ΞΕΝΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ
Με το σημερινό σημείωμά μας συμπληρώνουμε το
κεφάλαιο που αναφέρεται στους εργάτες και τους εμπόρους που επισκέπτονταν το
χωριό μας για να πουλήσουν την πραμάτεια τους ή να εργαστούν στα χωράφια τους,
βοηθώντας έτσι στην οικονομική του εξέλιξη.
4)
Οι πλανόδιοι μικροπωλητές. Περιοδικά επισκέπτονταν το χωριό πλανόδιοι
μικροπωλητές προερχόμενοι από τις γειτονικές πόλεις και κυρίως την Τρίπολη.
Αυτοί αρχικά μετέφεραν τα εμπορεύματά τους μέσα σε βαλίτσες με το τραίνο.
Συνήθως μετέφεραν για πώληση είδη προικός (σεντόνια, μαξιλάρια, κουβέρτες κλπ.)
καθώς και άλλα είδη ιματισμού (εσώρουχα, πουκάμισα, πουλόβερ κλπ.). Ξεφόρτωναν
τις βαλίτσες με τα εμπορεύματα από το τραίνο και τις μετέφεραν με τα μουλάρια
σε ένα αποθηκευτικό χώρο στην αγορά του χωριού. Έπειτα έπαιρναν στην αγκαλιά
τους μικρό μέρος από τα εμπορεύματα και περιφέροντο σε όλες τις γειτονιές του
χωριού διαλαλώντας την παρουσία τους και τον σκοπό της αποστολής τους. Προσπαθούσαν
να πείσουν τις νοικοκυρές των σπιτιών να ψωνίσουν από τα εμπορεύματα που
μετέφεραν ή να κατεβούν στην «αγορά» του χωριού, στον προσωρινό αποθηκευτικό
χώρο που είχαν τοποθετήσει τα υπόλοιπα και να διαλέξουν από αυτά που υπήρχαν
εκεί, για τις προίκες των κοριτσιών τους καθώς και τα υφασμάτινα χρειώδη του
σπιτιού.
Πολλές φορές έρχονταν πεζοπορώντας
πλανόδιοι μικροπωλητές από τα γύρω χωριά (Ρίζες, Παρθένι, ΑγιαΣοφιά ) και
έφερναν φορτωμένα στα ζώα τους διάφορα γεωργικά προϊόντα της περιοχής τους
(σκόρδα, κρεμμύδια, βύσσινα, κεράσια, ντομάτες κλπ.) που περιφέροντο σε όλες
τις γειτονιές του χωριού και τα πουλούσαν στα σπίτια, τις περισσότερες φορές με
το σύστημα της ανταλλαγής προϊόντων, αγοράζοντας κυρίως ελαιόλαδο για τις
ανάγκες τους. Μάλιστα θυμάμαι έναν μικροπωλητή που στην δεκαετία του 1950
επισκεπτόταν συχνά το χωριό και άπλωνε την «πραμμάτεια» του μπροστά στο
καφενείο του Κώστα Λύγδα (Μάρκου) κάτω από το ξύλινο χαγιάτι. Διέθετε διάφορα
μικροαντικείμενα απαραίτητα για το κάθε σπίτι (ηλεκτρικούς φακούς,
μαχαιροπήρουνα, κορδόνια για τα παπούτσια, αγροτικά εργαλεία κλπ) και
ειδοποιούσε τους κατοίκους του χωριού χτυπώντας δυνατά την μεγάλη κουδούνα του.
Ταυτόχρονα για να προσελκύσει πελατεία φώναζε χαρακτηριστικά: «Περάστε να
πάρετε ένα ζευγάρι κορδόνια και μπαξίσι* δυο ζευγάρια». Τους καλοκαιρινούς
μήνες ωρισμένοι μικρέμποροι συγχωριανοί μας έφερναν στο χωριό με το τραίνο
μεγάλες ποσότητες φρούτων (καρπούζια, πεπόνια κλπ.) Τα μετέφεραν φορτωμένα στα
ζώα μέσα σε μεγάλα κοφίνια και τα αποθήκευαν προσωρινά σε αποθήκες κοντά στην
αγορά, για να τα διαθέσουν στη συνέχεια στα νοικοκυριά του χωριού.
Αργότερα μετά την οδική σύνδεση του χωριού
με το Παρθένι άρχισαν να επισκέπτονται το χωριό πλανόδιοι μικροπωλητές με
κλειστού τύπου φορτηγά αυτοκίνητα που εξωτερικά περιέγραφαν με μεγάλα γράμματα
το είδος του εμπορεύματος που μετέφεραν για πώληση (είδη προικός, κουβέρτες,
ενδύματα κλπ.). Αυτοί περιφέροντο στις γειτονιές του χωριού με το αυτοκίνητο
και διαλαλούσαν τα διαθέσιμα εμπορεύματα με μικροφωνική συσκευή που είχαν
εγκαταστήσει στο αυτοκίνητό τους. Οι μικροπωλητές αυτοί διέθεταν για πώληση
πολύ μεγαλύτερη ποικιλία εμπορευμάτων (είδη οικιακής χρήσης, κουζινικά, είδη
προικός, γεωργικά εργαλεία κλπ) σε σχέση με τους μικροπωλητές που επισκέπτονταν
το χωριό με το τραίνο. Όμως όταν με την πάροδο του χρόνου η πρόσβαση των κατοίκων
του χωριού στην αγορά της Τρίπολης έγινε πολύ πιο εύκολη, με τον εκσυγχρονισμό
των αυτοκινητοδρόμων και την απόκτηση ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων από αυτούς,
σιγά - σιγά το επάγγελμα του πλανόδιου μικροπωλητή άρχισε να σβήνει.
Με την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου κάθε
βδομάδα άρχισε να φέρνει στο χωριό από το Παράλιο Άστρος φρέσκα ψάρια με το
αυτοκίνητο, την «ψαροπούλα» του, ο αείμνηστος Σταύρος Δουζένης, που γύριζε τις
γειτονιές, διαλαλώντας με την στεντόρια φωνή του την «πραμάτεια» του. Εφοδίαζε
με ψαρικά (γόπες, μαρίδες, κουτσομούρες κλπ.) σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού
και οι νοικοκυρές τον περίμεναν «σαν την ψυχή τα σαράντα». Με την πάροδο του
χρόνου άρχισαν να εφοδιάζουν με ψάρια τα σπίτια του χωριού και ψαράδες από άλλα
παραθαλάσσια μέρη, όπως άλλωστε γίνεται μέχρι σήμερα. Έκτοτε σταμάτησε η
μεταφορά ψαριών σε ψαροκασέλες με το τραίνο από τους Μύλους και η διάθεσή τους
από τους ευκαιριακούς μικρέμπορους συγχωριανούς μας.
5)
Οι Λαγκαδιανοί κτιστάδες
Οι χωριανοί όταν ήθελαν να κτίσουν πετρόκτιστα κτίσματα καλούσαν είτε ντόπιους
χτιστάδες είτε χτιστάδες από τα γειτονικά χωριά
και από την περιοχή των Λαγκαδίων της Αρκαδίας, τους
«Λαγκαδιανούς».Έρχονταν στο χωριό με το τραίνο ή καβάλα στα γαϊδουράκια τους,
στα οποία είχαν φορτώσει τα εργαλεία της
δουλειάς τους και την οικοσκευή τους. Παρέμεναν για ένα δεκαπενθήμερο
τουλάχιστον και φιλοξενούνταν σε ακατοίκητα σπίτια του χωριού. Οι «Λαγκαδιανοί»
χτιστάδες ήταν οργανωμένοι σε «μπουλούκια*» ή «κομπανίες*». Τα μπουλούκια είχαν
τα τυπικά χαρακτηριστικά ατελούς συντεχνίας. Ήταν οργανωμένοι για τον
καταμερισμό της εργασίας, με σκοπό την γρήγορη αποπεράτωση ενός έργου. Στην
κορυφή της ιεραρχίας και επικεφαλής του μπουλουκιού ήταν ο «πρωτομάστορας», που
έπαιρνε την πρωτοβουλία για την συγκρότηση του μπουλουκιού και για την εξεύρεση
εργασίας. Ακολουθούσαν οι «μαστόροι» (τεχνίτες-χτίστες), οι «λασπολόγοι»
(βοηθοί των μαστόρων) και τέλος τα «μαστορόπουλα», οι μαθητευόμενοι. Οι
μαστόροι και τα μαστορόπουλα σέβονταν τον πρωτομάστορα και εκτελούσαν τις
εντολές του.
Τα κυριότερα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν
οι κτίστες στην δουλειά τους ήταν το λοστάρι, η βαριά, ο κασμάς, το χτένι*, το
ζύγι, τα ράμματα, το καλέμι, ο ματρακάς*, το βελόνι, διάφορα σφυριά, το μυστρί,
το πασέτο (μέτρο), η κορδέλα, και τα πηλοφόρια. Ο καταμερισμός της εργασίας
ρυθμιζόταν από τον πρωτομάστορα ανάλογα με το κάθε μέλος της ομάδας. Οι
λασπολόγοι ήσαν αυτοί που έφτιαχναν την λάσπη, σκέτη ή με ασβέστη και εφοδίαζαν
με αυτή τους κτίστες.
Οι μαστόροι, οι τεχνίτες δηλαδή, ήταν
εκείνοι που οικοδομούσαν, που έκτιζαν. Δούλευαν κατά ζεύγη, ένας στην εξωτερική
πλευρά του τοίχου και ένας την εσωτερική. Ο πρώτος έμπειρος και παλιός κτίστης,
ονομαζόταν φατσαδόρος*, ο δεύτερος νέος και άπειρος μεσομάστορης. Υπήρχε επίσης
ένας πελεκάνος και ένας νταμαρτζής ή λιθαράς. Την δουλειά του πελεκάνου ασκούσε
συνήθως ο πρωτομάστορας. Ο πρωτομάστορας επίσης σχεδίαζε, γώνιαζε το
οικοδόμημα, σκάλιζε με προτροπή του ιδιοκτήτη στα αγκωνάρια λουλούδια,
σταυρούς, πουλιά, επιγραφές και άλλα παρόμοια διακοσμητικά ή αποτρεπτικά
σύμβολα. Η αμοιβή που έπαιρνε κάθε μέλος της ομάδας λεγόταν «μερδικό» ή
«μερίδιο». «Μερδικό» έβγαινε ακόμη και στα ζώα που είχαν μαζί τους.
6)Εργάτες για το λιομάζωμα. Τις χρονιές που οι ελιές ήταν φορτωμένες με καρπό οι χωριανοί
αντιμετώπιζαν δυσκολίες για την γρήγορη συλλογή του ελαιοκάρπου, δεδομένου ότι
ο καιρός την εποχή εκείνη, μέσα στο καταχείμωνο, ήταν συνήθως βροχερός, ενώ τα
χιόνια τους έκλειναν στο σπίτι για ημέρες.Επομένως έπρεπε να βρουν οπωσδήποτε
περισσότερα εργατικά χέρια να τους βοηθήσουν στην ελαιοσυλλογή, έναντι αμοιβής.
Έτσι από τις αρχές του Οκτώβρη μετέβαιναν
στην περιοχή κυρίως της Γορτυνίας ( Λεβίδι, Κακούρι, Ποντιά, Συλίμνα
κλπ) για την εξεύρεση εργατικών χεριών
για την συλλογή του. Εκεί συμφωνούσαν
τον αριθμό των εργατών, τις ημέρες και τις ώρες απασχόλησής τους, και παζάρευαν την αμοιβή
τους. Συνήθως η αμοιβή των εργατών συμφωνείτο να γίνει σε είδος (λάδι, σαπούνι
κλπ) και σπάνια σε μετρητά. Το συνεργείο αποτελείτο από δύο έως πέντε άτομα,
κυρίως γυναίκες , με επικεφαλής έναν άνδρα.
Στα τέλη του Νοέμβρη όταν άρχιζε δειλά δειλά
να ωριμάζει ο ελαιόκαρπος, ειδοποιείτο το συνεργείο να έρθει στο χωριό για την
ελαιοσυλλογή. Κατέβαιναν από τραίνο και εκεί τους παραλάμβανε το αφεντικό και
τους οδηγούσε σε κάποιο άδειο σπίτι του χωριού για προσωρινή εγκατάσταση. Την
άλλη ημέρα πριν καλά καλά φέξει τους παραλάμβανε πάλι το αφεντικό και
μετέβαιναν ομαδικά με τα πόδια στο χωράφι. Δούλευαν εκεί όλη μέρα από το πρωί
μέχρι το δειλινό, με την υποχρεωτική διακοπή το μεσημέρι για φαγητό, που είχε
σερβίρει η νοικοκυρά του σπιτιού στο πρόχειρο τραπέζι κατάχαμα, κάτω από την
ελιά. Αντιβούϊζαν οι ρεματιές του Σαμονιού από τις φωνές τους και τα τραγούδια
τους. Και αργά το δειλινό φόρτωναν τα τσουβάλια με τις ελιές στα μουλάρια και
όλοι μαζί, αφεντικό και εργάτες έπαιρναν την ανηφόρα, το δρόμο της «σκάλας»
όπως τον έλεγαν, και γύριζαν στο χωριό. Εκεί, στο σπίτι που φιλοξενούνταν,
άναβαν το τζάκι του προσπαθώντας να ζεσταθούν και να μαγειρέψουν το βραδινό
φαγητό τους, κάτω από το αχνό φως της λάμπας του πετρελαίου. Ξεκουράζονταν στα
πρόχειρα κρεβάτια τους για να σηκωθούν την άλλη μέρα πρωί - πρωί για το
μεροκάματο.
Πολλές φορές το ίδιο συνεργείο όταν τέλειωνε την ελαιοσυλλογή του αφεντικού
του, παρέμενε στο χωριό και εργαζόταν στα χωράφια άλλων συγχωριανών,
ενισχύοντας έτσι το εισόδημα των μελών του. Στο τέλος έφευγαν με το τραίνο από
το χωριό, φορτωμένοι τους ντενεκέδες με το λάδι, που ήταν η αμοιβή για την
εργασία τους, τα «κόπια» τους όπως έλεγαν, και γύριζαν στα χωριά τους, για να
περάσει με αυτό τη χρονιά της όλη η οικογένεια.
Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου