Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

 

                                        Η ΣΠΗΛΙΑ  ΚΑΙ   Η  ΠΗΓΗ  ΤΗΣ   ΠΗΝΙΚΟΒΗΣ

 

    Κάτω από το βουνό   Παρθένιο περνούν τα νερά του ποταμού Γαρεάτη και του Τεγεατικού Σαρανταπόταμου. Σμίγουν σήμερα στον κάμπο του Παρθενίου και εξαφανίζονται σε καταβόθρες, στα έγκατα του βουνού και στους πρόποδές του από τη δυτική πλευρά του, δημιουργώντας υπόγειο ποτάμι. Αυτά εμφανίζονται σαν κεφαλάρι στους ανατολικούς πρόποδες του βουνού, κοντά στην τοποθεσία Ροϊνά, εκεί που τελειώνουν οι Μασκλινιώτικοι ελαιώνες, μέσα από μια σπηλιά την «Πηνίκοβη» ή «Πνίκοβη» ή «Μπινίκοβη». H oνομασία Πνίκοβη δείχνει σε μια πρώτη ματιά να παραπέμπει σε πνίξιμο, ίσως όμως παράγεται από το πίνω και αqua (νερό), προφανώς υπό την επίδραση του Φραγκοκρατούμενου Μουχλίου. Καταγράφεται  όμως και η ονομασία κεφαλάρι του Μπενικόβη, οπότε Πνίκοβη πρέπει να είναι παραφθορά του αρχικού ονόματος. Το στόμιο της σπηλιάς είναι επιβλητικό, αρκετά ψηλότερα από το έδαφος και βρίσκεται διαμετρικά αντίθετα από τις καταβόθρες του Παρθενίου στο κέντρο μιας βραχώδους και αμφιθεατρικής τοποθεσίας με πυκνή βλάστηση. Στο κάτω μέρος της σπηλιάς ανάμεσα σε υδρόβια φυτά, πυκνούς θάμνους και πουρνάρια αναβλύζει η πηγή Πηνίκοβη.

      Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Κομπιλήρη Δημήτρη, μέλους του ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο.(Σπηλαιολογικός Ελληνικός Εξερευνητικός Όμιλος) στο περιοδικό «Κορφές» εκδ. Ιουλίου - Αυγούστου 1994 και με τίτλο «Μεγάλη Σπηλιά Αχλαδόκαμπου»: «Tα πρώτα εκατόν είκοσι μέτρα της σπηλιάς είναι κατηφορικός διάδρομος γεμάτος κατακρημνίσεις. Ακολουθεί κατέβασμα τριών μέτρων με ανεμόσκαλα σε αίθουσα γεμάτη άμμο και ύστερα ένα στενό ρήγμα κατεβαίνει σε ρηχή στενόμακρη λίμνη, όπου είναι το χαμηλότερο σημείο της σπηλιάς, δέκα επτά μέτρα χαμηλότερα από την είσοδό της. Στη συνέχεια μεσολαβεί άλλη αίθουσα με άμμο και αμέσως μετά υπάρχει βαθιά λίμνη μήκους σαράντα μέτρων. Βγαίνοντας από τη λίμνη, η σπηλιά παίρνει την μορφή γαλαρίας τριγωνικού σχήματος μέσου ύψους έξι μέτρων και πλάτους τεσσάρων μέτρων. Ο εκπληκτικός αυτός διάδρομος έχει μήκος πεντακόσια μέτρα και είναι σχεδόν οριζόντιος και ευθύγραμμος. Το δάπεδό του είναι από άμμο και σε όλο του το μήκος υπάρχει ποτάμι με καθαρό νερό που έχει ροή από μέσα προς τα έξω και καταλήγει στην προηγούμενη λίμνη. Η πηγή έξω και κάτω από τη σπηλιά έχει περίπου ίση παροχή και έτσι μάλλον πρόκειται για το ίδιο νερό που παρακάμπτει το αρχικό τμήμα της σπηλιάς. Όταν το ποτάμι φουσκώνει η σπηλιά πλημμυρίζει και βγαίνει νερό και από την κύρια είσοδο. Ο μεγάλος διάδρομος προς το τέλος του αρχίζει να έχει αραιές κατακρημνίσεις. Ξαφνικά οι γκρεμισμένοι βράχοι πυκνώνουν και αφήνουν μόνον μικρά περάσματα που συνεχώς στενεύουν. Το παχύ στρώμα λάσπης που καλύπτει τους βράχους βοηθούσε σαν γράσο να περνάει κανείς τα στενότερα σημεία, ώσπου μετά από είκοσι μέτρα δεν μπορεί πιά να περάσει κανένας προς το εσωτερικό της σπηλιάς. Το μήκος της είναι 737 μέτρα και πουθενά δεν υπάρχει διάκοσμος, ώστε να γίνει τουριστική αξιοποίηση. Η επίσκεψη στη σπηλιά πρέπει να αποφεύγεται όταν ο καιρός είναι βροχερός».

                                                         Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

 

                                        ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ  «ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ»

    Οι κάτοικοι του χωριού ανέκαθεν προμηθεύονταν τα βασικά είδη διατροφής από τα τοπικά καταστήματα, ενώ τα είδη ένδυσης, υπόδησης, τα γεωργικά εργαλεία και τα λοιπά χρειώδη τα προμηθεύονταν από την αγορά της Τρίπολης. Τα αγαθά που προμηθεύονταν από την Τρίπολη τα μετέφεραν στο χωριό με το μοναδικό μέσο που κυκλοφορούσε, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 τον σιδηρόδρομο.

Όμως από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 και για δέκα ημέρες το Δεκαπενταύγουστο κάθε χρόνο στην περιοχή της Τεγέας, στην Παλαιά Επισκοπή, λειτουργούσε μεγάλη εμποροπανήγυρη. Η εμποροπανήγυρη, μέχρι την ημεροχρονολογία που αναφέραμε παραπάνω.  γινόταν μέσα στα χωράφια, γύρω από το εξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής του χωριού μας. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Επισκοπή της Τεγέας.

    Αυτή είχε σαν αντικείμενο την διάθεση όλων των ειδών που προμηθεύονταν οι χωριανοί από την αγορά της Τρίπολης, σε μεγάλη ποικιλία και σε πολύ χαμηλές τιμές. Έρχονταν έμποροι να πουλήσουν την πραμμάτεια τους από όλη την Πελοπόννησο και την Αθήνα. Αλήθεια και τι δεν έβρισκες στα υπαίθρια καταστήματα. Από είδη ένδυσης, υπόδυσης και κλινοστρωμνής, μέχρι γεωργικά εργαλεία και ό,τι άλλο χρειαζούμενο στους αγρότες μπορούσε κανείς να φανταστεί.

   Ολόκληρη η εμποροπανήγυρη αναπτυσσόταν μέσα στα χωράφια της περιοχής της Τεγέας, γύρω από την εκκλησία της Παλαιάς Επισκοπής, χωρίς να υπάρχουν εκεί μόνιμες κτιριακές εγκαταστάσεις. Οι έμποροι νοίκιαζαν μικρά αγροτεμάχια στο χώρο αυτό και έστηναν εκεί τα πρόχειρα καταστήματά τους. Δίπλα στο κατάστημά τους «έδεναν» το αυτοκίνητό τους, που το χρησιμοποιούσαν σαν πρόχειρο ξενοδοχείο για την διαμονή τους τις νυχτερινές ώρες, ώστε να διασφαλίζουν ταυτόχρονα και την φύλαξη των εμπορευμάτων τους.

    Επίσης αναπτυσσόταν γύρω από την εμποροπανήγυρη και μεγάλη αγορά μεγάλων ζώων (μουλάρια, γαϊδούρια, άλογα). Στην αγορά αυτή γίνονταν αγορές πωλήσεις και ανταλλαγές ζώων από τους αγρότες της ευρύτερης περιοχής είτε απ’ ευθείας, είτε με την μεσολάβηση ορισμένων μεσιτών, των «τσαμπάσηδων». Εκεί προσπαθούσε ο καθένας να «ξεφορτωθεί» το ζώο που ήταν γέρικο η παρουσίαζε μειονεκτήματα συμπεριφοράς (τσίνημα*, πρόγκηγμα* κλπ.) με την πώλησή του ή την ανταλλαγή του με άλλο νεότερο και πιο ήσυχο. Από το χωριό μας μετέβαιναν οι κάτοικοί του, πεζοπορώντας πολλές ώρες δρόμο, μέχρι να φτάσουν στην Τεγέα και να πουλήσουν, να αγοράσουν ή και να ανταλλάξουν τα ζώα τους σε αυτή την αγορά.

    Οι νοικοκυρές του χωριού περίμεναν το πανηγύρι της Επισκοπής για να μεταβούν και να ψωνίσουν τις προίκες για τα κορίτσια τους, τις κουβέρτες, τα χαλιά, τα κουζινικά του σπιτιού και τα ρούχα που συμπλήρωναν το ντύσιμό τους. Οι άντρες πάλι αγόραζαν από τα υπαίθρια καταστήματα αξίνες, τσάπες, κασμάδες, πριόνια, και ό,τι άλλο τους ήταν απαραίτητο στις γεωργικές τους εργασίες. Δεν παρέλειπαν όμως να αγοράσουν και ποσότητα ψημένης «γουρνοπούλας», για να την καταναλώσουν επιστρέφοντας στο χωριό, μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια.

    Πολλές φορές έπαιρναν μαζί τους στο πανηγύρι και τα παιδιά τους για να επισκεφθούν το τσίρκο, τις κούνιες, τους φακίρηδες και το «γύρο του θανάτου», ένα μεγάλο όρθιο βαρέλι που στα τοιχώματά του τριγύριζαν μοτοσυκλετιστές, με τις τεράστιες μηχανές τους, και τις οδηγούσαν σχεδόν μέχρι τα χείλη του, προκαλώντας τον φόβο αλλά και τον θαυμασμό στους λιλιπούτειους θεατές τους.

Ανέβαιναν στο τραίνο μέχρι την Τρίπολη και από εκεί με τα τοπικά λεωφορεία μετέβαιναν στην Τεγέα. Επέστρεφαν στο χωριό κατάφορτοι από τα ψώνια τους πάλι με το επόμενο δρομολόγιο του τραίνου. Αργότερα με την οδική σύνδεση του χωριού με την γύρω περιοχή, η πρόσβαση των κατοίκων του χωριού στο πανηγύρι γινόταν με δικά τους αυτοκίνητα πολύ πιο σύντομα και με άνεση, όπως γίνεται άλλωστε μέχρι σήμερα.

   Το πανηγύρι σήμερα έχασε την παλιά του αίγλη, αλλά διατηρείται ακόμη ζωντανό. Οι κάτοικοι του χωριού, αλλά και της γύρω περιοχής, μεταβαίνουν εκεί κατά τις ημέρες λειτουργίας του, για να περιδιαβούν κατά κύριο λόγο τα υπαίθρια καταστήματά του και δευτερευόντως για να ψωνίσουν από αυτά, ενώ η ζωοπανήγυρη έχει πλέον σβήσει οριστικά αφού τα τετράποδα που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες στα χωριά τους δεν υπάρχουν πιά. Όταν εμφανίζεται στα χωριά κανένα γαϊδουράκι, αποτελεί, ιδιαίτερα για την νεολαία, αξιοθέατο. Αλλά και οι κούνιες, οι φακίρηδες κλπ έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο, ενώ «ο γύρος του θανάτου» αποτελεί πιά παρελθόν για το πανηγύρι.                       Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος – Μασκλινιώτης

 

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

 

                   Τ0 ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΩΣ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1960

    Εκτός από τον πανηγυρίζοντα ναό του πολιούχου μας   Αη Γιώργη, πανηγύριζει ανέκαθεν και το εξωκκλήσι  της Αγια - Παρασκευής στις 26 Ιουλίου, ημέρα μνήμης της Αγίας. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 δεν υπήρχαν αγροτικοί δρόμοι ούτε κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα προς τα αγροκτήματα. Εκείνες τις εποχές τις παραμονές της εορτής ευσεβείς κάτοικοι του χωριού οδοιπορούσαν μέχρι εκεί και περιποιούντο το εξωκκλήσι και την γύρω περιοχή. Καθάριζαν την εκκλησία, έκοβαν τα χόρτα στο προαύλιο και άσπριζαν με ασβέστη τους μαντρότοιχους, τους κορμούς των γύρω δέντρων  και το προαύλιο της εκκλησίας. Το βράδυ, την παραμονή της εορτής ο παπαΓιάννης με τη νεωκόρα,   την Θειά Στάμω του Ξάμπλα και δύο τρείς εθελόντριες χωριανές  φόρτωναν από την εκκλησία του ΑηΓιώργη στο γαϊδουράκι τα κεριά και τις λαμπάδες, καθώς και τα ιερά σκεύη που ήταν απαραίτητα για την τέλεση της Θείας λειτουργίας. Τα μετέφεραν μέσα από το κακοτράχαλο τότε μονοπάτι που περνούσε από του Μπαριάμη το ρέμα, ανέβαινε στις κόντρες και περνώντας μπροστά από το Λυγκιτσέκο μαντρί, έφτανε στο εκκλησάκι. Άρχιζαν τις ετοιμασίες, το σκούπιζαν, άναβαν τα καντήλια στις εικόνες, ο παπαΓιάννης τοποθετούσε ευλαβικά τα εκκλησιαστικά σκεύη μέσα στο ιερό, τα χρειαζούμενα για την τέλεση της Θείας λειτουργίας. Ελάχιστοι ξωμάχοι χωριανοί  που δούλευαν  στα γειτονικά χωράφια, μόλις σήμαινε η μικρή καμπανούλα που κρεμόταν στο κλαρί του πεύκου, έξω από το εκκλησάκι,  τα παρατούσαν και πήγαιναν  για να προσκυνήσουν την εικόνα της Αγίας και να  παρακολουθήσουν ευλαβικά τον εσπερινό. Όταν τέλειωνε ο εσπερινός ξαναγύριζαν στο χωριό πριν νυχτώσει.

     Την παραμονή ο βράδυ της εορτής οι επίτροποι της εκκλησίας, βοηθούμενοι και από άλλους εθελοντές χωριανούς,  έβγαζαν  νερό από το γειτονικό πηγάδι  με το ντενεκέ, δεμένον στην τριχιά και  ετοίμαζαν έξω από το μετόχι της εκκλησίας τη φωτιά και  τα καζάνια για να βράσουν τις γίδες με το φλισκούνι, και να τις προσφέρουν την επομένη μετά το πέρας της Θείας λειτουργίας στους προσκυνητές. Ξενυχτούσαν εκεί τροφοδοτώντας με ξύλα τη φωτιά που σιγόβραζε τα κομμάτια το κρέας από τις  γίδες, μέσα στα χαλκοματένια καζάνια, μέχρι το πρωί.

     Μόλις χάραζε και πριν ανατείλει ο ήλιος όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Προετοιμάζονταν για να πάνε στο πανηγύρι και να τιμήσουν με την παρουσία τους την Αγία. Οι νοικοκυρές τοποθετούσαν στα ταγάρια τους το καρβέλι το ψωμί, το μπουκάλι με το κρασί, τυρί, ντομάτες, αυγά βραστά και ο, τι άλλο φαγώσιμο είχαν στο σπιτικό τους, καθώς και τα πιάτα που θα μοιράζονταν  το βραστό, που είχε ετοιμάσει η επιτροπή της εκκλησίας.   Ο νοικοκύρης σαμάρωνε τα ζωντανά του, και έστρωνε πάνω στα σαμάρια τους σεντόνια και λευκές κουβέρτες υφασμένες στον αργαλειό για να καβαλήσει η οικογένεια. Φορούσαν όλοι τα «καλά» τους, ετοίμαζαν τα πιτσιρίκια της οικογένειας  και καβαλούσαν στα ζώα τους για να πάνε στο πανηγύρι. Στο  δρόμο  συναντούσαν και άλλους χωριανούς καβάλα στα ζώα τους και αφού τους καλημέριζαν, αντάλλασαν ευχές μεταξύ τους και σχημάτιζαν κομβόϊ με τα ζώα τους.Τα κουδούνια αντηχούσαν σε όλη τη διαδρομή. Τα παιδάκια ακολουθούσαν οδοιπορώντας πιο πίσω. Οι νοικοκυραίοι της αγοράς και οι επανωγειτονίτες, Ζαρελιαναίοι και λοιποί, έπαιρναν το δρόμο που οδηγεί από την ανηφοριά, απέναντι από το χωριό, προς τα αμπέλια ενώ αυτοί που κατοικούσαν στα Γυμνιάνικα και στις άλλες γειτονιές του κάτω χωριού έπαιρναν το δρόμο που περνάει μπροστά από την εκκλησία του ΑηΓιώργη,  τη Ζωοδόχο Πηγή και οδηγεί προς τις κόντρες και το Πλατάνι.

      Μόλις έφταναν στο εξωκκλήσι ο ήλιος είχε βγει ένα καλάμι στο ορίζοντα πάνω από τον Καυκαλά. Κατέβαιναν από το ζώα τα μέλη της κάθε οικογένειας ,ξεφόρτωναν τα ταγάρια με τα βρισκούμενα  και τα κρεμούσαν στα κλαριά των δέντρων που είχαν παχύ ίσκιο ενώ ο νοικοκύρης   έδενε τα ζώα  παραπέρα με τις τριχιές για να βοσκήσουν.’Ολοι μαζί πήγαιναν στο εξωκκλήσι και παρακολουθούσαν τη Λειτουργία. Μόλις τέλειωνε η ακολουθία εύχονταν  ο ένας στον άλλον  «χρόνια πολλά και καλά». Τα παιδάκια συνοδευόμενα από τους γονείς τους πλησίαζαν τους πάγκους που είχαν στήσει οι μικρέμποροι του χωριού δίπλα από το μετόχι  και αγόραζαν γλυφιτζούρια, καραμέλες και κάθε λογής μικροπαιχνίδια ή άλλα ψιλικά. Κατόπιν  κατευθύνονταν η κάθε οικογένεια κάτω από τον ίσκιο του δέντρου που είχαν διαλέξει για να στρώσουν τραπέζι.¨Ο αρχηγός της οικογένειας πήγαινε στο μεταξύ με ένα μεγάλο δοχείο φαγητού για να αγοράσει τις μερίδες από το βραστό γιδίσιο κρέας με το νόστιμο ζουμί του που είχε ετοιμάσει η επιτροπή της εκκλησίας.Αφού έτρωγαν καλά και έπιναν τα κρασάκια τους πήγαιναν στο μετόχι της εκκλησίας που είχε στηθεί το γλέντι. Έφερναν δυό στροφές Καλαματιανό, Τσάμικο και Συρτό στο χοροστάσι,  με τη συνοδεία  της κιθάρας του Σοφιανού Σκιτζή,των βιολιιών του Μήτσου  Καπράνου και του Αντώνη  Γκανά.

    Ορισμένες οικογένειες  κατέβαιναν στο Πλατάνι, μέσα στα Μασκλινιώτικα περιβόλια και το μποστάνι της Καλιμόρφως. Έστρωναν εκεί  τραπέζι για να φάνε, κάτω από τους ίσκιους των καρυδιών,των αχλαδιών  των κερασιών και των άλλων οπωροφόρων δέντρων.Έπιναν δροσερό και χωνευτικό νεράκι, που έβγαζαν από τα γειτονικά πηγάδια με το ντενεκέ και την τριχιά. Ύστερα ξάπλωναν καταγής και έπαιρναν  έναν υπνάκο, ενώ τους νανούριζε ο ήχος του μαγγανιού που ακουγόταν σε όλη την περιοχή καθώς έτριζε,  βγάζοντας νερό με τις κουτσούμπες του από το πηγάδι, για να ποτίσει  το περιβόλι της Καλιμόρφως. Άλλες οικογένειες πήγαιναν κάτω από το βαθύσκιο πουρνάρι των Λυγκιτσέων, δίπλα από το μαντρί τους και κόντα στο εξωκκλήσι, ή στις σκιές από ελιές, αχλαδιές ή γκορτσιές που υπήρχαν εκεί κοντά. Εκεί έστρωναν τραπέζι και ξεμεσημέριαζαν. Αφού ξεκουράζονταν καβαλούσαν πάλι πάνω στα ζωντανά τους, έκαναν το σταυρό τους  ευχαριστώντας την Αγία ευχόμενοι «και του χρόνου με υγεία».Το απομεσήμερο επέστρεφαν οικογενειακώς πάλι  στο χωριό.

                                                                        Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

                         Η ΙΣΤΟΡΙΑ TΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ  ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

 Δημοτικό σχολείο  υπήρχε στον οικισμό της Μάσκλινας πριν από το 1912. Λειτουργούσε ήδη το 1890 σαν γραμματοδιδασκαλείο αρρένων. Αρχικά στεγάστηκε σε ένα ανήλιο κοινοτικό κτίριο. Το 1903 ιδρύθηκε και σχολείο θηλέων, που στεγάστηκε σε άλλο ανεξάρτητο ιδιωτικό οίκημα που όμως δεν πληρούσε και αυτό ούτε τους όρους υγιεινής.To τελευταίο ανέστειλε τη λειτουργία του και επανασυστάθηκε το 1908.  Συνέχισε να λειτουργεί και μετά την διαδικασία «αναγνώρισης» του οικισμού και της αυτόνομης ύπαρξής του σαν κοινότητας το έτος 1912.Η ενοποίηση των σχολείων Αρρένων και Θηλέων της Μάσκλινας σε ενιαία σχολική μονάδα έγινε το σχολικό έτος 1925-1926.

    Συγκεκριμένα μετά την κατάργηση του δήμου Τανίας, ειδικός νόμος όριζε ότι για να γίνει ένας οικισμός αυτόνομη κοινότητα, έπρεπε να έχει περισσότερους από 300 κατοίκους και να λειτουργεί σε αυτόν σχολείο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επειδή ο οικισμός της Μάσκλινας συγκέντρωνε και τις δύο αυτές προϋποθέσεις που όριζε ο νόμος αυτός, ο οικισμός έγινε ανεξάρτητη κοινότητα. Επομένως όταν το έτος 1912 ο οικισμός απέκτησε ανεξάρτητη οντότητα και ονομάστηκε «κοινότητα Μάσκλινας», λειτουργούσε ήδη σε αυτόν το δημοτικό σχολείο και φοιτούσαν σε αυτό τριακόσιοι και πλέον μαθητές.Όπως μας πληροφορεί και ο Ανδριτσινιώτης Γεώργιος Βλάχος στις ανέκδοτες  βιογραφικές σημειώσεις του και την δεκαετία του 1920 φοιτούσαν στο σχολείο τριακόσια περίπου αγόρια και κορίτσια. Από την γειτονική Ανδρίτσα φοιτούσαν δέκα μαθητές που φιλοξενούνταν σε συγγενικά σπίτια στο χωριό μας.

   Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου για μεγάλο χρονικό διάστημα η σχολική μονάδα αποτελείτο από δύο τάξεις αρρένων και μία τάξη θηλέων. Μέχρι τότε στεγαζόταν στο κτήριο, κοντά στο κέντρο του χωριού, στο «παλαιό σχολείο», όπως το αποκαλούσαν μέχρι τελευταία οι κάτοικοι του χωριού, αυτό το ισόγειο κτήριο που χρησιμοποιείται σήμερα για αποθήκη, ιδιοκτησίας Ευάγγελου Αντωνάκου, κατεβαίνοντας αριστερά από την αγορά προς την εκκλησία. Επίσης για μικρά χρονικά διαστήματα στεγάστηκε στο   ισόγειο του σπιτιού τού Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου) καθώς και σε άλλα κτήρια του οικισμού με ενοίκιο.

    Οι δάσκαλοι που υπηρετούσαν στο σχολείο  στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Κων/νος Δημητρακόπουλος, ο Κων/νος Παναγόπουλος και ο ιερέας  του χωριού Ιωάννης Αγγελόπουλος ήταν οι εισηγητές στους κατοίκους του, για την ανέγερση σύγχρονου τετρατάξιου  διδακτηρίου, αφού το παλαιό κτήριο ήταν, όπως προαναφέρθηκε, εντελώς ακατάλληλο. Η κοινότητα όμως αλλά και ένας μικρός αριθμός κατοίκων του χωριού αδιαφορούσαν και ειρωνεύονταν τους δασκάλους “πως θέλουν να γίνουν βασιλείς και να διαμένουν σε παλάτια”.  Όμως  αυτοί έπεισαν και τους τελευταίους των κατοίκων που δεν θεωρούσαν αναγκαία την ανέγερσή του. Τον Μάϊο του 1927 ξεκίνησαν οι προκαταρτικές εργασίες ανέγερσης του σημερινού κτηριακού συγκροτήματος με τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους του (προαύλια κλπ) λίγο πιο κάτω από την σιδηροδρομική γραμμή σε τοποθεσία προσηλιακή. Αρχικά το Ταμείο Εκπαιδευτικής Πρόνοιας Ελαιοχωρίου πραγματοποίησε μειοδοτικό διαγωνισμό για την εξόρρυξη πέτρας που θα χρησίμευε για το σκοπό αυτό. Η αρχική χρηματοδότηση του έργου έγινε από το κοινοτικό ταμείο και από χρήματα που είχε συγκεντρώσει η σχολική εφορεία στο ταμείο της, προερχόμενα  από δωρεά του συμπατριώτη μας Νικολάου Τεπεγκιόζη.  Η τοιχοποιία του κτηριακού συγκροτήματος είχε τελειώσει τον Οκτώβρη του 1931 αλλά διεκόπησαν οι εργασίες, λόγω έλλειψης χρημάτων. Όμως με δωρεές ξενητεμένων συμπατριωτών μας καθώς και κατοίκων του χωριού οι εργασίες συνεχίστηκαν αργότερα.   Στη μαρμάρινη πλάκα μπαίνοντας στην είσοδο του κτηρίου, βρίσκονται χαραγμένα τα ονόματα των παρακάτω δωρητών, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανέγερσή του: Χαράλαμπος Δ. Καγκλής, Νικόλαος Δ. Τεπεγκιόζης, Αδελφοί Κ. Κούτσελα, Γεώργιος Ν. Κίκιζας, Χαράλαμπος Γ. Παυλάκος και Αθανάσιος Ν. Γριτσώνης. 

    Το σχολείο είναι χτισμένο με πέτρα που δεν χρειάστηκε να την μεταφέρουν από μακρινή απόσταση, αφού  η εξόρυξή της έγινε  από το εφαπτόμενο νταμάρι με το προαύλιο του σχολείου, ιδιοκτησίας των Γιανναρέων. Επειδή όμως το  έδαφος είναι επικλινές, χρειάστηκαν επιχωματώσεις καθώς και υψηλοί μανδρότοιχοι αντιστήριξης. Γι’ αυτό το λόγο  τα προαύλια του σχολείου βρίσκονται σε δύο επίπεδα.Στο πάνω επίπεδο έχει οικοδομηθεί υπερυψωμένο το κτιριακό συγκρότημα, καθώς και οι βοηθητικοί χώροι του (τουαλέτες, λουτρά κλπ.).

    Το κάτω επίπεδο αποτελείται από δύο μεγάλα προαύλια. Στο προαύλιο που εφάπτεται στον κοινοτικό δρόμο γίνονταν παλιά όλες οι αθλητικές  και άλλες εκδηλώσεις του σχολείου (γυμναστικές επιδείξεις, παραδοσιακοί χοροί κλπ. Το κτήριο ολοκληρώθηκε το 1935, όταν κοινοτάρχης στο χωριό ήταν ο αείμνηστος Γρηγόρης Κίκιζας. Αυτός, θέλοντας να πιέσει για τον άμεσο εξοπλισμό του σχολείου, έστειλε ένα γράμμα στον αδελφό του Θανάση. Του ζητούσε να πάει στον τότε πρόεδρο της Βουλής και βουλευτή Αρκαδίας Χαράλαμπο Βοζίκη και να του ζητήσει να παρέμβει. Στο γράμμα του γράφει: «Τι διάολο κάνει ο Πρόεδρος και δεν στέλνει τα θρανία;». Ο Θανάσης τότε έτρεξε στον πρόεδρο της Βουλής και εκείνος του ζήτησε να ιδεί το γράμμα από το χωριό. Γέλασε με το ύφος του Γρηγόρη γιατί τον γνώριζε και λέει του Θανάση: «Πες στον ψηλό ότι θα τα λάβει αμέσως τα θρανία». Και έτσι έγινε. Τα θρανία στάλθηκαν αμέσως στο χωριό. Όταν φοιτούσα την δεκαετία του 1950 στο Δημοτικό σχολείο του χωριού θυμάμαι και εγώ πως πολλά θρανία στην αίθουσα των Ε΄και ΣΤ΄ τάξεων είχαν μικρή πινακίδα από λαμαρίνα κολλημένη πάνω στο ξύλινο γραφείο τους, που έγραφε τη λέξη «Σιβιτανίδειος».

    Στο υπερυψωμένο κτήριο του σχολείου οδηγεί πέτρινη σκάλα με δέκα περίπου σκαλοπάτια. Αυτό αποτελείται από τέσσερεις μεγάλες ευήλιες και ευάερες αίθουσες. Οι δύο ακραίες αίθουσες του κτηρίου είναι μεγαλύτερες και διαμπερείς, με παράθυρα στην ανατολική και δυτική πλευρά τους. Στις αίθουσες αυτές στεγάζονταν οι συνδιδασκόμενες Α΄ και Β΄ τάξεις και Γ΄ και Δ΄ τάξεις αντίστοιχα. Οι άλλες δύο αίθουσες είναι μικρότερες και βρίσκονται στη μέση του κτηρίου. Χωρίζονται με τον διάδρομο εισόδου σε αυτό και τα  παράθυρα τους βρίσκονται μόνο στην ανατολική πλευρά τους. Οι αίθουσες, η μεγάλη και η μικρή, που βρίσκονται στα δεξιά αυτού που εισέρχεται στο σχολείο μετατρέπονται, οσάκις απαιτείται, σε μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων. Στις δύο μεγάλες ακραίες αίθουσες του κτηρίου στεγάζονταν οι συνδιδασκόμενες Α΄ και Β΄ τάξεις και Γ΄ και Δ΄ τάξεις αντίστοιχα, ενώ στις δύο μεσαίες αίθουσες στεγάζονταν το γραφείο των διδασκάλων στη μια και στην άλλη η συνδιδασκόμενες Ε΄ και ΣΤ΄ τάξεις.

   Στο πίσω μέρος του κτηρίου, ενσωματωμένο σε αυτό, υπάρχει ξεχωριστό μεγάλο δωμάτιο, που χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη και μαγειρείο. Τώρα στεγάζει το λεβητοστάσιο της κεντρικής θέρμανσης του κτηρίου.         Επίσης, λόγω της σοβαρής έλλειψης πόσιμου νερού, για την κάλυψη των αναγκών ύδρευσης των μαθητών  κατασκευάστηκε κάτω από το δωμάτιο αυτό μεγάλος υπόγειος αποθηκευτικός χώρος (στέρνα) νερού. Η στέρνα γέμιζε από το δίκτυο παροχής νερού της κεντρικής δεξαμενής του χωριού κατά τους χειμερινούς μήνες κυρίως, που η παρεχόμενη ποσότητα του νερού της πηγής ήταν μεγάλη.  Η παροχή του δικτύου  του νερού από τη στέρνα βρίσκεται  στο μεγάλο κάτω προαύλιο του σχολείου. Εκεί βρίσκονταν τέσσερεις βρύσες, πάνω από μια μακρόστενη τσιμεντένια γούρνα, που από το νερό τους έσβηναν τη δίψα τους οι δάσκαλοι και οι μαθητές του σχολείου. Εκατέρωθεν από τις βρύσες υπήρχαν μικρά κηπάρια, στα οποία οι μαθητές με την καθοδήγηση των δασκάλων τους καλλιεργούσαν κηπευτικά (κουκιά, μαρούλια κλπ.). Κατασκευάστηκαν επίσης και άλλοι βοηθητικοί χώροι (τουαλέτες κλπ) καθώς και μεγάλα προαύλια, περιφραγμένα με κτιστούς μαντρότοιχους, για τον άνετο και ασφαλή προαυλισμό των μαθητών του σχολείου. Στο εσωτερικό μέρος των εξωτερικών μαντρότοιχων του σχολείου καθώς και στις άκρες των προαυλίων του φυτεύτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950  από τους μαθητές του σχολείου πεύκα, που σήμερα έχουν μεγαλώσει και έχουν δημιουργήσει τεράστιο πευκώνα.

 Από τα στοιχεία που βρήκαμε προκύπτει, πως οι δάσκαλοι, κατ’ αλφαβητική σειρά, που υπηρέτησαν κατά το παρελθόν στο σχολείο του χωριού, μέχρι την κατάργησή του, μαθαίνοντας γράμματα ολόκληρες γενιές μαθητών της Μάσκλινας, ήσαν οι:

 Ασσιούρας Κων/νος,                               Ξυλιά Γεωργία

 Δημητρακόπουλος Χαράλαμπος            Παπάζογλου Ελένη

 Θεοδωρόπουλος Σταύρος                      Παναγόπουλος Κων/νος

                                                                 Παπαγιανόπουλος Ιωάννης

 Καραγιάννη Βασιλική                              Παπαχρόνη Αλκμήνη

 Καρλή Ελένη                                           Παυλάκος Βασίλης

 Κατσούλος Γεώργιος                              Σαρρής ή Γιατρόπουλος Γεώργιος

 Κοτσάνη Σωτηρία                                   Σωτηροπούλου Βασιλική

 Κυριακοπούλου Διονυσία                       Ταγκλής   Γεώργιος

 Κωνσταντούρος Αναστάσιος                  Τραϊτούρου Φωτεινή

 Μέγγος Ιωάννης                                     Τσιώλη Δήμητρα

 Μελιδώνης Ιωάννης                                Τσούκα Φωτεινή

 Μίσσιου Αγγελική                                   Φράγκος Παναγιώτης

 Μπλέσιος Γεώργιος                                Φιλοπούλου Παναγιώτα 

Στον κατάλογο των παραπάνω δασκάλων πρέπει να προσθέσουμε και τον συγχωριανό μας αείμνηστο  Γιώργο Μίλη, που υπηρέτησε στο σχολείο του χωριού μας για μικρά χρονικά διαστήματα στις δεκαετίες 1930 και 1940

  Το σχολείο λειτούργησε για εβδομήντα περίπου χρόνια, μέχρι το 2007. Στη συνέχεια έπαψε δυστυχώς η λειτουργία του, λόγω έλλειψης μαθητών. Τώρα πια χρησιμοποιείται για να στεγάσει τα γραφεία, τις δράσεις και τις εκδηλώσεις του Φιλοπρόοδου Ομίλου Ελαιοχωρίου (Φ.Ο.Ε.). Τελευταία με ενέργειες του Φ.Ο.Ε.υλοποιείται πρόγραμμα, σε συνεργασια με τον Δήμο Τρίπολης, για την δημιουργία στους χώρους του Σχολείου μουσειακού πολυχώρου, παραδοσιακού ελαιοτριβείου, εκθέσεως εργαλείων και άλλων αντικειμένων που σχετίζονται με την λειτουργία του σιδηροδρόμου καθώς και διαφόρων άλλων χρειωδών που χρησιμοποίησαν οι κάτοικοι του χωριού μας κατά το παρελθόν.

                                                           Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...