του το μήκος υπάρχει ποτάμι με καθαρό νερό που έχει ροή από μέσα προς τα έξω και καταλήγει στην προηγούμενη λίμνη. Η πηγή έξω και κάτω από τη σπηλιά έχει περίπου ίση παροχή και έτσι μάλλον πρόκειται για το ίδιο νερό που παρακάμπτει το αρχικό τμήμα της σπηλιάς. Όταν το ποτάμι φουσκώνει η σπηλιά πλημμυρίζει και βγαίνει νερό και από την κύρια είσοδο. Ο μεγάλος διάδρομος προς το τέλος του αρχίζει να έχει αραιές κατακρημνίσεις. Ξαφνικά οι γκρεμισμένοι βράχοι πυκνώνουν και αφήνουν μόνον μικρά περάσματα που συνεχώς στενεύουν. Το παχύ στρώμα λάσπης που καλύπτει τους βράχους βοηθούσε σαν γράσο να περνάει κανείς τα στενότερα σημεία, ώσπου μετά από είκοσι μέτρα δεν μπορεί πιά να περάσει κανένας προς το εσωτερικό της σπηλιάς. Το μήκος της είναι 737 μέτρα και πουθενά δεν υπάρχει διάκοσμος, ώστε να γίνει τουριστική αξιοποίηση. Η επίσκεψη στη σπηλιά πρέπει να αποφεύγεται όταν ο καιρός είναι βροχερός».

                                                                                    Γ.Σ.Μασκλινιώτης

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...