ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
Στο σημερινό σημείωμά μας θα αναφερθούμε στην
σχολική ζωή των μαθητών της γενιά μας περιγράφοντας την λειτουργία του Σχολείου
τις δεκαετίες του 1950 και του 1960
καθώς και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα μικρά Μασκλινιωτάκια την εποχή
εκείνη για να αποκτήσουν τις πρώτες εγκύκλιες γνώσεις.
Από τις αρχές
του 1900 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 τα παιδιά που έμεναν στα
ακραία σπίτια του χωριού ή στις απομακρυσμένες από το χωριό συνοικίες
(Στρατηγέκα χάνια ,Δώθε Μεσοραχίτικα, Κατσιρέκα, Λιατσέκα), για να έρθουν στο
σχολείο υφίσταντο μεγάλη ταλαιπωρία. Έπρεπε καθημερινά να σηκωθούν από τα
«άγρια χαράματα», να ρουφήξουν τον ζεστό τραχανά που είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά
του σπιτιού και να διανύσουν με τα πόδια μεγάλες αποστάσεις, για να φτάσουν στο
σχολείο, ιδιαίτερα τα παγωμένα
χειμωνιάτικα πρωινά. Τις βροχερές ημέρες ή μέσα στη χιονοθύελλα έρχονταν,
βρεγμένα μέχρι το κόκαλο, κρατώντας στα χεράκια τους, εκτός από τη σχολική σάκα,
το κατσαρολάκι με το μεσημεριανό φαγητό και το ελιόξυλο που έφερναν όλοι
ανεξαιρέτως οι μαθητές, για την τροφοδοσία της σόμπας της τάξης τους. Προσπαθούσαν να ζεστάνουν τα παγωμένα χέρια
τους και να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα
τους, πέφτοντας πάνω στις αναμμένες σόμπες του σχολείου. Τα μεσημέρια
αναγκάζονταν να παραμένουν στο σχολείο, για να παρακολουθήσουν στην συνέχεια τα
απογευματινά μαθήματα, τρώγοντας για μεσημεριανό γεύμα το λιτό φαγητό που είχαν
φέρει από το σπίτι τους στο κατσαρολάκι. Και τις απογευματινές ώρες το χειμώνα που γύριζαν στο σπίτι κατάκοπα από την πεζοπορία, είχε
σχεδόν νυχτώσει. Όμως έπρεπε να καθίσουν να διαβάσουν και να γράψουν τα
μαθήματα της επόμενης ημέρας, αφού τελειώσουν πρώτα τις δουλειές του σπιτιού που τους είχαν
αναθέσει οι γονείς τους. Πολλές φορές τα χειμωνιάτικα μεσημέρια οι δάσκαλοι
άφηναν μια αίθουσα του σχολείου ανοιχτή με τη σόμπα αναμμένη, για να
διευκολύνουν την παραμονή των παιδιών αυτών στο σχολείο.
Τα παιδιά του
σχολείου έρχονταν στο σχολείο νωρίς το
πρωί, στις 7.30. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 το σχολείο προσέφερε
σε όλα τα παιδιά γάλα, κίτρινο τυρί και βούτυρο, που προέρχονταν από Αμερικανική
βοήθεια. Η κυραΑγγελικώ, η συμβία του Αντώνη Χουγιάζου, παρασκεύαζε καθημερινά
στο μαγειρείο του σχολείου το γάλα που ήταν σε σκόνη. Τα παιδιά αφού το έπαιρναν στα
αλουμινένια κύπελά τους, περιμένοντας τη σειρά τους μπροστά στο καζάνι, το
καταβόχθριζαν βιαστικά. Έτρωγαν έπειτα το κίτρινο τυρί με τη μια φέτα το ψωμί που είχαν φέρει από το σπίτι
τους καθώς και την άλλη φέτα που είχαν αλείψει το βούτυρο που διανεμόταν
περιοδικά. Στις 8.00 χτυπούσε το κουδούνι
και όλα τα παιδιά συγκεντρώνονταν μπροστά στην είσοδο του κτιρίου και «έκαναν
γραμμές» σε τριάδες. Ακολουθούσε η προσευχή και στη συνέχεια τα παιδιά έμπαιναν
στις αίθουσες για το μάθημα. Όταν περνούσε η κάθε διδακτική ώρα ο διευθυντής
του σχολείου, ο αείμνηστος Γ. Κατσούλος, που εκείνη την εποχή (την δεκαετία του
1950) δίδασκε την πέμπτη και την έκτη τάξη, έδινε το κουδούνι σε έναν από τους μαθητές. Αυτός
έβγαινε στο διάδρομο και το χτυπούσε τόσο δυνατά, που ο ήχος του αντιλαλούσε
μέσα στους διαδρόμους. Το κουδούνι, που έμοιαζε σαν καμπάνα σε μικρογραφία με
ξύλινη χειρολαβή, έδινε το σύνθημα να ξεχυθούν τα παιδιά στο προαύλιο για το
διάλειμμα. Τους χειμερινούς μήνες που έβρεχε και χιόνιζε τα παιδιά παρέμεναν
στις αίθουσες και στους διαδρόμους του σχολείου. Στο τελευταίο κουδούνι, το
μεσημέρι στις 13.00, γινόταν το σχόλασμα. Υπήρχαν δύο κουδούνια πάνω στο
γραφείο του Διευθυντή. Το μεγάλο που προαναφέραμε και το μικρό με το οποίο ο
διευθυντής καλούσε τους συναδέλφους του στο γραφείο του που συστεγαζόταν μαζί
με την Δευτέρα τάξη, στο πίσω μέρος των θρανίων, στη μικρή αίθουσα του
σχολείου, μπαίνοντας στο διάδρομο της εισόδου δεξιά. Το μεσημέρι, μετά το
σχόλασμα τα παιδιά των μακρινών γειτονιών παρέμεναν στο σχολείο, αφού στις
14.30 άρχιζε πάλι το απογευματινό μάθημα. Έτρωγαν τα βρισκούμενα που είχαν φέρει
από το σπίτι τους και έγραφαν τη γραφή
τους. Το απογευματινό ωράριο αποτελείτο από δύο μόνο διδακτικές ώρες. Την
δεύτερη διδακτική ώρα, όταν ο καιρός το επέτρεπε, τα παιδιά των τεσσάρων
τελευταίων τάξεων του σχολείου, μετέβαιναν μαζί με τους δασκάλους τους σε
διάφορα σημεία του χωριού (προαύλιο εκκλησίας, μνημείο πεσόντων κλπ.),
ασχολούμενα με τον καθαρισμό και τον καλλωπισμό τους γενικότερα. Την Τετάρτη
και το Σάββατο το σχολείο παρέμεινε κλειστό τις απογευματινές ώρες.
Στο σχολείο τις δεκαετίες του 1950 και 1960
επικρατούσε απόλυτη πειθαρχία. Οι μαθητές του σχολείου δοκίμαζαν τη βέργα από
το δάσκαλο για οποιοδήποτε παράπτωμα (αδιάβαστοι, φασαρία, ψέματα, απουσίες
κλπ). Οι ξυλιές έπεφταν απανωτά πάνω στις ανοιχτές παλάμες, στα πισινά και στα
πόδια των παιδιών. Άλλες μορφές τιμωρίας, ήταν το τράβηγμα των αυτιών και των
μαλλιών, ιδιαίτερα των κοριτσιών, από το δάσκαλο και η στάση του τιμωρημένου
μαθητή όρθιου στο ένα πόδι μέσα στην αίθουσα για ένα χρονικό διάστημα. Κάτι που όμως εφαρμοζόταν σπάνια, ήταν η «νηστεία»,
δηλαδή ο εγκλεισμός στην αποθήκη, κάτω από τη σκάλα εισόδου του σχολείου. Αυτό
σήμαινε ότι ο δάσκαλος δεν άφηνε τα τιμωρημένα παιδιά το μεσημέρι να πάνε στο
σπίτι τους για φαγητό, αλλά τα κλείδωνε εκείνες τις ώρες μέσα στην αποθήκη.
Γεγονός ήταν ότι τα παιδιά φοβόνταν περισσότερο τον δάσκαλο από τους γονείς
τους. Αν οι γονείς μάθαιναν ότι το παιδί τους τιμωρήθηκε από το δάσκαλο στο
σχολείο, τότε γυρίζοντας στο σπίτι από το σχολείο το παιδί, «έτρωγε» και από
τους γονείς του και άλλες «ψιλές», δικαιολογώντας πάντοτε την συμπεριφορά του
Βασικά
εργαλεία δουλειάς ενός μαθητή της πρώτης Δημοτικού, ήταν η πλάκα, πάνω στην
οποία έγραφαν την ορθογραφία και την αριθμητική τους με το κοντύλι και έσβηναν,
διορθώνοντας τα λάθη τους, με το σφουγγάρι. Εκείνες τις εποχές φυσικά δεν υπήρχαν
στυλό διαρκείας και μαρκαδόροι. Βιβλία, ειδικά στις πρώτες τάξεις, δεν υπήρχαν
παρά μόνο το αναγνωστικό. Αλλά και αυτό έπρεπε να το διατηρούν οι μαθητές σε
καλή κατάσταση, γιατί μετά την λήξη του σχολικού έτους το βιβλίο το δάνειζαν σε
άλλους νεότερους, για να το χρησιμοποιήσουν. Το κύριο μέσο γραφής στις πρώτες
τάξεις ήταν το μολύβι. Από την τρίτη τάξη του δημοτικού και μετά,
χρησιμοποιούσαν κοντυλοφόρο με πένα, που την βουτούσαν μέσα σε μελάνι, που
κρατούσαν στο γυάλινο μελανοδοχείο. Μετά το γράψιμο χρησιμοποιούσαν το
στυπόχαρτο, ένα τετράγωνο απορροφητικό χαρτί, για να στεγνώνει το μελάνι ευκολότερα.
Αυτό ταλαιπωρούσε τα παιδιά, αφού εύκολα μουτζουρώνονταν τα τετράδια και εάν
γινόταν αυτό η τιμωρία ήταν αυστηρή .Η σχολική τσάντα των μαθητών ήταν
χειροποίητη από φτηνό πανί.
Μια φορά την εβδομάδα γινόταν, συνήθως από
τον διευθυντή του σχολείου έλεγχος ατομικής καθαριότητας των μαθητών. Έπρεπε να
έρθουν όλα τα παιδιά στο σχολείο με κομμένα νύχια, με καθαρά ρούχα και τα
κεφάλια των αγοριών έπρεπε να είναι κουρεμένα. Θυμάμαι πως κατά την πρωινή
είσοδο των μαθητών στο σχολείο ο Διευθυντής
έλεγε τη φράση «οι ακούρευτοι να παραμείνουν στο διάδρομο». Τους
συγκέντρωνε εκεί και δεν τους επέτρεπε να μπουν στην αίθουσα για να
παρακολουθήσουν μαθήματα. Τους γύριζε πάλι στα σπίτια τους για κούρεμα. Και όταν οι κουρείς του χωριού
δεν μας προλάβαιναν, οι μαννάδες μας με
τις χειροκίνητες κουρευτικές μηχανές αυτοσχεδίαζαν στα κεφάλια μας κουρεύοντάς
μας, για να μην μας στείλουν στο σχολείο
ακούρευτους. Τα παιδιά που έπασχαν από «τριχοφάγο», μια ασθένεια του δέρματος
του κεφαλιού, έπρεπε οπωσδήποτε να φορούν σκουφί που συνήθως ήταν φτιαγμένο από
παλιές γυναικείες κάλτσες, για την αποφυγή μετάδοσης της νόσου στους συμμαθητές
τους.
Μερικά παιδάκια φτωχών οικογενειών έρχονταν
στο σχολείο φορώντας ρούχα από υφάσματα προερχόμενα από την Αμερικανική
βοήθεια, σχεδόν ξυπόλυτα, και μόνο τους χειμερινούς μήνες με τα πολλά τα κρύα,
έβαζαν παπούτσια. Την δεκαετία του 1950, τότε που δεν υπήρχαν χώροι υγιεινής
στα σπίτια του χωριού, οι μαθητές και οι μαθήτριες του σχολείου υποχρεούντο μια
φορά την εβδομάδα, συνήθως το Σάββατο, μετά την λήξη των μαθημάτων τους να κάνουν μπάνιο. Γινόταν στα λουτρά του
σχολείου που ήταν εξοπλισμένα με ντουζιέρες. Την ημέρα εκείνη, εκτός από τη
σάκα με τα βιβλία και τα τετράδια, όλα τα σχολιαρόπαιδα ήταν υποχρεωμένα να κουβαλούν
και μια αλλαξιά εσώρουχα, κάτι που δεν άρεσε στους περισσότερους. Όμως άφηναν
κατά μέρος τις διαμαρτυρίες και απολάμβαναν ένα λουτρό κάτω από την ντουζιέρα,
ξεχωριστά τα αγόρια από τα κορίτσια, με την επιμέλεια των δασκάλων τους. Ο
χώρος των λουτρών βρισκόταν στο δυτικό μέρος του προαυλίου του σχολείου ,κοντά
στις τουαλέτες και είχε διαμορφωθεί κατάλληλα με διαχωριστικούς τοίχους. Η
παροχή ζεστού νερού γινόταν από θερμαινόμενο με φωτιά από ξύλα καζάνι που
υπήρχε στην παράπλευρη μικρή αποθήκη, το οποίο γέμιζε από μεγάλα βαρέλια που
βρίσκονταν στην οροφή του οικήματος. Το κτήριο των λουτρών σήμερα χρησιμεύει
σαν αποθήκη.
Στις Εθνικές επετείους το χωριό ήταν όλο
στο πόδι. Από τις παραμονές οι μητέρες των παιδιών σιδέρωναν τις εθνικές
φορεσιές που είχαν καταχωνιάσει στα μπαούλα και τις δοκίμαζαν στα παιδιά τους,
συμπληρώνοντας τυχόν ελλείψεις τους, αλλά λίγα παιδιά είχαν αυτό το προνόμιο.
Για τα περισσότερα έπλεναν και σιδέρωναν τα γιορτινά τους ρούχα, αυτά που θα
φορούσαν στην Εθνική γιορτή. Το πρωί της
εορτής όλα τα παιδιά, καμμιά εκατοστή περίπου, μαζεύονταν στο προαύλιο του
δημοτικού σχολείου. Εκεί οι δάσκαλοι τα τοποθετούσαν σε διαφορετικές σειρές τα αγόρια και τα κορίτσια, ανάλογα με
την υψομετρική τους διαφορά. Στις πρώτες σειρές έμπαιναν οι ψηλοί και
ακολουθούσαν οι πιο κοντοί. Έπειτα ξεκινούσαν για την εκκλησία. Μπροστά από
όλους πήγαινε η σημαία του σχολείου που στην κορυφή του κονταριού της άστραφτε
στο φως του ήλιου ο σταυρός και την
κρατούσε ο πιο επιμελής μαθητής,
συνοδευόμενος από τους παραστάτες. Ακολουθούσαν σε σειρές τα παιδιά που
φορούσαν εθνικές φορεσιές (φουστανελάδες και Αμαλίες) και πιο πίσω ακολουθούσαν
τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου,
συνοδευόμενα από τους δασκάλους τους .Έπαιρναν τον κατηφορικό δρόμο που οδηγεί
στην εκκλησία. Μάταια όμως προσπαθούσαν να συγχρονίσουν τον βηματισμό τους,
αφού ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος και γεμάτος λακκούβες.
Όταν έφταναν στην εκκλησία, έμπαινε πρώτα ο
μαθητής και οι παραστάτες με τη σημαία και στέκονταν κάτω από δεξιό αναλόγιο
ενώ τα υπόλοιπα παιδιά μοιράζονταν δεξιά και αριστερά στο μεσαίο κλίτος, αφήνοντας
στη μέση διάδρομο για να διευκολύνεται η διέλευση του ιερέα. Στην εκκλησία επικρατούσε
πάντοτε ησυχία και τάξη. Μετά το τέλος της Θείας λειτουργίας ακολουθούσε η
δοξολογία και ο πανηγυρικός της ημέρας που εκφωνείτο από τους δασκάλους. Στη
δοξολογία παρίσταντο και οι Αρχές του χωριού, ο Πρόεδρος της κοινότητας με το
κοινοτικό συμβούλιο, ο κοινοτικός γραμματέας, ο αστυνόμος με τους χωροφύλακες,
ο προϊστάμενος του ταχυδρομείου, ο υδρονομέας
κλπ. Μετά το τέλος της δοξολογίας όλοι οι μαθητές του σχολείου
συνοδευόμενοι από τους δασκάλους τους και με τον ίδιο τρόπο που κατέβηκαν,
τραγουδώντας εμβατήρια, ανέβαιναν στο μνημείο των πεσόντων και πίσω από αυτούς
ακολουθούσαν οι κάτοικοι του χωριού. Περνώντας
από τα καταστήματα της αγοράς χειροκροτούσαν τα παιδιά οι θαμώνες των
καφενείων.
Φτάνοντας στο μνημείο των πεσόντων οι μαθητές
του σχολείου, οι Αρχές του χωριού και όλοι οι κάτοικοι, ψαλλόταν δέηση
για την ανάπαυση των ψυχών των ηρωικώς πεσόντων «για του Χριστού την πίστη την
Αγία και της Πατρίδας την ελευθερία» από τον παπαΓιάννη και στην συνέχεια
γινόταν κατάθεση στεφάνων στο ηρώο από τις Αρχές. Ακολουθούσε η απαγγελία
ποιημάτων εθνικού περιεχομένου από τα μεγαλύτερα και επιμελέστερα παιδιά του
σχολείου. Η τελετή έκλεινε ψάλλοντας τον
Εθνικό Ύμνο από τα παιδιά. Το απόγευμα της εορτής συγκεντρώνονταν όλοι οι
κάτοικοι του χωριού στη μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου και εκεί τα
μεγάλα παιδιά έπαιζαν διάφορα σκετσάκια (ο Κατσαντώνης, οι Σουλιώτισσες
κλπ) και τα μικρά απήγγειλαν ποιήματα
εθνικού περιεχομένου.
Επίσης κατά την λήξη των μαθημάτων κάθε
σχολικού έτους, πραγματοποιούντο στην μεγάλη αίθουσα του σχολείου εκδηλώσεις με
σκετσάκια, χιουμοριστικούς διαλόγους, απαγγελίες ποιημάτων και τραγούδια από
την χορωδία των μαθητριών του σχολείου
με την καθολική συμμετοχή των παιδιών του σχολείου. Όλες οι παραπάνω
εκδηλώσεις οργανώνονταν από τους
δασκάλους του σχολείου και τις
παρακολουθούσε το σύνολο των κατοίκων του χωριού. Αυτές αποτελούσαν θέμα συζήτησης των κατοίκων του
χωριού, για πολλές ημέρες μετά την πραγματοποίησή τους .Όλες αυτές τις
εκδηλώσεις αποθανάτιζε με την φωτογραφική μηχανή του ο φωτογράφος του
χωριού Γιώργης Λυγδόπουλος.
Για σαράντα τουλάχιστον χρόνια, από τις
αρχές της δεκαετίας του 1950 και μετά, τους χειμερινούς μήνες, οι αίθουσες του
σχολείου θερμαίνονταν με μεγάλες ξυλόσομπες. Κάθε μαθητής, κατά την προσέλευσή
του στο σχολείο τα χειμωνιάτικα πρωινά και σε καθημερινή βάση, κουβαλούσε από
το σπίτι του υποχρεωτικά, μαζί με τα βιβλία στην πάνινη τσάντα του, και ένα ξύλο,
συνήθως από ελιά ή αμπελόκλημα, για την τροφοδοσία της ξυλόσομπας κατά την
διάρκεια της ημέρας. Αργότερα για να μην ταλαιπωρούνται οι μαθητές με την
καθημερινή μεταφορά των ξύλων στο σχολείο, στην αρχή κάθε χρονιάς, οι γονείς
των παιδιών κουβαλούσαν στην αυλή του σχολείου με τα ζώα τους ένα φόρτωμα ξύλα
για κάθε μαθητή, που τα έκοβαν στην συνέχεια με την «κορδέλα*» και έτσι
σταμάτησε η καθημερινή δοκιμασία των μαθητών μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο. Μικρό
συνεργείο από μαθητές της κάθε τάξης, που το καθόριζε ο δάσκαλος, ήταν
επιφορτισμένο για το πρωινό άναμμα της σόμπας της κάθε αίθουσας πριν από την
έναρξη του μαθήματος. Την ξυλόσομπα τροφοδοτούσαν με ξύλα οι μαθητές της τάξης
κατά την διάρκεια των διαλειμμάτων αλλά και κατά την διάρκεια του μαθήματος,
αυτοί που κάθονταν σε θρανία που βρίσκονταν κοντά σε αυτή. Τα τελευταία χρόνια,
λίγο πριν το κλείσιμο του σχολείου, έγινε σε αυτό εγκατάσταση κεντρικής
θέρμανσης (καλοριφέρ), oπότε οι ξυλόσομπες αποτέλεσαν πια παρελθόν.
Κάθε Τετάρτη
και Σάββατο, μετά την μεσημεριανή λήξη των μαθημάτων, άρχιζε η καθαριότητα των
αιθουσών από τους μεγαλύτερους μαθητές και τις μαθήτριες του σχολείου, με την
επίβλεψη των δασκάλων τους. Οι μαθητές μετακινούσαν τα ξύλινα θρανία,
σηκώνοντάς τα όρθια, μέσα στην αίθουσα και οι μαθήτριες με σκούπες και φαράσια σκούπιζαν
όλο το δάπεδο της αίθουσας από τα χώματα και τα σκουπίδια που είχαν μαζευτεί.
Έπειτα ξεσκόνιζαν τις επιφάνειες των θρανίων, την έδρα με το τραπέζι-γραφείο
του δάσκαλου και γενικά όλα τα έπιπλα και τους χάρτες της αίθουσας. Στο τέλος
τακτοποιούσαν τα θρανία και τα άλλα έπιπλα στη θέση τους, για να είναι έτοιμα
να καθίσουν οι μαθητές για το μάθημα την άλλη μέρα το πρωί.
Κατά τις
Κυριακές και τις μεγάλες εορτές γινόταν εκκλησιασμός όλων των μαθητών του
σχολείου, με ευθύνη των δασκάλων τους. Κάθε Κυριακή ή εορτή, τις πρωινές ώρες,
συγκεντρώνονταν όλα τα παιδιά του σχολείου στο προαύλιό του και μετά την
εκφώνηση του απουσιολογίου, στοιχημένα σε τριάδες, με την συνοδεία και των
δασκάλων τους, οδηγούντο στην εκκλησία του ΑηΓιώργη, για να παρακολουθήσουν τις
ιερές ακολουθίες από τον καλλικέλαδο παπαΓιάννη τον Χάλια. Μέχρι το τέλος των
ιερών ακολουθιών όλα τα καταστήματα και τα καφενεία του χωριού παρέμεναν
πάντοτε κλειστά. Οι θαμώνες τους παρέμεναν έξω από αυτά στα προαύλιά τους και
περίμεναν υπομονετικά μέχρι να «σχολάσει
η εκκλησία», για να τους σερβίρει ο καφετζής το καφεδάκι τους και να ψωνίσουν
από τα «μπακάλικα*» τα χρειαζούμενα στην οικογένεια.
Κατά
την διάρκεια του σχολικού έτους ο αριθμός των μαθητών του δημοτικού σχολείου
δεν παρέμενε σταθερός, αλλά υφίστατο αυξομειώσεις συνεχώς. Αυτό γινόταν, επειδή
τα παιδιά των διπλοκάτοικων συγχωριανών μας τους πρώτους και τους τελευταίους μήνες
της σχολικής χρονιάς παρακολουθούσαν τα μαθήματά τους στο Δημοτικό σχολείο του
Καστριού, αφού οι γονείς τους ξεκαλοκαίριαζαν εκεί. Μόλις άρχιζαν τα πρώτα κρύα
στα μέσα του Νοέμβρη οι γονείς τους, αφού μάζευαν τα κάστανα και τέλειωναν τις
άλλες δουλειές τους στο Καστρί, κατέβαιναν στη Μάσκλινα με τις οικογένειές
τους, για να ξεχειμωνιάσουν. Αναχωρούσαν πάλι για το Καστρί την άνοιξη, λίγο
μετά τις εορτές του Πάσχα. Έτσι τα παιδιά των διπλοκάτοικων συγχωριανών μας,
τους χειμωνιάτικους μήνες παρακολουθούσαν τα μαθήματα στο δημοτικό σχολείο της
Μάσκλινας. Μετά τις γιορτές του Πάσχα ανέβαιναν μαζί με τους γονείς τους πάλι
στο Καστρί και συνέχιζαν να παρακολουθούν τα μαθήματά τους στο Δημοτικό σχολείο
του Καστριού.
Τελειώνοντας
θεωρούμε πως πρέπει να μνημονεύσουμε τα ονοματεπώνυμα όλων των δασκάλων του
Σχολείου από της ιδρύσεώς του μέχρι και την κατάργησή του. Από τα στοιχεία που
βρήκαμε προκύπτει, πως οι δάσκαλοι, κατ’ αλφαβητική σειρά, που υπηρέτησαν στο σχολείο του χωριού, μαθαίνοντας γράμματα
ολόκληρες γενιές μαθητών της Μάσκλινας, ήταν οι:
Ασσιούρας Κων/νος, Ξυλιά Γεωργία
Δημητρακόπουλος Χαράλαμπος Παπάζογλου
Ελένη
Θεοδωρόπουλος Σταύρος Παναγόπουλος Κων/νος
Καραγιάννη Βασιλική Παπαχρόνη Αλκμήνη
Καρλή Ελένη Παυλάκος Βασίλης
Κατσούλος Γεώργιος Σαρρής
ή Γιατρόπουλος Γεώργιος
Κοτσάνη Σωτηρία Σωτηροπούλου Βασιλική
Κυριακοπούλου Διονυσία Ταγκλής Γεώργιος
Κωνσταντούρος Αναστάσιος Τραϊτούρου Φωτεινή
Μέγγος Ιωάννης Τσιώλη Δήμητρα
Μελιδώνης Ιωάννης Τσούκα Φωτεινή
Μίσσιου Αγγελική Φράγκος
Παναγιώτης
Μπλέσιος Γεώργιος Φιλοπούλου
Παναγιώτα
Στον κατάλογο των παραπάνω
πρέπει να προσθέσουμε και τον συγχωριανό μας αείμνηστο Γιώργο Μίλη, που υπηρέτησε στο σχολείο του
χωριού μας για μικρά χρονικά διαστήματα στις δεκαετίες 1930 και 1940. Θεωρούμε
τέλος υποχρέωσή μας να μνημονεύσουμε εδώ ιδιαίτερα τους αείμνηστους δασκάλους
μας Τσιώλη Δήμητρα, Καρλή Ελένη, Φράγκο Παναγιώτη και Κατσούλο Γεώργιο που κατά
την περίοδο από 1956 μέχρι 1962 δίδαξαν σε μας προσωπικά και τους συνομηλίκους
μας τα πρώτα γράμματα και μας έδωσαν τις εγκύκλιες γνώσεις. Ας είναι ελαφρύ το
χώμα που τους σκεπάζει.
Γ. Σκλημπόσιος- Μασκλινιώτης