Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

 

 Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ

      Πριν φορεθούν τα Φράγκικα (σακάκι, παντελόνι και πουκάμισο) οι άνδρες φορούσαν καθημερινά στις δουλειές τους την «πουκαμίσα». Αυτή ήταν κομμένη συνήθως στη μέση και έφτανε μέχρι το γόνατο, σχηματίζοντας πολλές πιέτες. Κούμπωνε μπροστά και ήταν φτιαγμένη από ύφασμα που το είχαν υφάνει στον αργαλειό. Επίσης φορούσαν και μακριές πλεκτές κάλτσες που κάλυπταν ολόκληρα τα πόδια τους και τις έδεναν με σχοινιά στο ζωνάρι τους, για να μην τους πέφτουν. Στο κεφάλι φορούσαν βαμβακερό μαντήλι.

   Όταν φορέθηκαν τα Φράγκικα ρούχα, για καθημερινά φορούσαν εσωτερικά το σώβρακο που έφτανε μέχρι στους αστραγάλους και ήταν από υφαντό πανί. Πάνω από αυτό φορούσαν το παντελόνι που συνήθως και αυτό ήταν μάλλινο, υφασμένο στον αργαλειό. Οι νοικοκυρές τους έπλεκαν με μάλλινο νήμα φανέλες που τις φορούσαν κατάσαρκα όλη την διάρκεια του έτους. Οι ραφτάδες τους έραβαν το σακάκι που και αυτό ήταν από μάλλινο ύφασμα. Τα παπούτσια τους κατασκεύαζαν στο χέρι οι τσαγκάρηδες με παραγγελία. Ήταν δερμάτινα αλλά πολύ χοντροκομμένα. Οι σόλες των παπουτσιών όταν ήταν δερμάτινες, οι κατασκευαστές τους κάρφωναν στο μπροστινό και στο πίσω μέρος, στο τακούνι, πέταλα σιδερένια, ενώ σε όλη την επιφάνεια της σόλας, που ερχόταν σε επαφή με το έδαφος κάρφωναν καρφιά (προκαδούρα), για να μην καταστρέφονται εύκολα οι σόλες από το περπάτημα

     Αργότερα οι τσαγκάρηδες για σόλες στα παπούτσια τοποθετούσαν κομμάτια από ελαστικά αυτοκινήτων, που ήταν πολύ πιο δύσκολη η φθορά τους. Οι τσαγκάρηδες κατασκεύαζαν δύο ειδών υποδήματα, τα «σκαρπίνια» που άφηναν έξω τους αστραγάλους των ποδιών και τις «αρβύλες» που τους σκέπαζαν. Τα παπούτσια δένονταν στο πάνω μέρος με κορδόνια, άλλοτε πάνινα και άλλοτε δερμάτινα. Για επίσημη φορεσιά είχαν το γαμπριάτικο κοστούμι, που συνήθως το πρόσεχαν πολύ και το φορούσαν μόνο στην εκκλησία, σε επίσημες κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, βαφτίσια κλπ) και όταν έκλειναν οριστικά τα μάτια τους.

     Οι γυναίκες φορούσαν πάνινα βρακιά που έφταναν μέχρι το γόνατο και στο κορμί τους βαμβακερά πουκάμισα που έφταναν συνήθως κάτω από αυτό. Το χειμώνα φορούσαν από τη μέση και κάτω, πάνω από το πουκάμισο, το «μισοφόρι» που ήταν από μάλλινο πλεχτό ύφασμα. Το κύριο ένδυμα των γυναικών ήταν το «φουστάνι» που έφτανε συνήθως μέχρι τους αστραγάλους και στον ποδόγυρο ήταν ραμμένες κορδέλες πολύχρωμες σε διάφορα σχέδια. Επάνω φορούσαν το «γιλέκο» που ήταν πολύ εφαρμοστό για να συγκρατεί το στήθος τους, γιατί οι στηθόδεσμοι ήταν την εποχή εκείνη ανύπαρκτοι.

    Πάνω από το γιλέκο φορούσαν την «μπόλκα» που είχε μακριά μανίκια, κούμπωνε με «κόπιτσες» μπροστά μέχρι το λαιμό και κάλυπτε σε μήκος το πάνω μέρος της φούστας. Επίσης φορούσαν και την «ποδιά» που έδενε πίσω στη μέση τους με δύο ζωνάρια τα οποία αποτελούσαν προέκτασή της. Η ποδιά συνήθως ήταν κεντημένη με διάφορα σχέδια. Τους χειμερινούς μήνες φορούσαν το «γιουρντί» που αποτελείτο από χοντρό μάλλινο μαύρο ύφασμα, χωρίς μανίκια και έφτανε μέχρι τα γόνατα και χωρίς να κουμπώνει μπροστά. Στα πόδια φορούσαν μάλλινες κάλτσες που έφταναν πάνω από τα γόνατα και τις συγκρατούσαν με τις «καλτσοδέτες». Παπούτσια φορούσαν τα ίδια με τους άνδρες που τα κατασκεύαζαν οι τσαγκάρηδες συνήθως με παραγγελία. Στο κεφάλι φορούσαν συνήθως τα «τσεμπέρια». Άσπρα τσεμπέρια φορούσαν οι κοπέλες, ενώ οι ηλικιωμένες φορούσαν καφέ χρώματος, και σε ένδειξη πένθους μαύρα.

Τα  αγόρια φορούσαν κοντά παντελονάκια, ενώ τα κορίτσια λινά φορεματάκια, που συνήθως ήταν εκτός εποχής, και τους χειμερινούς μήνες το κρύο τα διαπερνούσε και έφτανε μέχρι το κόκκαλο. Οι πλεχτές ζακέτες και τα πουλόβερ συμπλήρωναν την ενδυμασία τους. Τα πιο τυχερά φορούσαν  παλτουδάκια, χοντρά πανωφόρια και κάλτσες που έφταναν μέχρι το γόνατο. Τα παπούτσια τους ήταν χειροποίητα και κατά το πλείστον χοντροκομμένα. Πολλά από αυτά κατασκευάζονταν από τοπικούς υποδηματοποιούς. Οι σόλες των παπουτσιών τους στο μπροστινό και το πίσω μέρος τους είχαν σιδερένια ελάσματα, τα «πεταλάκια», για να μην φθείρονται εύκολα.  Η επισκευή τους  γινόταν κατ’ αποκλειστικότητα από αυτούς τους μαστόρους. Τους καλοκαιρινούς μήνες φορούσαν χειροποίητα σανδάλια αλλά κατά το πλείστον τις καθημερινές γύρω από το σπίτι και στη γειτονιά γυρνούσαν ξυπόλυτα. Η ενδυμασία των κατοίκων συμπληρωνόταν με ρουχισμό που έστελναν, μέσω του ταχυδρομείου, τακτικά με δέματα, εκτός βεβαίως από τα χρηματικά εμβάσματα,  στα νοικοκυριά, τα μέλη τους που βρίσκονταν  στην ξενιτειά.

    Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 οι κάλτσες και τα εσώρουχα των ανδρών και των γυναικών άρχισαν να διατίθενται από ειδικά καταστήματα «νεωτερισμών» σε διάφορα νούμερα, ενώ τις φορεσιές τους άρχισαν να τις ράβουν οι ραφτάδες και οι μοδίστρες από «τόπια» υφασμάτων, που κυκλοφόρησαν στις αγορές σε ευρεία κλίμακα και σε διάφορες ποιότητες. Επίσης τα «υποδηματοποιεία» των γειτονικών πόλεων άρχισαν να διαθέτουν βιομηχανοποιημένα παπούτσια αντρικά , γυναικεία και παιδικά σε διάφορα μεγέθη και σχέδια. Οι κάτοικοι του χωριού όμως προμηθεύονταν είδη ένδυσης και υπόδησης και από την εμποροπανήγυρη της Επισκοπής, όπου μετέβαιναν εκεί για τις αγορές τους κάθε χρόνο τις ημέρες του  δεκαπενταύγουστου. 

                                                                                           Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

                        ΤΑ   ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΕΙΨΥΔΡΙΑΣ ΣΤΗ ΜΑΣΚΛΙΝΑ               Κατά τους πρώτους χρόνους που εγκαταστάθηκαν οι κάτοικ...