Η ΥΔΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ
ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
Σε
προηγούμενο σημείωμά μας αναφερθήκαμε στην ύδρευση του χωριού μας από την
δημιουργία του, μέχρι την περίοδο του
μεσοπολέμου, με νερό που αντλούσαν οι κάτοικοι από τα πηγάδια. Σήμερα θα
συνεχίσουμε το ίδιο θέμα, αναφερόμενοι στην ύδρευση του χωριού από κεντρικό δίκτυο ύδρευσης.
Στην περιοχή της Κάρβιας,
που βρίσκεται στον Καυκαλά και απέχει σχεδόν μια ώρα με τα πόδια από το χωριό,
υπήρχε ανέκαθεν μια επιφανειακή πηγή που το νερό της κυλούσε στην παρακείμενη
ρεματιά. Στην δεκαετία του μεσοπολέμου, όταν πρόεδρος του χωριού ήταν ο
αείμνηστος ο Γρηγόρης Κίκιζας, με ενέργειές του οι κάτοικοι έφεραν το νερό με σιδηροσωλήνες από την πηγή
αυτή μέχρι το χωριό. Αργότερα έφτιαξαν και μια δεξαμενή πάνω από την συνοικία
Τσαχρανέκα, στις υπώριες του Καυκαλά, που μάζευε το νερό της πηγής. Άπλωσαν σε όλο
το χωριό δίκτυο με σωλήνες μικρού διαμετρήματος ενώ σε κάθε συνοικία του
τοποθέτησαν μια κοινόχρηστη κοινοτική βρύση.
Η κάθε βρύση έπαιρνε το όνομα κάποιου Μασκλινιώτη που το σπίτι του γειτνίαζε με
αυτή. Στην γειτονιά μου είχαμε την βρύση της «Καλημόρφως» που ήταν γυναίκα του
αείμνηστου Δημοσθένη Λυγγίτσου.
Κάθε μέρα ο υδρονομέας του χωριού άνοιγε τον κεντρικό
διακόπτη της δεξαμενής, τη «βάνα» όπως την έλεγαν, και το νερό τροφοδοτούσε εκ περιτροπής για λίγες ώρες τα πρωινά τις γειτονιές του
χωριού, μέχρι που άδειαζε η δεξαμενή. Η διαθέσιμη ημερήσια ποσότητα του νερού
της δεξαμενής, ιδιαίτερα τους
καλοκαιρινούς μήνες, ήταν μικρή και συνήθως δεν επαρκούσε να καλύψει τις
ανάγκες των νοικοκυριών ολόκληρου του χωριού σε μια μέρα. Γι’ αυτό το λόγο την
μία μέρα υδροδοτείτο το κάτω χωριό, η περιοχή της Γούβας (από το σπίτι του
Σταύρου του Βαρβιτσιώτη και κάτω) και την άλλη μέρα το υπόλοιπο πάνω χωριό (οι
περιοχές Ζαρελιάνικα, Σταθμός, Τσαχρανέκα κλπ).Επειδή το νερό τέλειωνε ξαφνικά
και στέγνωνε η βρύση, πολλές φορές έμεναν άδειοι οι περισσότεροι ντενεκέδες και
τα δοχεία που περίμεναν να γεμίσουν καρτερικά στην ουρά. Τότε τα μάζευαν με
φανερή απαγοήτευση οι ιδιοκτήτες τους, που περίμεναν παραπέρα στον ίσκιο της
μουριάς, και γύριζαν στο σπίτι τους, για να επανέλθουν την μεθεπόμενη να τα
γεμίσουν με νερό. Και τότε αν είχαν ξεμείνει τα νοικοκυριά από νερό για να
καλύψουν τις ανάγκες υδροδότησης του σπιτιού και να ποτίσουν τα ζώα τους
κατέφευγαν στα πηγάδια που υδροδοτούσαν πιο παλιά το χωριό ή στις στέρνες των
συγγενών τους και των γειτόνων τους.
Τον «αλωνάρη*», μέσα στο
κατακαλόκαιρο, έπρεπε όλα τα νοικοκυριά να πλύνουν και να στεγνώσουν όλη την
ποσότητα του σιταριού τους που είχαν φέρει από το αλώνι, πριν το
αποθηκεύσουν στο ξύλινο κασόνι, για να το πάνε στον αλευρόμυλο. Έτσι οι ανάγκες
των νοικοκυριών σε νερό γίνονταν ακόμη πιο επιτακτικές εκείνη την περίοδο.
Άρχιζαν λοιπόν να κουβαλούν από τις κοινοτικές βρύσες νερό με τους ντενεκέδες
και να το αποθηκεύουν σε σιδερένια βαρέλια, σε καζάνια και σε άλλους
αποθηκευτικούς χώρους πριν αρχίσουν το πλύσιμο του σιταριού. Για να γίνει πιο
κατανοητό το πρόβλημα αναφέρουμε πως για να πλυθεί ένα καζάνι σιτάρι απαιτούντο
δύο καζάνια νερό. Οι αυξημένες ανάγκες των νοικοκυριών σε νερό σε συνδυασμό με
την σοβαρή έλλειψή του τους καλοκαιρινούς μήνες πολλές φορές οδηγούσε τα νοικοκυριά σε αδιέξοδο.
Καθημερινά λοιπόν τα πρωινά, από τις
κοινοτικές βρύσες οι νοικοκυρές γέμιζαν με νερό τους ντενεκέδες, τις τέσες, τις
πήλινες στάμνες και τις γυάλινες μπουκάλες, τις πεντοχιλιάρες όπως τις έλεγαν,
βάζοντάς τα στην «ουρά» στη βρύση και τα κουβαλούσαν
στο σπίτι. Το νερό που κουβαλούσαν με τους ντενεκέδες το αποθήκευαν σε βαρέλια, για να καλύψουν τις ανάγκες
καθαριότητας του σπιτιού και για να ποτίζουν τα ζωντανά τους, ενώ το νερό που
γέμιζαν τις στάμνες και τις μπουκάλες το χρησιμοποιούσαν για πόσιμο.
Ο
ντενεκές ήταν μεταλλικό δοχείο από λευκοσίδηρο, χωρητικότητας δέκα πέντε λίτρων
νερού περίπου, ο γνωστό μας «ντενεκές του πετρελαίου». Για την μετασκευή του
αφαιρούσαν ολόκληρη την επάνω τετράγωνη μικρή πλευρά του ντενεκέ, τοποθετούσαν
και κάρφωναν εσωτερικά και διαμετρικά αντίθετα στην επάνω άκρη του μια
στρογγυλή ξύλινη χειρολαβή, και αφού τον έπλεναν με καυτό νερό για να φύγει η
μυρουδιά του πετρελαίου, ήταν έτοιμος για την μεταφορά του νερού από την
κοινοτική βρύση στο σπίτι. Η μεταφορά του ντενεκέ ήταν δύσκολη και κουραστική.
Απαιτούσε χέρι γερό και δυνατό και ακόμη πιο γερή ωμοπλάτη. Ωστόσο δεν ήταν
σπάνιες οι περιπτώσεις που μετέφεραν χειροδύναμες Μασκλινιώτισες δύο ντενεκέδες
μισογεμάτους νερό, ένα με το ένα χέρι και ένα με το άλλο ταυτόχρονα.
Η μεταφορά του νερού από τη
βρύση στο σπίτι γινόταν και με την τέσα. Η τέσα ήταν ένα δοχείο όχι πολύ
μεγάλο. Το επικρατέστερο σχήμα της ήταν το σχήμα ανεστραμένου «κόλουρου» κώνου
με πολύ ανοιχτό το επάνω μέρος. Στην επάνω άκρη της είχε στρογγυλή μεταλλική
χειρολαβή όχι χοντρή. Η χειρολαβή λεγόταν «αρβάλι» και δεν ήταν ακίνητη. Όταν
σήκωνε ή μετέφερε κανείς την τέσα, η χειρολαβή σχημάτιζε τόξο κάθετο προς το
απάνω ανοιχτό μέρος της. Η τέσα επίσης χρησιμοποιείτο για το πότισμα του ζωϊκού
κεφαλαίου του νοικοκυριού (γίδες, μουλάρια, πρόβατα κλπ). Επίσης κουβαλούσαν
πόσιμο νερό από τις κοινοτικές βρύσες στα σπίτια και με «πεντοχιλιάρες»
γυάλινες ντραμιζάνες, που ήσαν επενδυμένες με ειδικό χόρτο για να μην σπάνε και
το χρησιμοποιούσαν για πόσιμο.
Όση ώρα περίμεναν οι νοικοκυρές στη βρύση
για να γεμίσουν τους ντενεκέδες τους με νερό, τους δινόταν η ευκαιρία για
κοινωνική επικοινωνία, για καλύτερη γνωριμία και για στενότερες σχέσεις με
άλλες γυναίκες. Η κοινωνική επικοινωνία έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις και
ιδιαίτερο χρώμα όταν οι γυναίκες άρχιζαν τις συζητήσεις. Έστηναν την συζήτηση
με θέματα πολλά και ποικίλα, επίκαιρα και ανεπίκαιρα. Άρχιζαν τη συζήτηση με
τυπικά οικογενειακά ή άλλα θέματα για να την επεκτείνουν προοδευτικά σε
γενικότερα θέματα της γειτονιάς και της ευρύτερης περιοχής της και να
καταλήξουν στα «νέα» του χωριού και πολλές φορές στα «νέα» που ξεπερνούσαν τα
όριά του. Έτσι σιγά - σιγά γινόταν η σύνθεση της προφορικής καθημερινής
εφημερίδας. Μάθαιναν εν το μεταξύ και όλα τα νέα του χωριού από τις άλλες
γειτόνισσες που είχαν έρθει και αυτές για να πάρουν νερό. Έτσι η βρύση της
γειτονιάς είχε γίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα το κέντρο αναφοράς των
νοικοκυρών της γειτονιάς.
Όμως η κοινοτική βρύση κυρίως με την «σύναξη»
των γυναικών είχε και αρνητικές κοινωνικές διαστάσεις. Μερικές φορές δεν διευκόλυνε
την κοινωνική επικοινωνία ούτε προωθούσε πάντοτε τις ανθρώπινες σχέσεις.
Αντίθετα άλλες φορές δεν έφερνε τους ανθρώπους πιο κοντά στους άλλους, άλλα
τους χώριζε. Στην περισσότερο συνηθισμένη περίπτωση, αιτία ήταν η παραβίαση της
«σειράς». Πολλές φορές για να προλάβουν να πάρουν περισσότερο νερό, πριν
τελειώσει το νερό του υδραγωγείου, ορισμένοι δεν έβαζαν τους ντενεκέδες στη
σειρά, τον ένα πίσω από τον άλλο, αλλά δημιουργούσαν δεύτερη σειρά από τα
πλάγια, με αποτέλεσμα να προκαλούνται αμφισβητήσεις για την σειρά του κάθε
ντενεκέ.
Επί πλέον μερικές γυναίκες άφηναν τον ντενεκέ
ή τα άλλα δοχεία συλλογής νερού και έφευγαν, γιατί δεν είχαν υπομονή να
περιμένουν είτε γιατί είχαν άλλη δουλειά. Γυρίζοντας όμως στη βρύση ύστερα από
κάποιο χρονικό διάστημα, έβρισκαν τον ντενεκέ τους ή το δοχείο τους απωθημένο
στην άκρη και αντιμετώπιζαν αντιρρήσεις ή αρνήσεις για την παραδοχή της
«σειράς» τους. Έτσι άναβαν καυγάδες και την λογομαχία ακολουθούσε πολλές φορές
υβρεολόγιο. Τότε έβγαιναν στη δημοσιότητα τα «άπλυτα» και της μιας και της
άλλης οικογένειας. Επίσης πολλές φορές οι συζητήσεις που έκαναν οι γυναίκες για
τα «νέα» του χωριού έφταναν κάποτε σε σημείο να εκτραπούν σε κουτσομπολιό, με
αποτέλεσμα να δημιουργούνται παρεξηγήσεις και εχθρότητες μεταξύ οικογενειών του
χωριού.
Τους καλοκαιρινούς μήνες που η ζέστη στο χωριό
ήταν ανυπόφορη, κάθε σπίτι διατηρούσε δροσερό νερό σε πήλινες στάμνες. Η στάμνα
ήταν ένα πήλινο δοχείο με στενό λαιμό στην κορυφή και δύο μεγάλα πήλινα
χερούλια ενσωματωμένα στο λαιμό,(ο μπότης*).Τις έλεγαν και «Αιγηνίτικα
κανάτια», επειδή τέτοιες στάμνες κατασκεύαζαν στην Αίγινα από ντόπιο ειδικό και
κατάλληλο χώμα. Οι Αιγηνίτικες στάμνες έλεγαν ότι ήσαν οι καλύτερες. Τις
πούλαγαν στο μαγαζί του Γιάννη Κουρβετάρη στο σταθμό και στα μαγαζιά της
Τρίπολης. Στα σπίτια του χωριού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ψυγεία ούτε του
πάγου, ούτε ηλεκτρικά, αντί για ψυγείο στην περίπτωση του δροσερού νερού είχαν
τη στάμνα. Η στάμνα κράταγε το νερό δροσερό ή κρύο. Την τοποθετούσαν συνήθως σε
κάποιο βορινό παράθυρο του σπιτιού ή σε άλλο δροσερό μέρος. Επίσης προμηθευόταν
δροσερό νερό από τις «στέρνες» που είχαν κατασκευάσει κάτοικοι της γειτονιάς. Θυμάμαι
τα καυτά μεσημέρια του καλοκαιριού που με έστελνε η αείμνηστη μητέρα μου στις
γειτονικές στέρνες του Κώστα του Λύγδα, του Αλέξη του Λυγγίτσου, του Μήτσου του
Μήλη και του Σταύρου του Γιαννούλη να γεμίσω τη στάμνα με δροσερό νερό και να
το φέρω στο σπίτι, για να δροσίσουμε το στόμα μας όλη η οικογένεια.
Μόνον
τα καφενεία και οι ταβέρνες του χωριού διέθεταν ψυγεία του πάγου και σέρβιραν
δροσερό νερό μαζί με τον καφέ, τα γλυκά και τους μεζέδες στους πελάτες τους.
Τις κολώνες του πάγου για την τροφοδοσία των ψυγείων τις προμηθεύονταν
καθημερινά από τα παγοποιεία της Τρίπολης και τις μετέφεραν στο χωριό με το
τραίνο, τυλιγμένες με πρωτόγονα μονωτικά υλικά (άχυρα, λινάτσες κλπ.) για να
διατηρούνται κατά την μεταφορά, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Στα
ψυγεία επίσης τοποθετούσαν και τα αναψυκτικά (λεμονάδες, πορτοκαλάδες κλπ.) τα
οποία σέρβιραν δροσερά στους πελάτες τους τα καυτά μεσημέρια του καλοκαιριού.
Ευτυχώς τα πέτρινα
χρόνια πέρασαν και από το τέλος της δεκαετίας του 1960, το χωριό υδροδοτήθηκε
με νέο δίκτυο ύδρευσης, από την πηγή του χωριού Μεθύδριο, από την ίδια πηγή που
υδροδότηθηκε η πόλη της Τρίπολης καθώς και πολλά χωριά της επαρχίας Μαντινείας.
Παράλληλα κατασκευάστηκε δεξαμενή μεγάλης χωρητικότητας, στην περιοχή του Αγίου
Πέτρου, στα υψίπεδα του χωριού για την αποθήκευση του νερού. Από τότε το κάθε
σπίτι απέκτησε δική του παροχή ύδρευσης, για ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Επειδή
μεγάλο μέρος των υδροσωλήνων του δικτύου μεταφοράς του νερού στο χωριό ήταν
κατασκευασμένοι από αμίαντο, υλικό πολύ βλαβερό για την υγεία των κατοίκων,
τελευταία ολόκληρο το δίκτυο ύδρευσης του χωριού (εξωτερικό και εσωτερικό)
αντικαταστάθηκε με σωλήνες που πληρούν τους κανόνες υγιεινής του ανθρώπου, και
έτσι επιλύθηκε οριστικά το σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης του χωριού. Έκτοτε τα
πηγάδια και οι κοινοτικές βρύσες αποτέλεσαν για τους κατοίκους παρελθόν πιά.
Όμως παράλληλα, από τις αρχές της δεκαετίας
του 1960, μέχρι και πρότινος, έγιναν επανειλημμένα προσπάθειες, με εισφορές
κυρίως των κατοίκων, για την ανεύρεση υπόγειων πηγών, με την δημιουργία
γεωτρήσεων. Αυτό έγινε με σύγχρονα μέσα (γεωτρύπανα), σε διάφορα σημεία της
ευρύτερης περιοχής του οικισμού, ώστε να διασφαλισθεί η επάρκεια και η
αυτάρκεια του οικισμού σε νερό, για την ύδρευση των κατοίκων του και
ενδεχομένως για το πότισμα των μικρών περιβολιών τους. Παρά το γεγονός ότι το
βάθος των γεωτρήσεων σε πολλά σημεία ήταν αρκετά μεγάλο, πάνω από τετρακόσια
μέτρα, οι προσπάθειες για την ανεύρεση πηγαίου νερού, δυστυχώς, μέχρι σήμερα,
απέβησαν άκαρπες. Διαπιστώθηκε όμως για μια ακόμη φορά, με την διάνοιξη αυτών
των γεωτρήσεων, ότι το υπέδαφος της περιοχής αποτελείται από σχιστολιθικά και
ασβεστολιθικά πετρώματα, που δημιουργούν σε πλείστα σημεία, υπόγεια σπήλαια ή
καταβόθρες (πρόπαντες), οπότε ακόμη και η ύπαρξη ή η διέλευση πηγαίου νερού
κάτω από την επιφάνεια της γης στην περιοχή, είναι σχεδόν απίθανη.
Τέλος ο Καστριτοχωρίτης
Ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός, αναφερόμενος στο πρόβλημα της σοβαρής έλλειψης
νερού στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας, σε ένα από τα βιβλία του (Ορθοκωστά)
αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στα τριάντα πέντε μέτρα είναι το νερό. Είκοσι πέντε
κυβικά το εικοσιτετράωρο. Στα εκατόν εξήντα μέτρα, διακόσια πενήντα κυβικά.
Αλλά μου την έχουν φουσκώσει την κοιλιά οι Μασκλινέοι και δεν τους το μαρτυράω.
Μονάχα αν με πληρώσουν. Αλλιώς εκεί θα κοιμάται το νερό».
Γ.Σ.Μασκλινιώτης
Υπέροχο και τόσο ενημερωτικό, μακάρι να το διαβάζουν τα νέα παιδιά, να μαθαίνουν την ιστορία του τόπου τους!!
ΑπάντησηΔιαγραφή