ΜΑΣΚΛΙΝΑΙΟΙ ΠΟΥ
ΠΕΡΑΣΑΝ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥΣ
Επίσης ο Γ.Μίλης στις σημειώσεις του, που
μας άφησε παρακαταθήκη, εκτός από τις προσωπικές του στιγμές, περιγράφει
μερικούς συμπατριώτες μας, της εποχής του, ανεπανάληπτους ανθρώπινους τύπους,
όπως τους έζησε αυτός από κοντά. Παρακάτω αντιγράφουμε από τις σημειώσεις τις
εντυπώσεις του:
1) Ο Γιάννης
(Γιαννάκος) Παναγάκος γιατρός. Είχε τελειώσει με άριστα το Πανεπιστήμιο και
ήταν άριστος γιατρός. Κοινωνικά όμως αποτυχημένος, γι’ αυτό απέτυχε και σαν
γιατρός. Εκτός των άλλων ήταν πολύ φαγάς. Συνεχώς κάτι μασουλούσε. Μπορούσε να
φάει μια φορά είκοσι αυγά βραστά, ή ένα κεφάλι μοσχαριού ή μια πατσιά. Έτρωγε
πάντα σε λεκάνη. Πήγαινε στα πανηγύρια και μπορούσε να φάει δύο κεφάλια χοιρινά
ψητά. Έτρωγε πολλά σκόρδα και κουκιά ξερά βρασμένα. Είχε και πολλές άλλες
ιδιορρυθμίες.
2) Ο Γιώργης
Αντωνάκος ή Κρόπας. Πρακτικός γιατρός μετρίου αναστήματος, λεπτός με
μουστάκι, μούσι σκληρό, καπέλο και μπαστούνι. Ο μόνος που κάπνιζε αργιλέ.
Έπαιζε και μπουζούκι. Πάντα γελαστός με τα αστεία του, το κρασάκι του, όλοι τον
κερνούσαν, αλλά ποτέ δεν κερνούσε. Έλεγε συνεχώς τη φράση «Γειά σου ρε
καλόπαιδο». Στους γάμους, στα πανηγύρια και σε όλα τα γλέντια πάντα πρώτος.
3) Ο Πολύβιος
Κοντογιάννης. Είχε καφενείο με το όνομα «Παράδεισος». Έκανε τον ωραιότερο
καφέ και είχε σχολαστική καθαριότητα και τάξη. Ποτέ δεν έβγαινε από το καφενείο
ούτε σε άλλη δουλειά, ούτε και στην εκκλησία πήγαινε ποτέ. Η μόνη του έξοδος
ήταν από το καφενείο στο σιδηροδρομικό σταθμό, ντυμένος με τα καλά του ρούχα,
πήγαινε στην Τρίπολη για ψώνια του καφενείου. Επειδή πάντα καθόταν στην είσοδο
του καφενείου όρθιος ή καθιστός, ο Μπαρμπαντώνης Αντωνάκος ή Μουστακαλής τον
έλεγε «ο θυρωρός του Παράδεισου».
4) Ο Χρήστος
Κούτσελας ή Γκουργκούνης. Ήταν δικαστικός κλητήρας με γραμματικές γνώσεις
του Σχολαρχείου. Είχε τον τίτλο του αναγνώστη, γι’ αυτό τον αποκαλούσαν και
Αναγνώστη. Με φορεσιά τη φουστανέλα, ψηλός, λεπτός και ευθυτενής. Είχε μανία να
ψέλνει στην εκκλησία, αλλά επειδή δεν είχε καλή φωνή, ο Παπαθανάνης δεν του
επέτρεπε να ψέλνει. Πάντοτε σκεφτικός και ολιγομίλητος. Και όταν έλεγε κάτι για
οποιοδήποτε θέμα, έλεγε φωναχτά «παλιόπαιδο…………» και αμέσως έφερνε μια βόλτα με
την φουστανέλα του. Τον πείραζαν πάντα γιατί ήταν αγαθός και αφελής.
5) Ο Χρήστος
Στρατηγάκης ή Κίτσος. Είχε και αυτό τη μανία του ψαλσίματος, αλλά επειδή
δεν έψελνε καλά δεν τον άφηναν να πλησιάσει στο ψαλτήρι. Πολλές φορές όμως το
έπιανε δια της βίας και γινότανε φασαρία στην εκκλησία. Πολύ πειραζότανε άμα
του φώναζες «κούκου», δεν ξέρω όμως την αιτία. Απαντούσε πάντα εξαγριωμένος:
«αν είσαι άντρας στον Τζάνα, αν είσαι γυναίκα σήκω το φουστάνι σου να ιδείς
μωρή τον κούκο». Ήταν πάντα χωρίς τσιγάρο, αδέκαρος και κατσούφης. Έπαιρνε λίγα
τσιγάρα με πίστωση, αλλά επειδή δεν πλήρωνε τα προηγούμενα, δεν του έδιναν
άλλα. Μια μέρα μεταχειρίστηκε την παρακάτω πονηριά: Πηγαίνει στο μπακάλικο του
Αντρέα και Γιάννη Κουρβετάρη και λέει στο Γιάννη»: Ρε καμάρι δώσε τέσσερα
τσιγάρα, έχω λεφτά εδώ στο κουτί» και κουνούσε ένα κουτί αδειανό από σπίρτα που
έδειχνε ότι υπήρχαν μερικά λιανά χρήματα μέσα. Όταν πήρε τα τσιγάρα του λέει:
«Ρε καμάρι κουμπιά είναι, δεν έχω λεφτά». Φανταστείτε τι έγινε. Είχε πολλά
ανέκδοτα που δεν μπορώ να θυμηθώ.
6) Ο Αντώνης
Αντωνάκος ή Μουστακαλής, για τις μεγάλες μουστάκες που είχε. Άνθρωπος
μετρίου αναστήματος, κοκκινοπρόσωπος κα με ένα μπαστουνάκι πάντα στο χέρι. Ήταν
και καλός σιδηρουργός. Ήταν επίσης η προσωποποίηση της ιδιοτροπίας. Του έλεγες
καλημέρα, απαντούσε, γιατί μου λες καλημέρα, δεν τον χαιρετούσες γιατί δεν με
χαιρετάς. Όταν έλεγε κανένας καμιά ανοησία, μουρμούριζε νευριασμένος και
χτυπούσε το μπαστούνι του στο χώμα.
Στο καφενείο του Πολύβιου Κοντογιάννη έπαιζε
με πολύ πάθος ένα παιγνίδι με ξύλινες μπάλες. Δεν ανεχότανε το Γιώργη τον
Κούτσελα ή Κοτσιώνη ή Κρακάγια, γιατί έκανε τον κοτσάμπαση. Ήταν εκμεταλλευτής,
πλεονέκτης και τοκογλύφος. Ένα απόγευμα ήρθε στο καφενείο και επειδή σε κάποια
καρέκλα καθόταν ο Κοτσιώνης που προ ολίγου είχε φύγει, έψαχνε τις καρέκλες να
βρει ποια ήταν ζεστή, για να μην καθίσει στην ίδια.
Έξω στο μπακάλικο του Γιώργη Καγκλή ή
Χαρικλιά, καθόταν ο γιατρός Γιαννάκος Παναγάκος και ο ταχυδρομικός υπάλληλος
Χαρίλαος Αρβανίτης. Ο Μπαρμπαντώνης δεν συμπαθούσε καθόλου το γιατρό, ούτε καν
τον χαιρετούσε, γιατί ήταν κοιλιόδουλος, ανάγωγος και παλιοχαρακτήρας. Πήγε και
κάθισε σε ένα διπλανό τραπέζι. Για να τον πειράξει ο γιατρός λέει στο Χαρίλαο:
«Χαρίλαε χθες που είχα πάει στην Τρίπολη έφαγα ένα σκαφίδι γιαούρτι και έφερα
και δύο μοσχαροκεφαλές». Πετάγεται επάνω ο Μπαρμπαντώνης και φεύγοντας
μουρμούρισε: «δεν θα πείναγε το κάθαρμα».
Άλλη φορά στο ίδιο μαγαζί λέει ξαφνικά ο
γιατρός στο Χαρίλαο. «Χαρίλαε κάπως γυρίζει το μυαλό μου. Πάρε μια πέτρα και
κτύπησέ με στο κεφάλι με όλη σου τη δύναμη». Φεύγοντας με τον ίδιο τρόπο ο
Μπαρμπαντώνης έλεγε: «τρελάθηκε το κάθαρμα». Όταν έπαιζε με κάποιον άλλον
χαρτιά, ο άλλος έλεγε: «Παναγιά μου να χάσω», γιατί αν δεν κέρδιζε ο
Μπαρμπαντώνης θα του έκοβε την καλημέρα. Υπήρχαν πολλά ανέκδοτα γύρω από τις
ιδιοτροπίες του.
7) Η Τριανδρία,
Γιώργης Κίκιζας, Γιάννης Περεντές και Χρήστος Διαμαντάκος ή Μπασκούτος.
Κτίστες και οι τρείς, ήσαν πάντα παρέα και στη δουλειά και στο κρασί. Τις
Κυριακές περπατώντας σιγά - σιγά, ακουμπώντας στις μαγκούρες τους και
συζητώντας έπρεπε να περάσουν από όλες τις ταβέρνες. Το Ελαιοχώρι την εποχή
αυτή είχε πολλές ταβέρνες και πολλά ωραία κρασιά κοκκινέλια.
8) Ο Γιώργης
Κούτσελας ή Κοτσιώνης. Ήταν ο πλουσιότερος από τους κατοίκους του χωριού
και έμενε μόνιμα εκεί. Κατείχε τριώροφο αρχοντικό στο κέντρο του οικισμού, εκεί
που βρίσκεται σήμερα το καφενείο ιδιοκτησίας κληρονόμων Καπράνου. Διατηρούσε
μπακάλικο και ταβέρνα στο ισόγειο του σπιτιού του. Ο πάνω όροφος του
σπιτιού διέθετε τεράστια στεγασμένα
μπαλκόνια, μεγάλες σάλες, κουζίνες και άλλους βοηθητικούς χώρους, ενώ στο υπόγειο
ήταν και η τεράστια στέρνα αποθήκευσης πόσιμου νερού. Επίσης ανήκε στην ιδιοκτησία
του ολόκληρο το οικοπεδικό τρίγωνο με τα βοηθητικά κτίσματα, σταύλους, αποθήκες
κ.λ.π. που υφίστανται μέχρι σήμερα και
περικλείεται από τον κεντρικό δρόμο που ανεβαίνει στο σταθμό, το δρόμο που
οδηγεί στη συνοικία Γυμνιάνικα και το δρόμο που περνάει από την πλατεία το
χωριού και φτάνει μέχρι το σπίτι του
Αλέξη Λυγγίτσου. Επίσης ήταν ιδιοκτήτης μεγάλου κτήματος με χιλιάδες
ελαιόδεντρα στην Ποταμιά, κοντά στην περιοχή της Βελανιδιάς.Εκεί απασχολούσε
δεκάδες εργάτες κατοίκους του χωριού. Ήταν όμως εκμεταλευτής, φιλοχρήματος και
τοκογλύφος. Κομματάρχης και υποστηρικτής άλλοτε του βουλευτή Θεοδώρου Γρηγορίου
και άλλοτε του Θεόδωρου Τουρκοβασίλη.Όταν δάνειζε οικογένειες του χωριού
συνήθως έπαιρνε τόκο.Σπάνια βοηθούσε οικονομικά φτωχιές οικογένειες που είχαν ανάγκη.
Όμως
και στις μέρες μας πέρασαν χωριανοί που σημάδεψαν με το χαρακτήρα τους την ζωή
του χωριού κατά το πέρασμά τους.
Ο
Παναγιώτης Λυγκίτσος.
Ήταν πάντοτε μια αστείρευτη πηγή ιστοριών και ανεκδότων. Οι συγχωριανοί του
στην ταβέρνα πάντα τον καλούσαν στις παρέες τους, για να τους διηγηθεί ιστορίες
της καθημερινότητας παλαιότερων εποχών που τις διηγόταν παραστατικά με την
νοητική διαύγεια που είχε ή ανέκδοτα, για να διασκεδάσουν. Και αφου έτρωγαν και
έπιναν διασκεδάζοντας με τον αείμνηστο Παναγιώτη, που παρά το πολύ φαγητό που
έτρωγε παρέμενε οστεώδης, στο τέλος άφηναν στο πιάτο γι’ αυτόν τον τελευταίο
μεζέ τον οποίο καταβόχθριζε λέγοντας: θα φάω και «το μεζέ της ντροπής» όπως τον
έλεγε για να φύγουμε για το σπίτι μας. Τον θυμάμαι που έβαζε στραβά την
τραγιάσκα του, με την μαγκούρα του και έφτανε στην ταβέρνα, στο κέντρο του
χωριού, για να περάσει την ώρα του.
Ο
Λεωνίδας Καπράνος.
Αυτός, εκτός από το επάγγελμα του «μπαλωματή» όπως το έλεγε, που ασκούσε για να
εξοικονομεί τα προς το ζην, ήταν και δεινός παίχτης της «δηλωτής*».Μόλις
έμπαινε στο καφενείο, συνήθως τις απογευματινές ώρες σχεδόν καθημερινά, έπιανε
την γωνιά του και ο ιδιοκτήτης του καφενείου έφερνε στο τραπέζι μαζί με το
καφεδάκι του και τα χαρτιά. Στο μεταξύ μάζευε γύρω του ένα σωρό παίχτες και
θεατές. Άρχιζε το παιγνίδι, έβαζε έναν - έναν κάτω παίζοντας μαζί του και
σχεδον πάντα έβγαινε νικητής, ενώ πολλές φορές πετούσε διάφορες άσχετες ατάκες
και γελούσε μόνος του χωρίς λόγο. Όταν τον ρωτούσαμε γιατί γελούσε, μας
απαντούσε πως «κάτι θυμήθηκε». Ήταν μοναχικός τύπος και δεν δεχόταν ποτέ να
γευματίσει μαζί μας. Στα γεράματά του φιλοξενήθηκε στο γηροκομείο της Τρίπολης
και τον επισκέπτονταν αρκετοί συγχωριανοί μας της ηλικίας μου, αναπολώντας τις
ατάκες του.Σε ηλικία 90 ετών έφυγε από κοντά μας και στο ξόδι* του τον συνοδέψαμε όλοι οι
φίλοι του.Μάλιστα ένας του χάρισε και
μια «τράπουλα*» να την πάρει μαζί του, για να διασκεδάζει με τους συντοπίτες
μας εκεί πάνω στους ουρανούς.
Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου