ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΡΟΑΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΗΓΙΩΡΓΗ
ΜΕ ΤΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ, ΚΑΙ ΤΟ
ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ, ΟΠΩΣ ΗΤΑΝ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1950.
Κλείνοντας
το κεφάλαιο που αναφέρεται στην εκκλησία του πολιούχου του χωριού μας,
θα περιγράψουμε τα κτίσματα που βρίσκονταν στο προαύλιο χώρο της, καθώς και την
θέση του νεκροταφείου στις αρχές της
δεκαετίας του 1950.
Στα δεξιά
της κύριας εισόδου του προαυλίου της εκκλησίας υπάρχει διώροφη οικοδομή που
σήμερα το ανώγειό της χρησιμοποιείται για την υποδοχή επισκεπτών και για
γραφείο του ιερέα, ενώ το υπόγειο εκείνη την εποχή χρησιμοποιείτο για
κηροπλαστείο της εκκλησίας. Το κτίσμα αυτό ανήκε στην συγχωριανή μας Ελένη
Κούτσελα ή Μιχαλοδημητρού, που μόλις έχασε τον σύζυγό της δώρισε το σπίτι της
αυτό στον ΑηΓιώργη, ενώ ντύθηκε για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της στα μαύρα,
σαν κοσμοκαλόγρια, κάνοντας αγαθοεργίες και κτίζοντας εκκλησίες στο Δραγούνι
και σε άλλα Καστριτοχώρια, με χρήματα που μάζευε από ευσεβείς Χριστιανούς
διακονεύοντας. Από τον συγχωριανό μας οικοδόμο Ανδρέα Γιάνναρη και με εισφορές
από εράνους των συγχωριανών μας, έγιναν οι προσθήκες των πρόναων, για την
βελτίωση της στήριξης του οικοδομικού της συγκροτήματος.
Απέναντι από
την εξωτερική είσοδό της και στη
βορειοδυτική γωνία του αλωνιού ήταν ανέκαθεν στημένη μαρμάρινη στήλη με
ανάγλυφη την εικόνα του ΑηΓιώργη στο πάνω μέρος της, ενώ στο κάτω υπήρχε
μικροσκοπική στενόμακρη τρύπα που επικοινωνούσε με μικρό χρηματοκιβώτιο. Εκεί
μέσα έριχναν τον όβολό τους οι
διερχόμενοι καθημερινά από το σημείο εκείνο Μασκλινιώτες που πήγαιναν για τα
χωράφια τους, αλλά και οι αγωγιάτες που
περνούσαν με τα βαρυφορτωμένα με
εμπορεύματα μουλάρια τους από το σταθμό του τραίνου. Έκαναν το σταυρό
τους, παρακαλώντας τον Αη Γιώργη να τους προστατεύει στις δύσκολες διαδρομές
που ακολουθούσαν μέσα από τον Αρμακά και τη Λαγκάδα. Τώρα οι ευσεβείς κάτοικοι
του χωριού στην μαρμάρινη στήλη έχουν
ενσωματώσει κεραμοσκεπές προσκυνητάρι με την εικόνα του Αγίου και το καντήλι
του.
Μέχρι τα
τέλη της δεκαετίας του 1950 στο προαύλιό της
και στο νεκροταφείο υπήρχαν πολλά αιωνόβια πεύκα και κυπαρίσσια που τα
είχαν φυτέψει οι συγχωριανοί μας ταυτόχρονα με το κτίσιμο της παλιάς εκκλησίας
του ΑηΓιώργη. Τα περισσότερα από αυτά δεν υπάρχουν πιά. Ξεριζώθηκαν μη
μπορώντας να αντέξουν στον αγριοβοριά, τον βορειοδυτικό άνεμο (Καράγιαννη) και
την δυνατή πουνεντάδα, ενώ άλλα κόπηκαν κατά καιρούς από τη ρίζα και έγιναν,
όπως και τα ξεριζωμένα, καυσόξυλα για τις ξυλόσομπες της εκκλησίας. Λίγα από
αυτά παραμένουν ακόμη όρθια, για να θυμίζουν το πυκνό πευκοδάσος που έζωνε το
ναό. Στο δυτικό μέρος της εκκλησίας υπήρχαν δύο ψηλά κυπαρίσσια που έστεκαν
εκεί αδελφωμένα, σε απόσταση ενός περίπου μέτρου το ένα από το άλλο, και δίπλα
τους στην ίδια απόσταση ένα ακόμη πιο μικρό, που και αυτά δεν υπάρχουν πιά.
Εκεί ήταν στημένο αρχικά το καμπαναριό της εκκλησίας. Σε ένα οριζόντιο
σιδερένιο δοκάρι, που ακουμπούσε στους κορμούς των δύο μεγάλων κυπαρισσιών
κρεμόταν μια μεγάλη καμπάνα, ενώ στο διπλανό δοκάρι που ακουμπούσε στον κορμό
του μεγάλου και του μικρού κρεμόταν η μικρή καμπανούλα για να γλυκαίνει τον ήχο
της μεγάλης. Αυτές με τους ήχους τους ειδοποιούσαν τους χωριανούς για την
τέλεση των ιερών ακολουθιών στην εκκλησία τους καθώς και για την αναχώρησή
τους, όταν ξεκινούσαν το μακρινό ταξίδι τους. Αργότερα στήθηκε πάνω στη
νοτιοδυτική γωνία του ναού το υφιστάμενο καμπαναριό. Εκεί από τις αρχές της
δεκαετίας του 1950 κρεμόταν μια μεγάλη καμπάνα, ενώ μια άλλη πιο μικρότερη
κρεμόταν από ένα σιδερένιο δοκάρι που ήταν μπηγμένο στο βορειοδυτικό μέρος του
εξωτερικού τοίχου της εκκλησίας, εκεί που σήμερα έχει στηθεί ο δυτικός πρόναος.
Αυτές τις καμπάνες κτυπούσαμε την δεκαετία του 1950, όταν πιτσιρικάδες τότε
βοηθούσαμε στο ιερό τον αείμνηστο παπαΓιάννη. Οι μεγαλύτεροι ανέβαιναν μέσω του
γυναικωνίτη στο καμπαναριό, μόλις έδινε
εντολή ο ιερέας, άρπαζαν το καμπανόσκοινο και κτυπούσαν την μεγάλη καμπάνα της
εκκλησίας, ενώ οι μικρότεροι κτυπούσαμε την μικρή καμπάνα από το έδαφος.
Η μεταφορά κάθε καμπάνας από το σταθμό του
τραίνου μέχρι το καμπαναριό της εκκλησίας αποτελούσε μια δύσκολη και επίπονη
διαδικασία. Γιατί εκείνες τις εποχές τις φόρτωναν πάνω σε ανοιχτά βαγόνια του
τραίνου από τα χυτήρια της Αθήνας που τις προμηθεύονταν και τις έφερναν
σιδηροδρομικώς μέχρι το σταθμό στο χωριό. Το βαγόνι που μετέφερε την καμπάνα παρέμενε
στο σταθμό, ενώ ο υπόλοιπος συρμός συνέχιζε το ταξίδι του. Την επομένη
μαζεύονταν οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού στο σταθμό και άρχιζε η
διαδικασία εκφόρτωσης από το βαγόνι. Με την βοήθεια των πιο χειροδύναμων
κατοίκων την κατέβαζαν και την τοποθετούσαν, δένοντάς την με τις τριχιές,
προσεκτικά πάνω σε μια αυτοσχέδια σιδερένια πλατφόρμα με σιδερένιους τροχούς.
Έπειτα άρχιζε η διαδικασία μεταφοράς της στην εκκλησία, που διαρκούσε σχεδόν
μια ολόκληρη ημέρα. Ας τρέξει όμως η φαντασία μας στη διαδικασία μεταφοράς, με
δεδομένα ότι δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή στο χωριό ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι
ούτε αυτοκίνητα. Ο δρόμος που οδηγούσε από το σταθμό στην εκκλησία ήταν
κακοτράχαλος, γεμάτος λακκούβες και επικίνδυνα κατηφορικός. Έτσι η πλατφόρμα
κυλούσε αργά και δύσκολα με την βοήθεια των κατοίκων που την έσπρωχναν και
ταυτόχρονα την συγκρατούσαν μην φύγει στην κατηφόρα. Και όταν πιά τέλειωνε η
«Οδύσσεια» της μεταφοράς, άρχιζε το ανέβασμα στο καμπαναριό με τα βαρούλκα
(βίντζια), που δανείζονταν από τα υφιστάμενα στο χωριό ελαιοτριβεία αλλά και
αυτή η διαδικασία ήταν μια δύσκολη υπόθεση.
Στις αρχές
του 1900, για να αντιμετωπιστεί η στενότητα του χώρου που υπήρχε γύρω από την
καινούρια εκκλησία και προκειμένου να δημιουργηθεί νεκροταφείο, οι οικογένεια
των Μακρέων παραχώρησαν την οικοπεδική έκταση που ήταν στην ιδιοκτησία τους,
στην οποία εκτείνεται το σημερινό νεκροταφείο του χωριού.Στην αρχή οι χωριανοί
άνοιγαν τους τάφους για να ταφούν οι θανόντες οικείοι τους, εντός του οικοπέδου
του νεκροταφείου άτακτα και χωρίς διαδρόμους. Άλλωστε δεν υπήρχε τότε πρόβλημα
χώρου, αφού μετά από μια τριετία το πολύ, συνηθιζόταν να πραγματοποιείται
εκταφή των νεκρών. Μετά τον καθαρισμό των οστών με κρασί από τους οικείους
τους, γινόταν η συλλογή τους σε άσπρες πάνινες σακούλες. Έξω από κάθε σακούλα
είχε ραφεί μαύρη πάνινη ταινία σε σχήμα σταυρού και τα αρχικά του
ονοματεπώνυμου του μακαρίτη.
Τοποθετούντο
τα οστά για λίγες ημέρες εντός του κοιμητηρίου στη σακούλα και ύστερα από την
επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη του νεκρού, που γινόταν την Κυριακή στην εκκλησία,
με ένα δίσκο βρασμένο σιτάρι, και πάνω του τη μαύρη σταφίδα να σχηματίζει σχήμα
σταυρού και τα ξεφλουδισμένα αμύγδαλα να σχηματίζουν τα αρχικά του
ονοματεπώνυμου του αείδημου, τα οστά με την σακούλα ρίπτονταν τελικά μέσα στο χωνευτήρι,
ένα μεγάλο υπόγειο αποθηκευτικό χώρο που υπήρχε εντός του κοιμητηρίου που ήταν
τότε κάτω από το δάπεδο του κτίσματος του σημερινού κοιμητηριακού ναού του
Αγίου Λαζάρου.
Αργότερα
όμως που η κάθε οικογένεια του χωριού θέλησε να αποκτήσει δικό της «οικογενειακό»
τάφο, για να ενταφιάζει τους οικείους της, αποφασίστηκε από το εκκλησιαστικό
συμβούλιο η δημιουργία διαδρόμων και η διάνοιξη τάφων στη σειρά, τον ένα πλάι
στον άλλον, καθώς και η κατασκευή εσωτερικού μανδρότοιχου, για τον διαχωρισμό
του νεκροταφείου από το υπόλοιπο προαύλιο της εκκλησίας. Το τελευταίο είχε σαν
αποτέλεσμα δύο - τρείς μεγάλοι μαρμάρινοι τάφοι να μείνουν εκτός του χώρου του
νεκροταφείου, μέσα στο προαύλιο της εκκλησίας. Όμως μετά από την δημιουργία
οικογενειακών τάφων, σήμερα έχει δημιουργηθεί σοβαρό πρόβλημα εξεύρεσης χώρου
για τάφο, προκειμένου να ενταφιαστούν συγχωριανοί μας που δεν τον χρειάστηκαν
μέχρι σήμερα και στερούνται οικογενειακού τάφου.
Την
δεκαετία του 1950 επίσης το επίπεδο του οικοπέδου του νεκροταφείου που εφάπτεται
σε όλο το μήκος του της οδικής αρτηρίας που οδηγεί προς Τρίπολη και Άστρος,
αποτελούσε κήπο με πανύψηλα κυπαρίσσια, μυγδαλιές και άλλα δέντρα. Ήταν η
διαχωριστική γραμμή του νεκροταφείου από το δημόσιο δρόμο. Σήμερα όμως, για τον
ίδιο λόγο που προαναφέραμε, και αυτό το οικόπεδο, μετά την εκρίζωση των
γιγάντιων κυπαρισσιών, αποτελεί προέκταση του νεκροταφείου του χωριού.
Επίσης πίσω
από τον σημερινό κοιμητηριακό παρεκλήσι του Αγίου Λαζάρου, έθαβαν παλαιότερα
τους αυτόχειρες χωριανούς μας, που η εκκλησία, για δογματικούς λόγους, δεν
διάβαζε γι΄ αυτούς νεκρώσιμη ακολουθία, ούτε τους ευχόταν «καλό κατευόδιο».
Σήμερα όμως και αυτός ο χώρος, επειδή δεν υπάρχει διαθέσιμη άλλη οικοπεδική
έκταση γύρω, αποτελεί και αυτός προέκταση του νεκροταφείου, φιλοξενώντας
πολλούς συμπατριώτες μας που έφυγαν από τη ζωή.
Προέκταση του προαυλίου της εκκλησίας
είναι και το αλώνι της που τα χωρίζει ο δρόμος που κατευθύνεται προς την
περιοχή της Μαύρης Τρύπας. Φτιάχτηκε από τους κατοίκους του χωριού μετά το
1900, σε έκταση που παραχωρήθηκε από τους Κουρβεταρέους, κατά το χτίσιμο της
σημερινής εκκλησίας. Μέχρι τότε οι συγκεντρώσεις των κατοίκων του χωριού και τα
γλέντια γίνονταν στο αλώνι του Χουγιάζου που δεν υπάρχει πιά, λίγο παραπάνω από
την εκκλησία, δίπλα στον κεντρικό δρόμο. Ήταν χωρισμένο σε δύο επίπεδα, που
επικοινωνούσαν μεταξύ τους με τέσσερα σκαλοπάτια. Στο πάνω επίπεδο κάθονταν
οικογενειακώς σε ξύλινα ή πτυσσόμενα σιδερένια τραπέζια οι κάτοικοι του χωριού
και απολάμβαναν τους μεζέδες τους, που συνοδεύονταν από Μασκλινιώτικο κρασί.
Και μόλις φούντωνε το κέφι κατέβαιναν τα σκαλοπάτια και έμπαιναν στο χορό, γύρω
από την εξέδρα με τους οργανοπαίχτες, που στηνόταν κάτω από το πλατάνι. Αυτό το
αλώνι κρύβει μέσα του πολλές παλιές ανθρώπινες ιστορίες, από τα γλέντια και τις
«χαρές» των κατοίκων του χωριού μας, που αφουγκράστηκε, φιλοξενώντας τα στο
χώρο του, στο διάβα του χρόνου, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει, για να μας τις
διηγηθεί.
Τα ζευγάρια, μετά τις υποσχέσεις αμοιβαίας αγάπης που έδιναν μπροστά
στην εικόνα του ΑηΓιώργη, με την ευλογία του αείμνηστου παπαΓιάννη του Χάλια
και των προκατόχων του, περνούσαν τα στέφανα και αφού δέχονταν τις ολόθερμες
ευχές των συγχωριανών τους, έβγαιναν στο αλώνι για να χορέψουν παραδοσιακούς
χορούς, συμπληρώνοντας έτσι την ευτυχία τους. Χόρευαν και οι χωριανοί σε
πολλούς κύκλους, έχοντας μπροστάρηδες στο χορό τους νεόνυμφους, και μοιράζονταν
έτσι τη χαρά τους. Και την μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, την Ανάσταση, το
αλώνι ζούσε μεγάλες ώρες. Από την ημέρα της Ανάστασης και για τις επόμενες
τρείς ημέρες τουλάχιστον, στήνονταν εκεί ολοήμερο γλέντι. Εκείνες τις μέρες τα
πρωινά, αλλά και τις απογευματινές ώρες, μετά τις αναστάσιμες λειτουργιές,
έβγαιναν όλοι οι κάτοικοι του χωριού στο αλώνι για να γλεντήσουν.
Εκεί, κάτω από πλατάνι είχε στηθεί η
ορχήστρα με τους οργανοπαίχτες που κούρντιζαν ξανά και ξανά τα όργανα,
περιμένοντας να μαζευτεί ο κόσμος για να αρχίσει το γλέντι. Αφού κάθονταν,
άλλοι στα στρωμένα τραπέζια με τις απλωμένες λαδόκολλες, τα ψητά κρέατα και τις
μπύρες ενώ οι άλλοι, κυρίως ο γυναικόκοσμος του χωριού, στα παρτέρια της
μάντρας του αλωνιού, που εφάπτονταν στο δρόμο και δεν υπάρχει πια, άρχιζε το
γλέντι. Πρώτη πάντα «άνοιγε» το χορό η αείμνηστη Μαρίτσα του Τσιρίλη με τις
φουντωτές κόκκινες παντόφλες της, συνοδεύοντας με το τραγούδι της την ορχήστρα.
Ακολουθούσαν οι χωριανοί, κάνοντας ατέλειωτους κύκλους γύρω από την ορχήστρα,
ενώ οι μπροστάρηδες του χορού, πετούσαν χαρτονομίσματα στους οργανοπαίχτες, για
να παίξουν τις «παραγγελιές» τους, τα τσάμικα, τα καλαματιανά και τα συρτά.
Και απέξω στο δρόμο, δίπλα στην μάντρα του
αλωνιού, και μέχρι το πηγάδι του Αϊ Γιώργη, στηνόταν η «πασαρέλα» της νεολαίας
του χωριού, που καθώς πηγαινοερχόταν παρέες - παρέες, τα αγόρια «έριχναν»
κλεφτές ματιές στις κοπέλες του χωριού και στις «εκλεκτές» της καρδιάς τους.
Στο τέλος έμπαινε και η νεολαία στο χορό, δίνοντας νέο κέφι και ζωντάνια στους
χορευταράδες χωριανούς. Και όταν πια σκοτείνιαζε, σταματούσε το γλέντι στο
αλώνι της εκκλησιάς, για να ξαναρχίσει εκεί τις πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας,
μετά το τέλος της αναστάσιμης λειτουργίας. Συνεχιζόταν όμως το βράδυ, μέχρι τις
πρωινές ώρες, στο καφενείο του χωριού, «στην αγορά».
Καίτοι άλλαξε η όψη του αλωνιού μέσα στα
τελευταία εξήντα πέντε χρόνια, αφού εκσυγχρονίστηκε, ηλεκτροφωτίστηκε και πλακοστρώθηκε,
εν τούτοις ακόμη κρύβει μέσα του την παλιά του αίγλη. Στέκει και σήμερα,
ρημαγμένο πια, αγέρωχα εκεί, έχοντας στη μέση το θαλερό πλατάνι του. Ακόμα
καμαρώνει για όσα είδε και άκουσε τον παλιό καλό καιρό, τότε που το χωριό
βούιζε από τις φωνές των παιδιών, τους χορούς της πολυπληθούς νεολαίας του και
τα τραγούδια των μεγαλύτερων, που οι τελευταίοι τώρα δεν είναι πια κοντά μας.
Όμως θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στους λειτουργούς και τους διακόνους του
αναλογίου της εκκλησίας μας από της ιδρύσεώς της μέχρι τα σήμερα. Από τους
ιερείς που δεν είναι πια στη ζωή και διακόνησαν την εκκλησία, για πολλά χρόνια
ο καθένας, τιμώντας την μνήμη του ΑηΓιώργη, αξίζει να αναφερθούν οι:
παπαΝικόλας Παυλάκος, παπαΓιάννης Αγγελόπουλος, παπαΘανάσης Παπακωνσταντίνου
και παπα Γιάννης Χάλιας, από του Ρούβαλη. Ο τελευταίος διακόνησε την εκκλησία
μας από 13 Απρίλη του 1950, που πρωτολειτούργησε εκεί, μέχρι το τέλος της ζωής
του. Απεβίωσε σε ηλικία 79 ετών, την 26-5-1980 στο Σικάγο, όπου είχε πάει να
επισκεφτεί τα παιδιά του. Ενταφιάστηκε λίγες ημέρες αργότερα, στο χωριό μας,
μπροστά στο ιερό της εκκλησίας του ΑηΓιώργη που είναι μέχρι σήμερα και ο τάφος
του. Ενδιάμεσα και για μικρά χρονικά διαστήματα ιερούργησαν στον ΑηΓιώργη ο
παπαΧρύσανθος, ο ιερομόναχος Ιερόθεος Κούτσελας και ο Γερμανός Κρίκας. Μετά τον
παπαΧάλια και για κάμποσα χρόνια ιερουργούσε στην εκκλησία ο παπαΓεράσιμος
Λιβαδάρος. Από την ημερομηνία μετάθεσής του από τον ΑηΓιώργη, ύστερα από αίτησή
του, ιερουργεί με αφοσίωση και θρησκευτική ευλάβεια στο ναό ο ακάματος
παπαΚώστας Παπαθεοδώρου, από την Τρίπολη.
Ιεροψάλτες
που διακόνησαν το αναλόγιο της εκκλησίας, αείμνηστοι τώρα, ήταν ο Γιώργης
Μέγγος, πατέρας του Νικόλα Μέγγου (Ντρίτσαλη), ο Κώστας Παπαγεωργίου
(Καλόγερος) και ο γιος του Παναγιώτης. Επίσης ο Στράτης Βαρβιτσιώτης, ο Νικόλας
Παυλάκος, ο Ηλίας Κωνσταντούρος και ο Χαράλαμπος Λύγδας. Ο τελευταίος
διακονούσε το αναλόγιο της εκκλησίας μέχρι πρότινος. Τούτο τον καιρό, που το
χωριό φθίνει πληθυσμιακά, διακονούν το αναλόγιο καταβάλλοντας αξιέπαινες
προσπάθειες και δύο Μασκλινιώτες συνταξιούχοι δάσκαλοι, ο Τάσος
Κωνσταντούρος και ο Γιάννης Μέγγος.
Γ.Σκλημπόσιος
- Μακλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου