Ο ΠΡΩΤΟΣ ΓΥΝAΙΚΕΙΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ
ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ιδρύθηκε ο πρώτος γυναικείος συνεταιρισμός στο χωριό μας. Έγινε πραγματικότητα με το «γάλα της παρέας». Από τις αρχές Ιουνίου στην γειτονιά μου αλλά και στις άλλες γειτονιές του χωριού μαζεύονταν δέκα- δεκαπέντε νοικοκυρές, και έκαναν την "παρέα" έτσι την έλεγαν. Όλα κανονίζονταν μεταξύ τους. Οι μεγαλύτερες γυναίκες της γειτονιάς είχαν ένα λόγο παραπάνω για το πόσες θα συμμετείχαν και για τα εδαφικά όρια της «παρέας» φροντίζοντας να μην είναι μακριά από τα σπίτια τους.
Όλα
τα νοικοκυριά του χωριού είχαν δύο έως
τρείς κατσίκες και προβατίνες. Το γάλα που περίσσευε από την κάθε οικογένεια τα
πρωινά και με κάποια σειρά το έφερναν στην αυλή κάθε μιας τους το συγκέντρωναν σε ένα μεγάλο χάλκινο καζάνι
γυαλισμένο με καλάι και έφτιαχναν τα
κεφαλοτύρια και της μυζήθρες της χρονιάς. Τέσσερα πράγματα ήταν η ιδιοκτησία
του ιδιότυπου αυτού συνεταιρισμού: ένα τυροβόλι από λαμαρίνα ( φτιαγμένο από
τον Σοφιανό τον Σκιντζή), μία κανάτα από
αλουμίνιο της οκάς, μία της μισής και ένα κατοστάρι . (δεν τα άλλαξαν ούτε όταν
έγινε η μετατροπή της οκάς σε κιλό) γιατί έτσι γινόταν η μέτρηση . Πολύ πρωί με
την ανατολή του ηλίου έρχονταν η κάθε γειτόνισσα με το πρωινό γάλα αλλά και το
βραδινό ,φυλαγμένο σε δροσερό μέρος, στο σπίτι της "κυράς" μετρούσε
το γάλα το έριχνε στο καζάνι και έφευγε .Η ποσότητα του γάλατος γραφόταν από
την «κυρά» του σπιτιού στο μπλε τετράδιο
που είχε μείνει από την περασμένη σχολική χρονιά των παιδιών. Έχω ακούσει πώς κάποιοι έχουν κρατήσει για
ενθύμιο αυτά τα λογιστικά βιβλία ! Η καταχώριση γινόταν κάπως έτσι: με το μικρό
τους όνομα ή με το επίθετο, ή ακόμα και
με το παρατσούκλι του συζύγου ανάλογα , και δίπλα η ποσότητα τού γάλατος ,π.χ.
Τασιά 3 οκαδ.και100(δράμια), Γιαννού
4.300, Σηκοβάραινα 2.350 ......
κ.τ.λ . Έμενε τέλος η «Κυρά» μόνη και άρχιζε δουλειά. Άναβε τη φωτιά στο καζάνι
, έφτανε και τις 30-35 οκάδες το γάλα , έβαζε το δάχτυλο στο ζεστό γάλα για να
υπολογίσει τους βαθμούς έριχνε την πυτιά και σκέπαζε το καζάνι με το τουλπάνι
(τσαντίλα) αφού είχε σβήσει τη φωτιά. Ύστερα από μια ώρα περίπου σταύρωνε τρεις
φορές και έβγαζε το πηγμένο τυρί από το καζάνι με την τσαντίλα το έβαζε στο
τυροβόλι και έκανε το κεφαλοτύρι . σες άλλο δοχείο έκανε τη φέτα. Τελευταία
έφτιαχνε την μυζήθρα και στο τέλος έκανε τον καθαρισμό του καζανιού να είναι
για αύριο όλα έτοιμα.
Συγκεντρώνοντας με τον παραπάνω τρόπο το γάλα της γειτονιάς, έφτιαχνε η
«Κυρά» στο χαλκωματένιο καζάνι τον ξινό και τον γλυκό τραχανά. Μέρος από την
ποσότητα του γάλατος χρησιμοποιούσε για να ρίξει και στο ζυμάρι για τις
χυλοπίτες. Την ημέρα που κάποια γειτόνισσα της παρέας επρόκειτο να φτιάξει
χυλοπίτες, μαζεύονταν πρωί – πρωί στο
σπίτι της σχεδόν όλες οι γυναίκες της παρέας. Άλλες άνοιγαν πάνω στα τραπέζια
και τους σοφράδες το ζυμάρι και δημιουργούσαν τα «πέτουρα*» με τους «πλάστες*»
ενώ άλλες , οι «κόφτρες*» έκοβαν με τα κοφτερά τους μαχαίρια τα πέτουρα σε μικρά τετράγωνα ή στενόμακρα
κομματάκια δημιουργώντας έτσι τις χυλοπίτες. Τα μικρά αυτά κομματάκια στη
συνέχεια τα άπλωναν πάνω σε καθαρά σεντόνια που είχαν απλώσει στα κρεββάτια, για να ξεραθούν. Η «παρέα»
τελείωνε γύρω στα τέλος του Αυγούστου που σταματούσε η παραγωγή γάλατος από τα
ζωντανά και κάθε νοικοκυρά είχε στο
κελάρι της πέντε έως έξη κεφαλοτύρια και άλλες τόσες μυζήθρες (μουτζήθρες)
χώρια τη φέτα στα ξύλινα βαρέλια, τις χυλοπίτες , τον ξινό αλλά και τον γλυκό
(πληγουρένιο) τραχανά όλα φτιαγμένα στο χέρι. Ο χειμώνας που σε λίγο θα ερχόταν
είχε ο, τι ήταν απαραίτητο. Φύλαγαν στο σπίτι κάποιας νοικοκυράς τα εργαλεία
τους και εύχονταν η μια στην άλλη καλό χειμώνα , καλοφάγωτα, και του χρόνου να
είμαστε καλά! .
Μια
φέτα ζυμωτό ψωμί και λίγο κεφαλοτύρι ήταν το απογευματινό των παιδιών αλλά και
ένα μικρό κέρασμα με ένα ποτήρι κρασί για τον μουσαφίρη της στιγμής . Το τυρί
αποτελούσε απαραίτητο συμπλήρωμα στο ταγάρι της νοικοκυράς που έπαιρνε μαζί της
στον τρύγο , τη σπορά και το λιομάζωμα .
Ο τραχανάς και οι χυλοπίτες γέμιζαν
τα ταγάρια που έφευγαν για την Τρίπολη με το πρωινό
λεωφορείο της γραμμής ραμμένα με βελόνα
και χοντρή κλωστή, για τα παιδιά που σπούδαζαν εκεί. Τα μεσημέρια τής Κυριακής,
τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τις Απόκριες το σπίτι και όλη η
γειτονιά μοσχοβολούσε από το κοκκινιστό
με τις χυλοπίτες πασπαλισμένες με μυζήθρα ή με κεφαλοτύρι .
Από
τις αρχές του 1970 ο ιδιότυπος αυτός
συνεταιρισμός των γυναικών του χωριού μας
σιγά - σιγά άρχισε να φθίνει, αφού οι κατσίκες και οι προβατίνες άρχισαν
εξαφανίζονται από τα καλύβια των σπιτιών
και να καταλήγουν στα χασάπικα του χωριού για να δώσουν στα σπιτικά το
νόστιμο κρέας τους, δυστυχώς όμως χωρίς αντικατάσταση.
Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης