Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

 

 Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ

      Πριν φορεθούν τα Φράγκικα (σακάκι, παντελόνι και πουκάμισο) οι άνδρες φορούσαν καθημερινά στις δουλειές τους την «πουκαμίσα». Αυτή ήταν κομμένη συνήθως στη μέση και έφτανε μέχρι το γόνατο, σχηματίζοντας πολλές πιέτες. Κούμπωνε μπροστά και ήταν φτιαγμένη από ύφασμα που το είχαν υφάνει στον αργαλειό. Επίσης φορούσαν και μακριές πλεκτές κάλτσες που κάλυπταν ολόκληρα τα πόδια τους και τις έδεναν με σχοινιά στο ζωνάρι τους, για να μην τους πέφτουν. Στο κεφάλι φορούσαν βαμβακερό μαντήλι.

   Όταν φορέθηκαν τα Φράγκικα ρούχα, για καθημερινά φορούσαν εσωτερικά το σώβρακο που έφτανε μέχρι στους αστραγάλους και ήταν από υφαντό πανί. Πάνω από αυτό φορούσαν το παντελόνι που συνήθως και αυτό ήταν μάλλινο, υφασμένο στον αργαλειό. Οι νοικοκυρές τους έπλεκαν με μάλλινο νήμα φανέλες που τις φορούσαν κατάσαρκα όλη την διάρκεια του έτους. Οι ραφτάδες τους έραβαν το σακάκι που και αυτό ήταν από μάλλινο ύφασμα. Τα παπούτσια τους κατασκεύαζαν στο χέρι οι τσαγκάρηδες με παραγγελία. Ήταν δερμάτινα αλλά πολύ χοντροκομμένα. Οι σόλες των παπουτσιών όταν ήταν δερμάτινες, οι κατασκευαστές τους κάρφωναν στο μπροστινό και στο πίσω μέρος, στο τακούνι, πέταλα σιδερένια, ενώ σε όλη την επιφάνεια της σόλας, που ερχόταν σε επαφή με το έδαφος κάρφωναν καρφιά (προκαδούρα), για να μην καταστρέφονται εύκολα οι σόλες από το περπάτημα

     Αργότερα οι τσαγκάρηδες για σόλες στα παπούτσια τοποθετούσαν κομμάτια από ελαστικά αυτοκινήτων, που ήταν πολύ πιο δύσκολη η φθορά τους. Οι τσαγκάρηδες κατασκεύαζαν δύο ειδών υποδήματα, τα «σκαρπίνια» που άφηναν έξω τους αστραγάλους των ποδιών και τις «αρβύλες» που τους σκέπαζαν. Τα παπούτσια δένονταν στο πάνω μέρος με κορδόνια, άλλοτε πάνινα και άλλοτε δερμάτινα. Για επίσημη φορεσιά είχαν το γαμπριάτικο κοστούμι, που συνήθως το πρόσεχαν πολύ και το φορούσαν μόνο στην εκκλησία, σε επίσημες κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, βαφτίσια κλπ) και όταν έκλειναν οριστικά τα μάτια τους.

     Οι γυναίκες φορούσαν πάνινα βρακιά που έφταναν μέχρι το γόνατο και στο κορμί τους βαμβακερά πουκάμισα που έφταναν συνήθως κάτω από αυτό. Το χειμώνα φορούσαν από τη μέση και κάτω, πάνω από το πουκάμισο, το «μισοφόρι» που ήταν από μάλλινο πλεχτό ύφασμα. Το κύριο ένδυμα των γυναικών ήταν το «φουστάνι» που έφτανε συνήθως μέχρι τους αστραγάλους και στον ποδόγυρο ήταν ραμμένες κορδέλες πολύχρωμες σε διάφορα σχέδια. Επάνω φορούσαν το «γιλέκο» που ήταν πολύ εφαρμοστό για να συγκρατεί το στήθος τους, γιατί οι στηθόδεσμοι ήταν την εποχή εκείνη ανύπαρκτοι.

    Πάνω από το γιλέκο φορούσαν την «μπόλκα» που είχε μακριά μανίκια, κούμπωνε με «κόπιτσες» μπροστά μέχρι το λαιμό και κάλυπτε σε μήκος το πάνω μέρος της φούστας. Επίσης φορούσαν και την «ποδιά» που έδενε πίσω στη μέση τους με δύο ζωνάρια τα οποία αποτελούσαν προέκτασή της. Η ποδιά συνήθως ήταν κεντημένη με διάφορα σχέδια. Τους χειμερινούς μήνες φορούσαν το «γιουρντί» που αποτελείτο από χοντρό μάλλινο μαύρο ύφασμα, χωρίς μανίκια και έφτανε μέχρι τα γόνατα και χωρίς να κουμπώνει μπροστά. Στα πόδια φορούσαν μάλλινες κάλτσες που έφταναν πάνω από τα γόνατα και τις συγκρατούσαν με τις «καλτσοδέτες». Παπούτσια φορούσαν τα ίδια με τους άνδρες που τα κατασκεύαζαν οι τσαγκάρηδες συνήθως με παραγγελία. Στο κεφάλι φορούσαν συνήθως τα «τσεμπέρια». Άσπρα τσεμπέρια φορούσαν οι κοπέλες, ενώ οι ηλικιωμένες φορούσαν καφέ χρώματος, και σε ένδειξη πένθους μαύρα.

Τα  αγόρια φορούσαν κοντά παντελονάκια, ενώ τα κορίτσια λινά φορεματάκια, που συνήθως ήταν εκτός εποχής, και τους χειμερινούς μήνες το κρύο τα διαπερνούσε και έφτανε μέχρι το κόκκαλο. Οι πλεχτές ζακέτες και τα πουλόβερ συμπλήρωναν την ενδυμασία τους. Τα πιο τυχερά φορούσαν  παλτουδάκια, χοντρά πανωφόρια και κάλτσες που έφταναν μέχρι το γόνατο. Τα παπούτσια τους ήταν χειροποίητα και κατά το πλείστον χοντροκομμένα. Πολλά από αυτά κατασκευάζονταν από τοπικούς υποδηματοποιούς. Οι σόλες των παπουτσιών τους στο μπροστινό και το πίσω μέρος τους είχαν σιδερένια ελάσματα, τα «πεταλάκια», για να μην φθείρονται εύκολα.  Η επισκευή τους  γινόταν κατ’ αποκλειστικότητα από αυτούς τους μαστόρους. Τους καλοκαιρινούς μήνες φορούσαν χειροποίητα σανδάλια αλλά κατά το πλείστον τις καθημερινές γύρω από το σπίτι και στη γειτονιά γυρνούσαν ξυπόλυτα. Η ενδυμασία των κατοίκων συμπληρωνόταν με ρουχισμό που έστελναν, μέσω του ταχυδρομείου, τακτικά με δέματα, εκτός βεβαίως από τα χρηματικά εμβάσματα,  στα νοικοκυριά, τα μέλη τους που βρίσκονταν  στην ξενιτειά.

    Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 οι κάλτσες και τα εσώρουχα των ανδρών και των γυναικών άρχισαν να διατίθενται από ειδικά καταστήματα «νεωτερισμών» σε διάφορα νούμερα, ενώ τις φορεσιές τους άρχισαν να τις ράβουν οι ραφτάδες και οι μοδίστρες από «τόπια» υφασμάτων, που κυκλοφόρησαν στις αγορές σε ευρεία κλίμακα και σε διάφορες ποιότητες. Επίσης τα «υποδηματοποιεία» των γειτονικών πόλεων άρχισαν να διαθέτουν βιομηχανοποιημένα παπούτσια αντρικά , γυναικεία και παιδικά σε διάφορα μεγέθη και σχέδια. Οι κάτοικοι του χωριού όμως προμηθεύονταν είδη ένδυσης και υπόδησης και από την εμποροπανήγυρη της Επισκοπής, όπου μετέβαιναν εκεί για τις αγορές τους κάθε χρόνο τις ημέρες του  δεκαπενταύγουστου. 

                                                                                           Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

 

 ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

 

Τα χάνια δεν είναι δημιούργημα των νεωτέρων χρόνων αλλά ανάγονται στους αρχαίους χρόνους, που τότε τα έλεγαν «καταγώγεια». Αργότερα την περίοδο των Βυζαντινών τα ονόμασαν «πανδοχεία» και τα συναντούσε κανείς σε μεγάλες οδικές αρτηρίες της υπαίθρου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας τα πανδοχεία τα ονόμαζαν «χάνια» από την Τούρκικη λέξη Han. Η ονομασία αυτή επικράτησε και διατηρήθηκε και μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και την δημιουργία του Ελληνικού κράτους. Στους νεώτερους χρόνους χάνια υπήρχαν στις οδικές αρτηρίες για να εξυπηρετούν ταξιδιώτες και αγωγιάτες.

Τα χάνια στεγάζονταν σε οικοδομήματα συνήθως μακρόστενα και μονόροφα με θολωτό υπόγειο. Στο πίσω μέρος υπήρχε ένας ιδιαίτερος χώρος που διέμενε ο ιδιοκτήτης, ο «χαντζής», μόνος ή με την οικογένειά του. Ένας δεύτερος χώρος – ο κυριότερος, ήταν η αίθουσα υποδοχής και παραμονής των οδοιπόρων και των άλλων ταξιδιωτών. Σε αυτό το χώρο υπήρχε ένα μακρόστενο ξύλινο τραπέζι και για καθίσματα υπήρχαν μακρόστενοι ξύλινοι πάγκοι.

Στα νεότερα χρόνια αντί για σκαμνιά υπήρχαν καρέκλες και την έλλειψή τους συμπλήρωναν με ξύλινα μονοθέσια σκαμνιά. Στον ίδιο χώρο υπήρχε και τζάκι παραδοσιακό για να ζεσταίνονται οι ταξιδιώτες το χειμώνα. Ακόμη σε αυτόν τον χώρο υπήρχε και η κουζίνα για την παρασκευή φαγητό. Σε κοντινή απόσταση υπήρχε ένας ακόμη στεγασμένος χώρος που χρησίμευε για την παραμονή των ζώων του Χαντζή αλλά και για την προσωρινή παραμονή των ζώων των ξένων - των ταξιδιωτών - σε περίπτωση μεγάλης κακοκαιρίας.Εκεί παρέμεναν τα ζώα για να ξεκουραστούν,κυρίως αυτά που μετέφεραν ανθρώπους.Τα ζώα που μετέφεραν εμπορεύματα συνήθως παρέμεναν φορτωμένα,πλην ελαχίστων και εξαιρετικών περιπτώσεων.Κατά την παραμονή τους στο χάνι των ζώων οι ιδιοκτήτες τους τους έδιναν την τροφή τους (σανό, κριθάρι κλπ) και τα πότιζαν, για να αναλάβουν δυνάμεις και να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

Από αρχιτεκτονική άποψη τα χάνια δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η μορφή τους ήταν απλή και λιτή. Όμως επειδή οι άνθρωποι εκείνης της εποχής ήταν ολιγαρκείς και ζούσαν σε κοινωνίες λιτότητας, όσα τους προσέφερε το χάνι τα θεωρούσαν αρκετά και έμεναν ευχαριστημένοι.

 Ερείπια από το χάνι του Στρατηγάκου. Μπροστά διακρίνεται το χάνι  και στο βάθος το σπίτι του Χαντζή.

 

Ο κουρασμένος στρατοκόπος έβρισκε στα χάνια πρώτα ένα χώρο όπου μπορούσε να κάνει μια «στάση» να πάρει ανάσα, να ζεσταθεί το χειμώνα και να δροσιστεί το καλοκαίρι. Και όταν ταξίδευε καβάλα στα ζώα του, να ξεκουραστεί από τον κάματο της οδοιπορίας και να «ξεμουδιάσει». Τα χάνια για τον ταξιδιώτη ήταν γενικά ένα ευεργετικό καταφύγιο, ιδιαίτερα όταν οδοιπορώντας το χειμώνα τον πάγωνε το χιόνι και τον μαστίγωνε η βροχή, το κρύο και ο δυνατός αέρας και το καλοκαίρι τον έκαιγε ο ήλιος και τον έλουζε ο ιδρώτας. Με την παραμονή του στα χάνια αντλούσε δύναμη σωματική και ψυχική, για να συνεχίσει το δρόμο του σαν πεζοπόρος ή καβαλάρης.

Για τις γυναίκες και τα παιδιά τα χάνια προσέφεραν λουκούμια και νερό, ενώ για τους άντρες καφέ, κονιάκ και κυρίως κρασί, το εθνικό ποτό των σημερινών Νεοελλήνων, προϊόν που παρήγετο άφθονο στα αμπέλια της ευρύτερης περιοχής. Τα φαγητά που σέρβιραν τα χάνια δεν ήσαν βέβαια πολλά και ποικίλα. Ο κατάλογος των φαγητών ήταν συνήθως τυποποιημένος. Σέρβιραν γίδα βραστή ή βεργάδι (κατσίκι δύο χρόνων), πατσά, φασολάδα, εντόσθια τηγανητά, αυγά τηγανητά, και ψωμί ζυμωτό, φτιαγμένο από τα χέρια της Χατζίνας. Και μαζί με το φαγητό σέρβιραν κρασί από το βαρέλι. Οι στρατοκόποι μπορούσαν να περάσουν την νύχτα στην αίθουσα του χανιού που ήταν ο κύριος κοινόχρηστος χώρος τους, χωρίς να πληρώσουν χρήματα για τη διανυκτέρευση. Αλλά και τα ζώα μπορούσαν να στεγαστούν προσωρινά σε ειδικούς χώρους του χανιού για να ταϊστούν και να προφυλαχτούν από τις δυνατές μπόρες και το χιόνι.

Τα χάνια παρέμεναν ανοιχτά από το ξημέρωμα μέχρι τις πρώτες νυχτερινές ώρες. Δεν ήσαν όμως σπάνιες οι περιπτώσεις που και μετά τα μεσάνυχτα κάποιος στρατοκόπος κτυπούσε την πόρτα του χανιού ζητώντας βοήθεια από το χαντζή. Ο χαντζής του την προσέφερε με μεγάλη προθυμία, ακολουθώντας την μακροχρόνια παράδοση. Στον κουρασμένο μοναχικό στρατοκόπο το φως του χανιού, που αντίκρυζε οδοιπορώντας μέσα στην ασέληνη νύχτα στην ερημιά και στο σκοτάδι, του έδινε το κουράγιο και την ελπίδα ότι κάπου θα «ακουμπήσει» σε λίγο και του δυνάμωνε την σωματική και ψυχική αντοχή του.

Στην είσοδο του χωριού μας δίπλα από το Βαγιόρεμα, κατεβαίνοντάς το αριστερά, υπήρχαν τα «Στρατηγέκα Χάνια». Ιδρύθηκαν μετά τα «Ορλωφικά» (1770), τότε που στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν μόνο διάσπαρτα καλύβια. Στην τοποθεσία αυτή, δίπλα ακριβώς από βαγιόρεμα, υπήρχαν  τρία χάνια.Ταυτόχρονα ή σε διαφορετικές περιόδους υπήρχαν δύο «χάνια του Στατηγάκου» δεξιά και αριστερά στο βαγιόρεμα, εκεί που σήμερα κείτονται κτίσματα σε ερείπια. Τα χάνια του Στρατηγάκου  ήταν ισόγεια, μακρόστενα και μονόροφα. Σε απόσταση λίγων μέτρων από αυτά υπήρχε και το χάνι του Σελίμου. Ήταν διόρωφο με πελεκητή πέτρα στις γωνίες του. Στο ισόγειό του στεγαζόταν το χάνι και στον όροφο έμενε ο ιδιοκτήτης του. Η περιοχή στα «Στρατηγέκα Χάνια» αποτελούσε για δεκαετίες ολόκληρες το κέντρο του χωριού εκείνη την εποχή, πριν ακόμα αναπτυχθεί και διαμορφωθεί ο οικισμός της Μάσκλινας.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την λειτουργία χανιού ήταν η ύπαρξη νερού κοντά σε αυτό. Παρά το άνυδρο της γύρω περιοχής του χωριού μας, στο σημείο εκείνο υπάρχουν ακόμη τα πηγάδια που ξεδίψασαν για πολλές δεκαετίες τους στρατοκόπους και τα ζώα τους που περνούσαν από τα Χάνια του Στρατηγάκου. Επειδή το νερό στην περιοχή ήταν δυσεύρετο, το πουλούσαν μια δραχμή την τέσα για το πότισμα κάθε ζώου. Υπάρχει μάλιστα και το ανέκδοτο που αναφέρει πως έδωσε ο υπάλληλος του χαντζή σε μουλάρι μια τέσα νερό για να πιεί, που έβγαλε από το γειτονικό πηγάδι με την τριχιά, αλλά το ζώο δεν ήθελε. Όμως ο χαντζής απαίτησε από τον ιδιοκτήτη του ζώου να πληρωθεί την δραχμή για την τέσα το νερό που έδωσε στο ζώο με την δικαιολογία πως «δεν ήπιε το ζώο νερό αλλά το μυρίστηκε». Το χάνι του Στρατηγάκου στο σημείο εκείνο λειτούργησε μέχρι την δεκαετία του 1890. Σύμφωνα με μια άλλη πληροφορία λειτούργησε μέχρι το 1920 περίπου. Τελευταίος ιδιοκτήτης τους ήταν ο Χρήστος Στρατηγάκης ή Κουλόχρηστας.

Στην οδική ημιονική αρτηρία που οδηγούσε από την Μάσκλινα προς Αργολίδα (Ελληνικό – Ανδρίτσα – Άργος - Ναύπλιο) στις αρχές του 1900 λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα το Χάνι του Γιώργη Κατσίρη (Γιωργάκου).Στη λειτουργία αυτού του χανιού αναφέρoνται και οι παρακάτω παλιοί ξεχασμένοι στίχοι  αγνώστου Μασκλινιώτη συντάκτη:

«Κάτω στου Μπαμπά το χάνι,

 πάει ο χορός γαϊτάνι

 Ο Γιωργάκος μαγειρεύει

 και η Γιωργάκενα χορεύει

τα μικρά του τα παιδάκια

τηγανίζουν σηκωτάκια

 Σηκω πάνω Θοδωρή

       πες το τσάμικο Κωστή

       να χορέψει η Μαρία

       με όλα της τα επιτελεία…..»

Αυτό εξυπηρετούσε τους στρατοκόπους και τους τσοπαναραίους, όταν ανεβοκατέβαιναν με τα κοπάδια τους προς και από την περιοχή της Αργολίδας. Όμως πολύ σύντομα και αυτό ανέστειλε την λειτουργία του.

     Στην άλλη οδική αρτηρία που οδηγούσε από τη Μάσκλινα προς τον κάμπο της Θυρέας και στην περιοχή της Πλατάνας υπήρχαν δύο χάνια. Στη δεξιά πλευρά του δρόμου κατά την κάθοδο προς Θυρέα υπήρχε το χάνι του «Ντελή». Ιδρυτής του ήταν ένας Τσιμούρης από το Καστρί. Στα τέλη της δεκαετίας του 1890 ο Τσιμούρης έδωσε το χάνι προίκα στην κόρη του, που την παντρεύτηκε ο Ριζιώτης Γρηγόρης Ντελής, από τον οποίο πήρε και το όνομά του το χάνι. Το χάνι λειτούργησε ως το 1959. Απέναντι από του «Ντελή» το χάνι και στην αριστερή κατά την κάθοδο πλευρά της οδικής αρτηρίας, στις αρχές του 1900, τα παιδιά του Τσιμούρη έχτισαν άλλο χάνι. Από αυτά τα δύο χάνια η γύρω κοντινή περιοχή πήρε την ονομασία «στου Τσιμούρη τα χάνια». Του Τσιμούρη το χάνι είχε μεγάλη κίνηση, γι’ αυτό και λειτουργούσε σε εικοσιτετράωρη βάση. Η κίνησή του όμως περιορίστηκε πολύ κατά την δεκαετία του 1960, όταν κατασκευάστηκε ο αυτοκινητόδρομος από Τεγέα προς Άστρος.

Πολλές φορές, που μας έπαιρναν οι γονείς μας στα χωράφια στην περιοχή Πλατάνι, μας έδειχναν στο βάθος, λίγο πιο πάνω από την Ντουμινά (Βαθειά), στις πρώτες λοφοσειρές του Πάρνωνα, το χάνι «του Τσιώλη» και την περιοχή «Κορύτες». Ο πατέρας μου ενημερωτικά μου έλεγε πως το χάνι του Τσιώλη ήταν κτισμένο πάνω στο δρόμο που είχε κατεύθυνση Δραγούνι - Κορύτες - Κουμπίλα - περιοχή Πλατάνας (Τσιμούρη). Από τον δρόμο αυτό ανεβοκατέβαιναν από τα ορεινά στα χειμαδιά και αντίστροφα Δολιανίτες, Βερβενιώτες, Βουρβουραίοι, Κουτρουφαίοι και Αραχωβίτες. Κτίστηκε την δεκαετία του 1900 από τον Καστρίτη Γιώργη Κουτσογιάννη που ονομαζόταν «Τσιώλης» και λειτούργησε μέχρι την δεκαετία του 1960, μέχρι που έγινε η διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου από τις Ρίζες ως το Άστρος. Κοντά στο χάνι υπήρχε βρύση με τρεχούμενο νερό που ξεδιψούσε τους περαστικούς από αυτή την οδική αρτηρία.

Λίγο παραπάνω, προς την κατεύθυνση για το Δραγούνι,  υπήρχε το χάνι «του Καρδάρα» ή «Παλιόχανο» που και αυτό σήμερα σώζεται αλλά δεν λειτουργεί.Το χάνι στεγαζόταν σε ισόγειο κτίριο και εξυπηρετούσε τους ίδιους  στρατοκόπους που ανεβοκατέβαιναν από τα ορεινά στα χειμαδιά και αντίστροφα. Η στάθμευση και εκεί ήταν αναπόφευκτη, γιατί η πορεία ήταν μακρινή και οι τσοπαναρέοι με τα κοπάδια τους είχαν ανάγκη να αναπαυθούν και να πιούν νερό. Για το πότισμα των ζώων υπήρχαν έξω από το χάνι ειδικές μακρόστενες ξύλινες ποτίστρες που τις ονόμαζαν «κορύτες».Από αυτές τις ποτίστρες των ζώων η τοποθεσία ονομάστηκε «κορύτες» ή «στις κορύτες».

Επίσης στον κεντρικό ημιονικό δρόμο που ένωνε τη Μάσκλινα με το Καστρί, μέσω Λαγκάδας, λίγο πιο πάνω από την κορυφή της, σε ένα υψίπεδο, συναντούσαν οι αγωγιάτες την περιοχή «Δραγούνι», που στη Σλαβική γλώσσα σημαίνει πέρασμα.Σε αυτή την περιοχή περνούσε οδικό δίκτυο και διασταυρώνονταν πολλές οδικές αρτηρίες από τους αρχαίους χρόνους. Αυτό εξυπηρετούσε τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες της ευρύτερης περιοχής.Το δίκτυο εξυπηρετούσε τις ανάγκες αυτές και αργότερα,στη Βυζαντική περίοδο,  την περίοδο της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας, μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες.Η δημιουργία μικρού ελληνικού στρατοπέδου και η ελληνοτουρκική αψιμαχία στην περιοχή αυτή κατά την επανάσταση του 1821 και λίγο πριν τη μάχη των Βερβαίνων – Δολιανών δείχνει τη στρατηγική σημασία  που είχε η θέση «Δραγούνι».Σε μια τέτοια τοποθεσία θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι υπήρχαν χάνια από πολύ παλιά.

Μέχρι τελευταία οι αγωγιάτες και στρατοκόποι που ανηφόριζαν από την Λαγκάδα, μόλις έφταναν στην κορυφή της συναντούσαν το χάνι του «Τριανταεφτά» που ιδιοκτήτης του ήταν ο Μεσοραχίτης Γρηγόρης Γρηγορίου και είχε το παρατσούκλι «Τριανταεφτάς». Από εκεί πήρε την ονομασία και το Χάνι. Ακόμη παραπάνω διασχίζοντας την περιοχή του Δραγουνιού και παίρνοντας το δρόμο για το Καστρί συναντούσαν το Χάνι του Λάρου, που από το έτος 1938 ήταν ιδιοκτησία του Σίμνου. Αργότερα περιήλθε στην ιδιοκτησία του Κοσκινά. Οι δύο πρώτοι ιδιοκτήτες του ήσαν Μεσοραχίτες. Αυτό βρισκόταν σε καίρια θέση στο οδικό δίκτυο της περιοχής και είχε σαν επακόλουθο να έχει πολύ μεγάλη κίνηση, αφού βρισκόταν στην διασταύρωση των δρόμων που ο ένας ερχόταν από την Μάσκλινα και ο άλλος ερχόταν από την Τρίπολη και οδηγούσαν προς Καστρί και Άγιο Πέτρο. Επίσης σε άλλα σημεία της ορεινής Κυνουρίας, επάνω σε οδικές ημιονικές αρτηρίες, υπήρχαν πολλά άλλα χάνια, που έδιναν ανάσες ζωής στους κουρασμένους στρατοκόπους και στα ζώα τους για πολλές δεκαετίες.

Οι στρατοκόποι που πήγαιναν για το Καστρί στα δεξιά και λίγο παραπέρα από το Χάνι του Σίμνου, στο δρόμο προς την Τεγέα, παρακάμπτοντας την οδική αρτηρία στο σημείο εκείνο, περνούσαν από το χάνι του Βέμμου. Εκεί στα αριστερά του δρόμου κατεβαίνοντας για την Τεγέα, δίπλα στην βρύση που με το πηγαίο δροσερό νεράκι της πότιζε ανθρώπους και ζωντανά κτίστηκε στην δεκαετία του 1920 αυτό το χάνι. Το οικόπεδο καθώς και μεγάλη περιοχή του Δραγουνιού ανήκε αρχικά στον Ιπποκράτη Γρηγορίου από το Καστριτοχώρι Μεσοράχη. Αυτός πούλησε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 την έκταση αυτή στο Βέμμο από τα Δολιανά.Με τα λεφτά που πήρε από την πώληση του οικοπέδου αγόρασε μια μεγάλη έκταση στα Βόρεια προάστια της Αθήνας και της έδωσε το όνομα του χωριού του.«Καστρί» την ονόμασε. Η έκταση αυτή οικοδομήθηκε συν το χρόνο και διατηρεί αυτή την ονομασία μέχρι τα σήμερα.

Το χάνι του Βέμμου όμως δεν είχε όλα τα γνωρίσματα που είχαν τα παλιά χάνια. Έμοιαζε περισσότερο με ταβέρνα και καφενείο. Ο Λεωνίδας ο Βέμμος το 1970 αντικατέστησε το χάνι με παραδοσιακή ταβέρνα, που δημιούργησε απέναντί του στην άλλη πλευρά του δρόμου. Σε αυτήν ξεκουράζονταν και χόρταιναν οι περαστικοί και οι Δολιανίτες, με φαγητά της θράκας και του πέτρινου φούρνου, με γίδα βραστή με φλισκούνι, κόκκορα σπιτίσιο στο ταψί και άφθονο βαρελίσιο κρασί. Από το 1979 το παιδί του Λεωνίδα, ο Κώστας, τηρώντας την παράδοση, συνεχίζει να προσφέρει στους πολυπληθείς πελάτες του  μέχρι σήμερα όλες τις νοστιμιές της «μεσογειακής» κουζίνας, που κληρονόμησε από τον κυρΛεωνίδα.

    Σήμερα τα Στρατηγέκα χάνια με την παλιά τους μορφή δεν υπάρχουν πιά, τα κουφάρια τους κείτονται ερειπωμένα, με γκρεμισμένους τους τοίχους και με ξεραπωμένες* ή πεσμένες τις στέγες τους, ενώ το Χάνι του Σελίμου έχει ισοπεδωθεί και δεν υφίσταται ούτε σε ερείπια. Ορισμένα από τα παραπάνω κτίσματα χρησιμοποιήθηκαν την δεκαετία του 1960 και για άλλους σκοπούς (κοτέτσια). Άλλωστε όλη η γειτονιά εκεί κάτω στην είσοδο του χωριού έχει σήμερα ερημώσει. Αλλά και τα υπόλοιπα χάνια που υπήρχαν και λειτουργούσαν στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας δεν υπάρχουν πιά. Όλα έχουν ερειπωθεί, εκτός από το χάνι του Σίμνου στην περιοχή Δραγούνι, που σήμερα έχει αλλάξει μορφή και λειτουργεί σαν ταβέρνα. Αποτελούν μια ανάμνηση για τους παλαιότερους με βιώματα περασμένης ζωής. Σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει ούτε αυτή η ανάμνηση και θα περάσουν οριστικά στο περιθώριο της ιστορίας. Όμως και τότε θα παραμείνουν αντικείμενα ιστορικής περιέργειας και ιστορικής γνώσης, στοιχεία όμως ανεπανάληπτα της οικονομικής, της κοινωνικής και της πολιτισμικής ζωής του τόπου μας, σε χρόνια περασμένα.

                                                                       Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

 

                       Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

    Χτες το χωριό μας γιόρτασε την Ζωοδόχο Πηγή  στο ομώνυμο εξωκλήσι. Την παραμονή το βράδυ της εορτής  τελέστηκε από τον ακάματο ιερέα του χωριού μας π. Κων/νο Παπαθεοδώρου ο πανηγυρικός εσπερινός και ανήμερα τις πρωινές ώρες πανηγυρική Θεία Λειτουργία. Τις Ιερές ακολουθίες παρακολούθησαν πολλοί φιλακόλουθοι  ευσεβείς κάτοικοι του χωριού μας,  που έφτασαν μέχρι  εκεί οδοιπορώντας, για να προσευχηθούν και να τιμήσουν την ¨Ζωοδόχο Πηγή¨ και το εκκλησάκι μας. Χρόνια πολλά σε όλους τους χωριανούς μας και ειδικότερα στις εορτάζουσες Μασκλινιώτισες.

  Το εκκλησάκι είναι χτισμένο στην πλαγιά, πολύ κοντά και ακριβώς απέναντι από την εκκλησία του πολιούχου του χωριού μας του ΑηΓιώργη..Από το προαύλιό του αγναντεύει κανείς  την Γυμνιάνικη γειτονιά, τα σπίτια της Αγοράς του χωριού αλλά και τις τελευταίες κατοικίες όλων των Μασκλινιωτών που έχουν φύγει από τη ζωή και αναπαύονται δίπλα στην εκκλησία του ΑηΓιώργη.  Στο σημείο εκείνο υπήρχε από  πιο παλιά μικρό προσκυνητάρι, προς τιμήν την Ζωοδόχου Πηγής, καθώς και ίχνη προσπαθειών ανέγερσης εκκλησίας από τους κατοίκους. Το καντήλι στο προσκυνητάρι άναβαν καθημερινά οι στρατοκόποι χωριανοί μας που πήγαιναν για τα χωράφια τους προς το Πλατάνι και τον Αράπη. Το προσκυνητάρι και ένας λιθοσωρός δίπλα του βρισκόταν μέσα  στο χωράφι της Κανέλλας του Μακρή, που όλο το χωριό την ήξερε σαν Μίμαινα, επειδή τον άντρα της τον Δημήτρη τον φώναζαν Μίμη.

    Είχε την ατυχία να χάσει τον άντρα της και ίσως από τις δυσκολίες της ζωής, ακούμπησε στην Παναγία. Ζήτησε από τα παιδιά της να παραχωρήσουν όλο το χωράφι για την ανέγερση εκκλησίας. Η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε το 1960,στο χωράφι που παραχωρήθηκε και με την οικονομική βοήθεια και άλλων ξενιτεμένων συγχωριανών μας κυρίως της συνοικίας Γυμνιάνικα κτίστηκε το εκκλησάκι προς τιμή της Ζωοδόχου Πηγής.

    Είναι ρυθμού «Βυζαντινού σταυροειδούς μετά τρούλου» χωρίς αγιογράφηση. Υπάρχουν μόνο λίγες φορητές εικόνες διαφόρου τεχνοτροπίας. Την εποχή της ανοικοδόμησης ιερέας του χωριού ήταν ο αείμνηστος παπαΓιάννης ο Χάλιας, ενώ εγκαινιάστηκε την 5 Οκτώβρη 1980,όταν ιερέας στο χωριό ήταν ο παπαΓεράσιμος Λειβαδάρος.

                                                             Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

 

           ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ  ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ   ΜΙΑΣ  ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΙΣΑΣ

 

    Η αείμνηστη αδελφή του πατέρα μου Μαρία,  ξενητεύτηκε και έζησε στον Καναδά από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, μέχρι το θάνατό της. Όταν επισκέφθηκε το 1991 για τελευταία φορά τον τόπο που γεννήθηκε σε προχωρημένη πιά ηλικία, μας ζήτησε να μεταβούμε μαζί σε ένα καμποχώρι της Αργολίδας, στου Αβδήμπεη, που σήμερα λέγεται Νέο Ηραίο. Θέλησε να συναντήσει απογόνους η τυχόν επιζώντες ιδιοκτήτες των χωραφιών που την είχαν «στη δούλεψή» τους μαζί με τους γονείς της και τα άλλα αδέλφια της την δεκαετία του 1930, κατά τον θερισμό την δημητριακών και το σταχομάζωμα.

      Εμείς φυσικά δεν τους γνωρίζαμε, αλλά μπαίνοντας στο χωριό και περνώντας εμπρός από ένα πλιθόκτιστο ισόγειο καλύβι η αείμνηστη μου πιάνει το χέρι στο τιμόνι και μου λέει με φωνή πνιγμένη στη συγκίνηση: «Παιδάκι μου σταμάτα. Εδώ είναι το σπίτι που μέναμε». Θαυμάζοντας την κοφτερή μνήμη της, παρά την ηλικία της, σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και κατεβήκαμε. Μπήκαμε στο χωράφι και φτάσαμε μπροστά στην σαπισμένη πόρτα του καλυβιού. Ανοίξαμε με ευκολία το ξύλινο μάνταλό της και μπαίνοντας πρώτη η θεία μου μέσα στο καλύβι την πήραν τα κλάματα. Αμίλητη και κλαίγοντας συνέχεια, άρχισε να ψάχνει με τα μάτια της κάθε γωνιά του καλυβιού. Γύρευε πόσες εικόνες από τα παλιά της ήρθαν στο μυαλό της. Την αφήσαμε για λίγο, ώσπου κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε, σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Πάμε παιδάκι μου».

    Βγαίνοντας στο δρόμο ρωτήσαμε ακριβώς απέναντι σε ένα διώροφο σπίτι έναν που καθόταν στην βεράντα του αν γνωρίζει να υπάρχει στη ζωή κάποιος από τα αφεντικά της ή τους απογόνους τους, αναφέροντας το επίθετό τους. Ήμασταν τυχεροί, αφού αυτόν που ρωτήσαμε ήταν ο γιός του αφεντικού της. Σε λίγο, μόλις του είπαμε το σκοπό του ταξιδιού μας, μας ανέβασε ο ιδιοκτήτης στο σπίτι και εκεί γνωρίσαμε ένα υπέργηρο γεροντάκι, το αφεντικό της. Όση ώρα δοκιμάζαμε τα κεράσματα που μας πρόσφερε απλόχερα η οικογένεια, το γεροντάκι και η θεία θυμήθηκαν και είπαν πολλά. Μετά από πολλή ώρα χαιρετήσαμε την οικογένεια, εκφράζοντας τη χαρά μας για τις ευχάριστες στιγμές που ζήσαμε και μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο, γυρνώντας και πάλι στο σπίτι μας. Ας είναι αιώνια η μνήμη της.

                                                                            Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

 

                       ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΩΡΓΗ) Τ’ΑΛΩΝΙ

 

    Το αλώνι του ΑηΓιώργη φτιάχτηκε από τους κατοίκους του χωριού μετά το 1900, σε έκταση που παραχωρήθηκε από τους Κουρβεταρέους, μετά το χτίσιμο της σημερινής εκκλησίας. Μέχρι τότε οι συγκεντρώσεις των κατοίκων του χωριού και τα γλέντια γίνονταν στο αλώνι του Χουγιάζου που δεν υπάρχει πιά, λίγο παραπάνω από την εκκλησία, δίπλα στον κεντρικό δρόμο. Παλιότερα το αλώνι του ΑηΓιώργη ήταν χωρισμένο σε δύο επίπεδα, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με τέσσερα σκαλοπάτια. Στο πάνω επίπεδο κάθονταν οικογενειακώς σε ξύλινα ή πτυσσόμενα σιδερένια τραπέζια οι κάτοικοι του χωριού και απολάμβαναν τους μεζέδες τους, που συνοδεύονταν απο Μασκλινιώτικο κρασί. Και μόλις φούντωνε το κέφι κατέβαιναν τα σκαλοπάτια και έμπαιναν στο χορό, γύρω από την εξέδρα με τους οργανοπαίχτες, που στηνόταν κάτω από το πλατάνι. Αυτό το αλώνι κρύβει μέσα του πολλές παλιές ανθρώπινες ιστορίες, από τα γλέντια και τις «χαρές» των κατοίκων του χωριού μας, που αφουγκράστηκε, φιλοξενώντας τα στο χώρο του, στο διάβα του χρόνου, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει, για να μας τις διηγηθεί.

   Τα ζευγάρια, μετά τις υποσχέσεις αμοιβαίας αγάπης που έδιναν μπροστά στην εικόνα του Αη Γιώργη, με την ευλογία του αείμνηστου παππαΓιάννη του Χάλια και των προκατόχων του, περνούσαν τα στέφανα και αφού δέχονταν τις ολόθερμες ευχές των συγχωριανών τους, έβγαιναν στο αλώνι για να χορέψουν παραδοσιακούς χορούς, συμπληρώνοντας έτσι την ευτυχία τους. Χόρευαν και οι χωριανοί σε πολλούς κύκλους, έχοντας μπροστάρηδες στο χορό τους νεόνυμφους, και μοιράζονταν έτσι τη χαρά τους. Και την μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, την Ανάσταση, το αλώνι ζούσε μεγάλες ώρες. Από την ημέρα της Ανάστασης και για τις επόμενες τρείς ημέρες τουλάχιστον, στήνονταν εκεί ολοήμερο γλέντι. Εκείνες τις μέρες τα πρωινά, αλλά και τις απογευματινές ώρες, μετά τις αναστάσιμες λειτουργιές, έβγαιναν όλοι οι κάτοικοι του χωριού στο αλώνι για να γλεντήσουν.

Εκεί, κάτω από το πλατάνι είχε στηθεί η ορχήστρα με τους οργανοπαίχτες που κούρντιζαν ξανά και ξανά τα όργανα, περιμένοντας να μαζευτεί ο κόσμος για να αρχίσει το γλέντι. Αφού κάθονταν, άλλοι στα στρωμένα τραπέζια με τις απλωμένες λαδόκολλες, τα ψητά κρέατα και τις μπύρες ενώ οι άλλοι, κυρίως ο γυναικόκοσμος του χωριού, στα παρτέρια της μάντρας του αλωνιού, που εφάπτονταν στο δρόμο και δεν υπάρχει πια, άρχιζε το γλέντι. Πρώτη πάντα «άνοιγε» το χορό η αείμνηστη Μαρίτσα του Τσιρίλη με τις φουντωτές κόκκινες παντόφλες της, συνοδεύοντας με το τραγούδι της την ορχήστρα. Ακολουθούσαν οι χωριανοί, κάνοντας ατέλειωτους κύκλους γύρω από την ορχήστρα, ενώ οι μπροστάρηδες του χορού, πετούσαν χαρτονομίσματα στους οργανοπαίχτες, για να παίξουν τις «παραγγελιές» τους, τα τσάμικα, τα καλαματιανά και τα συρτά.

    Και απέξω στο δρόμο, δίπλα στην μάντρα του αλωνιού, και μέχρι το πηγάδι του Αϊ Γιώργη, στηνόταν η «πασαρέλα» της νεολαίας του χωριού, που καθώς πηγαινοερχόταν παρέες - παρέες, τα αγόρια «έριχναν» κλεφτές ματιές στις κοπέλες του χωριού και στις «εκλεκτές» της καρδιάς τους. Στο τέλος έμπαινε και η νεολαία στο χορό, δίνοντας νέο κέφι και ζωντάνια στους χορευταράδες χωριανούς. Και όταν πια σκοτείνιαζε, σταματούσε το γλέντι στο αλώνι της εκκλησιάς, για να ξαναρχίσει εκεί τις πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας, μετά το τέλος της αναστάσιμης λειτουργίας. Συνεχιζόταν όμως το βράδυ, μέχρι τις πρωινές ώρες, στο μοναδικό καφενείο του χωριού, «στην αγορά».

   Καίτοι άλλαξε η όψη του αλωνιού μέσα στα τελευταία εξήντα πέντε χρόνια, αφού εκσυγχρονίστηκε, ηλεκτροφωτίστηκε και πλακοστρώθηκε, εν τούτοις ακόμη κρύβει μέσα του την παλιά του αίγλη. Στέκει και σήμερα, ρημαγμένο πια, αγέρωχα εκεί, έχοντας στη μέση το θαλερό πλατάνι του. Ακόμα καμαρώνει για όσα είδε και άκουσε τον παλιό καλό καιρό, τότε που το χωριό βούιζε από τις φωνές των παιδιών, τους χορούς της πολυπληθούς νεολαίας του και τα τραγούδια των μεγαλύτερων, που οι τελευταίοι τώρα δεν είναι πια κοντά μας.


                                                                                       Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

 

             ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ – ΚΛΙΜΑ – ΧΛΩΡΙΔΑ – ΠΑΝΙΔΑ – ΡΕΜΑΤΑ -ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ

   

     Η περιοχή του χωριού μας δεν είναι πεδινή. Ολόκληρη έχει ορεινή διαμόρφωση. Το έδαφος είναι σκληρό, σε πλείστα σημεία πετρώδες, και ελάχιστα γόνιμο.Η επιφάνεια του καλλιεργήσιμου εδάφους σε ελάχιστα σημεία είναι επίπεδη σχηματίζοντας ισιώματα (λάκες). Η μεγαλύτερη έκταση είναι επικλινής, σχηματίζοντας αναβαθμούς (πεζούλες, όχθια). Τα εδάφη των περιοχών που παλαιότερα καλλιεργούντο αμπελώνες αποτελούνται από ασπροχώματα, με πολύ μικρή γονιμότητα, ενώ ελάχιστες είναι οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, κυρίως στις πλαγιές και τις υπώρειες του όρους Παρθενίου  που αποτελούνται από κοκκινόχωμα και είναι πιο γόνιμες. Αυτές  καλλιεργούντο από τους κατοίκους για την παραγωγή  δημητριακών,  τα λεγόμενα «σπαρτοχώραφα». Αλλά και οι εκτάσεις αυτές είναι γεμάτες από μικρές πέτρες, γι’ αυτό και οι αγρότες πριν τις σπείρουν, μάζευαν από την επιφάνειά τους τις πέτρες, δηλαδή τις «ξελιθάριζαν».Τις πέτρες τις μάζευαν στην άκρη κάθε χωραφιού σε μεγάλους σωρούς. Τα πετρώματα στις υπώρειες του όρους Παρθενίου από την περιοχή Βαγιορέματος και του Αρμακά μέχρι τα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία σχιστολιθικά και ασβεστολιθικά. Αλλά και στις ανατολικές λοφοσειρές του χωριού (Κάρβια, Αγιολιάς, κλπ) τα πετρώματα είναι της ίδιας υφής.  Τούτο έχει αποτέλεσμα οι ποσότητες του νερού της βροχής και των χιονιών, να μην  έχουν δυνατότητα συγκέντρωσής τους σε υπόγειες λεκάνες, αλλά να καταποντίζονται μέσω των πετρωμάτων αυτών και να καταλήγουν τελικά, μέσω βαραθρώσεων ή σπηλαίων, στη θάλασσα.

Οι υδατοπηγές που υπάρχουν και τροφοδοτούν τα πηγάδια είναι ελάχιστες, διάσπαρτες, σε μεγάλες αποστάσεις η μια από την άλλη και το βασικότερο, σχεδόν επιφανειακές, με πολύ μικρή παροχή νερού. Στην περιοχή μόνο της Κάρβιας, στην ρεματιά που εκτείνεται ψηλά και βόρεια από τον οικισμό Πίσω Μεσορραχίτικα, υπήρχε ανέκαθεν  μια πηγή που το νεράκι της, μικρής βέβαια ποσότητας, κυλούσε ολοχρονίς στην κοίτη της ρεματιάς. Αναζητώντας οι κάτοικοι του χωριού με αγωνία  λύση στο πρόβλημα της ύδευσης του οικισμού  την δεκαετία του 1930 την πηγή αυτή ανέσκαψαν και καθάρισαν. Το  νερό της μεταφέρθηκε με σιδερένιες σωλήνες μέχρι το χωριό σε δεξαμενή που κατασκευάστηκε στις υπώρειες του Καυκαλά. Από το νερό αυτό υδρευόταν το χωριό με κοινοτικές βρύσες, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960,όταν πιά συνδέθηκε ο οικισμός  με το δίκτυο ύδρευσης της πηγής «Μεθυδρίου» Μαντινείας, όπως αναφέρουμε αναλυτικά και σε άλλο κεφάλαιο του παρόντος. Η ευρύτερη  περιοχή όμως των υπωρειών του όρους Παρθενίου, αλλά και του οικιστικού πυρήνα του χωριού, είναι γεμάτη από βάραθρα (πρόπαντες*) και υπόγειες σπηλαιώσεις.Τούτο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι  σε πολλά οικόπεδα των σπιτιών του χωριού, κατά την εκσκαφή των θεμελίων και των υπογείων τους, έχουν ανακαλυφθεί τυχαία κατά καιρούς από τους κατοίκους  μεγάλες ρηγματώσεις των πετρωμάτων που οδηγούν σε υπόγεια βάραθρα ή και σε σπήλαια. Επίσης κατά την διαδικασία μιάς αποτυχημένης γεώτρησης παλαιότερα, για την ανεύρεση πόσιμου νερού στην περιοχή Στρατηγέκα Χάνια, το γεωτρητικό κοπίδι του γεωτρύπανου εχάθη μέσα σε κενό σπηλαιοβάραθρου που συνάντησε κατά την γεώτρηση.  Σε μια άλλη αποτυχημένη γεώτρηση στην ίδια περιοχή ο ήχος του κοπιδιού του γεωτρύπανου αντηχούσε σε υπόγειο στην περιοχή Παναγέκα, που βρίσκεται, ως γνωστό, σε μεγάλη απόσταση από το σημείο της γεώτρησης.  Μεταξύ των άλλων, στην περιοχή Βαγιόρεμα και σε λίγα μέτρα μακριά από την άσφαλτο υπάρχει ένα μεγάλο σπηλαιοβάραθρο. Το επιφανειακό του άνοιγμα έχει μήκος έξι μέτρα και πλάτος δύο μέτρα. Ένα άλλο σπηλαιοβάραθρο υπάρχει πάνω από τον συνοικία Καραπανέκα και λίγο πιο κάτω από της σιδηροδρομική γραμμή, ενώ στην κορυφή του Αρμακά υπάρχει ακόμη ένα σπηλαιοβάραθρο. Αριστερά από το βαγιόρεμα μέσα σε μια συστάδα από λείους κόκκινους βράχους βρίσκεται ένα μεγάλο επιφανειακό σπήλαιο μικρού σχετικά βάθους, η «Μαύρη Τρύπα» όπως την ξέρουν οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής. Με αυτό και την ιστορία της περιοχής θα ασχοληθούμε αμέσως παρακάτω.

Κάτω από το όρος Παρθένιο ρέει μέσα από σπηλαιώσεις, ο χείμαρρος ποταμός Γαρεάτης.   Ο ποταμός αυτός ξεκινάει από τα ορεινά υψίπεδα των Δολιανών και του Δραγουνιού. Διαρρέει τα οροπέδια της Τεγέας  και αφού ενώνεται με τον χείμαρρο Σαρανταπόταμο, φθάνει στις δυτικές υπώρειες του όρους Παρθενίου και εκεί εισέρχεται σε τρείς μεγάλες καταβόθρες που απέχουν η μια από την άλλη σαράντα με πενήντα μέτρα περίπου. Η είσοδος στις καταβόθρες είναι φραγμένη με σίδερα προσαρμοσμένα σε ανθεκτικά τοιχεία, για να παρεμποδίζονται οι αποφράξεις τους από τους κορμούς των δέντρων και τα άλλα ογκώδη αντικείμενα που κατεβάζουν τα ορμητικά νερά του χειμάρρου, όταν φουσκώνει το χειμώνα.Όταν όμως τα νερά του ποταμού είναι πολλά, δεν μπορούν να τα απορροφήσουν οι καταβόθρες και τότε πλημμυρίζει το οροπέδιο στην περιοχή του Παρθενίου. Πολλές φορές το νερό έφτανε μέχρι τα πρώτα κάτω σπίτια του χωριού, τον κάμπο του οποίου διαρρέει ο Γαρεάτης και κάποια χρονιά, την δεκαετία του 1950, τα νερά της λίμνης που σχηματίστηκε στον κάμπο ήσαν τόσα πολλά, που διέφυγαν αναγκαστικά από την μοναδική δίοδο διαφυγής τους, την σήραγγα από την οποία διέρχεται ο σιδηρόδρομος. Στη συνέχεια ο ποταμός διαρρέει τα έγκατα του όρους Παρθενίου και εκβάλει τελικά χαμηλά και ανατολικά στον Αχλαδοκαμπίτικο κάμπο, στη θέση «Πηνίκοβη», μέσα από ένα κατά το πλείστον ανεξερεύνητο σπήλαιο, για το οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω. Από εκεί συνεχίζει να ρέει μέσα στο φαράγγι του Ξοβριού, προς την περιοχή της Ανδρίτσας, περνάει την Ποταμιά στη Βελανιδιά και χύνεται τελικά στην παραλία του Κυβερίου.

Τα ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά πετρώματα της ευρύτερης περιοχής της Μάσκλινας, οι υπόγειες σπηλαιώσεις του υπεδάφους της και ο μεγάλος αριθμός των σπηλαιοβαράθρων (πρόπαντες), όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, δικαιολογούν πλήρως τη σοβαρή έλλειψη υδάτινων πόρων στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού.

Κύριο στοιχείο στην περιοχή του χωριού είναι η ελιά, το περισσότερο τυπικά μεσογειακό καρποφόρο δέντρο. Η περιοχή του χωριού από τα σύνορα με τον Αχλαδόκαμπο, στο Σαμόνι, μέχρι την περιοχή Μεσοραχίτικα και Πλατάνι, καλύπτεται κυρίως από ελαιόδεντρα. Καλλιεργούνται δύο ποικιλίες: η «λαδοελιά» και το «μανάκι». Παλαιότερα στις περιοχές Αράπης, Γιαννηλάκι, Κεντρώματα, Καυκαλάς κλπ, που μέχρι σήμερα έχουν την γενικότερη ονομασία «στα αμπέλια», καλλιεργούντο μεγάλες εκτάσεις αμπελώνων, που απέδιδαν μεγάλες ποσότητες και εξαιρετικής ποιότητας κρασιών. Η περιοχή «Ροϊνά», στους πρόποδες του όρους Παρθενίου, σημαδεύεται από μια ποικιλία από μικρά και μεγάλα «δασικά» δέντρα, όπως οι βελανιδιές, τα πουρνάρια, τα σφεντάμια, οι γκορτσιές, οι γλαντινιές και οι κουμαριές.

Υπάρχουν ενδιάμεσα και κενά που καλύπτονται από μια μεγάλη ποικιλία από θάμνους και άλλα φυτά, όπως τα σπάρτα, τα ρείκια, οι ασφάκες, το θυμάρι, οι αφάνες και οι πικροδάφνες. Στα χωράφια που βρίσκονται μέσα στον οικιστικό πυρήνα του χωριού συναντάμε ήμερα καρποφόρα δέντρα, όπως: συκιές, λίγες αχλαδιές, αρκετές μουριές, αμυγδαλιές, πικραμυγδαλιές, ενώ στις ρεματιές φυτρώνουν μυρτιές, βάγιες, κυπαρίσσια, λεύκες, λυγιές (καναπίτσες). Συναντάμε τέλος λίγες καρυδιές και πλατάνια στην περιοχή Πλατάνι και στις ρεματιές του Σαμονιού.

Στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας, στο δάσος «ροϊνά» στις υπώρειες του Παρθενίου, στην Κάρβια, στην περιοχή Καυκαλάς αλλά και μέσα στις καλλιεργούμενες εκτάσεις, ζουν άγρια ζώα, όπως αλεπούδες, τσακάλια, κουνάβια, ασβοί και τελευταία πληθώρα από αγριογούρουνα. Ορισμένα από αυτά προξενούν ζημιές στο ζωικό κεφάλαιο των νοικοκυριών. Επανειλημμένα κατά το παρελθόν είχαν δεχθεί επιθέσεις τα κοτόπουλα στα κοτέτσια του χωριού από τις αλεπούδες ενώ τα τσακάλια «κτυπούσαν» σε στάνες από γιδοπρόβατα, με αποτέλεσμα σοβαρές απώλειες στο ζωικό κεφάλαιο των τσοπάνηδων. Σύμφωνα με μαρτυρίες συγχωριανών μας, παλαιότερα στην περιοχή του χωριού κυκλοφορούσαν και λύκοι που έκαναν επιθέσεις και ζημιές στα κοπάδια του χωριού. Μάλιστα λέγεται πως ένας συγχωριανός μας, ο Μπαρκούζος, βρήκε ένα νεογέννητο λυκάκι και το πήρε στο σπίτι του να το μεγαλώσει, νομίζοντας πως ήταν σκυλί (κουτάβι).Όταν διαπίστωσε ότι μεγάλωνε λύκο ήταν πια αργά, αφού του είχε εξαφανίσει ολόκληρο το ζωικό κεφάλαιο (κότες, κουνέλια, αρνιά κλπ.) του σπιτιού του. Από τότε έμεινε η χαρακτηριστική στο χωριό η φράση « μπα που να σε φάει ο λύκος του Μπαρκούζου». Την έλεγαν οι τσοπάνηδες του χωριού όταν αγανακτούσαν με την συμπεριφορά κάποιου ζώου του κοπαδιού τους.

Μάλιστα οι αλεπούδες και τα τσακάλια εκείνη την εποχή είχαν «επικηρυχθεί» από την Πολιτεία. Είχε καθιερωθεί χρηματική αμοιβή στους κατοίκους που εξόντωναν αυτά τα άγρια ζώα, με την προϋπόθεση να προσκομίσουν στις αρμόδιες Κρατικές υπηρεσίες τα πειστήρια εξόντωσής τους (μέρη από τα άκρα του σκοτωμένου ζώου). Επίσης ζουν λαγοί και αγριοκούνελα που οι κυνηγοί τα εξοντώνουν για το νόστιμο κρέας τους. Τους χειμερινούς μήνες κατεβαίνουν στην περιοχή μας και ορισμένα είδη πουλιών όπως κοτσύφια, πέρδικες και ορτύκια που και αυτά αποτελούν άριστους μεζέδες για τους κυνηγούς, ενώ ζουν ολοχρονίς σπουργίτια, σπίνοι και άλλα είδη πουλιών. Επίσης ζουν στην περιοχή μας ερπετά, όπως σκορπιοί, οχιές και αστρίτες που είναι άκρως επικίνδυνα, επειδή είναι ιοβόλα, καθώς και δεντρογαλιές που είναι ακίνδυνες.

Καλλιέργεια κηπευτικών γινόταν σε πολύ μικρή κλίμακα, κυρίως στις αρδευόμενες από πηγάδια εκτάσεις (περιβόλια), στις περιοχές Σαμόνι, Πλατάνι και Αράπης. Υπάρχουν και ξέφωτες πετρώδεις άδενδρες εκτάσεις στη μέση των ανατολικών πλαγιών του όρους Παρθενίου που σε αυτές γινόταν καλλιέργεια δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη κλπ) καθώς και καλλιέργεια αμπελώνων, κυρίως στις πλαγιές της περιοχής Καυκαλάς,  με ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Στην περιοχή του χωριού το κλίμα είναι ήπιο και ξηρό, η χειμερινή περίοδος μικρής διάρκειας, παράγοντες που ευνοούν τη χειμερινή κυρίως διαβίωση. Σε παλιότερη μάλιστα εποχή, τους καλοκαιρινούς μήνες στην περιοχή του χωριού η ζέστη ήταν ανυπόφορη, ιδιαίτερα τις μεσημεριανές ώρες. Εκείνη την εποχή η έλλειψη πρασίνου, λόγω της υπερβολικής βόσκησης, στο δάσος του γειτονικού όρους Παρθενίου (Ροϊνά), αλλά και εντός του οικιστικού πυρήνα του χωριού, δημιουργούσε συνθήκες καύσωνα, που διαρκούσε πολλές ημέρες.Οι κλιματολογικές συνθήκες και ειδικότερα οι συχνοί καύσωνες τους καλοκαιρινούς μήνες ανάγκαζαν ανέκαθεν τους κατοίκους του χωριού να εγκαταλείπουν  ομαδικά το χωριό και να μεταβαίνουν στο ορεινό χωριό τους, το Καστρί. Εκεί οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες ήταν τελείως διαφορετικές και έκαναν άνετη την διαμονή τους.

Όσοι από τους κατοίκους από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 παρέμειναν μόνιμα στη Μάσκλινα όλο το χρόνο, τους καλοκαιρινούς μήνες, μη υποφέροντας τη ζέστη, κατά τις μεσημεριανές ώρες κατέβαιναν στα δροσερά υπόγεια των κατοικιών τους, που η θερμοκρασία εκεί ήταν υποφερτή. Όσοι έβγαιναν να πάνε στα χωράφια τους και στα περιβόλια τους τους καλοκαιρινούς μήνες,  μετέβαιναν εκεί πριν ακόμη χαράξει και ανατείλει  ο αυγερινός. Περίμεναν στο χωράφι μέχρι να ξημερώσει, βόσκωντας τα ζωντανά τους και με το πρώτο φως της ημέρας άρχιζαν τη δουλειά. Μόλις όμως   έφτανε δέκα η ώρα και πριν αρχίσει η ανυπόφορη ζέστη φόρτωναν  στα ζώα τους ό,τι είχαν συγκεντρώσει για το νοικοκυριό τους (ξύλα, οπωροκηπευτικά από το μποστάνι* τους κλπ ), καβαλούσαν τα ζώα και γύριζαν γρήγορα στα σπίτια τους.Τα ξεφόρτωναν και τα  έδεναν στην αυλή του σπιτιού στους ίσκιους κάτω από τις μουριές και τις μυγδαλιές, γιατί τα καλύβια  που τα στέγαζαν ήταν στο εσωτερικό τους ζεστά σαν «καμίνια». Μόλις βράδιαζε έβγαζαν στις ταράτσες και στα μπαλκόνια των σπιτιών τους κλινοσκεπάσματα για να κοιμηθούν εκεί πάνω  στο ύπαιθρο, έξω από το σπίτι. Θυμάμαι νοσταλγικά την εποχή που ανεβαίναμε με το νύχτωμα όλη η οικογένεια να κοιμηθούμε στην ταράτσα του καλυβιού μας,γιατί το σπίτι ήταν πολύ ζεστό. Όταν ξαπλώναμε και πριν να κοιμηθούμε οι γονείς μας μας δίδασκαν κοσμογραφία δείχνοντάς μας στο ουράνιο στερέωμα τον «γαλαξία» μιά τεράστια φωτεινή λουρίδα που απλώνεται στον ουρανό από βορά προς νότο, που μας τον έλεγαν «Ιορδάνη ποταμό»,τον αστερισμό της «πούλιας» που μας την έλεγαν επταπάρθενο χορό,τους αστερισμούς της «μικρής και της μεγάλης άρκτου»  που μας τα έλεγαν αλετροπόδια κλπ. Μας έπαιρνε ο ύπνος με τα νανουρίσματα των γρύλων, του γκιώνη και των τζιτζικιών.Το πρωϊνό, πολύ πριν βγεί ο ήλιος από την περιοχή του Καυκαλά, μας ξυπνούσαν για να μαζέψουν τα κλινοσκεπάσματα να μην τα βρει ο ήλιος στην ταράτσα.

Τελευταία όμως το μικροκλίμα της περιοχής έχει αλλάξει ριζικά, με θερμοκρασίες υποφερτές και τους καλοκαιρινούς μήνες, όλη την διάρκεια του εικοσιτετράωρου. Τούτο οφείλεται στην αλματώδη ανάπτυξη της δασοκάλυψης, στους πρόποδες του όρους Παρθενίου (Ροϊνά) και στην δεντροφύτεψη με μουριές και άλλα σκιόφυλλα δέντρα, όλων των ασκεπών οικοπέδων που γειτνιάζουν με τον οικισμό ή αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του, καθώς και στη μείωση της βόσκησης του δάσους, στους πρόποδες του όρους Παρθενίου από τα ποίμνια. Η σύσταση του εδάφους και η ανεπάρκεια των πηγών δεν ευνοούν αγροτικές καλλιέργειες πολύ παραγωγικές με εξαίρεση, όπως προαναφέρθηκε, την καλλιέργεια της ελιάς.

Οι κλιματολογικές συνθήκες και η χλωρίδα σε αυτή την περιοχή είναι ευνοϊκοί παράγοντες για τη δημιουργία σε μεγάλες εκτάσεις βοσκοτόπων, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Η ύπαρξη βοσκοτόπων, σε συνδυασμό βέβαια και με άλλους παράγοντες, ήταν βασικό κριτήριο για προώθηση ανθρώπινης παρουσίας από τα γειτονικά παράλια (Αργολίδα, Θυρέα ) προς αυτή την ορεινή ενδοχώρα με το ήπιο κλίμα και την δημιουργία εκεί πρόχειρων εγκαταστάσεων ή οικιστικών πυρήνων ακόμη και μικρών οικισμών από γεωργοκτηνοτρόφους ή κτηνοτρόφους.

Το χωριό, όπως γράφουμε παραπάνω, δεν έχει τρεχούμενα νερά. Μόνο ρέματα και χείμαρροι υπάρχουν στην ευρύτερη περιφέρειά του, στα οποία τρέχουν μικρές ποσότητες νερού μέχρι το τέλος της άνοιξης το πολύ, σπανίως δε, μετά από δυνατή βροχόπτωση, γίνονται ορμητικοί.

α) Ένα ρέμα ξεκινάει από τις πλαγιές του Αγίου Πέτρου, κατεβαίνοντας διαρρέει κάθετα το χωριό, από βορειοανατολικά προς νότο. Μέσα στην κοίτη του ρέματος και γύρω από αυτή, από το ύψος του Αγίου Πέτρου, μέχρι το Καγκλέκο σπίτι συναντάμε μερικά πηγάδια μικρού σχετικά βάθους, το σημαντικότερο των οποίων είναι το Ζαρελιανέκο πηγάδι. Περνάει μπροστά από τα Καγκλέκα, παρακάτω μπροστά από τα Γιανναρέκα, μπροστά από τα Μουρμουρέκα, περνάει μέσα από την Ξαμπλέκη γειτονιά και στη συνέχεια πίσω από το αλώνι και μπροστά από το πηγάδι της εκκλησίας του Αϊ Γιώργη. Συνεχίζοντας περνάει από τα Μακρέκα περιβόλια, τα Στρατηγέκα Χάνια και αφού περάσει δίπλα από το κοτέτσι του Τσιώρου, συνεχίζει και καταλήγει στην περιοχή της Μαύρης Τρύπας (Βαγιόρεμα) οπότε συμβάλει στο ποτάμι της ΑγιαΣοφιάς.

β) Ένα άλλο ξεκινάει από τις πλαγιές του Καυκαλά, κατεβαίνει μέσα από την περιοχή της Φιλιππούς, που βρίσκεται και το ομώνυμο πηγάδι, και κατεβαίνει στο δίρρεμα. Εκεί παλιά την άνοιξη που κυλούσε νερό, στο σημείο που τέμνεται κάθετα από το δρόμο πού έρχεται από την αγορά προς τα Κορολέκα, οι νοικοκυρές του χωριού «κοπάνιζαν» τα στρωσίδια τους. Συνεχίζοντας περνάει μπροστά από τα Κορολέκα σπίτια, μπροστά από το Κικιζέκο σπίτι  και πίσω από στο σπίτι του Τζούμα δημιουργεί μια άπλα, που και εκεί παλιότερα «κοπάνιζαν» τα στρωσίδια. Συνεχίζοντας πίσω από του Αθανασιάδη, συμβάλει τελικά στο ρέμα που περιγράψαμε παραπάνω.

γ) Άλλο ρέμα ξεκινάει από τις υπώρειες του όρους Παρθένιο, διασχίζει κάθετα την γραμμή του τραίνου και συνεχίζοντας κατεβαίνει στο παλιοκρόπι, εκεί που βρίσκεται το ομώνυμο πηγάδι και καταλήγει στου Παυλάκου το ρουμάνι, όποτε συμβάλει στα Μακρέκα περιβόλια με το ρέμα που έρχεται από το χωριό.

δ) Ένα άλλο ρέμα ξεκινάει από τις ανατολικές πλαγιές του Καυκαλά, κατεβαίνει από τα βουλιάσματα, εκεί που ήταν παλιά του Πάϊκου η στέρνα και φτάνει στην ευρύτερη περιοχή του Αράπη, στην τοποθεσία «του Μπαριάμη το ρέμα». Κατά μήκος της κοίτης του ρέματος στην περιοχή του Αράπη και στην γύρω περιοχή συναντάμε πολλά πηγάδια, μικρού σχετικά βάθους. Εκεί το ρέμα τέμνει κάθετα τον μουλαρόδρομο που πηγαίνει για την Αγία Παρασκευή. Συνεχίζοντας παρακάτω, τέμνει κάθετα και τον χωμάτινο αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στην Αγία Παρασκευή και στο Πλατάνι. Περνώντας από την περιοχή Παλιόμυλος, καταλήγει στα Στρατηγέκα Χάνια, οπότε συμβάλλει στο ρέμα που έρχεται από την περιοχή του οικισμού.

ε) Άλλο ρέμα ξεκινάει από τις βορειοανατολικές υπώρειες του όρους Παρθενίου και κατεβαίνοντας περνάει κάτω από την σιδερένια γέφυρα του Αρκουδιά, διασχίζει την περιοχή Αρκουδιάδες, περνάει μέσα από την δυτική περιοχή των ελαιώνων του Σαμονιού, τέμνει κάθετα τον αγροτικό δρόμο που οδηγεί στα Κατσιρέκα μαντριά και τελικά καταλήγει στην περιοχή της Πηνίκοβης.

στ) Τέλος ένα ακόμη ρέμα στην περιοχή του Σαμονιού, ξεκινάει από την περιοχή Σαμονάκι, περνάει στην κάτω μεριά της Αντωνέκης πλεύρας σε όλο της το μήκος και φτάνει στην περιοχή της Αρτοτίνας. Εκεί η ρεματιά έχει βαθύσκια πλατάνια και τρεχούμενα νερά όλο το καλοκαίρι. Παλιότερα στο σημείο εκείνο και κατά μήκος της ρεματιάς, στην παρόχθια περιοχή καλλιεργούσαν τα περιβόλια τους πολλοί συγχωριανοί μας.

Υπάρχουν και άλλα μικρά ρέματα που δημιουργούνται στις πλαγιές των λοφοσειρών του χωριού, αλλά νομίζουμε πως δεν αξίζει να τα αναφέρουμε.

Τα πιο σημαντικά μονοπάτια στην ευρύτερη περιοχή της Μάσκλινας που αξίζει κανείς να τα περπατήσει έχουν τις εξής κατευθύνσεις: α) προς τον προφήτη Ηλία, στην κορυφή του όρους Παρθενίου. β) Από συνοικία Ζαρελιάνικα - γεφύρι Αρκουδιά – Αρκουδιάδες – Καταράχι – Αρτοτίνα.

γ) Μονοπάτι λιθόστρωτο, από το σπίτι του Χρήστου του Μακρή- Αρμακά -ΑγιαΣοφιά- Λαγκάδα-Δραγούνι. δ) από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής - Αράπη - Μπαριάμη ρέμα - Κεντρώματα – Αγία Παρασκευή - Μεσοραχίτικα  ε) Από το εξωκλήσι του Αγίου Πέτρου - Καυκαλάς - εξωκλήσι Αγίου Δημήτρη - Μεσοραχίτικα και στ) Από μαντρί του Τσιώρου - Μαύρη τρύπα - Άγιο Γεώργιο - γεφύρι Τάνου - Γαλτενά. Αυτό το μονοπάτι είναι δύσβατο πια, γιατί έπαψε από χρόνια να το διασχίζουν μουλάρια ή πεζοπόροι. Μπορεί όμως ο περιπατητής, αν τον βαστούν τα πόδια του, να ακολουθήσει τον αμαξόδρομο, οπότε μπορεί να φτάσει μέχρι το Τσερβάσι και το μοναστήρι του Προδρόμου.                                                  Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

 

                     ΤΟ   ΜΑΤΙΑΣΜΑ - ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣΙΕΣ

         Το μάτιασμα – τη βασκανία – που εκδηλωνόταν με ξαφνική αδιαθεσία και έντονο πονοκέφαλο, τη λογάριαζαν πολύ οι Μασκλινιώτες. Γι’ αυτό όταν εκδήλωναν το θαυμασμό τους για ένα πρόσωπο, ζώο ή δένδρο συνόδευαν την εκδήλωσή τους αυτή με τη φράση «να μη βασκαθεί» και «φτου να μη βασκαθεί» και ταυτόχρονα έφτυναν επάνω του για να μην υποστεί την κακή επίδραση του ματιάσματος, «να μην τον πιάσει το μάτι» .Όταν ήθελαν να εξοπλίσουν το προσφιλές τους πρόσωπο, ζώο ή αντικείμενο με αμυντικές δυνάμεις κατά του κακού ματιού, του κρεμούσαν φυλαχτά και μεγάλες μπλε χάντρες. Έτσι έβλεπε κανείς κρεμασμένες μπλε χάντρες στα σαμάρια στις σέλες ή μπροστά στο κούτελο στα καπίστρια των ζώων, ιδίως αλόγων και μουλαριών. Στα μωρά παιδιά για να μην τα ματιάσουν κρεμούσαν από την κούνια ή καρφίτσωναν με παραμάνα στη σαλιάρα  του μωρού φυλαχτό ή ένα ματόχαντρο. Μερικές γυναίκες για να αποφύγουν το μάτιασμα έβαζαν στα παιδιά τους ή και στους εαυτούς τους μια μουτζούρα με την κάπνα του τσουκαλιού ή με λίγο κατράμι πίσω από το αυτί τους. Τα φυλαχτά τα έφτιαχναν  μόνες τους και τα φορούσαν στα μεγαλύτερα παιδιά τους για να έχουν κάτι επάνω τους και να μην τα πιάνει το κακό μάτι.

     Για το ξεμάτιασμα, την απαλλαγή δηλαδή από την κακοποιό επίδραση της βασκανίας ασχολούντο μερικές, ηλικιωμένες κυρίως, γυναίκες του χωριού που ήξεραν να ξεματιάζουν. Αυτές φώναζαν για να διαβάσουν τους ματιασμένους. Η ξεματιάστρα έλεγε στον ματιασμένο μια μυστική ευχή, ένα ξόρκι, που σαν ιερό μυστικό της είχε παραδοθεί από κάποια άλλη. Έπειτα τον σταύρωνε – έκανε επάνω του το σημείο του σταυρού τρεις φορές με τα τρία δάχτυλα του δεξιού της χεριού, τον θυμίαζε πάλι σταυρωτά και τον φυσούσε τρείς φορές. Άλλες πάλι κατά το ξεμάτιασμα, όπως η αείμνηστη μητέρα μου, έσταζαν τρείς σταγόνες λάδι από το καντήλι σε ένα ποτήρι νερό. Άν πέφτοντας η σταγόνα του λαδιού  στο νερό διαλυόταν, έλεγαν πως το παιδί ή οποιοσδήποτε άλλος  ήταν ματιασμένος. Και αν η σταγόνα παρέμενε πάνω στο νερό, αυτό σήμαινε πως δεν είχε μάτι. Κάθε φορά που έσταζαν την σταγόνα το λάδι στο ποτήρι επικαλούντο την βοήθεια των Αγίων Αναργύρων ψυθιρίζοντας το σχετικό τροπάριο των Αγίων ή την Κυριακή προσευχή, το «Πάτερ ημών». Κατόπιν με το νερό  ράντιζαν τρεις φορές τον ματιασμένο και το νερό το έχυναν σε μια γωνιά που δεν πατιόταν. Επίσης  τους ματιασμένους  ράντιζαν με τον αγιασμό των Θεοφανείων που φύλαγαν σε μπουκαλάκι στο εικονοστάσι του σπιτιού. Εκτός από τα παραπάνω φώναζαν πολλές  φορές στο σπίτι τον παπά για να διαβάσει την ευχή κατά της βασκανίας.

    Ακόμη οι χωριανοί πίστευαν σε διάφορες προλήψεις και δοξασίες όπως:

 - Όταν βούϊζε το δεξί αυτί κάποιου,  έλεγαν πως κάτι καλό θα ακούσει και  όταν βούϊζε το αριστερό θα ακούσει κάτι κακό.

- Όποιος άφηνε την τελευταία του μπουκιά ψωμιού ή φαγητού χωρίς να την φάει έλεγαν πως «αφήνει τη δύναμή του».

 - Όταν άκουγαν κουκουβάγια να λαλεί κοντά σε σπίτι, το θεωρούσαν κακό προμάντεμα.

- Όταν έτρωγαν πολλοί από το ίδιο πιάτο και άφηναν στο τέλος κάτι αφάγωγο, έλεγαν πως η μπουκιά αυτή ήταν η μπουκιά «της ντροπής».-

-  Όταν τον έτρωγε κάποιον η μύτη του του, έλεγαν πως «θα φάει ξύλο».

- Άν κάποιος έφερνε στην κουβέντα του κάτι κακό, λ.χ. μια αρρώστια, πρόσθετε την φράση «έξω από δω» και έφτυνε τον κόρφο του.

-  Όταν κάποιος φταρνιζόταν, του έλεγαν πως κάποιος τον θυμήθηκε.-

- Πολλές νοικοκυρές έδιναν σημασία στον άνθρωπο που θα πρωτόμπαινε στο σπίτι τους, «θα έκανε ποδαρικό», κατά το πρωϊνό της πρώτης ημέρας μιας χρονικής περιόδου, εβδομάδας, μήνα ή χρόνου και ζητούσαν από  αυτόν να μπειί στο σπίτι με το δεξί πόδι.

- Το ίδιο θέμα απασχολούσε και του ιδιοκτήτες των μαγαζιών, για εκείνον που θα τους έκανε την πρώτη συναλλαγή της ημέρας λέγοντας «μου ήρθε το πρωϊ ο τάδε να ψωνίσει και μου έκανε καλό σεφτέ».-

- Τα πρωϊνά δεν έτρωγαν τίποτα, ούτε χαιρετούσαν, πριν πλύνουν το πρόσωπό τους και κάνουν το σταυρό τους. Εξ ου και η φράση που έλεγαν «δεν ντρέπεσαι να τρώς άνιφτος».-

- Θεωρούσαν γρουσουζιά να σπάσει ο καθρέφτης του σπιτιού.

- Δεν  έκοβαν τα νύχια τους την Τετάρτη και την Παρασκευή, έχοντας υπόψη τους το δίστιχο:

«Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις

και το Σαββάτο μη λουστείς αν θέλεις να προκόψεις».

-Το βράδυ πριν να κοιμηθούν σταύρωναν τρεις φορές το μαξιλάρι τους λέγοντας: «πέφτω κάνω το σταυρό μου – άρμα έχω στο πλευρό μου».

- Το βράδυ θεωρούσαν κακό να κοιταχτούν στον καθρέφτη

- Αν συναντούσαν στο δρόμο παπά και πήγαιναν σε κάποια σοβαρή δουλειά, την ανέβαλαν για άλλη ημέρα.

- Μετά το ηλιοβασίλεμα δεν δάνειζαν πράγματα στους γείτονες, γιατί το θεωρούσαν γρουσουζιά.

- Θεωρούσαν κακό να πετάξουν στο έδαφος τα δόντια που άλλαζαν τα παιδιά και τα συμβούλευαν να τα πετάνε στα κεραμίδια της στέγης.

- Δεν άφηναν ψαλίδι ανοιχτό, γιατί θεωρούσαν ότι έμεναν ανοιχτά τα στόματα των εχθρών.

- Αν κάποιος ήταν Σαββατογεννημένος έπιαναν οι κατάρες του

- Αν επισκέπτονταν κάποιο σπίτι φρόντιζαν να φύγουν από την ίδια πόρτα για να μην χαλάσει το προξενιό.

- Όταν σφύριζε η φωτιά στα τζάκι, πίστευαν πως κάποιοι πιάνουν στο στόμα τους την οικογένεια και τη φθονούν.

- Αν κάποιον τον έπιανε λόξυγκας, κάποιος τον θυμήθηκε. Θα σταματούσε δε αν έβρισκε το όνομα εκείνου που τον θυμήθηκε.

- Αν σε έτρωγε το αριστερό σου χέρι θα έπαιρνες χρήματα. Αν σε έτρωγε το δεξί, θα έδινες χρήματα.

- Την πρώτη του Μάρτη έδεναν στο χέρι των παιδιών κόκκινη και άσπρη κλωστή, για να μην Τα κάψει ο ήλιος.

- Όταν υπήρχε κηδεία στο χωριό, οι γυναίκες δεν έπλεναν ούτε σκούπιζαν

- Όταν το σκυλί αρουλιόταν προμήνυε θάνατο

-Όταν έριχνε χαλάζι πετούσαν ανάποδα, με τα πόδια προς τα πάνω στην αυλή την σιδεροστιά, για να σταματήσει το κακό.

-Όταν πέθαινε κάποιος, άφηναν γένια και μαλλιά και σκέπαζαν τον καθρέφτη με σεντόνι και κρεμούσαν μαύρο πανί στην είσοδο του σπιτιού, σε ένδειξη πένθους.

-Πίστευαν ότι κατά την διάρκεια του δωδεκαημέρου (25 Δεκέμβρη έως 6 Γενάρη) εμφανίζονταν καλικάντζαροι για να πειράξουν τους ανθρώπους. Έμπαιναν στα σπίτια και τα μαγάριζαν. Τον υπόλοιπο χρόνο πίστευαν ότι έμεναν στα έγκατα της γης και πριόνιζαν το δέντρο που βαστά τη γη. Έβγαιναν στην επιφάνεια της γης, κοντά στο τέλος της εργασίας τους, πριν κοπεί το δέντρο και τους πλακώσει η γη. Όταν όμως επέστρεφαν, με την λήξη του δωδεκαημέρου, το δέντρο είχε ξαναγίνει και άρχιζαν πάλι το πριόνισμα από την αρχή. Ο παπάς αγιάζοντας τα σπίτια την παραμονή των Θεοφανείων, έδιωχνε τους καλικάτζαρους, οι οποίοι φεύγοντας φώναζαν: «Φεύγετε να φεύγουμε, γιατί έφτασε ο τουρλόπαπας, με την αγιαστούρα του και με την βεδούρα του κι’ άγιασε τα ρέματα, τόνα ρέμα τάλλο ρέμα, την κακή του την ημέρα».

- Την τελευταία ημέρα του Φλεβάρη το βράδυ έβγαιναν στους δρόμους του χωριού με τροκάνια, κουδούνια και άδειους ντενεκέδες που τους χτυπούσαν βγαίνοντας μέχρι έξω από το χωριό, για να «ξεβγάλουν τον Κουτσοφλέβαρο».

-Οι αλαφροϊσκιωτοι έβλεπαν νεράιδες να χορεύουν στα αλώνια και όπου υπήρχε νερό. Έπαιρναν τη μιλιά από τους ανθρώπους και τους τρέλαιναν. Πίστευαν και στα στοιχειά, τα οποία συνήθως εμφανίζονταν με μορφή κάποιου ζώου τις νύχτες σε μέρη σκοτεινά και φόβιζαν τους ανθρώπους.

- Ορισμένοι «διάβαζαν» το μέλλον στο κόκαλο της πλάτης του αρνιού που έσφαζαν το Πάσχα (πλατομαντεία).

 

Για την πρόγνωση του καιρού πίστευαν πως:

- Όταν συννεφιάζει πάνω στον πάγο, προβλέπεται βαρυχειμωνιά

- Όταν τινιάζεται η γίδα ή το πρόβατο ή βήχουν, έρχεται χειμώνας

- Κατά το σημείο που νίβεται η γάτα με το πόδι της, από εκει θα αρχίσει να φυσάει

- Άμα κυλιέται το σκυλί στο χώμα το χειμώνα θα ακολουθήσει βαρυχειμωνιά

- Μόλις πέφτει ο ήλιος με ξαστεριά η άλλη μέρα θα είναι ηλιόλουστη

- Όταν τα γιδοπρόβατα τρώνε με όρεξη αποβραδίς, καταλαβαίνουν χειμώνα

- Όταν τα σπουργίτια ζητάνε βιαστικά την τροφή τους στο χώμα και δεν τρέχουν στα κλαριά έχουμε χειμώνα

- Όταν η πούλια βασιλέψει στις 5 του Δεκέμβρη με συννεφάκια, θάχουμε βαρυχειμωνιά και αν βασιλέψει με ξαστεριά, θάχουμε ήπιο χειμώνα

- Όταν τα κουνούπια πετούν μαζεμένα το χειμώνα, θάχουμε καλό καιρό

                                                                       Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

    Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ       Πριν φορεθούν τα Φράγκικα (σακάκι, παντελόνι και πουκάμισο) οι άνδρες φορούσαν καθημερινά στις δουλειές...