ΤΑ ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΑ
ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Πρώτα
άρχιζαν και έφερναν τις πέτρες από το γειτονικό λατομείο για να χτίσουν το
καμίνι, καθώς και τα καυσόξυλα (αφάνες, πουρνάρια κλπ.) για το κάψουν. Τις
πέτρες τις κουβαλούσαν με τα μουλάρια με τον εξής τρόπο: Έδεναν με τις τριχιές
σε θηλιά, στις δύο πλευρές του σαμαριού του μουλαριού σανίδες φαρδιές και εκεί
επάνω φόρτωναν τις πέτρες την μια δίπλα στην
άλλη, στερεώνοντάς τες με τις τριχιές για να μην πέσουν κατά την
μεταφορά τους. Η τριχιά ξεκινούσε και τέλειωνε στα «κλοτσάκια» που ήταν
καρφωμένα στις άκρες του σαμαριού μπρος και πίσω, για να διευκολύνει το δέσιμο.
Αφού περνούσαν την τριχιά από το «πισάρι», ξύλινο εξάρτημα του σαμαριού στο
πίσω μέρος μετά την περνούσαν από το «μποστάρι», το εξάρτημα του σαμαριού στο
μπροστινό μέρος. Έδεναν τέλος την τριχιά στο μπροστινό κλοτσάκι με διπλή θηλιά
και έσφιγγαν την τριχιά για να είναι σίγουρο το φορτίο κατά την μεταφορά. Οι
σανίδες που δέχονταν τις πέτρες δεν έπρεπε να κρέμονται κάτω από το μάκρος του
σαμαριού για να μην εμποδίζει το περπάτημα του ζώου και να μην το τραυματίζει
τα πλευρά του.Το φορτίο έπρεπε να είναι ισόβαρο και από τις δύο πλευρές του
σαμαριού. Όταν έγερνε από την μια πλευρά πρόσθεταν πέτρες από την άλλη για να
υπάρχει απόλυτη ισορροπία και να μην «ξεσαμαρίζει» το φορτίο μέσα στις
κακοτοπιές που περνούσε το μουλάρι. Το ξεφόρτωμα γινόταν από δύο άτομα, για να
κρατούν την ισορροπία του φορτίου, μέχρι να ξεφορτωθεί εντελώς από το μουλάρι. Όταν
το λατομείο ήταν δίπλα στο καμίνι, οι εργάτες κουβαλούσαν τις πέτρες με την «τζιουβέρα»
ή «ξυλογαϊδούρα». Αυτή ήταν ένα είδος φορείου με γερά ξύλα στα πλαϊνά και σύρμα
πλεγμένο στην κοιλιά του, για να κρατάει τις πέτρες.
Τα ασβεστοκάμινα τα κατασκεύαζαν συνήθως σε πλαγιές, μέρη που υπήρχε πίσω ή όσο
γινόταν γύρω από αυτό, κάθετο έδαφος από σκληρό χώμα που θα χρησίμευε ως
μόνωση. Αρχικά έσκαβαν ένα κυκλικό λάκκο
με βάθος που αναλογούσε στο 1/3 του συνολικού ύψους του καμινιού. Από το βάθος
του λάκκου έχτιζαν κυκλικά τον εξωτερικό τοίχο του καμινιού με πάχος
τουλάχιστον 80 εκατοστά με πέτρες και λάσπη από χώμα, μέχρι την κορυφή του.
Στην βάση αυτού του τοίχου και εσωτερικά, έκαναν μια μικρή βάση, την «σέτα»,
φάρδους 20 και ύψους 50 εκατοστών, όπου από εκεί άρχιζε σε ξερολιθιά το θολωτό
χτίσιμο των ασβεστόλιθων (καμαρικών). Χτίζοντας τους εσωτερικούς τοίχους με
ξερολιθιά οι χτίστες, αύξαιναν προοδευτικά καθ’ ύψος, το πάχος τους προς το
εσωτερικό μέρος μόνο, έτσι αυτό εσωτερικά έπαιρνε το σχήμα κώνου και εξωτερικά
το σχήμα τρούλου (κοίλο). Την τρύπα που απόμενε στο πάνω μέρος του τρούλου την
έκλειναν με μια μεγάλη πέτρα σε σχήμα σφήνας, την οποία ονόμαζαν «κλειδί» ή
«παπά». Οι πέτρες για την ασβεστοποίηση βρίσκονταν στην οροφή του καμινιού, οι
οποίες και λέγονταν «φόστωμα» του ασβεστοκάμινου. Άφηναν μία τρύπα, την πόρτα, στη βάση μπροστά στο καμίνι, η οποία μετά το χτίσιμο
των ασβεστόλιθων χτιζόταν και αυτή και άφηναν μόνο ένα άνοιγμα στο κάτω μέρος
για να εισέρχονται τα ξύλα για την καύση στο εσωτερικό του που έμενε κενό. Σε
κάποια απόσταση άφηναν άλλη μια τρύπα για να βγάζουν την στάχτη με την μασιά.
Το χτίσιμο των ασβεστόλιθων απαιτούσε
μεγάλη μαστοριά και προσοχή. Οι ασβεστόλιθοι έπρεπε να χτίζονται κατά
τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα του θολωτού (σαν φούρνος) και
να υπάρχουν κενά μεταξύ των ασβεστόλιθων, για να επιτυγχάνεται η διευκόλυνση
ρευμάτων αέρα και να διαπερνά η φλόγα. Το ψήσιμο της πέτρας γινόταν αντιληπτό
από το κάθισμα του θολωτού σωρού αλλά και από τον καπνό που έπαιρνε χρώμα μπλε.
Ακολούθως άναβαν δυνατή φωτιά που έφτανε τους
1000 βαθμούς Κελσίου στη βάση του καμινιού που έκαιγε συνεχώς, χωρίς διακοπή,
για χρονικό διάστημα πέντε περίπου ημερών. Γι’ αυτή τη διαδικασία έπρεπε να
είναι έμπειρος ο «ταγιστής» εργάτης και
η ομάδα του. Η τελευταία αποτελείτο από τέσσερα συνήθως άτομα, οι οποίοι
εναλλάσσονταν κάθε δύο ώρες περίπου. Οι ταγιστές πρόσθεταν συνεχώς κλαριά και
τάϊζαν τη φωτιά για να αυξήσουν τη θερμοκρασία του καμινιού, προσέχοντας πολύ
να μην ζαλιστούν και λιποθυμήσουν από τη
φωτιά. Μετά από τρία ημερόνυχτα συνεχούς
καύσης, το φορτίο του καμινιού, οι πέτρες δηλαδή του τρούλου μαλάκωναν κι
άρχιζε σταδιακά η συρρίκνωση αυτών, άρχιζαν δηλαδή σιγά σιγά να βουλιάζουν. Η
θερμοκρασία των 1000ο Κελσίου τους αφαιρούσε τον άνθρακα, τις
ασβεστοποιούσε και τις έκανε τόσο μαλακές ώστε η μία ακουμπούσε πάνω στην άλλη.
Έτσι έκλειναν όλα τα κενά που υπήρχαν κατά το χτίσιμο. Στο τέλος ο τρούλος
βυθιζόταν αρκετά χαμηλά, ενώ από τις ασβεστοποιημένες πέτρες του τρούλου
έβγαιναν ροδόχρωμες μικρές φλογίτσες. Στον εσωτερικό χώρο του Καμινιού κι
απέναντι σχεδόν από την πόρτα, υπήρχε ένα σημείο που το έλεγαν «μάτι» . Ήταν
το σημείο εκείνο που έδειχνε αν το καμίνι είχε καεί εντελώς. Εκεί οι πέτρες
είχαν χτιστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε μετά από τέλεια καύση έπρεπε να είναι
ενωμένες μαζί τους, να αποτελούν ένα σώμα και το χρώμα τους να είναι ροδόλευκο.
Μετά το τέλος της καύσης άρχιζε το «ξεκαμίνιασμα». Οι
καμινιαραίοι αφαιρούσαν με πολύ προσοχή και με σειρά τις ασβεστοποιημένες
πέτρες του τρούλου. Τις τοποθετούσαν μέσα σε σακιά, τις φόρτωναν σε μουλάρια
και τις διοχέτευαν στην αγορά. Η μονάδα μέτρησης του βάρους του ασβέστη ήταν το
καντάρι που ισοδυναμούσε με σαράντα τέσσερεις οκάδες. Στην ευρύτερη περιοχή του
χωριού υπήρχαν πολλά τέτοια καμίνια που έχουν μείνει τώρα τα απομεινάρια τους
και ένα έχει δώσει την ονομασία του στη περιοχή που βρίσκεται σήμερα το γήπεδο
του χωριού. Από αυτό το καμίνι βγήκε όλη η ποσότητα του ασβέστη που
χρησιμοποιήθηκε για το χτίσιμο της εκκλησίας του Αη - Γιώργη.
Περιοδεύοντας τις κρυφές γωνιές του Πάρνωνα
και στο δρόμο που οδηγεί στη Βαμβακού, σε μια κορυφογραμμή και σε υψόμετρο 1520
μέτρα συναντήσαμε αριστερά στο δρόμο ένα
χτισμένο ασβεστοκάμινο, έτοιμο για να καεί. Παραπέρα ήταν σωριασμένα παλιά
λάστιχα αυτοκινήτου, που θα χρησίμευαν προφανώς για το κάψιμό του. Ποιός ξέρει
όμως τι ανάγκασε τους καμινάρηδες και
παράτησαν την προσπάθειά τους αυτή στη μέση.
Γ. Σκλημπόσιος -
Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου