ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ –ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΟΡΙΑ –ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑ
α)Απλώνεται σε μεγάλη έκταση και μέσα σε αυτή
την έκταση υπάρχουν διαστήματα με αραιή
δόμηση
β) υπάρχουν πολλοί πυρήνες με πυκνή δόμηση σε
κάποια απόσταση μικρή ή μεγάλη ο ένας από τον άλλον (γειτονιές). Συνεκτικός δεσμός ανάμεσα σε
αυτούς τους πυρήνες είναι τα μέρη με
αραιή δόμηση.
γ) σε κάποιο σημείο του χωριού με πυκνή δόμηση
υπάρχουν στοιχεία που συνθέτουν το κέντρο του, την «αγορά» του. Η εκκλησία και
το σχολείο βρίσκονται σε κάποια απόσταση από την «αγορά».
δ) Κατά το παρελθόν είχαν δημιουργηθεί
περιφερειακές ή μικρές γειτονικές «αγορές», λόγω της πληθυσμιακής του σύνθεσης.
Τον οικοδομημένο χώρο τον
καλύπτουν ομάδες σπιτιών (γειτονιές) που δημιουργήθηκαν σε διάφορα σημεία από
οικογενειακούς κλάδους εποίκων, με κατοίκους που προέρχονται κατά το πλείστον
από ορισμένες γειτονιές του Αγίου Νικολάου (Καστρί). Κάθε γειτονιά αρχικά
αποτελούσε ένα ιδιαίτερο χωριστό οικιστικό πυρήνα και προσδιοριζόταν με το
όνομα του οικογενειακού κλάδου που τον δημιούργησε (λ.χ. Μακρέκα, Παναγέκα,
Στρατηγέκα, Αντωνέκα, Κατσιρέκα κλπ). Το χωριό μαζί με τους ελαιώνες του και
τις λοιπές εκτάσεις του έχει συνολική έκταση 25.952 στρέμματα. Βρίσκεται σε
υψόμετρο 530 μέτρα, στην πλατεία, με απόκλιση υψομετρικής διαφοράς συν - πλην
30 μέτρα περίπου από αυτή. Ανήκει γεωγραφικά στην ευρύτερη Καστρίτικη περιοχή
του Τάνου και αποτελεί δευτερογενή Καστρίτικο οικισμό.
Το χωριό ανήκει στην «κάτω ζώνη» της περιοχής
του τέως δήμου Τανίας, εκεί που εκτείνονται όλοι οι δευτερογενείς οικισμοί του
Καστρίου. Διαχωριστική γραμμή της κάτω ζώνης από την άνω (ορεινή) ζώνη αποτελεί
το Τσερβάσι (Περδικόβρυση) και η περιοχή του, μαζί με το φαράγγι του Τάνου στην
περιοχή «Κοκκινόβραχος». Η «κάτω ζώνη» χωρίζεται ανάλογα με την γεωφυσική της
διαμόρφωση σε δύο τοπικές ενότητες: Η μια εκτείνεται σε περιοχές που βρίσκονται
εκατέρωθεν της κοίτης του Τάνου ή σε μικρή απόσταση από αυτή. Σε αυτή την
ευρύτερη τοπική ενότητα που την διασχίζει η κοίτη του Τάνου, είναι χτισμένοι οι
περισσότεροι δευτερογενείς Καστρίτικοι οικισμοί. Η άλλη τοπική ενότητα, στην
οποία ανήκει και η Μάσκλινα, εκτείνεται αριστερά από την κοίτη του Τάνου και σε
αρκετή απόσταση από αυτή.
Μέχρι σήμερα το χωριό υπάγεται τυπικά στην
χωρική αρμοδιότητα της επαρχίας Κυνουρίας του Νομού Αρκαδίας. Όμως
εξυπηρετείται από τις διοικητικές υπηρεσίες και επηρεάζεται κατά το πλείστον
από τις εμπορικές δραστηριότητες που έχουν έδρα την Τρίπολη, επειδή η πρόσβαση
των κατοίκων του εκεί είναι πολύ πιο εύκολη. Αυτό αποτέλεσε και την αδήριτη
ανάγκη της διοικητικής ενσωμάτωσης του χωριού στον Δήμο της Τρίπολης, με το
πρόγραμμα διοικητικής μεταρρύθμισης «Καλλικράτης». Ως το τέλος της δεκαετίας
του 1970 το χωριό αποτελούσε ανεξάρτητη κοινότητα, με την επωνυμία «Κοινότης
Ελαιοχωρίου» και το Κοινοτικό κατάστημα στεγάστηκε κατά καιρούς σε διάφορα
ενοικιαζόμενα κτίρια του χωριού. Γραμματείς στην κοινότητα υπηρέτησαν
μεταπολεμικά και για δεκαετίες ολόκληρες οι χωριανοί μας Στράτης Βαρβιτσιώτης
και Χαράλαμπος Λύγδας, ενώ υδρονομέας ήταν ο Πέτρος Ράλλης. Δραγάτες*, για την
φύλαξη των αγροκτημάτων της περιοχής μας την ίδια περίοδο υπηρέτησαν κατά σειρά
οι χωριανοί Αριστείδης Λύγδας και Θοδόσης Βαρβιτσιώτης. Όλοι οι προαναφερόμενοι
τώρα έχουν φύγει από κοντά μας.
Σήμερα το γραφείο με τα αρχεία της κοινότητας,
εξακολουθεί να υφίσταται, ως παράρτημα των γραφείων του Δήμου Τρίπολης, στον
οποίο τώρα, όπως προαναφέρθηκε, το χωριό ανήκει διοικητικά. Στεγάζεται μόνιμα
πια στην οικία Καγκλή, που έχει περιέλθει στην ιδιοκτησία του Δημοτικού
διαμερίσματος Ελαιοχωρίου, ύστερα από την ευγενική δωρεά των ιδιοκτητών της.
Παλαιότερα λειτουργούσε στο χωριό και «Σταθμός Χωροφυλακής», που έχει σήμερα
καταργηθεί. Στεγάζονταν αρχικά στο σπίτι του Γιώργη Καγκλή (Κορδίκου).
Μετέπειτα, μέχρι την κατάργησή του, στεγάστηκε στο νεώτερο σπίτι του Γιώργη
Κίκιζα, κοντά στο σιδηροδρομικό στα
Ο οικισμός του Ελαιοχωρίου, με το πρόγραμμα
«Καποδίστριας», μέχρι τα τέλη του 2010,μαζί με γειτονικά χωριά της επαρχίας
Μαντινείας, τα Αγιωργίτικα, το Ζευγολατιό, το Στενό και το Παρθένι, ανήκε
διοικητικά στο δήμο Κορυθίου.Σήμερα, όπως προαναφέρθηκε, με το πρόγραμμα
«Καλλικράτης», από 1ης Ιανουαρίου 2011, ανήκει διοικητικά στο Δήμο Τρίπολης,
που όμως ο τελευταίος, ανήκει στην επαρχία Μαντινείας και είναι η πρωτεύουσα
του νομού.
Εκκλησιαστικά το χωριό, μαζί με τα άλλα
Καστριτοχώρια του τέως δήμου Τανίας, ανήκαν αρχικά και μέχρι το 1833, στην
πάλαι ποτέ διαλάμψασα επισκοπή Ρέοντος και Πραστού, με έδρα το ιστορικό χωριό
Πραστός, που είναι σκαρφαλωμένο στις βορειοανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα και
σήμερα είναι σχεδόν έρημο. Η επισκοπή αυτή ήταν μια από τις δέκα τρείς
επισκοπές της Πελοποννήσου και ανήκε στην Μητρόπολη Μονεμβάσιας.Η τελευταία
αποτελούσε μια από τις έξι συνολικά μητροπόλεις της Πελοποννήσου. Σήμερα όμως η
επισκοπή Ρέοντος και Πραστού δεν υπάρχει. Με σχετικό Διάταγμα το έτος 1833
καταργήθηκε το μητροπολιτικό σύστημα που ίσχυε μέχρι τότε. Έκτοτε,
καταργηθείσης της επισκοπής Ρέοντος και Πραστού, συνεστήθη η επισκοπή
Κυνουρίας, η οποία το 1835 ονομάστηκε επισκοπή Πρασιών. Από το 1836 όμως πήρε
και πάλι τον τίτλο Επισκοπή Κυνουρίας. Με την κατάργηση του μητροπολιτικού
συστήματος το 1833, ιδρύθηκε και η επισκοπή Μαντινείας, Τεγεάτιδος και
Μεγαλοπόλεως. Τέλος στις 9 Ιουλίου 1852, με Β.Δ. που δημοσιεύθηκε στο αριθμ
25/1852 ΦΕΚ, έγινε και νέα διαίρεση των επισκοπών, που αυξήθηκαν σε είκοσι
τέσσερεις. Παραληφθείσης της επισκοπής Μεγαλοπόλεως, η επισκοπή Μαντινείας και
Τεγεάτιδος ενώθηκε με την επισκοπή Κυνουρίας και αποτέλεσε την επισκοπή
Μαντινείας και Κυνουρίας
Έτσι με το νόμο αυτό ο
νομός Αρκαδίας απέκτησε δύο Μητροπόλεις: Οι δύο επαρχίες Γορτυνίας και
Μεγαλοπόλεως αποτέλεσαν την Μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως με έδρα την
Δημητσάνα, ενώ οι επαρχίες Μαντινείας και Κυνουρίας αποτέλεσαν την Μητρόπολη
Μαντινείας και Κυνουρίας, με έδρα την Τρίπολη. Στην τελευταία αυτή Μητρόπολη
ανήκει εκκλησιαστικά σήμερα η Μάσκλινα και αποτελεί ξεχωριστή ενορία.
Από το
έτος 1892 λειτουργούσε σιδηροδρομική γραμμή με την αρχική επωνυμία
«Σιδηρόδρομοι Πειραιώς - Αθηνών - Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ)», που μετέπειτα
ονομάστηκε «Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους» (Σ.Ε.Κ.) και αργότερα, μέχρι την
αναστολή της λειτουργίας του, σε «Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδος (Ο.Σ.Ε.)».
Περνάει μέσα από τον οικιστικό πυρήνα του χωριού. Ο σιδηρόδρομος εξυπηρετούσε
μέχρι τελευταία τις εμπορευματικές μεταφορές και τις ανάγκες επικοινωνίας των
κατοίκων του χωριού, με τις γειτονικές πόλεις, την Αθήνα και τον Πειραιά. Όμως
υποβαθμίστηκε σταδιακά η χρησιμότητά του και έπαψε πια να λειτουργεί από το
μέσα της δεκαετίας του 1980, ιδιαίτερα μετά την βελτίωση, την ανάπτυξη και τον
εκσυγχρονισμό του οδικού δικτύου πανελλαδικά.
Το χωριό συνδέεται οδικά
(από το έτος 1960), μέσω Παρθενίου, με την Τρίπολη, και απέχει από αυτή είκοσι
πέντε χιλιόμετρα. Επίσης (από το έτος 1985) με το Άργος και το Ναύπλιο,
απέχοντας από τις πόλεις αυτές τριάντα τέσσερα χιλιόμετρα, μέσω Ανδρίτσας.
Συνδέεται τέλος, σε απόσταση τριών χιλιομέτρων και με την οδική αρτηρία
Τρίπολης - Άστρους, που διανοίχτηκε αρχικά από υπηρεσία του στρατού (ΜΟΜΑ) και
μπήκε σε κυκλοφορία την δεκαετία του 1960. Έτσι η πρόσβαση στην παραλιακή
Κυνουρία, αλλά και στην Τρίπολη, μέσω Τεγέας, έχει γίνει πια, πολύ πιο άνετη
και σύντομη. Μέχρι το έτος 1912 ο οικισμός ανήκε διοικητικά στο «δήμο Τανίας».
Δικαστικά το χωριό υπάγεται στο Πρωτοδικείο
της Τρίπολης και εφετειακά στο Εφετείο Ναυπλίου. Οικονομικά υπάγεται στην
Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (ΔΟΥ) Τρίπολης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου