Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

 

                                        TA   ΜΑΓΑΖΙΑ ΤΟΥ  ΚΑΤΩ  ΧΩΡΙΟΥ

 Σε προηγούμενο σημείωμά μας είχαμε αναφερθεί στα μαγαζιά της περιοχής του σταθμού του τραίνου. Σήμερα θα αναφερθούμε στα υπόλοιπα μαγαζιά του χωριού μας. Κατ’ αρχάς σημειώνουμε πως το χωριό μας δεν είχε ποτέ τυπικό κέντρο, όπως συνηθίζεται. Το κέντρο των εμπορικών και λοιπών δραστηριοτήτων μετατοπίστηκε σιγά –σιγά στις αρχές του 1900 περίπου, από τα Στρατηγέκα χάνια στα Κουρβεταρέκα, στου Κοντογιάννη και γύρω από την σημερινή πλατεία του χωριού.

 Έτσι δημιουργήθηκαν κατά μήκος του κεντρικού δρόμου που εκτεινόταν από την εκκλησία του χωριού μέχρι το σταθμό του τραίνου:

     Το παντοπωλείο των αδελφών Αντρέα και Γιάννη Κουρβετάρη, λίγο πιο πάνω από την εκκλησία του ΑηΓιώργη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 διασπάστηκε η επιχείρηση και κράτησε το κατάστημα αυτό ο Αντρέας. Λειτούργησε κατά κύριο λόγο σαν κατάστημα γενικού εμπορίου, αλλά δευτερευόντως και σαν καφενείο με δυό - τρία τραπέζια. Εκεί σύχναζαν και έπιναν τον καφέ τους κάτοικοι της γειτονιάς Γυμνιάνικα. Ο αδελφός του ο Γιάννης αγόρασε από τον Διαμαντόπουλο το πέτρινο διώροφο κτίσμα στο σταθμό του τραίνου και άνοιξε δικό του παντοπωλείο. Αργότερα εξελίχθηκε σε μεγάλο κατάστημα γενικού εμπορίου, μορφή με την οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα.

     Λίγο παραπέρα στη Μακρέκη γειτονιά λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η ταβέρνα του Θανάση Κατσιάβου. Βρισκόταν εκεί που σήμερα έχει κτιστεί το σπίτι του Χάρη  Παπαγεωργίου. Στεγαζόταν στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού του ιδιοκτήτη και μέσα σε αυτή έτρωγαν τα μεζεδάκια τους και  έπιναν τα κρασάκια τους οι κάτοικοι της γύρω γειτονιάς.

    Παραπάνω στη δεξιά μεριά του κεντρικού δρόμου και στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού του Χρήστου Στρατηγάκου λειτούργησε για πολλά χρόνια χασαποταβέρνα από τον ίδιο. Μετά το θάνατό του συνέχισε να λειτουργεί από το γιό του το Σταύρο. Ο μισός χώρος είχε διαμορφωθεί σε κρεοπωλείο, με τα απολύτως απαραίτητα σύνεργα. Στον άλλο μισό χώρο του δωματίου υπήρχαν τέσσερα – πέντε τραπέζια και εκεί κάθονταν οι θαμώνες της ταβέρνας για να απολαύσουν τους πεντανόστιμους μεζέδες, φτιαγμένους από τα χέρια της θειάς μου Μαριγώς και να πιούν τα ποτηράκια τους από το φημισμένο κρασί του χωριού μας.

   Ακόμη πιο πάνω και στην ίδια κατεύθυνση του δρόμου δεξιά, λειτούργησε στην διάρκεια του μεσοπολέμου το καφενείο του Πολύβιου Κοντογιάννη, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Σε αυτό λειτουργούσε παράλληλα και καφεκοπτείο. Εκεί «έχυναν» και το κερί της εκκλησίας. Το μαγαζί  εμπορεύονταν και τσιγάρα. Στη συνέχεια νοικιάστηκε από το γείτονά του Γεώργη Καγκλή (Κορδίκο) και τον Λυγδόγιαννη που το έκαναν ταβέρνα. Απέναντι από αυτό, στα αριστερά του δρόμου, λειτούργησε αργότερα το χασάπικο του Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου), στο ισόγειο του σπιτιού του. Τώρα δεν υπάρχει τίποτε που να θυμίζει τα μαγαζιά αυτά.

     Στην περιοχή της αγοράς λειτούργησε για πολλά χρόνια το μπακάλικο-καφενείο του Γιώργη Καγκλή - (Χαρικλιά) στο ισόγειο του σπιτιού του που εφάπτεται στον κεντρικό κοινοτικό δρόμο.  Το κρατούσαν ανοιχτό τα παιδιά του ο Γιάννης και ο Βασίλης. Σήμερα δεν λειτουργεί πιά.

     Δίπλα ακριβώς εφαπτόμενο του κοινοτικού δρόμου βρισκόταν το μπακάλικο - καφενείο του Νίκου Μέγγου (Ντρίτσαλη). Σε αυτό για πολλά χρόνια στεγαζόταν και το κουρείο του, στην πίσω γωνιά της σημερινής αποθήκης του, που το είχε χωρίσει από τον υπόλοιπο χώρο με πρόχειρη ξύλινη κατασκευή ύψους ενός μέτρου περίπου. Στον τοίχο του μαγαζιού υπήρχε μια πινακίδα που ειδοποιούσε του πελάτες με την λαϊκή ρήση «Εάν μας αγαπάτε, βερεσέ μη μας ζητάτε». Το μπακάλικο λειτουργεί μέχρι σήμερα και εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο τους κατοίκους του κάτω χωριού.

Στα μεταπολεμικά χρόνια λειτούργησε στην περιοχή που είναι η σημερινή πλατεία του χωριού, το περίπτερο-ψιλικατζίδικο του Γιάννη Στρατηγάκη (Θανουκόγιαννη).Βρισκόταν στο σημείο που σήμερα έχει στηθεί  το κιόσκι της πλατείας του χωριού. Κατά κύριο λόγο  πουλούσε τσιγάρα χύμα χωρίς φίλτρο που ήταν συσκευασμένα μέσα σε κούτες των 100 τεμαχίων, και δευτερευόντως ψιλικά και είδη παντοπωλείου (καραμέλες, σοκολάτες,  σπίρτα, κορδόνια για τα παπούτσια κλπ). Το περίπτερο φωτιζόταν τα βράδια  με απλή οικιακή λάμπα πετρελαίου και θερμαινόταν τις κρύες ημέρες του χειμώνα με μαγκάλι κάρβουνα. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει το περίπτερο.

Λίγο πιο πέρα υπήρχε  το καφενείο στο σπίτι  ιδιοκτησίας τότε του Ι. Κοτσιώνη. Ήταν για πολλές δεκαετίες το μοναδικό αυθεντικό καφενείο στο χωριό και  άλλαξε πολλά χέρια. Πριν το 1940 είχε νοικιαστεί από τον Βαγγέλη Κουρλιμπίνη (Κομματά) και τα αδέλφια του. Κατόπιν το κράτησαν κατά σειρά, για πολλά χρόνια ο Κώστας Λύγδας (Μάρκος) που έγινε και ιδιοκτήτης ολόκληρου του κτιριακού συγκροτήματος, ο Παναγιώτης Αντωνάκος (Πάϊκος), ο Κώστας Σκιτζής με τον Δημήτρη Μήλη (Κάβουρα), ο Γιάννης Ράλλης, η Τέσσυ Λεφτάκη και ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού. Τα τελευταία χρόνια το κράτησε η Vania Stancova.Τώρα έχει περιέλθει στα χέρια του συγχωριανού μας του Τάκη Τσιώρου. Παλιότερα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, όταν δεν είχε ακόμα ηλεκτροφωτιστεί το χωριό, το άνοιγμα του καφενείου και το άναμμα της βενζινόλαμπας για την φωταγώγησή του λίγο πριν φέξει, αποτελούσε για τους γονείς μου το ρολόϊ ή τον «κόκορα» όπως έλεγε ο αείμνηστος πατέρας μου, για να σηκωθούν από το κρεβάτι να πάνε στα χωράφια τους για το μεροκάματο.

Απέναντι ακριβώς, χτίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 καφενείο από το Γιώργη Στρατηγάκη (Γύφτο), σε ιδιόκτητο οικόπεδό του. Αυτός αφού το κράτησε αρκετά χρόνια, στη συνέχεια το ενοικίασε στον Γιώργη Μέγγο (Ντρίτσαλη). Τώρα το κρατάει η κυρά Ελένη του Σκλημπόσιου με τα παιδιά της.

Δίπλα στο καφενείο του Στρατηγάκη λειτουργεί από το 1932 και η ονομαστή χασαποταβέρνα του Γιάννη Σκλημπόσιου. Παλιότερα, πριν  να γίνουν επεκτάσεις του χώρου της ταβέρνας στον μισό εμπρόσθιο ορθογώνιο χώρο που εφάπτεται του κοινοτικού δρόμου, στεγαζόταν το χασάπικο με όλα του τα σύνεργα  (μαχαίρες, μπαλτάδες, τσιγκέλια ζυγαριές κλπ). Στον άλλο μισό υπήρχαν τέσσερα πέντε τραπέζια για τους πελάτες της ταβέρνας. Εκεί συναντιόνταν καθημερινά οι χωριανοί, φίλοι του ποτηριού και του μεζέ, κουτσομπολεύοντας την καθημερινότητα του χωριού και τραγουδώντας αξέχαστα λαϊκά τραγούδια με την συνοδεία ενός ξεκουρδισμένου γραμμόφωνου και άλλα τραγούδια της «τάβλας» μέχρι τα μεσάνυχτα. Οι μπριζόλες και τα παϊδάκια που ψήνονταν στις σχάρες πάνω στο μεγάλο μαγκάλι στην πίσω αυλή της ταβέρνας «ξεσήκωναν» με τις ευχάριστες και γαργαλιστικές οσμές τους όλη τη γειτονιά.

Επίσης την δεκαετία του 1950 λίγο πιο πάνω από την αγορά, στο ισόγειο του σπιτιού του Δημοσθένη Λυγγίτσου λειτούργησε παντοπωλείο και καφενείο από τον ιδιοκτήτη του. Εκεί τρέχαμε τα πιτσιρίκια της γειτονιάς μου και μας «φίλευε» ο μπάρμπαΔημοσθένης καραμέλες «ΝΑΣΚΟ» και αφράτα στραγάλια. Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο του μαγαζιού ήταν κρεμασμένη έγχρωμη φωτογραφία με έναν ευτραφή γελαστό κύριο και την υποσημείωση «ο πωλών τοις μετρητοίς», ενώ στην ίδια φωτογραφία ακριβώς δίπλα φαινόταν ένας άλλος κατσούφης, ρακένδυτος κύριος που κρατούσε το κεφάλι με τα χέρια του και είχε την υποσημείωση «ο πωλών επί πιστώσει». Αργότερα και για κάμποσα χρόνια, μετά την κατεδάφιση του σπιτιού και το κτίσιμο του σημερινού, στο ισόγειο λειτούργησε καφενείο από τον Σταύρο Στρατηγάκη, στην ιδιοκτησία του οποίου περιήλθε το κτήριο.

Απέναντι από το σπίτι του Λυγγίτσου στο ισόγειο της  νεόδμητης οικοδομής, ιδιοκτησίας του Σταύρου Βαρβιτσιώτη, λειτούργησε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα μεζεδοπωλείο από τον Μίμη Μακρή. Στο χωριό λειτούργησαν και εργαστήρια (τσαγκάρικα, πεταλωτήρια, σαμαρτζίδικα, φωτογραφεία, σιδηρουργεία κλπ) που εξυπηρετούσαν τις  ανάγκες των κατοίκων, για τα οποία θα αναφερθούμε σε  προσεχές σημείωμά μας.

                                                                                       Γ.Σ.Μασκλινιώτης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

    ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Τα χάνια δεν είναι δημιούργημα των νεωτέρων χρόνων αλλά ανάγονται στους αρχαίους χρόνους...