ΤΑ
«ΠΑΠΑΔΑΚΙΑ» ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΗΓΙΩΡΓΗ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1950
Όταν ήμασταν σχολιαρόπαιδα στο Δημοτικό
σχολείο δεν πηγαίναμε στην εκκλησία με
την συνοδεία των δασκάλων μας, όσο λειτουργούσε το σχολείο, ούτε μαζί με τους γονείς μας στις καλοκαιρινές διακοπές .Τις Κυριακές
και τις μεγάλες εορτές πρωί - πρωί με το πρώτο κτύπημα της καμπάνας σηκωνόμασταν από το ζεστό μας
κρεβατάκι, φορούσαμε τα καλά μας και τρέχαμε στην εκκλησία μόνοι μας. Μόλις
φτάναμε εκεί πρώτη μας δουλειά ήταν να φιλήσουμε το χέρι του αείμνηστου
παπαΓιάννη του Χάλια, για να πάρουμε την ευλογία του και έπειτα να ανάψουμε το
μαγκάλι. Το βγάζαμε έξω από την νότια πόρτα του ιερού της εκκλησίας και το
φορτώναμε με κάρβουνα. Ανάβαμε τα φυτίλια από τα αποκέρια που είχαμε βάλει κάτω
από αυτά, φυσώντας το στη συνέχεια με
την χορταρένια σκούπα που την κινούσαμε πάνω κάτω, μέχρι να ανάψουν τα κάρβουνα
και ο τόπος γέμιζε σπίθες.΄Οταν πια είχαν κοκκινίσει καλά και είχαν «χωνέψει»,
παίρναμε το μαγκάλι με τη βοήθεια του γιού του παπα Γιάννη, του Τάκη και το
μεταφέραμε μέσα στο Ιερό. Ήταν το μόνο θερμαντικό μέσο που ζέσταινε τα χέρια μας και τα χέρια του παπαΓιάννη τα παγωμένα
πρωϊνά του χειμώνα.
Με τα αναμμένα κάρβουνα γεμίζαμε το
θυμιατήρι, χρησιμοποιώντας την τσιμπίδα
και αφού ρίχναμε πάνω σε αυτά και λίγο λιβάνι, το δίναμε στον
παπαΓιάννη, φιλώντας του το χέρι, για να θυμιάσει. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν
τα σημερινά καρβουνάκια για το
θυμιατό. Πάντα ξέραμε πότε θα ετοιμάσουμε το θυμιατό. Στις ευχές της Προθέσεως,
στα Μεγαλυνάρια, στη Δοξολογία, τον Απόστολο, λίγο πριν της περιφορά των Τιμίων
Δώρων, στο «Εξαιρέτως», στα μνημόσυνα κλπ. Υπήρχε κάθε λογής λιβάνι σε ένα κουτί
μέσα στο Ιερό. Το απλό λιβάνι, που χρησιμοποιούσαμε όλες τις Κυριακές και τις
ασήμαντες εορτές και το μοσχολίβανο από το Άγιο Όρος που ήταν χρωματιστό και
είχε πολλές και ευχάριστες ευωδίες, ανάλογα με το χρώμα του. Αυτό το
χρησιμοποιούσαμε μόνο στις μεγάλες εορτές και στην εορτή του ΑηΓιώργη, γιατί
ήταν ακριβό.
Έπειτα φορούσαμε δύο από μας τα άμφια, που
ήταν ομοιόμορφα με τη στολή του παπαΓιάννη για να βοηθήσουμε στην τέλεση της
Θείας λειτουργίας. Από την αμφίεσή μας αυτή και την σημαντική βοήθεια που
προσφέραμε εντός του Ιερού στον παπά, οι κάτοικοι του χωριού μας αποκαλούσαν
«παπαδάκια». Άλλος ένας, συνήθως ο μεγαλύτερος ηλικιακά και πιο χειροδύναμος, παρέμενε στο ιερό για να μεταβαίνει στα καμπαναριό
της εκκλησίας, να κτυπάει την καμπάνα, όταν έδινε εντολή ο παπάς. «Κωδωνοκρούστη» τον έλεγε ο
αείμνηστος παπαΓιάννης, εκφραζόμενος πολλές φορές αρχαιοπρεπώς. Αμέσως αρχίζαμε
τις δουλειές. Έπρεπε να πάρουμε στη
βορινή πόρτα του Ιερού από τις γυναίκες του χωριού τα πρόσφορα με όλα τα
απαραίτητα, τις «λειτουργίες», που τις έφερναν πρωί πρωί στην εκκλησία. Ύστερα
να ξετυλίξουμε από την πετσέτα τα πρόσφορα, να βάλουμε στην άκρη το κερί, το
άναμμα, το λιβάνι το χαρτί με τις «ψυχές» και το φτωχό φιλοδώρημα του
Ιερέα. Με ένα κοφτερό μαχαίρι κόβαμε σε
φέτες τα πρόσφορα και στη συνέχεια τις τεμαχίζαμε σε μικρά τετράγωνα κομματάκια για το
«αντίδωρο», βάζοντας τα πάνω σε δίσκο. Πότε πότε βάζαμε κρυφά, για να μη μας πάρει
το μάτι του παπαΓιάννη, κανένα κομμάτι στο στόμα μας. Ορισμένα κομμάτια τα
τυλίγαμε σε λευκό χαρτί και τα βάζαμε πάνω στα αντίδωρα. Ήταν τα «υψώματα» που
προορίζοντο για τους επιτρόπους της εκκλησίας και για τους εορτάζοντες
συγχωριανούς μας που τα μοίραζε ο παπάς στο τέλος της λειτουργίας μαζί με το
αντίδωρο.
Όταν έφτανε η ώρα της ανάγνωσης του πρώτου
Ευαγγελίου ανάβαμε τις λαμπάδες και
στεκόμασταν απέναντί του στην Αγία Τράπεζα. Μετά την ανάγνωση μόλις έβγαινε ο
παπάς στην Ωραία Πύλη έβγαινε ένας από μας και έπαιρνε θέση μπροστά από τον
παπαΓιάννη. Και οι δυό μας αργότερα με
αναμμένες τις λαμπάδες συνοδεύαμε τον παπά στην μικρή είσοδο, στεκόμασταν έξω
από την Ωραία Πύλη κατά την ανάγνωση του Ιερού Ευαγγελίου, κατά την περιφορά
των Τιμίων Δώρων, στα «Άγια» και σε κάθε άλλη περίσταση.’Επρεπε επίσης να ζεστάνουμε
στα κάρβουνα του μαγκαλιού το «ζέον» μέσα στο μπρίκι και να το δώσουμε στον
παπά μέσα σε μπακιρένιο δοχείο για να το ρίξει μέσα στο Άγιο Ποτήριο, λίγο μετά
το «Πάτερ ημών» όταν ο παπαΓιάνης ψιθύριζε «ευλογημένη η ζέση των Αγίων σου…».
Να του δώσουμε να ευλογήσει το αντίδωρο
μέσα στο δίσκο, λίγο μετά το «εξαιρέτως», να κλείσουμε την πόρτα της
Ωραίας Πύλης με το «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλείνομεν» και να την ανοίξουμε
κατά το «μετά φόβου Θεού…..»Επίσης έπρεπε μετά το πέρας της Θείας λειτουργίας
να διαβάσουμε την Θεία μετάληψη και ύστερα να φάμε τα υπόλοιπα κομμάτια το
αντίδωρο που περίσσεψε από την διανομή του στο εκκλησίασμα.
Περνώντας τα χρόνια τα άμφια που φορούσαμε
δεν μας χωρούσαν και γίνονταν όλο και πιο κοντύτερα, όταν προσπαθούσαμε να τα
φορέσουμε στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Τα παπαδάκια του χωριού εκείνης της
εποχής τελικά φύγαμε από το χωριό για σπουδές, γίναμε άντρες, αλλά και ο
παπαΓιάννης έφυγε από τη ζωή. Τώρα έχουν πληθύνει και οι καμπάνες στο καμπαναριό
της εκκλησίας, το κτύπημά τους γίνεται με ένα κουμπί από το Ιερό με ηλεκτρικό
σύστημα, βγάζοντας διαφορετικούς μελωδικούς
ήχους κάθε φορά, ανάλογα με την περίσταση και οι χώροι της θερμαίνονται
με σύγχρονα θερμαντικά μέσα. Εμείς όμως
που πάμε στην εκκλησία και βλέπουμε συνομηλίκους μας αλλά και
μεγαλύτερους ηλικιακά συγχωριανούς μας να κάνουν τα παπαδάκια στο Ιερό της
εκκλησίας, θυμόμαστε νοσταλγικά εκείνες τις πέτρινες εποχές, δοξολογώντας τον προστάτη και πολιούχο μας,
τον Αη Γιώργη, για όσα μας έχει αξιώσει να κάνουμε μέχρι σήμερα.
Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου