Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022

 

    ΠΩΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΠΕΤΡΙΝΟΙ ΜΑΝΤΡΟΤΟΙΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΛΙΘΟΣΩΡΟΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

  

    Η περιοχή που κτίστηκαν τα σπίτια του χωριού ήταν ανέκαθεν πετρώδης. Οι πέτρες που περίσσευαν και ήταν πιά ακατάλληλες για το χτίσιμο των οικοδομών, μετά την αποπεράτωσή τους, χρησιμοποιούντο για το χτίσιμο του μαντρότοιχου περιμετρικά του οικοπέδου, που αποτελούσε και το όριο- «σύνορο»- με τα γειτονικά οικόπεδα. Οι μαντρότοιχοι χτίζονταν συνήθως χωρίς λάσπη, σε «ξερολιθιά», και το πάχος τους πολλές φορές έφτανε το ένα μέτρο, ενώ το ύψος τους άγγιζε το ενάμισι μέτρο.

    Τους μαντρότοιχους αυτούς, για να αποχτήσουν κάποια καλαισθησία, τους ράντιζαν με ασβέστη, ασπρίζοντάς τους με τις «ψιχαστήρες», συνήθως κατά τις παραμονές του Πάσχα. Όσες πέτρες περίσσευαν μετά το χτίσιμο του μαντρότοιχου τις συγκεντρώνονταν συνήθως σε μια γωνιά του οικοπέδου, σε ένα τεράστιο λιθοσωρό. Αυτός αποτελείτο από μεγάλες πέτρες ακανόνιστου συνήθως σχήματος, από μικρές, τα «σιόμπολα», που ήταν τα υπολείμματα από την επεξεργασία της πέτρας, κατά το χτίσιμο της οικοδομής και ακόμη πιο μικρότερες, που τις μάζευαν κατά την καλλιέργεια του μικρού κήπου που δημιουργούσαν μέσα στο οικόπεδο του σπιτιού.

   Έτσι ο οικισμός είχε γεμίσει από μαντρότοιχους χτισμένους άτεχνα, χωρίς λάσπη καθώς και από λιθοσωρούς. Ώσπου κάποια ημέρα, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, λίγο μετά από την έναρξη της λειτουργίας του αυτοκινητόδρομου Ελαιοχωρίου - Παρθενίου εμφανίστηκε στο χωριό ο κυρ -Αριστείδης με το «θηρίο» του, ένα κινητό τριβείο - τον «σπαστήρα». Ήταν εγκατεστημένο πάνω σε ένα σιδερένιο τετράγωνο πλαίσιο με τέσσερεις σιδερένιους τροχούς, που το έσυρε συνήθως με το αυτοκίνητό του. Στο τριβείο μετέδιδε την κίνηση ιμάντας (λουρί) από την πετρελαιομηχανή που και αυτή ήταν εγκατεστημένη πάνω σε σιδερένιο πλαίσιο.

   Οι εργάτες κουβαλούσαν τις πέτρες με τα λαστιχιένια ζεμπίλια κοντά στο τριβείο και ένας άλλος εργάτης τις έριχνε μέσα στη χοάνη, στο πάνω μέρος του. Άλλοι εργάτες φτυάριζαν το υλικό που έβγαινε από το κάτω μέρος του μηχανήματος και το έριχναν μέσα σε ένα ξύλινο πλαίσιο διαστάσεων 1Χ1Χ0,50 μ. που βρισκόταν εκεί πλησίον, μέχρι που γέμιζε. Αυτό αποτελούσε και την μετρική μονάδα, με βάση την οποία αμοιβόταν ο κυρ Αριστείδης. Τα σφυριά του τριβείου «κατάπιναν» λαίμαργα τις πέτρες και ανάλογα με τα κόσκινα που φορούσε ο σπαστήρας, τις μετέτρεπαν άλλοτε σε άμμο και άλλοτε σε χαλίκι, υλικά κατάλληλα για τσιμεντοστρώσεις. Το μηχάνημα όταν δούλευε σήκωνε σύννεφα σκόνης που έκανε τους εργάτες κάτασπρους, σαν αλευρωμένους. Πότε - πότε έριχναν μέσα στο μηχάνημα νερό, για να περιορίσουν τη σκόνη που έβγαζε με το τρίψιμο της πέτρας.  Έτσι ο «σπαστήρας» άρχισε να «τρώει» τις ξερολιθιές και τους λιθοσωρούς των οικοπέδων και να τα μετατρέπει σε άμμο και χαλίκια. Δούλευε ασταμάτητα από το πρωί μέχρι το βράδυ και μετέτρεπε τις πέτρες σε χιλιάδες κυβικά μέτρα αμμοχάλικα. Κατάπινε με τα σφυριά του καθημερινά τους μαντρότοιχους, δημιουργώντας σωρούς ατέλειωτους από υλικά σκυρόστρωσης.

    Οι κάτοικοι στη συνέχεια στη θέση των τοίχων τοποθετούσαν συρματοπλέγματα σε σιδερένιους πασσάλους, για τον καθορισμό των ορίων των οικοπέδων τους. Με τον τρόπο αυτό αφενός οι δρόμοι που οδηγούσαν στις γειτονιές του χωριού έγιναν φαρδύτεροι με την εξαφάνιση των τοίχων που γειτνίαζαν με αυτούς και αφετέρου με τα υλικά αυτά άρχισαν δειλά - δειλά να τσιμεντοστρώνονται. Το τριβείο του κυρ-Αριστείδη παρέμεινε στο χωριό περισσότερο από μια τετραετία και αφού περιπλανήθηκε σε όλες ανεξαιρέτως τις γειτονιές του χωριού, εξαφάνισε σχεδόν όλους τους πετρόχτιστους πρόχειρα μαντρότοιχους και τους λιθοσωρούς.

  Το «θηρίο» του κυρ-Αριστείδη διαδέχθηκε ένα άλλο πιο σύγχρονο κινητό τριβείο, που την κίνησή του μετέδιδε ιμάντας με την ιπποδύναμη του παρακείμενου τρακτέρ, ιδιοκτησίας των Γιάννη Μακρή και Αντώνη Γκανά. Αυτό έδωσε και το τελευταίο χτύπημα στους λιθοσωρούς και στους πετρόχτιστους μαντρότοιχους με «ξερολιθιά» των σπιτιών του χωριού. Οι κάτοικοι, που τόσα χρόνια κουβαλούσαν αυτά τα υλικά με τα ζώα τους είτε από τον σταθμό του τραίνου είτε από αμμοαποθέσεις που είχαν δημιουργήσει οι γύρω χείμαρροι, βρήκαν μεγάλη ανακούφιση, αφού αυτά τα υλικά έφτασαν στις αυλές τους με πολύ λιγότερο κόπο και με μικρή σχετικά οικονομική επιβάρυνση. Αφετέρου καθάρισαν τα οικόπεδά τους από υλικά που τους ήταν εντελώς άχρηστα και  καταλάμβαναν αρκετό χώρο μέσα σε αυτά.

   Με τα υλικά αυτά άρχισαν να τριμεντοστρώνουν τις αυλές των σπιτιών τους, ενώ συμμετείχαν ενεργά στις προσπάθειες που κατέβαλε η Κοινότητα για την τσιμεντόστρωση καταρχάς του δρόμου που οδηγεί από την εκκλησία στον σταθμό του τραίνου και στη συνέχεια και των άλλων δρόμων που οδηγούσαν στις γειτονιές του χωριού. Αργότερα επάνω στους τσιμεντοστρωμένους δρόμους, άπλωσαν λεπτό στρώμα ασφαλτοτάπητα, για να διαμορφωθούν όπως είναι σήμερα.

                                                                                  Γ.Σ. Μασκλινιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...