Η
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ
Τον
άρρωστο που είχε πολύ βαρύνει και έδειχνε να είναι προς το τέλος του, οι
οικείοι του φρόντιζαν να τον μεταλάβουν. Πήγαινε κάποιος από αυτούς και
ειδοποιούσε τον παπά να έρθει με την Αγία κοινωνία. Η πομπή με το παπαδοπαίδι
μπροστά, κρατώντας το φανάρι που είχε μέσα κερί αναμμένο και τον παπά πίσω
ασκεπή, με το πετραχήλι και κάτω από αυτό
ευλαβικά κρυμμένη την Αγία κοινωνία πήγαιναν στο σπίτι. Κατά τη διάρκεια
της διαδρομής δεν επιτρεπόταν να μιλήσει ο παπάς μέχρι που έφτανε στο σπίτι. Εκεί
ο παπάς κοινωνούσε τον άρρωστο γέροντα που με πολύ κόπο κατάφερνε να ανοίξει τα
τρεμάμενα χείλη του. Οι άρρωστοι που διατηρούσαν τις αισθήσεις τους δέχονταν
την μετάληψη ψελλίζοντας το «συχωράτεμε και ο Θεός να σας συχωρέσει».Πολλές
φορές είχαμε συνοδέψει τον παπά σε άρρωστους και ετοιμοθάνατους συγχωριανούς
μας , κρατώντας το αναμμένο φανάρι στα χέρια μας και αυτές οι εικόνες έμειναν
ανεξίτιλες στη μνήμη μας και μας συντροφεύουν ακόμη. Στα καφενεία της αγοράς
που περνούσε ο παπάς με την Θεία κοινωνία όλοι σηκώνονταν, βγάζανε το καπέλο
τους και στέκονταν όρθιοι σταυροκοπούμενοι με ευλάβεια. Όταν διαρκούσε η επιθανάτια
αγωνία αυτοί που τον παράστεκαν λέγανε πως δεν βγαίνει η ψυχή του γιατί
λαχταράει να δεί πριν ξεψυχήσει κάποιον δικό του που έλειπε.
Όταν πέθαινε
οι πιο ψύχραιμοι του έκλειναν τα μάτια, τον έπλεναν με ξύδι ή κρασί, του
φορούσαν τα ρούχα που είχε ο ίδιος φυλαγμένα στο σεντούκι του γι’ αυτό το
σκοπό. Ύστερα του έδεναν το κεφάλι με το σαγόνι με ένα άσπρο πανί, για να μη
μείνει με τη νεκρική ακαμψία ανοιχτό το στόμα του, τα πόδια του κοντά στα
πέλματα με ένα άλλο πανί και του έδεναν
σταυρωτά τα χέρια μπροστά. Τον τοποθετούσαν μέσα στο φέρετρο και του έβαζαν επάνω στα χέρια μια εικόνα. Έπειτα του έβαζαν να πάρει μαζί
του στον κάτω κόσμο τα αγαπημένα του αντικείμενα (γκλίτσα, μαγκούρα, οι
γυναίκες γιουρντί* κλπ). Αν ήταν κοπέλα ανύπαντρη την έντυναν νύφη, σε όλους δε
γενικά τους ανύπαντρους που πέθαιναν, τοποθετούσαν στο κεφάλι τους στέφανα. Αν
κάποιος συγχωριανός μας έφευγε από τη ζωή εκτός των ορίων του οικισμού,
φόρτωναν τη σωρό του σε φορτηγό βαγόνι του τραίνου και με το τακτικό δρομολόγιο
τον έφερναν μέχρι το σταθμό του χωριού. Από εκεί μετέφεραν οι οικείοι του το
φέρετρο με τον νεκρό στα χέρια από το σταθμό μέχρι το σπίτι του. Ταυτόχρονα κτυπούσε και η καμπάνα πένθιμα για
να ειδοποιηθούν οι χωριανοί για τον θάνατο του συμπατριώτη τους.
Οι γυναίκες συγύριζαν το σπίτι. Σκέπαζαν τους
καθρέπτες του σπιτιού με σεντόνια, ενώ στο ανώφλι της εισόδου του σπιτιού πάνω από την πόρτα κρεμούσαν για
σαράντα ημέρες ένα μαύρο πανί. Όσο παρέμενε στο σπίτι ο νεκρός έρχονταν οι
συγχωριανοί του να τον αποχαιρετίσουν φέρνοντας λουλούδια από τις αυλές τους
(βασιλικό, μαντζουράνες, γαρύφαλλα κλπ) και κεριά, στέλνοντας χαιρετίσματα
στους δικούς τους αγαπημένους νεκρούς. Ορισμένες γυναίκες μοιρολογούσαν τον
νεκρό μέχρι το ηλιοβασίλεμα και ξανάρχιζαν πάλι το πρωί, ενώ άλλες έβραζαν
ανάλατο σιτάρι και ζύμωναν ανάλατο ψωμί που μοιράζονταν στο κόσμο μετά την ταφή
του εκλιπόντος στο νεκροταφείο. Κάποιος από τους συγγενείς του νεκρού
μεριμνούσε για την παραγγελία κατασκευής του φερέτρου σε κάποιον ξυλουργό του
χωριού. Το φέρετρο τις παλιές εποχές κατασκευαζόταν από σανίδια με επένδυση από
πανί χρώματος μωβ, ενώ ο σταυρός και τα αρχικά γράμματα του ονοματεπώνυμου του
νεκρού στο καπάκι του τα δημιουργούσαν από λευκή πάνινη ταινία καρφωμένη με
πινέζες.
Την νύχτα ξενυχτούσαν τον νεκρό και πρόσεχαν
πολύ μην τον δρασκελίσει καμμιά γάτα, γιατί πίστευαν ότι θα βρυκολακιάσει. Λίγο
πριν την εκφορά της κηδείας ξεκινούσε από την εκκλησία του ΑηΓιώργη ο παπάς του
χωριού με τα ιερά του άμφια στη μασχάλη, συνοδεύοντας σε πομπή τα εξαπτέρυγα
που τα κρατούσαν τα παππαδάκια, οι μαθητές του σχολείου ενώ ένας από αυτούς
κρατούσε το θυμιατό. Από το δρόμο που περνούσε η πομπή με τα εξαπτέρυγα οι
περίοικοι έβγαιναν στις πόρτες και σταυροκοποιούνταν ευλαβικά. Μόλις έφτανε η
πομπή στο σπίτι του νεκρού η πομπή με τα εξαπτέρυγα περίμενε έξω στην αυλή του
σπιτιού ενώ ο παπάς μαζί με τον ψάλτη και το παιδί που κρατούσε το θυμιατό
έμπαινε στο σπίτι να διαβάσει το νεκρό. Η ακολουθία αυτή κρατούσε λίγα λεπτά.
Ακολούθως ο παππάς έβγαινε από το σπίτι και ακολουθούσε η εκφορά του νεκρού. Οι
γυναίκες με την έξοδο του νεκρού έχυναν νερό ή έσπαγαν ένα κεραμίδι στην πόρτα
για να φύγει ο χάρος και να μην πεθάνει άλλος. Η νεκρώσιμη πομπή περνώντας από
την αγορά τα μαγαζιά έκλειναν για λίγο για να τιμήσουν το νεκρό ενώ τα πορτοπαραθυρόφυλλα
των σπιτιών από όπου περνούσε η πομπή ήταν
ερμητικά κλειστά, γιατί πίστευαν πως έτσι δεν θα μπει ο χάρος μέσα στα σπίτια
τους.
Στην πομπή της μεταφοράς του νεκρού στην
εκκλησία προηγείτο ένας χωριανός που μετέφερε το ξύλινο σκέπασμα του φερέτρου
του νεκρού και ακολουθούσαν τα εξαπτέρυγα Ακολουθούσε το παππαδάκι κρατώντας το θυμιατό της εκκλησίας και πιο
πίσω ο ψάλτης που έψαλε σε όλη την διαδρομή νεκρώσιμα τροπάρια, μαζί με τον
παπά που φορούσε τα λευκά άμφιά του, το πετραχήλι και το φαιλόνιο. Και οι δύο
κρατούσαν στα χέρια τους από ένα αναμμένο μελισσοκέρι.
Πιο πίσω έρχονταν η σορός του νεκρού, που την
έφεραν στους ώμους τους, σε ένδειξη σεβασμού, τέσσερεις χωριανοί ή συγγενικά
του πρόσωπα, εναλλασσόμενοι στο δρόμο, όταν η απόσταση μέχρι την εκκλησία ήταν
μεγάλη. Ακολουθούσαν οι συγγενείς του νεκρού με τις γυναίκες μαυροφορεμένες και
με μαύρα τσεμπέρια και τους άνδρες με σκουρόχρωμα ρούχα και μαύρο περιβραχιόνιο
στο μπράτσο του δεξιού χεριού τους. Πίσω από αυτούς ακολουθούσαν σχεδόν όλοι οι
κάτοικοι του χωριού, συνοδεύοντας τον συγχωριανό τους στην τελευταία του
κατοικία. Στο κέντρο της εκκλησίας τοποθετούσαν το φέρετρο με το νεκρό, ενώ τα
παππαδάκια έπαιρναν θέση γύρω από το νεκρό, κρατώντας τα εξαπτέρυγα.
Πολλές φορές είχαμε την τύχη και το Θείο
προνόμιο να κρατήσουμε το θυμιατό και να μπούμε μαζί με τον ιερέα μέσα στη σάλα
του σπιτιού που βρισκόταν ο νεκρός, αλλά και να
σταθούμε δίπλα του στην εκκλησία κρατώντας το εξαπτέρυγο. Οι δραματικές
σκηνές που ζήσαμε κατά τον αποχωρισμό
του νεκρού από τους οικείους του στο σπίτι ,το τελευταίο
αποχαιρετιστήριο ταξίδι του από το σπίτι στην εκκλησία και το τελευταίο «αντίο»
του νεκρού από τους συγχωριανούς μας
μέσα στην εκκλησία κατά τον «τελευταίον
ασπασμόν» γέμιζαν με λύπη και φόβο την
παιδική ψυχή μας, αλλά τελικά μας
δυνάμωσαν να αντιμετωπίσουμε με θάρρος τις δυσκολίες της ζωής.
Η νεκρώσιμη ακολουθία και ο τελευταίος
ασπασμός γινόταν πάντοτε στην εκκλησία του ΑηΓιώργη και στη συνέχεια κατά την
έξοδο του νεκρού από την εκκλησία μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς γύρω από το
φέρετρο για την απαραίτητη αναμνηστική φωτογραφία. Ύστερα γινόταν η ταφή του
νεκρού στο γειτονικό νεκροταφείο. Από τον τάφο περνούσαν όλοι οι χωριανοί
ρίχνοντας μια χούφτα χώμα πάνω στο φέρετρο, ευχόμενοι «να πάει στη συχώρεση» ενώ ορισμένοι έστελναν
με το νεκρό «τα χαιρετίσματα» σε δικούς τους που είχαν χάσει από κοντά τους. Από την εκκλησία
μέχρι το νεκροταφείο το φέρετρο το σήκωναν χαμηλά στα χέρια τους και το
μεταφέρανε στο τάφο οι στενότατοι συγγενείς, παιδιά, αδέλφια, γαμπροί κλπ. Μετά
την ταφή του νεκρού οι συγγενείς στο σπίτι του παρέθεταν τραπέζι στους κοντινούς
συγγενείς. Οι χήρες ήταν μαυροντυμένες για όλη τους τη ζωή. Οι άντρες άφηναν
γένια για σαράντα ημέρες και το διάστημα αυτό φορούσαν μαύρο περιβραχιόνιο.
Στο
σημείο που ξεψύχησε ο νεκρός για σαράντα ημέρες άναβαν καντήλι και αν έβλεπαν
καμιά πεταλούδα γύρω από το καντήλι θεωρούσαν ότι ήταν η ψυχή του νεκρού. Την
τρίτη ημέρα πήγαιναν σιτάρι στο μνήμα και ο ιερέας διάβαζε τρισάγιο. Για
σαράντα ημέρες πήγαιναν καθημερινά κάθε βράδυ στο μνήμα μεταφέροντας αναμμένα
κάρβουνα με το σίδερο που σιδέρωναν και «έβαζαν λιβάνι», άναβαν κεριά και
έβαζαν λουλούδια στο κεφάλι του νεκρού. Στο χρονικό διάστημα των σαράντα ημερών
από το θάνατο προσφιλούς προσώπου οι στενοί συγγενείς φρόντιζαν πάντοτε για τον
καλλωπισμό του τάφου που είχε ενταφιαστεί ο νεκρός. Περιφερειακά της επιφανείας
του τοποθετούσαν στη σειρά τούβλα που
στη συνέχεια τα ασβέστωναν. Και στο κεφάλι που νεκρού τοποθετούσαν μεγάλο
ξύλινο σταυρό, που στο οριζόντιο τμήμα του αναγραφόταν με μαύρα γράμματα το
ονοματεπώνυμο του θανόντα, η ηλικία του και η ημερομηνία του θανάτου του. Στη
βάση του σταυρού είχε ενσωματωθεί μικρό
φαναράκι, που εκεί τοποθετούσαν το καντήλι με το λάδι που άναβαν για να
τιμήσουν την μνήμη του. Δίπλα στο σταυρό τοποθετούσαν ένα ντενεκέ του
πετρελαίου ανοιχτό στην πάνω επιφάνειά του και εκεί μέσα τοποθετούσαν το
μπουκάλι με το λάδι, το λιβάνι και τα
λοιπά χρειώδη. Τον σκέπαζαν συνήθως με μια πλάκα ή με Γαλλικό κεραμίδι. Πάνω σε
ένα κομμάτι κεραμίδι τοποθετούσαν τα αναμμένα κάρβουνα που έφερναν από το σπίτι
με το σίδερο και «έβαζαν λιβάνι». Την επιφάνεια του τάφου έστρωναν με ψιλή μαρμάρινη ψηφίδα ή φύτευαν εκεί
πάνω βασιλικούς και μαντζουράνες.
Αργότερα οι ξύλινοι σταυροί σε μερικούς τάφους εύπορων συγχωριανών μας αντικαταστάθηκαν
με ντενεκεδένια ομοιώματα σταυρών, που στο κάτω μέρος τους είχαν χώρο για την τοποθέτηση του καντηλιού
και των λοιπών χρειωδών. Οι μαρμάρινοι
τάφοι που υπάρχουν σήμερα την δεκαετία του 1950 ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι. Δύο -
τρείς υπήρχαν μόνο έξω από τη σημερινή μάντρα του νεκροταφείου. Ανήκαν στους
Κοτσωνέους, τους Μπομπολέους και τους Ραλλέους. Των τελευταίων όμως ο τάφος
τελευταία έχει κατεδαφιστεί.
Στη συνέχεια έκαναν μνημόσυνα στις τρείς, στις
εννέα και στις σαράντα ημέρες, στους έξι μήνες και στο χρόνο από την ημερομηνία
του θανάτου. Οι τελετές στα σαράντα και στο χρόνο γίνονταν πάντοτε Κυριακή στην
εκκλησία με την προσέλευση όλων των συγχωριανών για να τιμήσουν την μνήμη του
νεκρού. Τα κόλλυβα παρασκεύαζαν οι συγγενείς του νεκρού στο σπίτι. Γυναίκες που
ήξεραν την τεχνική κατασκεύαζαν το δίσκο με τα κόλλυβα που συνήθως ήταν
ασημένιος, τον σκέπαζαν με άχνη ζάχαρη και πάνω σε αυτή σχημάτιζαν με
ξεφλουδισμένα αμύγδαλα στη μέση του
δίσκου μεγάλο σταυρό. Αριστερά και δεξιά του σταυρού σχημάτιζαν με το ίδιο
υλικό τα αρχικά του ονοματεπωνύμου του θανόντος. Γέμιζαν με κόλλυβα και τις σακούλες
που αναγράφονταν στο εξωτερικό τους το είδος του μνημοσύνου (σαρανταήμερο,
ετήσιο) καθώς και το ονοματεπώνυμο του νεκρού, η ημερομηνία και ο Ναός τέλεσής
του. Τις σακούλες τις τοποθετούσαν μέσα σε μεγάλα πανέρια. Την ημέρα τέλεσης του μνημοσύνου πρωί - πρωί μαζεύονταν
στο σπίτι του θανόντος όλοι οι συγγενείς και οι γείτονές του. Λίγο μετά την
έναρξη της Θείας λειτουργίας ξεκινούσαν σε πομπή για να μεταφέρουν το μνημόσυνο
στην εκκλησία. Μπροστά πήγαινε κάποιος από τους πιο στενούς συγγενείς του θανόντος,
κρατώντας στα χέρια το δίσκο με τα κόλλυβα και πίσω ακολουθούσαν άλλοι
συγγενείς κρατώντας ανά δύο τα πανέρια με τις σακούλες. Οι στενοί συγγενείς
ήταν όλοι μαυροφορεμένοι. Την πομπή συμπλήρωναν οι λοιποί συγγενείς, γείτονες
και φίλοι του θανόντος. Από τους συγγενείς οι γυναίκες φορούσαν μαύρα μαντήλια,
ενώ οι άντρες έφεραν μαύρο περιβραχιόνιο στο χέρι σε ένδειξη πένθους. Τα
νεότερα χρόνια μετά από την ταφή του προσφέρεται καφές στη μνήμη του στα
καφενεία, καθώς και γεύμα στην ταβέρνα του χωριού για τους πιο κοντινούς
συγγενείς του νεκρού καθώς και γι’ αυτούς που είχαν έλθει από άλλα μέρη για να
τιμήσουν τον νεκρό.
Γιώργος Στυλ.Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου