Τρίτη 21 Μαΐου 2024

 

 ΜΑΣΚΛΙΝΑΙΟΙ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΝ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥΣ

     Επίσης ο Γ.Μίλης στις σημειώσεις του, που μας άφησε παρακαταθήκη, εκτός από τις προσωπικές του στιγμές, περιγράφει μερικούς συμπατριώτες μας, της εποχής του, ανεπανάληπτους ανθρώπινους τύπους, όπως τους έζησε αυτός από κοντά. Παρακάτω αντιγράφουμε από τις σημειώσεις τις εντυπώσεις του:

1) Ο Γιάννης (Γιαννάκος) Παναγάκος γιατρός. Είχε τελειώσει με άριστα το Πανεπιστήμιο και ήταν άριστος γιατρός. Κοινωνικά όμως αποτυχημένος, γι’ αυτό απέτυχε και σαν γιατρός. Εκτός των άλλων ήταν πολύ φαγάς. Συνεχώς κάτι μασουλούσε. Μπορούσε να φάει μια φορά είκοσι αυγά βραστά, ή ένα κεφάλι μοσχαριού ή μια πατσιά. Έτρωγε πάντα σε λεκάνη. Πήγαινε στα πανηγύρια και μπορούσε να φάει δύο κεφάλια χοιρινά ψητά. Έτρωγε πολλά σκόρδα και κουκιά ξερά βρασμένα. Είχε και πολλές άλλες ιδιορρυθμίες.

2) Ο Γιώργης Αντωνάκος ή Κρόπας. Πρακτικός γιατρός μετρίου αναστήματος, λεπτός με μουστάκι, μούσι σκληρό, καπέλο και μπαστούνι. Ο μόνος που κάπνιζε αργιλέ. Έπαιζε και μπουζούκι. Πάντα γελαστός με τα αστεία του, το κρασάκι του, όλοι τον κερνούσαν, αλλά ποτέ δεν κερνούσε. Έλεγε συνεχώς τη φράση «Γειά σου ρε καλόπαιδο». Στους γάμους, στα πανηγύρια και σε όλα τα γλέντια πάντα πρώτος.

3) Ο Πολύβιος Κοντογιάννης. Είχε καφενείο με το όνομα «Παράδεισος». Έκανε τον ωραιότερο καφέ και είχε σχολαστική καθαριότητα και τάξη. Ποτέ δεν έβγαινε από το καφενείο ούτε σε άλλη δουλειά, ούτε και στην εκκλησία πήγαινε ποτέ. Η μόνη του έξοδος ήταν από το καφενείο στο σιδηροδρομικό σταθμό, ντυμένος με τα καλά του ρούχα, πήγαινε στην Τρίπολη για ψώνια του καφενείου. Επειδή πάντα καθόταν στην είσοδο του καφενείου όρθιος ή καθιστός, ο Μπαρμπαντώνης Αντωνάκος ή Μουστακαλής τον έλεγε «ο θυρωρός του Παράδεισου».

4) Ο Χρήστος Κούτσελας ή Γκουργκούνης. Ήταν δικαστικός κλητήρας με γραμματικές γνώσεις του Σχολαρχείου. Είχε τον τίτλο του αναγνώστη, γι’ αυτό τον αποκαλούσαν και Αναγνώστη. Με φορεσιά τη φουστανέλα, ψηλός, λεπτός και ευθυτενής. Είχε μανία να ψέλνει στην εκκλησία, αλλά επειδή δεν είχε καλή φωνή, ο Παπαθανάνης δεν του επέτρεπε να ψέλνει. Πάντοτε σκεφτικός και ολιγομίλητος. Και όταν έλεγε κάτι για οποιοδήποτε θέμα, έλεγε φωναχτά «παλιόπαιδο…………» και αμέσως έφερνε μια βόλτα με την φουστανέλα του. Τον πείραζαν πάντα γιατί ήταν αγαθός και αφελής.

5) Ο Χρήστος Στρατηγάκης ή Κίτσος. Είχε και αυτό τη μανία του ψαλσίματος, αλλά επειδή δεν έψελνε καλά δεν τον άφηναν να πλησιάσει στο ψαλτήρι. Πολλές φορές όμως το έπιανε δια της βίας και γινότανε φασαρία στην εκκλησία. Πολύ πειραζότανε άμα του φώναζες «κούκου», δεν ξέρω όμως την αιτία. Απαντούσε πάντα εξαγριωμένος: «αν είσαι άντρας στον Τζάνα, αν είσαι γυναίκα σήκω το φουστάνι σου να ιδείς μωρή τον κούκο». Ήταν πάντα χωρίς τσιγάρο, αδέκαρος και κατσούφης. Έπαιρνε λίγα τσιγάρα με πίστωση, αλλά επειδή δεν πλήρωνε τα προηγούμενα, δεν του έδιναν άλλα. Μια μέρα μεταχειρίστηκε την παρακάτω πονηριά: Πηγαίνει στο μπακάλικο του Αντρέα και Γιάννη Κουρβετάρη και λέει στο Γιάννη»: Ρε καμάρι δώσε τέσσερα τσιγάρα, έχω λεφτά εδώ στο κουτί» και κουνούσε ένα κουτί αδειανό από σπίρτα που έδειχνε ότι υπήρχαν μερικά λιανά χρήματα μέσα. Όταν πήρε τα τσιγάρα του λέει: «Ρε καμάρι κουμπιά είναι, δεν έχω λεφτά». Φανταστείτε τι έγινε. Είχε πολλά ανέκδοτα που δεν μπορώ να θυμηθώ.

6) Ο Αντώνης Αντωνάκος ή Μουστακαλής, για τις μεγάλες μουστάκες που είχε. Άνθρωπος μετρίου αναστήματος, κοκκινοπρόσωπος κα με ένα μπαστουνάκι πάντα στο χέρι. Ήταν και καλός σιδηρουργός. Ήταν επίσης η προσωποποίηση της ιδιοτροπίας. Του έλεγες καλημέρα, απαντούσε, γιατί μου λες καλημέρα, δεν τον χαιρετούσες γιατί δεν με χαιρετάς. Όταν έλεγε κανένας καμιά ανοησία, μουρμούριζε νευριασμένος και χτυπούσε το μπαστούνι του στο χώμα.

 Στο καφενείο του Πολύβιου Κοντογιάννη έπαιζε με πολύ πάθος ένα παιγνίδι με ξύλινες μπάλες. Δεν ανεχότανε το Γιώργη τον Κούτσελα ή Κοτσιώνη ή Κρακάγια, γιατί έκανε τον κοτσάμπαση. Ήταν εκμεταλλευτής, πλεονέκτης και τοκογλύφος. Ένα απόγευμα ήρθε στο καφενείο και επειδή σε κάποια καρέκλα καθόταν ο Κοτσιώνης που προ ολίγου είχε φύγει, έψαχνε τις καρέκλες να βρει ποια ήταν ζεστή, για να μην καθίσει στην ίδια.

 Έξω στο μπακάλικο του Γιώργη Καγκλή ή Χαρικλιά, καθόταν ο γιατρός Γιαννάκος Παναγάκος και ο ταχυδρομικός υπάλληλος Χαρίλαος Αρβανίτης. Ο Μπαρμπαντώνης δεν συμπαθούσε καθόλου το γιατρό, ούτε καν τον χαιρετούσε, γιατί ήταν κοιλιόδουλος, ανάγωγος και παλιοχαρακτήρας. Πήγε και κάθισε σε ένα διπλανό τραπέζι. Για να τον πειράξει ο γιατρός λέει στο Χαρίλαο: «Χαρίλαε χθες που είχα πάει στην Τρίπολη έφαγα ένα σκαφίδι γιαούρτι και έφερα και δύο μοσχαροκεφαλές». Πετάγεται επάνω ο Μπαρμπαντώνης και φεύγοντας μουρμούρισε: «δεν θα πείναγε το κάθαρμα».

 Άλλη φορά στο ίδιο μαγαζί λέει ξαφνικά ο γιατρός στο Χαρίλαο. «Χαρίλαε κάπως γυρίζει το μυαλό μου. Πάρε μια πέτρα και κτύπησέ με στο κεφάλι με όλη σου τη δύναμη». Φεύγοντας με τον ίδιο τρόπο ο Μπαρμπαντώνης έλεγε: «τρελάθηκε το κάθαρμα». Όταν έπαιζε με κάποιον άλλον χαρτιά, ο άλλος έλεγε: «Παναγιά μου να χάσω», γιατί αν δεν κέρδιζε ο Μπαρμπαντώνης θα του έκοβε την καλημέρα. Υπήρχαν πολλά ανέκδοτα γύρω από τις ιδιοτροπίες του.

7) Η Τριανδρία, Γιώργης Κίκιζας, Γιάννης Περεντές και Χρήστος Διαμαντάκος ή Μπασκούτος. Κτίστες και οι τρείς, ήσαν πάντα παρέα και στη δουλειά και στο κρασί. Τις Κυριακές περπατώντας σιγά - σιγά, ακουμπώντας στις μαγκούρες τους και συζητώντας έπρεπε να περάσουν από όλες τις ταβέρνες. Το Ελαιοχώρι την εποχή αυτή είχε πολλές ταβέρνες και πολλά ωραία κρασιά κοκκινέλια.

8) Ο Γιώργης Κούτσελας ή Κοτσιώνης. Ήταν ο πλουσιότερος από τους κατοίκους του χωριού και έμενε μόνιμα εκεί. Κατείχε τριώροφο αρχοντικό στο κέντρο του οικισμού, εκεί που βρίσκεται σήμερα το καφενείο ιδιοκτησίας κληρονόμων Καπράνου. Διατηρούσε μπακάλικο και ταβέρνα στο ισόγειο του σπιτιού του. Ο πάνω όροφος του σπιτιού   διέθετε τεράστια στεγασμένα μπαλκόνια,  μεγάλες σάλες, κουζίνες  και άλλους βοηθητικούς χώρους, ενώ στο υπόγειο ήταν και η τεράστια στέρνα αποθήκευσης πόσιμου νερού. Επίσης ανήκε στην ιδιοκτησία του ολόκληρο το οικοπεδικό τρίγωνο με τα βοηθητικά κτίσματα, σταύλους, αποθήκες κ.λ.π. που υφίστανται μέχρι σήμερα  και περικλείεται από τον κεντρικό δρόμο που ανεβαίνει στο σταθμό, το δρόμο που οδηγεί στη συνοικία Γυμνιάνικα και το δρόμο που περνάει από την πλατεία το χωριού  και φτάνει μέχρι το σπίτι του Αλέξη Λυγγίτσου. Επίσης ήταν ιδιοκτήτης μεγάλου κτήματος με χιλιάδες ελαιόδεντρα στην Ποταμιά, κοντά στην περιοχή της Βελανιδιάς.Εκεί απασχολούσε δεκάδες εργάτες κατοίκους του χωριού. Ήταν όμως εκμεταλευτής, φιλοχρήματος και τοκογλύφος. Κομματάρχης και υποστηρικτής άλλοτε του βουλευτή Θεοδώρου Γρηγορίου και άλλοτε του Θεόδωρου Τουρκοβασίλη.Όταν δάνειζε οικογένειες του χωριού συνήθως έπαιρνε τόκο.Σπάνια βοηθούσε οικονομικά φτωχιές οικογένειες  που είχαν ανάγκη.

Όμως και στις μέρες μας πέρασαν χωριανοί που σημάδεψαν με το χαρακτήρα τους την ζωή του χωριού κατά το πέρασμά τους.

Ο Παναγιώτης Λυγκίτσος. Ήταν πάντοτε μια αστείρευτη πηγή ιστοριών και ανεκδότων. Οι συγχωριανοί του στην ταβέρνα πάντα τον καλούσαν στις παρέες τους, για να τους διηγηθεί ιστορίες της καθημερινότητας παλαιότερων εποχών που τις διηγόταν παραστατικά με την νοητική διαύγεια που είχε ή ανέκδοτα, για να διασκεδάσουν. Και αφου έτρωγαν και έπιναν διασκεδάζοντας με τον αείμνηστο Παναγιώτη, που παρά το πολύ φαγητό που έτρωγε παρέμενε οστεώδης, στο τέλος άφηναν στο πιάτο γι’ αυτόν τον τελευταίο μεζέ τον οποίο καταβόχθριζε λέγοντας: θα φάω και «το μεζέ της ντροπής» όπως τον έλεγε για να φύγουμε για το σπίτι μας. Τον θυμάμαι που έβαζε στραβά την τραγιάσκα του, με την μαγκούρα του και έφτανε στην ταβέρνα, στο κέντρο του χωριού, για να περάσει την ώρα του.

Ο Λεωνίδας Καπράνος. Αυτός, εκτός από το επάγγελμα του «μπαλωματή» όπως το έλεγε, που ασκούσε για να εξοικονομεί τα προς το ζην, ήταν και δεινός παίχτης της «δηλωτής*».Μόλις έμπαινε στο καφενείο, συνήθως τις απογευματινές ώρες σχεδόν καθημερινά, έπιανε την γωνιά του και ο ιδιοκτήτης του καφενείου έφερνε στο τραπέζι μαζί με το καφεδάκι του και τα χαρτιά. Στο μεταξύ μάζευε γύρω του ένα σωρό παίχτες και θεατές. Άρχιζε το παιγνίδι, έβαζε έναν - έναν κάτω παίζοντας μαζί του και σχεδον πάντα έβγαινε νικητής, ενώ πολλές φορές πετούσε διάφορες άσχετες ατάκες και γελούσε μόνος του χωρίς λόγο. Όταν τον ρωτούσαμε γιατί γελούσε, μας απαντούσε πως «κάτι θυμήθηκε». Ήταν μοναχικός τύπος και δεν δεχόταν ποτέ να γευματίσει μαζί μας. Στα γεράματά του φιλοξενήθηκε στο γηροκομείο της Τρίπολης και τον επισκέπτονταν αρκετοί συγχωριανοί μας της ηλικίας μου, αναπολώντας τις ατάκες του.Σε ηλικία 90 ετών έφυγε από κοντά μας  και στο ξόδι* του τον συνοδέψαμε όλοι οι φίλοι του.Μάλιστα  ένας του χάρισε και μια «τράπουλα*» να την πάρει μαζί του, για να διασκεδάζει με τους συντοπίτες μας εκεί πάνω στους ουρανούς.

                                                                              Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

 

 Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ

      Πριν φορεθούν τα Φράγκικα (σακάκι, παντελόνι και πουκάμισο) οι άνδρες φορούσαν καθημερινά στις δουλειές τους την «πουκαμίσα». Αυτή ήταν κομμένη συνήθως στη μέση και έφτανε μέχρι το γόνατο, σχηματίζοντας πολλές πιέτες. Κούμπωνε μπροστά και ήταν φτιαγμένη από ύφασμα που το είχαν υφάνει στον αργαλειό. Επίσης φορούσαν και μακριές πλεκτές κάλτσες που κάλυπταν ολόκληρα τα πόδια τους και τις έδεναν με σχοινιά στο ζωνάρι τους, για να μην τους πέφτουν. Στο κεφάλι φορούσαν βαμβακερό μαντήλι.

   Όταν φορέθηκαν τα Φράγκικα ρούχα, για καθημερινά φορούσαν εσωτερικά το σώβρακο που έφτανε μέχρι στους αστραγάλους και ήταν από υφαντό πανί. Πάνω από αυτό φορούσαν το παντελόνι που συνήθως και αυτό ήταν μάλλινο, υφασμένο στον αργαλειό. Οι νοικοκυρές τους έπλεκαν με μάλλινο νήμα φανέλες που τις φορούσαν κατάσαρκα όλη την διάρκεια του έτους. Οι ραφτάδες τους έραβαν το σακάκι που και αυτό ήταν από μάλλινο ύφασμα. Τα παπούτσια τους κατασκεύαζαν στο χέρι οι τσαγκάρηδες με παραγγελία. Ήταν δερμάτινα αλλά πολύ χοντροκομμένα. Οι σόλες των παπουτσιών όταν ήταν δερμάτινες, οι κατασκευαστές τους κάρφωναν στο μπροστινό και στο πίσω μέρος, στο τακούνι, πέταλα σιδερένια, ενώ σε όλη την επιφάνεια της σόλας, που ερχόταν σε επαφή με το έδαφος κάρφωναν καρφιά (προκαδούρα), για να μην καταστρέφονται εύκολα οι σόλες από το περπάτημα

     Αργότερα οι τσαγκάρηδες για σόλες στα παπούτσια τοποθετούσαν κομμάτια από ελαστικά αυτοκινήτων, που ήταν πολύ πιο δύσκολη η φθορά τους. Οι τσαγκάρηδες κατασκεύαζαν δύο ειδών υποδήματα, τα «σκαρπίνια» που άφηναν έξω τους αστραγάλους των ποδιών και τις «αρβύλες» που τους σκέπαζαν. Τα παπούτσια δένονταν στο πάνω μέρος με κορδόνια, άλλοτε πάνινα και άλλοτε δερμάτινα. Για επίσημη φορεσιά είχαν το γαμπριάτικο κοστούμι, που συνήθως το πρόσεχαν πολύ και το φορούσαν μόνο στην εκκλησία, σε επίσημες κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, βαφτίσια κλπ) και όταν έκλειναν οριστικά τα μάτια τους.

     Οι γυναίκες φορούσαν πάνινα βρακιά που έφταναν μέχρι το γόνατο και στο κορμί τους βαμβακερά πουκάμισα που έφταναν συνήθως κάτω από αυτό. Το χειμώνα φορούσαν από τη μέση και κάτω, πάνω από το πουκάμισο, το «μισοφόρι» που ήταν από μάλλινο πλεχτό ύφασμα. Το κύριο ένδυμα των γυναικών ήταν το «φουστάνι» που έφτανε συνήθως μέχρι τους αστραγάλους και στον ποδόγυρο ήταν ραμμένες κορδέλες πολύχρωμες σε διάφορα σχέδια. Επάνω φορούσαν το «γιλέκο» που ήταν πολύ εφαρμοστό για να συγκρατεί το στήθος τους, γιατί οι στηθόδεσμοι ήταν την εποχή εκείνη ανύπαρκτοι.

    Πάνω από το γιλέκο φορούσαν την «μπόλκα» που είχε μακριά μανίκια, κούμπωνε με «κόπιτσες» μπροστά μέχρι το λαιμό και κάλυπτε σε μήκος το πάνω μέρος της φούστας. Επίσης φορούσαν και την «ποδιά» που έδενε πίσω στη μέση τους με δύο ζωνάρια τα οποία αποτελούσαν προέκτασή της. Η ποδιά συνήθως ήταν κεντημένη με διάφορα σχέδια. Τους χειμερινούς μήνες φορούσαν το «γιουρντί» που αποτελείτο από χοντρό μάλλινο μαύρο ύφασμα, χωρίς μανίκια και έφτανε μέχρι τα γόνατα και χωρίς να κουμπώνει μπροστά. Στα πόδια φορούσαν μάλλινες κάλτσες που έφταναν πάνω από τα γόνατα και τις συγκρατούσαν με τις «καλτσοδέτες». Παπούτσια φορούσαν τα ίδια με τους άνδρες που τα κατασκεύαζαν οι τσαγκάρηδες συνήθως με παραγγελία. Στο κεφάλι φορούσαν συνήθως τα «τσεμπέρια». Άσπρα τσεμπέρια φορούσαν οι κοπέλες, ενώ οι ηλικιωμένες φορούσαν καφέ χρώματος, και σε ένδειξη πένθους μαύρα.

Τα  αγόρια φορούσαν κοντά παντελονάκια, ενώ τα κορίτσια λινά φορεματάκια, που συνήθως ήταν εκτός εποχής, και τους χειμερινούς μήνες το κρύο τα διαπερνούσε και έφτανε μέχρι το κόκκαλο. Οι πλεχτές ζακέτες και τα πουλόβερ συμπλήρωναν την ενδυμασία τους. Τα πιο τυχερά φορούσαν  παλτουδάκια, χοντρά πανωφόρια και κάλτσες που έφταναν μέχρι το γόνατο. Τα παπούτσια τους ήταν χειροποίητα και κατά το πλείστον χοντροκομμένα. Πολλά από αυτά κατασκευάζονταν από τοπικούς υποδηματοποιούς. Οι σόλες των παπουτσιών τους στο μπροστινό και το πίσω μέρος τους είχαν σιδερένια ελάσματα, τα «πεταλάκια», για να μην φθείρονται εύκολα.  Η επισκευή τους  γινόταν κατ’ αποκλειστικότητα από αυτούς τους μαστόρους. Τους καλοκαιρινούς μήνες φορούσαν χειροποίητα σανδάλια αλλά κατά το πλείστον τις καθημερινές γύρω από το σπίτι και στη γειτονιά γυρνούσαν ξυπόλυτα. Η ενδυμασία των κατοίκων συμπληρωνόταν με ρουχισμό που έστελναν, μέσω του ταχυδρομείου, τακτικά με δέματα, εκτός βεβαίως από τα χρηματικά εμβάσματα,  στα νοικοκυριά, τα μέλη τους που βρίσκονταν  στην ξενιτειά.

    Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 οι κάλτσες και τα εσώρουχα των ανδρών και των γυναικών άρχισαν να διατίθενται από ειδικά καταστήματα «νεωτερισμών» σε διάφορα νούμερα, ενώ τις φορεσιές τους άρχισαν να τις ράβουν οι ραφτάδες και οι μοδίστρες από «τόπια» υφασμάτων, που κυκλοφόρησαν στις αγορές σε ευρεία κλίμακα και σε διάφορες ποιότητες. Επίσης τα «υποδηματοποιεία» των γειτονικών πόλεων άρχισαν να διαθέτουν βιομηχανοποιημένα παπούτσια αντρικά , γυναικεία και παιδικά σε διάφορα μεγέθη και σχέδια. Οι κάτοικοι του χωριού όμως προμηθεύονταν είδη ένδυσης και υπόδησης και από την εμποροπανήγυρη της Επισκοπής, όπου μετέβαιναν εκεί για τις αγορές τους κάθε χρόνο τις ημέρες του  δεκαπενταύγουστου. 

                                                                                           Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

 

 ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

 

Τα χάνια δεν είναι δημιούργημα των νεωτέρων χρόνων αλλά ανάγονται στους αρχαίους χρόνους, που τότε τα έλεγαν «καταγώγεια». Αργότερα την περίοδο των Βυζαντινών τα ονόμασαν «πανδοχεία» και τα συναντούσε κανείς σε μεγάλες οδικές αρτηρίες της υπαίθρου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας τα πανδοχεία τα ονόμαζαν «χάνια» από την Τούρκικη λέξη Han. Η ονομασία αυτή επικράτησε και διατηρήθηκε και μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και την δημιουργία του Ελληνικού κράτους. Στους νεώτερους χρόνους χάνια υπήρχαν στις οδικές αρτηρίες για να εξυπηρετούν ταξιδιώτες και αγωγιάτες.

Τα χάνια στεγάζονταν σε οικοδομήματα συνήθως μακρόστενα και μονόροφα με θολωτό υπόγειο. Στο πίσω μέρος υπήρχε ένας ιδιαίτερος χώρος που διέμενε ο ιδιοκτήτης, ο «χαντζής», μόνος ή με την οικογένειά του. Ένας δεύτερος χώρος – ο κυριότερος, ήταν η αίθουσα υποδοχής και παραμονής των οδοιπόρων και των άλλων ταξιδιωτών. Σε αυτό το χώρο υπήρχε ένα μακρόστενο ξύλινο τραπέζι και για καθίσματα υπήρχαν μακρόστενοι ξύλινοι πάγκοι.

Στα νεότερα χρόνια αντί για σκαμνιά υπήρχαν καρέκλες και την έλλειψή τους συμπλήρωναν με ξύλινα μονοθέσια σκαμνιά. Στον ίδιο χώρο υπήρχε και τζάκι παραδοσιακό για να ζεσταίνονται οι ταξιδιώτες το χειμώνα. Ακόμη σε αυτόν τον χώρο υπήρχε και η κουζίνα για την παρασκευή φαγητό. Σε κοντινή απόσταση υπήρχε ένας ακόμη στεγασμένος χώρος που χρησίμευε για την παραμονή των ζώων του Χαντζή αλλά και για την προσωρινή παραμονή των ζώων των ξένων - των ταξιδιωτών - σε περίπτωση μεγάλης κακοκαιρίας.Εκεί παρέμεναν τα ζώα για να ξεκουραστούν,κυρίως αυτά που μετέφεραν ανθρώπους.Τα ζώα που μετέφεραν εμπορεύματα συνήθως παρέμεναν φορτωμένα,πλην ελαχίστων και εξαιρετικών περιπτώσεων.Κατά την παραμονή τους στο χάνι των ζώων οι ιδιοκτήτες τους τους έδιναν την τροφή τους (σανό, κριθάρι κλπ) και τα πότιζαν, για να αναλάβουν δυνάμεις και να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

Από αρχιτεκτονική άποψη τα χάνια δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η μορφή τους ήταν απλή και λιτή. Όμως επειδή οι άνθρωποι εκείνης της εποχής ήταν ολιγαρκείς και ζούσαν σε κοινωνίες λιτότητας, όσα τους προσέφερε το χάνι τα θεωρούσαν αρκετά και έμεναν ευχαριστημένοι.

 Ερείπια από το χάνι του Στρατηγάκου. Μπροστά διακρίνεται το χάνι  και στο βάθος το σπίτι του Χαντζή.

 

Ο κουρασμένος στρατοκόπος έβρισκε στα χάνια πρώτα ένα χώρο όπου μπορούσε να κάνει μια «στάση» να πάρει ανάσα, να ζεσταθεί το χειμώνα και να δροσιστεί το καλοκαίρι. Και όταν ταξίδευε καβάλα στα ζώα του, να ξεκουραστεί από τον κάματο της οδοιπορίας και να «ξεμουδιάσει». Τα χάνια για τον ταξιδιώτη ήταν γενικά ένα ευεργετικό καταφύγιο, ιδιαίτερα όταν οδοιπορώντας το χειμώνα τον πάγωνε το χιόνι και τον μαστίγωνε η βροχή, το κρύο και ο δυνατός αέρας και το καλοκαίρι τον έκαιγε ο ήλιος και τον έλουζε ο ιδρώτας. Με την παραμονή του στα χάνια αντλούσε δύναμη σωματική και ψυχική, για να συνεχίσει το δρόμο του σαν πεζοπόρος ή καβαλάρης.

Για τις γυναίκες και τα παιδιά τα χάνια προσέφεραν λουκούμια και νερό, ενώ για τους άντρες καφέ, κονιάκ και κυρίως κρασί, το εθνικό ποτό των σημερινών Νεοελλήνων, προϊόν που παρήγετο άφθονο στα αμπέλια της ευρύτερης περιοχής. Τα φαγητά που σέρβιραν τα χάνια δεν ήσαν βέβαια πολλά και ποικίλα. Ο κατάλογος των φαγητών ήταν συνήθως τυποποιημένος. Σέρβιραν γίδα βραστή ή βεργάδι (κατσίκι δύο χρόνων), πατσά, φασολάδα, εντόσθια τηγανητά, αυγά τηγανητά, και ψωμί ζυμωτό, φτιαγμένο από τα χέρια της Χατζίνας. Και μαζί με το φαγητό σέρβιραν κρασί από το βαρέλι. Οι στρατοκόποι μπορούσαν να περάσουν την νύχτα στην αίθουσα του χανιού που ήταν ο κύριος κοινόχρηστος χώρος τους, χωρίς να πληρώσουν χρήματα για τη διανυκτέρευση. Αλλά και τα ζώα μπορούσαν να στεγαστούν προσωρινά σε ειδικούς χώρους του χανιού για να ταϊστούν και να προφυλαχτούν από τις δυνατές μπόρες και το χιόνι.

Τα χάνια παρέμεναν ανοιχτά από το ξημέρωμα μέχρι τις πρώτες νυχτερινές ώρες. Δεν ήσαν όμως σπάνιες οι περιπτώσεις που και μετά τα μεσάνυχτα κάποιος στρατοκόπος κτυπούσε την πόρτα του χανιού ζητώντας βοήθεια από το χαντζή. Ο χαντζής του την προσέφερε με μεγάλη προθυμία, ακολουθώντας την μακροχρόνια παράδοση. Στον κουρασμένο μοναχικό στρατοκόπο το φως του χανιού, που αντίκρυζε οδοιπορώντας μέσα στην ασέληνη νύχτα στην ερημιά και στο σκοτάδι, του έδινε το κουράγιο και την ελπίδα ότι κάπου θα «ακουμπήσει» σε λίγο και του δυνάμωνε την σωματική και ψυχική αντοχή του.

Στην είσοδο του χωριού μας δίπλα από το Βαγιόρεμα, κατεβαίνοντάς το αριστερά, υπήρχαν τα «Στρατηγέκα Χάνια». Ιδρύθηκαν μετά τα «Ορλωφικά» (1770), τότε που στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν μόνο διάσπαρτα καλύβια. Στην τοποθεσία αυτή, δίπλα ακριβώς από βαγιόρεμα, υπήρχαν  τρία χάνια.Ταυτόχρονα ή σε διαφορετικές περιόδους υπήρχαν δύο «χάνια του Στατηγάκου» δεξιά και αριστερά στο βαγιόρεμα, εκεί που σήμερα κείτονται κτίσματα σε ερείπια. Τα χάνια του Στρατηγάκου  ήταν ισόγεια, μακρόστενα και μονόροφα. Σε απόσταση λίγων μέτρων από αυτά υπήρχε και το χάνι του Σελίμου. Ήταν διόρωφο με πελεκητή πέτρα στις γωνίες του. Στο ισόγειό του στεγαζόταν το χάνι και στον όροφο έμενε ο ιδιοκτήτης του. Η περιοχή στα «Στρατηγέκα Χάνια» αποτελούσε για δεκαετίες ολόκληρες το κέντρο του χωριού εκείνη την εποχή, πριν ακόμα αναπτυχθεί και διαμορφωθεί ο οικισμός της Μάσκλινας.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την λειτουργία χανιού ήταν η ύπαρξη νερού κοντά σε αυτό. Παρά το άνυδρο της γύρω περιοχής του χωριού μας, στο σημείο εκείνο υπάρχουν ακόμη τα πηγάδια που ξεδίψασαν για πολλές δεκαετίες τους στρατοκόπους και τα ζώα τους που περνούσαν από τα Χάνια του Στρατηγάκου. Επειδή το νερό στην περιοχή ήταν δυσεύρετο, το πουλούσαν μια δραχμή την τέσα για το πότισμα κάθε ζώου. Υπάρχει μάλιστα και το ανέκδοτο που αναφέρει πως έδωσε ο υπάλληλος του χαντζή σε μουλάρι μια τέσα νερό για να πιεί, που έβγαλε από το γειτονικό πηγάδι με την τριχιά, αλλά το ζώο δεν ήθελε. Όμως ο χαντζής απαίτησε από τον ιδιοκτήτη του ζώου να πληρωθεί την δραχμή για την τέσα το νερό που έδωσε στο ζώο με την δικαιολογία πως «δεν ήπιε το ζώο νερό αλλά το μυρίστηκε». Το χάνι του Στρατηγάκου στο σημείο εκείνο λειτούργησε μέχρι την δεκαετία του 1890. Σύμφωνα με μια άλλη πληροφορία λειτούργησε μέχρι το 1920 περίπου. Τελευταίος ιδιοκτήτης τους ήταν ο Χρήστος Στρατηγάκης ή Κουλόχρηστας.

Στην οδική ημιονική αρτηρία που οδηγούσε από την Μάσκλινα προς Αργολίδα (Ελληνικό – Ανδρίτσα – Άργος - Ναύπλιο) στις αρχές του 1900 λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα το Χάνι του Γιώργη Κατσίρη (Γιωργάκου).Στη λειτουργία αυτού του χανιού αναφέρoνται και οι παρακάτω παλιοί ξεχασμένοι στίχοι  αγνώστου Μασκλινιώτη συντάκτη:

«Κάτω στου Μπαμπά το χάνι,

 πάει ο χορός γαϊτάνι

 Ο Γιωργάκος μαγειρεύει

 και η Γιωργάκενα χορεύει

τα μικρά του τα παιδάκια

τηγανίζουν σηκωτάκια

 Σηκω πάνω Θοδωρή

       πες το τσάμικο Κωστή

       να χορέψει η Μαρία

       με όλα της τα επιτελεία…..»

Αυτό εξυπηρετούσε τους στρατοκόπους και τους τσοπαναραίους, όταν ανεβοκατέβαιναν με τα κοπάδια τους προς και από την περιοχή της Αργολίδας. Όμως πολύ σύντομα και αυτό ανέστειλε την λειτουργία του.

     Στην άλλη οδική αρτηρία που οδηγούσε από τη Μάσκλινα προς τον κάμπο της Θυρέας και στην περιοχή της Πλατάνας υπήρχαν δύο χάνια. Στη δεξιά πλευρά του δρόμου κατά την κάθοδο προς Θυρέα υπήρχε το χάνι του «Ντελή». Ιδρυτής του ήταν ένας Τσιμούρης από το Καστρί. Στα τέλη της δεκαετίας του 1890 ο Τσιμούρης έδωσε το χάνι προίκα στην κόρη του, που την παντρεύτηκε ο Ριζιώτης Γρηγόρης Ντελής, από τον οποίο πήρε και το όνομά του το χάνι. Το χάνι λειτούργησε ως το 1959. Απέναντι από του «Ντελή» το χάνι και στην αριστερή κατά την κάθοδο πλευρά της οδικής αρτηρίας, στις αρχές του 1900, τα παιδιά του Τσιμούρη έχτισαν άλλο χάνι. Από αυτά τα δύο χάνια η γύρω κοντινή περιοχή πήρε την ονομασία «στου Τσιμούρη τα χάνια». Του Τσιμούρη το χάνι είχε μεγάλη κίνηση, γι’ αυτό και λειτουργούσε σε εικοσιτετράωρη βάση. Η κίνησή του όμως περιορίστηκε πολύ κατά την δεκαετία του 1960, όταν κατασκευάστηκε ο αυτοκινητόδρομος από Τεγέα προς Άστρος.

Πολλές φορές, που μας έπαιρναν οι γονείς μας στα χωράφια στην περιοχή Πλατάνι, μας έδειχναν στο βάθος, λίγο πιο πάνω από την Ντουμινά (Βαθειά), στις πρώτες λοφοσειρές του Πάρνωνα, το χάνι «του Τσιώλη» και την περιοχή «Κορύτες». Ο πατέρας μου ενημερωτικά μου έλεγε πως το χάνι του Τσιώλη ήταν κτισμένο πάνω στο δρόμο που είχε κατεύθυνση Δραγούνι - Κορύτες - Κουμπίλα - περιοχή Πλατάνας (Τσιμούρη). Από τον δρόμο αυτό ανεβοκατέβαιναν από τα ορεινά στα χειμαδιά και αντίστροφα Δολιανίτες, Βερβενιώτες, Βουρβουραίοι, Κουτρουφαίοι και Αραχωβίτες. Κτίστηκε την δεκαετία του 1900 από τον Καστρίτη Γιώργη Κουτσογιάννη που ονομαζόταν «Τσιώλης» και λειτούργησε μέχρι την δεκαετία του 1960, μέχρι που έγινε η διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου από τις Ρίζες ως το Άστρος. Κοντά στο χάνι υπήρχε βρύση με τρεχούμενο νερό που ξεδιψούσε τους περαστικούς από αυτή την οδική αρτηρία.

Λίγο παραπάνω, προς την κατεύθυνση για το Δραγούνι,  υπήρχε το χάνι «του Καρδάρα» ή «Παλιόχανο» που και αυτό σήμερα σώζεται αλλά δεν λειτουργεί.Το χάνι στεγαζόταν σε ισόγειο κτίριο και εξυπηρετούσε τους ίδιους  στρατοκόπους που ανεβοκατέβαιναν από τα ορεινά στα χειμαδιά και αντίστροφα. Η στάθμευση και εκεί ήταν αναπόφευκτη, γιατί η πορεία ήταν μακρινή και οι τσοπαναρέοι με τα κοπάδια τους είχαν ανάγκη να αναπαυθούν και να πιούν νερό. Για το πότισμα των ζώων υπήρχαν έξω από το χάνι ειδικές μακρόστενες ξύλινες ποτίστρες που τις ονόμαζαν «κορύτες».Από αυτές τις ποτίστρες των ζώων η τοποθεσία ονομάστηκε «κορύτες» ή «στις κορύτες».

Επίσης στον κεντρικό ημιονικό δρόμο που ένωνε τη Μάσκλινα με το Καστρί, μέσω Λαγκάδας, λίγο πιο πάνω από την κορυφή της, σε ένα υψίπεδο, συναντούσαν οι αγωγιάτες την περιοχή «Δραγούνι», που στη Σλαβική γλώσσα σημαίνει πέρασμα.Σε αυτή την περιοχή περνούσε οδικό δίκτυο και διασταυρώνονταν πολλές οδικές αρτηρίες από τους αρχαίους χρόνους. Αυτό εξυπηρετούσε τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες της ευρύτερης περιοχής.Το δίκτυο εξυπηρετούσε τις ανάγκες αυτές και αργότερα,στη Βυζαντική περίοδο,  την περίοδο της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας, μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες.Η δημιουργία μικρού ελληνικού στρατοπέδου και η ελληνοτουρκική αψιμαχία στην περιοχή αυτή κατά την επανάσταση του 1821 και λίγο πριν τη μάχη των Βερβαίνων – Δολιανών δείχνει τη στρατηγική σημασία  που είχε η θέση «Δραγούνι».Σε μια τέτοια τοποθεσία θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι υπήρχαν χάνια από πολύ παλιά.

Μέχρι τελευταία οι αγωγιάτες και στρατοκόποι που ανηφόριζαν από την Λαγκάδα, μόλις έφταναν στην κορυφή της συναντούσαν το χάνι του «Τριανταεφτά» που ιδιοκτήτης του ήταν ο Μεσοραχίτης Γρηγόρης Γρηγορίου και είχε το παρατσούκλι «Τριανταεφτάς». Από εκεί πήρε την ονομασία και το Χάνι. Ακόμη παραπάνω διασχίζοντας την περιοχή του Δραγουνιού και παίρνοντας το δρόμο για το Καστρί συναντούσαν το Χάνι του Λάρου, που από το έτος 1938 ήταν ιδιοκτησία του Σίμνου. Αργότερα περιήλθε στην ιδιοκτησία του Κοσκινά. Οι δύο πρώτοι ιδιοκτήτες του ήσαν Μεσοραχίτες. Αυτό βρισκόταν σε καίρια θέση στο οδικό δίκτυο της περιοχής και είχε σαν επακόλουθο να έχει πολύ μεγάλη κίνηση, αφού βρισκόταν στην διασταύρωση των δρόμων που ο ένας ερχόταν από την Μάσκλινα και ο άλλος ερχόταν από την Τρίπολη και οδηγούσαν προς Καστρί και Άγιο Πέτρο. Επίσης σε άλλα σημεία της ορεινής Κυνουρίας, επάνω σε οδικές ημιονικές αρτηρίες, υπήρχαν πολλά άλλα χάνια, που έδιναν ανάσες ζωής στους κουρασμένους στρατοκόπους και στα ζώα τους για πολλές δεκαετίες.

Οι στρατοκόποι που πήγαιναν για το Καστρί στα δεξιά και λίγο παραπέρα από το Χάνι του Σίμνου, στο δρόμο προς την Τεγέα, παρακάμπτοντας την οδική αρτηρία στο σημείο εκείνο, περνούσαν από το χάνι του Βέμμου. Εκεί στα αριστερά του δρόμου κατεβαίνοντας για την Τεγέα, δίπλα στην βρύση που με το πηγαίο δροσερό νεράκι της πότιζε ανθρώπους και ζωντανά κτίστηκε στην δεκαετία του 1920 αυτό το χάνι. Το οικόπεδο καθώς και μεγάλη περιοχή του Δραγουνιού ανήκε αρχικά στον Ιπποκράτη Γρηγορίου από το Καστριτοχώρι Μεσοράχη. Αυτός πούλησε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 την έκταση αυτή στο Βέμμο από τα Δολιανά.Με τα λεφτά που πήρε από την πώληση του οικοπέδου αγόρασε μια μεγάλη έκταση στα Βόρεια προάστια της Αθήνας και της έδωσε το όνομα του χωριού του.«Καστρί» την ονόμασε. Η έκταση αυτή οικοδομήθηκε συν το χρόνο και διατηρεί αυτή την ονομασία μέχρι τα σήμερα.

Το χάνι του Βέμμου όμως δεν είχε όλα τα γνωρίσματα που είχαν τα παλιά χάνια. Έμοιαζε περισσότερο με ταβέρνα και καφενείο. Ο Λεωνίδας ο Βέμμος το 1970 αντικατέστησε το χάνι με παραδοσιακή ταβέρνα, που δημιούργησε απέναντί του στην άλλη πλευρά του δρόμου. Σε αυτήν ξεκουράζονταν και χόρταιναν οι περαστικοί και οι Δολιανίτες, με φαγητά της θράκας και του πέτρινου φούρνου, με γίδα βραστή με φλισκούνι, κόκκορα σπιτίσιο στο ταψί και άφθονο βαρελίσιο κρασί. Από το 1979 το παιδί του Λεωνίδα, ο Κώστας, τηρώντας την παράδοση, συνεχίζει να προσφέρει στους πολυπληθείς πελάτες του  μέχρι σήμερα όλες τις νοστιμιές της «μεσογειακής» κουζίνας, που κληρονόμησε από τον κυρΛεωνίδα.

    Σήμερα τα Στρατηγέκα χάνια με την παλιά τους μορφή δεν υπάρχουν πιά, τα κουφάρια τους κείτονται ερειπωμένα, με γκρεμισμένους τους τοίχους και με ξεραπωμένες* ή πεσμένες τις στέγες τους, ενώ το Χάνι του Σελίμου έχει ισοπεδωθεί και δεν υφίσταται ούτε σε ερείπια. Ορισμένα από τα παραπάνω κτίσματα χρησιμοποιήθηκαν την δεκαετία του 1960 και για άλλους σκοπούς (κοτέτσια). Άλλωστε όλη η γειτονιά εκεί κάτω στην είσοδο του χωριού έχει σήμερα ερημώσει. Αλλά και τα υπόλοιπα χάνια που υπήρχαν και λειτουργούσαν στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μας δεν υπάρχουν πιά. Όλα έχουν ερειπωθεί, εκτός από το χάνι του Σίμνου στην περιοχή Δραγούνι, που σήμερα έχει αλλάξει μορφή και λειτουργεί σαν ταβέρνα. Αποτελούν μια ανάμνηση για τους παλαιότερους με βιώματα περασμένης ζωής. Σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει ούτε αυτή η ανάμνηση και θα περάσουν οριστικά στο περιθώριο της ιστορίας. Όμως και τότε θα παραμείνουν αντικείμενα ιστορικής περιέργειας και ιστορικής γνώσης, στοιχεία όμως ανεπανάληπτα της οικονομικής, της κοινωνικής και της πολιτισμικής ζωής του τόπου μας, σε χρόνια περασμένα.

                                                                       Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

 

 

                       Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

    Χτες το χωριό μας γιόρτασε την Ζωοδόχο Πηγή  στο ομώνυμο εξωκλήσι. Την παραμονή το βράδυ της εορτής  τελέστηκε από τον ακάματο ιερέα του χωριού μας π. Κων/νο Παπαθεοδώρου ο πανηγυρικός εσπερινός και ανήμερα τις πρωινές ώρες πανηγυρική Θεία Λειτουργία. Τις Ιερές ακολουθίες παρακολούθησαν πολλοί φιλακόλουθοι  ευσεβείς κάτοικοι του χωριού μας,  που έφτασαν μέχρι  εκεί οδοιπορώντας, για να προσευχηθούν και να τιμήσουν την ¨Ζωοδόχο Πηγή¨ και το εκκλησάκι μας. Χρόνια πολλά σε όλους τους χωριανούς μας και ειδικότερα στις εορτάζουσες Μασκλινιώτισες.

  Το εκκλησάκι είναι χτισμένο στην πλαγιά, πολύ κοντά και ακριβώς απέναντι από την εκκλησία του πολιούχου του χωριού μας του ΑηΓιώργη..Από το προαύλιό του αγναντεύει κανείς  την Γυμνιάνικη γειτονιά, τα σπίτια της Αγοράς του χωριού αλλά και τις τελευταίες κατοικίες όλων των Μασκλινιωτών που έχουν φύγει από τη ζωή και αναπαύονται δίπλα στην εκκλησία του ΑηΓιώργη.  Στο σημείο εκείνο υπήρχε από  πιο παλιά μικρό προσκυνητάρι, προς τιμήν την Ζωοδόχου Πηγής, καθώς και ίχνη προσπαθειών ανέγερσης εκκλησίας από τους κατοίκους. Το καντήλι στο προσκυνητάρι άναβαν καθημερινά οι στρατοκόποι χωριανοί μας που πήγαιναν για τα χωράφια τους προς το Πλατάνι και τον Αράπη. Το προσκυνητάρι και ένας λιθοσωρός δίπλα του βρισκόταν μέσα  στο χωράφι της Κανέλλας του Μακρή, που όλο το χωριό την ήξερε σαν Μίμαινα, επειδή τον άντρα της τον Δημήτρη τον φώναζαν Μίμη.

    Είχε την ατυχία να χάσει τον άντρα της και ίσως από τις δυσκολίες της ζωής, ακούμπησε στην Παναγία. Ζήτησε από τα παιδιά της να παραχωρήσουν όλο το χωράφι για την ανέγερση εκκλησίας. Η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε το 1960,στο χωράφι που παραχωρήθηκε και με την οικονομική βοήθεια και άλλων ξενιτεμένων συγχωριανών μας κυρίως της συνοικίας Γυμνιάνικα κτίστηκε το εκκλησάκι προς τιμή της Ζωοδόχου Πηγής.

    Είναι ρυθμού «Βυζαντινού σταυροειδούς μετά τρούλου» χωρίς αγιογράφηση. Υπάρχουν μόνο λίγες φορητές εικόνες διαφόρου τεχνοτροπίας. Την εποχή της ανοικοδόμησης ιερέας του χωριού ήταν ο αείμνηστος παπαΓιάννης ο Χάλιας, ενώ εγκαινιάστηκε την 5 Οκτώβρη 1980,όταν ιερέας στο χωριό ήταν ο παπαΓεράσιμος Λειβαδάρος.

                                                             Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...