Τρίτη 14 Μαρτίου 2023

 

        ΞΕΝΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ, ΜΑΣΤΟΡΟΙ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΕΣ  ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ

 

      Στο σημερινό σημείωμά μας θα αναφερθούμε σε ορισμένους μαστόρους που πέρασαν από το χωριό μας και άφησαν τη σφραγίδα τους

 1) Οι γανωτήδες (καλατζήδες) . Οι νοικοκυρές του χωριού μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950 χρησιμοποιούσαν συνήθως χάλκινα μαγειρικά σκεύη καθώς και κάθε άλλου είδους χάλκινα αντικείμενα που ήσαν απαραίτητα σε κάθε σπίτι. (χύτρες, καζάνια, τηγάνια, ταψιά κλπ). Τα χάλκινα αντικείμενα και μάλιστα αυτά που χρησιμοποιούντο για τις καθημερινές ανάγκες του σπιτιού, έπρεπε κάθε τόσο να «γανώνονται*» με καλάι, ώστε να προστατεύεται η επιφάνειά τους από την επικίνδυνη οξείδωση, την «γανίλα».

    Για το λόγο αυτό, σε τακτά χρονικά διαστήματα, έρχονταν στο χωριό, συνήθως από τα χωριά της Γορτυνίας, ειδικοί μαστόροι (γανωτήδες - καλαντζήδες), που ασχολούντο με το «γάνωμα» των χάλκινων αντικειμένων. Ο καλαντζής μετά την πρόχειρη εγκατάστασή του σε κάποιο σπίτι του χωριού, έβγαινε στους δρόμους και φωνάζοντας «ο καλαντζής - όλα τα χαλκώματα γανώνω», δήλωνε την παρουσία του στο χωριό. Κρατούσε στο ώμο ένα μεγάλο σάκο από λινάτσα, μέσα στον οποίο τοποθετούσε τα χαλκώματα που μάζευε για να τα γανώσει. Μάζευε τετζερέδες με τα καπάκια τους, σαχάνια, ταψιά, τέσες, κανάτες, τηγάνια, σουπιέρες, κουταλομαχαιροπήρουνα και άλλα μπακίρια.

    Έβρισκε άμμο ψιλή, από σκληρή πέτρα (στουρνάρι) ή τριμμένο κεραμίδι, που χρησιμοποιούσε για το τρίψιμο των χαλκωμάτων. Εργαλεία του καλαντζή ήταν «το τσιμπίδι» με το οποίο κρατούσε το χάλκινο σκεύος πάνω από την φωτιά και ο «νταβάς*», ένα μεγάλο ταψί, που μέσα έπεφταν τα ψήγματα που περίσσευαν από το καλάι, για να χρησιμοποιηθούν ξανά. Τα υλικά που χρησιμοποιούσε ο καλαντζής ήταν το σπίρτο (υδροχλωρικό οξύ), το λησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), η άμμος, το καλάι και το «τσιγκόσπιρτο».

    Καθάριζε πρώτα το σκεύος και άλειφε την εσωτερική του επιφάνεια με σπίρτο. Το άφηνε λίγη ώρα και μετά το ξέπλενε με νερό. Ακολούθως άνοιγε μια μικρή λακούβα κοντά σε ένα τοίχο για να μπορεί να στηρίζεται με τα χέρια του. Στη λακούβα έβαζε ένα δέρμα και πάνω σε αυτό άπλωνε την άμμο από κομμένη πέτρα ή το τριμμένο κεραμίδι με λίγο νερό και πάνω εκεί ακούμπαγε το χάλκωμα.

    Ανέβαινε ξυπόλυτος πάνω στο χάλκωμα και γυρνώντας περιστροφικά το σώμα του, δεξιά και αριστερά, γύρναγε και το σκεύος, το οποίο τριβόταν πάνω στη σκληρή άμμο και γυάλιζε από την εξωτερική μεριά. Ακολουθούσε το τρίψιμο από μέσα, όπου έβαζε μέσα στο σκεύος σκληρή άμμο, και πάνω άπλωνε το δέρμα. Έμπαινε ξυπόλυτος μέσα στο σκεύος και επαναλάμβανε τις ίδιες περιστροφικές κινήσεις, στηριζόμενος πάντα στον τοίχο. Τα πλαϊνά τοιχώματα του σκεύους τα έτριβε με τα χέρια.

     Η επόμενη δουλειά του ήταν η επισκευή των χαλκωμάτων. Σφυριλάτισμα του σκεύους στο αμόνι για να ισιώσει τις λακούβες. Αν το σκεύος είχε τρύπες και έλειπαν κομμάτια, έκοβε με το ψαλίδι μπαλώματα και τα καρφωνε με καρφιά. Αν έπρεπε να κάνει συγκολλήσεις ή να καλύψει κενά, το έκανε με την «κόλληση», ένα κράμμα καλαγιού και μολυβιού. Την κόλληση την έβαζε με καυτό κολλητήρι και την άπλωνε με ένα ειδικο ξύλινο εργαλείο, το «μοκασίσι».

     Σε ευρύχωρο σημείο του χώρου που είχε στήσει το εργαστήρι του άνοιγε ένα λάκκο, το «τεζάχι», και εκεί άναβε φωτιά. Πάνω στη φωτιά έβαζε την σιδεροστιά και καθόταν δίπλα σε χαμηλό σκαμνί. Μπροστά του είχε ένα ταψί, τον «ταβλά» και δίπλα του είχε όλα τα απαραίτητα εργαλεία.

    Ζέσταινε στην αρχή πάνω στη φωτιά το χάλκωμα, γυρνώντας το με το τσιμίδι και όταν ζεσταινόταν καλά το πασπάλιζε με λησιαντήρι για να πιάσει το καλάϊ. Έπειτα έβαζε κομμάτι καλάϊ από τη βέργα που έλιωνε μέσα στο δοχείο, που έκαιγε. Άπλωνε με το ένα του χέρι το καλάϊ σε όλα τα τοιχώματα του δοχείου με μια μπάλα μπαμπάκι, κρατώντας το δοχείο πάνω στη φωτιά ενώ με το άλλο χέρι το γύριζε συνεχώς με το τσιμπίδι. Για το άπλωμα αυτό του καλαγιού στα εσωτερικά τοιχώματα του σκεύους χρειαζόταν μεγάλη δεξιοτεχνία, ώστε το στρώμα του καλαγιού να είναι στο σωστό πάχος και ομοιόμορφο παντού, χωρίς ελαττώματα.

     Στο τέλος αφού το σκεύος κρύωνε το έτριβε με μάλλινο πανί για να αποκτήσει μεγαλύτερη γυαλάδα. Τα μεγάλα σκεύη, όπως τα καζάνια, πάνω στη φωτιά ο μάστορας τα κρατούσε, λόγω του μεγέθους τους, με ένα χοντρό μάλλινο πανί, το «καζανόσκουτο». Τα κουταλομαχαιροπίρουνα, που δεν ήταν χάλκινα αλλά από σίδερο, τα καθάριζε πρώτα με το «τσιγκόσπιρτο» που ήταν μίγμα σπίρτου και ψευδαργύρου. Έπειτα τα γάνωνε βουτώντας τα μέσα σε ένα ειδικό δοχείο, τη «γανώστρα», που βρισκόταν πάνω στη φωτιά και περιείχε λυωμένο καλάϊ.

    Η αμοιβή του καλαντζή γινόταν σε χρήμα ή σε είδος (λάδι) ενώ στην κατοχή έπαιρνε για αμοιβή και άλλα χρειαζούμενα (σύκα, κρασί, σαπούνι κλπ). Τις ημέρες που παρέμενε στο χωριό, διέμενε σε σπίτια που ήσαν κενά, εργαζόταν στο ισόγειο του σπιτιού και διανυκτέρευε στο ανώι του.

2) Οι καρεκλάδες   Στο χωριό, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες,  κατέφθαναν με το τραίνο και καρεκλάδες. Ήταν τεχνίτες που επισκεύαζαν τα ξύλα στις σπασμένες καρέκλες και αντικαθιστούσαν τα ψάθινα καθίσματά τους, πλέκοντάς τα  με ψαθί. Μαζί τους έφερναν το κασελάκι με τα εργαλεία τους, καινούρια καρεκλόξυλα, για την αντικατάσταση των σπασμένων και δέματα με ειδικό ψαθί, το «βούτημα» για το πλέξιμο του καθίσματος της καρέκλας. Ο καρεκλάς κατεβαίνοντας από το τραίνο, έρχονταν στην αγορά του χωριού, φορτωμένος την κασέλα με τα εργαλεία του και τα υπόλοιπα υλικά του, δηλώνοντας  έτσι την παρουσία του. Αφού  έπινε το καφεδάκι του,  πιάνοντας κουβέντα με τους θαμώνες του καφενείου, φορτώνονταν  την κασέλα με τα εργαλεία του, λίγα καινούρια καρεκλόξυλα καθώς και λίγο ψαθί. Μέσα στην κασέλα του, που την κρεμούσε από τον ώμο με δερμάτινη ζώνη, είχε το  χειροκίνητο τρυπάνι, το αρίδι είδος μικρότερου τρυπανιού, την τανάλια για τα ξεκαρφώματα, την ράσπα για το τρίψιμο του ξύλου, την πλάνη για το πλάνισμα των καρεκλόξυλων, την φαλτσέτα  κοφτερό μαχαίρι για το σχίσιμο του ψαθιού και για την αφαίρεση των κατεστραμμένων από τη χρήση ψάθινων καθισμάτων, το  δοχείο με την ξυλόκολλα και άλλα μικροεργαλεία απαραίτητα για την δουλειά του.

    Άρχιζε να διασχίζει όλους τους δρόμους στις γειτονιές του χωριού και να διαλαλεί  την ιδιότητά του, δηλώνοντας έτσι την παρουσία του εκεί. Οι νοικοκυρές τον φώναζαν στις αυλές τους και του παρουσίαζαν τις καρέκλες που ήθελαν επισκευή. Αφού συμφωνούσαν για τη δουλειά και την αμοιβή του, ακολούθως ο καρεκλάς καθόταν  οκλαδόν επί τόπου κάτω από τον ίσκιο της μουριάς του σπιτιού  και  άρχιζε την εργασία του. Έλεγχε πρώτα τα ξύλα της καρέκλας και εφόσον τα έβρισκε άθιχτα, έκοβε με τη φαλτσέτα το φθαρμένο από το χρόνο ψάθινο κάθισμά της  και το τοποθετούσε στην άκρη. Ακολούθως έπαιρνε ψαθί και αφού το έβρεχε για να μαλακώσει, το έσχιζε με τη φαλτσέτα του σε μακριές ταινίες. Άρχιζε στη συνέχεια να το στρίβει και να το πλέκει στις γωνίες της επιφάνειας του καθίσματος, μέχρις ότου κάλυπτε πλέκοντας όλη την επιφάνειά του.Τέλος έκοβε με τη φαλτσέτα του τα μικρά κομμάτια από το ψαθί που προεξείχαν και η καρέκλα ήταν έτοιμη. Αν χρειαζόταν  αντικατάσταση σπασμένων ξύλων της καρέκλας, πρώτα τα αντικαθιστούσε, τα κολλούσε στην συνέχεια με την ξυλόκολα και στο τέλος έπλεκε το ψαθί στο κάθισμα της καρέκλας.Κατά την ώρα της εργασίας του η νοικοκυρά τον κερνούσε το βρισκούμενο γλύκισμα και ένα ποτήρι δροσερό νερό από το σταμνί του σπιτιού.Η αμοιβή του γινόταν με μετρητά αλλά και σε είδος (λάδι, σαπούνι κλπ).

    Οι καρεκλάδες εκτός από τις επισκευές καρεκλών, έκαναν και άλλες μικροεπισκευές και λουστραρίσματα  επίπλων και άλλων ξύλινων αντικειμένων  στα σπίτια αλλά και στα καφενεία και τις ταβέρνες του χωριού. Αν η δουλειά τους δεν τελείωνε αυθημερόν, παρέμεναν φιλοξενούμενοι σε κάποιο σπίτι του χωριού και συνέχιζαν την επόμενη ημέρα  την εργασία τους,άλλως αναχωρούσαν αυθημερόν με το βραδυνό τραίνο για τον προορισμό τους. 

3) Οι κοφινάδες   Τους καλοκαιρινούς μήνες έφταναν στο χωριό και κοφινάδες, αυτοί που έπλεκαν   κοφίνια διαφόρων μεγεθών.Τα υλικά με τα οποία τα έπλεκαν ήταν οι λυγαριές (καναπίτσες) και τα καλάμια.Υπήρχαν  τριών ειδών κοφίνια, ανάλογα με το μέγεθος, το σχήμα και το υλικό κατασκευής τους.

α)Τα απλά καλάθια ή «χεροκόφινα» που είχαν διαβαθμίσεις στην  χωρητικότητα και χρησιμοποιούντο για την μεταφορά των αυγών,μικροποσοτήτων οπωροκηπευτικών και σταφυλιών από τα περιβόλια. Κύριο γνώρισμά τους ήταν το ημικυκλικό χερούλι από λυγαριά που ήταν προσαρμοσμένο στο πάνω χείλος τους.

β)Τα κοφίνια, «πολυτάρια, κόφες   ή τριατικούς» όπως τους έλεγαν, ήταν πιο φαρδιά, ύψους ενός μέτρου περίπου, και  είχαν χωρητικότητα μέχρι τριάντα οκάδων, ή σαράντα  κιλών. Στο πάνω χείλος τους  έφεραν αντικρυστά δύο μικρά χερούλια από λυγαριά, για να είναι δυνατή η μεταφορά τους.  Φορτώνονταν τα κοφίνια στα ζώα ανά ζεύγη, ένα σε κάθε πλευρό, και χρησιμοποιούντο για την μεταφορά σταφυλιών από τα αμπέλια στους λινούς καθώς και για την μεταφορά ευπαθών προϊόντων (βρωσίμων ελιών κλπ) στις αγορές των γειτονικών πόλεων και της Αθήνας.

γ) τα πανέρια που είχαν πλατιά στρογγυλή βάση  και ήταν πολύ  πιο ρηχά από τα κοφίνια.Χρησιμοποιούντο από τους χωριανούς για να αποθηκεύουν και να φυλάγουν διάφορα υλικά του νοικοκυριού, όπως τα ρούχα, τα σεντόνια κλπ.

δ) Τα ψωμοκόφινα που ήταν κοφίνια σε σχήμα πιθαριού με καπάκι που ανοιγόκλεινε στο πάνω μέρος τους και έβαζαν εκεί μέσα το ψωμί.

    Την τέχνη  του κοφινά ασκούσαν σε οικογενειακή βάση κατά το πλείστον ομάδες Ρομά.Έρχονταν στο χωριό με τα πόδια, διασχίζοντας τις παλιές οδικές αρτηρίες που περνούσαν από το χωριό, με φορτωμένη πάνω στα γαϊδουράκια τους όλη την οικοσκευή τους.  Έστηναν το αντίσκηνό τους στην περιοχή της Λάκας, κάτω από τον ίσκιο των μεγάλων πουρναριών  που είχαν διάσπαρτα φυτρώσει  εκεί και παρέμεναν στο χωριό για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα πέντε ημερών. Σε μια άκρη λίγο πιο πέρα από το αντίσκηνο, έστηναν και το μαγειρείο τους. Τα παλιά χρόνια τις αγροτικές ανάγκες τις κάλυπταν με τα καλάθια, κοφίνια όπως τα έλεγαν.

Τα κοφίνια άρχιζαν από μικρά τα αυγοκόφινα, τα πανέρια, τα λιθαροκόφινα, τα χεροκόφινα, τα πολυτάρια ή κόφες που ήταν και πιο διαδεδομένα και χρησιμοποιούντο για τον τρύγο κυρίως. Οι ψωμοκοφίνες ήταν κοφίνια σε σχέδιο πιθαριού με καπάκι πλεκτό και έβαζαν μέσα το ψωμί. Ακόμα οι κοφινάδες έπλεκαν και τις μεγάλες γυάλινες μποτίλιες, νταμιζάνες, για να μη σπάζουν. Το επάγγελμα του κοφινά ήταν στο χωριό οικογενειακή παράδοση. Από γενιά σε γενιά η τέχνη διαδιδόταν μέχρι που σταμάτησε τελείως το πλέξιμο και μόνο ερασιτεχνικά τώρα ασχολείται κανένας από αυτούς τους παλιούς κοφινάδες.

Οι κοφινάδες το χειμώνα έκοβαν τα καλάμια από τα ποτάμια και τα έδεναν δεμάτια για να ξεραθούν. Τις βέργες τις έκοβαν από καναπίτσες μετά τον Ιούλιο τις ξεφύλλιζαν και τις άπλωναν στον ήλιο να ξεραθούν και αυτές για την επόμενη χρονιά. Το πλέξιμο των κοφινιών άρχιζε εντατικά μετά τον θέρο και αλωνισμό, μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη που τελείωνε και ο τρύγος και δεν είχαν περάσει τα κοφίνια

 

    Έπειτα εξορμούσαν στις ρεματιές του χωριού και έκοβαν βέργες από τις λυγαριές που φυτρώνουν εκεί και τις έδεναν σε δεμάτια.Το ίδιο έκαναν και στους καλαμιώνες του χωριού κόβοντας καλάμια. Τις λυγαριές και τα καλάμια τα μετέφεραν με τα γαϊδουράκια τους στο σημείο που είχαν κατασκηνώσει. Ακολούθως ανηφόριζαν στους δρόμους του χωριού και δήλωναν με τις φωνές τους την παρουσία τους και την τέχνη τους, κρατώντας στα χέρια μικρά καλαθάκια που είχαν πλέξει. Έπαιρναν τις παραγγελίες από τους νοικοκυραίους του χωριού και κατέβαιναν στον τόπο που είχαν κατασκηνώσει.

     Τα εργαλεία του κοφινά ήταν: α)το τρισέτο, που ήταν πολύ κοφτερό και το βασικότερο εργαλείο ενός καλαθοπλέκτη. Kατασκευασμένο από σίδηρο, σε σχήμα ημικυκλίου που θυμίζει μικρή δρέπανο, με λάμα πλάτους 3 εκατοστών, όπου το επίμηκες στενό του στέλεχος μπηγόταν μέσα σε κυλινδρικό ξύλο, περίπου 10 εκατοστών, το οποίο χρησίμευε σαν χειρολαβή. Χρησιμοποιείτο για το κόψιμο των βεργών και των καλαμιών σε μικρότερα κομμάτια και για τον καθαρισμό και το σχίσιμο των καλαμιών. β) ο ψεκαστήρας, που χρησίμευε για να ραντίζουν τις βέργες σε τακτά διαστήματα ώστε να παραμένουν υγρές και να γίνονται πιο εύκολες στο πλέξιμο.γ)το σουβλί, που χρησίμευε για να γίνονται μυτερές οι άκρες των βεργών, ώστε να μπήγονται πιο εύκολα κατά την πλέξη, αλλά και στο τρύπημα των  πατόβεργων, για να σηκωθούν πιο εύκολα και να αποτελέσουν το σκελετό του κοφινιού. δ) ο κόφτης ή η ψαλίδα του κήπου. Με αυτό έκοβαν τις λυγαριόβεργες και τα καλάμια στα ρέμματα και τους καλαμιώνες.Με αυτό επίσης καθάριζαν από τα έργα τους ο, τι περίσσευε  και ε) ο κόπανος.Ήταν ξύλινος  ή λαστιχένιος και χρησίμευε για να χτυπάει ο καλαθοπλέκτης, κατά διαστήματα, τις βέργες μιας κατασκευής ώστε να «κάθονται» μεταξύ τους.

    Έστηναν το εργαστήρι τους έξω από το αντίσκηνο και άρχιζαν το πλέξιμο των κοφινιών, καθισμένοι πάνω στα χαμηλά σκαμνάκια τους.  Σο πλέξιμο  συμμετείχαν όλα τα μέλη της οικογένειας. H γυναίκα καθάριζε τις βέργες και τα καλάμια μαζί με τα μικρότερα παιδιά. Aυτά ήταν που έφερναν νερό και έδιναν τα εργαλεία. Tα μεγαλύτερα παιδιά έπλεκαν τα τοιχώματα ενός καλαθιού και ο πατέρας έκανε τις πιο «εξιδεικευμένες» δουλειές: το σχίσιμο των καλαμιών, την πάτωση, το χείλιασμα (= το τελείωμά του, τα «χείλη» του).

     Πρώτα  καθάριζαν  τις λυγαριόβεργες  και τα καλάμια από τα φύλλα τους με ένα κοφτερό μαχαίρι. Έσχιζαν τα καθαρισμένα καλάμια σε όλο το μήκος τους με το μαχαίρι, σχηματίζοντας στενές λουρίδες. Έπειτα  έπαιρναν βέργες από λυγαριές και με αυτές άρχιζαν να πλέκουν τον πάτο των καλαθιών και των κοφινιών. Η πλέξη του γινόταν πυκνή, για να έχει μεγάλη αντοχή. Μετά την πλέξη του πάτου σήκωναν κάθετα σε αυτόν, όρθιες τις λυγαριόβεργες και έπλεκαν πάνω σε αυτές  τις λουρίδες των καλαμιών οριζόντια. Στα κοφίνια που ήταν μεγαλύτερα σε μέγεθος έπλεκαν κατά διαστήματα  και σύρματα,  για να αντέχουν το μεγάλο βάρος. Μόλις τέλειωναν και την πλέξη του σκελετού, έπλεκαν τα χερούλια των κοφινιών στα χείλια του σκελετού.Τα μεγάλα κοφίνια και τα πανέρια τα έφτιαχναν σε κωνική μορφή, ώστε να μπαίνει το ένα μέσα στο άλλο και να καταλαμβάνουν μικρότερο χώρο, όταν είναι άδεια.Τέλος τα κρεμούσαν στον ήλιο, για να στεγνώσουν τα υλικά κατασκευής τους.Φορτωμένοι στους ώμους τα μετέφεραν και τα παρέδιδαν έτοιμα στους πελάτες τους χωριανούς μας και η αμοιβή τους γινόταν σε μετρητά ή σε είδος (λάδι, σαπούνι κλπ). 

      Στο επόμενο σημείωμά μας θα αναφερθούμε και σε άλλες κατηγορίες εμπόρων, κτιστάδων και εργατών που πέρασαν από το χωριό μας και βοήθησαν στην οικονομική του ανάπτυξη.

                                                                    Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ   Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, μεγάλη ώθηση στην οικιστική, οικονομ...