ΤΟ ΜΑΤΙΑΣΜΑ - ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣΙΕΣ
Το μάτιασμα – τη βασκανία – που εκδηλωνόταν
με ξαφνική αδιαθεσία και έντονο πονοκέφαλο, τη λογάριαζαν πολύ οι Μασκλινιώτες.
Γι’ αυτό όταν εκδήλωναν το θαυμασμό τους για ένα πρόσωπο, ζώο ή δένδρο
συνόδευαν την εκδήλωσή τους αυτή με τη φράση «να μη βασκαθεί» και «φτου να μη
βασκαθεί» και ταυτόχρονα έφτυναν επάνω του για να μην υποστεί την κακή επίδραση
του ματιάσματος, «να μην τον πιάσει το μάτι» .Όταν ήθελαν να εξοπλίσουν το
προσφιλές τους πρόσωπο, ζώο ή αντικείμενο με αμυντικές δυνάμεις κατά του κακού
ματιού, του κρεμούσαν φυλαχτά και μεγάλες μπλε χάντρες. Έτσι έβλεπε κανείς
κρεμασμένες μπλε χάντρες στα σαμάρια στις σέλες ή μπροστά στο κούτελο στα
καπίστρια των ζώων, ιδίως αλόγων και μουλαριών. Στα μωρά παιδιά για να μην τα
ματιάσουν κρεμούσαν από την κούνια ή καρφίτσωναν με παραμάνα στη σαλιάρα του μωρού φυλαχτό ή ένα ματόχαντρο. Μερικές
γυναίκες για να αποφύγουν το μάτιασμα έβαζαν στα παιδιά τους ή και στους
εαυτούς τους μια μουτζούρα με την κάπνα του τσουκαλιού ή με λίγο κατράμι πίσω
από το αυτί τους. Τα φυλαχτά τα έφτιαχναν
μόνες τους και τα φορούσαν στα μεγαλύτερα παιδιά τους για να έχουν κάτι
επάνω τους και να μην τα πιάνει το κακό μάτι.
Για το ξεμάτιασμα, την απαλλαγή δηλαδή από
την κακοποιό επίδραση της βασκανίας ασχολούντο μερικές, ηλικιωμένες κυρίως,
γυναίκες του χωριού που ήξεραν να ξεματιάζουν. Αυτές φώναζαν για να διαβάσουν
τους ματιασμένους. Η ξεματιάστρα έλεγε στον ματιασμένο μια μυστική ευχή, ένα
ξόρκι, που σαν ιερό μυστικό της είχε παραδοθεί από κάποια άλλη. Έπειτα τον
σταύρωνε – έκανε επάνω του το σημείο του σταυρού τρεις φορές με τα τρία δάχτυλα
του δεξιού της χεριού, τον θυμίαζε πάλι σταυρωτά και τον φυσούσε τρείς φορές. Άλλες
πάλι κατά το ξεμάτιασμα, όπως η αείμνηστη μητέρα μου, έσταζαν τρείς σταγόνες
λάδι από το καντήλι σε ένα ποτήρι νερό. Άν πέφτοντας η σταγόνα του λαδιού στο νερό διαλυόταν, έλεγαν πως το παιδί ή
οποιοσδήποτε άλλος ήταν ματιασμένος. Και
αν η σταγόνα παρέμενε πάνω στο νερό, αυτό σήμαινε πως δεν είχε μάτι. Κάθε φορά
που έσταζαν την σταγόνα το λάδι στο ποτήρι επικαλούντο την βοήθεια των Αγίων
Αναργύρων ψυθιρίζοντας το σχετικό τροπάριο των Αγίων ή την Κυριακή προσευχή, το
«Πάτερ ημών». Κατόπιν με το νερό
ράντιζαν τρεις φορές τον ματιασμένο και το νερό το έχυναν σε μια γωνιά
που δεν πατιόταν. Επίσης τους
ματιασμένους ράντιζαν με τον αγιασμό των
Θεοφανείων που φύλαγαν σε μπουκαλάκι στο εικονοστάσι του σπιτιού. Εκτός από τα
παραπάνω φώναζαν πολλές φορές στο σπίτι
τον παπά για να διαβάσει την ευχή κατά της βασκανίας.
Ακόμη οι χωριανοί πίστευαν σε διάφορες
προλήψεις και δοξασίες όπως:
- Όταν βούϊζε το δεξί αυτί κάποιου, έλεγαν πως κάτι καλό θα ακούσει και όταν βούϊζε το αριστερό θα ακούσει κάτι κακό.
-
Όποιος άφηνε την τελευταία του μπουκιά ψωμιού ή φαγητού χωρίς να την φάει
έλεγαν πως «αφήνει τη δύναμή του».
- Όταν άκουγαν κουκουβάγια να λαλεί κοντά σε
σπίτι, το θεωρούσαν κακό προμάντεμα.
- Όταν
έτρωγαν πολλοί από το ίδιο πιάτο και άφηναν στο τέλος κάτι αφάγωγο, έλεγαν πως
η μπουκιά αυτή ήταν η μπουκιά «της ντροπής».-
- Όταν τον έτρωγε κάποιον η μύτη του του,
έλεγαν πως «θα φάει ξύλο».
- Άν
κάποιος έφερνε στην κουβέντα του κάτι κακό, λ.χ. μια αρρώστια, πρόσθετε την
φράση «έξω από δω» και έφτυνε τον κόρφο του.
- Όταν κάποιος φταρνιζόταν, του έλεγαν πως
κάποιος τον θυμήθηκε.-
- Πολλές
νοικοκυρές έδιναν σημασία στον άνθρωπο που θα πρωτόμπαινε στο σπίτι τους, «θα
έκανε ποδαρικό», κατά το πρωϊνό της πρώτης ημέρας μιας χρονικής περιόδου,
εβδομάδας, μήνα ή χρόνου και ζητούσαν από
αυτόν να μπειί στο σπίτι με το δεξί πόδι.
- Το
ίδιο θέμα απασχολούσε και του ιδιοκτήτες των μαγαζιών, για εκείνον που θα τους
έκανε την πρώτη συναλλαγή της ημέρας λέγοντας «μου ήρθε το πρωϊ ο τάδε να
ψωνίσει και μου έκανε καλό σεφτέ».-
- Τα
πρωϊνά δεν έτρωγαν τίποτα, ούτε χαιρετούσαν, πριν πλύνουν το πρόσωπό τους και
κάνουν το σταυρό τους. Εξ ου και η φράση που έλεγαν «δεν ντρέπεσαι να τρώς
άνιφτος».-
-
Θεωρούσαν γρουσουζιά να σπάσει ο καθρέφτης του σπιτιού.
-
Δεν έκοβαν τα νύχια τους την Τετάρτη και
την Παρασκευή, έχοντας υπόψη τους το δίστιχο:
«Τετάρτη
και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις
και το
Σαββάτο μη λουστείς αν θέλεις να προκόψεις».
-Το
βράδυ πριν να κοιμηθούν σταύρωναν τρεις φορές το μαξιλάρι τους λέγοντας: «πέφτω
κάνω το σταυρό μου – άρμα έχω στο πλευρό μου».
- Το
βράδυ θεωρούσαν κακό να κοιταχτούν στον καθρέφτη
- Αν
συναντούσαν στο δρόμο παπά και πήγαιναν σε κάποια σοβαρή δουλειά, την ανέβαλαν
για άλλη ημέρα.
- Μετά
το ηλιοβασίλεμα δεν δάνειζαν πράγματα στους γείτονες, γιατί το θεωρούσαν
γρουσουζιά.
-
Θεωρούσαν κακό να πετάξουν στο έδαφος τα δόντια που άλλαζαν τα παιδιά και τα
συμβούλευαν να τα πετάνε στα κεραμίδια της στέγης.
- Δεν
άφηναν ψαλίδι ανοιχτό, γιατί θεωρούσαν ότι έμεναν ανοιχτά τα στόματα των
εχθρών.
- Αν
κάποιος ήταν Σαββατογεννημένος έπιαναν οι κατάρες του
- Αν
επισκέπτονταν κάποιο σπίτι φρόντιζαν να φύγουν από την ίδια πόρτα για να μην
χαλάσει το προξενιό.
- Όταν
σφύριζε η φωτιά στα τζάκι, πίστευαν πως κάποιοι πιάνουν στο στόμα τους την
οικογένεια και τη φθονούν.
- Αν
κάποιον τον έπιανε λόξυγκας, κάποιος τον θυμήθηκε. Θα σταματούσε δε αν έβρισκε
το όνομα εκείνου που τον θυμήθηκε.
- Αν
σε έτρωγε το αριστερό σου χέρι θα έπαιρνες χρήματα. Αν σε έτρωγε το δεξί, θα
έδινες χρήματα.
- Την
πρώτη του Μάρτη έδεναν στο χέρι των παιδιών κόκκινη και άσπρη κλωστή, για να
μην Τα κάψει ο ήλιος.
- Όταν
υπήρχε κηδεία στο χωριό, οι γυναίκες δεν έπλεναν ούτε σκούπιζαν
- Όταν
το σκυλί αρουλιόταν προμήνυε θάνατο
-Όταν
έριχνε χαλάζι πετούσαν ανάποδα, με τα πόδια προς τα πάνω στην αυλή την
σιδεροστιά, για να σταματήσει το κακό.
-Όταν
πέθαινε κάποιος, άφηναν γένια και μαλλιά και σκέπαζαν τον καθρέφτη με σεντόνι
και κρεμούσαν μαύρο πανί στην είσοδο του σπιτιού, σε ένδειξη πένθους.
-Πίστευαν
ότι κατά την διάρκεια του δωδεκαημέρου (25 Δεκέμβρη έως 6 Γενάρη) εμφανίζονταν
καλικάντζαροι για να πειράξουν τους ανθρώπους. Έμπαιναν στα σπίτια και τα
μαγάριζαν. Τον υπόλοιπο χρόνο πίστευαν ότι έμεναν στα έγκατα της γης και
πριόνιζαν το δέντρο που βαστά τη γη. Έβγαιναν στην επιφάνεια της γης, κοντά στο
τέλος της εργασίας τους, πριν κοπεί το δέντρο και τους πλακώσει η γη. Όταν όμως
επέστρεφαν, με την λήξη του δωδεκαημέρου, το δέντρο είχε ξαναγίνει και άρχιζαν
πάλι το πριόνισμα από την αρχή. Ο παπάς αγιάζοντας τα σπίτια την παραμονή των
Θεοφανείων, έδιωχνε τους καλικάτζαρους, οι οποίοι φεύγοντας φώναζαν: «Φεύγετε
να φεύγουμε, γιατί έφτασε ο τουρλόπαπας, με την αγιαστούρα του και με την
βεδούρα του κι’ άγιασε τα ρέματα, τόνα ρέμα τάλλο ρέμα, την κακή του την
ημέρα».
- Την
τελευταία ημέρα του Φλεβάρη το βράδυ έβγαιναν στους δρόμους του χωριού με
τροκάνια, κουδούνια και άδειους ντενεκέδες που τους χτυπούσαν βγαίνοντας μέχρι
έξω από το χωριό, για να «ξεβγάλουν τον Κουτσοφλέβαρο».
-Οι
αλαφροϊσκιωτοι έβλεπαν νεράιδες να χορεύουν στα αλώνια και όπου υπήρχε νερό.
Έπαιρναν τη μιλιά από τους ανθρώπους και τους τρέλαιναν. Πίστευαν και στα
στοιχειά, τα οποία συνήθως εμφανίζονταν με μορφή κάποιου ζώου τις νύχτες σε
μέρη σκοτεινά και φόβιζαν τους ανθρώπους.
-
Ορισμένοι «διάβαζαν» το μέλλον στο κόκαλο της πλάτης του αρνιού που έσφαζαν το
Πάσχα (πλατομαντεία).
Για
την πρόγνωση του καιρού πίστευαν πως:
- Όταν
συννεφιάζει πάνω στον πάγο, προβλέπεται βαρυχειμωνιά
- Όταν
τινιάζεται η γίδα ή το πρόβατο ή βήχουν, έρχεται χειμώνας
- Κατά
το σημείο που νίβεται η γάτα με το πόδι της, από εκει θα αρχίσει να φυσάει
- Άμα
κυλιέται το σκυλί στο χώμα το χειμώνα θα ακολουθήσει βαρυχειμωνιά
-
Μόλις πέφτει ο ήλιος με ξαστεριά η άλλη μέρα θα είναι ηλιόλουστη
- Όταν
τα γιδοπρόβατα τρώνε με όρεξη αποβραδίς, καταλαβαίνουν χειμώνα
- Όταν
τα σπουργίτια ζητάνε βιαστικά την τροφή τους στο χώμα και δεν τρέχουν στα
κλαριά έχουμε χειμώνα
- Όταν
η πούλια βασιλέψει στις 5 του Δεκέμβρη με συννεφάκια, θάχουμε βαρυχειμωνιά και
αν βασιλέψει με ξαστεριά, θάχουμε ήπιο χειμώνα
- Όταν
τα κουνούπια πετούν μαζεμένα το χειμώνα, θάχουμε καλό καιρό
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου