Τ0
ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΩΣ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1960
Εκτός από τον πανηγυρίζοντα ναό του
πολιούχου μας Αη Γιώργη, πανηγύριζει
ανέκαθεν και το εξωκκλήσι της Αγια -
Παρασκευής στις 26 Ιουλίου, ημέρα μνήμης της Αγίας. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας
του 1960 δεν υπήρχαν αγροτικοί δρόμοι ούτε κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα προς τα
αγροκτήματα. Εκείνες τις εποχές τις παραμονές της εορτής ευσεβείς κάτοικοι του
χωριού οδοιπορούσαν μέχρι εκεί και περιποιούντο το εξωκκλήσι και την γύρω
περιοχή. Καθάριζαν την εκκλησία, έκοβαν τα χόρτα στο προαύλιο και άσπριζαν με
ασβέστη τους μαντρότοιχους, τους κορμούς των γύρω δέντρων και το προαύλιο της εκκλησίας. Το βράδυ, την
παραμονή της εορτής ο παπαΓιάννης με τη νεωκόρα, την Θειά Στάμω του Ξάμπλα και δύο τρείς
εθελόντριες χωριανές φόρτωναν από την
εκκλησία του ΑηΓιώργη στο γαϊδουράκι τα κεριά και τις λαμπάδες, καθώς και τα
ιερά σκεύη που ήταν απαραίτητα για την τέλεση της Θείας λειτουργίας. Τα
μετέφεραν μέσα από το κακοτράχαλο τότε μονοπάτι που περνούσε από του Μπαριάμη
το ρέμα, ανέβαινε στις κόντρες και περνώντας μπροστά από το Λυγκιτσέκο μαντρί,
έφτανε στο εκκλησάκι. Άρχιζαν τις ετοιμασίες, το σκούπιζαν, άναβαν τα καντήλια
στις εικόνες, ο παπαΓιάννης τοποθετούσε ευλαβικά τα εκκλησιαστικά σκεύη μέσα
στο ιερό, τα χρειαζούμενα για την τέλεση της Θείας λειτουργίας. Ελάχιστοι
ξωμάχοι χωριανοί που δούλευαν στα γειτονικά χωράφια, μόλις σήμαινε η μικρή
καμπανούλα που κρεμόταν στο κλαρί του πεύκου, έξω από το εκκλησάκι, τα παρατούσαν και πήγαιναν για να προσκυνήσουν την εικόνα της Αγίας και
να παρακολουθήσουν ευλαβικά τον
εσπερινό. Όταν τέλειωνε ο εσπερινός ξαναγύριζαν στο χωριό πριν νυχτώσει.
Την παραμονή ο βράδυ της εορτής οι
επίτροποι της εκκλησίας, βοηθούμενοι και από άλλους εθελοντές χωριανούς, έβγαζαν
νερό από το γειτονικό πηγάδι με
το ντενεκέ, δεμένον στην τριχιά και
ετοίμαζαν έξω από το μετόχι της εκκλησίας τη φωτιά και τα καζάνια για να βράσουν τις γίδες με το
φλισκούνι, και να τις προσφέρουν την επομένη μετά το πέρας της Θείας
λειτουργίας στους προσκυνητές. Ξενυχτούσαν εκεί τροφοδοτώντας με ξύλα τη φωτιά
που σιγόβραζε τα κομμάτια το κρέας από τις
γίδες, μέσα στα χαλκοματένια καζάνια, μέχρι το πρωί.
Μόλις χάραζε και πριν ανατείλει ο ήλιος
όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Προετοιμάζονταν για να πάνε στο πανηγύρι και να
τιμήσουν με την παρουσία τους την Αγία. Οι νοικοκυρές τοποθετούσαν στα ταγάρια
τους το καρβέλι το ψωμί, το μπουκάλι με το κρασί, τυρί, ντομάτες, αυγά βραστά
και ο, τι άλλο φαγώσιμο είχαν στο σπιτικό τους, καθώς και τα πιάτα που θα
μοιράζονταν το βραστό, που είχε
ετοιμάσει η επιτροπή της εκκλησίας. Ο
νοικοκύρης σαμάρωνε τα ζωντανά του, και έστρωνε πάνω στα σαμάρια τους σεντόνια
και λευκές κουβέρτες υφασμένες στον αργαλειό για να καβαλήσει η οικογένεια.
Φορούσαν όλοι τα «καλά» τους, ετοίμαζαν τα πιτσιρίκια της οικογένειας και καβαλούσαν στα ζώα τους για να πάνε στο
πανηγύρι. Στο δρόμο συναντούσαν και άλλους χωριανούς καβάλα στα
ζώα τους και αφού τους καλημέριζαν, αντάλλασαν ευχές μεταξύ τους και σχημάτιζαν
κομβόϊ με τα ζώα τους.Τα κουδούνια αντηχούσαν σε όλη τη διαδρομή. Τα παιδάκια
ακολουθούσαν οδοιπορώντας πιο πίσω. Οι νοικοκυραίοι της αγοράς και οι
επανωγειτονίτες, Ζαρελιαναίοι και λοιποί, έπαιρναν το δρόμο που οδηγεί από την
ανηφοριά, απέναντι από το χωριό, προς τα αμπέλια ενώ αυτοί που κατοικούσαν στα
Γυμνιάνικα και στις άλλες γειτονιές του κάτω χωριού έπαιρναν το δρόμο που
περνάει μπροστά από την εκκλησία του ΑηΓιώργη,
τη Ζωοδόχο Πηγή και οδηγεί προς τις κόντρες και το Πλατάνι.
Μόλις έφταναν στο εξωκκλήσι ο ήλιος είχε
βγει ένα καλάμι στο ορίζοντα πάνω από τον Καυκαλά. Κατέβαιναν από το ζώα τα
μέλη της κάθε οικογένειας ,ξεφόρτωναν τα ταγάρια με τα βρισκούμενα και τα κρεμούσαν στα κλαριά των δέντρων που
είχαν παχύ ίσκιο ενώ ο νοικοκύρης έδενε
τα ζώα παραπέρα με τις τριχιές για να
βοσκήσουν.’Ολοι μαζί πήγαιναν στο εξωκκλήσι και παρακολουθούσαν τη Λειτουργία. Μόλις
τέλειωνε η ακολουθία εύχονταν ο ένας
στον άλλον «χρόνια πολλά και καλά». Τα
παιδάκια συνοδευόμενα από τους γονείς τους πλησίαζαν τους πάγκους που είχαν
στήσει οι μικρέμποροι του χωριού δίπλα από το μετόχι και αγόραζαν γλυφιτζούρια, καραμέλες και κάθε
λογής μικροπαιχνίδια ή άλλα ψιλικά. Κατόπιν
κατευθύνονταν η κάθε οικογένεια κάτω από τον ίσκιο του δέντρου που είχαν
διαλέξει για να στρώσουν τραπέζι.¨Ο αρχηγός της οικογένειας πήγαινε στο μεταξύ
με ένα μεγάλο δοχείο φαγητού για να αγοράσει τις μερίδες από το βραστό γιδίσιο
κρέας με το νόστιμο ζουμί του που είχε ετοιμάσει η επιτροπή της εκκλησίας.Αφού
έτρωγαν καλά και έπιναν τα κρασάκια τους πήγαιναν στο μετόχι της εκκλησίας που
είχε στηθεί το γλέντι. Έφερναν δυό στροφές Καλαματιανό, Τσάμικο και Συρτό στο
χοροστάσι, με τη συνοδεία της κιθάρας του Σοφιανού Σκιτζή,των βιολιιών
του Μήτσου Καπράνου και του Αντώνη Γκανά.
Ορισμένες οικογένειες κατέβαιναν στο Πλατάνι, μέσα στα Μασκλινιώτικα
περιβόλια και το μποστάνι της Καλιμόρφως. Έστρωναν εκεί τραπέζι για να φάνε, κάτω από τους ίσκιους
των καρυδιών,των αχλαδιών των κερασιών
και των άλλων οπωροφόρων δέντρων.Έπιναν δροσερό και χωνευτικό νεράκι, που
έβγαζαν από τα γειτονικά πηγάδια με το ντενεκέ και την τριχιά. Ύστερα ξάπλωναν
καταγής και έπαιρναν έναν υπνάκο, ενώ
τους νανούριζε ο ήχος του μαγγανιού που ακουγόταν σε όλη την περιοχή καθώς
έτριζε, βγάζοντας νερό με τις
κουτσούμπες του από το πηγάδι, για να ποτίσει
το περιβόλι της Καλιμόρφως. Άλλες οικογένειες πήγαιναν κάτω από το
βαθύσκιο πουρνάρι των Λυγκιτσέων, δίπλα από το μαντρί τους και κόντα στο
εξωκκλήσι, ή στις σκιές από ελιές, αχλαδιές ή γκορτσιές που υπήρχαν εκεί κοντά.
Εκεί έστρωναν τραπέζι και ξεμεσημέριαζαν. Αφού ξεκουράζονταν καβαλούσαν πάλι
πάνω στα ζωντανά τους, έκαναν το σταυρό τους
ευχαριστώντας την Αγία ευχόμενοι «και του χρόνου με υγεία».Το απομεσήμερο
επέστρεφαν οικογενειακώς πάλι στο χωριό.
Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου