ΤΟ «ΜΕΡΟΔΟΥΛΙ» ΤΟΥ ΜΑΣΚΛΙΝΙΩΤΗ ΣΤΟ ΣΑΜΟΝΙ ΓΙΑ ΤΟ ΛΙΟΜΑΖΩΜΑ
Η συλλογή του ελαιοκάρπου
γινόταν κατά την διάρκεια του καταχείμωνου. Άρχιζε από τις αρχές του Δεκέμβρη
και τέλειωνε στις αρχές του Μάρτη, ανάλογα με την ποσότητα της παραγωγής του
ελαιοκάρπου. Παλιότερα, που δεν έφθαναν στον ελαιώνα αυτοκίνητα, το μάζεμα της
ελιάς ήταν δύσκολη και επίπονη εργασία. Οι κάτοικοι ξεκινούσαν για τους
ελαιώνες πριν ακόμη φέξει καλά η ημέρα, καβάλα στα γαϊδουρόμουλαρά τους, στα
οποία είχαν φορτώσει και τα απαραίτητα εργαλεία που τους ήταν απαραίτητα για
την συλλογή της ελιάς. (ράβδες, σακιά, το ταγάρι με το φαγητό της ημέρας κλπ).
Όταν έφταναν στα χωράφια, αφού
τακτοποιούσαν πρώτα τα «ζωντανά» τους, δένοντάς τα στις γύρω «πατουλιές*» από
πουρνάρια, άναβαν φωτιές για να ζεστάνουν το «κόκκαλό» τους, όπως ήταν
«ξυλιασμένοι» από την ακινησία, αφού μετέβαιναν στα χωράφια συνήθως «καβάλα»
πάνω στα μουλάρια τους. Περίμεναν στέκοντας γύρω από τη φωτιά μέχρι να φέξει
καλά. Αν είχε πέσει χιόνι πάνω στις ελιόκλαρες, τίναζαν το χιόνι τραβώντας τις
κλάρες για να μαζέψουν τον καρπό.
Μόλις έφεγγε, κυρίως οι
εργάτες έδεναν τα σακούλια στην μέση τους, αγκάλιαζαν τις χοντρές κλάρες κοντά
στον κορμό των δέντρων και σκαρφάλωναν σαν αίλουροι πάνω σε αυτά. «Άρμεγαν» τον καρπό από τις ελιόκλαρες και
τον τοποθετούσαν μέσα στο σακούλι τους. Όταν αυτό γέμιζε, το έδιναν σε κάποιον
που δεν είχε ανέβει πάνω στα δέντρα, συνήθως στη γυναίκα του νοικοκύρη, που το
άδειαζε μέσα στα τσουβάλια. Ο νοικοκύρης σκαρφάλωνε και αυτός στα ελιόδεντρα
και έκοβε με το χειροπρίονο που είχε βάλει στη ζωστήρα του, τις κλάρες που ήταν
γεμάτες με καρπό και δεν τις έφταναν να τις αρμέξουν οι εργάτες. Επίσης έκοβε
και χοντρές κλάρες σχεδόν από την βάση του κορμού των ελαιόδεντρων για να
ανανεωθούν. Εφάρμοζε την μέθοδο του «αυστηρού» κλαδέματος, όπως του την είχαν
διδάξει οι πρόγονοί του. Κατά την διάρκεια του ελιομαζώματος οι εργάτες
συζητούσαν μεγαλόφωνα μεταξύ τους και ορισμένοι από αυτούς, οι πιο μερακλήδες,
τραγουδούσαν διάφορα δημοτικά τραγούδια.
Το μεσημέρι η νοικοκυρά
έπαιρνε το ταγάρι με το φαγητό που είχε φέρει από το σπίτι και έστρωνε τραπέζι
συνήθως σε ένα ξέφωτο για να φάνε οι εργάτες το μεσημεριανό τους. Άναβε και
φωτιά εκεί κοντά για να ζεσταίνονται όλοι από την παγωνιά. Το μεσημεριανό φαγητό
αποτελείτο συνήθως από μαλακό ψωμί, τηγανητό μπακαλιάρο, χοιρινό σκορδαλιά
(πηχτή), κρεμμύδια, ξηρή τροφή ενώ το «πεντοχίλιαρο» μπουκάλι ήταν πάντα γεμάτο
κρασί. Κατέβαιναν από τα δέντρα οι εργάτες με τον νοικοκύρη, σταματώντας την
εργασία, και κάθονταν καταγής γύρω από το «τραπέζι» που είχε
στρώσει καταγής η νοικοκυρά, ενώ ο νοικοκύρης πήγαινε να ρίξει φαγητό (σανό ή
άχυρο) στα γαϊδουρομούλαρά του.
Μετά το μεσημέρι κάποιοι από
τους εργάτες κατέβαιναν από τα δένδρα και με τα σακούλια δεμένα στη μέση
μάζευαν το «χαμολόϊ*», τις ελιές που είχε ρίξει στη γη ο αέρας ή αυτές που
έπεφταν την ώρα του μαζέματος. Όσες κλάρες δεν τις έφταναν για να «αρμέξουν» τον
ελαιόκαρπο, τις έκοβαν με τα πριόνια και τις έριχναν στη γη, για να τις
«αρμέξουν» αργότερα ή ράβδιζαν τις κλάρες με τον ελαιόκαρπο με τις ράβδες. Έτσι
γέμιζαν σιγά - σιγά τα σακιά με τις ελιές, τα έκαναν «πλευρά*» και το βράδυ τις
φόρτωναν στα γαϊδουρομούλαρα και τις μετέφεραν στα ελαιοτριβεία του χωριού. Μια
ειδική ποικιλία, τις χοντρές «μανακοελιές», τις μετέφεραν στα σπίτια τους για
να τις «παστώσουν». Παράλληλα φόρτωναν στα ζώα και αγκαλιές ελιόκλαρα, που τα
μετέφεραν στα σπίτια τους, για το τάϊσμα των γιδοπροβάτων τους
Όλη η εργατιά (τα αφεντικά και
οι εργάτες) επέστρεφαν στο χωριό με τα πόδια, περπατώντας για πάνω από μία ώρα,
ανάλογα με την απόσταση, σχεδόν με το νύχτωμα. Όταν επέστρεφαν στο χωριό από το
Σαμόνι η διαδρομή καταντούσε «μαρτύριο». Έπρεπε πρώτα να διανύσουν τον
μουλαρόδρομο μέσα στον ελαιώνα που ήταν κάπως ξεκούραστος γιατί δεν ήταν
ανηφορικός και στη συνέχεια άρχιζαν να
ανεβαίνουν αγκομαχώντας τις ανηφορικές «σκάλες» όπως τις έλεγαν. Οι σκάλες του
Σαμονιού ήταν δύο. Η μια ήταν στο ανατολικό μέρος του και ξεκινούσε από την
περιοχή «καταράχι». Η άλλη βρισκόταν
δυτικά και ξεκινούσε από το ρέμα του Αρκουδιά. Και οι δύο αυτοί μουλαρόδρομοι, οι σκάλες, στο τέρμα της ανηφοριάς
ενώνονταν στο πάνω μέρος τους και το
σημείο εκείνο το ονόμαζαν «κορυφή της σκάλας». Τα μουλάρια βαρυφορτωμένα τα σακιά με τις ελιές καθώς ανέβαιναν αυτές
τις ανηφόρες ιδροκοπούσαν και «φουρμάνιζαν» μέχρι να φτάσουν στην κορυφή της
ανηφοριάς ενώ οι εργάτες και τα αφεντικά που συνόδευαν τα μουλάρια αγκομαχούσαν
και αυτοί ανεβαίνοντας αυτές τις ανηφοριές. Τελευταία μετά την κατασκευή
αυτοκινητοδρόμων μέσα στους ελαιώνες, η μετάβαση των κατοίκων και των εργατών
για ελαιοσυλλογή, γίνεται με τα αυτοκίνητα.
Τώρα δεν χρησιμοποιούνται πια
οι «ράβδες», αλλά ραβδίζουν τον καρπό πάνω στα ελιόπανα με ειδικά βενζινοκίνητα
ή ηλεκτροκίνητα ραβδιστικά μηχανήματα. Οι κάτοικοι άρχισαν να χρησιμοποιούν
αρχικά μεταχειρισμένα στρατιωτικά αλεξίπτωτα και αργότερα τα μεγάλα ελιόπανα,
που τα έστρωναν κάτω από τα δέντρα. Αφού ανέβαιναν πάνω σε αυτά, με τις
«ξιόνες*» άρμεγαν τον καρπό με ευκολία πάνω στα ελιόπανα. Ο νοικοκύρης στο
μεταξύ με το χειροπρίονο έκοβε τις κλάρες που ήταν φορτωμένες με καρπό και τις
έριχνε πάνω στα πανιά, για να τις «αρμέξουν» οι εργάτες. Έτσι η διαδικασία του
ελιομαζώματος έγινε πιο εύκολη και περισσότερο αποδοτική.
Γιώργος Στυλ. Σκλημπόσιος - Μασκλινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου