ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ
ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Τα
χάνια δεν είναι δημιούργημα των νεωτέρων χρόνων αλλά ανάγονται στους αρχαίους
χρόνους, που τότε τα έλεγαν «καταγώγεια». Αργότερα την περίοδο των Βυζαντινών
τα ονόμασαν «πανδοχεία» και τα συναντούσε κανείς σε μεγάλες οδικές αρτηρίες της
υπαίθρου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας τα πανδοχεία τα ονόμαζαν «χάνια» από την
Τούρκικη λέξη Han. Η ονομασία αυτή επικράτησε και διατηρήθηκε και μετά την
απελευθέρωση από τους Τούρκους και την δημιουργία του Ελληνικού κράτους. Στους
νεώτερους χρόνους χάνια υπήρχαν στις οδικές αρτηρίες για να εξυπηρετούν
ταξιδιώτες και αγωγιάτες.
Τα
χάνια στεγάζονταν σε οικοδομήματα συνήθως μακρόστενα και μονόροφα με θολωτό
υπόγειο. Στο πίσω μέρος υπήρχε ένας ιδιαίτερος χώρος που διέμενε ο ιδιοκτήτης,
ο «χαντζής», μόνος ή με την οικογένειά του. Ένας δεύτερος χώρος – ο κυριότερος,
ήταν η αίθουσα υποδοχής και παραμονής των οδοιπόρων και των άλλων ταξιδιωτών.
Σε αυτό το χώρο υπήρχε ένα μακρόστενο ξύλινο τραπέζι και για καθίσματα υπήρχαν
μακρόστενοι ξύλινοι πάγκοι.
Στα
νεότερα χρόνια αντί για σκαμνιά υπήρχαν καρέκλες και την έλλειψή τους
συμπλήρωναν με ξύλινα μονοθέσια σκαμνιά. Στον ίδιο χώρο υπήρχε και τζάκι
παραδοσιακό για να ζεσταίνονται οι ταξιδιώτες το χειμώνα. Ακόμη σε αυτόν τον
χώρο υπήρχε και η κουζίνα για την παρασκευή φαγητό. Σε κοντινή απόσταση υπήρχε
ένας ακόμη στεγασμένος χώρος που χρησίμευε για την παραμονή των ζώων του Χαντζή
αλλά και για την προσωρινή παραμονή των ζώων των ξένων - των ταξιδιωτών - σε
περίπτωση μεγάλης κακοκαιρίας.Εκεί παρέμεναν τα ζώα για να ξεκουραστούν,κυρίως
αυτά που μετέφεραν ανθρώπους.Τα ζώα που μετέφεραν εμπορεύματα συνήθως παρέμεναν
φορτωμένα,πλην ελαχίστων και εξαιρετικών περιπτώσεων.Κατά την παραμονή τους στο
χάνι των ζώων οι ιδιοκτήτες τους τους έδιναν την τροφή τους (σανό, κριθάρι κλπ)
και τα πότιζαν, για να αναλάβουν δυνάμεις και να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Από
αρχιτεκτονική άποψη τα χάνια δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η μορφή τους
ήταν απλή και λιτή. Όμως επειδή οι άνθρωποι εκείνης της εποχής ήταν ολιγαρκείς
και ζούσαν σε κοινωνίες λιτότητας, όσα τους προσέφερε το χάνι τα θεωρούσαν
αρκετά και έμεναν ευχαριστημένοι.
Ερείπια από το χάνι του Στρατηγάκου. Μπροστά
διακρίνεται το χάνι και στο βάθος το
σπίτι του Χαντζή.
Ο
κουρασμένος στρατοκόπος έβρισκε στα χάνια πρώτα ένα χώρο όπου μπορούσε να κάνει
μια «στάση» να πάρει ανάσα, να ζεσταθεί το χειμώνα και να δροσιστεί το
καλοκαίρι. Και όταν ταξίδευε καβάλα στα ζώα του, να ξεκουραστεί από τον κάματο
της οδοιπορίας και να «ξεμουδιάσει». Τα χάνια για τον ταξιδιώτη ήταν γενικά ένα
ευεργετικό καταφύγιο, ιδιαίτερα όταν οδοιπορώντας το χειμώνα τον πάγωνε το
χιόνι και τον μαστίγωνε η βροχή, το κρύο και ο δυνατός αέρας και το καλοκαίρι
τον έκαιγε ο ήλιος και τον έλουζε ο ιδρώτας. Με την παραμονή του στα χάνια
αντλούσε δύναμη σωματική και ψυχική, για να συνεχίσει το δρόμο του σαν
πεζοπόρος ή καβαλάρης.
Για
τις γυναίκες και τα παιδιά τα χάνια προσέφεραν λουκούμια και νερό, ενώ για τους
άντρες καφέ, κονιάκ και κυρίως κρασί, το εθνικό ποτό των σημερινών Νεοελλήνων,
προϊόν που παρήγετο άφθονο στα αμπέλια της ευρύτερης περιοχής. Τα φαγητά που
σέρβιραν τα χάνια δεν ήσαν βέβαια πολλά και ποικίλα. Ο κατάλογος των φαγητών
ήταν συνήθως τυποποιημένος. Σέρβιραν γίδα βραστή ή βεργάδι (κατσίκι δύο
χρόνων), πατσά, φασολάδα, εντόσθια τηγανητά, αυγά τηγανητά, και ψωμί ζυμωτό,
φτιαγμένο από τα χέρια της Χατζίνας. Και μαζί με το φαγητό σέρβιραν κρασί από
το βαρέλι. Οι στρατοκόποι μπορούσαν να περάσουν την νύχτα στην αίθουσα του
χανιού που ήταν ο κύριος κοινόχρηστος χώρος τους, χωρίς να πληρώσουν χρήματα
για τη διανυκτέρευση. Αλλά και τα ζώα μπορούσαν να στεγαστούν προσωρινά σε
ειδικούς χώρους του χανιού για να ταϊστούν και να προφυλαχτούν από τις δυνατές
μπόρες και το χιόνι.
Τα
χάνια παρέμεναν ανοιχτά από το ξημέρωμα μέχρι τις πρώτες νυχτερινές ώρες. Δεν
ήσαν όμως σπάνιες οι περιπτώσεις που και μετά τα μεσάνυχτα κάποιος στρατοκόπος
κτυπούσε την πόρτα του χανιού ζητώντας βοήθεια από το χαντζή. Ο χαντζής του την
προσέφερε με μεγάλη προθυμία, ακολουθώντας την μακροχρόνια παράδοση. Στον
κουρασμένο μοναχικό στρατοκόπο το φως του χανιού, που αντίκρυζε οδοιπορώντας
μέσα στην ασέληνη νύχτα στην ερημιά και στο σκοτάδι, του έδινε το κουράγιο και
την ελπίδα ότι κάπου θα «ακουμπήσει» σε λίγο και του δυνάμωνε την σωματική και
ψυχική αντοχή του.
Στην
είσοδο του χωριού μας δίπλα από το Βαγιόρεμα, κατεβαίνοντάς το αριστερά,
υπήρχαν τα «Στρατηγέκα Χάνια». Ιδρύθηκαν μετά τα «Ορλωφικά» (1770), τότε που
στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν μόνο διάσπαρτα καλύβια. Στην τοποθεσία αυτή,
δίπλα ακριβώς από βαγιόρεμα, υπήρχαν
τρία χάνια.Ταυτόχρονα ή σε διαφορετικές περιόδους υπήρχαν δύο «χάνια του
Στατηγάκου» δεξιά και αριστερά στο βαγιόρεμα, εκεί που σήμερα κείτονται
κτίσματα σε ερείπια. Τα χάνια του Στρατηγάκου
ήταν ισόγεια, μακρόστενα και μονόροφα. Σε απόσταση λίγων μέτρων από αυτά
υπήρχε και το χάνι του Σελίμου. Ήταν διόρωφο με πελεκητή πέτρα στις γωνίες του.
Στο ισόγειό του στεγαζόταν το χάνι και στον όροφο έμενε ο ιδιοκτήτης του. Η
περιοχή στα «Στρατηγέκα Χάνια» αποτελούσε για δεκαετίες ολόκληρες το κέντρο του
χωριού εκείνη την εποχή, πριν ακόμα αναπτυχθεί και διαμορφωθεί ο οικισμός της
Μάσκλινας.
Απαραίτητη
προϋπόθεση για την λειτουργία χανιού ήταν η ύπαρξη νερού κοντά σε αυτό. Παρά το
άνυδρο της γύρω περιοχής του χωριού μας, στο σημείο εκείνο υπάρχουν ακόμη τα
πηγάδια που ξεδίψασαν για πολλές δεκαετίες τους στρατοκόπους και τα ζώα τους
που περνούσαν από τα Χάνια του Στρατηγάκου. Επειδή το νερό στην περιοχή ήταν
δυσεύρετο, το πουλούσαν μια δραχμή την τέσα για το πότισμα κάθε ζώου. Υπάρχει
μάλιστα και το ανέκδοτο που αναφέρει πως έδωσε ο υπάλληλος του χαντζή σε
μουλάρι μια τέσα νερό για να πιεί, που έβγαλε από το γειτονικό πηγάδι με την
τριχιά, αλλά το ζώο δεν ήθελε. Όμως ο χαντζής απαίτησε από τον ιδιοκτήτη του
ζώου να πληρωθεί την δραχμή για την τέσα το νερό που έδωσε στο ζώο με την
δικαιολογία πως «δεν ήπιε το ζώο νερό αλλά το μυρίστηκε». Το χάνι του
Στρατηγάκου στο σημείο εκείνο λειτούργησε μέχρι την δεκαετία του 1890. Σύμφωνα
με μια άλλη πληροφορία λειτούργησε μέχρι το 1920 περίπου. Τελευταίος ιδιοκτήτης
τους ήταν ο Χρήστος Στρατηγάκης ή Κουλόχρηστας.
Στην
οδική ημιονική αρτηρία που οδηγούσε από την Μάσκλινα προς Αργολίδα (Ελληνικό –
Ανδρίτσα – Άργος - Ναύπλιο) στις αρχές του 1900 λειτούργησε για μικρό χρονικό
διάστημα το Χάνι του Γιώργη Κατσίρη (Γιωργάκου).Στη λειτουργία αυτού του χανιού
αναφέρoνται και οι παρακάτω παλιοί ξεχασμένοι στίχοι αγνώστου Μασκλινιώτη συντάκτη:
«Κάτω
στου Μπαμπά το χάνι,
πάει ο χορός γαϊτάνι
Ο Γιωργάκος μαγειρεύει
και η Γιωργάκενα χορεύει
τα μικρά του τα παιδάκια
τηγανίζουν σηκωτάκια
Σηκω πάνω Θοδωρή
πες το τσάμικο Κωστή
να χορέψει η Μαρία
με όλα της τα επιτελεία…..»
Αυτό εξυπηρετούσε τους
στρατοκόπους και τους τσοπαναραίους, όταν ανεβοκατέβαιναν με τα κοπάδια τους
προς και από την περιοχή της Αργολίδας. Όμως πολύ σύντομα και αυτό ανέστειλε
την λειτουργία του.
Στην άλλη οδική αρτηρία που οδηγούσε από
τη Μάσκλινα προς τον κάμπο της Θυρέας και στην περιοχή της Πλατάνας υπήρχαν δύο
χάνια. Στη δεξιά πλευρά του δρόμου κατά την κάθοδο προς Θυρέα υπήρχε το χάνι
του «Ντελή». Ιδρυτής του ήταν ένας Τσιμούρης από το Καστρί. Στα τέλη της
δεκαετίας του 1890 ο Τσιμούρης έδωσε το χάνι προίκα στην κόρη του, που την
παντρεύτηκε ο Ριζιώτης Γρηγόρης Ντελής, από τον οποίο πήρε και το όνομά του το
χάνι. Το χάνι λειτούργησε ως το 1959. Απέναντι από του «Ντελή» το χάνι και στην
αριστερή κατά την κάθοδο πλευρά της οδικής αρτηρίας, στις αρχές του 1900, τα
παιδιά του Τσιμούρη έχτισαν άλλο χάνι. Από αυτά τα δύο χάνια η γύρω κοντινή
περιοχή πήρε την ονομασία «στου Τσιμούρη τα χάνια». Του Τσιμούρη το χάνι είχε
μεγάλη κίνηση, γι’ αυτό και λειτουργούσε σε εικοσιτετράωρη βάση. Η κίνησή του
όμως περιορίστηκε πολύ κατά την δεκαετία του 1960, όταν κατασκευάστηκε ο
αυτοκινητόδρομος από Τεγέα προς Άστρος.
Πολλές
φορές, που μας έπαιρναν οι γονείς μας στα χωράφια στην περιοχή Πλατάνι, μας
έδειχναν στο βάθος, λίγο πιο πάνω από την Ντουμινά (Βαθειά), στις πρώτες
λοφοσειρές του Πάρνωνα, το χάνι «του Τσιώλη» και την περιοχή «Κορύτες». Ο
πατέρας μου ενημερωτικά μου έλεγε πως το χάνι του Τσιώλη ήταν κτισμένο πάνω στο
δρόμο που είχε κατεύθυνση Δραγούνι - Κορύτες - Κουμπίλα - περιοχή Πλατάνας
(Τσιμούρη). Από τον δρόμο αυτό ανεβοκατέβαιναν από τα ορεινά στα χειμαδιά και
αντίστροφα Δολιανίτες, Βερβενιώτες, Βουρβουραίοι, Κουτρουφαίοι και Αραχωβίτες.
Κτίστηκε την δεκαετία του 1900 από τον Καστρίτη Γιώργη Κουτσογιάννη που
ονομαζόταν «Τσιώλης» και λειτούργησε μέχρι την δεκαετία του 1960, μέχρι που
έγινε η διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου από τις Ρίζες ως το Άστρος. Κοντά στο χάνι
υπήρχε βρύση με τρεχούμενο νερό που ξεδιψούσε τους περαστικούς από αυτή την
οδική αρτηρία.
Λίγο
παραπάνω, προς την κατεύθυνση για το Δραγούνι,
υπήρχε το χάνι «του Καρδάρα» ή «Παλιόχανο» που και αυτό σήμερα σώζεται
αλλά δεν λειτουργεί.Το χάνι στεγαζόταν σε ισόγειο κτίριο και εξυπηρετούσε τους
ίδιους στρατοκόπους που ανεβοκατέβαιναν
από τα ορεινά στα χειμαδιά και αντίστροφα. Η στάθμευση και εκεί ήταν
αναπόφευκτη, γιατί η πορεία ήταν μακρινή και οι τσοπαναρέοι με τα κοπάδια τους
είχαν ανάγκη να αναπαυθούν και να πιούν νερό. Για το πότισμα των ζώων υπήρχαν
έξω από το χάνι ειδικές μακρόστενες ξύλινες ποτίστρες που τις ονόμαζαν
«κορύτες».Από αυτές τις ποτίστρες των ζώων η τοποθεσία ονομάστηκε «κορύτες» ή
«στις κορύτες».
Επίσης
στον κεντρικό ημιονικό δρόμο που ένωνε τη Μάσκλινα με το Καστρί, μέσω Λαγκάδας,
λίγο πιο πάνω από την κορυφή της, σε ένα υψίπεδο, συναντούσαν οι αγωγιάτες την
περιοχή «Δραγούνι», που στη Σλαβική γλώσσα σημαίνει πέρασμα.Σε αυτή την περιοχή
περνούσε οδικό δίκτυο και διασταυρώνονταν πολλές οδικές αρτηρίες από τους
αρχαίους χρόνους. Αυτό εξυπηρετούσε τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες της
ευρύτερης περιοχής.Το δίκτυο εξυπηρετούσε τις ανάγκες αυτές και αργότερα,στη
Βυζαντική περίοδο, την περίοδο της Φραγκοκρατίας
και της Τουρκοκρατίας, μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες.Η δημιουργία μικρού
ελληνικού στρατοπέδου και η ελληνοτουρκική αψιμαχία στην περιοχή αυτή κατά την
επανάσταση του 1821 και λίγο πριν τη μάχη των Βερβαίνων – Δολιανών δείχνει τη
στρατηγική σημασία που είχε η θέση
«Δραγούνι».Σε μια τέτοια τοποθεσία θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι υπήρχαν χάνια
από πολύ παλιά.
Μέχρι
τελευταία οι αγωγιάτες και στρατοκόποι που ανηφόριζαν από την Λαγκάδα, μόλις
έφταναν στην κορυφή της συναντούσαν το χάνι του «Τριανταεφτά» που ιδιοκτήτης
του ήταν ο Μεσοραχίτης Γρηγόρης Γρηγορίου και είχε το παρατσούκλι
«Τριανταεφτάς». Από εκεί πήρε την ονομασία και το Χάνι. Ακόμη παραπάνω
διασχίζοντας την περιοχή του Δραγουνιού και παίρνοντας το δρόμο για το Καστρί
συναντούσαν το Χάνι του Λάρου, που από το έτος 1938 ήταν ιδιοκτησία του Σίμνου.
Αργότερα περιήλθε στην ιδιοκτησία του Κοσκινά. Οι δύο πρώτοι ιδιοκτήτες του
ήσαν Μεσοραχίτες. Αυτό βρισκόταν σε καίρια θέση στο οδικό δίκτυο της περιοχής
και είχε σαν επακόλουθο να έχει πολύ μεγάλη κίνηση, αφού βρισκόταν στην
διασταύρωση των δρόμων που ο ένας ερχόταν από την Μάσκλινα και ο άλλος ερχόταν
από την Τρίπολη και οδηγούσαν προς Καστρί και Άγιο Πέτρο. Επίσης σε άλλα σημεία
της ορεινής Κυνουρίας, επάνω σε οδικές ημιονικές αρτηρίες, υπήρχαν πολλά άλλα
χάνια, που έδιναν ανάσες ζωής στους κουρασμένους στρατοκόπους και στα ζώα τους
για πολλές δεκαετίες.
Οι
στρατοκόποι που πήγαιναν για το Καστρί στα δεξιά και λίγο παραπέρα από το Χάνι
του Σίμνου, στο δρόμο προς την Τεγέα, παρακάμπτοντας την οδική αρτηρία στο
σημείο εκείνο, περνούσαν από το χάνι του Βέμμου. Εκεί στα αριστερά του δρόμου
κατεβαίνοντας για την Τεγέα, δίπλα στην βρύση που με το πηγαίο δροσερό νεράκι
της πότιζε ανθρώπους και ζωντανά κτίστηκε στην δεκαετία του 1920 αυτό το χάνι.
Το οικόπεδο καθώς και μεγάλη περιοχή του Δραγουνιού ανήκε αρχικά στον Ιπποκράτη
Γρηγορίου από το Καστριτοχώρι Μεσοράχη. Αυτός πούλησε στις αρχές της δεκαετίας
του 1920 την έκταση αυτή στο Βέμμο από τα Δολιανά.Με τα λεφτά που πήρε από την
πώληση του οικοπέδου αγόρασε μια μεγάλη έκταση στα Βόρεια προάστια της Αθήνας
και της έδωσε το όνομα του χωριού του.«Καστρί» την ονόμασε. Η έκταση αυτή
οικοδομήθηκε συν το χρόνο και διατηρεί αυτή την ονομασία μέχρι τα σήμερα.
Το
χάνι του Βέμμου όμως δεν είχε όλα τα γνωρίσματα που είχαν τα παλιά χάνια.
Έμοιαζε περισσότερο με ταβέρνα και καφενείο. Ο Λεωνίδας ο Βέμμος το 1970
αντικατέστησε το χάνι με παραδοσιακή ταβέρνα, που δημιούργησε απέναντί του στην
άλλη πλευρά του δρόμου. Σε αυτήν ξεκουράζονταν και χόρταιναν οι περαστικοί και
οι Δολιανίτες, με φαγητά της θράκας και του πέτρινου φούρνου, με γίδα βραστή με
φλισκούνι, κόκκορα σπιτίσιο στο ταψί και άφθονο βαρελίσιο κρασί. Από το 1979 το
παιδί του Λεωνίδα, ο Κώστας, τηρώντας την παράδοση, συνεχίζει να προσφέρει
στους πολυπληθείς πελάτες του μέχρι
σήμερα όλες τις νοστιμιές της «μεσογειακής» κουζίνας, που κληρονόμησε από τον
κυρΛεωνίδα.
Σήμερα τα Στρατηγέκα χάνια με την παλιά
τους μορφή δεν υπάρχουν πιά, τα κουφάρια τους κείτονται ερειπωμένα, με
γκρεμισμένους τους τοίχους και με ξεραπωμένες* ή πεσμένες τις στέγες τους, ενώ
το Χάνι του Σελίμου έχει ισοπεδωθεί και δεν υφίσταται ούτε σε ερείπια. Ορισμένα
από τα παραπάνω κτίσματα χρησιμοποιήθηκαν την δεκαετία του 1960 και για άλλους
σκοπούς (κοτέτσια). Άλλωστε όλη η γειτονιά εκεί κάτω στην είσοδο του χωριού
έχει σήμερα ερημώσει. Αλλά και τα υπόλοιπα χάνια που υπήρχαν και λειτουργούσαν
στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας δεν υπάρχουν πιά. Όλα έχουν ερειπωθεί,
εκτός από το χάνι του Σίμνου στην περιοχή Δραγούνι, που σήμερα έχει αλλάξει
μορφή και λειτουργεί σαν ταβέρνα. Αποτελούν μια ανάμνηση για τους παλαιότερους
με βιώματα περασμένης ζωής. Σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει ούτε αυτή η ανάμνηση
και θα περάσουν οριστικά στο περιθώριο της ιστορίας. Όμως και τότε θα
παραμείνουν αντικείμενα ιστορικής περιέργειας και ιστορικής γνώσης, στοιχεία
όμως ανεπανάληπτα της οικονομικής, της κοινωνικής και της πολιτισμικής ζωής του
τόπου μας, σε χρόνια περασμένα.
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου