Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ
ΧΩΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ THN ΔEKAETIA TOY 1960
Μόλις
τα παιδιά του χωριού τέλειωναν το Δημοτικό σχολείο, στη συντριπτική τους
πλειοψηφία, έφευγαν από το χωριό και πήγαιναν στις γειτονικές πόλεις, το Άργος
και κυρίως την Τρίπολη για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο. Κανένας από τους γονείς
δεν ήθελε το παιδί του να παραμείνει στο χωριό, ακολουθώντας την δική του μοίρα.
Θυσίαζαν τα πάντα ώστε τα παιδιά τους να μην ζήσουν κάτω από τις άσχημες
συνθήκες που ζούσαν αυτοί. Να πάψουν να βρέχονται ως το κόκκαλο μέσα στο
καταχείμωνο κατά την συλλογή του ελαιόκαρπου και να μην καίγονται μέσα στο
λιοπύρι του καλοκαιριού στο θέρο και στο αλώνισμα των δημητριακών. Να μην
ανεβοκατεβαίνουν στο Καστρί, περνώντας τους κακοτράχαλους δρόμους του Αρμακά
και της Λαγκάδας. Ήθελαν τα παιδιά τους να τελειώσουν το Γυμνάσιο και να
σπουδάσουν, εξασφαλίζοντας έτσι καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Είχε γίνει πια
συνείδηση όλων πως έπρεπε με κάθε τρόπο τα παιδιά να φύγουν από το χωριό.
Όσα παιδιά λοιπόν περνούσαν τις εισαγωγικές
εξετάσεις στο Γυμνάσιο με επιτυχία, άρχιζαν αμέσως την προετοιμασία τους για
την μετάβασή τους στην πόλη. Μετέβαιναν αρχικά στην πόλη οι γονείς των παιδιών
για αναζήτηση στέγης. Ενοικίαζαν συνήθως δωμάτια με μια μικρή κουζίνα σε
ιδιόκτητα σπίτια κατοίκων της πόλης που ήταν κοντά στα Γυμνάσια. Οι ιδιοκτήτες
κατά το πλείστον διέμεναν στο ίδιο σπίτι με τα παιδιά και χρησιμοποιούσαν τους
ίδιους κοινόχρηστους και λοιπούς χώρους υγιεινής με αυτά. Για λόγους οικονομίας
πολλές φορές στο ίδιο δωμάτιο διέμεναν δύο παιδιά διαφορετικών οικογενειών, για
να μοιράζονται τα έξοδα της διαμονής τους στην πόλη. Όταν το σπίτι διέθετε
περισσότερα του ενός δωμάτια για ενοικίαση, οι συγχωριανοί συνενοούντο μεταξύ
τους και ενοικίαζαν τα δωμάτια αυτά για τα παιδιά τους. Έτσι στο ίδιο σπίτι
δημιουργείτο ολόκληρη Μασκλινιώτικη γειτονιά και τα παιδιά έκαναν παρέα τις
ελεύθερες ώρες τους, ενώ βοηθούσε το ένα το άλλο, όταν είχαν ανάγκη.
Μόλις έμπαινε ο Σεπτέμβρης οι γονείς φόρτωναν
σε φορτηγά βαγόνια του τραίνου ή σε φορτηγά αυτοκίνητα την κλινοστρωμνή και την
οικοσκευή των παιδιών και την μετέφεραν στο δωμάτιο που είχαν ενοικιάσει στην πόλη.
Μετέφεραν επίσης και τρόφιμα (πατάτες, λάδι, τραχανά, χυλοπίτες κλπ.) για την
διατροφή των παιδιών κατά την παραμονή τους εκεί. Ξεκινούσαν τα παιδιά τα
μαθήματα στο Γυμνάσιο, έχοντας όμως εκτός από το διάβασμα και άλλες
υποχρεώσεις. Έπρεπε να μαγειρέψουν, να πλύνουν και να καθαρίσουν το δωμάτιο
γενικότερα.
Τα παγωμένα πρωινά, μόλις ξυπνούσαν, έστρωναν
το κρεβάτι τους, έρριχναν λίγο νερό στο πρόσωπο και χωρίς να πάρουν πρωινό
έφευγαν φορτωμένα την τσάντα τους για το Γυμνάσιο. Τα Γυμνάσια ήταν αρρένων και
θηλέων και τα αγόρια φοιτούσαν χωριστά από τα κορίτσια. Κάθε μεσημέρι γυρνώντας
στο δωμάτιο μετά το σχόλασμα πρώτη τους δουλειά ήταν να μαγειρέψουν φαγητό για
να φάνε. Ετοίμαζαν πάντοτε τα μεσημέρια κάτι πρόχειρο (πατάτες τηγανητές, αυγά
στο τηγάνι, χυλοπίτες κλπ.). Έτσι τα παιδιά έκαναν το μάγειρα, τον λαντζέρη και
τον κουβαλητή. Έφτιαχναν φαγητά χρησιμοποιώντας πρώτες ύλες από τα τρόφιμα που
τους είχαν εφοδιάσει οι γονείς τους από το χωριό. Μαγείρευαν πάνω σε «γκαζιέρα»,
μια συσκευή που λειτουργούσε με πετρέλαιο, ή σε συσκευή υγραερίου (πετρογκάζ).
Το χειμώνα μαγείρευαν πάνω στην ξυλόσομπα που έκαιγε μέσα στο δωμάτιο για να το
ζεστάνει. Τα ξύλα για την τροφοδοσία της ξυλόσομπας τα έστελναν οι γονείς τους
από το χωριό.
Μετά το φαγητό μάζευαν το τραπέζι και το
φαγητό που περίσσευε μαζί με το καρβέλι το ψωμί το τοποθετούσαν στο «φανάρι». Έπλεναν
ύστερα τα πιάτα και την κατσαρόλα, καθάριζαν την κουζίνα και άρχιζαν το
διάβασμα. Πολλές φορές όμως αναγκάζονταν να ασχοληθούν και με την μπουγάδα. Το
χειμώνα η ξυλόσομπα ήταν το μοναδικό μέσο θέρμανσης του δωματίου, αφού τα δωμάτια
εκείνη την εποχή δεν είχαν κεντρικό σύστημα θέρμανσης (καλοριφέρ) ή airondition.
Και όταν το βράδυ η ξυλόσομπα έσβηνε και έξω είχε χιονίσει, τότε τα παιδιά
χώνονταν μέσα στις κουβέρτες του κρεβατιού για να ζεστάνουν τα ποδαράκια τους.
Τα πρωινά τις Κυριακές φορούσαν τα καθαρά ρούχα τους και πήγαιναν στην εκκλησία
να εκκλησιαστούν μαζί με τους καθηγητές τους.
Συνήθως κάθε Σάββατο μετά το σχόλασμα, αφού
την δεκαετία του 1960 τα σχολεία λειτουργούσαν και την ημέρα αυτή, μετέβαιναν
στο μικρό καφενεδάκι του κυρ Βασίλη του Κρεμαστιώτη, κοντά στο σταθμό των
λεωφορείων, για να πάρουν το ταγάρι με τα τρόφιμα που είχε φέρει το λεωφορείο
από το χωριό. Είχε μέσα ένα καρβέλι ψωμί, λίγο κρέας, αυγά, άγρια χόρτα και
ό,τι άλλο τους έστελναν οι γονείς τους. Η μετάβασή τους στο χωριό κάθε εβδομάδα
ήταν σχεδόν απαγορευτική, για λόγους οικονομικούς.
Στο χωριό μετέβαιναν μόνο στις διακοπές των
εορτών και του καλοκαιριού. Αλλά και την περίοδο των διακοπών των Χριστουγέννων
τα γυμνασιόπαιδα πήγαιναν με τους γονείς τους στο λιομάζωμα ενώ τα καλοκαίρια
για καμμιά δεκαπενταριά ημέρες ορισμένα μετέβαιναν στα γειτονικά χωριά
(Παρθένι, Στενό, Ρίζες) και δούλευαν με τους γονείς τους μεροκάματο, στο μάζεμα
του βύσσινου, εξοικονομώντας το «χαρτζηλίκι» τους. Έτσι περνούσαν τις σχολικές
χρονιές τα Μασκλινιώτικα παιδιά στις γειτονικές πόλεις. Και όταν τέλειωναν το
Γυμνάσιο τα περίμενε άλλος «Γολγοθάς», οι εισαγωγικές εξετάσεις στην
Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πολλοί
Μασκλινιώτες κατάφεραν να εισαχθούν και να σπουδάσουν εκεί. Αφού πήραν το
πτυχίο τους, στη συνέχεια κατέλαβαν σημαντικές θέσεις και άφησαν το «στίγμα»
τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου μας. Έγιναν δάσκαλοι, καθηγητές,
γιατροί, φαρμακοποιοί, τραπεζίτες και διευθυντικά στελέχη της Δημόσιας
Διοίκησης.
Αλλά και αυτοί που δεν κατάφερναν να
τελειώσουν το Γυμνάσιο κοίταξαν να βρουν κάποια δουλειά, να μάθουν μια τέχνη ή
να αναπτύξουν μια οικονομική δραστηριότητα στην πόλη, για να μείνουν για πάντα
εκεί, που οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ καλύτερες από το χωριό. Άλλοι πάλι
παρατούσαν το Γυμνάσιο και τις σπουδές για λόγους οικονομικούς, και έφευγαν για
την ξενιτειά. Προτιμούσαν «να βαδίσουν στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», παρά
να γυρίσουν στο χωριό και να ζήσουν στη φτώχια και στη μιζέρια, παλεύοντας με
«τα στοιχεία της φύσης», ασχολούμενοι με την καλλιέργεια των χωραφιών μαζί με
τους γονείς τους. Και από αυτούς που δεν πήγαν καθόλου στο Γυμνάσιο πολλοί
κατάφεραν να ασχοληθούν με την τέχνη (εργολάβοι οικοδομών, ξυλουργοί κλπ.) ή να
διαπρέψουν με τις επιχειρήσεις τους στον οικονομικό τομέα στο εξωτερικό αλλά
και στην πατρίδα μας. (λ.χ. οι αδελφοί Λυγγίτσου, οι αδελφοί Κίκιζα κλπ). Και
από τα χρήματα που κέρδιζαν βοηθούσαν οικονομικά τους φτωχούς και πολλές φορές
ανήμπορους γονείς τους που είχαν μείνει στο χωριό, ενώ πάντοτε συμμετείχαν οικονομικά
με περισσή προθυμία στην οικιστική και πολιτιστική ανάπτυξη του χωριού μας.
Γ.Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου