ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΤΟΥ ΑΗ
ΓΙΩΡΓΗ) Τ’ΑΛΩΝΙ
Το αλώνι του ΑηΓιώργη φτιάχτηκε από τους
κατοίκους του χωριού μετά το 1900, σε έκταση που παραχωρήθηκε από τους
Κουρβεταρέους, μετά το χτίσιμο της σημερινής εκκλησίας. Μέχρι τότε οι
συγκεντρώσεις των κατοίκων του χωριού και τα γλέντια γίνονταν στο αλώνι του
Χουγιάζου που δεν υπάρχει πιά, λίγο παραπάνω από την εκκλησία, δίπλα στον
κεντρικό δρόμο. Παλιότερα το αλώνι του ΑηΓιώργη ήταν χωρισμένο σε δύο επίπεδα,
που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με τέσσερα σκαλοπάτια. Στο πάνω επίπεδο κάθονταν
οικογενειακώς σε ξύλινα ή πτυσσόμενα σιδερένια τραπέζια οι κάτοικοι του χωριού
και απολάμβαναν τους μεζέδες τους, που συνοδεύονταν απο Μασκλινιώτικο κρασί.
Και μόλις φούντωνε το κέφι κατέβαιναν τα σκαλοπάτια και έμπαιναν στο χορό, γύρω
από την εξέδρα με τους οργανοπαίχτες, που στηνόταν κάτω από το πλατάνι. Αυτό το
αλώνι κρύβει μέσα του πολλές παλιές ανθρώπινες ιστορίες, από τα γλέντια και τις
«χαρές» των κατοίκων του χωριού μας, που αφουγκράστηκε, φιλοξενώντας τα στο
χώρο του, στο διάβα του χρόνου, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει, για να μας τις
διηγηθεί.
Τα ζευγάρια, μετά τις υποσχέσεις αμοιβαίας
αγάπης που έδιναν μπροστά στην εικόνα του Αη Γιώργη, με την ευλογία του
αείμνηστου παππαΓιάννη του Χάλια και των προκατόχων του, περνούσαν τα στέφανα
και αφού δέχονταν τις ολόθερμες ευχές των συγχωριανών τους, έβγαιναν στο αλώνι
για να χορέψουν παραδοσιακούς χορούς, συμπληρώνοντας έτσι την ευτυχία τους.
Χόρευαν και οι χωριανοί σε πολλούς κύκλους, έχοντας μπροστάρηδες στο χορό τους
νεόνυμφους, και μοιράζονταν έτσι τη χαρά τους. Και την μεγάλη γιορτή της
Χριστιανοσύνης, την Ανάσταση, το αλώνι ζούσε μεγάλες ώρες. Από την ημέρα της
Ανάστασης και για τις επόμενες τρείς ημέρες τουλάχιστον, στήνονταν εκεί
ολοήμερο γλέντι. Εκείνες τις μέρες τα πρωινά, αλλά και τις απογευματινές ώρες,
μετά τις αναστάσιμες λειτουργιές, έβγαιναν όλοι οι κάτοικοι του χωριού στο
αλώνι για να γλεντήσουν.
Εκεί, κάτω από το
πλατάνι είχε στηθεί η ορχήστρα με τους οργανοπαίχτες που κούρντιζαν ξανά και
ξανά τα όργανα, περιμένοντας να μαζευτεί ο κόσμος για να αρχίσει το γλέντι.
Αφού κάθονταν, άλλοι στα στρωμένα τραπέζια με τις απλωμένες λαδόκολλες, τα ψητά
κρέατα και τις μπύρες ενώ οι άλλοι, κυρίως ο γυναικόκοσμος του χωριού, στα
παρτέρια της μάντρας του αλωνιού, που εφάπτονταν στο δρόμο και δεν υπάρχει πια,
άρχιζε το γλέντι. Πρώτη πάντα «άνοιγε» το χορό η αείμνηστη Μαρίτσα του Τσιρίλη
με τις φουντωτές κόκκινες παντόφλες της, συνοδεύοντας με το τραγούδι της την
ορχήστρα. Ακολουθούσαν οι χωριανοί, κάνοντας ατέλειωτους κύκλους γύρω από την
ορχήστρα, ενώ οι μπροστάρηδες του χορού, πετούσαν χαρτονομίσματα στους
οργανοπαίχτες, για να παίξουν τις «παραγγελιές» τους, τα τσάμικα, τα καλαματιανά
και τα συρτά.
Και απέξω στο δρόμο, δίπλα στην μάντρα του
αλωνιού, και μέχρι το πηγάδι του Αϊ Γιώργη, στηνόταν η «πασαρέλα» της νεολαίας
του χωριού, που καθώς πηγαινοερχόταν παρέες - παρέες, τα αγόρια «έριχναν»
κλεφτές ματιές στις κοπέλες του χωριού και στις «εκλεκτές» της καρδιάς τους.
Στο τέλος έμπαινε και η νεολαία στο χορό, δίνοντας νέο κέφι και ζωντάνια στους
χορευταράδες χωριανούς. Και όταν πια σκοτείνιαζε, σταματούσε το γλέντι στο
αλώνι της εκκλησιάς, για να ξαναρχίσει εκεί τις πρωινές ώρες της επόμενης
ημέρας, μετά το τέλος της αναστάσιμης λειτουργίας. Συνεχιζόταν όμως το βράδυ,
μέχρι τις πρωινές ώρες, στο μοναδικό καφενείο του χωριού, «στην αγορά».
Καίτοι άλλαξε η όψη του αλωνιού μέσα στα
τελευταία εξήντα πέντε χρόνια, αφού εκσυγχρονίστηκε, ηλεκτροφωτίστηκε και
πλακοστρώθηκε, εν τούτοις ακόμη κρύβει μέσα του την παλιά του αίγλη. Στέκει και
σήμερα, ρημαγμένο πια, αγέρωχα εκεί, έχοντας στη μέση το θαλερό πλατάνι του.
Ακόμα καμαρώνει για όσα είδε και άκουσε τον παλιό καλό καιρό, τότε που το χωριό
βούιζε από τις φωνές των παιδιών, τους χορούς της πολυπληθούς νεολαίας του και
τα τραγούδια των μεγαλύτερων, που οι τελευταίοι τώρα δεν είναι πια κοντά μας.
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου