Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ
ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1960
Η
νοικοκυρά που συνήθως είχε την βοήθεια της γιαγιάς, ασχολιόταν με τις δουλειές
του σπιτιού, σχεδόν όλες τις ώρες του εικοσιτετράωρου. Πριν καλά - καλά φέξει η
ημέρα είχε ζυμώσει, είχε βγάλει το ψωμί από το φούρνο και είχε μαγειρέψει. Το
πρωί, μόλις ξημέρωνε, μαζί με τον άντρα της καβαλούσαν τα ζώα και πήγαιναν στα
χωράφια για δουλειά. Τα μεγαλύτερα κορίτσια της οικογένειας έπαιζαν το ρόλο της
δεύτερης μάνας και φρόντιζαν τα μικρότερα αδέλφια τους για το φαγητό τους, την
καθαριότητά τους, την ψυχαγωγία τους κλπ. Η νοικοκυρά έφτιαχνε και σαπούνι για
όλη την οικογένεια.
Η
γιαγιά είχε την ρόκα στα χέρια της και κρατώντας στο ένα χέρι το «αδράχτι» με
περασμένο στην κάτω άκρη του το «σφοντίλι», με το άλλο τραβούσε λίγο – λίγο το
μαλλί που είχε δέσει πάνω στη ρόκα και στρίβοντάς το «έγνεθε» τα νήματα για τον
αργαλειό. Η νοικοκυρά του σπιτιού μπάλωνε, έπλενε και πάντα εύρισκε χρόνο να
ασχοληθεί με τον αργαλειό. Ύφαινε ασταμάτητα ακόμη και τα βράδυα με τη λάμπα,
αφού τα περισσότερα ρούχα της δουλειάς και όσα έστρωναν στο πάτωμα του σπιτιού
καθώς και οι κουβέρτες και οι μπαντανίες που σκεπάζονταν υφαίνονταν στον
αργαλειό.
Η
νοικοκυρά όταν ήθελε να «σιδερώσει» γέμιζε πρώτα το σίδερο με κάρβουνα από το
τζάκι, χρησιμοποιώντας την τσιμπίδα και το άφηνε μέχρι να ζεσταθεί καλά. Πολλές
φορές κρατώντας από την χειρολαβή το σίδερο με τα κάρβουνα, το κουνούσε δεξιά
αριστερά, για να ανάψουν τα κάρβουνα καλύτερα. Έπειτα έστρωνε πάνω στο τραπέζι
ή σε ένα φαρδύ σανίδι ένα διπλωμένο σεντόνι αφού εκείνες τις εποχές δεν υπήρχε
σιδερώστρα, για να κάνει εκεί το σιδέρωμα. Μόλις το σίδερο ζεσταινόταν καλά το
δοκίμαζε αρχικά σε ένα ευαίσθητο ρούχο και έπειτα άρχιζε να σιδερώνει τα ρούχα
που είχε πλύνει. Στο χαβάνι του σπιτιού έτριβε το χοντρό αλάτι καθώς και τα
διάφορα καρυκεύματα που χρησιμοποιούσε στο μαγείρεμα.
Όταν
μεγάλωναν τα παιδιά, κυρίως τα αγόρια, πήγαιναν και αυτά στα χωράφια και
βοηθούσαν τους γονείς τους. Τα μικρότερα παιδιά που έμεναν στο σπίτι πήγαιναν
στο σχολείο. Τα μεσημέρια που γύριζαν από το σχολείο αν η νοικοκυρά δεν είχε
αφήσει μαγειρεμένο φαγητό έτρωγαν κάτι πρόχειρο (ψωμί, ελιές, τυρί ).
Ξαναπήγαιναν στο σχολείο το απόγευμα και μετά το σχόλασμα διάβαζαν για να πάνε
προετοιμασμένα την άλλη μέρα στο σχολείο. Όταν τέλειωναν ασχολούντο με τις
δουλειές του σπιτιού, το σκούπισμα, το πλύσιμο των πιάτων, το τάγισμα των ζώων
και την περιποίηση του κοτετσιού.
Ο
χρόνος τους όμως ήταν πολύ περιορισμένος, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, που
η διάρκεια της ημέρας ήταν πολύ μικρή, αφού, όπως προαναφέραμε, έπρεπε να πάνε
και το απόγευμα πάλι στο σχολείο. Το καλοκαίρι που δεν είχαν σχολείο
αναλάμβαναν την βοσκή των ζωντανών του σπιτιού. Το βράδυ που γυρνούσαν και οι
γονείς τους από τα χωράφια έτρωγαν ό, τι μαγείρευε η νοικοκυρά εκείνη την ώρα
(τραχανά, χυλοπίτες, άγρια χόρτα κλπ) και στη συνέχεια έπεφταν νωρίς για ύπνο,
γιατί το πρωί έπρεπε οι γονείς τους να φύγουν πάλι να πάνε για δουλειά στα
χωράφια.
Όταν
ο καιρός ήταν βροχερός ή χιόνιζε οι γονείς δεν πήγαιναν στο χωράφι. Αν όμως
τους είχε πιάσει η βροχή στην διαδρομή ή στο χωράφι, γύριζαν βρεγμένοι μέχρι το
κόκκαλο στο σπίτι, έβγαζαν τα βρεγμένα ρούχα τους και τα στέγνωναν στο αναμμένο
τζάκι. Ο πατέρας τις βροχερές ημέρες φρόντιζε για τα εργαλεία, το σπόρο και ό,
τι άλλο είχε σχέση με το χωράφι. Πήγαινε και μέχρι την αγορά του χωριού να
ψωνίσει ό, τι έλειπε από το σπίτι.
Τα
Σάββατα και τις παραμονές των μεγάλων εορτών η νοικοκυρά δεν ακολουθούσε τον
άντρα της στο χωράφι. Καθόταν στο σπίτι και ασχολείτο με την ατομική
καθαριότητα της οικογένειας και του σπιτιού. Σκούπιζε το πάτωμα του σπιτιού,
τίναζε τις κουρελούδες που ήταν στρωμένες στο πάτωμα και σκούπιζε και ασβέστωνε
τις αυλές του σπιτιού. Μόλις χτυπούσε η καμπάνα του εσπερινού άναβε το καντήλι
στο εικόνισμα και η γιαγιά συνήθως έβαζε λιβάνι και λιβάνιζε.
Την
παραμονή το βράδυ της Πρωτοχρονιάς οι
γονείς παρότρυναν τα μικρά παιδιά τους,
αφού βγάλουν τα παπούτσια τους, να τα τοποθετήσουν κάτω από το εικόνισμα του
σπιτιού. Στη βραδινή προσευχή τους να ζητήσουν
να «τα ασημώσει» ο ΑγιοΒασίλης που θα περνούσε τη νύχτα από όλα τα σπίτια του χωριού για να αφήσει τα
δώρα του. Έτσι το πρωί της Πρωτοχρονιάς που ξυπνούσαν, έβρισκαν πάνω στα παπούτσια τους «το ασήμωμα», δηλαδή
μικροδωράκια (σοκολάτες,καραμέλες, παχνίδια κλπ) που τους είχε αφήσει ο
ΑγιοΒασίλης στο πέρασμά του. Φυσικά τα δώρα τοποθετούσαν πάνω στα παπούτσια των
παιδιών οι γονείς κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν αυτά είχαν πάει για
ύπνο.
Την
παραμονή των Θεοφανείων περνούσε ο παπάς από όλα τα σπίτια του χωριού και
κρατώντας στο χέρι την «αγιαστούρα» του, ράντιζε με αγιασμό τους ενοίκους και
το σπίτι τους, για να είναι ευλογημένα. Ανήμερα των Θεοφανείων, μετά την
ακολουθία του αγιασμού των υδάτων, όλη η οικογένεια αφού κοινωνούσαν τον
«Μεγάλο Αγιασμό» στην εκκλησία, έφερναν και στο σπίτι μέσα σε ένα ειδικό δοχείο
Αγιασμό. Αφού έτρωγε όλη η οικογένεια ο νοικοκύρης του σπιτιού μετέβαινε στα
χωράφια του και τα ράντιζε με αγιασμό, για να καρποφορήσουν.
Την
νύχτα της Ανάστασης, μετά το τέλος της αναστάσιμης ακολουθίας, όλα τα μέλη της
οικογένειας κοινωνούσαν των «Αχράντων Μυστηρίων» και έφερναν τις λαμπάδες
αναμμένες με το Άγιο Φως, που είχαν πάρει από το τρικέρι του παπά. Μπαίνοντας
στο σπίτι ο νοικοκύρης σχημάτιζε στο μαρμάρινο ανώφλι της εισόδου του σπιτιού
με την φλόγα της λαμπάδας το σημείο του σταυρού για να προστατεύεται το σπίτι
από κάθε κακό. Ακολούθως η νοικοκυρά έσβηνε το καντήλι του σπιτιού και το άναβε
ξανά με το Άγιο Φως που είχε φέρει με την αναμμένη λαμπάδα από την εκκλησία.
Το
πρωί της Κυριακής ή των μεγάλων γιορτών όλη η οικογένεια ετοιμαζόταν για την
εκκλησία. Ο πατέρας φορούσε το μοναδικό κοστούμι που διέθετε και που είχε
φορέσει στο γάμο του γαμπρός, άσχετα αν
στο πέρασμα του χρόνου είχε στενέψει ή φαρδύνει. Η μητέρα φορούσε το πιο
καινούριο φουστάνι που είχε για την εκκλησία, ενώ στο κεφάλι της φορούσε το
μαντήλι. Λευκό, κίτρινο ή μαύρο αν είχε μείνει χήρα.
Μετά
την θεία λειτουργία, που άνοιγαν τα μαγαζιά, ο πατέρας έμενε στο καφενείο και η
μητέρα πήγαινε στο σπίτι, για να ετοιμάσει το φαγητό που ήταν διαφορετικό από
τις άλλες ημέρες. Συνήθως μαγείρευε κρέας αρνίσιο, βεργάδι, βοδινό ή πουλερικά,
που το έφτιαχνε κοκκινιστό με μακαρόνια, χυλοπίτες ή στιφάδο. Κατά τις δώδεκα η
ώρα όταν πια είχε ετοιμαστεί το φαγητό γύριζε και ο πατέρας από την αγορά
φορτωμένος με τα ψώνια για τις ανάγκες του σπιτιού.
Κάθονταν
όλοι γύρω από το χαμηλό τραπέζι (σοφρά) και η νοικοκυρά, βοηθούμενη από τα
παιδιά της, «ξεκένωνε*» το φαγητό στα πιάτα και άρχιζαν να τρώνε τα βρισκούμενα
και να πίνουν το κρασάκι τους. Το απόγευμα ο πατέρας πήγαινε πάλι στα καφενεία
και έπαιζε κανένα χαρτάκι ή έπινε κανένα ποτηράκι με τους φίλους του, για να
περάσει ευχάριστα την ώρα του και να ξεκουραστεί. Η νοικοκυρά και αυτή πήγαινε
μια βόλτα στη γειτόνισσα, στη φιλενάδα ή στα συγγενικά σπίτια, να αλλάξει πέντε
κουβέντες και να ξεδώσει. Το βράδυ έπεφταν νωρίς να κοιμηθούν, γιατί τους
περίμενε το άλλο πρωί μια δύσκολη και κουραστική βδομάδα.
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου