Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

 

                                ΒΑΡΕΛΟΒΑΓΕΝΑΔΕΣ  ΤΗΣ ΜΑΣΚΛΙΝΑΣ

      Στο χωριό μας οι κάτοικοι καλλιεργούσαν  μεγάλες εκτάσεις αμπελώνων, με παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων κρασιών. Ποσότητες από τον παραγόμενο μούστο τον διέθεταν στο εμπόριο, ενώ κρατούσαν ικανές ποσότητες μούστου μέσα σε μεγάλα βαγένια για την κάλυψη των αναγκών τους, σε ετήσια βάση, δεδομένου ότι κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες κρασιού.

     Το κάθε νοικοκυριό γέμιζε δύο και τρία μεγάλα βαγένια με μούστο κάθε χρόνο, που τα είχε στημένα συνήθως στο υπόγειο του σπιτιού, που εκεί υπήρχε σταθερή θερμοκρασία καθώς και σταθερά ποσοστά υγρασίας, όλο το χρόνο. Το κάθε βαγένι χωρούσε από πεντακόσια κιλά μέχρι τρείς χιλιάδες κιλά μούστο. Η μονάδα μέτρησης της ποσότητας του μούστου ήταν η «μπότσα*». Η μπότσα αντιστοιχούσε με (2) δύο οκάδες και αφού η κάθε οκά αντιστοιχούσε σε (1,282) κιλά, η μπότσα με τα σημερινά δεδομένα αντιστοιχούσε σε (2,564) κιλά. Η μπότσα και η οκά ήταν τουρκικές μονάδες βάρους που χρησιμοποιούντο στην Ελλάδα μετά την διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μέχρι την 1η Απρίλη 1959, οπότε ίσχυσαν τα σημερινά μέτρα μέτρησης βάρους και επιφανείας (το κιλό, το λίτρο και το τετραγωνικό μέτρο).

     Την κατασκευή και επισκευή των βαγενιών πραγματοποιούσε μια κατηγορία τεχνιτών, οι βαρελοβαγενάδες. Οι τεχνίτες αυτοί επισκεύαζαν τα βαγένια που είχαν ξερομαχιάσει* από την έλλειψη κρασιού μέσα σε αυτά, όταν είχαν πια αδειάσει. Χαλούσαν τα βαγένια εντελώς, αντικαθιστούσαν τις φθαρμένες δόγες τους και τα έστηναν πάλι, σφίγγοντας τα στεφάνια γύρω από το βαγένια. Εάν επρόκειτο να φτιάξουν καινούρια έκοβαν από την προηγούμενη χρονιά ξύλα, κατά προτίμηση από καστανιά ή από βελανιδιά, επειδή τα ξύλα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και κάνουν καλό κρασί γιατί έχουν λιγότερους πόρους. Τα έβαζαν συνήθως μέσα στην κοπριά των ζώων, σκεπασμένα καλά, για να στεγνώσουν και να ξεραθούν. Δεν τα άφηναν στον ήλιο για να μην σκάνε. Η θερμοκρασία που αναπτύσσεται κατά το χώνεμα της κοπριάς είναι πολύ μεγάλη αλλά σε υγρό περιβάλλον. Έτσι τα ξύλα στέγνωναν χωρίς να ραγίσουν.

     Κατασκεύαζαν βαγένια μικρά και μεγάλα, για την αποθήκευση και διατήρηση του κρασιού. Επίσης κατασκεύαζαν και μικρά βαρέλια, για την μεταφορά πόσιμου νερού από τα πηγάδια και τις παραδοσιακές βρύσες του χωριού στα σπίτια των κατοίκων. Η επισκευή των βαγενιών γινόταν πάντοτε επί τόπου, μέσα στα υπόγεια των σπιτιών, γιατί ήταν αδύνατη η μεταφορά τους στα εργαστήριά τους, κυρίως λόγω του όγκου τους, αλλά και του βάρους τους. Για να μεταφερθεί ένα βαγένι έπρεπε ο βαγενάς να το αποσυναρμολογήσει, βγάζοντας πρώτα τα στεφάνια του βαγενιού, τους παζούς* και τελευταία τις δόγες* του. Το βαρέλι κατασκευάζονταν και επισκευάζονταν στο εργαστήρι του βαγενά, λόγω του μικρού όγκου του.

    Το βαρέλι αποτελούσε σχηματικά μια μικρογραφία του κρασοβάρελου (βαγενιού) και ακολουθείτο η ίδια διαδικασία κατασκευής του με το κρασοβάρελο. Η κατασκευή του βαρελιού γινόταν με βαρελοσανίδες από ξύλο συνήθως μουριάς. Αυτές τις σανίδες τις έλεγαν δόγες. Οι δόγες ήταν στενές και εργασμένες με προσοχή και ακρίβεια. Έπρεπε η μια με την άλλη να έχουν στα αντίστοιχα μέρη τους το ίδιο ακριβώς πλάτος και το ίδιο μήκος .Στη μέση έπρεπε να σχηματίζουν καμπύλη προς τα έξω και η καμπυλότητα να είναι ακριβώς ίδια σε όλες. Οι δύο στενές πλάγιες πλευρές τους έπρεπε να είναι πλανισμένες με μεγάλη ακρίβεια για να μη βγαίνει το νερό από εκεί που θα γινόταν η ένωσή τους. Ο βαρελοβαγενάς ένωνε τις σανίδες (δόγες) κυκλικά, περνούσε ολόγυρα σιδερένια στεφάνια και με αυτά τις έσφιγγε πολύ γερά.

    Ο πυθμένας του βαρελιού ήταν επίπεδος, στρογγυλός και τον έλεγαν παζό. Το ίδιο σχήμα  και την ίδια περίμετρο είχε και ο απέναντι παζός, το επάνω μέρος του βαρελιού. Οι παζοί πάνω και κάτω δεν ήταν τοποθετημένοι ακριβώς εκεί που τέλειωναν  οι δόγες αλλά σε λίγο μεγαλύτερη απόσταση από την άκρη τους. Τους παζούς τους κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς η βελανιδιάς, για να αντέχουν στην διαβρωτική επίδραση του νερού. Ο επάνω παζός του βαρελιού είχε στο κέντρο του μια στρογγυλή τρύπα. Από την τρύπα αυτή το βαρέλι, τοποθετημένο όρθιο, γέμιζε νερό με το χωνί. Σε ένα ακραίο σημείο, στο επάνω μέρος της περιφέρειάς του το βαρέλι είχε μια άλλη όμοια τρύπα. Όταν το έφερναν  από τη βρύση ή το πηγάδι στο σπίτι γεμάτο νερό το τοποθετούσαν σε μια ειδική εσοχή του τοίχου του σπιτιού που η βάση της απείχε από το πάτωμα περίπου μισό μέτρο και από αυτή την τρύπα άδειαζαν το νερό στις κανάτες, όταν χρειαζόταν.  δύο τρύπες του βαρελιού έκλειναν με «βουλώματα» που τα έφτιαχναν από πανί, που ήταν όμοια με το φελλό που σήμερα σφραγίζουν τα μπουκάλια με το κρασί.. Η κατασκευή του βαρελιού απαιτούσε μεγάλη μαστοριά. Για να κατασκευαστούν οι δόγες με την καμπύλη τους, να ενωθούν κυκλικά αυτές και οι παζοί ,να φορεθούν τα σιδερένια στεφάνια σφιχτά για την συγκράτησή τους χρειαζόταν τέχνη και εμπειρία.

   Στα κρασοβάρελα (βαγένια), που τοποθετούντο οριζόντια στο έδαφος, υπήρχε  μια τρύπα διαμέτρου δεκαπέντε εκατοστών περίπου στην μέση μιας δόγας στο πάνω μέρος του βαγενιού (η  σιφουνιά). Από εκεί άδειαζαν το μούστο μέσα στο βαγένι και τον δοκίμαζαν  αν «ψήθηκε», ώστε να κλείσουν ερμητικά την τρύπα, χρησιμοποιώντας ασβέστη σε σκόνη. Στον μπροστινό παζό του βαγενιού υπήρχε η πόρτα του, που αυτή χρησίμευε για το πλύσιμό του και ήταν κομμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να σφραγίζει  ερμητικά πριν αδειάσουν το μούστο μέσα στο βαγένι. Στο κάτω μέρος του ίδιου παζού είχε τοποθετηθεί η βρύση ,«η κάνουλα», του βαγενιού από όπου «έπιαναν» το κρασί στα μπουκάλια και στις κανάτες.

     Οι βαρελοβαγενάδες κατασκεύαζαν και άλλα χρηστικά ξύλινα σκεύη όπως «βούτες*» για την μεταφορά των σταφυλιών από τα αμπέλια στους λινούς (πατητήρια),μικρά βαρέλια («βαρέλες») και ακόμη μικρότερα (τσίτσες* τσότρες*) για την μεταφορά νερού και κρασιού στα χωράφια και στα αμπέλια, για να πίνουν οι εργάτες τις ώρες της καλλιέργειας. Βαρελοβαγενάδες στο χωριό ήταν οι Μακρέοι (Ο Χρήστος Μακρής, ο Στράτης Μακρής, ο Θανάσης Μακρής, ο Γιάννης Μακρής και άλλοι).

    Θυμόμαστε πως στο υπόγειο του σπιτιού μας υπήρχαν τρία βαγένια, διαφορετικού μεγέθους το καθένα. Το μεγαλύτερο από αυτά χωρούσε (1500) μπότσες κρασί και ήταν τόσο μεγάλο που όταν έμπαινε μέσα για να το πλύνει η αείμνηστη μητέρα μου στεκόταν όρθια. Είχε διάμετρο δύο μέτρα τουλάχιστον. Τα άλλα ήταν ακόμα μικρότερα. Όμως με το πέρασμα του χρόνου το μεγάλο βαγένι έπαψε να χρησιμοποιείται για την αποθήκευση του κρασιού, λόγω της μειωμένης παραγωγής σταφυλιών. Κάποια μέρα κόπηκε κάθετα σε δύο ίσα μέρη, που για πολλά ακόμη χρόνια τα δύο κομμάτια του χρησίμευσαν για λάντζες,*στο «πάστωμα» των ελιών. Εκεί αποθηκεύονταν μέχρι να «ψηθούν» οι βρώσιμες ελιές. Τελευταία όμως, όταν πια έπαψαν να χρησιμοποιούνται και γι’ αυτό το σκοπό, διαλύθηκαν και οι δόγες* τους κόπηκαν με την κορδέλα* σε μικρά κομματάκια. Με αυτά τροφοδοτούσαμε την θερμάστρα του σπιτιού μας για να ζεσταθούμε τις κρύες χειμωνιάτικες ημέρες. Μα και τα άλλα βαγένια με το πέρασμα του χρόνου είχαν την ίδια τύχη με το μεγάλο. Τώρα πιά όλα αυτά αποτελούν μια γλυκόπικρη ανάμνηση.

                                                                              Γιώργος Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...